Ό, τι ονομάζομε τέχνη και το θαυμάζομε ως ποικιλία μορφών μέσα στην ιστορία έχει ως πηγή του τη φαντασία του ανθρώπου. Τέχνη είναι κατά βάθος η δημιουργία μορφών, όπου μέσα ο άνθρωπος βάζει το νόημα της ζωής του. Τα έργα της τέχνης, αν και πηγή τους είναι η φαντασία, όμως είναι τόσο πραγματικά, όσον και τα άνθη, όπως λέγει ο Nietzsche.
Αρχικά η τέχνη μέσα στην ιστορία φαίνεται ότι υπηρετεί τη θρησκεία, δηλαδή εκφράζει το περιεχόμενο της θρησκείας. Έτσι η αρχαία ελληνική τέχνη παριστάνει κατ’ αρχήν τους θεούς των Ελλήνων, τα λατρευτά πρόσωπα των θεών. Στην περίοδο αυτήν η τέχνη διαπνέεται από τη γενική θρησκευτική συνείδηση και ο καλλιτέχνης ερμηνεύει με τη μορφή που πλάθει το γενικό θρησκευτικό συναίσθημα και συνήθως παραμένει άγνωστος, δεν γράφει το όνομά του.
Όμως σ’ αυτήν την περίοδο ο καλλιτέχνης είναι απόλυτα ελεύθερος, δηλαδή δίνει στο περιεχόμενο τού θρησκευτικού συναισθήματος που τον συνέχει τη μορφή που γεννάει αδέσμευτα η φαντασία του, αδέσμευτα από άλλα κριτήρια και μέτρα, εκτός από τα μέτρα και κριτήρια του κάλλους, της ομορφιάς. Έτσι ο Όμηρος πλάθει τις μορφές των θεών με τον λόγο, με την τέχνη του λόγου, έτσι οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες πλάθουν τα πρόσωπα των Θεών με τη σμίλη επάνω στο μάρμαρο και αντικειμενοποιούν το θρησκευτικό συναίσθημα τόσο, ώστε ο Θεός να είναι παρών μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Ο θεός γίνεται απτός με την τέχνη και με την απτή του παρουσία γαληνεύει την ψυχή του ανθρώπου.
Ό, τι ο απλός άνθρωπος μόνος του δεν μπορούσε να επιτύχει, τούτο το κατορθώνει ο καλλιτέχνης: να παρουσιάσει στα μάτια των ανθρώπων τον ίδιο τον θεό ενσώματο ως το επίκεντρο των μυστικών τάσεων της ψυχής του και ως τέρμα των μεταφυσικών του πόθων. Έτσι ο θεός που είναι αόρατος γίνεται τώρα ορατός. Έτσι το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου, όπου μέσα γεννιέται και ο θεός, εκφράζεται με το έργο της τέχνης και το έργο τής τέχνης συμβολίζει όλη την εσωτερικότητα αυτού του μυστηρίου.
Όμως, όχι μόνον η αρχαϊκή τέχνη αλλά και όλη η μεγάλη τέχνη είναι η ορατή και αισθητή όψη του μεταφυσικού πόνου του ανθρώπου. Δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη δίχως μεγάλη μεταφυσική του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν μένει εις αυτό που είναι, ούτε ικανοποιείται μ’ αυτό που υπάρχει γύρω του ως φύσις. Είναι το μόνον πλάσμα του θεού που δημιουργεί, δημιουργεί τον κόσμο του πνεύματος και μ’ αυτόν δημιουργεί τον εαυτό του, αλλάζει τον εαυτό του.
Ο κόσμος του πνεύματος είναι μία δεύτερη παρουσία, μεταφυσική, ενώ ο κόσμος της φύσεως είναι η πρώτη παρουσία, η φυσική. Όλα τάλλα πλάσματα σταματούν σ’ αυτήν, τη φυσική παρουσία του κόσμου, η ζωή τους διαρρέει μέσα σ’ αυτήν και είναι πάντοτε τα ίδια. Μόνον ό άνθρωπος προχωρεί στη δεύτερη παρουσία, την παρουσία του πνεύματος, τη μεταφυσική παρουσία, όπου τίποτε δεν είναι το ίδιο, και γι’ αυτό εκεί δεν υπάρχει ανία, αλλά ζωή και. ενέργεια.
Αλλά και όταν η τέχνη αποδεσμεύεται απ’ τη θρησκεία και γίνεται και ως προς το περιεχόμενό της απόλυτα αυτόνομη, και τότε, και ίσως τότε περισσότερο από πριν, έχει η τέχνη μεταφυσική ρίζα, γιατί τότε ενσυνείδητα διεκδικεί, άλλο αν το κατορθώνει, και το έδαφος της θρησκείας. Ο Σαίκσπηρ είναι το παράδειγμα της απόλυτα αδέσμευτης τέχνης. Ο άνθρωπος και η φύσις μέσα στον Σαίκσπηρ φωτίζονται από μια απίθανη μεταφυσική πολυχρωμία, όπου το ένα χρώμα και το ένα φως διαπερνάει τ’ άλλο, χωρίς κανένα να χάνει τη χωριστή του υπόσταση, όπου όλα γίνονται ένα και το καθένα είναι χωριστό, όπου η ψυχή μεθάει, χωρίς καθόλου να χάνει τα λογικά της.
Και όλα αυτά τα χρώματα τα φέρνει εις φως ο μεγάλος αυτός τεχνίτης με την τέχνη τού λόγου, με τη γλώσσα. Τίποτε δεν μένει ανέκφραστο μέσα σ’ αυτόν. Γιατί; Διότι έχει τη δύναμη να πλάθει όλα εξ αρχής και να τους δίνει δεύτερη παρουσία, να τα ανεβάζει στον κόσμο του πνεύματος· με άλλα λόγια γιατί βλέπει τον άνθρωπο και τον κόσμο από ένα μεταφυσικό βάθος, που μόνον αυτός μπορεί να εκφράσει, δηλαδή βάθος ανεπανάληπτο στο είδος του.
Μέσα στην ιστορία του πνεύματος η τέχνη εμφανίζεται πριν από τη φιλοσοφία. Ο άνθρωπος στον αγώνα που κάνει να πάει πάρα πέρα απ’ εκεί που ευρέθηκε - και αυτό το ευρέθηκε σημαίνει εδημιουργήθηκε, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιούργημα - πρώτα δουλεύει με την παραστατική, εποπτική του δύναμη, πρώτα κάνει τέχνη, και έπειτα φιλοσοφία. Μεγάλη λοιπόν τέχνη υπάρχει ιστορικώς και πριν από τη φιλοσοφία.
Όμως η Τέχνη απελευθερώνεται απόλυτα και φθάνει σε πλήρη άνεση των εκφράσεων της, όταν αρχίσει ο άνθρωπος να φιλοσοφεί, δηλαδή όταν συλλάβει τη μεταφυσική του καταγωγή, όχι μόνον με την εποπτεία του, αλλά και με τον νου του. Τότε το πνεύμα της φιλοσοφίας αντανακλά και στην τέχνη και της δίνει κίνηση και βάθος που δεν το εγνώριζε πριν.
Ο Πλάτων είναι ο μεγάλος, ίσως ο μοναδικός άνθρωπος, που συνδυάζει φιλοσοφία και τέχνη, ώστε μόνον να μην περιορίζει κανένα απ’ αυτά τα δύο, αλλά να γονιμοποιεί τόσο το να ένα από το άλλο, ώστε μέσα του να φθάνουν και. τα δύο στην ακμή τους. Τόσον ελεύθερη τέχνη, όση έχομε στον Πλάτωνα, δύσκολα ευρίσκομε αλλού. Ο διάλογος και ως τέχνη και ως φιλοσοφία είναι το ύψιστο σημείο, ο ύψιστος αναβαθμός του πνεύματος. Από τάλλο μέρος παρατηρούμε ότι, όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία παρακμάζουν, τότε αρχίζει και η τέχνη να αδειάζει, να γίνεται απλή τεχνική και απλό τέχνασμα.
Θρησκεία, τέχνη και φιλοσοφία αποτελούν κατά τον Έγελο το απόλυτο πνεύμα· και τούτο σημαίνει ότι με τους τρεις αυτούς τρόπους ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον μεταφυσικό πυρήνα του είναι του, τη μεταφυσική του καταγωγή και καταβολή. Όμως τούτο δεν σημαίνει ότι το να ένα δεν διαφέρει από το άλλο. Η διαφορά του ενός από το άλλο όχι μόνον υπάρχει αλλά και αποτελεί το δικαίωμα ζωής του καθενός και κανένα από τα τρία αυτά είδη του πνεύματος δεν μπορεί να αντικαταστήσει το άλλο.
Η θρησκεία δουλεύει με το συναίσθημα και σπανίως ομιλεί, και όταν ομιλεί, ομιλεί ως αποκάλυψη, η οποία χωρίς το συναίσθημα είναι απρόσιτη στον άνθρωπο. Η σιωπή, η οποία είναι σιωπή που σκεπάζει ένα αμέτρητο βάθος, χαρακτηρίζει τον θρησκευτικό άνθρωπο. Η τέχνη δουλεύει με εικόνες, είναι πάντοτε παραστατική, καλεί τον άνθρωπο να ιδεί ή ν’ ακούσει, να συλλάβει οπτικώς ή ακουστικώς εικόνες, όπου μέσα περιέχεται το νόημα της ζωής του.
Είτε κτίσματα αρχιτεκτονικά, είτε πλαστικά σώματα και σύνολα, είτε ζωγραφικά πλάσματα, είτε λογοτεχνήματα, είτε μουσικά έργα προσφέρει η τέχνη στον άνθρωπο, θέλει με αυτά να δείξει το είναι της ζωής εποπτικά, να παραστήσει το μυστικό της ζωής με εικόνες. Γι’ αυτό δεν υπάρχει τέχνη χωρίς εικόνες και χωρίς μορφές. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο της θρησκείας για να παρασταθεί από την τέχνη πρέπει να γίνει μορφή, εικόνα.
Αντίθετα η φιλοσοφία δεν παριστάνει τα νοήματά της με εικόνες, αλλά απευθύνεται στη λογική, στον νου του ανθρώπου, και καλεί τον άνθρωπο να σκεφθεί και να κρίνει. Το περιεχόμενό της είναι καθαρώς νοητό και ποτέ παραστατό. Η τέχνη δουλεύει λοιπόν πάντα έμμεσα, ενώ η φιλοσοφία άμεσα. Το μέσο της τέχνης είναι η εικόνα η παράσταση, και η εικόνα ποτέ δεν μπορεί να μεταφρασθή σε νοήματα, γιατί τότε θα έχανε εξ ολοκλήρου το είναι της, θα έπαυε να είναι τέχνη και θα γίνονταν κακή φιλοσοφία, όπως συμβαίνει τούτο συνήθως με πολλές αναλύσεις καλλιτεχνημάτων από τους κριτικούς.
Αν έχει κανείς την υπομονή να παρακολουθήσει π.χ. έναν κριτικό του θεάτρου ή της ζωγραφικής ή της μουσικής, θα είναι σπάνιο να μη τον συλλάβει επαναλαμβανόμενο, δηλαδή να μεταχειρίζεται τις ίδιες έννοιες για έργα όλως διόλου διάφορα. Γι’ αυτό η πραγματική κριτική τής τέχνης είναι το σπανιότερον είδος λόγου. Κατ’ ουσίαν η τέχνη ως εικόνα ερμηνεύεται μόνον με μια άλλη εικόνα, όχι με διανοήματα. Γι’ αυτό ο κριτικός της τέχνης πρέπει να είναι περισσότερο καλλιτέχνης παρά διανοητικός.
Η τέχνη φαίνεται ότι είναι πιο προσιτή στον άνθρωπο από την θρησκεία και τη φιλοσοφία επειδή ακριβώς η τέχνη φαίνεται. Δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται, αλλά και ό,τι φαίνεται ως τέχνη δεν είναι οπωσδήποτε τέχνη. Όταν λέμε ότι η τέχνη φαίνεται, εννοούμε ότι το έργο της τέχνης υποπίπτει στην όραση ή στην ακοή ή τέλος στην εσωτερική εποπτεία του ανθρώπου και έχει πάντοτε σαφή όρια. Εννοούμε ακόμα ότι το έργο της τέχνης πάντοτε παριστάνει, δίχως να γίνεται ποτέ αλληγορία, γιατί η αλληγορία δεν είναι τέχνη, αλλά τεχνική και τέχνασμα. Η αλληγορία είναι ο εχθρός με τον οποίον παλεύει η σύγχρονη λεγομένη αφηρημένη τέχνη.
Γι’ αυτό η λεγομένη αφηρημένη τέχνη μόνον όταν παύει να είναι αλληγορία ή αλληθώρισμα είναι τέχνη. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται δεν σημαίνει ότι γι’ αυτό είναι και περισσότερο προσιτή στον άνθρωπο, ότι είναι ευκολότερο να την αντιληφθεί η μάλλον να την ζήσει ο άνθρωπος. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι, επειδή η τέχνη φαίνεται, ο κίνδυνος να πλανεύσει απλώς τον άνθρωπο είναι μεγαλύτερος. Αυτό οδήγησε τον Πλάτωνα νά εξορίσει από την πολιτεία του την απλώς μιμητική τέχνη, την τέχνη η οποία μιμείται τα πάθη των ανθρώπων και κατά βάθος τα κολακεύει.
Τέχνη και φιλοσοφία θέτουν στον άνθρωπο τη μεγάλη απαίτηση να συλλάβει το είναι του ή να εκφράσει τον μεταφυσικό πυρήνα της ζωής του· η τέχνη έμμεσα, δηλαδή με εικόνες, η φιλοσοφία άμεσα, δηλαδή με τον καθαρό λόγο.
Να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά νά συλλάβει με τον νου του, με την καθαρή λογική την αλήθεια το τι είναι ο ίδιος στην ουσία του. Θέλει να φύγει με τη φιλοσοφία από την αναλήθεια και να φθάσει στην αλήθεια, να γυρίσει από το σκόρπισμά του μέσα στα πράγματα, να γυρίσει στην ενότητα του εαυτού του, από το φαίνεσθε να προχωρήσει στο είναι του. Η στροφή αυτή γίνεται στη φιλοσοφία με τη σκέψη, με τον συστηματικό λογισμό, και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει φιλοσοφία.
Θεολογία, επιστήμη, τέχνη, Φιλοσοφία: Όμως η φιλοσοφία, ενώ ανοίγει τον δρόμο της αλήθειας, δεν φθάνει ποτέ στο τέρμα της, γιατί ο λογισμός δεν έχει τέρμα. Η αλήθεια της φιλοσοφίας είναι περισσότερο κατεύθυνση παρά απόκτημα, περισσότερο κίνηση από την άγνοια προς τη γνώση, περισσότερο έρως της αλήθειας παρά τελική απόκτηση της. Η τέχνη κλείνει το κάλλος μέσα οστά σαφή όρια το έργου της, η τέχνη τελειώνει το έργο της, ενώ η φιλοσοφία ανοίγει ένα δρόμο που δεν τελειώνει ποτέ.
Δένει και η φιλοσοφία την αλήθεια μέσα στις κρίσεις, στους λογισμούς της, αλλά ο ένας λογισμός φέρνει τον άλλον, ο λογισμός είναι δρόμος ατερμάτιστος, ενώ το έργο της τέχνης είναι πάντοτε δεμένο με μια ύλη, η οποία πρέπει να έχει και έχει πάντοτε σαφή όρια. Και αυτό σημαίνει ότι η τέχνη φαίνεται, αλλά η φιλοσοφία δεν φαίνεται, αλλά νοείται. Μόνον η πηγή της τέχνης δεν φαίνεται, είναι υπερβατική, μεταφυσική, εφ’ όσον βέβαια η τέχνη δεν γίνεται τέχνασμα· τα έργα όμως τής τέχνης φαίνονται.
Τον δρόμο τον οποίον έχει ανοίξει η φιλοσοφία από την αρχαιότητα ως σήμερα, όποιος αρχίζει να φιλοσοφεί είναι υποχρεωμένος να τον ξανακάμει. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτός θα παραλάβει τίποτε έτοιμο, μια έτοιμη γνώση, αλλά σημαίνει ότι θα βάλει σε ενέργεια τον νου του, ώστε πράγματι να κατανοήσει ό,τι έγινε ως τώρα. Ό,τι έπραξε ως τώρα ο νους του ανθρώπου μέσα στην φιλοσοφία, πρέπει να το ξαναπράξει Κι ο δικός του νους, αλλιώς δεν μπορεί να φιλοσοφήσει. Δεν υπάρχει φιλοσοφία δίχως την ιστορία της, δίχως την αφομοίωση της ιστορικής της πορείας.
Ούτε όμως υπάρχει πραγματική φιλοσοφία δίχως να πάει κανείς πέρα από τα παραδομένα. Δρόμος είναι η φιλοσοφία ποτέ δεν τελειώνει ποτέ. Αντίθετα ή τέχνη με το έργο της, το οποίον, όπως είδαμε, είναι πάντοτε εικόνα ευσύνοπτη, μας αναγκάζει να σταθούμε. Μας σταματάει η τέχνη για να το ιδούμε ή να το ακούσομε, να το θεασθούμε και να το χαρούμε. Η τέχνη μάς αιφνιδιάζει με το έργο της, με την εικόνα της, μας εντοπίζει, θραύει την συνήθη ροή της ζωής, μας αποσπά από τη λεγομένη πραγματικότητα, η οποία μας φαίνεται από τη σκοπιά του έργου της τέχνης γεμάτη ατέλεια, αποσπασματική, μάλλον ένα μη είναι παρά ένα είναι, γιατί τώρα που έχομε μπροστά μας το έργο της τέχνης μας αποκαλύπτεται μια άλλη πραγματικότης, όπου μέσα ανακαλύπτομε τον εαυτό μας, το είναι μας.
Το ξάφνιασμα που μας προκαλεί το έργο της τέχνης και το σκίρτημα που μας γεννάει, και που κακώς ονομάζεται λύτρωση, γιατί λύτρωση υπάρχει μόνον στη θρησκεία, μας αποδεσμεύει από τις έγνοιες και τους σκοπούς, από τις ηδονές και τα βάσανα, και μας χαρίζει προς στιγμήν μια ευδαιμονία, που δεν μετριέται με κανένα κοινό μέτρο και που έρχεται από μέσα, όπως και το έργο της τέχνης, έρχεται από μέσα. Ευδαιμονεί προς στιγμήν ο άνθρωπος καθώς θεάζεται το έργο της τέχνης, όπως ακριβώς ευδαιμονούσε και ο δημιουργός του κατά τη στιγμή της δημιουργίας.
Ευδαιμονούμε σημαίνει ότι τάχομε καλά με κάποιον δαίμονα, ότι ισορροπούμε μέσα μας κάποιον δαίμονα, Κάποια ανησυχία, κάποια λαχτάρα που έρχεται από τα έγκατα της ψυχής μας, γιατί μόνον στα έγκατα της ψυχής υπάρχει αυτός ο δαίμων. Έτσι εξηγείται το ξάφνιασμα και το σκίρτημά μας από το έργο της τέχνης.
Και ο φιλόσοφος και ο καλλιτέχνης ζητούν να δώσουν ένα σύνολο, ένα όλον. Ο φιλόσοφος θέλει να ζώσει τον κόσμο με τη σκέψη του, ο καλλιτέχνης θέλει να δώσει μορφή σε ορισμένα κίνητρα της ψυχής του. Ο φιλόσοφος όμως δεν φθάνει ποτέ στον τελικό σκοπό· είναι ένας οδοιπόρος, που βλέπει καθαρά τον σκοπό του, αλλά όσο προχωρεί προς αυτόν τόσον αυτός απομακρύνεται. Ο φιλόσοφος αγωνίζεται να δώσει ένα σύστημα σκέψεων και στοχασμών, όπου να ερμηνεύονται όλα όσα υπάρχουν.
Το σύστημα τούτο, όσο τέλειο κι’ αν είναι, Παραμένει πάντοτε ένα μεγαλόπνοο απόσπασμα ή καλύτερα ένα σχέδιο που στηρίζεται στη λογική αλλά και στη φαντασία. Ο καλλιτέχνης ολοκληρώνει το έργο του ή μάλλον τα έργα του. Κάθε έργο που τελειώνει το αφήνει πίσω του για ν’ αρχίσει ένα άλλο. Το καθένα όμως είναι χωριστή ύπαρξη, έχει αυτοτέλεια, είναι μια εντελέχεια. Όσο τέλειο όμως κι’ αν είναι το συγκεκριμένο καλλιτέχνημα, γίνεται αφορμή στον δημιουργό του για να δημιουργήσει άλλο καινούργιο. Θα έλεγε κανείς ότι το τελειωμένο έργο προκαλεί τον δημιουργό του να το ξεπεράσει.
Εκτός από τη ριζική διαφορά που χωρίζει την τέχνη από τη φιλοσοφία, και η οποία προέρχεται από το ότι η μεν τέχνη έχει ως κυρία πηγή της τη φαντασία, η δε φιλοσοφία την νόηση, υπάρχουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα μεταξύ της τέχνης και της φιλοσοφίας. Το πρώτο κοινό γνώρισμα αναφέρεται στον τρόπο της δημιουργίας και του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Η φιλοσοφία εφ’ όσον γίνεται έργο, δηλαδή φιλοσόφημα, σύστημα λόγου, αποχωρίζεται από την πηγή της, για να σταθεί ως αντικειμενικό σύνολο, ως σύστημα νοημάτων.
Όπως το καλλιτέχνημα το έχομε ως κάτι συγκεκριμένο ενώπιον μας, έτσι και το φιλοσόφημα είναι ένα αντικειμενικό σύνολο νοημάτων. Και όπως το καλλιτέχνημα ήλθε εις φως από μια πρώτη ενόραση το δημιουργό του, έτσι και το φιλοσόφημα είναι η αντικειμενική μορφή μις εσωτερικής θέας, η οποία ποτέ δεν εξαντλείται με τη λογική.
Η προβολή του έργου, του δημιουργήματος, και στην τέχνη και στη φιλοσοφία γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εξαίφνης, έξαφνα και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος συλλαμβάνει τον πυρήνα του έργου του. Στον καλλιτέχνη η πρώτη σύλληψη είναι ένα σχέδιο, στον φιλόσοφο είναι ένα σχήμα, μια αφαίρεση λογική. Από τον πυρήνα προχωρούν τώρα και οι δυο στο όλον. Η επεξεργασία του όλου απαιτεί συστηματικό μόχθο. Ως προς την σύλληψη του πυρίνος μόνον ισχύει η έμπνευση, η φώτιση, το εξαίφνης, και για το καλλιτέχνημα και για το φιλοσόφημα.
Από εκεί και πέρα αρχίζει η συστηματική επεξεργασία. Το ίδιο ισχύει και για το διάστημα πριν από τη στιγμή του εξαίφνης. Το εξαίφνης είναι μια θεία στιγμή, μια καλή ώρα, είναι ό καιρός. Τότε γίνεται έξαφνα η σύλληψη του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Πριν από την σύλληψη και μετά την σύλληψη υπάρχει και για τον καλλιτέχνη και για τον φιλόσοφο ο μόχθος. Δίχως μόχθο δεν υπάρχει ούτε τέχνη ούτε φιλοσοφία. Αλλά ούτε και δίχως αυτήν την μεγάλη ώρα υπάρχει τέχνη και η φιλοσοφία.
Η γνώμη συνεπώς ότι η τέχνη είναι μόνον έμπνευση δεν ευσταθεί και διαψεύδεται από τα πράγματα. «Όσο μεγαλύτερο τάλαντο έχει κανείς, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος να δουλεύει» λέγει ο Γκαίτε, για να φθάσει στο σκοπό του. Ούτε η φιλοσοφία είναι μόνον λογικός μόχθος, αλλά είναι και ενόραση ή φιλοσοφική φαντασία.
Ο παραλληλισμός όμως αυτός του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός, δηλαδή ισχύει μόνον ως ένα σημείο. Το φιλοσόφημα διαφέρει κατά τούτο από το έργο της τέχνης, ότι δεν αποπερατώνεται ποτέ, ενώ το έργο της τέχνης αποπερατώνεται. Η φιλοσοφική σκέψη κατά βάθος ανοίγει ερωτήματα, προβλήματα, θέλει να αφυπνίσει τον &άνθρωπο από τον λήθαργο της άγνοιας. Όταν μελετούμε ένα φιλοσοφικό έργο, ο νους μας δεν αναπαύεται, αλλά παρακινείται να συλλάβει το είναι του, την ενέργειά του μέσω των νοημάτων που περιέχονται στο φιλοσοφικό έργο.
Αντίθετα, όταν ο νους μας θεάζεται ένα έργο τέχνης, αναπαύεται μέσα σ’ αυτό, δεν αισθάνεται την ανάγκη να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό. Η θέα αυτή μας χαρίζει μια γαλήνη επιφανείας και βάθους συνάμα, ενώ η φιλοσοφική σκέψη στην ουσία της είναι πάντα ανήσυχη, προχωρεί ακατάπαυστα από το ένα σημεία στο άλλο, μεταβάλλει πάντοτε το απόκτημα σε ερώτημα και έτσι κινείται συνεχώς.
Το δεύτερο κοινό γνώρισμα της τέχνης και της φιλοσοφίας ή μάλλον του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος είναι ότι και το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ένα έργο τέχνης, π.χ. μια τραγωδία του Σοφοκλέους, όπως και ένα φιλοσόφημα, π.χ. το φιλοσόφημα του Ηρακλείτου, είναι κάτι το ανεπανάληπτο και μοναδικό. Τη θέση τους μέσα στον κόσμο του πνεύματος δεν μπορεί να την πάρει κανένα άλλο έργο, δεν μπορούν ν’ αντικατασταθούν από κανένα άλλο έργο, δηλαδή η αξία τους είναι απόλυτη.
Και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Ούτε ο ίδιος ο φιλόσοφος μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Η αξία που έχει το Τρίτο Κοντσέρτο του Beethoven δεν αίρεται με την αξία που έχει το Τέταρτο Κοντσέρτο όσο κι’ αν το Τέταρτο θεωρείται πληρέστερο από το Τρίτο, δηλαδή το Τρίτο έχει αξία καθ’ εαυτό, αποτελεί πλήρωμα, είναι απόλυτο.
Το αυτό ισχύει και για τα έργα της φιλοσοφίας. Ο Φαίδρος π.χ. του Πλάτωνος δεν άρει τη φιλοσοφική αξία του Συμποσίου, όσο κι’ αν θεωρείται ότι ό Φαίδρος είναι έργο συνθετότερο και βαθύτερο, δηλαδή το Συμπόσιον κρατάει οπωσδήποτε την Θέση του.
Το γεγονός τούτο, ότι το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και αναντικατάστατα μας οδηγεί σ’ ένα τρίτο κοινό γνώρισμα της φιλοσοφίας και της τέχνης. Το τρίτο τούτο κοινό γνώρισμα είναι ότι ούτε στην τέχνη ούτε στην φιλοσοφία εφαρμόζεται η έννοια τής προόδου. Η έννοια της προόδου σημαίνει ότι μέσα σε μια σειρά έργων του ανθρωπίνου πνεύματος τα μεταγενέστερα έργα είναι κατ’ ανάγκην ανώτερα, αξιότερα από τα προγενέστερα,
Πράγμα που σημαίνει ότι οι μεταγενέστεροι αιώνες της ιστορίας του πνεύματος κατέχουν ανώτερη θέση από τους προγενεστέρους. Σύμφωνα με αυτήν την έννοια η ρωμαϊκή τέχνη και η ρωμαϊκή φιλοσοφία θα πρέπει να είναι ανώτερες από την ελληνική τέχνη και την ελληνική φιλοσοφία. Μόνον όμως από παχυλή άγνοια των πραγμάτων θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί παρόμοιος λόγος. Και όμως υπάρχει πρόοδος, αλλά όχι στην τέχνη και στην φιλοσοφία, υπάρχει πρόοδος στην φυσική επιστήμη και στο παράγωγό της, δηλαδή στην τεχνική.
Και εδώ όμως ισχύει η έννοια της προόδου μόνον μέσα σ’ ένα ορισμένο κύκλο πολιτισμού. Παραδείγματος χάριν μέσα στον κύκλο του νεοτέρου ευρωπαϊκού πολιτισμού κάθε μεταγενέστερο στάδιο της φυσικής επιστήμης, καθώς και της τεχνικής η οποία στηρίζεται σ’ αυτήν είναι ανώτερο απ’ το προγενέστερο. Η σημερινή φυσική επιστήμη και η τεχνική είναι ανώτερες από τη φυσική επιστήμη και τεχνική των προηγουμένων γενεών.
Δεν είναι δυνατόν όμως να ισχυρισθεί κανείς το ίδιο ούτε για την τέχνη ούτε για την φιλοσοφία. Τα έργα της τέχνης και τα φιλοσοφικά συστήματα αποτελούν αυτοτελή σύνολα και έχουν καθ’ αυτά αξία. Το μεταγενέστερο στάδιο της τέχνης και της φιλοσοφίας δεν είναι κατ’ άνάγκην ανώτερο από το προγενέστερο, αλλά είναι απλώς διαφορετικό από το προγενέστερο. Ο Αριστοτέλης δεν είναι ανώτερος από τον Πλάτωνα επειδή έρχεται έπειτα από αυτόν, ούτε ο Μοzart είναι ανώτερος από τον Bach. Το κάθε έργο τέχνης και το κάθε φιλοσόφημα αποτελεί αξία καθ’ εαυτό. Εδώ τα μεταγενέστερα δεν απαξιώνουν τα προγενέστερα, ακόμη και όταν η αξία των είναι αναμφισβήτητη.
Ο λόγος του Nietzeche ότι «έχομε τη γνώση για να μη χαντακωθούμε από τη γνώση», έχει βαθύ νόημα και σημαίνει ότι η ζωή δίχως τέχνη χάνει την ομορφιά της. Αλλά και ο λόγος του Σωκράτους, ότι «το γνώθι αυτόν» είναι εντολή του Θεού και συνεπώς η φιλοσοφία είναι λατρεία Θεού, έχει ακόμη βαθύτερο νόημα. Δεν μπορούμε να χαρούμε την ομορφιά της ζωής δίχως τη γνώση. Ο σύνθετος όμως λόγος του Εγέλου περιέχει και τα δυο.
Ο Έγελος λέγει ότι: «Και τα δύο, τέχνη και φιλοσοφία, είναι στην ουσία τους λατρεία θεού, είναι υπηρεσία προς τον Θεό». Ό,τι δεν μπορεί να κάμει ή μια το κάνει η άλλη. Η τέχνη παριστάνει πάντοτε την ιδέα της ζωής με τη μορφή, με την αισθητή εικόνα. Η τέχνη χρειάζεται πάντοτε ένα δεδομένο υλικό για να εκφράσει το πνεύμα της. Έτσι για να εκφράσει την ιδέα του ανθρώπου χρειάζεται το σώμα του ανθρώπου.
Εξ άλλου με τη φιλοσοφία το πνεύμα του ανθρώπου χωρίζεται ολωσδιόλου από τα αισθητά και τις εικόνες και ζητεί να επιστρέψει στον εαυτό του, γιατί δίχως αύτόν τον χωρισμό το πνεύμα δεν φθάνει ποτέ στην αυτοσυνειδησία του. Είναι πράγματι δραματικός ο αγών τον οποίον διεξάγει το πνεύμα στην κάθε εποχή για να φθάσει σ’ αυτήν την αυτοσυνειδησία. Και επειδή καμιά εποχή δεν παραδίδει στην άλλη τον βαθμό της αυτοσυνειδησίας της, και επειδή ποτέ μια εποχή δεν αντλεί από την άλλη, την προηγούμενη, την αυτοσυνειδησία της, γι’ αυτό η φιλοσοφία αρχίζει σε κάθε εποχή από την αρχή, χωρίς όμως να αγνοεί την ιστορία της.
Και κατά βάθος η φιλοσοφία μιας εποχής είναι υποχρεωμένη από τα πράγματα ό,τι ύφανε προηγούμενη ιστορία της να το ξυφάνει και να υφάνει εξ αρχής τον δικό της ιστό. Κατά τούτο το έργο της φιλοσοφίας μοιάζει με το έργο της Πηνελόπης. Μνηστήρες της φιλοσοφίας είναι τα μικρά πνεύματα, οι μικροδαίμονες κάθε εποχής, που για να σταθούν και να προβάλουν την ασημαντότητά τους, χρειάζονται τον μανδύα της φιλοσοφίας, ενώ ο Οδυσσεύς είναι το ένα και πολύμοχθο πνεύμα του ανθρώπου που έπειτα από την περιπλάνησή του μέσα στα άπειρα πράγματα ζητεί να γυρίσει στην πατρίδα του, όπου καίει το ακοίμητο πυρ του λόγου.
Αρχικά η τέχνη μέσα στην ιστορία φαίνεται ότι υπηρετεί τη θρησκεία, δηλαδή εκφράζει το περιεχόμενο της θρησκείας. Έτσι η αρχαία ελληνική τέχνη παριστάνει κατ’ αρχήν τους θεούς των Ελλήνων, τα λατρευτά πρόσωπα των θεών. Στην περίοδο αυτήν η τέχνη διαπνέεται από τη γενική θρησκευτική συνείδηση και ο καλλιτέχνης ερμηνεύει με τη μορφή που πλάθει το γενικό θρησκευτικό συναίσθημα και συνήθως παραμένει άγνωστος, δεν γράφει το όνομά του.
Όμως σ’ αυτήν την περίοδο ο καλλιτέχνης είναι απόλυτα ελεύθερος, δηλαδή δίνει στο περιεχόμενο τού θρησκευτικού συναισθήματος που τον συνέχει τη μορφή που γεννάει αδέσμευτα η φαντασία του, αδέσμευτα από άλλα κριτήρια και μέτρα, εκτός από τα μέτρα και κριτήρια του κάλλους, της ομορφιάς. Έτσι ο Όμηρος πλάθει τις μορφές των θεών με τον λόγο, με την τέχνη του λόγου, έτσι οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες πλάθουν τα πρόσωπα των Θεών με τη σμίλη επάνω στο μάρμαρο και αντικειμενοποιούν το θρησκευτικό συναίσθημα τόσο, ώστε ο Θεός να είναι παρών μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Ο θεός γίνεται απτός με την τέχνη και με την απτή του παρουσία γαληνεύει την ψυχή του ανθρώπου.
Ό, τι ο απλός άνθρωπος μόνος του δεν μπορούσε να επιτύχει, τούτο το κατορθώνει ο καλλιτέχνης: να παρουσιάσει στα μάτια των ανθρώπων τον ίδιο τον θεό ενσώματο ως το επίκεντρο των μυστικών τάσεων της ψυχής του και ως τέρμα των μεταφυσικών του πόθων. Έτσι ο θεός που είναι αόρατος γίνεται τώρα ορατός. Έτσι το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου, όπου μέσα γεννιέται και ο θεός, εκφράζεται με το έργο της τέχνης και το έργο τής τέχνης συμβολίζει όλη την εσωτερικότητα αυτού του μυστηρίου.
Όμως, όχι μόνον η αρχαϊκή τέχνη αλλά και όλη η μεγάλη τέχνη είναι η ορατή και αισθητή όψη του μεταφυσικού πόνου του ανθρώπου. Δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη δίχως μεγάλη μεταφυσική του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν μένει εις αυτό που είναι, ούτε ικανοποιείται μ’ αυτό που υπάρχει γύρω του ως φύσις. Είναι το μόνον πλάσμα του θεού που δημιουργεί, δημιουργεί τον κόσμο του πνεύματος και μ’ αυτόν δημιουργεί τον εαυτό του, αλλάζει τον εαυτό του.
Ο κόσμος του πνεύματος είναι μία δεύτερη παρουσία, μεταφυσική, ενώ ο κόσμος της φύσεως είναι η πρώτη παρουσία, η φυσική. Όλα τάλλα πλάσματα σταματούν σ’ αυτήν, τη φυσική παρουσία του κόσμου, η ζωή τους διαρρέει μέσα σ’ αυτήν και είναι πάντοτε τα ίδια. Μόνον ό άνθρωπος προχωρεί στη δεύτερη παρουσία, την παρουσία του πνεύματος, τη μεταφυσική παρουσία, όπου τίποτε δεν είναι το ίδιο, και γι’ αυτό εκεί δεν υπάρχει ανία, αλλά ζωή και. ενέργεια.
Αλλά και όταν η τέχνη αποδεσμεύεται απ’ τη θρησκεία και γίνεται και ως προς το περιεχόμενό της απόλυτα αυτόνομη, και τότε, και ίσως τότε περισσότερο από πριν, έχει η τέχνη μεταφυσική ρίζα, γιατί τότε ενσυνείδητα διεκδικεί, άλλο αν το κατορθώνει, και το έδαφος της θρησκείας. Ο Σαίκσπηρ είναι το παράδειγμα της απόλυτα αδέσμευτης τέχνης. Ο άνθρωπος και η φύσις μέσα στον Σαίκσπηρ φωτίζονται από μια απίθανη μεταφυσική πολυχρωμία, όπου το ένα χρώμα και το ένα φως διαπερνάει τ’ άλλο, χωρίς κανένα να χάνει τη χωριστή του υπόσταση, όπου όλα γίνονται ένα και το καθένα είναι χωριστό, όπου η ψυχή μεθάει, χωρίς καθόλου να χάνει τα λογικά της.
Και όλα αυτά τα χρώματα τα φέρνει εις φως ο μεγάλος αυτός τεχνίτης με την τέχνη τού λόγου, με τη γλώσσα. Τίποτε δεν μένει ανέκφραστο μέσα σ’ αυτόν. Γιατί; Διότι έχει τη δύναμη να πλάθει όλα εξ αρχής και να τους δίνει δεύτερη παρουσία, να τα ανεβάζει στον κόσμο του πνεύματος· με άλλα λόγια γιατί βλέπει τον άνθρωπο και τον κόσμο από ένα μεταφυσικό βάθος, που μόνον αυτός μπορεί να εκφράσει, δηλαδή βάθος ανεπανάληπτο στο είδος του.
Μέσα στην ιστορία του πνεύματος η τέχνη εμφανίζεται πριν από τη φιλοσοφία. Ο άνθρωπος στον αγώνα που κάνει να πάει πάρα πέρα απ’ εκεί που ευρέθηκε - και αυτό το ευρέθηκε σημαίνει εδημιουργήθηκε, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιούργημα - πρώτα δουλεύει με την παραστατική, εποπτική του δύναμη, πρώτα κάνει τέχνη, και έπειτα φιλοσοφία. Μεγάλη λοιπόν τέχνη υπάρχει ιστορικώς και πριν από τη φιλοσοφία.
Όμως η Τέχνη απελευθερώνεται απόλυτα και φθάνει σε πλήρη άνεση των εκφράσεων της, όταν αρχίσει ο άνθρωπος να φιλοσοφεί, δηλαδή όταν συλλάβει τη μεταφυσική του καταγωγή, όχι μόνον με την εποπτεία του, αλλά και με τον νου του. Τότε το πνεύμα της φιλοσοφίας αντανακλά και στην τέχνη και της δίνει κίνηση και βάθος που δεν το εγνώριζε πριν.
Ο Πλάτων είναι ο μεγάλος, ίσως ο μοναδικός άνθρωπος, που συνδυάζει φιλοσοφία και τέχνη, ώστε μόνον να μην περιορίζει κανένα απ’ αυτά τα δύο, αλλά να γονιμοποιεί τόσο το να ένα από το άλλο, ώστε μέσα του να φθάνουν και. τα δύο στην ακμή τους. Τόσον ελεύθερη τέχνη, όση έχομε στον Πλάτωνα, δύσκολα ευρίσκομε αλλού. Ο διάλογος και ως τέχνη και ως φιλοσοφία είναι το ύψιστο σημείο, ο ύψιστος αναβαθμός του πνεύματος. Από τάλλο μέρος παρατηρούμε ότι, όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία παρακμάζουν, τότε αρχίζει και η τέχνη να αδειάζει, να γίνεται απλή τεχνική και απλό τέχνασμα.
Θρησκεία, τέχνη και φιλοσοφία αποτελούν κατά τον Έγελο το απόλυτο πνεύμα· και τούτο σημαίνει ότι με τους τρεις αυτούς τρόπους ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον μεταφυσικό πυρήνα του είναι του, τη μεταφυσική του καταγωγή και καταβολή. Όμως τούτο δεν σημαίνει ότι το να ένα δεν διαφέρει από το άλλο. Η διαφορά του ενός από το άλλο όχι μόνον υπάρχει αλλά και αποτελεί το δικαίωμα ζωής του καθενός και κανένα από τα τρία αυτά είδη του πνεύματος δεν μπορεί να αντικαταστήσει το άλλο.
Η θρησκεία δουλεύει με το συναίσθημα και σπανίως ομιλεί, και όταν ομιλεί, ομιλεί ως αποκάλυψη, η οποία χωρίς το συναίσθημα είναι απρόσιτη στον άνθρωπο. Η σιωπή, η οποία είναι σιωπή που σκεπάζει ένα αμέτρητο βάθος, χαρακτηρίζει τον θρησκευτικό άνθρωπο. Η τέχνη δουλεύει με εικόνες, είναι πάντοτε παραστατική, καλεί τον άνθρωπο να ιδεί ή ν’ ακούσει, να συλλάβει οπτικώς ή ακουστικώς εικόνες, όπου μέσα περιέχεται το νόημα της ζωής του.
Είτε κτίσματα αρχιτεκτονικά, είτε πλαστικά σώματα και σύνολα, είτε ζωγραφικά πλάσματα, είτε λογοτεχνήματα, είτε μουσικά έργα προσφέρει η τέχνη στον άνθρωπο, θέλει με αυτά να δείξει το είναι της ζωής εποπτικά, να παραστήσει το μυστικό της ζωής με εικόνες. Γι’ αυτό δεν υπάρχει τέχνη χωρίς εικόνες και χωρίς μορφές. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο της θρησκείας για να παρασταθεί από την τέχνη πρέπει να γίνει μορφή, εικόνα.
Αντίθετα η φιλοσοφία δεν παριστάνει τα νοήματά της με εικόνες, αλλά απευθύνεται στη λογική, στον νου του ανθρώπου, και καλεί τον άνθρωπο να σκεφθεί και να κρίνει. Το περιεχόμενό της είναι καθαρώς νοητό και ποτέ παραστατό. Η τέχνη δουλεύει λοιπόν πάντα έμμεσα, ενώ η φιλοσοφία άμεσα. Το μέσο της τέχνης είναι η εικόνα η παράσταση, και η εικόνα ποτέ δεν μπορεί να μεταφρασθή σε νοήματα, γιατί τότε θα έχανε εξ ολοκλήρου το είναι της, θα έπαυε να είναι τέχνη και θα γίνονταν κακή φιλοσοφία, όπως συμβαίνει τούτο συνήθως με πολλές αναλύσεις καλλιτεχνημάτων από τους κριτικούς.
Αν έχει κανείς την υπομονή να παρακολουθήσει π.χ. έναν κριτικό του θεάτρου ή της ζωγραφικής ή της μουσικής, θα είναι σπάνιο να μη τον συλλάβει επαναλαμβανόμενο, δηλαδή να μεταχειρίζεται τις ίδιες έννοιες για έργα όλως διόλου διάφορα. Γι’ αυτό η πραγματική κριτική τής τέχνης είναι το σπανιότερον είδος λόγου. Κατ’ ουσίαν η τέχνη ως εικόνα ερμηνεύεται μόνον με μια άλλη εικόνα, όχι με διανοήματα. Γι’ αυτό ο κριτικός της τέχνης πρέπει να είναι περισσότερο καλλιτέχνης παρά διανοητικός.
Η τέχνη φαίνεται ότι είναι πιο προσιτή στον άνθρωπο από την θρησκεία και τη φιλοσοφία επειδή ακριβώς η τέχνη φαίνεται. Δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται, αλλά και ό,τι φαίνεται ως τέχνη δεν είναι οπωσδήποτε τέχνη. Όταν λέμε ότι η τέχνη φαίνεται, εννοούμε ότι το έργο της τέχνης υποπίπτει στην όραση ή στην ακοή ή τέλος στην εσωτερική εποπτεία του ανθρώπου και έχει πάντοτε σαφή όρια. Εννοούμε ακόμα ότι το έργο της τέχνης πάντοτε παριστάνει, δίχως να γίνεται ποτέ αλληγορία, γιατί η αλληγορία δεν είναι τέχνη, αλλά τεχνική και τέχνασμα. Η αλληγορία είναι ο εχθρός με τον οποίον παλεύει η σύγχρονη λεγομένη αφηρημένη τέχνη.
Γι’ αυτό η λεγομένη αφηρημένη τέχνη μόνον όταν παύει να είναι αλληγορία ή αλληθώρισμα είναι τέχνη. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται δεν σημαίνει ότι γι’ αυτό είναι και περισσότερο προσιτή στον άνθρωπο, ότι είναι ευκολότερο να την αντιληφθεί η μάλλον να την ζήσει ο άνθρωπος. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι, επειδή η τέχνη φαίνεται, ο κίνδυνος να πλανεύσει απλώς τον άνθρωπο είναι μεγαλύτερος. Αυτό οδήγησε τον Πλάτωνα νά εξορίσει από την πολιτεία του την απλώς μιμητική τέχνη, την τέχνη η οποία μιμείται τα πάθη των ανθρώπων και κατά βάθος τα κολακεύει.
Τέχνη και φιλοσοφία θέτουν στον άνθρωπο τη μεγάλη απαίτηση να συλλάβει το είναι του ή να εκφράσει τον μεταφυσικό πυρήνα της ζωής του· η τέχνη έμμεσα, δηλαδή με εικόνες, η φιλοσοφία άμεσα, δηλαδή με τον καθαρό λόγο.
Να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά νά συλλάβει με τον νου του, με την καθαρή λογική την αλήθεια το τι είναι ο ίδιος στην ουσία του. Θέλει να φύγει με τη φιλοσοφία από την αναλήθεια και να φθάσει στην αλήθεια, να γυρίσει από το σκόρπισμά του μέσα στα πράγματα, να γυρίσει στην ενότητα του εαυτού του, από το φαίνεσθε να προχωρήσει στο είναι του. Η στροφή αυτή γίνεται στη φιλοσοφία με τη σκέψη, με τον συστηματικό λογισμό, και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει φιλοσοφία.
Θεολογία, επιστήμη, τέχνη, Φιλοσοφία: Όμως η φιλοσοφία, ενώ ανοίγει τον δρόμο της αλήθειας, δεν φθάνει ποτέ στο τέρμα της, γιατί ο λογισμός δεν έχει τέρμα. Η αλήθεια της φιλοσοφίας είναι περισσότερο κατεύθυνση παρά απόκτημα, περισσότερο κίνηση από την άγνοια προς τη γνώση, περισσότερο έρως της αλήθειας παρά τελική απόκτηση της. Η τέχνη κλείνει το κάλλος μέσα οστά σαφή όρια το έργου της, η τέχνη τελειώνει το έργο της, ενώ η φιλοσοφία ανοίγει ένα δρόμο που δεν τελειώνει ποτέ.
Δένει και η φιλοσοφία την αλήθεια μέσα στις κρίσεις, στους λογισμούς της, αλλά ο ένας λογισμός φέρνει τον άλλον, ο λογισμός είναι δρόμος ατερμάτιστος, ενώ το έργο της τέχνης είναι πάντοτε δεμένο με μια ύλη, η οποία πρέπει να έχει και έχει πάντοτε σαφή όρια. Και αυτό σημαίνει ότι η τέχνη φαίνεται, αλλά η φιλοσοφία δεν φαίνεται, αλλά νοείται. Μόνον η πηγή της τέχνης δεν φαίνεται, είναι υπερβατική, μεταφυσική, εφ’ όσον βέβαια η τέχνη δεν γίνεται τέχνασμα· τα έργα όμως τής τέχνης φαίνονται.
Τον δρόμο τον οποίον έχει ανοίξει η φιλοσοφία από την αρχαιότητα ως σήμερα, όποιος αρχίζει να φιλοσοφεί είναι υποχρεωμένος να τον ξανακάμει. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτός θα παραλάβει τίποτε έτοιμο, μια έτοιμη γνώση, αλλά σημαίνει ότι θα βάλει σε ενέργεια τον νου του, ώστε πράγματι να κατανοήσει ό,τι έγινε ως τώρα. Ό,τι έπραξε ως τώρα ο νους του ανθρώπου μέσα στην φιλοσοφία, πρέπει να το ξαναπράξει Κι ο δικός του νους, αλλιώς δεν μπορεί να φιλοσοφήσει. Δεν υπάρχει φιλοσοφία δίχως την ιστορία της, δίχως την αφομοίωση της ιστορικής της πορείας.
Ούτε όμως υπάρχει πραγματική φιλοσοφία δίχως να πάει κανείς πέρα από τα παραδομένα. Δρόμος είναι η φιλοσοφία ποτέ δεν τελειώνει ποτέ. Αντίθετα ή τέχνη με το έργο της, το οποίον, όπως είδαμε, είναι πάντοτε εικόνα ευσύνοπτη, μας αναγκάζει να σταθούμε. Μας σταματάει η τέχνη για να το ιδούμε ή να το ακούσομε, να το θεασθούμε και να το χαρούμε. Η τέχνη μάς αιφνιδιάζει με το έργο της, με την εικόνα της, μας εντοπίζει, θραύει την συνήθη ροή της ζωής, μας αποσπά από τη λεγομένη πραγματικότητα, η οποία μας φαίνεται από τη σκοπιά του έργου της τέχνης γεμάτη ατέλεια, αποσπασματική, μάλλον ένα μη είναι παρά ένα είναι, γιατί τώρα που έχομε μπροστά μας το έργο της τέχνης μας αποκαλύπτεται μια άλλη πραγματικότης, όπου μέσα ανακαλύπτομε τον εαυτό μας, το είναι μας.
Το ξάφνιασμα που μας προκαλεί το έργο της τέχνης και το σκίρτημα που μας γεννάει, και που κακώς ονομάζεται λύτρωση, γιατί λύτρωση υπάρχει μόνον στη θρησκεία, μας αποδεσμεύει από τις έγνοιες και τους σκοπούς, από τις ηδονές και τα βάσανα, και μας χαρίζει προς στιγμήν μια ευδαιμονία, που δεν μετριέται με κανένα κοινό μέτρο και που έρχεται από μέσα, όπως και το έργο της τέχνης, έρχεται από μέσα. Ευδαιμονεί προς στιγμήν ο άνθρωπος καθώς θεάζεται το έργο της τέχνης, όπως ακριβώς ευδαιμονούσε και ο δημιουργός του κατά τη στιγμή της δημιουργίας.
Ευδαιμονούμε σημαίνει ότι τάχομε καλά με κάποιον δαίμονα, ότι ισορροπούμε μέσα μας κάποιον δαίμονα, Κάποια ανησυχία, κάποια λαχτάρα που έρχεται από τα έγκατα της ψυχής μας, γιατί μόνον στα έγκατα της ψυχής υπάρχει αυτός ο δαίμων. Έτσι εξηγείται το ξάφνιασμα και το σκίρτημά μας από το έργο της τέχνης.
Και ο φιλόσοφος και ο καλλιτέχνης ζητούν να δώσουν ένα σύνολο, ένα όλον. Ο φιλόσοφος θέλει να ζώσει τον κόσμο με τη σκέψη του, ο καλλιτέχνης θέλει να δώσει μορφή σε ορισμένα κίνητρα της ψυχής του. Ο φιλόσοφος όμως δεν φθάνει ποτέ στον τελικό σκοπό· είναι ένας οδοιπόρος, που βλέπει καθαρά τον σκοπό του, αλλά όσο προχωρεί προς αυτόν τόσον αυτός απομακρύνεται. Ο φιλόσοφος αγωνίζεται να δώσει ένα σύστημα σκέψεων και στοχασμών, όπου να ερμηνεύονται όλα όσα υπάρχουν.
Το σύστημα τούτο, όσο τέλειο κι’ αν είναι, Παραμένει πάντοτε ένα μεγαλόπνοο απόσπασμα ή καλύτερα ένα σχέδιο που στηρίζεται στη λογική αλλά και στη φαντασία. Ο καλλιτέχνης ολοκληρώνει το έργο του ή μάλλον τα έργα του. Κάθε έργο που τελειώνει το αφήνει πίσω του για ν’ αρχίσει ένα άλλο. Το καθένα όμως είναι χωριστή ύπαρξη, έχει αυτοτέλεια, είναι μια εντελέχεια. Όσο τέλειο όμως κι’ αν είναι το συγκεκριμένο καλλιτέχνημα, γίνεται αφορμή στον δημιουργό του για να δημιουργήσει άλλο καινούργιο. Θα έλεγε κανείς ότι το τελειωμένο έργο προκαλεί τον δημιουργό του να το ξεπεράσει.
Εκτός από τη ριζική διαφορά που χωρίζει την τέχνη από τη φιλοσοφία, και η οποία προέρχεται από το ότι η μεν τέχνη έχει ως κυρία πηγή της τη φαντασία, η δε φιλοσοφία την νόηση, υπάρχουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα μεταξύ της τέχνης και της φιλοσοφίας. Το πρώτο κοινό γνώρισμα αναφέρεται στον τρόπο της δημιουργίας και του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Η φιλοσοφία εφ’ όσον γίνεται έργο, δηλαδή φιλοσόφημα, σύστημα λόγου, αποχωρίζεται από την πηγή της, για να σταθεί ως αντικειμενικό σύνολο, ως σύστημα νοημάτων.
Όπως το καλλιτέχνημα το έχομε ως κάτι συγκεκριμένο ενώπιον μας, έτσι και το φιλοσόφημα είναι ένα αντικειμενικό σύνολο νοημάτων. Και όπως το καλλιτέχνημα ήλθε εις φως από μια πρώτη ενόραση το δημιουργό του, έτσι και το φιλοσόφημα είναι η αντικειμενική μορφή μις εσωτερικής θέας, η οποία ποτέ δεν εξαντλείται με τη λογική.
Η προβολή του έργου, του δημιουργήματος, και στην τέχνη και στη φιλοσοφία γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εξαίφνης, έξαφνα και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος συλλαμβάνει τον πυρήνα του έργου του. Στον καλλιτέχνη η πρώτη σύλληψη είναι ένα σχέδιο, στον φιλόσοφο είναι ένα σχήμα, μια αφαίρεση λογική. Από τον πυρήνα προχωρούν τώρα και οι δυο στο όλον. Η επεξεργασία του όλου απαιτεί συστηματικό μόχθο. Ως προς την σύλληψη του πυρίνος μόνον ισχύει η έμπνευση, η φώτιση, το εξαίφνης, και για το καλλιτέχνημα και για το φιλοσόφημα.
Από εκεί και πέρα αρχίζει η συστηματική επεξεργασία. Το ίδιο ισχύει και για το διάστημα πριν από τη στιγμή του εξαίφνης. Το εξαίφνης είναι μια θεία στιγμή, μια καλή ώρα, είναι ό καιρός. Τότε γίνεται έξαφνα η σύλληψη του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Πριν από την σύλληψη και μετά την σύλληψη υπάρχει και για τον καλλιτέχνη και για τον φιλόσοφο ο μόχθος. Δίχως μόχθο δεν υπάρχει ούτε τέχνη ούτε φιλοσοφία. Αλλά ούτε και δίχως αυτήν την μεγάλη ώρα υπάρχει τέχνη και η φιλοσοφία.
Η γνώμη συνεπώς ότι η τέχνη είναι μόνον έμπνευση δεν ευσταθεί και διαψεύδεται από τα πράγματα. «Όσο μεγαλύτερο τάλαντο έχει κανείς, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος να δουλεύει» λέγει ο Γκαίτε, για να φθάσει στο σκοπό του. Ούτε η φιλοσοφία είναι μόνον λογικός μόχθος, αλλά είναι και ενόραση ή φιλοσοφική φαντασία.
Ο παραλληλισμός όμως αυτός του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός, δηλαδή ισχύει μόνον ως ένα σημείο. Το φιλοσόφημα διαφέρει κατά τούτο από το έργο της τέχνης, ότι δεν αποπερατώνεται ποτέ, ενώ το έργο της τέχνης αποπερατώνεται. Η φιλοσοφική σκέψη κατά βάθος ανοίγει ερωτήματα, προβλήματα, θέλει να αφυπνίσει τον &άνθρωπο από τον λήθαργο της άγνοιας. Όταν μελετούμε ένα φιλοσοφικό έργο, ο νους μας δεν αναπαύεται, αλλά παρακινείται να συλλάβει το είναι του, την ενέργειά του μέσω των νοημάτων που περιέχονται στο φιλοσοφικό έργο.
Αντίθετα, όταν ο νους μας θεάζεται ένα έργο τέχνης, αναπαύεται μέσα σ’ αυτό, δεν αισθάνεται την ανάγκη να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό. Η θέα αυτή μας χαρίζει μια γαλήνη επιφανείας και βάθους συνάμα, ενώ η φιλοσοφική σκέψη στην ουσία της είναι πάντα ανήσυχη, προχωρεί ακατάπαυστα από το ένα σημεία στο άλλο, μεταβάλλει πάντοτε το απόκτημα σε ερώτημα και έτσι κινείται συνεχώς.
Το δεύτερο κοινό γνώρισμα της τέχνης και της φιλοσοφίας ή μάλλον του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος είναι ότι και το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ένα έργο τέχνης, π.χ. μια τραγωδία του Σοφοκλέους, όπως και ένα φιλοσόφημα, π.χ. το φιλοσόφημα του Ηρακλείτου, είναι κάτι το ανεπανάληπτο και μοναδικό. Τη θέση τους μέσα στον κόσμο του πνεύματος δεν μπορεί να την πάρει κανένα άλλο έργο, δεν μπορούν ν’ αντικατασταθούν από κανένα άλλο έργο, δηλαδή η αξία τους είναι απόλυτη.
Και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Ούτε ο ίδιος ο φιλόσοφος μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Η αξία που έχει το Τρίτο Κοντσέρτο του Beethoven δεν αίρεται με την αξία που έχει το Τέταρτο Κοντσέρτο όσο κι’ αν το Τέταρτο θεωρείται πληρέστερο από το Τρίτο, δηλαδή το Τρίτο έχει αξία καθ’ εαυτό, αποτελεί πλήρωμα, είναι απόλυτο.
Το αυτό ισχύει και για τα έργα της φιλοσοφίας. Ο Φαίδρος π.χ. του Πλάτωνος δεν άρει τη φιλοσοφική αξία του Συμποσίου, όσο κι’ αν θεωρείται ότι ό Φαίδρος είναι έργο συνθετότερο και βαθύτερο, δηλαδή το Συμπόσιον κρατάει οπωσδήποτε την Θέση του.
Το γεγονός τούτο, ότι το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και αναντικατάστατα μας οδηγεί σ’ ένα τρίτο κοινό γνώρισμα της φιλοσοφίας και της τέχνης. Το τρίτο τούτο κοινό γνώρισμα είναι ότι ούτε στην τέχνη ούτε στην φιλοσοφία εφαρμόζεται η έννοια τής προόδου. Η έννοια της προόδου σημαίνει ότι μέσα σε μια σειρά έργων του ανθρωπίνου πνεύματος τα μεταγενέστερα έργα είναι κατ’ ανάγκην ανώτερα, αξιότερα από τα προγενέστερα,
Πράγμα που σημαίνει ότι οι μεταγενέστεροι αιώνες της ιστορίας του πνεύματος κατέχουν ανώτερη θέση από τους προγενεστέρους. Σύμφωνα με αυτήν την έννοια η ρωμαϊκή τέχνη και η ρωμαϊκή φιλοσοφία θα πρέπει να είναι ανώτερες από την ελληνική τέχνη και την ελληνική φιλοσοφία. Μόνον όμως από παχυλή άγνοια των πραγμάτων θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί παρόμοιος λόγος. Και όμως υπάρχει πρόοδος, αλλά όχι στην τέχνη και στην φιλοσοφία, υπάρχει πρόοδος στην φυσική επιστήμη και στο παράγωγό της, δηλαδή στην τεχνική.
Και εδώ όμως ισχύει η έννοια της προόδου μόνον μέσα σ’ ένα ορισμένο κύκλο πολιτισμού. Παραδείγματος χάριν μέσα στον κύκλο του νεοτέρου ευρωπαϊκού πολιτισμού κάθε μεταγενέστερο στάδιο της φυσικής επιστήμης, καθώς και της τεχνικής η οποία στηρίζεται σ’ αυτήν είναι ανώτερο απ’ το προγενέστερο. Η σημερινή φυσική επιστήμη και η τεχνική είναι ανώτερες από τη φυσική επιστήμη και τεχνική των προηγουμένων γενεών.
Δεν είναι δυνατόν όμως να ισχυρισθεί κανείς το ίδιο ούτε για την τέχνη ούτε για την φιλοσοφία. Τα έργα της τέχνης και τα φιλοσοφικά συστήματα αποτελούν αυτοτελή σύνολα και έχουν καθ’ αυτά αξία. Το μεταγενέστερο στάδιο της τέχνης και της φιλοσοφίας δεν είναι κατ’ άνάγκην ανώτερο από το προγενέστερο, αλλά είναι απλώς διαφορετικό από το προγενέστερο. Ο Αριστοτέλης δεν είναι ανώτερος από τον Πλάτωνα επειδή έρχεται έπειτα από αυτόν, ούτε ο Μοzart είναι ανώτερος από τον Bach. Το κάθε έργο τέχνης και το κάθε φιλοσόφημα αποτελεί αξία καθ’ εαυτό. Εδώ τα μεταγενέστερα δεν απαξιώνουν τα προγενέστερα, ακόμη και όταν η αξία των είναι αναμφισβήτητη.
Ο λόγος του Nietzeche ότι «έχομε τη γνώση για να μη χαντακωθούμε από τη γνώση», έχει βαθύ νόημα και σημαίνει ότι η ζωή δίχως τέχνη χάνει την ομορφιά της. Αλλά και ο λόγος του Σωκράτους, ότι «το γνώθι αυτόν» είναι εντολή του Θεού και συνεπώς η φιλοσοφία είναι λατρεία Θεού, έχει ακόμη βαθύτερο νόημα. Δεν μπορούμε να χαρούμε την ομορφιά της ζωής δίχως τη γνώση. Ο σύνθετος όμως λόγος του Εγέλου περιέχει και τα δυο.
Ο Έγελος λέγει ότι: «Και τα δύο, τέχνη και φιλοσοφία, είναι στην ουσία τους λατρεία θεού, είναι υπηρεσία προς τον Θεό». Ό,τι δεν μπορεί να κάμει ή μια το κάνει η άλλη. Η τέχνη παριστάνει πάντοτε την ιδέα της ζωής με τη μορφή, με την αισθητή εικόνα. Η τέχνη χρειάζεται πάντοτε ένα δεδομένο υλικό για να εκφράσει το πνεύμα της. Έτσι για να εκφράσει την ιδέα του ανθρώπου χρειάζεται το σώμα του ανθρώπου.
Εξ άλλου με τη φιλοσοφία το πνεύμα του ανθρώπου χωρίζεται ολωσδιόλου από τα αισθητά και τις εικόνες και ζητεί να επιστρέψει στον εαυτό του, γιατί δίχως αύτόν τον χωρισμό το πνεύμα δεν φθάνει ποτέ στην αυτοσυνειδησία του. Είναι πράγματι δραματικός ο αγών τον οποίον διεξάγει το πνεύμα στην κάθε εποχή για να φθάσει σ’ αυτήν την αυτοσυνειδησία. Και επειδή καμιά εποχή δεν παραδίδει στην άλλη τον βαθμό της αυτοσυνειδησίας της, και επειδή ποτέ μια εποχή δεν αντλεί από την άλλη, την προηγούμενη, την αυτοσυνειδησία της, γι’ αυτό η φιλοσοφία αρχίζει σε κάθε εποχή από την αρχή, χωρίς όμως να αγνοεί την ιστορία της.
Και κατά βάθος η φιλοσοφία μιας εποχής είναι υποχρεωμένη από τα πράγματα ό,τι ύφανε προηγούμενη ιστορία της να το ξυφάνει και να υφάνει εξ αρχής τον δικό της ιστό. Κατά τούτο το έργο της φιλοσοφίας μοιάζει με το έργο της Πηνελόπης. Μνηστήρες της φιλοσοφίας είναι τα μικρά πνεύματα, οι μικροδαίμονες κάθε εποχής, που για να σταθούν και να προβάλουν την ασημαντότητά τους, χρειάζονται τον μανδύα της φιλοσοφίας, ενώ ο Οδυσσεύς είναι το ένα και πολύμοχθο πνεύμα του ανθρώπου που έπειτα από την περιπλάνησή του μέσα στα άπειρα πράγματα ζητεί να γυρίσει στην πατρίδα του, όπου καίει το ακοίμητο πυρ του λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου