Η εθνική ιδέα αναδύεται μέσα στην προοπτική μιας αποκαλυπτικής προσδοκίας. Εκεί όπου ο εξεγερμένος τόπος ανακτά μια διάσταση που μέχρι πρότινος δεν του άνηκε και που τώρα αφιερώνεται σ’ αυτήν. Ένα διεγερτικό ίχνος που επιταχύνει την ανάπτυξη του τόπου και επιστρατεύει την ολότητα των υποκειμένων του. Ένα πεπρωμένο αλήθειας που αγωνίζεται, με όλες τις πολεμικές του εξαρτήσεις, για να γίνει ένα είναι-μέσα-στον-κόσμο.
Μια αντιστοιχία που αποδίδει το νόημα στην εμπράγματη αλήθεια του. Γιατί η εθνική ιδέα, όπως κάθε ιδέα, παράγει και την πραγματικότητα που κατονομάζει. Μια ρυθμιστική πρακτική που επιτρέπει στα υποκείμενα να διάγουν το βίο τους μέσα στην κανονικότητα της κατασκευής της.
Η πατρίδα διαγράφεται έτσι ως ένα νοητό τοπίο. Ο τόπος άλλωστε ήταν πάντα αφιερωμένος στις τοπο-γραφίες του, στις εγγραφές των φαντασιακών καταγωγών του. Η γεωμετρία του γενέθλιου τόπου, η φωτεινότητα του, διεγείρουν και την αποκαλυπτική των μορφών του. Η γεωφυσική ενός εσωτερικού αυλόγυρου που μας υπαγορεύει και τον τόπο της καταγραμμένη μας γλώσσας.
Πατρίδα είναι αυτή η αναχώρηση του χωρικού στο καταγραμμένο πεδίο της συγκίνησης. Το βίωμα ενός ριζώματος που από ένα σημείο και μετά παύει να αναφέρεται στις εδαφικές καταγωγές του και διανοίγεται στην προοπτική του ψυχισμού και των μυθολογικών του αντανακλάσεων. Η διέγερση ενός συλλογικού φαντασιακού που εγκαταλείπεται στις μυθικές του εικόνες, στην ολοποιητική δύναμη των μορφικών καταγωγών του.
Δεν είναι λοιπόν εδώ το Πραγματικό ενός αίματος ή ενός εδάφους, όπως το θέλει η εθνικιστική σκέψη, αλλά η πραγματικότητα ενός φαντασιακού υλικού που αποκαλύπτει και τον δημιουργικό ορίζοντα της κοινότητας του. Είναι η μνημοτεχνική τέλεση μιας αφήγησης που εγείρει μέσα στους αιώνες τη δυνατή της παρακαταθήκη, το ηρωικό και θανατόληπτο Είναι της. Το Πραγματικό ενός τόπου που διεγείρει και διαρκεί τα στοιχεία του στη σκηνή της μυθολογικής αναμονής του.
Η εκ-φορά μιας ανθρωπολογικής ιστορίας που δοκιμάζεται από τη λήθη της. Η ηρωική για παράδειγμα προσωπικότητα αυτής της αφήγησης, είναι ένα Είναι που διαρκεί πέρα και πάνω από τα όρια των αναφορών του, είναι αυτό που συγκροτεί και συγκρατεί την ιστορία του τόπου, που δοκιμάζεται και δοκιμάζει την αθανασία του θανατόληπτου ίχνους του. Γιατί ο εθνικός ήρωας, και όχι μόνον αυτός, το ίδιο μπορεί να διαγνώσει κανείς και στον θρησκευτικό μάρτυρα, είναι μια μηχανή πολέμου, ένα συμβάν θανάτου. Μέσω του θανάτου του κερδίζει και την αθανασία της μνημικής του επαναφοράς. Η πολεμικότητα αυτή εδράζεται στην ίδια την ταυτοποιητική συνθήκη του εθνικού.
Δεν είναι τόσο ο περιγεγραμμένος τόπος που αποδίδει στο υποκείμενο την ταυτότητα του, όσο το αποκλειόμενο σύμπαν μιας αλλότριας ζωής που χαρτογραφεί και το συγκινησιακό του πεδίο. Μέσω του αποκλεισμού διαγράφεται ένα Εκτός που γίνεται και το όριο της προβολικής μας εξ-έγερσης. Ανάλογα με την ιδέα και αυτό το σύνορο μετατίθεται, κάποιες φορές έρχεται και εντός των συνόρων, όπως στις περιπτώσεις του εμφυλίου.
Η αντί-κειμενοποίηση έτσι του άλλου δεν είναι παρά μια διαδικασία υπό-κειμενοποίησης της κατάδικής μου εικόνας, η ναρκισσιστική μου καθήλωση μπροστά στον καθρέπτη του Άλλου. Το εθνικό έτσι φρόνημα επενδύθηκε πάνω στη φαντασμαγορία μιας εικονοποιίας, στη φαντασιακή ενσωμάτωση μιας ελληνότροπης εν-τύπωσης, στην διαστολή μιας εικόνας που ερχόταν από την κλασική αρχαιότητα και αντανακλούσε τις οφθαλμαπάτες της στον παρόντα βίο. Μια επιθυμία να αναγνωριστεί ο εξεγερμένος στο βλέμμα του άλλου ως αυτός που ενσαρκώνει το ένδοξο παρελθόν.
Οι κατοπτρικές όμως εικόνες είναι στην πραγματικότητα νοητικές εικόνες, εικόνες που ανακτούν την οπτική τους ακεραιότητα μέσω της συμβολικής τους εδραίωσης, αυτής της συμβολοποίησης τους στο ακατανίκητο σύμπαν των αντικατοπτρισμών. Είναι εικόνες που εδραιώνονται στον τόπο των σημασιών τους, εκεί που ανακτούν και την καθολικότητα των σημαινόντων τους.
Η φαντασιακή τους διέγερση προϋποθέτει για την διάρκεια της ισχύος τους, και μια εξάσκηση στον τόπο του Λόγου, την ορθολογική τους διαχείριση, τη θεμελίωσή τους σε μια βιώσιμη πρακτικοποιήσιμη προοπτική, ώστε αυτό το ορμέμφυτο της ιδέας να μπορέσει να διασωθεί μέσα από την κάμινο των ατομικών και ιστορικών του διαψεύσεων, μέσα δηλαδή απ’ αυτή τη προστυχιά της ζωής. Πρόκειται εδώ για τον εντοπισμό και την διάσωση της προβολικής εικόνας στον τόπο της γλωσσικής της μετουσίωσης.
Μια μεταμορφωτική σκηνή που εξομαλύνει τις αμυχές της πραγματικότητας, ακόμη και αυτής της ίδιας της πραγματικότητας της ιδέας. Ελάχιστοι όμως Έλληνες είχαν αυτή τη δυνατότητα, τη συναισθηματική αλλά και διανοητική δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτή τη σκηνή, γι’ αυτό και η εκπτωτική κατάληξη πολλών εξ αυτών, όπως το τραγικό τέλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Κάποιοι Έλληνες μόνο, και οι περισσότεροι μάλιστα εξ εσπερίας, ο «Κύκλος της Πίζας» για παράδειγμα, κάποια «φραγκοντυμένα ανθρωπάρια» όπως χαρακτηρίζονταν από τους ντόπιους, που θα πιστέψουν ότι με τη διαμεσολάβησή αυτής της σκηνής θα μπορούσε και να εξομαλυνθεί κάπως αυτή η άναρχη πραγματικότητα του ελληνικού βίου.
Η εκπαίδευση ήταν αυτή που θα προετοίμαζε στα μάτια τους την επανάσταση και όχι ένας αυθόρμητος ξεσηκωμός. Απέναντι σε ένα περίσσευμα αυθαιρεσίας που διέγνωσκαν στους αυτόχθονες, προέτασσαν την ανάγκη συγκρότησης μιας στρατηγικής γύρω από την απελευθερωτική ιδέα, την ανάγκη ενός «γενικού συστήματος» (Υψηλάντης), που θα υπαγόρευε και τις όποιες κινήσεις.
Στην ελληνική επανάσταση συγκρούστηκαν στην πραγματικότητα, δυο συστήματα σκέψης, από τη μια η καιροσκοπική και τοπικιστική σκέψη των οπλαρχηγών και από την άλλη η στρατηγική απελευθέρωσης και ανασύνταξης ενός έθνους των ετεροχθόνων Ελλήνων, των «κωλοπλυμένων καλαμαράδων» όπως τους έλεγε ο Ανδρούτσος. Οι οπλαρχηγοί δεν κατάλαβαν ποτέ, με λιγοστές εξαιρέσεις φυσικά, τι σήμαινε η ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης. Δεν αντιλήφθηκαν ποτέ την καθολικότητα της, τον πανελλαδικό της χαρακτήρα, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η διασφάλιση των κεκτημένων τους, αν αυτή η διασφάλιση δεν τους δινόταν δεν είχαν και κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν με τους Τούρκους, στα λεγόμενα «καπάκια» τους.
Πολλοί οπλαρχηγοί αρνούνταν και να υπακούσουν στις επιταγές των εθνοσυνελεύσεων για «να λάβουν τα όπλα εναντίον των τυράννων». Η απάντηση μάλιστα του Καραϊσκάκη θα μείνει χαρακτηριστική του νεοελληνικού αυτού συμπτώματος: «άμα θέλω». Ένα άμα θέλω όμως που θα καθορίσει κι ολόκληρη την κουλτούρα του νεοέλληνα, αυτή την αμφίθυμη στάση του απέναντι στο κράτος.
Στην αληπασαλίδικη ζωή τους ένοιωθαν περισσότερο «Αλβανοί μισθοφόροι παρά Έλληνες πατριώτες», όπως σημείωνε ο Φίνλευ. Οι έλληνες ήρωες δοκιμάστηκαν έτσι πάνω σ’ αυτό το πεδίο της αποτυχίας τους, στην αδυναμία τους να κοινωνήσουν το ηρωικό τους ορμέμφυτο. Το σαρκίο τους, την έσχατη ώρα, αποκάλυπτε ένα μοναχικό ίχνος, που θα γινόταν όμως λίγο αργότερα και το κατοπτρικό σημείο μιας συλλογικής αφύπνισης. Η ηρωική αυτοθυσία δεν ήταν στην περίπτωσή τους τόσο μια ατομική εκ-δήλωση συν-μετοχής όσο μια αυστηρά ατομική περίπτωση ψυχικής συν-κίνησης. Ένα εγωστικό Είναι που εγκαταλείπεται στις εξ-άρσεις του, στην αβεβαιότητα μιας αδιανόητης αναμέτρησης, μιας μαχητικής εκ-φοράς σ’ αυτό το μυστικό και μυστηριακό πεδίο του θανάτου.
Η ηρωική περίπτωση του Καραϊσκάκη είναι χαρακτηριστική αυτής της ακατανόητης θέσης του ήρωα μέσα στο ρου της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο Καραϊσκάκης δεν αναγνωρίζεται μέσα στην πολιτική της επανάστασης του 21 ως ένας συνεπής οπλαρχηγός αλλά ως ένα αδιάγνωστο υπολογιστικό μέγεθος, ένα θυελλώδες ερμητικό υποκείμενο, αφιερωμένο στο ίχνος της δαιμονικής και μόνο καταγωγής του. Σε όλη τη διάρκεια μάλιστα της επανάστασης έλαμψε δια των αποτυχιών του.
Στην ερώτηση δημοσιογράφου των Times του Λονδίνου, που είχε έρθει για να καλύψει τον αγώνα, πως μια δράκα Έλληνες θα αντιμετωπίσουν την στρατιά των Τούρκων απάντησε: «Με τη βοήθεια του θεού θα βάλουμε τον πούτσο μας μπροστά και θα τους γαμήσομε». Η ίδια αυθορμησία που ακινητεί και τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, σχεδόν μόνο του, μπροστά στο πλήθος του Ιμπραήμ.
Οι προσπάθειες των καλαμαράδων να εισάγουν ναπολεόντειες στρατηγικές μάχης έπεφταν στο κενό μπροστά στην εμπεδωμένη τακτική του κλεφτοπολέμου που αποδεικνυόταν τις περισσότερες όμως φορές τραγικά αναποτελεσματική. Η ηρωική θέληση εντοπίζεται έτσι εδώ ως ένα ακατανόητο πείσμα, μια μυστική απόφαση που εγγράφεται στη τρέλα της στιγμής, μιας στιγμής που έρχεται από αλλού, απ’ αυτό το αλλού της μυθικής της υπαγόρευσης.
Όταν ο Μακρυγιάννης κατηγορηθεί για την υποστήριξη του σε αντιφρονούντες του Όθωνα, θα απαντήσει: «Το κεφάλι μου με διέταξε, όταν ήταν μεσάνυχτα, όπου ήταν ήσυχα, και το ’καμα». Η ώρα του μεσονυκτίου, αυτή η στιγμή της τρέλας. Η βιαιότητα αυτής της παρόρμησης είναι που θα χαρακτηρίσει όμως ήρωες αυτά τα πρόσωπα και όχι τον Υψηλάντη για παράδειγμα ή τον Μαυροκορδάτο. Ο ήρωας της ελληνικής επανάστασης δεν υπάκουε σ’ ένα καθαρό απελευθερωτικό πρόταγμα, αλλά στη δίνη της μαχητικής του και μόνο ενόρμησης.
Αποκαλύπτεται έτσι ως μια ακαριαία και φλογώδη χειρονομία, μια μηχανή ατελεύτητης υποκειμενοποίησης της ιδέας που τον εμψυχώνει, μια θυελλώδη αυθορμησία, που τον εξορίζει από κάθε δυνατότητα συγκέντρωσης και προσήλωσης σε μια στρατηγική ή σ’ έναν σκοπό. Μια εξεγερμένη επιθυμία που δεν αναγνωρίζεται όμως ως μια επιθυμία για θέσμιση του κοινωνικού, γι’ αυτό το αδύνατο δηλαδή της εγωστικής συνείδησης, αλλά για την κατάχρηση αυτού του πεδίου χάριν της ατομικής του απόλαυσης.
Η συγκίνηση του ελληνικού ήρωα, ο όποιος θετικός της αντίκτυπος, δεν ήταν παρά ένα ατύχημα έτσι της στιγμής, ένα καπρίτσιο της τύχης, μια παραξενιά, αυτή η άλλη πλευρά του παρορμητικού ανθρώπου που δοκιμάζεται στο ιστορικό ίχνος της μοναδικής του πράξης. Γι’ αυτό και η αμφιθυμία τους στα πρώτα βήματα του νέου ελληνικού κράτους. Το real estate του Μακρυγιάννη και του Ανδρούτσου στη νέα πρωτεύουσα του κράτους το μαρτυρά. Μια αμφιθυμία όμως που δημιούργησε κι ένα αμφιπρόσωπο κράτος.
Όταν ο Μακρυγιάννης αρνηθεί να παραχωρήσει ένα μέρος από τα κτήματα του πέριξ της Ακρόπολης, για τις ανάγκες του πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας, εκδηλώνει ένα καινοφανές σύμπτωμα που το συναντούμε μέχρι τις μέρες μας. Ξαφνικά ένας λαός που για αιώνες ζούσε μέσα στο εθιμικό δίκαιο της οικογένειας και της μικρής του κοινότητας, καλείται τώρα να υπάρξει μέσα σε μια ευρύτερη κρατική οντότητα. Μια ιδιότυπη δυσανεξία σε μια ακατανόητη εξουσία που σχεδιάστηκε και εισήχθη απ’ έξω. Το παράσιτο και σ’ αυτή την επί-κοινωνία θα θριαμβεύσει.
Όλα τα σχέδια κατά την εφαρμογή τους θα κοντύνουν στα μέτρα αυτών που θα κληθούν και να τα υλοποιήσουν. Οι παρεξηγήσεις, οι αμφισβητήσεις, η καχυποψία, και εν τέλει η υπονόμευση θα καθορίσουν και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ιδρυθεί και θα στηθεί το νέο ελληνικό κράτος. Η πραγματικότητά του θα υπονομευθεί από ένα Πραγματικό που αγνοήθηκε κατά το σχεδιασμό του. Μια παράλειψη όμως που την πληρώνουμε μέχρι και σήμερα.
Οι «ημέτεροι» της οικογενειακής συνθήκης, που θα το αλώσουν, από την ίδρυση του, θα αποκαλύψουν και αυτή την ίδια την αδυνατότητα της ύπαρξης του. Το γεγονός δηλαδή ότι η χώρα αυτή δεν κατάφερε ποτέ να γίνει κοινωνία. Η διάκριση μεταξύ Οθωμανικού και νέου Ελληνικού κράτους, σ’ αυτόν τον τόπο, δεν έλαβε χώρα ποτέ.
Μια αντιστοιχία που αποδίδει το νόημα στην εμπράγματη αλήθεια του. Γιατί η εθνική ιδέα, όπως κάθε ιδέα, παράγει και την πραγματικότητα που κατονομάζει. Μια ρυθμιστική πρακτική που επιτρέπει στα υποκείμενα να διάγουν το βίο τους μέσα στην κανονικότητα της κατασκευής της.
Η πατρίδα διαγράφεται έτσι ως ένα νοητό τοπίο. Ο τόπος άλλωστε ήταν πάντα αφιερωμένος στις τοπο-γραφίες του, στις εγγραφές των φαντασιακών καταγωγών του. Η γεωμετρία του γενέθλιου τόπου, η φωτεινότητα του, διεγείρουν και την αποκαλυπτική των μορφών του. Η γεωφυσική ενός εσωτερικού αυλόγυρου που μας υπαγορεύει και τον τόπο της καταγραμμένη μας γλώσσας.
Πατρίδα είναι αυτή η αναχώρηση του χωρικού στο καταγραμμένο πεδίο της συγκίνησης. Το βίωμα ενός ριζώματος που από ένα σημείο και μετά παύει να αναφέρεται στις εδαφικές καταγωγές του και διανοίγεται στην προοπτική του ψυχισμού και των μυθολογικών του αντανακλάσεων. Η διέγερση ενός συλλογικού φαντασιακού που εγκαταλείπεται στις μυθικές του εικόνες, στην ολοποιητική δύναμη των μορφικών καταγωγών του.
Δεν είναι λοιπόν εδώ το Πραγματικό ενός αίματος ή ενός εδάφους, όπως το θέλει η εθνικιστική σκέψη, αλλά η πραγματικότητα ενός φαντασιακού υλικού που αποκαλύπτει και τον δημιουργικό ορίζοντα της κοινότητας του. Είναι η μνημοτεχνική τέλεση μιας αφήγησης που εγείρει μέσα στους αιώνες τη δυνατή της παρακαταθήκη, το ηρωικό και θανατόληπτο Είναι της. Το Πραγματικό ενός τόπου που διεγείρει και διαρκεί τα στοιχεία του στη σκηνή της μυθολογικής αναμονής του.
Η εκ-φορά μιας ανθρωπολογικής ιστορίας που δοκιμάζεται από τη λήθη της. Η ηρωική για παράδειγμα προσωπικότητα αυτής της αφήγησης, είναι ένα Είναι που διαρκεί πέρα και πάνω από τα όρια των αναφορών του, είναι αυτό που συγκροτεί και συγκρατεί την ιστορία του τόπου, που δοκιμάζεται και δοκιμάζει την αθανασία του θανατόληπτου ίχνους του. Γιατί ο εθνικός ήρωας, και όχι μόνον αυτός, το ίδιο μπορεί να διαγνώσει κανείς και στον θρησκευτικό μάρτυρα, είναι μια μηχανή πολέμου, ένα συμβάν θανάτου. Μέσω του θανάτου του κερδίζει και την αθανασία της μνημικής του επαναφοράς. Η πολεμικότητα αυτή εδράζεται στην ίδια την ταυτοποιητική συνθήκη του εθνικού.
Δεν είναι τόσο ο περιγεγραμμένος τόπος που αποδίδει στο υποκείμενο την ταυτότητα του, όσο το αποκλειόμενο σύμπαν μιας αλλότριας ζωής που χαρτογραφεί και το συγκινησιακό του πεδίο. Μέσω του αποκλεισμού διαγράφεται ένα Εκτός που γίνεται και το όριο της προβολικής μας εξ-έγερσης. Ανάλογα με την ιδέα και αυτό το σύνορο μετατίθεται, κάποιες φορές έρχεται και εντός των συνόρων, όπως στις περιπτώσεις του εμφυλίου.
Η αντί-κειμενοποίηση έτσι του άλλου δεν είναι παρά μια διαδικασία υπό-κειμενοποίησης της κατάδικής μου εικόνας, η ναρκισσιστική μου καθήλωση μπροστά στον καθρέπτη του Άλλου. Το εθνικό έτσι φρόνημα επενδύθηκε πάνω στη φαντασμαγορία μιας εικονοποιίας, στη φαντασιακή ενσωμάτωση μιας ελληνότροπης εν-τύπωσης, στην διαστολή μιας εικόνας που ερχόταν από την κλασική αρχαιότητα και αντανακλούσε τις οφθαλμαπάτες της στον παρόντα βίο. Μια επιθυμία να αναγνωριστεί ο εξεγερμένος στο βλέμμα του άλλου ως αυτός που ενσαρκώνει το ένδοξο παρελθόν.
Οι κατοπτρικές όμως εικόνες είναι στην πραγματικότητα νοητικές εικόνες, εικόνες που ανακτούν την οπτική τους ακεραιότητα μέσω της συμβολικής τους εδραίωσης, αυτής της συμβολοποίησης τους στο ακατανίκητο σύμπαν των αντικατοπτρισμών. Είναι εικόνες που εδραιώνονται στον τόπο των σημασιών τους, εκεί που ανακτούν και την καθολικότητα των σημαινόντων τους.
Η φαντασιακή τους διέγερση προϋποθέτει για την διάρκεια της ισχύος τους, και μια εξάσκηση στον τόπο του Λόγου, την ορθολογική τους διαχείριση, τη θεμελίωσή τους σε μια βιώσιμη πρακτικοποιήσιμη προοπτική, ώστε αυτό το ορμέμφυτο της ιδέας να μπορέσει να διασωθεί μέσα από την κάμινο των ατομικών και ιστορικών του διαψεύσεων, μέσα δηλαδή απ’ αυτή τη προστυχιά της ζωής. Πρόκειται εδώ για τον εντοπισμό και την διάσωση της προβολικής εικόνας στον τόπο της γλωσσικής της μετουσίωσης.
Μια μεταμορφωτική σκηνή που εξομαλύνει τις αμυχές της πραγματικότητας, ακόμη και αυτής της ίδιας της πραγματικότητας της ιδέας. Ελάχιστοι όμως Έλληνες είχαν αυτή τη δυνατότητα, τη συναισθηματική αλλά και διανοητική δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτή τη σκηνή, γι’ αυτό και η εκπτωτική κατάληξη πολλών εξ αυτών, όπως το τραγικό τέλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Κάποιοι Έλληνες μόνο, και οι περισσότεροι μάλιστα εξ εσπερίας, ο «Κύκλος της Πίζας» για παράδειγμα, κάποια «φραγκοντυμένα ανθρωπάρια» όπως χαρακτηρίζονταν από τους ντόπιους, που θα πιστέψουν ότι με τη διαμεσολάβησή αυτής της σκηνής θα μπορούσε και να εξομαλυνθεί κάπως αυτή η άναρχη πραγματικότητα του ελληνικού βίου.
Η εκπαίδευση ήταν αυτή που θα προετοίμαζε στα μάτια τους την επανάσταση και όχι ένας αυθόρμητος ξεσηκωμός. Απέναντι σε ένα περίσσευμα αυθαιρεσίας που διέγνωσκαν στους αυτόχθονες, προέτασσαν την ανάγκη συγκρότησης μιας στρατηγικής γύρω από την απελευθερωτική ιδέα, την ανάγκη ενός «γενικού συστήματος» (Υψηλάντης), που θα υπαγόρευε και τις όποιες κινήσεις.
Στην ελληνική επανάσταση συγκρούστηκαν στην πραγματικότητα, δυο συστήματα σκέψης, από τη μια η καιροσκοπική και τοπικιστική σκέψη των οπλαρχηγών και από την άλλη η στρατηγική απελευθέρωσης και ανασύνταξης ενός έθνους των ετεροχθόνων Ελλήνων, των «κωλοπλυμένων καλαμαράδων» όπως τους έλεγε ο Ανδρούτσος. Οι οπλαρχηγοί δεν κατάλαβαν ποτέ, με λιγοστές εξαιρέσεις φυσικά, τι σήμαινε η ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης. Δεν αντιλήφθηκαν ποτέ την καθολικότητα της, τον πανελλαδικό της χαρακτήρα, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η διασφάλιση των κεκτημένων τους, αν αυτή η διασφάλιση δεν τους δινόταν δεν είχαν και κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν με τους Τούρκους, στα λεγόμενα «καπάκια» τους.
Πολλοί οπλαρχηγοί αρνούνταν και να υπακούσουν στις επιταγές των εθνοσυνελεύσεων για «να λάβουν τα όπλα εναντίον των τυράννων». Η απάντηση μάλιστα του Καραϊσκάκη θα μείνει χαρακτηριστική του νεοελληνικού αυτού συμπτώματος: «άμα θέλω». Ένα άμα θέλω όμως που θα καθορίσει κι ολόκληρη την κουλτούρα του νεοέλληνα, αυτή την αμφίθυμη στάση του απέναντι στο κράτος.
Στην αληπασαλίδικη ζωή τους ένοιωθαν περισσότερο «Αλβανοί μισθοφόροι παρά Έλληνες πατριώτες», όπως σημείωνε ο Φίνλευ. Οι έλληνες ήρωες δοκιμάστηκαν έτσι πάνω σ’ αυτό το πεδίο της αποτυχίας τους, στην αδυναμία τους να κοινωνήσουν το ηρωικό τους ορμέμφυτο. Το σαρκίο τους, την έσχατη ώρα, αποκάλυπτε ένα μοναχικό ίχνος, που θα γινόταν όμως λίγο αργότερα και το κατοπτρικό σημείο μιας συλλογικής αφύπνισης. Η ηρωική αυτοθυσία δεν ήταν στην περίπτωσή τους τόσο μια ατομική εκ-δήλωση συν-μετοχής όσο μια αυστηρά ατομική περίπτωση ψυχικής συν-κίνησης. Ένα εγωστικό Είναι που εγκαταλείπεται στις εξ-άρσεις του, στην αβεβαιότητα μιας αδιανόητης αναμέτρησης, μιας μαχητικής εκ-φοράς σ’ αυτό το μυστικό και μυστηριακό πεδίο του θανάτου.
Η ηρωική περίπτωση του Καραϊσκάκη είναι χαρακτηριστική αυτής της ακατανόητης θέσης του ήρωα μέσα στο ρου της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο Καραϊσκάκης δεν αναγνωρίζεται μέσα στην πολιτική της επανάστασης του 21 ως ένας συνεπής οπλαρχηγός αλλά ως ένα αδιάγνωστο υπολογιστικό μέγεθος, ένα θυελλώδες ερμητικό υποκείμενο, αφιερωμένο στο ίχνος της δαιμονικής και μόνο καταγωγής του. Σε όλη τη διάρκεια μάλιστα της επανάστασης έλαμψε δια των αποτυχιών του.
Στην ερώτηση δημοσιογράφου των Times του Λονδίνου, που είχε έρθει για να καλύψει τον αγώνα, πως μια δράκα Έλληνες θα αντιμετωπίσουν την στρατιά των Τούρκων απάντησε: «Με τη βοήθεια του θεού θα βάλουμε τον πούτσο μας μπροστά και θα τους γαμήσομε». Η ίδια αυθορμησία που ακινητεί και τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, σχεδόν μόνο του, μπροστά στο πλήθος του Ιμπραήμ.
Οι προσπάθειες των καλαμαράδων να εισάγουν ναπολεόντειες στρατηγικές μάχης έπεφταν στο κενό μπροστά στην εμπεδωμένη τακτική του κλεφτοπολέμου που αποδεικνυόταν τις περισσότερες όμως φορές τραγικά αναποτελεσματική. Η ηρωική θέληση εντοπίζεται έτσι εδώ ως ένα ακατανόητο πείσμα, μια μυστική απόφαση που εγγράφεται στη τρέλα της στιγμής, μιας στιγμής που έρχεται από αλλού, απ’ αυτό το αλλού της μυθικής της υπαγόρευσης.
Όταν ο Μακρυγιάννης κατηγορηθεί για την υποστήριξη του σε αντιφρονούντες του Όθωνα, θα απαντήσει: «Το κεφάλι μου με διέταξε, όταν ήταν μεσάνυχτα, όπου ήταν ήσυχα, και το ’καμα». Η ώρα του μεσονυκτίου, αυτή η στιγμή της τρέλας. Η βιαιότητα αυτής της παρόρμησης είναι που θα χαρακτηρίσει όμως ήρωες αυτά τα πρόσωπα και όχι τον Υψηλάντη για παράδειγμα ή τον Μαυροκορδάτο. Ο ήρωας της ελληνικής επανάστασης δεν υπάκουε σ’ ένα καθαρό απελευθερωτικό πρόταγμα, αλλά στη δίνη της μαχητικής του και μόνο ενόρμησης.
Αποκαλύπτεται έτσι ως μια ακαριαία και φλογώδη χειρονομία, μια μηχανή ατελεύτητης υποκειμενοποίησης της ιδέας που τον εμψυχώνει, μια θυελλώδη αυθορμησία, που τον εξορίζει από κάθε δυνατότητα συγκέντρωσης και προσήλωσης σε μια στρατηγική ή σ’ έναν σκοπό. Μια εξεγερμένη επιθυμία που δεν αναγνωρίζεται όμως ως μια επιθυμία για θέσμιση του κοινωνικού, γι’ αυτό το αδύνατο δηλαδή της εγωστικής συνείδησης, αλλά για την κατάχρηση αυτού του πεδίου χάριν της ατομικής του απόλαυσης.
Η συγκίνηση του ελληνικού ήρωα, ο όποιος θετικός της αντίκτυπος, δεν ήταν παρά ένα ατύχημα έτσι της στιγμής, ένα καπρίτσιο της τύχης, μια παραξενιά, αυτή η άλλη πλευρά του παρορμητικού ανθρώπου που δοκιμάζεται στο ιστορικό ίχνος της μοναδικής του πράξης. Γι’ αυτό και η αμφιθυμία τους στα πρώτα βήματα του νέου ελληνικού κράτους. Το real estate του Μακρυγιάννη και του Ανδρούτσου στη νέα πρωτεύουσα του κράτους το μαρτυρά. Μια αμφιθυμία όμως που δημιούργησε κι ένα αμφιπρόσωπο κράτος.
Όταν ο Μακρυγιάννης αρνηθεί να παραχωρήσει ένα μέρος από τα κτήματα του πέριξ της Ακρόπολης, για τις ανάγκες του πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας, εκδηλώνει ένα καινοφανές σύμπτωμα που το συναντούμε μέχρι τις μέρες μας. Ξαφνικά ένας λαός που για αιώνες ζούσε μέσα στο εθιμικό δίκαιο της οικογένειας και της μικρής του κοινότητας, καλείται τώρα να υπάρξει μέσα σε μια ευρύτερη κρατική οντότητα. Μια ιδιότυπη δυσανεξία σε μια ακατανόητη εξουσία που σχεδιάστηκε και εισήχθη απ’ έξω. Το παράσιτο και σ’ αυτή την επί-κοινωνία θα θριαμβεύσει.
Όλα τα σχέδια κατά την εφαρμογή τους θα κοντύνουν στα μέτρα αυτών που θα κληθούν και να τα υλοποιήσουν. Οι παρεξηγήσεις, οι αμφισβητήσεις, η καχυποψία, και εν τέλει η υπονόμευση θα καθορίσουν και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ιδρυθεί και θα στηθεί το νέο ελληνικό κράτος. Η πραγματικότητά του θα υπονομευθεί από ένα Πραγματικό που αγνοήθηκε κατά το σχεδιασμό του. Μια παράλειψη όμως που την πληρώνουμε μέχρι και σήμερα.
Οι «ημέτεροι» της οικογενειακής συνθήκης, που θα το αλώσουν, από την ίδρυση του, θα αποκαλύψουν και αυτή την ίδια την αδυνατότητα της ύπαρξης του. Το γεγονός δηλαδή ότι η χώρα αυτή δεν κατάφερε ποτέ να γίνει κοινωνία. Η διάκριση μεταξύ Οθωμανικού και νέου Ελληνικού κράτους, σ’ αυτόν τον τόπο, δεν έλαβε χώρα ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου