Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1357a-1357b)

Ἔστιν δὲ τὸ ἔργον αὐτῆς περί τε τοιούτων περὶ ὧν βουλευόμεθα καὶ τέχνας μὴ ἔχομεν, καὶ ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν. βουλευόμεθα δὲ περὶ τῶν φαινομένων ἐνδέχεσθαι ἀμφοτέρως ἔχειν· περὶ γὰρ τῶν ἀδυνάτων ἄλλως ἢ γενέσθαι ἢ ἔσεσθαι ἢ ἔχειν οὐδεὶς βουλεύεται οὕτως ὑπολαμβάνων· οὐδὲν γὰρ πλέον.

Ἐνδέχεται δὲ συλλογίζεσθαι καὶ συνάγειν τὰ μὲν ἐκ συλλελογισμένων πρότερον, τὰ δ᾽ ἐξ ἀσυλλογίστων μέν, δεομένων δὲ συλλογισμοῦ διὰ τὸ μὴ εἶναι ἔνδοξα, ἀνάγκη δὲ τούτων τὸ μὲν μὴ εἶναι εὐεπακολούθητον διὰ τὸ μῆκος (ὁ γὰρ κριτὴς ὑπόκειται εἶναι ἁπλοῦς), τὰ δὲ μὴ πιθανὰ διὰ τὸ μὴ ἐξ ὁμολογουμένων εἶναι μηδ᾽ ἐνδόξων, ὥστ᾽ ἀναγκαῖον τό τε ἐνθύμημα εἶναι καὶ τὸ παράδειγμα περί τε τῶν ἐνδεχομένων ὡς τὰ πολλὰ ἔχειν ἄλλως, τὸ μὲν παράδειγμα ἐπαγωγὴν τὸ δ᾽ ἐνθύμημα συλλογισμόν, καὶ ἐξ ὀλίγων τε καὶ πολλάκις ἐλαττόνων ἢ ἐξ ὧν ὁ πρῶτος συλλογισμός· ἐὰν γὰρ ᾖ τι τούτων γνώριμον, οὐδὲ δεῖ λέγειν· αὐτὸς γὰρ τοῦτο προστίθησιν ὁ ἀκροατής, οἷον ὅτι Δωριεὺς στεφανίτην ἀγῶνα νενίκηκεν· ἱκανὸν γὰρ εἰπεῖν ὅτι Ὀλύμπια νενίκηκεν, τὸ δ᾽ ὅτι στεφανίτης τὰ Ὀλύμπια οὐδὲ δεῖ προσθεῖναι· γιγνώσκουσι γὰρ πάντες.

Ἐπεὶ δ᾽ ἐστὶν ὀλίγα μὲν τῶν ἀναγκαίων ἐξ ὧν οἱ ῥητορικοὶ συλλογισμοί εἰσι (τὰ γὰρ πολλὰ περὶ ὧν αἱ κρίσεις καὶ αἱ σκέψεις ἐνδέχεται καὶ ἄλλως ἔχειν· περὶ ὧν μὲν γὰρ πράττουσι βουλεύονται καὶ σκοποῦσι, τὰ δὲ πραττόμενα πάντα τοιούτου γένους ἐστί, καὶ οὐδὲν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἐξ ἀνάγκης τούτων), τὰ δ᾽ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ συμβαίνοντα καὶ ἐνδεχόμενα ἐκ τοιούτων ἀνάγκη ἑτέρων συλλογίζεσθαι, τὰ δ᾽ ἀναγκαῖα ἐξ ἀναγκαίων (δῆλον δ᾽ ἡμῖν καὶ τοῦτο ἐκ τῶν Ἀναλυτικῶν), φανερὸν ὅτι ἐξ ὧν τὰ ἐνθυμήματα λέγεται, τὰ μὲν ἀναγκαῖα ἔσται, τὰ δὲ πλεῖστα ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, τὰ δ᾽ ἐνθυμήματα ἐξ εἰκότων καὶ ἐκ σημείων, ὥστε ἀνάγκη τούτων ἑκάτερον ἑκατέρῳ ταὐτὸ εἶναι. τὸ μὲν γὰρ εἰκός ἐστι τὸ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γινόμενον, οὐχ ἁπλῶς δὲ καθάπερ ὁρίζονταί τινες, ἀλλὰ τὸ περὶ τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν, οὕτως ἔχον πρὸς ἐκεῖνο πρὸς ὃ εἰκὸς

[1357b] ὡς τὸ καθόλου πρὸς τὸ κατὰ μέρος· τῶν δὲ σημείων τὸ μὲν οὕτως ἔχει ὡς τῶν καθ᾽ ἕκαστόν τι πρὸς τὸ καθόλου, τὸ δὲ ὡς τῶν καθόλου τι πρὸς τὸ κατὰ μέρος. τούτων δὲ τὸ μὲν ἀναγκαῖον τεκμήριον, τὸ δὲ μὴ ἀναγκαῖον ἀνώνυμόν ἐστι κατὰ τὴν διαφοράν. ἀναγκαῖα μὲν οὖν λέγω ἐξ ὧν γίνεται συλλογισμός· διὸ καὶ τεκμήριον τὸ τοιοῦτον τῶν σημείων ἐστίν· ὅταν γὰρ μὴ ἐνδέχεσθαι οἴωνται λῦσαι τὸ λεχθέν, τότε φέρειν οἴονται τεκμήριον ὡς δεδειγμένον καὶ πεπερασμένον· τὸ γὰρ τέκμαρ καὶ πέρας ταὐτόν ἐστι κατὰ τὴν ἀρχαίαν γλῶτταν.

***
Το έργο, λοιπόν, της ρητορικής α) αφορά σε θέματα σαν αυτά που αποτελούν αντικείμενο των συζητήσεών μας και για τα οποία δεν διαθέτουμε άλλες τέχνες, β) επιτελείται μπροστά σε ακροατές που δεν έχουν την ικανότητα να παρακολουθούν πολλές μαζί συλλογιστικές φάσεις και να μετέχουν σε έναν συλλογισμό που το ξεκίνημά του βρίσκεται πολύ μακριά. Σε συζήτηση μπαίνουν μόνο τα θέματα που φαίνεται ότι μπορούν να έχουν δύο διαφορετικές μεταξύ τους όψεις: για πράγματα που δεν υπάρχει περίπτωση να είχαν στο παρελθόν, να μπορούν να αποκτήσουν στο μέλλον ή να έχουν στο παρόν άλλη, διαφορετική όψη δεν συζητάει κανείς όσο τα θεωρεί τέτοια, αφού αυτό δεν θα ωφελούσε σε τίποτε.

Συλλογισμούς μπορούμε να κάνουμε και συμπεράσματα μπορούμε να συνάγουμε είτε από προτάσεις που έχουν ήδη αποδειχθεί με συλλογισμούς είτε από προτάσεις που δεν έχουν αποδειχθεί με συλλογισμούς, έχουν όμως ανάγκη από μια τέτοια απόδειξη, επειδή το περιεχόμενό τους δεν είναι κοινής αποδοχής. Η παρακολούθηση του πρώτου είναι, κατανάγκην, δύσκολο πράγμα λόγω του μήκους (ξεκινούμε από την παραδοχή ότι ο ακροατής είναι άτομο με περιορισμένη καλλιέργεια)· στη δεύτερη, πάλι, περίπτωση οι προτάσεις δεν είναι πειστικές, γιατί δεν προκαλούν τη συμφωνία όλων ή γιατί το περιεχόμενό τους δεν είναι κοινής αποδοχής. Το υποχρεωτικό συμπέρασμα είναι ότι και το ενθύμημα και το παράδειγμα (το παράδειγμα ως επαγωγή και το ενθύμημα ως συλλογισμός) αφορούν σε πράγματα που, πολύ συχνά, μπορούν να είναι διαφορετικά από αυτό που είναι· επίσης ότι αντλούν τα συμπεράσματά τους από λίγες προκείμενες — συχνά λιγότερες από ό,τι στην κανονική, τη βασική μορφή του συλλογισμού· γιατί αν μια από τις προτάσεις αυτές είναι γνωστή, δεν χρειάζεται και να την πούμε: την προσθέτει ο ίδιος ο ακροατής. Παράδειγμα: Αν θέλουμε να πούμε ότι ο Δωριέας νίκησε σε αγώνα όπου το έπαθλο είναι ένα στεφάνι, είναι αρκετό να πούμε «νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες»· δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να προσθέσουμε ότι το έπαθλο στους Ολυμπιακούς αγώνες είναι ένα στεφάνι· αυτό το ξέρουν όλοι.

Δεδομένου ότι λίγες μόνο από τις προκείμενες των ρητορικών συλλογισμών είναι απολύτως αληθινές (γιατί τα πιο πολλά από αυτά που κρίνουμε και εξετάζουμε μπορούν να έχουν και μιαν άλλη, διαφορετική όψη: αυτά που κρίνουμε και εξετάζουμε είναι οι ανθρώπινες πράξεις, και οι ανθρώπινες πράξεις ανήκουν, όλες τους, σ᾽ αυτήν την κατηγορία και καμιά τους, για να το πούμε έτσι, δεν έχει υποχρεωτικά μόνο μία όψη)· δεδομένου επίσης ότι τα συνήθη και πιθανά πράγματα πρέπει να αποδεικνύονται μόνο από άλλα του ίδιου είδους πράγματα και τα απολύτως αληθινά από άλλα απολύτως, επίσης, αληθινά πράγματα, (ότι είναι έτσι το ξέρουμε επίσης από τα Αναλυτικά), είναι φανερό ότι οι προτάσεις που αποτελούν τις προκείμενες των ενθυμημάτων είναι κάποιες φορές απολύτως αληθινές, τις περισσότερες όμως φορές δηλώνουν κάτι που είναι έτσι συνήθως: τα ενθυμήματα βασίζονται σε πιθανότητες και σε ενδείξεις· δεν μπορεί λοιπόν παρά τα δύο αυτά να αντιστοιχούν σ᾽ αυτά τα δύο είδη προτάσεων, το ένα στο ένα και το άλλο στο άλλο. Πιθανό είναι αυτό που συμβαίνει συνήθως, όχι όμως γενικά και απόλυτα, όπως το ορίζουν μερικοί, αλλά αυτό που, στον χώρο των πραγμάτων που μπορούν να έχουν και μιαν άλλη, διαφορετική όψη, σχετίζεται με αυτό ενσχέσει με το οποίο είναι πιθανό

[1357b] με τον ίδιο τρόπο που το γενικό σχετίζεται με το μερικό. Όσο για τις ενδείξεις, άλλες παρουσιάζουν τη σχέση του μερικού προς το γενικό και άλλες τη σχέση του γενικού προς το μερικό. Η ένδειξη που το περιεχόμενό της το αποδεχόμαστε υποχρεωτικά, είναι αυτό που λέμε τεκμήριο· γι᾽ αυτήν που το περιεχόμενό της δεν το αποδεχόμαστε υποχρεωτικά, δεν διαθέτουμε λέξη που να δείχνει αυτή τη διαφορά. Ενδείξεις που το περιεχόμενό τους το αποδεχόμαστε υποχρεωτικά ονομάζω αυτές που μπορούν να γίνουν προκείμενες ενός συλλογισμού· γι᾽ αυτό και αυτού του είδους η ένδειξη είναι τεκμήριο· πραγματικά, όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η πρότασή τους δεν είναι δυνατό να αντικρουσθεί, θεωρούν ότι προσφέρουν ένα τεκμήριο, κάτι δηλαδή αποδεδειγμένο και τελειωμένο — οι λέξεις τέκμαρ και πέρας δεν είχαν στην παλιά μας γλώσσα την ίδια σημασία;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου