Όποιος σήµερα θέλει να πολεµήσει την ψευτιά και την αµάθεια και να γράφει την αλήθεια έχει ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θάρρος να γράφει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν· την εξυπνάδα να την αναγνωρίσει παρόλο που τη σκεπάζουν παντού· την τέχνη να την κάνει ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο· την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποχτήσει δύναµη· την πονηριά να την διαδώσει ανάµεσά τους. Αυτές οι δυσκολίες είναι µεγάλες για κείνους που γράφουν κάτω απ’ τους ισχυρούς, υπάρχουν όµως και γι’ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν, ακόµα και για όσους γράφουν στις χώρες της αστικής ελευθερίας.
Το θάρρος να γράφει κάποιος την αλήθεια.
Φαίνεται αυτονόητο πως αυτός που γράφει πρέπει να γράφει την αλήθεια, µε την έννοια δηλαδή πως δεν πρέπει να την καταπνίγει ή να την αποσιωπά και πως δεν πρέπει να γράφει τίποτα που δεν είναι αληθινό. Δεν πρέπει να σκύβει στους ισχυρούς, δεν πρέπει να εξαπατά τους αδύναµους. Είναι φυσικά πολύ δύσκολο να µην σκύβεις στους ισχυρούς, και είναι πολύ κερδοφόρο να εξαπατάς τους αδύναµους. Το να µην αρέσεις στους πλούσιους σηµαίνει να παραιτείσαι απ’ τον πλούτο. Το να παραιτείσαι από την πληρωµή για καµωµένη δουλειά πάει να πει, σε ορισµένες συνθήκες, να θυσιάζεις τη δουλειά, και το ν’ αποδιώχνεις την φήµη ανάµεσα στους ισχυρούς σηµαίνει συχνά ν’ αποδιώχνεις κάθε φήµη. Όλα αυτά απαιτούν θάρρος.
Οι καιροί της πιο σκληρής καταπίεσης είναι τις πιο πολλές φορές καιροί όπου γίνεται πολύς λόγος για µεγάλα και υψηλά πράγµατα. Χρειάζεται θάρρος για να µιλάς σε τέτοιους καιρούς για πράγµατα τόσο χαµηλά και τόσο φτηνά, όπως το φαγητό και το σπίτι του εργαζόµενου, µέσα σε µια βοή από ξεφωνητά ότι το βασικό είναι το πνεύµα της θυσίας. Όταν φορτώνουν τους αγρότες µε τιµές, χρειάζεται θάρρος να µιλάς για µηχανήµατα και φτηνές ζωοτροφές που θα ευκόλυναν την τιµηµένη δουλειά. Όταν απ’ όλους τους ραδιοσταθμούς ουρλιάζουν πως ο άνθρωπος χωρίς γνώση και μάθηση είναι καλύτερος από τον μορφωμένο, θέλει τότε θάρρος να ρωτήσεις: για ποιον;
Όταν γίνεται λόγος για τέλειες και ατελείς φυλές, χρειάζεται θάρρος να ρωτήσεις αν η πείνα κι η αμάθεια κι ο πόλεμος δεν φέρνουν βαριές παραμορφώσεις. Και ξανά, θέλει θάρρος να πει κανείς την αλήθεια για τον εαυτό του, τον νικηµένο. Πολλοί καταδιωγμένοι χάνουν την ικανότητα να βλέπουν τα λάθη τους. Η καταδίωξη τους φαίνεται η πιο μεγάλη αδικία. Αφού οι διώχτες που τους καταδιώκουν είναι οι κακοί· εκείνοι, οι καλοί, διώκονται για την αρετή τους. Αυτή όμως η αρετή χτυπήθηκε, νικήθηκε κι εμποδίστηκε. Ηταν άρα μια αδύναμη αρετή, μια κακή, ανεπίτρεπτη, απαράδεχτη αρετή. Γιατί δεν μπορεί ποτέ να παραδεχτούμε στην αρετή την αδυναμία της, όπως στη βροχή την υγράδα της. Το να πεις πως οι καλοί δεν νικήθηκαν γιατί ήταν καλοί παρά γιατί ήταν ανήµποροι, αυτό χρειάζεται θάρρος.
Δεν χρειάζεται πολύ θάρρος για να παραπονεθεί κανείς για την κακία του κόσµου γενικά και για τον θρίαµβο της ωµότητας και για ν’ απειλεί µε τον θρίαµβο του πνεύµατος από ένα µέρος του κόσµου όπου του επιτρέπουν ακόµα να το κάνει αυτό. Ορθώνονται τότε πολλοί σα να ‘ταν κανόνια στραµµένα ενάντιά τους, ενώ τους κοιτάζουν µονάχα µονόκλ. Ξεφωνίζουν τις γενικές τους απαιτήσεις σ’ ένα κόσµο που αγαπά τους ακίνδυνους ανθρώπους. Απαιτούν µια καθολική δικαιοσύνη για την οποία δεν δούλεψαν ούτε στο ελάχιστο και µια γενική ελευθερία.
Απαιτούν ένα κοµµάτι απ’ την λεία που έχει τάχα κιόλας µοιραστεί από καιρό µαζί τους. Αλήθεια νομίζουν πως είναι μονάχα αυτό που ακούγεται όμορφα. Κι όταν η αλήθεια είναι κάτι με αριθμούς, κάτι το ξερό και χειροπιαστό, κάτι που για να το ‘βρεις θέλει κόπο και μελέτη, αυτά για εκείνους δεν είναι αλήθεια, δεν τους εκστασιάζει. Αυτοί έχουν το εξωτερικό παρουσιαστικό μόνον των ανθρώπων που λένε την αλήθεια. Το τραγικό µ’ αυτούς είναι: Δεν ξέρουν ποια είναι η αλήθεια.
Η εξυπνάδα να αναγνωρίσει κανείς την αλήθεια.
Μια κι είναι δύσκολο να γράψει κανείς την αλήθεια, αφού την καταπνίγουν παντού, στους πιο πολλούς φαίνεται ζήτηµα πεποιθήσεων µονάχα το αν θα γραφτεί ή όχι. Πιστεύουν πως το µόνο που χρειάζεται είναι το κουράγιο. Ξεχνούν την δεύτερη δυσκολία το να βρεθεί η αλήθεια. Γιατί µε κανένα τρόπο δεν είναι εύκολο να την βρει κανείς. Πρώτα – πρώτα είναι κιόλας δύσκολο να βρει κανείς ποια αλήθεια αξίζει να ειπωθεί. Υπάρχουν όµως φυσικά κι άλλες αλήθειες. Για παράδειγµα, δεν είναι ψέµα το ότι οι καρέκλες έχουν πάτο και το ότι ή βροχή πέφτει από πάνω προς τα κάτω. Πολλοί γράφουν τέτοιου είδους αλήθειες. Μοιάζουν µε ζωγράφους που φιλοτεχνούν µε νεκρές φύσεις τους τοίχους καραβιών που βουλιάζουν.
Η πρώτη µας δυσκολία δεν υπάρχει γι’ αυτούς, κι έχουν παρόλα αυτά την συνείδηση τους ήσυχη. Ανεπηρέαστοι από τους ισχυρούς, χωρίς όµως και να τους επηρεάζουν κι οι φωνές των κατατρεγµένων, ζωγραφίζουν τα τοπία τους. Το παράλογο στον τρόπο που ενεργούν τους δηµιουργεί ένα «βαθύ» πεσιµισµό, που τον πουλάνε σε καλή τιµή και που θα ‘πρεπε στην πραγµατικότητα να τον έχουν οι υπόλοιποι, που βλέπουν τέτοιους καλλιτέχνες και τέτοια ξεπουλήµατα. Και δεν είναι εύκολο ούτε καν να διακρίνεις πως οι αλήθειες τους µοιάζουν µ’ αυτές για τις καρέκλες ή τη βροχή· τις πιο πολλές φορές δείχνουν ολότελα διαφορετικές, δείχνουν γι’ αλήθειες πάνω σε σηµαντικά θέµατα. Γιατί ή ουσία της καλλιτεχνικής διαµόρφωσης βρίσκεται ακριβώς στο ότι δίνει σηµασία σ’ αυτό που διαµορφώνει. Χρειάζεται προσεχτική παρατήρηση για να διακρίνει κανείς πως το µόνο που λένε είναι: «Μια καρέκλα είναι µια καρέκλα» και: «Κανείς δεν µπορεί να εµποδίσει την βροχή να πέφτει προς τα κάτω». Αυτοί οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να βρουν την αλήθεια που αξίζει να γραφτεί.
Άλλοι πάλι πραγµατικά καταπιάνονται µε τα πιο ζωντανά προβλήµατα, δεν τρέµουν ούτε τους καταπιεστές ούτε την φτώχεια και παρόλα αυτά δε µπορούν να δουν την αλήθεια. Σ’ αυτούς λείπουν οι γνώσεις. Είναι γεµάτοι από παλιές προλήψεις, από φηµισµένες, συχνά καλοδιατυπωµένες αρχαίες προκαταλήψεις. Ο κόσµος είναι πολύ περίπλοκος γι’ αυτούς· δεν ξέρουν τα γεγονότα και δεν διακρίνουν τους συσχετισµούς. Εκτός απ’ τις πεποιθήσεις χρειάζονται και γνώσεις, που βρίσκονται, και µέθοδες, που µαθαίνονται.
Μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει πολλές αλήθειες µε πιο απλό τρόπο, αποσπάσµατα δηλ. της αλήθειας ή δεδοµένα που οδηγούν στην εύρεσή της. Αν θέλει κανείς να ερευνήσει, θα πρέπει να χρησιµοποιεί µια µέθοδο – µπορεί όµως κανείς να βρει κάτι και χωρίς µέθοδο, και χωρίς ακόµα να ψάξει. Όµως µε τέτοιο τυχαίο τρόπο δεν πετυχαίνει κανείς σχεδόν ποτέ µια τέτοια παρουσίαση της αλήθειας που να λέει στους ανθρώπους τι πρέπει να κάνουν. Αυτοί που µονάχα καταγράφουν µικρογεγονότα δεν είναι σε θέση να κάνουν τούτο τον κόσµο κατανοητό στους άλλους. Κι όµως αυτός, και κανένας άλλος είναι ο σκοπός της αλήθειας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εκπληρώνουν το καθήκον να γράφουν την αλήθεια. Όταν είναι κανείς πρόθυµος να γράψει την αλήθεια και ταυτόχρονα ικανός να την αναγνωρίσει, µένουν ακόµα τρεις δυσκολίες.
Η τέχνη να κάνει κανείς την αλήθεια ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο.
Η αλήθεια λέγεται για χάρη των πρακτικών της συνεπειών. Σαν παράδειγµα αλήθειας με καμιά σωστή πρακτική συνέπεια δεν µπορεί να µας χρησιµέψει η πλατιά διαδεδοµένη άποψη πως σε ορισµένες χώρες επικρατούν άσχηµες συνθήκες που αιτία τους έχουν την βαρβαρότητα. Ο επιπόλαιος άνθρωπος που δεν ξέρει την αλήθεια εκφράζεται µε γενικότητες, παχιά λόγια κι αοριστίες. Οι κουβέντες για την βαρβαρότητα που αιτία έχει τάχα την βαρβαρότητα, τέτοιας λογής είναι. Λένε πως αιτία της βαρβαρότητας είναι ή βαρβαρότητα, κι η βαρβαρότητα πολεµιέται µε την εξηµέρωση των ηθών, που την φέρνει η μόρφωση.
Όλ’ αυτά είναι γενικολογίες πέρα για πέρα, διατυπώσεις καµωµένες όχι για χάρη των πρακτικών συνεπειών, όπως θα ‘πρεπε· κατά βάθος είναι λόγια που δεν απευθύνονται σε κανέναν. Αν θέλει κανείς να γράψει μ’ επιτυχία την αλήθεια για τις κακές συνθήκες πρέπει να την γράψει έτσι που να διακρίνονται οι, όχι αναπόφευκτες, αιτίες τους. Μιας και φανούν τα – όχι αναπόφευκτα – αίτια, μπορούν πια να πολεμηθούν οι κακές συνθήκες.
Η κρίση να διαλέγει κανείς εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποχτήσει δύναµη.
Εδώ θέλω µονάχα να τονίσω πως το «γράφω σε κάποιον» έγινε «γράφω». Την αλήθεια όµως δεν µπορεί κανείς να την «γράψει» πρέπει να την γράψει σε κάποιον, που να ‘χει κάτι να την κάνει. Η γνώση της αλήθειας είναι µια διαδικασία κοινή σ’ αυτούς που γράφουν κι αυτούς που διαβάζουν. Για να γράψει κανείς σωστά πράγµατα πρέπει να ξέρει ν’ ακούει και πρέπει ν’ ακούει σωστά πράγµατα. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται µε περίσκεψη και ν’ ακούγεται µε περίσκεψη. Και για µας που γράφουµε έχει σηµασία σε ποιον την λέµε και ποιος µας την λέει.
Γι’ αυτούς που γράφουν έχει σηµασία να πετύχουν το σωστό τόνο της αλήθειας. Τις πιο πολλές φορές ακούει κανείς ένα πολύ µαλακό, πονεµένο τόνο, φωνή ανθρώπων που δεν µπορούν να βλάψουν ούτε µύγα. Όποιος ακούει αυτόν τον τόνο και ζει µέσα στην εξαθλίωση βουλιάζει ακόµα βαθύτερα µέσα σ’ αυτήν. Έτσι µιλάνε οι άνθρωποι που δεν είναι ίσως εχθροί, ποτέ όµως και συναγωνιστές. Η αλήθεια είναι κάτι το µαχητικό, πολεµάει όχι απλά και µόνο την ψευτιά, άλλα και ορισµένους ανθρώπους, που την διαδίδουν.
Η πονηριά να διαδίδει κανείς σε πολλούς την αλήθεια
Πολλοί, όντας περήφανοι που έχουν το θάρρος να λεν την αλήθεια, ευτυχισµένοι που την βρήκαν, κουρασµένοι ίσως απ’ την δουλειά που χρειάζεται για να γίνει ευκολοµεταχείριστη, µες στην ανυπόµονη αναµονή της παρέµβασης εκείνων που τα δικά τους συµφέροντα υπερασπίζονται, δεν νοµίζουν απαραίτητο να χρησιµοποιήσουν τώρα πονηριά για την διάδοση της αλήθειας. Έτσι, πολλές φορές, η δουλειά τους χάνει κάθε αποτέλεσµα. Σ’ όλες τις εποχές, όταν η αλήθεια καταπνίγονταν και κρύβονταν, χρησιµοποιούσαν πονηριά για την διάδοση της. Ο Κοµφούκιος παραχάραξε ένα παλιό, πατριωτικό ιστορικό χρονικό. Άλλαξε µονάχα ορισµένες λέξεις. Εκεί που έλεγε: «Ο κυρίαρχος της Κουν έβαλε να θανατώσουν το φιλόσοφο Βαν γιατί είχε πει αυτό κι εκείνο», ο Κοµφούκιος έβαλε αντί «θανατώσουν» – «δολοφονήσουν». Εκεί που έλεγε, ο τύραννος τάδε σκοτώθηκε σε µια απόπειρα εναντίον του, ο Κοµφούκιος έβαζε «εκτελέστηκε». Έτσι άνοιξε ο Κοµφούκιος το δρόµο για µια καινούργια εκτίµηση της Ιστορίας.
Ανακεφαλαίωση
Κι όλες αυτές τις πέντε δυσκολίες πρέπει να τις ξεπερνάµε ταυτόχρονα, γιατί δεν µπορούµε να ερευνάµε την αλήθεια για τις βάρβαρες συνθήκες χωρίς να σκεφτόµαστε εκείνους που υποφέρουν κάτω απ’ αυτές, και καθώς, διώχνοντας κάθε πειρασµό δειλίας, γυρεύουµε τις αληθινές αιτίες µε την σκέψη µας στραµµένη σ’ εκείνους που είναι πρόθυµοι να χρησιµοποιήσουν τις γνώσεις τους, πρέπει ταυτόχρονα να σκεφτόµαστε και το πως θα τους δώσουµε την αλήθεια µε τρόπο που να ‘ναι στα χέρια τους όπλο, και µε τόση πονηριά που η µετάδοση αυτή να µην µπορεί ν’ ανακαλυφτεί και να εµποδιστεί από τον εχθρό. Τέτοιες είναι λοιπόν οι απαιτήσεις µας, όταν ζητάµε από τους συγγραφείς να γράφουν την αλήθεια.
Μπέρτολντ Μπρεχτ, Πολιτικά Κείμενα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου