ΣΚΥΛΛΑ, μειξογενές τέρας
(μειξογενές τέρας)
Θεωρούνταν κόρη μια θεάς που λεγόταν Κράταϊς ή Κραταιΐς και του Τρίηνος ή του Φόρκη, του θαλάσσιου θεού. Ή του Φόρβαντα και της Εκάτης ή της Εκάτης και του Φόρκη. Ή του Τυφώνα και της Έχιδνας, όπως και πολλά άλλα μυθολογικά τέρατα, ή της Λάμιας.
Όταν ο Οδυσσέας έφευγε από το παλάτι της Κίρκης, η μάγισσα του έδωσε συμβουλές και οδηγίες για καλό κατευόδιο, κυρίως πώς να αποφύγει διάφορους κινδύνους και πώς να προφυλάξει τον εαυτό του και τους συντρόφους του. Ο Οδυσσέας δεν προετοίμασε τους συντρόφους του για το τι τους περίμενε στο στενό της Μεσσήνης, στην ιταλική ακτή, όπου ενέδρευε η Σκύλλα:
Μα για της Σκύλλας το κακό τ' αγιάτρευτο, ούτε λόγο
δεν είπα, μήπως φοβηθούν κι αφήσουν τα κουπιά τους,
και στα βαθιά του καραβιού κατέβουν και κρυφτούνε.
και τότες δεν την ψήφησα της Κίρκης την ορμήνεια,
που μου έλεγε να μη φανώ με την αρματωσιά μου,
παρά στου πλοίου ανέβηκα την πλώρη αρματωμένος,
κρατώντας δυο στα χέρια μου θεόμακρα κοντάρια
τι κατακεί περίμενα πως θα πρωτόβγει η Σκύλλα,
του βράχου το φριχτό θεριό, που μου έφαγε τους φίλους.
(Όμ., Οδ. μ 223-231)
Η Σκύλλα και τα σκυλιά του σώματός της, από τη μέση και κάτω, κατασπάραζαν καθετί που έπεφτε στα δόντια τους:
Κι εκεί καθώς κοιτάζαμε, καταστροφή φοβώντας,
μου αρπάζει η Σκύλλα απ' το βαθύ καράβι έξι νομάτους,
στα χέρια και στη δύναμη τα πρώτα παλληκάρια.
Κι εγώ γυρίζοντας να δω τους άλλους στο καράβι,
τα χέρια και τα πόδια τους απάνωθε αγναντεύω,
που σηκωμένοι ανάερα χουγιάζανε με πόνο,
και με φωνάζανε στερνή φορά με τ' όνομά μου.
Κι όπως ψαράς μ' ένα μακρύ ραβδί απ' τον κάβο ρίχνει
στα μικρά ψάρια δόλωμα, και κέρατο τινάζει
καλού βοδιού στη θάλασσα, κι άμα πιαστεί το ψάρι
στη γης απάνω το πετάει κι εκείνο σπαρταρίζει,
κι αυτοί έτσι σπαρταρίζοντας στο βράχο κουβαλιόνταν,
και το θεριό τους έτρωγε, και ξεφωνίζαν όλοι,
σ' εμέ τα χέρια απλώνοντας στου χάρου τον αγώνα.
Άλλο πιο θλιβερό απ' αυτό τα μάτια μου δεν είδαν,
απ' όλα που δοκίμασα τις θάλασσες περνώντας.
(Όμ., Οδ. μ 244-259)
Οι έξι σύντροφοι του Οδυσσέα που η Σκύλλα κατασπάραξε ήταν ο Στήσιος, ο Ορμένιος, ο Άγχιμος, ο Όρνυτος, ο Σίνωπος και ο Αμφίνομος.
Λεγόταν ότι η Σκύλλα ήταν αρχικά μια όμορφη κοπέλα που τη μεταμόρφωσε η ίδια η Κίρκη στο αποκρουστικό τέρας της Οδύσσειας, για να την εκδικηθεί, επειδή ο Γλαύκος, που τον αγαπούσε πολύ, είχε αρνηθεί τον έρωτά της θεάς για χάρη της νεαρής κοπέλας. Η Κίρκη έριξε μαγικά βότανα στο νερό της πηγής, όπου λουζόταν το κορίτσι και αμέσως εκείνη μεταμορφώθηκε, όμορφη στο επάνω μέρος, με έξι φοβερά σκυλιά στο σώμα της που βγήκαν από τους βουβώνες της (Οβ., Μετ. 7.62 κ.ε.). Λεγόταν ακόμη ότι ο Ποσειδώνας ήταν ερωτευμένος μαζί της και ότι η ζήλεια ώθησε την Αμφιτρίτη να ζητήσει από την Κίρκη να τη μεταμορφώσει. Ή ότι ο ίδιος ο Ποσειδώνας τη μεταμόρφωσε, γιατί η κόρη αρνήθηκε τον έρωτά του εξαιτίας του Γλαύκου.
Με το τέρας αναμετρήθηκε ο Ηρακλής και το σκότωσε, επειδή η Σκύλλα καταβρόχθισε μερικά από τα βόδια που έφερνε μαζί του ο ήρωας από τη χώρα του Γηρυόνη. Όμως ο Φόρκης, με αναμμένους πυρσούς και με μαγικές πράξεις, επανέφερε την κόρη του στη ζωή.
Για τον Παλαίφατο η Σκύλλα ήταν το όνομα ενός ταχύτατου πλοίου των Τυρρηνών, οι οποίοι και με άλλα πλοία λεηλατούσαν τα παράλια της Σικελίας· φόβος και τρόμος όμως των άλλων ναυτικών ήταν η Σκύλλα. Όμως ο Οδυσσέας με την εξυπνάδα του ξεγλίστρησε (περί απίστων 20). Όσο για τον παραδοξογράφο Ηράκλειτο, αυτός αναφέρει ότι η Σκύλλα ήταν νησιώτισσα εταίρα που κολάκευε τους ξένους και «κατέτρωγε» ό,τι πολύτιμο είχαν αυξάνοντας τα κέρδη της (περί απίστων 2).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου