Ο Ακρίσιος, βασιλιάς στο Άργος, από το γάμο του με την Ευρυδίκη, είχε αποκτήσει μια πεντάμορφη κόρη τη Δανάη, δεν είχε κάνει όμως αρσενικά παιδιά. Σαν ρώτησε το μαντείο πώς μπορούσε να αποκτήσει και γιο, πήρε χρησμό που έλεγε ότι ο ίδιος δεν θα κάνει γιο, θα κάνει όμως η κόρη του, και ότι ο γιος της κόρης του έμελλε να τον σκοτώσει. Φοβισμένος ο Ακρίσιος μήπως αληθέψει ο χρησμός, έκλεισε τη Δανάη σ’ ένα υπόγειο και πήρε όλες τις προφυλάξεις να μην την πλησιάσει κανένας άντρας. Όμως ο Δίας επόθησε τη σπάνια ομορφιά της κόρης και, για να μπορέσει να τη χαρεί, μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή, χύθηκε μέσα στο υπόγειο και έφτασε στην αγκαλιά της. Έτσι η Δανάη γέννησε τον Περσέα. Όταν ο Ακρίσιος κατάλαβε, από τα κλάματα του μωρού, τι είχε γίνει, ζήτησε να μάθει την αλήθεια, δεν πίστευε όμως ότι ο Δίας ήταν ο πατέρας του παιδιού. Ύστερα από αυτά ο Ακρίσιος έκλεισε μάνα και παιδί μέσα σε μια κιβωτό και την έριξε στο πέλαγος. Τα κύματα έφεραν την κιβωτό στις Κυκλάδες, στη Σέριφο, και στο ακρογιάλι της τη βρήκε στα δίχτυα του ο Δίκτυς, φτωχός σερφιώτης ψαράς.
Ο Περσέας μεγάλωσε στη Σέριφο, κοντά στη μητέρα του, στο σπίτι του προστάτη τους, του Δίκτυ. Ο Πολυδέκτης όμως, ο βασιλιάς, ήθελε τη Δανάη δική του γυναίκα, κι εκείνη πάλι όλο αρνιόταν. Είχε γίνει πια παλικαράκι ο Περσέας, όταν μια μέρα ο Πολυδέκτης έκανε συμπόσιο στο παλάτι του, κάλεσε τους φίλους του, κάλεσε και τον Περσέα. Ο Περσέας πήγε και, σαν ρώτησε το βασιλιά για ποιο σκοπό γινόταν το συμπόσιο, πήρε την απάντηση: Για άλογα! Αυτό ήθελε να πει ότι οι καλεσμένοι έπρεπε να προσφέρουν στο βασιλιά τους άλογα, όπως ήταν συνήθεια εκείνα τα χρόνια. Τότε ο Περσέας αποκρίθηκε στο βασιλιά ότι δεν θα είχε άλλη γνώμη, ακόμα κι αν ήταν για το κεφάλι της Γοργόνας! Σαν τέλειωσε το συμπόσιο όμορφα και καλά, την άλλη μέρα όλοι οι φίλοι του βασιλιά πήγαν στο παλάτι το δώρο τους, από ένα άλογο ο καθένας. Ο βασιλιάς δέχτηκε με ευχαρίστηση το δώρο του καθενός, του Περσέα όμως αρνήθηκε να το δεχτεί και τον πρόσταξε να πάει να φέρει το κεφάλι της Γοργόνας, όπως είχε καυχηθεί αλλιώς, αν δεν τα καταφέρει τον φοβέρισε, αυτός θα του πάρει τη μάνα του και με το ζόρι θα την κάνει γυναίκα δική του.
Απαρηγόρητος ο Περσέας, που έτσι στα καλά καθούμενα βρέθηκε σε τόσο δύσκολη θέση, πήγε και κάθισε σ’ένα βράχο, στο τελευταίο ακρωτήρι του νησιού, και έκλαιγε τη μοίρα του για το κακό που τον βρήκε. Εκεί του παρουσιάστηκε ο Ερμής και του έδωσε θάρρος λέγοντας πως μαζί με την Αθηνά μπορούσαν να τον βοηθήσουν να πάρει το κεφάλι της Γοργόνας. Η Γοργόνα δεν ήταν μια αλλά τρεις αδερφάδες, όπως και οι Γραίες. Τις Γοργόνες τις έλεγαν Σθεννώ, Ευρυάλη και Μέδουσα. Από τις τρεις μόνο η Μέδουσα ήταν θνητή, αλλά και αυτή κανείς δεν μπορούσε να την πλησιάσει αν δεν είχε τα κατάλληλα σύνεργα: τη σκούφια που θα τον έκανε αόρατο (την κυνήν), τα φτερωτά πέδιλα, για να μην πατάει στη γη, και το μαγικό σακί (την κίβισιν), για να κρύψει μέσα το κεφάλι της Μέδουσας όταν θα της το ‘παίρνε· και πάλι έπρεπε να ‘ναι τυχερός να την πετύχει στον ύπνο και να τα καταφέρει να την χτυπήσει χωρίς να την κοιτάξει, αλλιώς, αν την έβλεπε στο πρόσωπο κινδύνευε κι ο ίδιος να μαρμαρώσει. Τα απίστευτα σύνεργα για ένα τόσο παράτολμο έργο υπήρχαν βέβαια, αλλά τα είχαν στην κατοχή τους οι Νύμφες. και μόνο οι Γραίες ήξεραν το δρόμο που φέρνει σ’ αυτές.
Ο Περσέας με τον Ερμή και την Αθηνά συντρόφους και οδηγούς, πήγαν και βρήκαν τις Γραίες. Οι Γραίες ήταν γριές από γεννησιμιού τους και είχαν και οι τρεις μαζί ένα μάτι κι ένα δόντι, που τα χρησιμοποιούσαν πότε η μια και πότε η άλλη. Ο Περσέας, με τη συμβουλή της Αθηνάς, άρπαξε από τις Γραίες το μάτι και το δόντι τους και δεν τους τα ξανάδωσε, παρά μόνο αφού βεβαιώθηκε ότι θα του δείξουν το δρόμο για τις Νύμφες. Έτσι και έγινε. Πήγαν και βρήκαν τις Νύμφες και ο Περσέας τις παρακάλεσε να του δώσουν τη σκούφια, τα πέδιλα και το σακί. Οι Νύμφες δέχτηκαν την παράκληση και τα έδωσαν. Τότε πια ο Περσέας, ο Ερμής και η Αθηνά τράβηξαν κατά τον Ωκεανό, να φτάσουν στην άκρη του κόσμου, όπου έμεναν οι τρεις Γοργόνες. Πλησίασαν στο λημέρι τους και τις βρήκαν ευτυχώς κοιμισμένες. Οι τρίχες της κεφαλής τους ήταν φίδια, τα δόντια τους ήταν σαν του αγριογούρουνου, και είχαν χάλκινα χέρια και χρυσές φτερούγες. Η Αθηνά έδειξε στον Περσέα τη Μέδουσα, τη μόνη θνητή Γοργόνα. Τότε ο Περσέας φόρεσε τη σκούφια κι έγινε αόρατος, φόρεσε τα πέδιλα και πετούσε στον αιθέρα, πήρε στον ώμο και το μαγικό σακί. Ο Ερμής τού έβαλε στο χέρι για όπλο δρεπάνι διαμαντένιο (την άρπην). Έτσι ο Περσέας, πανέτοιμος, όρμησε κατά τη Μέδουσα και, κάνοντας όπως του είχε δείξει η Αθηνά, για να δει τη Γοργόνα, χωρίς να μαρμαρώσει, κοίταξε το πρόσωπό της μέσα στη γυαλιστερή ασπίδα του, σαν σε καθρέφτη, και με το δρεπάνι τής έκοψε το λαιμό, της πήρε το κεφάλι και το έκρυψε αμέσως μέσα στο μαγικό σακί. Από τον κομμένο λαιμό της Μέδουσας ξεπήδησαν ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο, και ο Χρυσάωρ, ο πατέρας του τρικέφαλου Γηρυόνη. Οι άλλες δυο Γοργόνες ξεσηκώθηκαν, έψαχναν αναστατωμένες παντού, μα πουθενά δεν είδαν τίποτα ο Περσέας, με την κεφαλή της αδελφής τους στο μαγικό σακί, ήταν άφαντος. Στη φυγή του Περσέα μερικές σταγόνες αίμα από το κεφάλι της Μέδουσας έπεσαν στην Αφρική, και ολόκληρη η ήπειρος γέμισε άγρια θηρία.
Φεύγοντας ο Περσέας με το κεφάλι της Μέδουσας στο σακί, έφτασε στην Αιθιοπία. Εκεί, σε μια ακρογιαλιά, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα απροσδόκητο θέαμα. Σ’ ένα βράχο είχαν δέσει μια όμορφη κοπέλα. Ο Περσέας ρώτησε κι έμαθε ότι την είχαν βάλει εκεί για να βγει από τη θάλασσα ένα μεγάλο κήτος και να τη φάει. Η κοπέλα ήταν κόρη του βασιλιά της χώρας, του Κηφέα, και την έλεγαν Ανδρομέδα. Η μάνα της, η Κασσιόπη είχε καυχηθεί πως η ίδια ή η κόρη της ήταν πιο όμορφη και από τις Νηρηίδες. Οι Νηρηίδες οργίστηκαν, το είπαν στον Ποσειδώνα, και του ζήτησαν να τιμωρήσει αυτή την αλαζονεία. Γι’ αυτό ο θεός έστειλε στη χώρα μια καταστρεπτική πλημμύρα κι ένα φοβερό κήτος που καταβρόχθιζε τα πάντα. Φοβισμένοι οι κάτοικοι ρώτησαν το μαντείο και πήραν χρησμό ότι το κακό θα σταματήσει, μόνο αν βάλουν για τροφή στο θεριό την κόρη του βασιλιά τους, την όμορφη Ανδρομέδα. Ο βασιλιάς, μη μπορώντας ν’ αντισταθεί στην απαίτηση του κατατρομαγμένου λαού του, αναγκάστηκε να αποφασίσει τη θυσία της κόρης του για να σωθεί η χώρα από τη συμφορά. Έτσι πήραν την Ανδρομέδα, την έδεσαν πάνω στο βράχο και περίμεναν να βγει το κήτος να την καταβροχθίσει. Τότε ο Περσέας μπήκε στη μέση και τους είπε ότι αυτός μπορεί να σκοτώσει το θεριό και να σώσει την Ανδρομέδα, αρκεί να του υποσχεθούν ότι θα γίνει γυναίκα του. Ο βασιλιάς συμφώνησε με τον όρο του Περσέα και έδωσε το λόγο του. Και ο Περσέας, φορώντας τα φτερωτά πέδιλα, μόλις βγήκε το θεριό από το βυθό, όρμησε από ψηλά καταπάνω του και το ξέκανε. Μερικοί είπαν πως το κήτος κατάπιε μεμιάς τον Περσέα αλλά εκείνος κατάφερε με το σπαθί του να του σκίσει την κοιλιά και να βγει. Έτσι σώθηκε η Ανδρομέδα και όλοι γύρισαν στο παλάτι χαρούμενοι να κάνουν το γάμο.
Έλεγαν ακόμα ότι από το γάμο του Περσέα και της Ανδρομέδας γεννήθηκε ο Πέρσης, που τον άφησαν στον παππού του φεύγοντας για το Άργος, και ότι ο Κηφέας πεθαίνοντας τον άφησε διάδοχό του. Από αυτόν τον Πέρση, όπως πίστευαν, κρατούσαν οι Πέρσες.
Ο Περσέας μεγάλωσε στη Σέριφο, κοντά στη μητέρα του, στο σπίτι του προστάτη τους, του Δίκτυ. Ο Πολυδέκτης όμως, ο βασιλιάς, ήθελε τη Δανάη δική του γυναίκα, κι εκείνη πάλι όλο αρνιόταν. Είχε γίνει πια παλικαράκι ο Περσέας, όταν μια μέρα ο Πολυδέκτης έκανε συμπόσιο στο παλάτι του, κάλεσε τους φίλους του, κάλεσε και τον Περσέα. Ο Περσέας πήγε και, σαν ρώτησε το βασιλιά για ποιο σκοπό γινόταν το συμπόσιο, πήρε την απάντηση: Για άλογα! Αυτό ήθελε να πει ότι οι καλεσμένοι έπρεπε να προσφέρουν στο βασιλιά τους άλογα, όπως ήταν συνήθεια εκείνα τα χρόνια. Τότε ο Περσέας αποκρίθηκε στο βασιλιά ότι δεν θα είχε άλλη γνώμη, ακόμα κι αν ήταν για το κεφάλι της Γοργόνας! Σαν τέλειωσε το συμπόσιο όμορφα και καλά, την άλλη μέρα όλοι οι φίλοι του βασιλιά πήγαν στο παλάτι το δώρο τους, από ένα άλογο ο καθένας. Ο βασιλιάς δέχτηκε με ευχαρίστηση το δώρο του καθενός, του Περσέα όμως αρνήθηκε να το δεχτεί και τον πρόσταξε να πάει να φέρει το κεφάλι της Γοργόνας, όπως είχε καυχηθεί αλλιώς, αν δεν τα καταφέρει τον φοβέρισε, αυτός θα του πάρει τη μάνα του και με το ζόρι θα την κάνει γυναίκα δική του.
Απαρηγόρητος ο Περσέας, που έτσι στα καλά καθούμενα βρέθηκε σε τόσο δύσκολη θέση, πήγε και κάθισε σ’ένα βράχο, στο τελευταίο ακρωτήρι του νησιού, και έκλαιγε τη μοίρα του για το κακό που τον βρήκε. Εκεί του παρουσιάστηκε ο Ερμής και του έδωσε θάρρος λέγοντας πως μαζί με την Αθηνά μπορούσαν να τον βοηθήσουν να πάρει το κεφάλι της Γοργόνας. Η Γοργόνα δεν ήταν μια αλλά τρεις αδερφάδες, όπως και οι Γραίες. Τις Γοργόνες τις έλεγαν Σθεννώ, Ευρυάλη και Μέδουσα. Από τις τρεις μόνο η Μέδουσα ήταν θνητή, αλλά και αυτή κανείς δεν μπορούσε να την πλησιάσει αν δεν είχε τα κατάλληλα σύνεργα: τη σκούφια που θα τον έκανε αόρατο (την κυνήν), τα φτερωτά πέδιλα, για να μην πατάει στη γη, και το μαγικό σακί (την κίβισιν), για να κρύψει μέσα το κεφάλι της Μέδουσας όταν θα της το ‘παίρνε· και πάλι έπρεπε να ‘ναι τυχερός να την πετύχει στον ύπνο και να τα καταφέρει να την χτυπήσει χωρίς να την κοιτάξει, αλλιώς, αν την έβλεπε στο πρόσωπο κινδύνευε κι ο ίδιος να μαρμαρώσει. Τα απίστευτα σύνεργα για ένα τόσο παράτολμο έργο υπήρχαν βέβαια, αλλά τα είχαν στην κατοχή τους οι Νύμφες. και μόνο οι Γραίες ήξεραν το δρόμο που φέρνει σ’ αυτές.
Ο Περσέας με τον Ερμή και την Αθηνά συντρόφους και οδηγούς, πήγαν και βρήκαν τις Γραίες. Οι Γραίες ήταν γριές από γεννησιμιού τους και είχαν και οι τρεις μαζί ένα μάτι κι ένα δόντι, που τα χρησιμοποιούσαν πότε η μια και πότε η άλλη. Ο Περσέας, με τη συμβουλή της Αθηνάς, άρπαξε από τις Γραίες το μάτι και το δόντι τους και δεν τους τα ξανάδωσε, παρά μόνο αφού βεβαιώθηκε ότι θα του δείξουν το δρόμο για τις Νύμφες. Έτσι και έγινε. Πήγαν και βρήκαν τις Νύμφες και ο Περσέας τις παρακάλεσε να του δώσουν τη σκούφια, τα πέδιλα και το σακί. Οι Νύμφες δέχτηκαν την παράκληση και τα έδωσαν. Τότε πια ο Περσέας, ο Ερμής και η Αθηνά τράβηξαν κατά τον Ωκεανό, να φτάσουν στην άκρη του κόσμου, όπου έμεναν οι τρεις Γοργόνες. Πλησίασαν στο λημέρι τους και τις βρήκαν ευτυχώς κοιμισμένες. Οι τρίχες της κεφαλής τους ήταν φίδια, τα δόντια τους ήταν σαν του αγριογούρουνου, και είχαν χάλκινα χέρια και χρυσές φτερούγες. Η Αθηνά έδειξε στον Περσέα τη Μέδουσα, τη μόνη θνητή Γοργόνα. Τότε ο Περσέας φόρεσε τη σκούφια κι έγινε αόρατος, φόρεσε τα πέδιλα και πετούσε στον αιθέρα, πήρε στον ώμο και το μαγικό σακί. Ο Ερμής τού έβαλε στο χέρι για όπλο δρεπάνι διαμαντένιο (την άρπην). Έτσι ο Περσέας, πανέτοιμος, όρμησε κατά τη Μέδουσα και, κάνοντας όπως του είχε δείξει η Αθηνά, για να δει τη Γοργόνα, χωρίς να μαρμαρώσει, κοίταξε το πρόσωπό της μέσα στη γυαλιστερή ασπίδα του, σαν σε καθρέφτη, και με το δρεπάνι τής έκοψε το λαιμό, της πήρε το κεφάλι και το έκρυψε αμέσως μέσα στο μαγικό σακί. Από τον κομμένο λαιμό της Μέδουσας ξεπήδησαν ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο, και ο Χρυσάωρ, ο πατέρας του τρικέφαλου Γηρυόνη. Οι άλλες δυο Γοργόνες ξεσηκώθηκαν, έψαχναν αναστατωμένες παντού, μα πουθενά δεν είδαν τίποτα ο Περσέας, με την κεφαλή της αδελφής τους στο μαγικό σακί, ήταν άφαντος. Στη φυγή του Περσέα μερικές σταγόνες αίμα από το κεφάλι της Μέδουσας έπεσαν στην Αφρική, και ολόκληρη η ήπειρος γέμισε άγρια θηρία.
Φεύγοντας ο Περσέας με το κεφάλι της Μέδουσας στο σακί, έφτασε στην Αιθιοπία. Εκεί, σε μια ακρογιαλιά, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα απροσδόκητο θέαμα. Σ’ ένα βράχο είχαν δέσει μια όμορφη κοπέλα. Ο Περσέας ρώτησε κι έμαθε ότι την είχαν βάλει εκεί για να βγει από τη θάλασσα ένα μεγάλο κήτος και να τη φάει. Η κοπέλα ήταν κόρη του βασιλιά της χώρας, του Κηφέα, και την έλεγαν Ανδρομέδα. Η μάνα της, η Κασσιόπη είχε καυχηθεί πως η ίδια ή η κόρη της ήταν πιο όμορφη και από τις Νηρηίδες. Οι Νηρηίδες οργίστηκαν, το είπαν στον Ποσειδώνα, και του ζήτησαν να τιμωρήσει αυτή την αλαζονεία. Γι’ αυτό ο θεός έστειλε στη χώρα μια καταστρεπτική πλημμύρα κι ένα φοβερό κήτος που καταβρόχθιζε τα πάντα. Φοβισμένοι οι κάτοικοι ρώτησαν το μαντείο και πήραν χρησμό ότι το κακό θα σταματήσει, μόνο αν βάλουν για τροφή στο θεριό την κόρη του βασιλιά τους, την όμορφη Ανδρομέδα. Ο βασιλιάς, μη μπορώντας ν’ αντισταθεί στην απαίτηση του κατατρομαγμένου λαού του, αναγκάστηκε να αποφασίσει τη θυσία της κόρης του για να σωθεί η χώρα από τη συμφορά. Έτσι πήραν την Ανδρομέδα, την έδεσαν πάνω στο βράχο και περίμεναν να βγει το κήτος να την καταβροχθίσει. Τότε ο Περσέας μπήκε στη μέση και τους είπε ότι αυτός μπορεί να σκοτώσει το θεριό και να σώσει την Ανδρομέδα, αρκεί να του υποσχεθούν ότι θα γίνει γυναίκα του. Ο βασιλιάς συμφώνησε με τον όρο του Περσέα και έδωσε το λόγο του. Και ο Περσέας, φορώντας τα φτερωτά πέδιλα, μόλις βγήκε το θεριό από το βυθό, όρμησε από ψηλά καταπάνω του και το ξέκανε. Μερικοί είπαν πως το κήτος κατάπιε μεμιάς τον Περσέα αλλά εκείνος κατάφερε με το σπαθί του να του σκίσει την κοιλιά και να βγει. Έτσι σώθηκε η Ανδρομέδα και όλοι γύρισαν στο παλάτι χαρούμενοι να κάνουν το γάμο.
Έλεγαν ακόμα ότι από το γάμο του Περσέα και της Ανδρομέδας γεννήθηκε ο Πέρσης, που τον άφησαν στον παππού του φεύγοντας για το Άργος, και ότι ο Κηφέας πεθαίνοντας τον άφησε διάδοχό του. Από αυτόν τον Πέρση, όπως πίστευαν, κρατούσαν οι Πέρσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου