Πρωταγόρας: περ. 490‒ 420 π.Χ.
Άνθρωπος: «πάντων χρημάτων μέτρον»
§1
Ο Πρωταγόρας ανήκει στο ριζοσπαστικό κίνημα των Ελλήνων Σοφιστών , που εμφανίστηκε στην Ελλάδα του 5ου αι. π.Χ. και έκτοτε βρίσκεται στο κέντρο των συζητήσεων και των αντιπαραθέσεων στους κόλπους της φιλοσοφικής και πολιτικής ιστορίας των ιδεών, καίτοι τα γραπτά τους κείμενα έχουν χαθεί πλην ορισμένων αποσπασμάτων. Κάτι που ίδια και όμοια ισχύει και στην περίπτωση των Προσωκρατικών στοχαστών. Το σοφιστικό ρεύμα σκέψης είναι εν πολλοίς ένα ελευθεριακό κίνημα σκέψης ‒χωρίς να αποτελεί κάποια φιλοσοφική σχολή ή ένα ομοιογενές κίνημα ιδεών‒ με δεσπόζουσα την πολιτική απόχρωση και με αποκλίνουσες επί αρκετών θεμάτων ιδέες. Εγκαινίασε καθοριστικά τη στροφή προς τον άνθρωπο συγκριτικά με την προηγηθείσα σκέψη των Προσωκρατικών, που είχε ασχοληθεί κι αυτή βέβαια με τον άνθρωπο αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοσμολογικών-οντολογικών προβληματισμών: οι διανοητές της προ-σοφιστικής, ήτοι της προσωκρατικής περιόδου, διαστοχάστηκαν κυρίως πάνω στη φύση, τον κόσμο (βασικά με το νόημα του σύμπαντος) και το ον εν γένει. Η έννοια του ανθρώπου τους απασχόλησε ως τμήμα αυτού του κόσμου. Για τη σοφιστική σκέψη, απεναντίας, ο άνθρωπος δεν εξακοντίζεται πλέον σε συλλήψεις ενός οντο-κοσμο-λογικού Είναι, αλλά συλλαμβάνεται βασικά ως ένα πλέγμα σχέσεων: σχέσεις προς τη φύση, την κοινωνία, το κράτος, τους θεούς· προς άλλους ανθρώπους ή άλλους λαούς κ.λπ. Στο πνεύμα αυτών των σχέσεων κατανοείται, λιγότερο ή περισσότερο, και η σχέση των ίδιων των Σοφιστών με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Μάλιστα, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, η σχέση τους αυτή για άλλους αποτιμάται ως μια στεγνή επαγγελματική σχέση, όπου εξαργυρωνόταν η γνώση με χρήμα, μετατράπηκε σε εμπόρευμα, με συνέπεια να αμαυρώνεται η εικόνα του σοφιστικού κινήματος, για άλλους ως μια στοχαστική σχέση του ανθρώπινου ατόμου εντός της κοινωνίας και σε σχέση με τούτη. Πάντως, η επίδρασή του μέχρι και τη σύγχρονη σκέψη είναι αδιαμφισβήτητη. Όπως λέει ο Νίτσε σε ένα μεταθανάτιο απόσπασμά του, οι Σοφιστές είναι οι πρώτοι που τους απασχολεί η κριτική της ηθικής, που ρίχνουν την πρώτη διεισδυτική ματιά στην ηθική.
§2
Οποιαδήποτε οπτική αποτίμησης του κινήματος αυτού κι αν ακολουθεί κανείς, γεγονός είναι ότι οι εν λόγω διανοητές περιφέρονταν συνήθως από πόλη σε πόλη και δίδασκαν με οξυμένη την αίσθηση της σχετικότητας· κατ’ επέκταση, πρώτοι δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της σκεπτόμενης ατομικότητας. Η δυσφήμησή τους ως αμοραλιστών, όπως σωστά παρατηρεί ο Χέγκελ (Werke 18, 407), προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον κοινό νου. Συχνά συμβαίνει ο τελευταίος να χάνεται μέσα στη φαινομενικότητα και να μην μπορεί να διακρίνει ότι στο σοφιστικό κίνημα, ας πούμε, οφείλεται η καθίδρυση, για πρώτη φορά στη φιλοσοφία του ανθρώπινου πολιτισμού, της σκεπτόμενης υποκειμενικότητας. Ένας τέτοιος χαλασμένος κοινός νους χαρακτηρίζει και τις μαριονέτες του σάπιου πολιτικού συστήματος της σύγχρονης Ελλάδας. Όσο χαλασμένος είναι αυτός ο νους, τόσο οι διάφοροι αγύρτες του εν λόγω συστήματος επιδεικνύουν την αμορφωσιά τους και διαπράττουν ὕβριν. Ὕβρις αδιανόητης αμπελοφιλοσοφικής αμορφωσιάς π.χ. είναι η παρερμηνεία, από υψηλά ιστάμενο του καθεστώτος –και μάλιστα καλοπληρωμένο προφεσόρο– της πρωταγόρειας ρήσης: πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, κατανοώντας στρεψόδικα το χρημάτων ως χρήμα με τη σημερινή έννοια και όχι ως χρήσιμο πράγμα, που είναι το σωστό. Ο Πρωταγόρας γεννήθηκε στα Άβδηρα και ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους και διάσημους Σοφιστές. Κανείς δεν σκέφτηκε να αμφισβητήσει το ταλέντο του και τη βαθιά γνώση που απέκτησε. Ο ίδιος ο Πλάτων ακόμη τον αντιμετωπίζει με τον αντίστοιχο προς το ταλέντο του σεβασμό. Στον Θεαίτητο, ας πούμε, τον παρουσιάζει ως τον πιο σημαντικό και ως τον πιο αξιόλογο διανοητή, στο πλαίσιο του κύκλου των Σοφιστών, με τον οποίο η φιλοσοφία πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή αναμέτρηση. Πρόκειται για τον Σοφιστή με την μεγαλύτερη επιρροή. Στο έργο του Πρωταγόρας, ο Πλάτων μας λέει πώς τον υποδέχτηκε η Αθήνα. Είναι αλήθεια πως στην κοινωνία των Αθηνών απολάμβανε ανεπιφύλακτο θαυμασμό, μέχρι τη στιγμή που κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη. Έγραψε βαθυστόχαστα έργα για το ον, τους θεούς και την αλήθεια, από τα οποία έφτασαν ως εμάς μόνο κάποια αποσπάσματα. Οι ιδέες του γύρω από την σχετικότητα των πραγμάτων του κόσμου δεν ήταν άσχετες με την εμπειρία, που αποκόμισε από τις αντιξοότητες του βίου του.
§3
Ο ίδιος έδωσε στον εαυτό του το όνομα Σοφιστής και, όπως λέει ο Χέγκελ, «παρουσιάστηκε ως δάσκαλος της δημόσιας σφαίρας» (ό.π.). Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι κατανοούσε τον ενάρετο πολίτη ως καλό πολίτη και ως καλό πολιτικό. Γενικώς ειπείν, η σκέψη του Πρωταγόρα είναι πρωτίστως πολιτική, δηλαδή σκέψη της Πόλεως και για την Πόλιν. Η πρώτη θετική φάση της φιλοσοφίας του είναι αυτή που αντιπροσωπεύει το έργο του: Αλήθεια ή Καταβάλλοντες. Από τούτο, όπως και από άλλα έργα του, έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα. Στην αρχή αυτού του έργου έγραφε:
«πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων
ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν».
«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, για όσα
είναι ότι είναι και για όσα δεν είναι ότι δεν είναι».
Στην ιστορία γενικότερα των φιλοσοφικών ιδεών είναι περισσότερο γνωστός για την ως άνω περιώνυμη θέση του. Αυτή εδώ φαίνεται να προσδιορίζει τον άνθρωπο ως το μοναδικό, ως το ισχύον μέτρο για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη, για το Είναι ή μη-Είναι όλων των πραγμάτων. Εκ πρώτης όψεως δείχνει να εκφράζει κάτι το άμεσο και σαφές. Παρά τη συντομία της ωστόσο παραμένει αινιγματώδης. Πώς εννοείται το «μέτρο» και ακόμη πώς το «χρήμα»; Υπό ένα γενικό πνεύμα, που έχει δημιουργήσει παράδοση, το μέτρο υποδηλώνει ότι η αλήθεια είναι κάτι σχετικό και υπάρχει πάντοτε σε σχέση με τη γνώμη ή τη γνώση που διαθέτει ο άνθρωπος. Επίσης το χρήμα σημαίνει ένα χρήσιμο πράγμα, κάτι το ωφέλιμο και όχι γενικά το πράγμα, γιατί τότε ο Πρωταγόρας θα χρησιμοποιούσε τη λέξη πράγμα –σημαίνουσα λέξη τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελληνικής– και όχι χρήμα. Εάν εισχωρήσει κανείς στα ενδότερα της σκέψης του Πρωταγόρα, διαπιστώνει, και με τη βοήθεια νεώτερων ερευνών, ότι ο όρος μέτρο δεν επιδέχεται μόνο την παραπάνω εξήγηση ή τη σημασία του κριτηρίου, που του απέδωσε ο Σέξτος Εμπειρικός, αλλά εκφράζει –κατά κύριο λόγο– μια (γνωσιακή-κανονιστική) ισχύ του ανθρώπου επί των πραγμάτων που τον αφορούν και τον καθορίζουν. Άρα, με βάση την ερμηνεία αυτή, ο άνθρωπος είναι το μέτρον με το εξής νόημα: η γνωρίζουσα ισχύς, η κανονιστική δύναμη που άρχει, αλλά δεν εξουσιάζει, δηλαδή δεν παγιδεύεται και δεν ηδονίζεται μέσα στην ὕβριν , όπως συμβαίνει με την βίαι όψη της ζωής και δη της πολιτικής τοιαύτης, αλλά χαράσσει μια συνειδητή πορεία συλλογής και ανα-συλλογής της εκδηλωνόμενης μέσα στα πράγματα εμπειρικής της κατάφασης. Το γεγονός ενός άρχειν χωρίς βία και στρεψοδικία, χωρίς τον εξανδραποδισμό του άλλου αλλά σε γόνιμη αντιπαράθεση μαζί του, οδηγεί τον Πρωταγόρα σε μια πρώτη, ουσιώδη και ιστορικά ανεπανάληπτη σύλληψη της ανθρώπινης υποκειμενικότητας ως μιας αυθυπόστατης ορθο-Λογικότητας του υποκειμένου.
§4
Η αυθυπόστατη υποκειμενικότητα αντλεί την αυτονομία της, το σχετικό της αυτεξούσιο, όχι από έναν αυξημένο μέσα στο ίδιο το άτομο ατομισμό ή ατομικισμό, από έναν υπερφίαλο ή αρρωστημένο εσωτερικισμό που κατά κανόνα επιζητεί την «ισορροπία» του στην καταδυνάστευση του άλλου, αλλά από την έξοδο της σκέψης της από τον εν λόγω καχεκτικό ατομικισμό. Πώς δύναται αυτή η υποκειμενικότητα να πραγματοποιεί τούτη την έξοδο; Με το να επιδιώκει τη συνάντηση της γνώμης ή της γνώσης της με τη γνώμη και τη γνώση των άλλων. Η συνάντηση τούτη δεν είναι υποταγή ή κυριαρχία αλλά η καθολικότητα της αλήθειας ως διαλεκτική ατομικού και καθολικού. Τα πολιτικά ανδρείκελα, σε κάθε εποχή, είναι ανδρείκελα, γιατί φοβούνται αυτή τη συνάντηση που περιέχει πότε ήττες και πότε νίκες του υποκειμένου. Την ως άνω συνάντηση ο Πρωταγόρας την πραγματεύεται στο έτερο έργο του, που δεν διαφέρει και πολύ από το πρώτο, με τον τίτλο: Αντιλογίες. Από τούτο το έργο –μάλλον το πιο εκτενές του Πρωταγόρα– έχουν σωθεί δυστυχώς μόνο πληροφορίες και ενδείξεις από άλλους συγγραφείς. Η πεμπτουσία του, εν τοιαύτη περιπτώσει, φαίνεται να αφορά τη σύλληψη της αντίφασης και την εισαγωγή της μέσα στα πράγματα, έτσι ώστε να μην κρίνονται και γίνονται αποδεκτά στη σκέψη μας ως κάτι το ακίνητο, το αναλλοίωτο, το αιώνιο. Τα τελευταία τούτα γνωρίσματα έχουν κακοπάθει στα χέρια και τα «μυαλά» «αχαλίνωτων θηρίων» (Νίτσε) της δημόσιας σφαίρας, που την ανικανότητά τους μαζί και την εσωτερική τους κενότητα θέλουν να τις παγιώνουν, να τις διαιωνίζουν ως αναντικατάστατες πολιτικές αρετές. Ο Πρωταγόρας βέβαια συλλαμβάνει την ως άνω αντίφαση στην αρχαϊκή της μορφή, αλλά παρά ταύτα εν σπέρματι διαλεκτικά. Σύμφωνα λοιπόν με αυτόν τον μεγάλο διανοητή «για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο λόγοι που αντιφάσκουν ο ένας προς τον άλλο». Η πολιτική διαμάχη ως τέτοια επαληθεύει από μόνη της τούτη την αρχή. Η τελευταία ανάγει τον πολεμικό της χαρακτήρα στην Ηρακλείτεια αντίληψη περί αντιφατικής πραγματικότητας, όπου κυριαρχεί ο πόλεμος, η στοχαστική αντιπαράθεση και όχι οι ανέξοδες και άκρως υποτιμητικές για τους ίδιους κοκορομαχίες των καθεστωτικών πάσης φύσεως.
§5
Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο χαρακτήρας της σκέψης του Πρωταγόρα είναι σχετικιστικός και πργματιστικός. Σχετικιστικός: αν ένας άνθρωπος, υπό μια κατάσταση, θεωρεί το χ πράγμα κατά τον τάδε τρόπο και το ίδιο πράγμα ένας άλλος άνθρωπος, υπό μια άλλη κατάσταση, κατά τον δείνα τρόπο, τότε και οι δυο απόψεις γίνονται δεκτές ως σχετικά αληθείς. Πραγματιστικός: οι εν λόγω απόψεις έχουν πραγματική βάση όχι με την έννοια ότι η μια είναι αληθής και η άλλη ψευδής αλλά ότι η μια είναι πιο καλή, πιο ενδεδειγμένη, πιο κατάλληλη ή πιο πρόσφορη από την άλλη ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται κανείς. Π.χ. εάν κάποιος έχει επισφαλή υγεία, υπό την κατάσταση θεραπεύσιμης ασθένειας, τότε μια τέτοιου είδους πραγματικά επισφαλής υγεία είναι καλύτερη από μια επισφαλή υγεία υπό κατάσταση μη θεραπεύσιμης ασθένειας· και τούτο, γιατί η πρώτη κατάσταση είναι καλύτερη από τη δεύτερη. Το έργο επομένως του φιλοσόφου-του σοφιστή, κατά τον Πρωταγόρα, είναι να συμβάλει με τον λόγο του στην ανασκευή των μη-καλύτερων απόψεων ή πεποιθήσεων ‒συγκριτικά με τις καλύτερες‒ του συνομιλητή του, είτε αυτός είναι μια ενική ατομικότητα είτε μια συλλογική τοιαύτη ή ακόμη και σε επίπεδο πόλεως (Βλ. Πλάτων Πρωταγόρας, 318e-319a)· όχι στην ανασκευή των ψευδών απόψεων ή πεποιθήσεων. Ο πραγματικός κόσμος, ως εκ τούτου, για τον Πρωταγόρα, το πραγματικό γενικότερα υπάγεται στη δικαιοδοσία του λόγου, έχει ως θεμέλιό του τους λόγους, που εκτυλίσσονται αντιφατικά ή αντιθετικά μεταξύ τους. Η αναζήτηση της αλήθειας δεν ανάγεται στη διαμόρφωση μιας γενικής ή καθολικής άποψης, αντικειμενικά αποδεκτής, για το πράγμα παρά συνάπτεται με την πληθώρα των διαφορετικών απόψεων και σε συνάρτηση πάντα με τον λόγο, ήτοι τους λόγους που εκφέρονται και μετασχηματίζουν το ανθρώπινο υποκείμενο, υπαγορεύουν τη μια ή την άλλη στάση του απέναντι στο πραγματικό και προάγουν την καλύτερη κατανόησή του για το ίδιο. Η πρωταγόρεια επομένως σύλληψη της αντίφασης, της ύπαρξης δύο αντιφατικών λόγων έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί ο λόγος, η γλώσσα ως ομιλία διχοτομείται σε λόγους που στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο και δημιουργούν έτσι τη δυνατότητα να αποφεύγονται οι αναπόδεικτες γενικεύσεις, το κάθε υποκείμενο δε να εισδύει στο συγκεκριμένο και να οικοδομεί το (σχετικό) αυτεξούσιό του στη δεινότητα της αντι-λογικής-αντιφατικής θεώρησης των πραγμάτων. Τότε φέρελπις ανήρ της πολιτικής κοινότητας δεν γίνεται ο κάθε δοτός, που λόγω απουσίας αντίστοιχης σκέψης εκφράζει τον ήσσονα λόγο, τον ασθενή λόγο, αλλά η αυτενεργός και αυτοσυνείδητη υποκειμενικότητα που έχει επίγνωση των ορίων της. Ο λόγος της τελευταίας είναι εκείνος που συμμερίζονται και άλλοι και γι' αυτό καθίσταται λόγος της αλήθειας.
Άνθρωπος: «πάντων χρημάτων μέτρον»
§1
Ο Πρωταγόρας ανήκει στο ριζοσπαστικό κίνημα των Ελλήνων Σοφιστών , που εμφανίστηκε στην Ελλάδα του 5ου αι. π.Χ. και έκτοτε βρίσκεται στο κέντρο των συζητήσεων και των αντιπαραθέσεων στους κόλπους της φιλοσοφικής και πολιτικής ιστορίας των ιδεών, καίτοι τα γραπτά τους κείμενα έχουν χαθεί πλην ορισμένων αποσπασμάτων. Κάτι που ίδια και όμοια ισχύει και στην περίπτωση των Προσωκρατικών στοχαστών. Το σοφιστικό ρεύμα σκέψης είναι εν πολλοίς ένα ελευθεριακό κίνημα σκέψης ‒χωρίς να αποτελεί κάποια φιλοσοφική σχολή ή ένα ομοιογενές κίνημα ιδεών‒ με δεσπόζουσα την πολιτική απόχρωση και με αποκλίνουσες επί αρκετών θεμάτων ιδέες. Εγκαινίασε καθοριστικά τη στροφή προς τον άνθρωπο συγκριτικά με την προηγηθείσα σκέψη των Προσωκρατικών, που είχε ασχοληθεί κι αυτή βέβαια με τον άνθρωπο αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοσμολογικών-οντολογικών προβληματισμών: οι διανοητές της προ-σοφιστικής, ήτοι της προσωκρατικής περιόδου, διαστοχάστηκαν κυρίως πάνω στη φύση, τον κόσμο (βασικά με το νόημα του σύμπαντος) και το ον εν γένει. Η έννοια του ανθρώπου τους απασχόλησε ως τμήμα αυτού του κόσμου. Για τη σοφιστική σκέψη, απεναντίας, ο άνθρωπος δεν εξακοντίζεται πλέον σε συλλήψεις ενός οντο-κοσμο-λογικού Είναι, αλλά συλλαμβάνεται βασικά ως ένα πλέγμα σχέσεων: σχέσεις προς τη φύση, την κοινωνία, το κράτος, τους θεούς· προς άλλους ανθρώπους ή άλλους λαούς κ.λπ. Στο πνεύμα αυτών των σχέσεων κατανοείται, λιγότερο ή περισσότερο, και η σχέση των ίδιων των Σοφιστών με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Μάλιστα, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, η σχέση τους αυτή για άλλους αποτιμάται ως μια στεγνή επαγγελματική σχέση, όπου εξαργυρωνόταν η γνώση με χρήμα, μετατράπηκε σε εμπόρευμα, με συνέπεια να αμαυρώνεται η εικόνα του σοφιστικού κινήματος, για άλλους ως μια στοχαστική σχέση του ανθρώπινου ατόμου εντός της κοινωνίας και σε σχέση με τούτη. Πάντως, η επίδρασή του μέχρι και τη σύγχρονη σκέψη είναι αδιαμφισβήτητη. Όπως λέει ο Νίτσε σε ένα μεταθανάτιο απόσπασμά του, οι Σοφιστές είναι οι πρώτοι που τους απασχολεί η κριτική της ηθικής, που ρίχνουν την πρώτη διεισδυτική ματιά στην ηθική.
§2
Οποιαδήποτε οπτική αποτίμησης του κινήματος αυτού κι αν ακολουθεί κανείς, γεγονός είναι ότι οι εν λόγω διανοητές περιφέρονταν συνήθως από πόλη σε πόλη και δίδασκαν με οξυμένη την αίσθηση της σχετικότητας· κατ’ επέκταση, πρώτοι δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της σκεπτόμενης ατομικότητας. Η δυσφήμησή τους ως αμοραλιστών, όπως σωστά παρατηρεί ο Χέγκελ (Werke 18, 407), προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον κοινό νου. Συχνά συμβαίνει ο τελευταίος να χάνεται μέσα στη φαινομενικότητα και να μην μπορεί να διακρίνει ότι στο σοφιστικό κίνημα, ας πούμε, οφείλεται η καθίδρυση, για πρώτη φορά στη φιλοσοφία του ανθρώπινου πολιτισμού, της σκεπτόμενης υποκειμενικότητας. Ένας τέτοιος χαλασμένος κοινός νους χαρακτηρίζει και τις μαριονέτες του σάπιου πολιτικού συστήματος της σύγχρονης Ελλάδας. Όσο χαλασμένος είναι αυτός ο νους, τόσο οι διάφοροι αγύρτες του εν λόγω συστήματος επιδεικνύουν την αμορφωσιά τους και διαπράττουν ὕβριν. Ὕβρις αδιανόητης αμπελοφιλοσοφικής αμορφωσιάς π.χ. είναι η παρερμηνεία, από υψηλά ιστάμενο του καθεστώτος –και μάλιστα καλοπληρωμένο προφεσόρο– της πρωταγόρειας ρήσης: πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, κατανοώντας στρεψόδικα το χρημάτων ως χρήμα με τη σημερινή έννοια και όχι ως χρήσιμο πράγμα, που είναι το σωστό. Ο Πρωταγόρας γεννήθηκε στα Άβδηρα και ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους και διάσημους Σοφιστές. Κανείς δεν σκέφτηκε να αμφισβητήσει το ταλέντο του και τη βαθιά γνώση που απέκτησε. Ο ίδιος ο Πλάτων ακόμη τον αντιμετωπίζει με τον αντίστοιχο προς το ταλέντο του σεβασμό. Στον Θεαίτητο, ας πούμε, τον παρουσιάζει ως τον πιο σημαντικό και ως τον πιο αξιόλογο διανοητή, στο πλαίσιο του κύκλου των Σοφιστών, με τον οποίο η φιλοσοφία πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή αναμέτρηση. Πρόκειται για τον Σοφιστή με την μεγαλύτερη επιρροή. Στο έργο του Πρωταγόρας, ο Πλάτων μας λέει πώς τον υποδέχτηκε η Αθήνα. Είναι αλήθεια πως στην κοινωνία των Αθηνών απολάμβανε ανεπιφύλακτο θαυμασμό, μέχρι τη στιγμή που κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη. Έγραψε βαθυστόχαστα έργα για το ον, τους θεούς και την αλήθεια, από τα οποία έφτασαν ως εμάς μόνο κάποια αποσπάσματα. Οι ιδέες του γύρω από την σχετικότητα των πραγμάτων του κόσμου δεν ήταν άσχετες με την εμπειρία, που αποκόμισε από τις αντιξοότητες του βίου του.
§3
Ο ίδιος έδωσε στον εαυτό του το όνομα Σοφιστής και, όπως λέει ο Χέγκελ, «παρουσιάστηκε ως δάσκαλος της δημόσιας σφαίρας» (ό.π.). Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι κατανοούσε τον ενάρετο πολίτη ως καλό πολίτη και ως καλό πολιτικό. Γενικώς ειπείν, η σκέψη του Πρωταγόρα είναι πρωτίστως πολιτική, δηλαδή σκέψη της Πόλεως και για την Πόλιν. Η πρώτη θετική φάση της φιλοσοφίας του είναι αυτή που αντιπροσωπεύει το έργο του: Αλήθεια ή Καταβάλλοντες. Από τούτο, όπως και από άλλα έργα του, έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα. Στην αρχή αυτού του έργου έγραφε:
«πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων
ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν».
«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, για όσα
είναι ότι είναι και για όσα δεν είναι ότι δεν είναι».
Στην ιστορία γενικότερα των φιλοσοφικών ιδεών είναι περισσότερο γνωστός για την ως άνω περιώνυμη θέση του. Αυτή εδώ φαίνεται να προσδιορίζει τον άνθρωπο ως το μοναδικό, ως το ισχύον μέτρο για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη, για το Είναι ή μη-Είναι όλων των πραγμάτων. Εκ πρώτης όψεως δείχνει να εκφράζει κάτι το άμεσο και σαφές. Παρά τη συντομία της ωστόσο παραμένει αινιγματώδης. Πώς εννοείται το «μέτρο» και ακόμη πώς το «χρήμα»; Υπό ένα γενικό πνεύμα, που έχει δημιουργήσει παράδοση, το μέτρο υποδηλώνει ότι η αλήθεια είναι κάτι σχετικό και υπάρχει πάντοτε σε σχέση με τη γνώμη ή τη γνώση που διαθέτει ο άνθρωπος. Επίσης το χρήμα σημαίνει ένα χρήσιμο πράγμα, κάτι το ωφέλιμο και όχι γενικά το πράγμα, γιατί τότε ο Πρωταγόρας θα χρησιμοποιούσε τη λέξη πράγμα –σημαίνουσα λέξη τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελληνικής– και όχι χρήμα. Εάν εισχωρήσει κανείς στα ενδότερα της σκέψης του Πρωταγόρα, διαπιστώνει, και με τη βοήθεια νεώτερων ερευνών, ότι ο όρος μέτρο δεν επιδέχεται μόνο την παραπάνω εξήγηση ή τη σημασία του κριτηρίου, που του απέδωσε ο Σέξτος Εμπειρικός, αλλά εκφράζει –κατά κύριο λόγο– μια (γνωσιακή-κανονιστική) ισχύ του ανθρώπου επί των πραγμάτων που τον αφορούν και τον καθορίζουν. Άρα, με βάση την ερμηνεία αυτή, ο άνθρωπος είναι το μέτρον με το εξής νόημα: η γνωρίζουσα ισχύς, η κανονιστική δύναμη που άρχει, αλλά δεν εξουσιάζει, δηλαδή δεν παγιδεύεται και δεν ηδονίζεται μέσα στην ὕβριν , όπως συμβαίνει με την βίαι όψη της ζωής και δη της πολιτικής τοιαύτης, αλλά χαράσσει μια συνειδητή πορεία συλλογής και ανα-συλλογής της εκδηλωνόμενης μέσα στα πράγματα εμπειρικής της κατάφασης. Το γεγονός ενός άρχειν χωρίς βία και στρεψοδικία, χωρίς τον εξανδραποδισμό του άλλου αλλά σε γόνιμη αντιπαράθεση μαζί του, οδηγεί τον Πρωταγόρα σε μια πρώτη, ουσιώδη και ιστορικά ανεπανάληπτη σύλληψη της ανθρώπινης υποκειμενικότητας ως μιας αυθυπόστατης ορθο-Λογικότητας του υποκειμένου.
§4
Η αυθυπόστατη υποκειμενικότητα αντλεί την αυτονομία της, το σχετικό της αυτεξούσιο, όχι από έναν αυξημένο μέσα στο ίδιο το άτομο ατομισμό ή ατομικισμό, από έναν υπερφίαλο ή αρρωστημένο εσωτερικισμό που κατά κανόνα επιζητεί την «ισορροπία» του στην καταδυνάστευση του άλλου, αλλά από την έξοδο της σκέψης της από τον εν λόγω καχεκτικό ατομικισμό. Πώς δύναται αυτή η υποκειμενικότητα να πραγματοποιεί τούτη την έξοδο; Με το να επιδιώκει τη συνάντηση της γνώμης ή της γνώσης της με τη γνώμη και τη γνώση των άλλων. Η συνάντηση τούτη δεν είναι υποταγή ή κυριαρχία αλλά η καθολικότητα της αλήθειας ως διαλεκτική ατομικού και καθολικού. Τα πολιτικά ανδρείκελα, σε κάθε εποχή, είναι ανδρείκελα, γιατί φοβούνται αυτή τη συνάντηση που περιέχει πότε ήττες και πότε νίκες του υποκειμένου. Την ως άνω συνάντηση ο Πρωταγόρας την πραγματεύεται στο έτερο έργο του, που δεν διαφέρει και πολύ από το πρώτο, με τον τίτλο: Αντιλογίες. Από τούτο το έργο –μάλλον το πιο εκτενές του Πρωταγόρα– έχουν σωθεί δυστυχώς μόνο πληροφορίες και ενδείξεις από άλλους συγγραφείς. Η πεμπτουσία του, εν τοιαύτη περιπτώσει, φαίνεται να αφορά τη σύλληψη της αντίφασης και την εισαγωγή της μέσα στα πράγματα, έτσι ώστε να μην κρίνονται και γίνονται αποδεκτά στη σκέψη μας ως κάτι το ακίνητο, το αναλλοίωτο, το αιώνιο. Τα τελευταία τούτα γνωρίσματα έχουν κακοπάθει στα χέρια και τα «μυαλά» «αχαλίνωτων θηρίων» (Νίτσε) της δημόσιας σφαίρας, που την ανικανότητά τους μαζί και την εσωτερική τους κενότητα θέλουν να τις παγιώνουν, να τις διαιωνίζουν ως αναντικατάστατες πολιτικές αρετές. Ο Πρωταγόρας βέβαια συλλαμβάνει την ως άνω αντίφαση στην αρχαϊκή της μορφή, αλλά παρά ταύτα εν σπέρματι διαλεκτικά. Σύμφωνα λοιπόν με αυτόν τον μεγάλο διανοητή «για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο λόγοι που αντιφάσκουν ο ένας προς τον άλλο». Η πολιτική διαμάχη ως τέτοια επαληθεύει από μόνη της τούτη την αρχή. Η τελευταία ανάγει τον πολεμικό της χαρακτήρα στην Ηρακλείτεια αντίληψη περί αντιφατικής πραγματικότητας, όπου κυριαρχεί ο πόλεμος, η στοχαστική αντιπαράθεση και όχι οι ανέξοδες και άκρως υποτιμητικές για τους ίδιους κοκορομαχίες των καθεστωτικών πάσης φύσεως.
§5
Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο χαρακτήρας της σκέψης του Πρωταγόρα είναι σχετικιστικός και πργματιστικός. Σχετικιστικός: αν ένας άνθρωπος, υπό μια κατάσταση, θεωρεί το χ πράγμα κατά τον τάδε τρόπο και το ίδιο πράγμα ένας άλλος άνθρωπος, υπό μια άλλη κατάσταση, κατά τον δείνα τρόπο, τότε και οι δυο απόψεις γίνονται δεκτές ως σχετικά αληθείς. Πραγματιστικός: οι εν λόγω απόψεις έχουν πραγματική βάση όχι με την έννοια ότι η μια είναι αληθής και η άλλη ψευδής αλλά ότι η μια είναι πιο καλή, πιο ενδεδειγμένη, πιο κατάλληλη ή πιο πρόσφορη από την άλλη ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται κανείς. Π.χ. εάν κάποιος έχει επισφαλή υγεία, υπό την κατάσταση θεραπεύσιμης ασθένειας, τότε μια τέτοιου είδους πραγματικά επισφαλής υγεία είναι καλύτερη από μια επισφαλή υγεία υπό κατάσταση μη θεραπεύσιμης ασθένειας· και τούτο, γιατί η πρώτη κατάσταση είναι καλύτερη από τη δεύτερη. Το έργο επομένως του φιλοσόφου-του σοφιστή, κατά τον Πρωταγόρα, είναι να συμβάλει με τον λόγο του στην ανασκευή των μη-καλύτερων απόψεων ή πεποιθήσεων ‒συγκριτικά με τις καλύτερες‒ του συνομιλητή του, είτε αυτός είναι μια ενική ατομικότητα είτε μια συλλογική τοιαύτη ή ακόμη και σε επίπεδο πόλεως (Βλ. Πλάτων Πρωταγόρας, 318e-319a)· όχι στην ανασκευή των ψευδών απόψεων ή πεποιθήσεων. Ο πραγματικός κόσμος, ως εκ τούτου, για τον Πρωταγόρα, το πραγματικό γενικότερα υπάγεται στη δικαιοδοσία του λόγου, έχει ως θεμέλιό του τους λόγους, που εκτυλίσσονται αντιφατικά ή αντιθετικά μεταξύ τους. Η αναζήτηση της αλήθειας δεν ανάγεται στη διαμόρφωση μιας γενικής ή καθολικής άποψης, αντικειμενικά αποδεκτής, για το πράγμα παρά συνάπτεται με την πληθώρα των διαφορετικών απόψεων και σε συνάρτηση πάντα με τον λόγο, ήτοι τους λόγους που εκφέρονται και μετασχηματίζουν το ανθρώπινο υποκείμενο, υπαγορεύουν τη μια ή την άλλη στάση του απέναντι στο πραγματικό και προάγουν την καλύτερη κατανόησή του για το ίδιο. Η πρωταγόρεια επομένως σύλληψη της αντίφασης, της ύπαρξης δύο αντιφατικών λόγων έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί ο λόγος, η γλώσσα ως ομιλία διχοτομείται σε λόγους που στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο και δημιουργούν έτσι τη δυνατότητα να αποφεύγονται οι αναπόδεικτες γενικεύσεις, το κάθε υποκείμενο δε να εισδύει στο συγκεκριμένο και να οικοδομεί το (σχετικό) αυτεξούσιό του στη δεινότητα της αντι-λογικής-αντιφατικής θεώρησης των πραγμάτων. Τότε φέρελπις ανήρ της πολιτικής κοινότητας δεν γίνεται ο κάθε δοτός, που λόγω απουσίας αντίστοιχης σκέψης εκφράζει τον ήσσονα λόγο, τον ασθενή λόγο, αλλά η αυτενεργός και αυτοσυνείδητη υποκειμενικότητα που έχει επίγνωση των ορίων της. Ο λόγος της τελευταίας είναι εκείνος που συμμερίζονται και άλλοι και γι' αυτό καθίσταται λόγος της αλήθειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου