Πώς δημιουργούνται οι πολιτικοί απατεώνες;
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ο άριστος βίος πάντα συγκεντρώνει το μέγιστο φιλοσοφικό ενδιαφέρον του Αριστοτέλη. Γιατί; Επειδή συνυφαίνεται με τον προορισμό του ανθρώπου: με την ευδαιμονία του και με τον αυτάρκη τρόπο βίωσης και διαβίωσής του. Αλλά ο άριστος βίος δεν μπορεί να υπάρχει για το κάθε άτομο χωριστά, εάν η κοινωνική, πολιτική, πολιτειακή, οικονομική και η γενικότερη κατάσταση της πόλεως δεν είναι κι αυτή άριστη. Πώς μπορεί να γίνεται άριστη; Με το άριστο πολίτευμα.
Άριστος βίος λοιπόν και άριστο πολίτευμα είναι στενά συνδεδεμένα και δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο. Το άριστο πολίτευμα, αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει πολιτεία, δεν νοείται από τον φιλόσοφο ως αυτοσκοπός παρά ως εκείνη η οργανωμένη πολιτική κοινωνία, που προορισμό έχει να καταστήσει το βίο των πολιτών άριστο. Η έννοια της άριστης πολιτείας, απ’ αυτή την άποψη, αναζητείται αφενός μέσα στην ενεργό και συνειδητή συμμετοχή του πολίτη στους κοινούς σκοπούς της πόλεως και αφετέρου μέσα στο είδος, στο ποιόν του πολιτεύματος της πόλεως. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται απλώς για μια φαντασιακή ή ιδεατή σύλληψη, για ένα Δέον ή για το επιθυμητό, παρά για το θεωρητικό συν πρακτικό ενεργείν: για την εὐπραξία μετ' ἀρετῆς. Εντός αυτού του πνεύματος, κάθε πράξη, για να αποτελεί δημιουργική ενέργεια, για να είναι άριστη, πρέπει να είναι ενάρετη και αντίστροφα. Τούτο σημαίνει πως το ευχάριστο από μόνο του δεν είναι ενάρετο και συναφώς δεν ταυτίζεται με την ευδαιμονία. Το ευχάριστο χρειάζεται την αρετή, ώστε να ανταποκρίνεται στην ουσία της ανθρώπινης κοινωνίας και να συνθέτει τον άριστο βίο κοινωνίας και ανθρώπινου ατόμου.
Αλλά τι είναι για τον Αριστοτέλη η αρετή; Πρωτίστως, η μετρημένη στάση ζωής, δηλαδή η σύμφωνη με τη μεσότητα ανάμεσα στις δυο ακρότητες: της υπερβολής και της στέρησηςˑ συγχρόνως εκείνη η ενεργός ζωή, που πραγματώνει αυτή τη μεσότητα και συνακόλουθα παράγει τα αγαθά: πνευματικά όσο και υλικά. Με βάση λοιπόν την αρχή της μεσότητας καθίσταται δυνατό, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης στο παρακάτω κείμενό του, το άριστο πολίτευμα και ο άριστος βίος, ενώ η ακύρωση αυτής της αρχής παράγει μοχθηρούς, κακούργους, απατεώνες και επίδοξους αρχομανείς, τόσο από το άκρο των πάρα πολύ πλουσίων όσο και από το άκρο των πάρα πολύ φτωχών.
Κείμενο: Αριστοτέλους Πολιτικά 1295b1–28
«Η πολιτεία [=το πολίτευμα] είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής της πόλεως. Όλες βέβαια οι πόλεις απαρτίζονται από τρία μέρη, αφενός από τους υπερβολικά πλούσιους, αφετέρου από τους υπερβολικά φτωχούς και τρίτον από όσους βρίσκονται στο μέσον αυτών των δυο. Καθώς λοιπόν είναι κοινώς αποδεκτό πως το μέτριο και το μέσον είναι το άριστο, γίνεται φανερό ότι και η απόκτηση όλων των ευτυχημάτων [=αγαθών, καλών πραγμάτων] με μέτρο είναι η βέλτιστη. Και τούτο, γιατί η με μέτρο απόκτηση των αγαθών υπακούει πολύ εύκολα στη λογική, ενώ ο υπερβολικά ωραίος ή ισχυρός ή ευγενικής καταγωγής ή πλούσιος ή, αντιθέτως, ο υπερβολικά φτωχός ή ανίσχυρος ή ταπεινής καταγωγής είναι δύσκολο ν’ ακολουθήσει τη λογικήˑ γιατί οι πρώτοι γίνονται κυρίως αναιδείς/αλαζόνες και μεγαλοαπατεώνες, ενώ οι δεύτεροι κακοποιοί και μικροαπατεώνεςˑ συνεπώς άλλα αδικήματα διαπράττονται από αλαζονεία και άλλα από μοχθηρία. Ακόμη, όσοι βρίσκονται στο μέσον ελάχιστα ενδιαφέρονται να αποφεύγουν ή να καταλαμβάνουν αξιώματα, καθώς αμφότερες οι εν λόγω επιδιώξεις βλάπτουν τις πόλεις. Εξάλλου, όσοι έχουν υπερβολικά ευτυχήματα, ήτοι αγαθά, δηλαδή δύναμη, πλούτο, φίλους και άλλα παρόμοια, ούτε θέλουν ούτε εννοούν να υπακούν στην εξουσία …λόγω της πολυτελούς ζωής τους. Από την άλλη πλευρά, οι υπερβολικά φτωχοί είναι πολύ δουλοπρεπείς. Το αποτέλεσμα είναι οι μεν τελευταίοι να μην ξέρουν να ασκούν εξουσία, αλλά να εξουσιάζονται δουλικά από δεσποτική αρχή, οι δε πρώτοι να μην ανέχονται να εξουσιάζονται από καμιά δύναμη, παρά μόνο να ασκούν οι ίδιοι δεσποτική εξουσία.
Έτσι συμβαίνει να έχουμε μια πόλη δούλων και εξουσιαστών, όχι όμως ελεύθερων ανθρώπων… Απεναντίας, η πόλη διέπεται από την απαίτηση, να αποτελείται από ίσους και όμοιους πολίτες στο μέγιστο δυνατό βαθμόˑ αυτό όμως το βρίσκουμε στη μέση τάξη. Ως εκ τούτου, άριστο πολίτευμα έχει κατ’ αναγκαιότητα η πόλη, που αποτελείται από όσα υποστηρίξαμε ότι συνιστούν την πόλη με βάση τη φύση της».
Ερμηνεία – κατανόηση
1. Μια Αριστοτελική ανάγνωση του ως άνω κειμένου μας οδηγεί σε αποκαλυπτική αποκρυπτογράφηση της σαθρότητας των πολιτικών χτες και σήμερα: συστημάτων, προσώπων, μηχανισμών. Πρόκειται για μια σαθρότητα, που στο Ελλαδικό πολιτικό σύστημα αναγιγνώσκεται από τους μυωπικούς μηχανισμούς του ενός ή του άλλου ιδεολογικο-πολιτικού σχήματος, θεμελιωδώς δε από εκείνους της νεοφασιστικής «αριστεράς», ανεστραμμένα: ως αρετή. Πολιτική αρετή γι’ αυτούς είναι να μην εξουσιάζονται, αλλά μόνο να εξουσιάζουν, να περιφρονούν τους νόμους για τον εαυτό τους, αλλά να τους εφαρμόζουν με δικτατορική ωμότητα για τους άλλους.
2. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι οικονομικοί, πολιτικοί, επιστημονικοί, ιδεολογικοί κ.ά. εξουσιαστές, που προέρχονται από το άκρο των υπερβολικά πλουσίων, είναι αναιδείς/αλαζόνες και μεγαλοαπατεώνες (στα αρχαία: ὑβρισταὶ καὶ μεγαλοπόνηροι), γιατί δεν έχουν άλλη έγνοια παρά πώς να αυξάνουν τα υλικά τους αγαθά και πώς να κυλιστούν, σαν τους χοίρους, μέσα στο βούρκο των πιο χυδαίων ηδονών. Είναι κατ’ εξοχήν αντιπνευματικά όντα και ο λογισμός τους, συνακόλουθα, δεν συνάδει με τη φύση του ορθοφρονούντος ανθρώπου παρά με την ασπλαχνία, με τον αμοραλισμό των μεγαλοσυμφερόντων, με την εχθρότητα για το γενικό συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Αυτή η πλειοψηφία είναι το μέσον, δηλαδή η μεσότητα, η μέση τάξη.
3. Ως τέτοια, η συγκεκριμένη πλειοψηφία δεν είναι απλώς αριθμητική, αλλά εννοιολογική ενότητα ποσότητας και ποιότητας ανθρώπων. Οι άνθρωποι της μεσότητας, σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες της άκρατης δολιότητας, ενεργούν με φρόνηση, καθώς είναι αυτάρκεις και δεν έχουν ανάγκη να κλέψουν, δια μιας νομιμοφανούς πολιτικής οδού, τα αγαθά των συνανθρώπων τους. Αυτοί λοιπόν «δεν υπονομεύουν ούτε υπονομεύονται» (Πολιτικά ό.π. 32), αλλά υπερασπίζονται τη Λογική του άριστου, δηλαδή της ισορροπίας, της εσωτερικής ανταπόκρισης προς το αληθινά κοινό συμφέρον, προς την ισότητα των πολιτών με κριτήρια ποιότητας: με κριτήρια ηθικών και διανοητικών αρετών.
4. Μια τέτοια πλειοψηφία δεν έχει ως αρχή της τη στυγνή αντιπαλότητα, τη βάρβαρη βιαιότητα για τον άλλο. Ορισμένως λοιπόν δεν ολισθαίνει προς εκείνο το αχαλίνωτο είδος «δημοκρατίας», ήτοι δημαγωγίας, που εκφυλίζεται σε άκρατη ολιγαρχία ή τυραννίδα. Σε αντίθεση όμως προς αυτή την πολιτική μεσότητα, οι μεγαλοπόνηροι, οι μεγαλοαπατεώνες, καθώς και το άλλο άκρο των υπερβολικά φτωχών, των εξαθλιωμένων, οι μικροαπατεώνες (αρχαία: μικροπόνηροι), ως δουλικά όργανα των μεγαλοπόνηρων, είναι οι κύριοι εκφραστές της Αριστοτελικά εκφυλισμένης σε τυραννίδα «δημοκρατίας», με σημερινούς όρους: της κατ’ επίφαση κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου έχουν αντιστραφεί οι επιταγές-νόρμες του νόμου, με βάση τις αρχομανείς βλέψεις των καθεστωτικών παρασίτων: το κοινοβούλιο από νομοθετικό σώμα έχει γίνει εκτελεστικό, και η κυβέρνηση από εκτελεστικό όργανο έγινε νομοθετικό σώμα.
5. Διασάφηση: ο Αριστοτέλης δεν εννοεί με την έννοια της μεσότητας κάτι το ποσοτικά-αριθμητικά ενδιάμεσο ανάμεσα στην υπερβολή και τη στέρηση, παρά την εσωτερική λογική εξισορρόπησης, εναρμόνισης, συμμετρικής διαλλαγής δυο αντίθετων άκρων. Σε επίπεδο, αναλογικά, της πολιτικής κοινωνίας εννοεί την ισότιμη μεταχείριση των πολιτών, την κοινωνική ισότητα με κριτήρια ποιοτικά: εναρμόνιση υλικής επάρκειας και πνευματικής καλλιέργειας. Η έννοια της μεσότητας είναι κάτι παρόμοιο με την εγελιανή έννοια της διαμεσολάβησης (Vermittlung): όχι το μέσο με την έννοια του οργάνου ή του τρόπου, αλλά ένα είδος μεταστοχαστικής συνεπαγωγής, μια κατά συμπερασματικό Λόγο αρμονία σε [και για] ένα ανώτερο υλικο-πνευματικά επίπεδο ζωής.
6. Διερώτηση: πώς μπορούν, με βάση την παραπάνω Αριστοτελική συλλογιστική, οι μεγαλοπόνηροι της καθεστωτικής «αριστεράς» να συνδυάζουν την αλαζονεία του ιδιωτικού τους πλουτισμού, την αδηφαγία, με την υπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος; Ο Αριστοτέλης απαντά: δεν μπορούν, αλλά ως μεγαλοπόνηροι είναι «ικανοί» για κάτι άλλο: με σκοταδιστική αοριστολογία και όχι λιγότερο με εθελοδουλεία πολλών υπηκόων να δομούν ένα κράτος «δούλων και εξουσιαστών, όχι όμως ελεύθερων ανθρώπων». Και τούτο σε «παραγωγική» συνεργασία με τους διεφθαρμένους μηχανισμούς των πολλαπλών συντεχνιών.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ο άριστος βίος πάντα συγκεντρώνει το μέγιστο φιλοσοφικό ενδιαφέρον του Αριστοτέλη. Γιατί; Επειδή συνυφαίνεται με τον προορισμό του ανθρώπου: με την ευδαιμονία του και με τον αυτάρκη τρόπο βίωσης και διαβίωσής του. Αλλά ο άριστος βίος δεν μπορεί να υπάρχει για το κάθε άτομο χωριστά, εάν η κοινωνική, πολιτική, πολιτειακή, οικονομική και η γενικότερη κατάσταση της πόλεως δεν είναι κι αυτή άριστη. Πώς μπορεί να γίνεται άριστη; Με το άριστο πολίτευμα.
Άριστος βίος λοιπόν και άριστο πολίτευμα είναι στενά συνδεδεμένα και δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο. Το άριστο πολίτευμα, αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει πολιτεία, δεν νοείται από τον φιλόσοφο ως αυτοσκοπός παρά ως εκείνη η οργανωμένη πολιτική κοινωνία, που προορισμό έχει να καταστήσει το βίο των πολιτών άριστο. Η έννοια της άριστης πολιτείας, απ’ αυτή την άποψη, αναζητείται αφενός μέσα στην ενεργό και συνειδητή συμμετοχή του πολίτη στους κοινούς σκοπούς της πόλεως και αφετέρου μέσα στο είδος, στο ποιόν του πολιτεύματος της πόλεως. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται απλώς για μια φαντασιακή ή ιδεατή σύλληψη, για ένα Δέον ή για το επιθυμητό, παρά για το θεωρητικό συν πρακτικό ενεργείν: για την εὐπραξία μετ' ἀρετῆς. Εντός αυτού του πνεύματος, κάθε πράξη, για να αποτελεί δημιουργική ενέργεια, για να είναι άριστη, πρέπει να είναι ενάρετη και αντίστροφα. Τούτο σημαίνει πως το ευχάριστο από μόνο του δεν είναι ενάρετο και συναφώς δεν ταυτίζεται με την ευδαιμονία. Το ευχάριστο χρειάζεται την αρετή, ώστε να ανταποκρίνεται στην ουσία της ανθρώπινης κοινωνίας και να συνθέτει τον άριστο βίο κοινωνίας και ανθρώπινου ατόμου.
Αλλά τι είναι για τον Αριστοτέλη η αρετή; Πρωτίστως, η μετρημένη στάση ζωής, δηλαδή η σύμφωνη με τη μεσότητα ανάμεσα στις δυο ακρότητες: της υπερβολής και της στέρησηςˑ συγχρόνως εκείνη η ενεργός ζωή, που πραγματώνει αυτή τη μεσότητα και συνακόλουθα παράγει τα αγαθά: πνευματικά όσο και υλικά. Με βάση λοιπόν την αρχή της μεσότητας καθίσταται δυνατό, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης στο παρακάτω κείμενό του, το άριστο πολίτευμα και ο άριστος βίος, ενώ η ακύρωση αυτής της αρχής παράγει μοχθηρούς, κακούργους, απατεώνες και επίδοξους αρχομανείς, τόσο από το άκρο των πάρα πολύ πλουσίων όσο και από το άκρο των πάρα πολύ φτωχών.
Κείμενο: Αριστοτέλους Πολιτικά 1295b1–28
«Η πολιτεία [=το πολίτευμα] είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής της πόλεως. Όλες βέβαια οι πόλεις απαρτίζονται από τρία μέρη, αφενός από τους υπερβολικά πλούσιους, αφετέρου από τους υπερβολικά φτωχούς και τρίτον από όσους βρίσκονται στο μέσον αυτών των δυο. Καθώς λοιπόν είναι κοινώς αποδεκτό πως το μέτριο και το μέσον είναι το άριστο, γίνεται φανερό ότι και η απόκτηση όλων των ευτυχημάτων [=αγαθών, καλών πραγμάτων] με μέτρο είναι η βέλτιστη. Και τούτο, γιατί η με μέτρο απόκτηση των αγαθών υπακούει πολύ εύκολα στη λογική, ενώ ο υπερβολικά ωραίος ή ισχυρός ή ευγενικής καταγωγής ή πλούσιος ή, αντιθέτως, ο υπερβολικά φτωχός ή ανίσχυρος ή ταπεινής καταγωγής είναι δύσκολο ν’ ακολουθήσει τη λογικήˑ γιατί οι πρώτοι γίνονται κυρίως αναιδείς/αλαζόνες και μεγαλοαπατεώνες, ενώ οι δεύτεροι κακοποιοί και μικροαπατεώνεςˑ συνεπώς άλλα αδικήματα διαπράττονται από αλαζονεία και άλλα από μοχθηρία. Ακόμη, όσοι βρίσκονται στο μέσον ελάχιστα ενδιαφέρονται να αποφεύγουν ή να καταλαμβάνουν αξιώματα, καθώς αμφότερες οι εν λόγω επιδιώξεις βλάπτουν τις πόλεις. Εξάλλου, όσοι έχουν υπερβολικά ευτυχήματα, ήτοι αγαθά, δηλαδή δύναμη, πλούτο, φίλους και άλλα παρόμοια, ούτε θέλουν ούτε εννοούν να υπακούν στην εξουσία …λόγω της πολυτελούς ζωής τους. Από την άλλη πλευρά, οι υπερβολικά φτωχοί είναι πολύ δουλοπρεπείς. Το αποτέλεσμα είναι οι μεν τελευταίοι να μην ξέρουν να ασκούν εξουσία, αλλά να εξουσιάζονται δουλικά από δεσποτική αρχή, οι δε πρώτοι να μην ανέχονται να εξουσιάζονται από καμιά δύναμη, παρά μόνο να ασκούν οι ίδιοι δεσποτική εξουσία.
Έτσι συμβαίνει να έχουμε μια πόλη δούλων και εξουσιαστών, όχι όμως ελεύθερων ανθρώπων… Απεναντίας, η πόλη διέπεται από την απαίτηση, να αποτελείται από ίσους και όμοιους πολίτες στο μέγιστο δυνατό βαθμόˑ αυτό όμως το βρίσκουμε στη μέση τάξη. Ως εκ τούτου, άριστο πολίτευμα έχει κατ’ αναγκαιότητα η πόλη, που αποτελείται από όσα υποστηρίξαμε ότι συνιστούν την πόλη με βάση τη φύση της».
Ερμηνεία – κατανόηση
1. Μια Αριστοτελική ανάγνωση του ως άνω κειμένου μας οδηγεί σε αποκαλυπτική αποκρυπτογράφηση της σαθρότητας των πολιτικών χτες και σήμερα: συστημάτων, προσώπων, μηχανισμών. Πρόκειται για μια σαθρότητα, που στο Ελλαδικό πολιτικό σύστημα αναγιγνώσκεται από τους μυωπικούς μηχανισμούς του ενός ή του άλλου ιδεολογικο-πολιτικού σχήματος, θεμελιωδώς δε από εκείνους της νεοφασιστικής «αριστεράς», ανεστραμμένα: ως αρετή. Πολιτική αρετή γι’ αυτούς είναι να μην εξουσιάζονται, αλλά μόνο να εξουσιάζουν, να περιφρονούν τους νόμους για τον εαυτό τους, αλλά να τους εφαρμόζουν με δικτατορική ωμότητα για τους άλλους.
2. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι οικονομικοί, πολιτικοί, επιστημονικοί, ιδεολογικοί κ.ά. εξουσιαστές, που προέρχονται από το άκρο των υπερβολικά πλουσίων, είναι αναιδείς/αλαζόνες και μεγαλοαπατεώνες (στα αρχαία: ὑβρισταὶ καὶ μεγαλοπόνηροι), γιατί δεν έχουν άλλη έγνοια παρά πώς να αυξάνουν τα υλικά τους αγαθά και πώς να κυλιστούν, σαν τους χοίρους, μέσα στο βούρκο των πιο χυδαίων ηδονών. Είναι κατ’ εξοχήν αντιπνευματικά όντα και ο λογισμός τους, συνακόλουθα, δεν συνάδει με τη φύση του ορθοφρονούντος ανθρώπου παρά με την ασπλαχνία, με τον αμοραλισμό των μεγαλοσυμφερόντων, με την εχθρότητα για το γενικό συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Αυτή η πλειοψηφία είναι το μέσον, δηλαδή η μεσότητα, η μέση τάξη.
3. Ως τέτοια, η συγκεκριμένη πλειοψηφία δεν είναι απλώς αριθμητική, αλλά εννοιολογική ενότητα ποσότητας και ποιότητας ανθρώπων. Οι άνθρωποι της μεσότητας, σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες της άκρατης δολιότητας, ενεργούν με φρόνηση, καθώς είναι αυτάρκεις και δεν έχουν ανάγκη να κλέψουν, δια μιας νομιμοφανούς πολιτικής οδού, τα αγαθά των συνανθρώπων τους. Αυτοί λοιπόν «δεν υπονομεύουν ούτε υπονομεύονται» (Πολιτικά ό.π. 32), αλλά υπερασπίζονται τη Λογική του άριστου, δηλαδή της ισορροπίας, της εσωτερικής ανταπόκρισης προς το αληθινά κοινό συμφέρον, προς την ισότητα των πολιτών με κριτήρια ποιότητας: με κριτήρια ηθικών και διανοητικών αρετών.
4. Μια τέτοια πλειοψηφία δεν έχει ως αρχή της τη στυγνή αντιπαλότητα, τη βάρβαρη βιαιότητα για τον άλλο. Ορισμένως λοιπόν δεν ολισθαίνει προς εκείνο το αχαλίνωτο είδος «δημοκρατίας», ήτοι δημαγωγίας, που εκφυλίζεται σε άκρατη ολιγαρχία ή τυραννίδα. Σε αντίθεση όμως προς αυτή την πολιτική μεσότητα, οι μεγαλοπόνηροι, οι μεγαλοαπατεώνες, καθώς και το άλλο άκρο των υπερβολικά φτωχών, των εξαθλιωμένων, οι μικροαπατεώνες (αρχαία: μικροπόνηροι), ως δουλικά όργανα των μεγαλοπόνηρων, είναι οι κύριοι εκφραστές της Αριστοτελικά εκφυλισμένης σε τυραννίδα «δημοκρατίας», με σημερινούς όρους: της κατ’ επίφαση κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου έχουν αντιστραφεί οι επιταγές-νόρμες του νόμου, με βάση τις αρχομανείς βλέψεις των καθεστωτικών παρασίτων: το κοινοβούλιο από νομοθετικό σώμα έχει γίνει εκτελεστικό, και η κυβέρνηση από εκτελεστικό όργανο έγινε νομοθετικό σώμα.
5. Διασάφηση: ο Αριστοτέλης δεν εννοεί με την έννοια της μεσότητας κάτι το ποσοτικά-αριθμητικά ενδιάμεσο ανάμεσα στην υπερβολή και τη στέρηση, παρά την εσωτερική λογική εξισορρόπησης, εναρμόνισης, συμμετρικής διαλλαγής δυο αντίθετων άκρων. Σε επίπεδο, αναλογικά, της πολιτικής κοινωνίας εννοεί την ισότιμη μεταχείριση των πολιτών, την κοινωνική ισότητα με κριτήρια ποιοτικά: εναρμόνιση υλικής επάρκειας και πνευματικής καλλιέργειας. Η έννοια της μεσότητας είναι κάτι παρόμοιο με την εγελιανή έννοια της διαμεσολάβησης (Vermittlung): όχι το μέσο με την έννοια του οργάνου ή του τρόπου, αλλά ένα είδος μεταστοχαστικής συνεπαγωγής, μια κατά συμπερασματικό Λόγο αρμονία σε [και για] ένα ανώτερο υλικο-πνευματικά επίπεδο ζωής.
6. Διερώτηση: πώς μπορούν, με βάση την παραπάνω Αριστοτελική συλλογιστική, οι μεγαλοπόνηροι της καθεστωτικής «αριστεράς» να συνδυάζουν την αλαζονεία του ιδιωτικού τους πλουτισμού, την αδηφαγία, με την υπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος; Ο Αριστοτέλης απαντά: δεν μπορούν, αλλά ως μεγαλοπόνηροι είναι «ικανοί» για κάτι άλλο: με σκοταδιστική αοριστολογία και όχι λιγότερο με εθελοδουλεία πολλών υπηκόων να δομούν ένα κράτος «δούλων και εξουσιαστών, όχι όμως ελεύθερων ανθρώπων». Και τούτο σε «παραγωγική» συνεργασία με τους διεφθαρμένους μηχανισμούς των πολλαπλών συντεχνιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου