Έκπληξη προκαλεί, διότι δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, τι είδους σχέση μπορεί να έχει ο Γερμανός φιλόσοφος Σοπενχάουερ (1788-1860) με την ψυχοθεραπεία και γιατί αυτός ο μισάνθρωπος φιλόσοφος, εκφραστής του πεσιμισμού, επελέγη από τον συγγραφέα Γιάλομ, καθηγητή της Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, για να δείξει, πως μπορούν να θεραπευτούν τα πάθη της ψυχής. Ο τίτλος του έργου είναι δίσημος: ο Σοπενχάουερ είναι υποκείμενο ή αντικείμενο της θεραπείας;
Ο συγγραφέας Γιάλομ εντάσσει στο μύθο του έργου του τη ζωή του Σοπενάουερ μέσα από τον ήρωα του, τον Φίλιπ (Σοπενχάουερ), ο οποίος είχε αναγάγει σε πρότυπο ζωής το Γερμανό φιλόσοφο, επειδή πίστευε ότι, αν μιμηθεί τη συμπεριφορά του, θα καταφέρει να γιατρευτεί ψυχικά.
Ποιος ήταν όμως ο Σοπενχάουερ;
Ο φιλόσοφος αυτός ήταν ένα άτομο κατάλληλο για ψυχοθεραπεία: μονήρης, δεν είχε αναπτύξει ανθρώπινες σχέσεις (οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές, εργασιακές), καχύποπτος με όλους, εμπιστευόταν μόνο το σκύλο του, γεμάτος φοβίες για αρρώστιες και για την οικονομική του κατάσταση Έζησε τη ζωή του μακριά απ’ τον κόσμο και τις μικροχαρές της, ως παρατηρητής, χλευάζοντας τα πάντα.
Παρόλα αυτά κατάφερε να αναπτύξει τις δικές του ψυχολογικές άμυνες, και να κάνει ένα είδος αυτοθεραπείας επειδή είχε άμετρες φιλοδοξίες και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και το έργο του. Πιο συγκεκριμένα η ακλόνητη πίστη στη μεγαλοφυΐα του δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, ούτε όταν δεν πατούσε κανένας σχεδόν φοιτητής στις παραδόσεις του, τη στιγμή που στη διπλανή αίθουσα διακόσιοι φοιτητές παρακολουθούσαν τις παραδόσεις του Hegel, ούτε όταν οι σύγχρονοι του δεν αναγνώριζαν την αξία του έργου του.
Ο Σοπενχάουερ πίστευε, ότι η αποστολή του ήταν να αποκαλύψει στην ανθρωπότητα την αλήθεια κι αυτή του η πίστη του χάριζε ένα νόημα ζωής. Έπειτα ερμήνευε τις προσωπικές του καταστάσεις με το δικό του τρόπο, ώστε να κρατηθεί στη ζωή. Η βασανιστική μοναξιά του ήταν δική του επιλογή για να έχει το χρόνο να αφιερωθεί στο έργο του και ο δικός του κύκλος φίλων ήταν οι μεγάλοι στοχαστές της ανθρωπότητας. Αυτή η βαθιά πίστη του τον κράτησε, ώστε να μη βουλιάξει ψυχολογικά!
Η αλήθεια είναι ότι ο Σοπενχάουερ ήταν μια ιδιόρρυθμη προσωπικότητα. Στυλίστας του λόγου, που μέχρι σήμερα σώζονται μεμονωμένες φράσεις του που εντυπωσιάζουν για την ακρίβεια και τη λιτότητα του λόγου του, όπως «η σοφία είναι περιορισμένη, η βλακεία απεριόριστη». Πέρα όμως από τον πεσιμισμό και τη μισανθρωπία του επεξεργάστηκε μια θεωρία της βούλησης στο έργο του «ο κόσμος ως Βούληση κι ως Παράσταση» δείχνοντας τον καθοριστικό ρόλο των επιθυμιών του ανθρώπου στη ζωή του κι ανοίγοντας έτσι δρόμους στην επιστήμη, επηρεάζοντας τον Νίτσε και τον Φρόιντ κι άλλους. Πρώτος ο Σοπενχάουερ μίλησε για τις παράλογες επιθυμίες μας, πίσω από τις οποίες κρύβονται ασύνειδες δυνάμεις της ψυχής μας, οι οποίες εκφράζονται πολλές φορές στα όνειρα μας. Στη συνέχεια ο Φρόιντ επεξεργάστηκε τη θεωρία αυτή κι έβαλε τις βάσεις της επιστήμης της ψυχολογίας.
Επίσης ο ψυχολόγος και συγγραφέας Γιάλομ, ανήκει στην υπαρξιακή ή ανθρωπιστική σχολή της ψυχοθεραπείας, η οποία τονίζει το ρόλο της βούλησης στην ψυχοθεραπεία. Η σχολή όμως αυτή διαφωνεί με τον τρόπο που στέκεται ο Σοπενχάουερ απέναντι στη βούληση που πιστεύει ότι πρέπει να παραιτηθούμε από τις επιθυμίες μας, από τα θέλω μας, για να πετύχουμε την αταραξία της ψυχής και του πνεύματος μας, επιλέγοντας τον ασκητισμό δηλαδή τη φυγή από την πραγματικότητα.
«Αρκετά. Φτάνει η αυτολύπηση. Στους ανθρώπους που κλαίγονταν ήξερε τι να πει: Βρείτε τρόπο να στρέψετε το βλέμμα σας προς τα έξω, να βγείτε από τον εαυτό σας. Ναι, αυτός ήταν ο τρόπος- να βρει ένα μονοπάτι για να μετατρέψει το κάρβουνο σε χρυσάφι»
Ο Γιάλομ επίσης διαφωνεί με παρόμοιες ανατολίτικες θεωρίες ψυχοθεραπείας, που είναι πολύ της μόδας στη Δύση σήμερα. Αφιερώνει αρκετές σελίδες στη φιλοσοφία του Βουδισμού και στις μεθόδους διαλογισμού που ακολουθούν για να πετύχουν την αταραξία της ψυχής δείχνοντας πόσο χρονοβόρες είναι, και με αποτέλεσμα αμφίβολο, αφού αρνούνται την ίδια τη ζωή.
Οι μέθοδοι αυτοί απαιτούν ατέλειωτες ώρες ημερησίως, ολόκληρα 12ωρα, επί πολλές μέρες, ή μήνες, ή και χρόνια, βαθιά αυτοσυγκέντρωση π.χ. πάνω στο δέρμα της κεφαλής,, έλεγχο της αναπνοής,, απαγόρευση να συνομιλείς με τον διπλανό σου διαλογιζόμενο… ώστε να πέσουν τα ρολά της συνείδησης του ατόμου, να μη σκέπτεται, να μην αισθάνεται, να μην επιθυμεί, να μην έχει βούληση για να λυτρωθεί από τα πάθη της ψυχής του!
Ακόμα ο Γιάλομ διαφωνεί με τη θεωρία του Νίτσε για τη βούληση, ο οποίος δεν ζητά, να παραιτηθεί ο άνθρωπος από αυτή αλλά αντίθετα να αναπτύξει μια ισχυρότατη βούληση για να μπορέσει να γίνει Υπεράνθρωπος που θα γκρεμίζει όλες τις ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις κυριαρχώντας έτσι πάνω στα πράγματα και στα πάθη της ψυχής του!
Τελικά ο Γιάλομ πιστεύει ότι πρέπει να εξασκήσουμε τη βούληση μας στη διάκριση των δεσμεύσεων εκείνων, οι οποίες επιβάλλονται απ’ το κοινωνικό σύστημα πάνω στην προσωπική μας ζωή. Με πιο απλά λόγια: σε ποιες δεσμεύσεις κοινωνικές θα υπακούσουμε; Ποιες θεωρούνται νομοτέλεια για να υπάρξουμε εμείς οι ίδιοι; «για να μεγαλώσω όμορφα πρέπει να αποδεχτώ τον περιορισμό των δυνατοτήτων μου» αναφέρει (σ.18) κι αυτό είναι το περιεχόμενο που δίνει η υπαρξιακή σχολή στον όρο της ελευθερίας της βούλησης, όπου ταυτίζεται με την αρχαιοελληνική αντίληψη περί ελευθερίας.
Η ελευθερία της βούλησης μας έχει όρια και είναι υπόθεση του καθενός από εμάς, με βάση τα δεδομένα του να θέσει τα όρια των δικών του επιθυμιών και θέλω, διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε νευρώσεις. «Η νεύρωση είναι μια κοινωνική κατασκευή» γράφει ο Γιάλομ κι ο πολιτισμός μας σήμερα, όπως είναι δομημένος, οδηγεί τα άτομα σε νευρώσεις Μπερδέψαμε πολύ τα πράγματα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τα ουσιώδη από τα επουσιώδη…και φτάσαμε να μας χρειάζεται ψυχίατρος!
Για όλους αυτούς τους λόγους ο ψυχοθεραπευτής Τζούλιους – προσωπείο του Γιάλομ- προτείνει στον Φίλιπ (Σοπενχάουερ) ένα διαφορετικό μοντέλο ψυχοθεραπείας, το οποίο στηρίζεται στην επικοινωνία με τους άλλους, στη συγχώρεση, στην ανάληψη των ευθυνών μας, στην απελευθέρωση από τις φοβίες και τις ενοχές μας, στην αναζήτηση των πραγματικών μας επιθυμιών –όχι των κατασκευασμένων πχ απ’ τη διαφήμιση και τα ΜΜΕ- και στη συνειδητοποίηση των ορίων της προσωπικής μας βούλησης και των δυνατοτήτων της. Θεωρεί δε, πιο κατάλληλο πρόγραμμα για την περίπτωση του Φίλιπ (Σοπενχάουερ) είναι να συμμετάσχει σε μια ομαδική ψυχοθεραπεία, και τελικά παρά τις ιδεολογικές αντιρρήσεις του, το αποδέχεται ο ασθενής του. Έτσι δημιουργεί ο Γιάλομ την ευκαιρία να περιγράψει τον τρόπο λειτουργίας μιας ομαδικής ψυχοθεραπείας.
Πρώτον, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα μέλη της ομάδας είναι άτομα που έχουν τελειώσει πανεπιστήμια, έχουν κοινωνικό κύρος (γιατροί, καθηγητές Πανεπιστημίου, υπάλληλοι κι ένας ξυλουργός). Τα προβλήματα που τους απασχολούν είναι κυρίως οι ανθρώπινες σχέσεις (συζυγικές, ερωτικές) και η αδυναμία τους να αποκτήσουν ένα σταθερό σύντροφο στη ζωή, γεγονός που τους προκαλεί έλλειψη αυτοπεποίθησης. Οι δε συζητήσεις των μελών σε κάθε συνεδρία ποικίλλουν, απ’ τα πιο ανούσια μέχρι τα πιο σπουδαία, ώστε πολλές φορές ο αναγνώστης αδυνατεί να τις παρακολουθήσει όλες. Τέταρτον, η ομάδα ψυχοθεραπείας ακολουθεί ορισμένες αρχές που δεν πρέπει να παραβιάζουν τα μέλη της, όπως το απόρρητο των συζητήσεων τους, η ειλικρίνεια μεταξύ τους, όχι στις κρυφές συναντήσεις μελών έξω για να σχολιάσουν λεχθέντα στην αίθουσα ψυχοθεραπείας…). Με τις αρχές αυτές προστατεύεται το έργο της ψυχανάλυσης, το οποίο εποπτεύει ο ψυχαναλυτής.
Τέλος ο ρόλος του ψυχαναλυτή είναι πάρα πολύ σπουδαίος, διότι οι επεμβάσεις του στις συζητήσεις των ασθενών του πρέπει να ‘ναι καίριες, ώστε να φωτίζει τα αδιέξοδα τους, και να τους οδηγεί έμμεσα στη συνειδητοποίηση των λαθών τους και στη λύτρωση, διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε μια άναρχη συζήτηση και σύγχυση. Ο ψυχοθεραπευτής όμως δεν είναι μόνο ένας επιστήμονας που έχει γνώσεις και τεχνικές αλλά κι ένας άνθρωπος με συναισθήματα, συμπάθειες, αντιπάθειες προς τα μέλη της ομάδας, κι ενδεχομένως με δικά του προβλήματα π.χ. υγείας, οικογενειακά… που πρέπει να υψωθεί πάνω από αυτά για να πετύχει στο έργο του.
Γι’ αυτό ο συγγραφέας επέλεξε ο ψυχοθεραπευτής Τζούλιους (Γιάλομ ) να αντιμετωπίζει μια ανίατη θανατηφόρα ασθένεια και να «επιλέγει να περάσει το τελευταίο διάστημα της ζωής του με τους ασθενείς του επιβεβαιώνοντας έτσι προηγούμενες επιλογές που έκανε στη ζωή του, που απ’ αυτές αντλούσε χαρά και νόημα ζωής.
Τελικά η συμμετοχή του Φίλιπ στην ομάδα κάτω από την έμπειρη καθοδήγηση του Τζούλιους και την αλληλεπίδραση των μελών της, τον μεταμόρφωσε! Ακούγοντας τα κρυφά μυστικά ο ένας του άλλου, τις αδυναμίες τους, τις κρίσεις του ενός για τον άλλον…άρχισε σιγά-σιγά να κατανοεί πράξεις, συμπεριφορές και να αποδέχεται τον εαυτό του και τους άλλους με επιείκεια κι αισιοδοξία για τη ζωή. Ακόμα κι ο θάνατος του Τζούλιους, θεωρήθηκε ένα απ’ τα φαινόμενα της ζωής, που, αν και τους στενοχώρησε πολύ, υπάρχει όμως πάντα προ των πυλών μας.
Τελικά o Γιάλομ παρουσιάζοντας τον Σοπενάουερ, τον αρνητή της ζωής κατάφερε να μας οδηγήσει στην κατάφαση της ζωής. Χαρακτηριστική είναι η ριζική διαφωνία όλων των μελών της ομάδας με την άποψη του Σοπενάουερ, «ότι οι νεκροί δεν θα ήθελαν να ξαναζήσουν» (όταν τάχα τους ρώτησε, μια μέρα που επισκέφτηκε ένα νεκροταφείο). Η ζωή παρόλα τα βάσανα, που ενδεχομένως έχει, είναι επιθυμητή απ’ όλους και μακάρι να μπορούσαμε να ζήσουμε μια δεύτερη ζωή! «Αυτό ήταν η ζωή; Ε! τότε άλλη μια φορά» αναφωνεί κι ο Ζαρατούστρα στον επίλογο του έργου.
Ο συγγραφέας Γιάλομ εντάσσει στο μύθο του έργου του τη ζωή του Σοπενάουερ μέσα από τον ήρωα του, τον Φίλιπ (Σοπενχάουερ), ο οποίος είχε αναγάγει σε πρότυπο ζωής το Γερμανό φιλόσοφο, επειδή πίστευε ότι, αν μιμηθεί τη συμπεριφορά του, θα καταφέρει να γιατρευτεί ψυχικά.
Ποιος ήταν όμως ο Σοπενχάουερ;
Ο φιλόσοφος αυτός ήταν ένα άτομο κατάλληλο για ψυχοθεραπεία: μονήρης, δεν είχε αναπτύξει ανθρώπινες σχέσεις (οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές, εργασιακές), καχύποπτος με όλους, εμπιστευόταν μόνο το σκύλο του, γεμάτος φοβίες για αρρώστιες και για την οικονομική του κατάσταση Έζησε τη ζωή του μακριά απ’ τον κόσμο και τις μικροχαρές της, ως παρατηρητής, χλευάζοντας τα πάντα.
Παρόλα αυτά κατάφερε να αναπτύξει τις δικές του ψυχολογικές άμυνες, και να κάνει ένα είδος αυτοθεραπείας επειδή είχε άμετρες φιλοδοξίες και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και το έργο του. Πιο συγκεκριμένα η ακλόνητη πίστη στη μεγαλοφυΐα του δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, ούτε όταν δεν πατούσε κανένας σχεδόν φοιτητής στις παραδόσεις του, τη στιγμή που στη διπλανή αίθουσα διακόσιοι φοιτητές παρακολουθούσαν τις παραδόσεις του Hegel, ούτε όταν οι σύγχρονοι του δεν αναγνώριζαν την αξία του έργου του.
Ο Σοπενχάουερ πίστευε, ότι η αποστολή του ήταν να αποκαλύψει στην ανθρωπότητα την αλήθεια κι αυτή του η πίστη του χάριζε ένα νόημα ζωής. Έπειτα ερμήνευε τις προσωπικές του καταστάσεις με το δικό του τρόπο, ώστε να κρατηθεί στη ζωή. Η βασανιστική μοναξιά του ήταν δική του επιλογή για να έχει το χρόνο να αφιερωθεί στο έργο του και ο δικός του κύκλος φίλων ήταν οι μεγάλοι στοχαστές της ανθρωπότητας. Αυτή η βαθιά πίστη του τον κράτησε, ώστε να μη βουλιάξει ψυχολογικά!
Η αλήθεια είναι ότι ο Σοπενχάουερ ήταν μια ιδιόρρυθμη προσωπικότητα. Στυλίστας του λόγου, που μέχρι σήμερα σώζονται μεμονωμένες φράσεις του που εντυπωσιάζουν για την ακρίβεια και τη λιτότητα του λόγου του, όπως «η σοφία είναι περιορισμένη, η βλακεία απεριόριστη». Πέρα όμως από τον πεσιμισμό και τη μισανθρωπία του επεξεργάστηκε μια θεωρία της βούλησης στο έργο του «ο κόσμος ως Βούληση κι ως Παράσταση» δείχνοντας τον καθοριστικό ρόλο των επιθυμιών του ανθρώπου στη ζωή του κι ανοίγοντας έτσι δρόμους στην επιστήμη, επηρεάζοντας τον Νίτσε και τον Φρόιντ κι άλλους. Πρώτος ο Σοπενχάουερ μίλησε για τις παράλογες επιθυμίες μας, πίσω από τις οποίες κρύβονται ασύνειδες δυνάμεις της ψυχής μας, οι οποίες εκφράζονται πολλές φορές στα όνειρα μας. Στη συνέχεια ο Φρόιντ επεξεργάστηκε τη θεωρία αυτή κι έβαλε τις βάσεις της επιστήμης της ψυχολογίας.
Επίσης ο ψυχολόγος και συγγραφέας Γιάλομ, ανήκει στην υπαρξιακή ή ανθρωπιστική σχολή της ψυχοθεραπείας, η οποία τονίζει το ρόλο της βούλησης στην ψυχοθεραπεία. Η σχολή όμως αυτή διαφωνεί με τον τρόπο που στέκεται ο Σοπενχάουερ απέναντι στη βούληση που πιστεύει ότι πρέπει να παραιτηθούμε από τις επιθυμίες μας, από τα θέλω μας, για να πετύχουμε την αταραξία της ψυχής και του πνεύματος μας, επιλέγοντας τον ασκητισμό δηλαδή τη φυγή από την πραγματικότητα.
«Αρκετά. Φτάνει η αυτολύπηση. Στους ανθρώπους που κλαίγονταν ήξερε τι να πει: Βρείτε τρόπο να στρέψετε το βλέμμα σας προς τα έξω, να βγείτε από τον εαυτό σας. Ναι, αυτός ήταν ο τρόπος- να βρει ένα μονοπάτι για να μετατρέψει το κάρβουνο σε χρυσάφι»
Ο Γιάλομ επίσης διαφωνεί με παρόμοιες ανατολίτικες θεωρίες ψυχοθεραπείας, που είναι πολύ της μόδας στη Δύση σήμερα. Αφιερώνει αρκετές σελίδες στη φιλοσοφία του Βουδισμού και στις μεθόδους διαλογισμού που ακολουθούν για να πετύχουν την αταραξία της ψυχής δείχνοντας πόσο χρονοβόρες είναι, και με αποτέλεσμα αμφίβολο, αφού αρνούνται την ίδια τη ζωή.
Οι μέθοδοι αυτοί απαιτούν ατέλειωτες ώρες ημερησίως, ολόκληρα 12ωρα, επί πολλές μέρες, ή μήνες, ή και χρόνια, βαθιά αυτοσυγκέντρωση π.χ. πάνω στο δέρμα της κεφαλής,, έλεγχο της αναπνοής,, απαγόρευση να συνομιλείς με τον διπλανό σου διαλογιζόμενο… ώστε να πέσουν τα ρολά της συνείδησης του ατόμου, να μη σκέπτεται, να μην αισθάνεται, να μην επιθυμεί, να μην έχει βούληση για να λυτρωθεί από τα πάθη της ψυχής του!
Ακόμα ο Γιάλομ διαφωνεί με τη θεωρία του Νίτσε για τη βούληση, ο οποίος δεν ζητά, να παραιτηθεί ο άνθρωπος από αυτή αλλά αντίθετα να αναπτύξει μια ισχυρότατη βούληση για να μπορέσει να γίνει Υπεράνθρωπος που θα γκρεμίζει όλες τις ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις κυριαρχώντας έτσι πάνω στα πράγματα και στα πάθη της ψυχής του!
Τελικά ο Γιάλομ πιστεύει ότι πρέπει να εξασκήσουμε τη βούληση μας στη διάκριση των δεσμεύσεων εκείνων, οι οποίες επιβάλλονται απ’ το κοινωνικό σύστημα πάνω στην προσωπική μας ζωή. Με πιο απλά λόγια: σε ποιες δεσμεύσεις κοινωνικές θα υπακούσουμε; Ποιες θεωρούνται νομοτέλεια για να υπάρξουμε εμείς οι ίδιοι; «για να μεγαλώσω όμορφα πρέπει να αποδεχτώ τον περιορισμό των δυνατοτήτων μου» αναφέρει (σ.18) κι αυτό είναι το περιεχόμενο που δίνει η υπαρξιακή σχολή στον όρο της ελευθερίας της βούλησης, όπου ταυτίζεται με την αρχαιοελληνική αντίληψη περί ελευθερίας.
Η ελευθερία της βούλησης μας έχει όρια και είναι υπόθεση του καθενός από εμάς, με βάση τα δεδομένα του να θέσει τα όρια των δικών του επιθυμιών και θέλω, διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε νευρώσεις. «Η νεύρωση είναι μια κοινωνική κατασκευή» γράφει ο Γιάλομ κι ο πολιτισμός μας σήμερα, όπως είναι δομημένος, οδηγεί τα άτομα σε νευρώσεις Μπερδέψαμε πολύ τα πράγματα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τα ουσιώδη από τα επουσιώδη…και φτάσαμε να μας χρειάζεται ψυχίατρος!
Για όλους αυτούς τους λόγους ο ψυχοθεραπευτής Τζούλιους – προσωπείο του Γιάλομ- προτείνει στον Φίλιπ (Σοπενχάουερ) ένα διαφορετικό μοντέλο ψυχοθεραπείας, το οποίο στηρίζεται στην επικοινωνία με τους άλλους, στη συγχώρεση, στην ανάληψη των ευθυνών μας, στην απελευθέρωση από τις φοβίες και τις ενοχές μας, στην αναζήτηση των πραγματικών μας επιθυμιών –όχι των κατασκευασμένων πχ απ’ τη διαφήμιση και τα ΜΜΕ- και στη συνειδητοποίηση των ορίων της προσωπικής μας βούλησης και των δυνατοτήτων της. Θεωρεί δε, πιο κατάλληλο πρόγραμμα για την περίπτωση του Φίλιπ (Σοπενχάουερ) είναι να συμμετάσχει σε μια ομαδική ψυχοθεραπεία, και τελικά παρά τις ιδεολογικές αντιρρήσεις του, το αποδέχεται ο ασθενής του. Έτσι δημιουργεί ο Γιάλομ την ευκαιρία να περιγράψει τον τρόπο λειτουργίας μιας ομαδικής ψυχοθεραπείας.
Πρώτον, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα μέλη της ομάδας είναι άτομα που έχουν τελειώσει πανεπιστήμια, έχουν κοινωνικό κύρος (γιατροί, καθηγητές Πανεπιστημίου, υπάλληλοι κι ένας ξυλουργός). Τα προβλήματα που τους απασχολούν είναι κυρίως οι ανθρώπινες σχέσεις (συζυγικές, ερωτικές) και η αδυναμία τους να αποκτήσουν ένα σταθερό σύντροφο στη ζωή, γεγονός που τους προκαλεί έλλειψη αυτοπεποίθησης. Οι δε συζητήσεις των μελών σε κάθε συνεδρία ποικίλλουν, απ’ τα πιο ανούσια μέχρι τα πιο σπουδαία, ώστε πολλές φορές ο αναγνώστης αδυνατεί να τις παρακολουθήσει όλες. Τέταρτον, η ομάδα ψυχοθεραπείας ακολουθεί ορισμένες αρχές που δεν πρέπει να παραβιάζουν τα μέλη της, όπως το απόρρητο των συζητήσεων τους, η ειλικρίνεια μεταξύ τους, όχι στις κρυφές συναντήσεις μελών έξω για να σχολιάσουν λεχθέντα στην αίθουσα ψυχοθεραπείας…). Με τις αρχές αυτές προστατεύεται το έργο της ψυχανάλυσης, το οποίο εποπτεύει ο ψυχαναλυτής.
Τέλος ο ρόλος του ψυχαναλυτή είναι πάρα πολύ σπουδαίος, διότι οι επεμβάσεις του στις συζητήσεις των ασθενών του πρέπει να ‘ναι καίριες, ώστε να φωτίζει τα αδιέξοδα τους, και να τους οδηγεί έμμεσα στη συνειδητοποίηση των λαθών τους και στη λύτρωση, διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε μια άναρχη συζήτηση και σύγχυση. Ο ψυχοθεραπευτής όμως δεν είναι μόνο ένας επιστήμονας που έχει γνώσεις και τεχνικές αλλά κι ένας άνθρωπος με συναισθήματα, συμπάθειες, αντιπάθειες προς τα μέλη της ομάδας, κι ενδεχομένως με δικά του προβλήματα π.χ. υγείας, οικογενειακά… που πρέπει να υψωθεί πάνω από αυτά για να πετύχει στο έργο του.
Γι’ αυτό ο συγγραφέας επέλεξε ο ψυχοθεραπευτής Τζούλιους (Γιάλομ ) να αντιμετωπίζει μια ανίατη θανατηφόρα ασθένεια και να «επιλέγει να περάσει το τελευταίο διάστημα της ζωής του με τους ασθενείς του επιβεβαιώνοντας έτσι προηγούμενες επιλογές που έκανε στη ζωή του, που απ’ αυτές αντλούσε χαρά και νόημα ζωής.
Τελικά η συμμετοχή του Φίλιπ στην ομάδα κάτω από την έμπειρη καθοδήγηση του Τζούλιους και την αλληλεπίδραση των μελών της, τον μεταμόρφωσε! Ακούγοντας τα κρυφά μυστικά ο ένας του άλλου, τις αδυναμίες τους, τις κρίσεις του ενός για τον άλλον…άρχισε σιγά-σιγά να κατανοεί πράξεις, συμπεριφορές και να αποδέχεται τον εαυτό του και τους άλλους με επιείκεια κι αισιοδοξία για τη ζωή. Ακόμα κι ο θάνατος του Τζούλιους, θεωρήθηκε ένα απ’ τα φαινόμενα της ζωής, που, αν και τους στενοχώρησε πολύ, υπάρχει όμως πάντα προ των πυλών μας.
Τελικά o Γιάλομ παρουσιάζοντας τον Σοπενάουερ, τον αρνητή της ζωής κατάφερε να μας οδηγήσει στην κατάφαση της ζωής. Χαρακτηριστική είναι η ριζική διαφωνία όλων των μελών της ομάδας με την άποψη του Σοπενάουερ, «ότι οι νεκροί δεν θα ήθελαν να ξαναζήσουν» (όταν τάχα τους ρώτησε, μια μέρα που επισκέφτηκε ένα νεκροταφείο). Η ζωή παρόλα τα βάσανα, που ενδεχομένως έχει, είναι επιθυμητή απ’ όλους και μακάρι να μπορούσαμε να ζήσουμε μια δεύτερη ζωή! «Αυτό ήταν η ζωή; Ε! τότε άλλη μια φορά» αναφωνεί κι ο Ζαρατούστρα στον επίλογο του έργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου