Ο Υπεράνθρωπος: Πέραν της φθοράς και της παρακμής
Οι παρούσες συνθήκες θέτουν όλο και νέα αιτήματα σκέψης και περίσκεψης. Γιατί; Επειδή τα συντρίμμια του δυτικού πολιτισμού φράσσουν ανηλεώς τον δρόμο του ανθρώπου προς τη συνεννόηση με το Είναι του εαυτού και του άλλου, δηλαδή προς την αυτοπραγμάτωση της ανθρώπινης ύπαρξης εντός του κόσμου τούτου. Παντού κυριαρχεί ακατανοησία, η οποία μάλιστα νομιμοποιείται θεσμικά, αλλά και ιδεολογικά, ως αυστηρή προσήλωση στο δικαστήριο της «Λογικής». Σε ένα τέτοιο δικαστήριο συνήθως αναζητούν εστία όλα τα θλιβερά και εξόχως υπηρετικά όντα κάθε θρασύδειλου εξουσιασμού. Γι’ αυτό και όποιος το αντιστρατεύεται, το πολεμά, είτε αυθαιρετεί, διαπράττει το ανεξιλέωτο προπατορικό αμάρτημα του «παραλογίζεσθαι» είτε είναι μηδενιστής. Ο Νίτσε ανήκει σε εκείνους τους φιλοσόφους που έχουν στρέψει όλο το βαρύ πυροβολικό της σκέψης τους ενάντια στο ως άνω δικαστήριο και έχουν χαρακτηριστεί ως μηδενιστές. Εν τέλει τι επιδιώκει ο Νίτσε με τη φιλοσοφία του, όπως κυρίως αυτή συγκεφαλαιώνεται μέσα στο μέγιστο έργο του: Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα;
Επιδιώκει την καθίδρυση του υπερανθρώπου, την εγκατάστασή του πάνω στη γη, μέσα στον κόσμο, ως ενός νέου τύπου ανθρώπου που μόνο του οδηγό θα έχει τη δύναμη της βούλησης. Η δύναμη τούτη συμπυκνώνει όλο το νόημα της ζωής και το διαθέτει στον άνθρωπο ως μια νέα δυνατότητα ελεύθερης βίωσης πάνω από τα ερείπια του δυτικού πολιτισμού. Με τη λέξη-έννοια «υπεράνθρωπος» ο Νίτσε δεν εννοεί κάποια ύπαρξη ή δύναμη που έρχεται έξω από το φυσικό σύμπαν του ανθρώπου για να εξουσιάσει κατά τη δική του βούληση τα ενδοκοσμικά του πράγματα, αλλά τον προ-φήτη, τον δημιουργό που εν-θαρρύνεται από τη βούληση για δύναμη για να κηρύξει την κατάφαση της ζωής. Η κήρυξη αυτή δεν είναι μια απλή γνωστοποίηση, διακήρυξη ή ακατάσχετη πολυλογία, όπως συμβαίνει με τις τρέχουσες πολιτικές και άλλες ιδεολογίες· δεν είναι καν ιδεολογία. Απεναντίας είναι ο πιο αρχέγονος αγώνας, ο «πόλεμος πατήρ πάντων» του Ηράκλειτου, που προβάλλει εμπρός μας και μας οικειώνει με την αδάμαστη σκέψη. Πρόκειται για τη σκέψη που δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα.
Γι’ αυτό και δύναται να στέλνει στη ζωή μας του δημιουργούς, όχι ως επιδρομείς σε αυτό που υπάρχει, αλλά ως αγωνιστές που διεξάγουν έναν αγώνα «ενάντια στην απόλυτη κυριαρχία του χάους» (Χάιντεγκερ). Όπου αυτός ο αγώνας δεν υπάρχει ή σταματά, ο κόσμος εκτρέπεται, μας λέει ο Χάιντεγκερ: «όταν από ένα έθνος εξαφανίζονται οι δημιουργοί, όταν απλώς γίνονται ανεκτοί ως μια περιέργεια του περιθωρίου, ως διακοσμητικά στοιχεία, ως εκκεντρικοί ξένοι προς την πραγματική ζωή· όταν ο αυθεντικός αγώνας σταματά, ή μετατρέπεται σε απλή πολεμική, σε μηχανορραφίες και δολοπλοκίες του ανθρώπου με αυτό που υπάρχει, τότε η παρακμή έχει αρχίσει». Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε, στη συνάφεια τούτη, πραγματώνει την ιδέα της αιώνιας επιστροφής, έτσι ώστε ο ως άνω αγώνας να είναι σταθερά εγκατεστημένος στο κέντρο της ανθρώπινης ζωής και να εκτυλίσσεται εκάστοτε ως το αντίπαλο δέος, με συγκεκριμένη μορφή και όχι με ιδεολογικές-αλλοτριωτικές αφαιρέσεις, απέναντι στην ατέρμονη αθλιότητα των παρακμιακών δυνάμεων. Ο εν λόγω αγώνας, σύμφωνα με τον Νίτσε, γίνεται νικηφόρος, όταν είναι συμφιλιωμένος με τον πόνο. Τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναζητεί κανείς οπωσδήποτε τον πόνο ως τέτοιο, αλλά εκεί που τον συναντά –και τον συναντά ως βασική συνθήκη της ζωής του– να μην καταβάλλεται. Στο θεμέλιο του Ζαρατούστρα, εν τέλει, καθιδρύεται ο ανώτερος, ο ισχυρότερος τύπος του Είναι, κατά τον οποίο η αιώνια επιστροφή συντελείται, μεταξύ των άλλων, ως άνοιγμα της ψυχής έξω από τον εαυτό της, για να τον ξανασυναντήσει στον ίδιο κύκλο αλλά με πιο ισχυρή βούληση για δύναμη και βίωση.
Οι παρούσες συνθήκες θέτουν όλο και νέα αιτήματα σκέψης και περίσκεψης. Γιατί; Επειδή τα συντρίμμια του δυτικού πολιτισμού φράσσουν ανηλεώς τον δρόμο του ανθρώπου προς τη συνεννόηση με το Είναι του εαυτού και του άλλου, δηλαδή προς την αυτοπραγμάτωση της ανθρώπινης ύπαρξης εντός του κόσμου τούτου. Παντού κυριαρχεί ακατανοησία, η οποία μάλιστα νομιμοποιείται θεσμικά, αλλά και ιδεολογικά, ως αυστηρή προσήλωση στο δικαστήριο της «Λογικής». Σε ένα τέτοιο δικαστήριο συνήθως αναζητούν εστία όλα τα θλιβερά και εξόχως υπηρετικά όντα κάθε θρασύδειλου εξουσιασμού. Γι’ αυτό και όποιος το αντιστρατεύεται, το πολεμά, είτε αυθαιρετεί, διαπράττει το ανεξιλέωτο προπατορικό αμάρτημα του «παραλογίζεσθαι» είτε είναι μηδενιστής. Ο Νίτσε ανήκει σε εκείνους τους φιλοσόφους που έχουν στρέψει όλο το βαρύ πυροβολικό της σκέψης τους ενάντια στο ως άνω δικαστήριο και έχουν χαρακτηριστεί ως μηδενιστές. Εν τέλει τι επιδιώκει ο Νίτσε με τη φιλοσοφία του, όπως κυρίως αυτή συγκεφαλαιώνεται μέσα στο μέγιστο έργο του: Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα;
Επιδιώκει την καθίδρυση του υπερανθρώπου, την εγκατάστασή του πάνω στη γη, μέσα στον κόσμο, ως ενός νέου τύπου ανθρώπου που μόνο του οδηγό θα έχει τη δύναμη της βούλησης. Η δύναμη τούτη συμπυκνώνει όλο το νόημα της ζωής και το διαθέτει στον άνθρωπο ως μια νέα δυνατότητα ελεύθερης βίωσης πάνω από τα ερείπια του δυτικού πολιτισμού. Με τη λέξη-έννοια «υπεράνθρωπος» ο Νίτσε δεν εννοεί κάποια ύπαρξη ή δύναμη που έρχεται έξω από το φυσικό σύμπαν του ανθρώπου για να εξουσιάσει κατά τη δική του βούληση τα ενδοκοσμικά του πράγματα, αλλά τον προ-φήτη, τον δημιουργό που εν-θαρρύνεται από τη βούληση για δύναμη για να κηρύξει την κατάφαση της ζωής. Η κήρυξη αυτή δεν είναι μια απλή γνωστοποίηση, διακήρυξη ή ακατάσχετη πολυλογία, όπως συμβαίνει με τις τρέχουσες πολιτικές και άλλες ιδεολογίες· δεν είναι καν ιδεολογία. Απεναντίας είναι ο πιο αρχέγονος αγώνας, ο «πόλεμος πατήρ πάντων» του Ηράκλειτου, που προβάλλει εμπρός μας και μας οικειώνει με την αδάμαστη σκέψη. Πρόκειται για τη σκέψη που δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα.
Γι’ αυτό και δύναται να στέλνει στη ζωή μας του δημιουργούς, όχι ως επιδρομείς σε αυτό που υπάρχει, αλλά ως αγωνιστές που διεξάγουν έναν αγώνα «ενάντια στην απόλυτη κυριαρχία του χάους» (Χάιντεγκερ). Όπου αυτός ο αγώνας δεν υπάρχει ή σταματά, ο κόσμος εκτρέπεται, μας λέει ο Χάιντεγκερ: «όταν από ένα έθνος εξαφανίζονται οι δημιουργοί, όταν απλώς γίνονται ανεκτοί ως μια περιέργεια του περιθωρίου, ως διακοσμητικά στοιχεία, ως εκκεντρικοί ξένοι προς την πραγματική ζωή· όταν ο αυθεντικός αγώνας σταματά, ή μετατρέπεται σε απλή πολεμική, σε μηχανορραφίες και δολοπλοκίες του ανθρώπου με αυτό που υπάρχει, τότε η παρακμή έχει αρχίσει». Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε, στη συνάφεια τούτη, πραγματώνει την ιδέα της αιώνιας επιστροφής, έτσι ώστε ο ως άνω αγώνας να είναι σταθερά εγκατεστημένος στο κέντρο της ανθρώπινης ζωής και να εκτυλίσσεται εκάστοτε ως το αντίπαλο δέος, με συγκεκριμένη μορφή και όχι με ιδεολογικές-αλλοτριωτικές αφαιρέσεις, απέναντι στην ατέρμονη αθλιότητα των παρακμιακών δυνάμεων. Ο εν λόγω αγώνας, σύμφωνα με τον Νίτσε, γίνεται νικηφόρος, όταν είναι συμφιλιωμένος με τον πόνο. Τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναζητεί κανείς οπωσδήποτε τον πόνο ως τέτοιο, αλλά εκεί που τον συναντά –και τον συναντά ως βασική συνθήκη της ζωής του– να μην καταβάλλεται. Στο θεμέλιο του Ζαρατούστρα, εν τέλει, καθιδρύεται ο ανώτερος, ο ισχυρότερος τύπος του Είναι, κατά τον οποίο η αιώνια επιστροφή συντελείται, μεταξύ των άλλων, ως άνοιγμα της ψυχής έξω από τον εαυτό της, για να τον ξανασυναντήσει στον ίδιο κύκλο αλλά με πιο ισχυρή βούληση για δύναμη και βίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου