Γνωσιο-οντο-λογική ανα-τροπή: Από την «πλειοψηφία» της μειοψηφίας στην ελευθερία του ατόμου
§1: Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν ήταν χωρίς εαυτό, χωρίς Είναι, όσο στην εποχή μας. Γι’ αυτό και στερείται εκείνη την ολότητα, εντός της οποίας μπορεί να απαλλοτριώνει την απαλλοτρίωση του εαυτού του, να βρίσκει το ρυθμό υπέρβασης όλων των αφηρημένων σχημάτων –πολιτικών, ακαδημαϊκών, πολιτιστικών, καλλιτεχνικών, τεχνικών, συντεχνιακών, ιεραρχικών– που απαρτίζουν τον δαιμονικό κόσμο της εκμηδένισής του. Γιατί μπορεί μέσα σε μια καθορισμένη ολότητα, διαρθρωμένη κατά Λόγο, να απαλλοτριώνει την απαλλοτρίωσή του; Επειδή μέσα εδώ είναι πάντοτε κάτι επί πλέον, πιο πέρα από εκείνο που νομίζει πως είναι. Είναι ακριβώς εντός αυτού του όλου, που αναπτύσσει μια κίνηση, μια κινητική δύναμη, ώστε να υπερβαίνει τους φραγμούς του Εγώ του, εκτεινόμενος και προς ό,τι τη δεδομένη στιγμή δεν είναι. Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος έτσι, δηλαδή το υποκείμενο που έχει συνείδηση του εαυτού του ως ζώσας ουσίας και υπόστασης (lebendige Substanz), ήτοι ως πνεύματος (Geist),
«είναι το γίγνεσθαι του ίδιου του εαυτού του, ο κύκλος που προϋποθέτει το τέλος του ως σκοπό του και το κάνει αρχή του, ξεκίνημά του, και ο οποίος είναι πραγματικός μόνο μέσω της πραγματοποίησής του και του τέλους του» (Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος Ι).
§2: Δυνάμει ενός τέτοιου γίγνεσθαι, σύμφυτου προς την ουσία του, ο άνθρωπος ανακτά τον εαυτό του μέσα από την άρνηση, πρώτα-πρώτα, της γυμνής μορφής του εαυτού του: μέσα από την άρνηση της άρνησης του παθητικού εαυτού του, δηλαδή την άρνηση που αρνείται τον παθητικό Εαυτόˑ έναν άβουλο Εαυτό που απλώς κείτεται εδώ ή εκεί, έχοντας εκχωρήσει το δικαίωμα και το δίκαιο της ύπαρξής του στον άλλον, στον εκπρόσωπό του, στον αντιπρόσωπό του. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος § 588 αποσαφηνίζει πολύ παραστατικά ο Hegel:
«όπου ο Εαυτός είναι παρών μόνο δι’ αντιπροσώπευσης ή ως μια απλή ιδέα, εκεί αυτός δεν είναι πραγματικάˑ όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι».
Η ύψιστη αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του και από τον συνάνθρωπό του είναι η λογική της εκπροσώπησης ή της αντιπροσώπευσης. Γιατί; Επειδή δι’ αυτής ο άνθρωπος εξαπατάται: εγκαταλείπει την αρχή του αυτοπροσδιορισμού του –δηλαδή την ενύπαρκτη υποστασιακή του αρχή που εκδηλώνεται στο αισθητό παρόν ως ενεργός, συνειδητή υποκειμενικότητα, άρα ως ελεύθερη ατομικότητα– και παραδίδεται στη δικτατορία των πιο ανίκανων και συνάμα αισχρών μειοψηφιώνˑ των μειοψηφιών εκείνων μάλιστα που δεν διστάζουν να εμφανίζουν εαυτόν ως δυναμική πλειοψηφία, «σωτήρια» και «λυτρωτική» για τον λαό και το έθνος.
§3: Όταν διατείνονται ότι εκπροσωπούν την πλειοψηφία, στην πράξη δομούν την πιο βίαιη εξουσία ενός φίλαυτου-αρρωστημένου Εγώ συντεχνιών σε όλα τα επίπεδα της ζωής: φαινομενικά την ασκούν εν ονόματι της πλειοψηφίας, στην πράξη όμως τη χρησιμοποιούν ενάντιά της. Η βίωση της ύπαρξης γίνεται λεία αυτής της εξουσίας, καθώς η τελευταία την αποκλείει από την αυθεντική πολιτική παιδεία, από κάθε λαχτάρα πνευματικής της ολοκλήρωσης, από τη «μαγική δύναμη του πνεύματος που μεταστρέφει το αρνητικό σε Είναι». Έτσι τη μετατρέπουν σε μάζα, σε όχλο και της στερούν τη δυνατότητα να ανυψώνεται σε μια αυτο-κυβερνώμενη πολιτική ολότητα ή κοινότητα ελεύθερων ατόμων. Μια τέτοια ολότητα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, είναι αυτή τούτη η υπόσταση του ανθρώπου, ήτοι ο άνθρωπος ως το Απόλυτο που φτάνει στην πραγμάτωσή του μέσα από την αυτό-ανάπτυξή του. Αυτό το Απόλυτο δεν είναι κάποιο φαντασιακό Επέκεινα, αλλά η προαναφερθείσα μαγική δύναμη του πνεύματος, που επιτρέπει στον άνθρωπο, στην ανθρώπινη συνείδηση, να γίνεται εντός εαυτού κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του και τελικά να αναιρεί αυτή την ετερότητα. Στον εμπράγματο κόσμο της άμεσης ζωής –πολιτικής, κομματικής, ακαδημαϊκής κ.λπ.– η εν λόγω αυτοκινησία του ανθρώπινου Είναι προοιωνίζει τον ακαριαίο θάνατο όλων αυτών των φαύλων μειοψηφιών. Όσο οι «πλειοψηφίες» τέτοιων μειοψηφιών ευδοκιμούν ακόμα, τόσο εξαπολύουν την ολέθρια μανία τους ενάντια στην εμπρόσωπη ατομικότηταˑ άρα, τόσο η οδύνη των ανθρώπων δεν πρόκειται να κοπάσει. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς, όταν γι’ αυτές «κανείς, πέρα από τον Δία [=τον εαυτό τους], δεν είναι ελεύθερος» (Αισχύλος).
§1: Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν ήταν χωρίς εαυτό, χωρίς Είναι, όσο στην εποχή μας. Γι’ αυτό και στερείται εκείνη την ολότητα, εντός της οποίας μπορεί να απαλλοτριώνει την απαλλοτρίωση του εαυτού του, να βρίσκει το ρυθμό υπέρβασης όλων των αφηρημένων σχημάτων –πολιτικών, ακαδημαϊκών, πολιτιστικών, καλλιτεχνικών, τεχνικών, συντεχνιακών, ιεραρχικών– που απαρτίζουν τον δαιμονικό κόσμο της εκμηδένισής του. Γιατί μπορεί μέσα σε μια καθορισμένη ολότητα, διαρθρωμένη κατά Λόγο, να απαλλοτριώνει την απαλλοτρίωσή του; Επειδή μέσα εδώ είναι πάντοτε κάτι επί πλέον, πιο πέρα από εκείνο που νομίζει πως είναι. Είναι ακριβώς εντός αυτού του όλου, που αναπτύσσει μια κίνηση, μια κινητική δύναμη, ώστε να υπερβαίνει τους φραγμούς του Εγώ του, εκτεινόμενος και προς ό,τι τη δεδομένη στιγμή δεν είναι. Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος έτσι, δηλαδή το υποκείμενο που έχει συνείδηση του εαυτού του ως ζώσας ουσίας και υπόστασης (lebendige Substanz), ήτοι ως πνεύματος (Geist),
«είναι το γίγνεσθαι του ίδιου του εαυτού του, ο κύκλος που προϋποθέτει το τέλος του ως σκοπό του και το κάνει αρχή του, ξεκίνημά του, και ο οποίος είναι πραγματικός μόνο μέσω της πραγματοποίησής του και του τέλους του» (Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος Ι).
§2: Δυνάμει ενός τέτοιου γίγνεσθαι, σύμφυτου προς την ουσία του, ο άνθρωπος ανακτά τον εαυτό του μέσα από την άρνηση, πρώτα-πρώτα, της γυμνής μορφής του εαυτού του: μέσα από την άρνηση της άρνησης του παθητικού εαυτού του, δηλαδή την άρνηση που αρνείται τον παθητικό Εαυτόˑ έναν άβουλο Εαυτό που απλώς κείτεται εδώ ή εκεί, έχοντας εκχωρήσει το δικαίωμα και το δίκαιο της ύπαρξής του στον άλλον, στον εκπρόσωπό του, στον αντιπρόσωπό του. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος § 588 αποσαφηνίζει πολύ παραστατικά ο Hegel:
«όπου ο Εαυτός είναι παρών μόνο δι’ αντιπροσώπευσης ή ως μια απλή ιδέα, εκεί αυτός δεν είναι πραγματικάˑ όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι».
Η ύψιστη αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του και από τον συνάνθρωπό του είναι η λογική της εκπροσώπησης ή της αντιπροσώπευσης. Γιατί; Επειδή δι’ αυτής ο άνθρωπος εξαπατάται: εγκαταλείπει την αρχή του αυτοπροσδιορισμού του –δηλαδή την ενύπαρκτη υποστασιακή του αρχή που εκδηλώνεται στο αισθητό παρόν ως ενεργός, συνειδητή υποκειμενικότητα, άρα ως ελεύθερη ατομικότητα– και παραδίδεται στη δικτατορία των πιο ανίκανων και συνάμα αισχρών μειοψηφιώνˑ των μειοψηφιών εκείνων μάλιστα που δεν διστάζουν να εμφανίζουν εαυτόν ως δυναμική πλειοψηφία, «σωτήρια» και «λυτρωτική» για τον λαό και το έθνος.
§3: Όταν διατείνονται ότι εκπροσωπούν την πλειοψηφία, στην πράξη δομούν την πιο βίαιη εξουσία ενός φίλαυτου-αρρωστημένου Εγώ συντεχνιών σε όλα τα επίπεδα της ζωής: φαινομενικά την ασκούν εν ονόματι της πλειοψηφίας, στην πράξη όμως τη χρησιμοποιούν ενάντιά της. Η βίωση της ύπαρξης γίνεται λεία αυτής της εξουσίας, καθώς η τελευταία την αποκλείει από την αυθεντική πολιτική παιδεία, από κάθε λαχτάρα πνευματικής της ολοκλήρωσης, από τη «μαγική δύναμη του πνεύματος που μεταστρέφει το αρνητικό σε Είναι». Έτσι τη μετατρέπουν σε μάζα, σε όχλο και της στερούν τη δυνατότητα να ανυψώνεται σε μια αυτο-κυβερνώμενη πολιτική ολότητα ή κοινότητα ελεύθερων ατόμων. Μια τέτοια ολότητα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, είναι αυτή τούτη η υπόσταση του ανθρώπου, ήτοι ο άνθρωπος ως το Απόλυτο που φτάνει στην πραγμάτωσή του μέσα από την αυτό-ανάπτυξή του. Αυτό το Απόλυτο δεν είναι κάποιο φαντασιακό Επέκεινα, αλλά η προαναφερθείσα μαγική δύναμη του πνεύματος, που επιτρέπει στον άνθρωπο, στην ανθρώπινη συνείδηση, να γίνεται εντός εαυτού κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του και τελικά να αναιρεί αυτή την ετερότητα. Στον εμπράγματο κόσμο της άμεσης ζωής –πολιτικής, κομματικής, ακαδημαϊκής κ.λπ.– η εν λόγω αυτοκινησία του ανθρώπινου Είναι προοιωνίζει τον ακαριαίο θάνατο όλων αυτών των φαύλων μειοψηφιών. Όσο οι «πλειοψηφίες» τέτοιων μειοψηφιών ευδοκιμούν ακόμα, τόσο εξαπολύουν την ολέθρια μανία τους ενάντια στην εμπρόσωπη ατομικότηταˑ άρα, τόσο η οδύνη των ανθρώπων δεν πρόκειται να κοπάσει. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς, όταν γι’ αυτές «κανείς, πέρα από τον Δία [=τον εαυτό τους], δεν είναι ελεύθερος» (Αισχύλος).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου