775 Μοῦσα, σὺ μὲν πολέμους ἀπ- [στρ.]
ωσαμένη μετ᾽ ἐμοῦ
τοῦ φίλου χόρευσον,
κλείουσα θεῶν τε γάμους
ἀνδρῶν τε δαῖτας
780 καὶ θαλίας μακάρων· σοὶ
γὰρ τάδ᾽ ἐξ ἀρχῆς μέλει.
ἢν δέ σε Καρκίνος ἐλθὼν
ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων χορεῦσαι,
785 μήθ᾽ ὑπάκουε μήτ᾽ ἔλ-
θῃς συνέριθος αὐτοῖς,
ἀλλὰ νόμιζε πάντας
ὄρτυγας οἰκογενεῖς, γυλιαύχενας ὀρχηστὰς
790 νανοφυεῖς, σφυράδων ἀποκνήσματα, μηχανοδίφας.
καὶ γὰρ ἔφασχ᾽ ὁ πατὴρ ὃ παρ᾽ ἐλπίδας
εἶχε τὸ δρᾶμα γαλῆν τῆς
795 ἑσπέρας ἀπάγξαι.
τοιάδε χρὴ Χαρίτων δα- [ἀντ.]
μώματα καλλικόμων
τὸν σοφὸν ποητὴν
ὑμνεῖν, ὅταν ἠρινὰ μὲν
800 φωνῇ χελιδὼν
ἑζομένη κελαδῇ, χο-
ρὸν δὲ μὴ ᾽χῃ Μόρσιμος
μηδὲ Μελάνθιος, οὗ δὴ
805 πικροτάτην ὄπα γηρύσαντος ἤκουσ᾽,
ἡνίκα τῶν τραγῳδῶν
τὸν χορὸν εἶχον ἁδελ-
φός τε καὶ αὐτός, ἄμφω
810 Γοργόνες ὀψοφάγοι, βατιδοσκόποι Ἅρπυιαι,
γραοσόβαι μιαροί, τραγομάσχαλοι ἰχθυολῦμαι·
815 ὧν καταχρεμψαμένη μέγα καὶ πλατὺ
Μοῦσα θεὰ μετ᾽ ἐμοῦ ξύμ-
παιζε τὴν ἑορτήν.
***
ΧΟΡ. Μούσα,
διώξε μακριά σου, μακριά τους πολέμους
κι έλα μ᾽ εμένα το φίλο σου εδώ να χορέψεις·
για τους γάμους των θεών να πεις τραγούδια
και για των ηρώων τα φαγοπότια
και για αθάνατων χαρούμενες γιορτές·
780 πάντα, Μούσα, αυτά αγαπούσες.
Κι αν ο ποιητής ο Καρκίνος σιμώσει
παρακαλώντας να μπεις στο χορό των παιδιών του,
μην ακούς,
τη συντροφιά τους ποτέ μη θελήσεις·
όλοι τους είναι, να ξέρεις,
ίδιοι με ορτύκια που θρέφουνε μες στα κλουβιά,
νάνοι είν᾽ αυτοί χορευτές μακρολαίμηδες
790 και κατσικιών βερβελιές, τερτιπιών κυνηγοί.
Κι ο γονιός τους έλεγε ότι
ένα δράμα, που το βόλεψε χωρίς
να το ελπίζει, πήγε, αλί του,
και του το ᾽πνιξε η νυφίτσα αποβραδίς.
Τέτοιους
των ωριοπλέξουδων πρέπει Χαρίτων
ύμνους λαϊκούς ένας άξιος ποιητής να συνθέτει·
τέτοιους ύμνους, όταν η άνοιξη μυρίζει
800 και γλυκολαλεί το χελιδόνι,
όμως δράμα τους να παίξουν δεν μπορούν
με το Μόρσιμο ο Μελάνθιος·
ο ένας, αλήθεια, αδερφός, ο Μελάνθιος,
όταν πια βρήκαν Χορό για να παίξουνε δράμα,
κάτι στριγκλιές
που ᾽βγαζε παίζοντας μέσα στο έργο!
Είναι κι οι δυο τους, να ξέρεις,
Άρπυιες αρπάχτρες πλατιών και μεγάλων ψαριών,
810 βρόμιες μασκάλες, Γοργόνες αχόρταγες,
και των μπαμπόγριων άθλιοι κι οι δυο κυνηγοί.
Μούσα, και στα δυο τ᾽ αδέρφια
ένα φτύσιμο μεγάλο και πλατύ
δώσ᾽ τους τώρα μες στα μούτρα
κι έλα γιόρτασε μαζί μου τη γιορτή.
ωσαμένη μετ᾽ ἐμοῦ
τοῦ φίλου χόρευσον,
κλείουσα θεῶν τε γάμους
ἀνδρῶν τε δαῖτας
780 καὶ θαλίας μακάρων· σοὶ
γὰρ τάδ᾽ ἐξ ἀρχῆς μέλει.
ἢν δέ σε Καρκίνος ἐλθὼν
ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων χορεῦσαι,
785 μήθ᾽ ὑπάκουε μήτ᾽ ἔλ-
θῃς συνέριθος αὐτοῖς,
ἀλλὰ νόμιζε πάντας
ὄρτυγας οἰκογενεῖς, γυλιαύχενας ὀρχηστὰς
790 νανοφυεῖς, σφυράδων ἀποκνήσματα, μηχανοδίφας.
καὶ γὰρ ἔφασχ᾽ ὁ πατὴρ ὃ παρ᾽ ἐλπίδας
εἶχε τὸ δρᾶμα γαλῆν τῆς
795 ἑσπέρας ἀπάγξαι.
τοιάδε χρὴ Χαρίτων δα- [ἀντ.]
μώματα καλλικόμων
τὸν σοφὸν ποητὴν
ὑμνεῖν, ὅταν ἠρινὰ μὲν
800 φωνῇ χελιδὼν
ἑζομένη κελαδῇ, χο-
ρὸν δὲ μὴ ᾽χῃ Μόρσιμος
μηδὲ Μελάνθιος, οὗ δὴ
805 πικροτάτην ὄπα γηρύσαντος ἤκουσ᾽,
ἡνίκα τῶν τραγῳδῶν
τὸν χορὸν εἶχον ἁδελ-
φός τε καὶ αὐτός, ἄμφω
810 Γοργόνες ὀψοφάγοι, βατιδοσκόποι Ἅρπυιαι,
γραοσόβαι μιαροί, τραγομάσχαλοι ἰχθυολῦμαι·
815 ὧν καταχρεμψαμένη μέγα καὶ πλατὺ
Μοῦσα θεὰ μετ᾽ ἐμοῦ ξύμ-
παιζε τὴν ἑορτήν.
***
ΧΟΡ. Μούσα,
διώξε μακριά σου, μακριά τους πολέμους
κι έλα μ᾽ εμένα το φίλο σου εδώ να χορέψεις·
για τους γάμους των θεών να πεις τραγούδια
και για των ηρώων τα φαγοπότια
και για αθάνατων χαρούμενες γιορτές·
780 πάντα, Μούσα, αυτά αγαπούσες.
Κι αν ο ποιητής ο Καρκίνος σιμώσει
παρακαλώντας να μπεις στο χορό των παιδιών του,
μην ακούς,
τη συντροφιά τους ποτέ μη θελήσεις·
όλοι τους είναι, να ξέρεις,
ίδιοι με ορτύκια που θρέφουνε μες στα κλουβιά,
νάνοι είν᾽ αυτοί χορευτές μακρολαίμηδες
790 και κατσικιών βερβελιές, τερτιπιών κυνηγοί.
Κι ο γονιός τους έλεγε ότι
ένα δράμα, που το βόλεψε χωρίς
να το ελπίζει, πήγε, αλί του,
και του το ᾽πνιξε η νυφίτσα αποβραδίς.
Τέτοιους
των ωριοπλέξουδων πρέπει Χαρίτων
ύμνους λαϊκούς ένας άξιος ποιητής να συνθέτει·
τέτοιους ύμνους, όταν η άνοιξη μυρίζει
800 και γλυκολαλεί το χελιδόνι,
όμως δράμα τους να παίξουν δεν μπορούν
με το Μόρσιμο ο Μελάνθιος·
ο ένας, αλήθεια, αδερφός, ο Μελάνθιος,
όταν πια βρήκαν Χορό για να παίξουνε δράμα,
κάτι στριγκλιές
που ᾽βγαζε παίζοντας μέσα στο έργο!
Είναι κι οι δυο τους, να ξέρεις,
Άρπυιες αρπάχτρες πλατιών και μεγάλων ψαριών,
810 βρόμιες μασκάλες, Γοργόνες αχόρταγες,
και των μπαμπόγριων άθλιοι κι οι δυο κυνηγοί.
Μούσα, και στα δυο τ᾽ αδέρφια
ένα φτύσιμο μεγάλο και πλατύ
δώσ᾽ τους τώρα μες στα μούτρα
κι έλα γιόρτασε μαζί μου τη γιορτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου