Μια φορά κι έναν καιρό υπήρξε μια κάμπια. Ένιωθε ταπεινή κι ίσως στ’ αλήθεια ήταν, αν την κοίταζες με τα μάτια των πολλών. Για το κάλλος της σίγουρα δεν διακρινόταν. Θα μπορούσες, μάλιστα, να τη χαρακτηρίσεις ακόμη κι αποκρουστική με τα αμιγώς αντικειμενικά κριτήρια -εφόσον, φυσικά, συγκαταλέγεσαι στο πλήθος που με πάθος τα ενστερνίζεται.
Η κάμπια μας δεν διακρινόταν για το ιδιαίτερο ταλέντο της σε κάποιον συγκεκριμένο τομέα, δεν διέθετε, δηλαδή, εκείνες τις αξιοσημείωτες δεξιότητες που θα της επέτρεπαν να υπερβεί τη φυσική της ασχήμια και να διακριθεί κοινωνικά. Τα υπόλοιπα ζώα τη χλεύαζαν και τα πιο συμπονετικά απλώς την περιφρονούσαν. Οι άνθρωποι συχνά πατούσαν πάνω της κι ύστερα σκούπιζαν τα υποδήματά τους στο χαλί με μια παραπάνω επιμέλεια.
Κάποιο απόγευμα πέρασε από δίπλα της ένα εντυπωσιακό λιοντάρι με πυκνή χαίτη κι αναμφισβήτητη ομορφιά. Κάθε τόσο κοιτούσε μελαγχολικά δεξιά κι αριστερά του. Καθώς δεν είχε πάρει χαμπάρι την κάμπια, άφησε κάποτε τα δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα από τα περήφανα μάτια του. Τα δάκρυα δεν άργησαν να γίνουν παραπονεμένος λυγμός.
Η κάμπια πλησίασε χωρίς δισταγμό το λιοντάρι κι άκουσε με ενδιαφέρον και σπάνια τρυφερότητα τη στενάχωρη ιστορία του. Του έδωσε, μάλιστα, ένα σωρό υπέροχες συμβουλές και του θύμισε πως δεν χρειάζεται πάντα να φαίνεται άτρωτο, πως δικαιούται να νιώθει εντάξει όντας απλώς ο εαυτός του, με τους μεγαλειώδεις βρυχηθμούς και τη βαθιά απόγνωση.
Το λιοντάρι χαμογέλασε συγκινημένο. «Ξέρεις, κανείς ποτέ δεν με αφουγκράστηκε, δεν κατάφερε να διακρίνει ποιος είμαι πίσω από το επιβλητικό παρουσιαστικό μου», είπε. Η κάμπια εξήγησε στον βασιλιά της ζούγκλας πως μια ζωή παρατηρούσε από την αόρατη γωνιά της ανθρώπους και ζώα, καταλήγοντας σε αμέτρητα χρήσιμα συμπεράσματα για τη φύση και τα κίνητρά τους.
«Νοείσαι πράγματι για σπουδαία λοιπόν! Βλέπεις την ψυχή πίσω από την ετικέτα της», διαπίστωσε ο άρχοντας του δάσους. Από τότε οι δυό τους έγιναν αχώριστοι φίλοι και σύντομα η στιγμή έφτασε που η κάμπια μεταμορφώθηκε σε μια υπέροχη πεταλούδα. Τότε, το λιοντάρι την κοίταξε περήφανα. Θαύμασε τα χρώματά της, τη χάρη της στο πέταγμα, το ελεύθερο πνεύμα της που πια συγχρονιζόταν τέλεια με τον άνεμο, που έπαιζε μαζί του όπως κάθε σοφός διασκεδάζει με τις άπειρες πιθανότητες του σύμπαντος.
Η κάμπια ξαπόστασε κάποτε στην πλάτη του βασιλιά της ζούγκλας. «Ποτέ δεν θα αποκτούσα φτερά αν εσύ δεν με ξεχώριζες», του είπε και δάκρυσε. «Υπερβολές», απάντησε ταπεινά το λιοντάρι. «Η αλλαγή αποτελεί μια εσωτερική διαδικασία και, συνεπώς, σου αξίζουν ολοκληρωτικά τα εύσημα».
«Κι όμως», επέμεινε η πεταλούδα. «Είμαστε ζωντανοί οργανισμοί, θνητοί κι ευάλωτοι. Έχουμε, λοιπόν, ανάγκη ο ένας τον άλλον στην πορεία μας προς την εξέλιξη. Ένα χάδι, κάποιο πλατύ χαμόγελο, μια ενθαρρυντική κουβέντα επιταχύνουν την πνευματική μας μετατόπιση. Σε συνάντησα πίσω από την πανοπλία σου και με διέκρινες παρά την ταπεινή μου καταγωγή. Εσύ εξοικειώθηκες με τα συναισθήματά σου κι εγώ αμφισβήτησα το πεπρωμένο μου. Μαζί τα καταφέραμε», του αποκρίθηκε.
Έπειτα πέταξε ψηλά στον ουρανό. Είχε μεγάλο ταξίδι μπροστά της μα όσες ηπείρους κι αν επισκέφτηκε, ουδέποτε ξέχασε τον πρώτο της φίλο, αυτόν που την αγάπησε όταν ακόμη η ίδια δεν αγαπούσε τον εαυτό της.
Γιατί τελικά αιωνίως προχωράμε όλοι μαζί και μέρος κάθε καθοριστικής αλλαγής το χρωστάμε σε όσες γενναιόδωρες καρδιές μας συμπεριφέρθηκαν όπως θα μπορούσαμε να είμαστε, στους υπέροχους ιδεαλιστές που επέμειναν πως φτιαχτήκαμε από το υλικό των ονείρων τις νύχτες που βουτούσαμε στους εφιάλτες μας. Και τις δύσκολες μέρες -όταν αισθανόμαστε χαμένοι, αδύναμοι και νευρικοί- ξανασηκωνόμαστε κουβαλώντας ως καύσιμα στην ψυχή τα λόγια αυτών που μας ξεχώρισαν, το αδιανόητο πείσμα τους να τα καταφέρουμε, που μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο μετατράπηκε και σε προσωπικό μας στοίχημα.
Έτσι, την επόμενη φορά που θα βιαστούμε να θεωρήσουμε έναν άνθρωπο χαμένη υπόθεση, απλώς ας το ξανασκεφτούμε. Ταυτίζοντας καρδιές με ταυτότητες στερούμαστε οι ίδιοι της μοναδικής ευκαιρίας να σαλπάρουμε προς το λιμάνι της φωτεινότερης εκδοχής μας.
Καθένας μας, εξάλλου, όσο μακριά από το μονοπάτι του κι αν βρίσκεται, κρύβει μέσα του ένα υγιές κομμάτι που αν αναδειχθεί θα θεριέψει σαν φωτιά, τρέποντας τις θρασύδειλες σκιές σε άτακτη φυγή. Και μονάχα μαζί θ’ αλλάξουμε τον κόσμο αφού εάν ο κόσμος ετούτος δύναται να ελπίζει σε μια κάποιου είδους μεταμόρφωση, έχει τόσο μεγάλη ανάγκη τους αιθεροβάμονες που κοιτούν κάμπιες και στη θέση τους βλέπουν πεταλούδες.
Y.Γ: Η ταπεινή κάμπια προτού πετάξει μου ψιθύρισε ένα μυστικό: Λέει πως πλησιάζει η μέρα που οι πεταλούδες θα πολλαπλασιαστούν, ο ουρανός θα γεμίσει χρώματα και το σκοτάδι θα κρυφτεί πίσω από τον ήλιο μας. Ποιος ξέρει αν θα βγει αληθινή. Όπως και να έχει, εκείνη καλά το γνωρίζει πια ότι άξιζε η προσπάθεια.
Η κάμπια μας δεν διακρινόταν για το ιδιαίτερο ταλέντο της σε κάποιον συγκεκριμένο τομέα, δεν διέθετε, δηλαδή, εκείνες τις αξιοσημείωτες δεξιότητες που θα της επέτρεπαν να υπερβεί τη φυσική της ασχήμια και να διακριθεί κοινωνικά. Τα υπόλοιπα ζώα τη χλεύαζαν και τα πιο συμπονετικά απλώς την περιφρονούσαν. Οι άνθρωποι συχνά πατούσαν πάνω της κι ύστερα σκούπιζαν τα υποδήματά τους στο χαλί με μια παραπάνω επιμέλεια.
Κάποιο απόγευμα πέρασε από δίπλα της ένα εντυπωσιακό λιοντάρι με πυκνή χαίτη κι αναμφισβήτητη ομορφιά. Κάθε τόσο κοιτούσε μελαγχολικά δεξιά κι αριστερά του. Καθώς δεν είχε πάρει χαμπάρι την κάμπια, άφησε κάποτε τα δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα από τα περήφανα μάτια του. Τα δάκρυα δεν άργησαν να γίνουν παραπονεμένος λυγμός.
Η κάμπια πλησίασε χωρίς δισταγμό το λιοντάρι κι άκουσε με ενδιαφέρον και σπάνια τρυφερότητα τη στενάχωρη ιστορία του. Του έδωσε, μάλιστα, ένα σωρό υπέροχες συμβουλές και του θύμισε πως δεν χρειάζεται πάντα να φαίνεται άτρωτο, πως δικαιούται να νιώθει εντάξει όντας απλώς ο εαυτός του, με τους μεγαλειώδεις βρυχηθμούς και τη βαθιά απόγνωση.
Το λιοντάρι χαμογέλασε συγκινημένο. «Ξέρεις, κανείς ποτέ δεν με αφουγκράστηκε, δεν κατάφερε να διακρίνει ποιος είμαι πίσω από το επιβλητικό παρουσιαστικό μου», είπε. Η κάμπια εξήγησε στον βασιλιά της ζούγκλας πως μια ζωή παρατηρούσε από την αόρατη γωνιά της ανθρώπους και ζώα, καταλήγοντας σε αμέτρητα χρήσιμα συμπεράσματα για τη φύση και τα κίνητρά τους.
«Νοείσαι πράγματι για σπουδαία λοιπόν! Βλέπεις την ψυχή πίσω από την ετικέτα της», διαπίστωσε ο άρχοντας του δάσους. Από τότε οι δυό τους έγιναν αχώριστοι φίλοι και σύντομα η στιγμή έφτασε που η κάμπια μεταμορφώθηκε σε μια υπέροχη πεταλούδα. Τότε, το λιοντάρι την κοίταξε περήφανα. Θαύμασε τα χρώματά της, τη χάρη της στο πέταγμα, το ελεύθερο πνεύμα της που πια συγχρονιζόταν τέλεια με τον άνεμο, που έπαιζε μαζί του όπως κάθε σοφός διασκεδάζει με τις άπειρες πιθανότητες του σύμπαντος.
Η κάμπια ξαπόστασε κάποτε στην πλάτη του βασιλιά της ζούγκλας. «Ποτέ δεν θα αποκτούσα φτερά αν εσύ δεν με ξεχώριζες», του είπε και δάκρυσε. «Υπερβολές», απάντησε ταπεινά το λιοντάρι. «Η αλλαγή αποτελεί μια εσωτερική διαδικασία και, συνεπώς, σου αξίζουν ολοκληρωτικά τα εύσημα».
«Κι όμως», επέμεινε η πεταλούδα. «Είμαστε ζωντανοί οργανισμοί, θνητοί κι ευάλωτοι. Έχουμε, λοιπόν, ανάγκη ο ένας τον άλλον στην πορεία μας προς την εξέλιξη. Ένα χάδι, κάποιο πλατύ χαμόγελο, μια ενθαρρυντική κουβέντα επιταχύνουν την πνευματική μας μετατόπιση. Σε συνάντησα πίσω από την πανοπλία σου και με διέκρινες παρά την ταπεινή μου καταγωγή. Εσύ εξοικειώθηκες με τα συναισθήματά σου κι εγώ αμφισβήτησα το πεπρωμένο μου. Μαζί τα καταφέραμε», του αποκρίθηκε.
Έπειτα πέταξε ψηλά στον ουρανό. Είχε μεγάλο ταξίδι μπροστά της μα όσες ηπείρους κι αν επισκέφτηκε, ουδέποτε ξέχασε τον πρώτο της φίλο, αυτόν που την αγάπησε όταν ακόμη η ίδια δεν αγαπούσε τον εαυτό της.
Γιατί τελικά αιωνίως προχωράμε όλοι μαζί και μέρος κάθε καθοριστικής αλλαγής το χρωστάμε σε όσες γενναιόδωρες καρδιές μας συμπεριφέρθηκαν όπως θα μπορούσαμε να είμαστε, στους υπέροχους ιδεαλιστές που επέμειναν πως φτιαχτήκαμε από το υλικό των ονείρων τις νύχτες που βουτούσαμε στους εφιάλτες μας. Και τις δύσκολες μέρες -όταν αισθανόμαστε χαμένοι, αδύναμοι και νευρικοί- ξανασηκωνόμαστε κουβαλώντας ως καύσιμα στην ψυχή τα λόγια αυτών που μας ξεχώρισαν, το αδιανόητο πείσμα τους να τα καταφέρουμε, που μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο μετατράπηκε και σε προσωπικό μας στοίχημα.
Έτσι, την επόμενη φορά που θα βιαστούμε να θεωρήσουμε έναν άνθρωπο χαμένη υπόθεση, απλώς ας το ξανασκεφτούμε. Ταυτίζοντας καρδιές με ταυτότητες στερούμαστε οι ίδιοι της μοναδικής ευκαιρίας να σαλπάρουμε προς το λιμάνι της φωτεινότερης εκδοχής μας.
Καθένας μας, εξάλλου, όσο μακριά από το μονοπάτι του κι αν βρίσκεται, κρύβει μέσα του ένα υγιές κομμάτι που αν αναδειχθεί θα θεριέψει σαν φωτιά, τρέποντας τις θρασύδειλες σκιές σε άτακτη φυγή. Και μονάχα μαζί θ’ αλλάξουμε τον κόσμο αφού εάν ο κόσμος ετούτος δύναται να ελπίζει σε μια κάποιου είδους μεταμόρφωση, έχει τόσο μεγάλη ανάγκη τους αιθεροβάμονες που κοιτούν κάμπιες και στη θέση τους βλέπουν πεταλούδες.
Y.Γ: Η ταπεινή κάμπια προτού πετάξει μου ψιθύρισε ένα μυστικό: Λέει πως πλησιάζει η μέρα που οι πεταλούδες θα πολλαπλασιαστούν, ο ουρανός θα γεμίσει χρώματα και το σκοτάδι θα κρυφτεί πίσω από τον ήλιο μας. Ποιος ξέρει αν θα βγει αληθινή. Όπως και να έχει, εκείνη καλά το γνωρίζει πια ότι άξιζε η προσπάθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου