Ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει Χαίλντερλιν
Ο ποιητικός λόγος ως καθίδρυση του Είναι μας
Ο φιλόσοφος που έγκαιρα διέκρινε τη στοχαστική δύναμη της ποίησης του Χαίλντερλιν και εισχώρησε στο φιλοσοφικό βάθος του τελευταίου ως ποιητή είναι ο Χάιντεγκερ. Έτσι βλέπουμε πως η μετά τη Στροφή ανάπτυξη της σκέψης του διέπεται κατά πολύ από την αναγκαιότητα να «ακουστεί ο λόγος του Χαίλντερλιν». Η παρατεταμένη, επομένως, ενασχόλησή του με αυτόν τον «ποιητή των ποιητών», όπως αποφαινόταν ο ίδιος για τον Χαίλντερλιν, είναι ουσιαστικά μια συνεπής ανταπόκριση στην πρόθεση του Χαϊντεγκεριανού στοχασμού να μιλήσει για την ουσία της ποίησης: Γιατί ο συγκεκριμένος ποιητής και όχι ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Βιργίλιος ή ο Δάντης, ο Σαίξπηρ ή ο Γκαίτε (GA 4, 33); Επειδή ο εν λόγω ποιητής συνέδεσε όλο το δημιουργικό-ποιητικό του Είναι με τον προορισμό της ποίησης. Ποιος είναι ο προορισμός της ποίησης; Η ποίηση, με τον ιδιάζοντα σε αυτή και μόνο σε αυτή τρόπο, να καθιστά ποιητική την ουσία της· δηλαδή να αυτοκατανοείται ως ποιείν, επι-νοείν [=νοώ, συλλαμβάνω και υλοποιώ ιδέα του εαυτού ως Είναι], ως ευρίσκειν και εφευρίσκειν, ως κάμνειν, ως γενεσιουργία, ως αρχέγονη δημιουργία. Ο ιδιάζων τρόπος, κατ’ αυτή την έννοια, που η ποίηση ποιεί την ουσία της είναι η γλώσσα. Πώς γίνεται εδώ, στην περίπτωση του Χαίλντερλιν, πραγματεύσιμη από τον Χάιντεγκερ η γλώσσα; Ως η ποιητική δυνατότητα, δηλαδή επινοητική, γενεσιουργική δυνατότητα με το αρχέγονο νόημα του: «είπα και εγένετο». Πρόκειται συνεπώς για μια οντολογική δυνατότητα αρχέγονης απόφασης: να σκέφτομαι και να δημιουργώ [=να σκέφτομαι το ποιείν ως τέτοιο που είναι σε μένα και για εμένα]. Μια δυνατότητα που την πραγματώνει μόνο η γλώσσα.
Η γλώσσα, με το ως άνω νόημα της οντολογικής της λειτουργίας, είναι η γλώσσα της ποίησης, έτσι όπως ο Χάιντεγκερ την ανακαλύπτει κυριολεκτικά μέσα στο έργο του Χαίλντερλιν. Αυτή η γλώσσα ως ποίηση λοιπόν μαρτυρεί, δηλώνει, αποκαλύπτει το αυθεντικό ποιείν του ανθρώπου: λέγει και παράλληλα καθιδρύει το Dasein του. Αυτό που ποιεί ο άνθρωπος ως Dasein, η ποιητική του πράξη, με άλλα λόγια, είναι η μαρτυρία της γλώσσας ότι ο άνθρωπος ανήκει στη γη και μάλιστα ανήκει ως ιστορία στη γη. Η ιστορία, όπως την ξέρουμε συντελείται ως δημιουργία ή ως καταστροφή, ανάλογα με την περίπτωση και πάντοτε η δημιουργία σε αλληλεξάρτηση ή αλληλοδιαδοχή με την καταστροφή και αντίστροφα. Απέναντι και μέσα σε μια τέτοια αλλολοδιαδοχή δημιουργίας–καταστροφής, ο άνθρωπος αντλεί την ύψιστη δυνατότητά του να ποιεί –δηλαδή να αποφασίζει να διαφυλάττει το έργο του και συγχρόνως να αποκαλύπτει το Είναι του ως αυτό το έργο και εν αυτώ τω έργω– από τη γλώσσα της ποίησης. Στο οντολογικό επίπεδο αυτής της γλώσσας, η εν λόγω αποκάλυψη είναι η δημιουργία, ακόμη και [ή κυρίως] μέσα στον κατακλυσμό της καταστροφής. Με αυτό το νόημα, η γλώσσα συμβαίνει, κατά το δικό της ίδιον Είναι, ως ποίηση, είναι δηλαδή το ιδιοσυμβάν (Ereignis) που εγγυάται την ως άνω ύψιστη δυνατότητα του ανθρώπινου και ανθρωπίνως υπάρχειν. Γράφει πολύ εύστοχα ο Χάιντεγκερ:
«Μόνο όπου γλώσσα, εκεί είναι κόσμος, πράγμα που σημαίνει ότι αυτός είναι η αδιαλείπτως μεταβαλλόμενη περιοχή απόφασης και έργου, πράξης και ευθύνης, αλλά και αυθαιρεσίας, θορύβου, καταστροφής και σύγχυσης. Μόνο όπου επικρατεί κόσμος, εκεί υπάρχει ιστορία. Η γλώσσα είναι ένα αγαθό υπό ένα πιο αρχέγονο νόημα. Επέχει θέση αγαθού, που σημαίνει: παρέχει εγγύηση πως ο άνθρωπος μπορεί να είναι, δηλαδή να υπάρχει, μόνο ως ιστορικός άνθρωπος. Η γλώσσα δεν είναι ένα διαθέσιμο εργαλείο, αλλά εκείνο το ιδιοσυμβάν που διαθέτει την ύψιστη δυνατότητα του Είναι-του-ανθρώπου» (GA4, 38).
Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: πώς έρχεται σε μας η γλώσσα ως ιδιοσυμβάν, το οποίο μας επιτρέπει περαιτέρω να εισχωρούμε στο έργο της ποίησης και κατ’ επέκταση στην ουσία της; Ο Χάιντεγκερ απαντά με στίχους του Χαίλντερλιν: «αφότου μια συνομιλία είμαστε και να ακούμε μπορούμε ο ένας τον άλλον». Με βάση αυτούς τους στίχους, ο φιλόσοφος εντοπίζει το ιδιο-συμβαίνειν της γλώσσας στη συνομιλία και ως συνομιλία (Gespräch). Οι άνθρωποι, στη συνάφεια τούτη, είναι μέσα στον κόσμο, μια τέτοια συνομιλία. Αλλά τι σημαίνει για τον άνθρωπο συνομιλία; Σημαίνει, κατά τον φιλόσοφο και με βάση τους προαναφερθέντες στίχους του Χαίλντερλιν, πως ο ένας είναι σε θέση να ακούει τον άλλο. Χωρίς αυτή τη δυνατότητα, την ικανότητα του ακούειν από την πλευρά του ανθρώπου, ως προϋπόθεση, δεν υπάρχει καμιά συνομιλία. Η συνομιλία, ως εκ τούτου, έρχεται σε μας ως ιδιοσυμβάν της γλώσσας, όχι γενικά επειδή ανήκει στη δική μας γλωσσική ικανότητα, αλλά ειδικά επειδή και αφότου συμβαίνει ως Μια συνομιλία, από τη στιγμή δηλαδή που η τελευταία προϋποθέτει την ικανότητα του ακούειν και περαιτέρω υφίσταται ως ο χρόνος, που διεκτείνεται σε παρελθόν, παρόν, μέλλον, αλλά συνάμα ανυψώνεται, αναδύεται σε Μια συνομιλία, σε κάτι που είναι Ένα, Ενιαίο και Ίδιον, κάτι το παραμόνιμο, κάτι δηλαδή που παραμένει μεταβαλλόμενο. Ωστόσο, το αίνιγμα της ουσίας της ποίησης ως γλώσσας δεν έχει λυθεί ακόμα. Εδώ ο Χαίλντερλιν απαντά ορισμένως: «αυτό που παραμένει, το καθιδρύουν οι ποιητές». Δυνάμει αυτής της ποιητικής ρήσης ο Χάιντεγκερ αποφαίνεται: «ποίηση είναι η καθίδρυση με τη λέξη-λόγο και μέσα στη λέξη-λόγο.Τι καθιδρύεται έτσι; Το παραμόνιμο, το παραμένον». Τούτο το τελευταίο είναι το αντίπαλο δέος του άμετρου, της σύγχυσης, της καταστροφής, για τα οποία έγινε λόγος πιο πάνω. Το παραμένον δεν δημιουργείται από το εφήμερο, αλλά καθιδρύεται από την ποίηση και τον λόγο της. Έτσι, η ουσία της ποίησης είναι ο προορισμός της: να καθιδρύει το Είναι με βάση τη λέξη-λόγο. Από τούτη την άποψη: Είναι της ποίησης και Είναι του ανθρώπου συνιστούν αλληλένδετες πτυχές ενός νοηματικού όλου που συναρθρώνει βίωμα και σκέψη.
Ο ποιητικός λόγος ως καθίδρυση του Είναι μας
Ο φιλόσοφος που έγκαιρα διέκρινε τη στοχαστική δύναμη της ποίησης του Χαίλντερλιν και εισχώρησε στο φιλοσοφικό βάθος του τελευταίου ως ποιητή είναι ο Χάιντεγκερ. Έτσι βλέπουμε πως η μετά τη Στροφή ανάπτυξη της σκέψης του διέπεται κατά πολύ από την αναγκαιότητα να «ακουστεί ο λόγος του Χαίλντερλιν». Η παρατεταμένη, επομένως, ενασχόλησή του με αυτόν τον «ποιητή των ποιητών», όπως αποφαινόταν ο ίδιος για τον Χαίλντερλιν, είναι ουσιαστικά μια συνεπής ανταπόκριση στην πρόθεση του Χαϊντεγκεριανού στοχασμού να μιλήσει για την ουσία της ποίησης: Γιατί ο συγκεκριμένος ποιητής και όχι ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Βιργίλιος ή ο Δάντης, ο Σαίξπηρ ή ο Γκαίτε (GA 4, 33); Επειδή ο εν λόγω ποιητής συνέδεσε όλο το δημιουργικό-ποιητικό του Είναι με τον προορισμό της ποίησης. Ποιος είναι ο προορισμός της ποίησης; Η ποίηση, με τον ιδιάζοντα σε αυτή και μόνο σε αυτή τρόπο, να καθιστά ποιητική την ουσία της· δηλαδή να αυτοκατανοείται ως ποιείν, επι-νοείν [=νοώ, συλλαμβάνω και υλοποιώ ιδέα του εαυτού ως Είναι], ως ευρίσκειν και εφευρίσκειν, ως κάμνειν, ως γενεσιουργία, ως αρχέγονη δημιουργία. Ο ιδιάζων τρόπος, κατ’ αυτή την έννοια, που η ποίηση ποιεί την ουσία της είναι η γλώσσα. Πώς γίνεται εδώ, στην περίπτωση του Χαίλντερλιν, πραγματεύσιμη από τον Χάιντεγκερ η γλώσσα; Ως η ποιητική δυνατότητα, δηλαδή επινοητική, γενεσιουργική δυνατότητα με το αρχέγονο νόημα του: «είπα και εγένετο». Πρόκειται συνεπώς για μια οντολογική δυνατότητα αρχέγονης απόφασης: να σκέφτομαι και να δημιουργώ [=να σκέφτομαι το ποιείν ως τέτοιο που είναι σε μένα και για εμένα]. Μια δυνατότητα που την πραγματώνει μόνο η γλώσσα.
Η γλώσσα, με το ως άνω νόημα της οντολογικής της λειτουργίας, είναι η γλώσσα της ποίησης, έτσι όπως ο Χάιντεγκερ την ανακαλύπτει κυριολεκτικά μέσα στο έργο του Χαίλντερλιν. Αυτή η γλώσσα ως ποίηση λοιπόν μαρτυρεί, δηλώνει, αποκαλύπτει το αυθεντικό ποιείν του ανθρώπου: λέγει και παράλληλα καθιδρύει το Dasein του. Αυτό που ποιεί ο άνθρωπος ως Dasein, η ποιητική του πράξη, με άλλα λόγια, είναι η μαρτυρία της γλώσσας ότι ο άνθρωπος ανήκει στη γη και μάλιστα ανήκει ως ιστορία στη γη. Η ιστορία, όπως την ξέρουμε συντελείται ως δημιουργία ή ως καταστροφή, ανάλογα με την περίπτωση και πάντοτε η δημιουργία σε αλληλεξάρτηση ή αλληλοδιαδοχή με την καταστροφή και αντίστροφα. Απέναντι και μέσα σε μια τέτοια αλλολοδιαδοχή δημιουργίας–καταστροφής, ο άνθρωπος αντλεί την ύψιστη δυνατότητά του να ποιεί –δηλαδή να αποφασίζει να διαφυλάττει το έργο του και συγχρόνως να αποκαλύπτει το Είναι του ως αυτό το έργο και εν αυτώ τω έργω– από τη γλώσσα της ποίησης. Στο οντολογικό επίπεδο αυτής της γλώσσας, η εν λόγω αποκάλυψη είναι η δημιουργία, ακόμη και [ή κυρίως] μέσα στον κατακλυσμό της καταστροφής. Με αυτό το νόημα, η γλώσσα συμβαίνει, κατά το δικό της ίδιον Είναι, ως ποίηση, είναι δηλαδή το ιδιοσυμβάν (Ereignis) που εγγυάται την ως άνω ύψιστη δυνατότητα του ανθρώπινου και ανθρωπίνως υπάρχειν. Γράφει πολύ εύστοχα ο Χάιντεγκερ:
«Μόνο όπου γλώσσα, εκεί είναι κόσμος, πράγμα που σημαίνει ότι αυτός είναι η αδιαλείπτως μεταβαλλόμενη περιοχή απόφασης και έργου, πράξης και ευθύνης, αλλά και αυθαιρεσίας, θορύβου, καταστροφής και σύγχυσης. Μόνο όπου επικρατεί κόσμος, εκεί υπάρχει ιστορία. Η γλώσσα είναι ένα αγαθό υπό ένα πιο αρχέγονο νόημα. Επέχει θέση αγαθού, που σημαίνει: παρέχει εγγύηση πως ο άνθρωπος μπορεί να είναι, δηλαδή να υπάρχει, μόνο ως ιστορικός άνθρωπος. Η γλώσσα δεν είναι ένα διαθέσιμο εργαλείο, αλλά εκείνο το ιδιοσυμβάν που διαθέτει την ύψιστη δυνατότητα του Είναι-του-ανθρώπου» (GA4, 38).
Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: πώς έρχεται σε μας η γλώσσα ως ιδιοσυμβάν, το οποίο μας επιτρέπει περαιτέρω να εισχωρούμε στο έργο της ποίησης και κατ’ επέκταση στην ουσία της; Ο Χάιντεγκερ απαντά με στίχους του Χαίλντερλιν: «αφότου μια συνομιλία είμαστε και να ακούμε μπορούμε ο ένας τον άλλον». Με βάση αυτούς τους στίχους, ο φιλόσοφος εντοπίζει το ιδιο-συμβαίνειν της γλώσσας στη συνομιλία και ως συνομιλία (Gespräch). Οι άνθρωποι, στη συνάφεια τούτη, είναι μέσα στον κόσμο, μια τέτοια συνομιλία. Αλλά τι σημαίνει για τον άνθρωπο συνομιλία; Σημαίνει, κατά τον φιλόσοφο και με βάση τους προαναφερθέντες στίχους του Χαίλντερλιν, πως ο ένας είναι σε θέση να ακούει τον άλλο. Χωρίς αυτή τη δυνατότητα, την ικανότητα του ακούειν από την πλευρά του ανθρώπου, ως προϋπόθεση, δεν υπάρχει καμιά συνομιλία. Η συνομιλία, ως εκ τούτου, έρχεται σε μας ως ιδιοσυμβάν της γλώσσας, όχι γενικά επειδή ανήκει στη δική μας γλωσσική ικανότητα, αλλά ειδικά επειδή και αφότου συμβαίνει ως Μια συνομιλία, από τη στιγμή δηλαδή που η τελευταία προϋποθέτει την ικανότητα του ακούειν και περαιτέρω υφίσταται ως ο χρόνος, που διεκτείνεται σε παρελθόν, παρόν, μέλλον, αλλά συνάμα ανυψώνεται, αναδύεται σε Μια συνομιλία, σε κάτι που είναι Ένα, Ενιαίο και Ίδιον, κάτι το παραμόνιμο, κάτι δηλαδή που παραμένει μεταβαλλόμενο. Ωστόσο, το αίνιγμα της ουσίας της ποίησης ως γλώσσας δεν έχει λυθεί ακόμα. Εδώ ο Χαίλντερλιν απαντά ορισμένως: «αυτό που παραμένει, το καθιδρύουν οι ποιητές». Δυνάμει αυτής της ποιητικής ρήσης ο Χάιντεγκερ αποφαίνεται: «ποίηση είναι η καθίδρυση με τη λέξη-λόγο και μέσα στη λέξη-λόγο.Τι καθιδρύεται έτσι; Το παραμόνιμο, το παραμένον». Τούτο το τελευταίο είναι το αντίπαλο δέος του άμετρου, της σύγχυσης, της καταστροφής, για τα οποία έγινε λόγος πιο πάνω. Το παραμένον δεν δημιουργείται από το εφήμερο, αλλά καθιδρύεται από την ποίηση και τον λόγο της. Έτσι, η ουσία της ποίησης είναι ο προορισμός της: να καθιδρύει το Είναι με βάση τη λέξη-λόγο. Από τούτη την άποψη: Είναι της ποίησης και Είναι του ανθρώπου συνιστούν αλληλένδετες πτυχές ενός νοηματικού όλου που συναρθρώνει βίωμα και σκέψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου