Μεγάλωνε, κι ‘ όσο μεγάλωνε καταλάβαινε, κι αυτό με πολύ κόπο ειν’ αλήθεια, πως σε κάθε έρωτα ξαναζούσε λες με έναν μυστηριακό τρόπο, όλη εκείνη την αρχέγονη γλυκάδα του παραδείσου, κι ύστερα όλη τη στιφή γεύση της απώλειας του…
Λες κι’ ήταν καταδικασμένη να σπουδάζει τον έρωτα μόνο στην ξενητειά της πληρότητας που –πάντα έτσι πίστευε- μονάχα αυτός μπορούσε να χαρίσει.
Όπως όλοι άλλωστε, στην πρώιμη νεότητα της, οι εμπειρίες των άλλων δεν της έλεγαν τίποτα. Σαν πρωτόπλαστη….έπεσε με τα μούτρα στην σπουδή. Μέγιστο μάθημα της ζωής…μέγιστη εξαπάτηση…ταυτόχρονα.
Πας να σπουδάσεις τον τρόπο της ζωής κι’ έρχεται η ανθρώπινη φύση και σου κλέβει τις κόλες με τα γραπτά στα διαγωνίσματα.. Πως να περάσεις;
Είχε δίψα για τη ζωή…κι’ η σχέση της με τον απέναντι «άλλο» ήταν ένα γυάλινο ποτήρι, δροσερό, γιομάτο ζωή μέχρις επάνω… αφημένο εκεί, στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας.
Στο πρόσωπο του «άλλου» διερευνούσε με αγωνία τη δυνατότητα της ζωής…...
Ο «άλλος» είχε γίνει πιά ένας περίεργος φωτεινός σηματοδότης. Στην πιό βαθειά επιθυμία της φύσης της, ο σηματοδότης ήταν εκεί, έτοιμος να κάνει την ανάγκη της για ανταπόκριση πραγματικότητα που αγγίζεται με όλες τις αισθήσεις... Λόγια, βλέμματα, χάδια, ακούσματα, ευωδιές και γεύσεις....όλα τα σήματα ήταν εκεί…
Ισως, σκεφτότανε, δεν είχε ερωτευτεί το πρόσωπο του «άλλου»… αλλά την ίδια την δίψα της, που είχε πάρει τώρα σάρκα και οστά στο πρόσωπο του. Αναρωτιόταν μερικές φορές, ρε μπας και ο «άλλος» είναι πρόσχημα, άλλοθι του κερατά… και άρα η -δήθεν- προσφορά μου μια μεγάλη αυταπάτη... Ναι... αναρωτιόταν... κάτι τέτοια...
Δεν άργησε ο καιρός της αποτυχίας…, όπως συχνά συμβαίνει στις ζωές των ανθρώπων.
Ήξερε πια… , οτι είναι ο έρωτας ο τρόπος της ζωής, όχι απλά τρόπος ζωής σαν life style, αλλά ο τρόπος της ζωής... με μεγάλα κεφαλαία γράμματα... Ναι, αυτό το ήξερε... μα είχε αρχίσει να ψυλιάζεται μήπως τυχόν τούτος ο τρόπος της ζωής πέφτει βαρύ και δύσκολο φορτίο στις αδύναμες πλάτες της ανθρώπινης φύσης...
Διψούσε ολόκληρο το είναι της τη σχέση, να γίνει η ψυχή της ένα πηλίκο, ένας λόγος σε μια μοιρασιά, μα, τι κρίμα, αλήθεια, που δεν ήξερε το δρόμο αυτό για να υπάρξει... Διψούσε ολόκληρο το είναι της τη ζωή, μα, τι κρίμα, αλήθεια, που δεν ήξερε το δρόμο αυτό για να ζήσει... Δεν ήξερε τρόπο για να κοινωνήσει τη ζωή, να μοιραστεί το γεγονός της σχέσης.
Ποιός ξέρει άλλωστε; Είχε μάθει μονάχα να κατέχει τη ζωή, να την νέμεται. Ήτανε τέτοια η ορμή της φύσης της, η δίψα της, που πήγε νύχτα, στα κρυφά, κι έντυσε την μοιρασιά της, ό,τι κοινωνούσε, μ’ ενα τίτλο ιδιοκτησίας, κατοχής του «άλλου»... Παρά λιγο να ζήταγε κι απ’ το κράτος και τις εξουσίες του να υπογράψουνε χαρτιά, να βεβαιώνουνε ετούτη την περίτρανη ιδιοκτησία της.
Χάθηκαν ώρες για να καταλάβει, πως η απώλεια του παραδείσου δεν υπήρξε ποτέ ποινή, ούτε στην περίπτωση της, ούτε σε καμμιά άλλη. Ητανε πάντα αυτοεξορία. Εθελούσιος ξενητεμός από τον τρόπο της ζωής, από τον τρόπο της κοινωνίας και της μοιρασιάς, από τον τρόπο της σχέσης μια ξαστοχιά απ’ την αλήθεια της ύπαρξης. ‘Ο,τι είπαν οι παππάδες κι οι δασκάλοι, αμαρτία.
Ανάθεμα, σκεφτότανε, πως γίνεται ρε γαμώτο, να σπουδάζουμε τον τρόπο της ζωής, πάντοτε σαν έναν παράδεισο που χάθηκε. Να τον αγγίζουμε με τ’ ακροδάχτυλα στα ίχνη που αφήνει πίσω της η απουσία του.
Ύστερα πέρασε καιρός... ότι απέμεινε τώρα απ’ τον τρόπο της ζωής, ήταν η πίκρα της μοναξιάς στην ψυχή της, η ανέραστη μοναχικότητα. Σαν μια γεύση θανάτου, δείγμα με ολίγην απο θάνατο.
Έκατσε τότε, νύχτες πολλές ειν’ αλήθεια, μ’ αυτή τη γεύση του θανάτου για μεζούρα, να μετράει τη ζωή. Λες και χρειάζεται να μπαρκάρεις στο ιστιοφόρο του θανάτου, σα ίσα, για να περιπλεύσεις μοναχά για μια βόλτα τη ζωή.
Απαιτείται ετούτη η ναυτολόγηση, έλεγε στις φίλες της, για να καταλάβεις ότι η ζωή έγκειται στην πληρότητα της σχέσης. Τότε μόνο ξεδιακρίνεις τις ακτές του νοήματος της ζωής...
Μα οι μήνες περνούσαν... κι’ οι ακτές του νοήματος μόλις που ξεδιακρίνονταν, σαν γραμμή του ορίζοντος... που όλο ξεδιακρίνεται κι’ ολο δεν την φτάνεις...
Μα ξέρετε τώρα... οι άνθρωποι θέλουν να την βγάζουν καθαρή...
Που να την βγάλεις καθαρή με τέτοιον ορίζοντα...
Εκείνη επέμενε... ήθελε λέει να γίνει ένα με το κόσμημα του κόσμου, την απεραντοσύνη των θαλασσών, τις μουσικές των τραγουδιών, τις φωνές των μικρών παιδιών, τις νοστιμιές της γής, τις ευωδιες των ανθών, το γαλάζιο του ουρανού...τον «άλλο». Να ‘ναι ο «άλλος» μια ευκαιρία να γίνει ένα μ’ όλα αυτά. Η πιο λαμπρή της νιότης ευκαιρία... ο λόγος κάθε ουσίας.
Ο λόγος αυτός που θα βαστά να μετρηθεί για τα καλά με κάθε εξ-ουσία... Κι’ όλα αυτά στο πρόσωπο του απέναντι «άλλου»... Στην ευκαιρία του, έκανε μικρές ευχούλες βαρκάκια, τα στόλιζε με σημαίες ελληνικές κι ονόματα αρχαία και τα έριχνε να περιπλεύσουν τις ακτές του νοήματος της ζωής.
Έτσι επέμενε...
Μα τα χρόνια περνούσαν, οι ακτές του νοήματος ακόμη ξεδιακρινόνταν, μόλις και ξεδιακρινόνταν και ξέρετε τώρα, είσαστε άνθρωποι κι εσείς.. ξέρετε τώρα...
Τα χρόνια που πέρασαν φέρανε ακόμη γνώσεις, στείρες ή μη στείρες, δεν ξέρω, ...πάντως... φέρανε λεφτά, ευζωία, καλοπέραση. Φέρανε έναν λόγο φρέσκο και μοντέρνο, δίχως ακτές κι’ ορίζοντες.. Κι οι άνθρωποι δίχως ανάγκες, δεν φτιάχνουνε, βαρκούλες, δεν έχουνε χρόνο να τσαλαβουτούν στα νερά. Η βλάβη άλλωστε, έρχεται πάντα ανεπαίσθητα...
Ναι εντάξει... θυμάται..., στο πρώτο σημάδι του «άλλου», ολόκληρος ο κόσμος της είχε προσφερθεί στο βλέμμα, στο χαμόγελο του. Ναι, ναι εντάξει, θυμάται... ολόκληρη η ζωή της είχε μεταμορφωθεί, καθημερινές στιγμές ρουτίνας είχαν γίνει γιορτές... στο πρώτο του σημάδι είχε επενδύσει ολόκληρη τη φυσική της ορμή για ζωή, δίχως κρατούμενα, δίχως μέτρο... Ναι, ναι εντάξει, θυμάται... τα έδωσε όλα, κάθε εξασφάλιση, κάθε σιγουρια, κάθε δεσμό και κάθε οφειλή.. Ναι, ναι..εντάξει, θυμάται...
Η «βλάβη» έρχεται πάντα αναπάντεχα... Όμως έρχεται πάντα...λες και ειναι βαλτή να αφήσει στη μέση το θαύμα. Έτσι και σε κείνην, γλύστρησε αδιόρατα μέσα στη ζωή, όπως ακριβώς το φίδι στα φυλλώματα του παραδείσου...
Μα σαν να μην έφταναν όλα αυτά, της ήρθε και η ιδέα και σπούδασε management…
Το πως να καταφέρνεις το μεγαλύτερο αποτέλεσμα με το μικρότερο κόστος....Της φάνηκε βολικό...πιο λογικό και πιο εύκολο... Έχτισε καταφύγιο ζεστό στην εξορία της απ’ τον παράδεισο, τούτο το σωστό λόγο, κατά πως της έλεγε κι η μάνα της..., τ ον ορθό λόγο...
Οπλίστηκε με πανοπλίες, καταπέλτες και λόγιες άμυνες... κι έκαμε στο τέλος την ψυχή της κατάφρακτη. Καμμιά βαρκούλα της δεν περιέπλεε πια τις ακτές του νοήματος. Το νόημα είναι αλλού χρυσή μου, της είπανε, κάτι φίλες που χασκογελούσανε όλο πονηράδα...
Έβαλε ρότα να εφαρμόσει ετούτη την αρχή και στη ζωή της.... ΄Εδωσε κίνητρα και αμοιβές.
΄Εβαλε στόχους και συστήματα αξιολόγησης. Σχεδίασε προυπολογισμούς. Επέβαλλε ποινές. Ανέπτυξε συστήματα ελέγχου και οργανογράμματα. ‘Εκτισε marketing. Κι έβαλε στην κορυφή του το Εγώ, σε μια συσκευασία που ονομάσαν self promotion. ΄Ετσι, ανεβήκαν οι πωλήσεις κι οι υδονές... Κι οι στόχοι όλοι καλυφθήκαν... Να καταφέρνεις, είπανε, το μεγαλύτερο αποτέλεσμα με το μικρότερο κόστος....Τι διάολο, έλεγε, 10 ώρες την ημέρα, 300 μέρες το χρόνο την εφαρμόζω όλο επιτυχία και χαρά... ετούτη την ωφέλιμη αρχή, το ένα τρίτο της ζωής μου αναλογίστηκε... πως να ‘μαι ασυνεπής στα υπόλοιπα δύο.
Βάλθηκε να βρει τρόπο να την εφαρμόσει και στα όνειρα της...
Λυπάμαι, μα εδώ δεν ξέρω αν τα κατάφερε...
Λες κι’ ήταν καταδικασμένη να σπουδάζει τον έρωτα μόνο στην ξενητειά της πληρότητας που –πάντα έτσι πίστευε- μονάχα αυτός μπορούσε να χαρίσει.
Όπως όλοι άλλωστε, στην πρώιμη νεότητα της, οι εμπειρίες των άλλων δεν της έλεγαν τίποτα. Σαν πρωτόπλαστη….έπεσε με τα μούτρα στην σπουδή. Μέγιστο μάθημα της ζωής…μέγιστη εξαπάτηση…ταυτόχρονα.
Πας να σπουδάσεις τον τρόπο της ζωής κι’ έρχεται η ανθρώπινη φύση και σου κλέβει τις κόλες με τα γραπτά στα διαγωνίσματα.. Πως να περάσεις;
Είχε δίψα για τη ζωή…κι’ η σχέση της με τον απέναντι «άλλο» ήταν ένα γυάλινο ποτήρι, δροσερό, γιομάτο ζωή μέχρις επάνω… αφημένο εκεί, στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας.
Στο πρόσωπο του «άλλου» διερευνούσε με αγωνία τη δυνατότητα της ζωής…...
Ο «άλλος» είχε γίνει πιά ένας περίεργος φωτεινός σηματοδότης. Στην πιό βαθειά επιθυμία της φύσης της, ο σηματοδότης ήταν εκεί, έτοιμος να κάνει την ανάγκη της για ανταπόκριση πραγματικότητα που αγγίζεται με όλες τις αισθήσεις... Λόγια, βλέμματα, χάδια, ακούσματα, ευωδιές και γεύσεις....όλα τα σήματα ήταν εκεί…
Ισως, σκεφτότανε, δεν είχε ερωτευτεί το πρόσωπο του «άλλου»… αλλά την ίδια την δίψα της, που είχε πάρει τώρα σάρκα και οστά στο πρόσωπο του. Αναρωτιόταν μερικές φορές, ρε μπας και ο «άλλος» είναι πρόσχημα, άλλοθι του κερατά… και άρα η -δήθεν- προσφορά μου μια μεγάλη αυταπάτη... Ναι... αναρωτιόταν... κάτι τέτοια...
Δεν άργησε ο καιρός της αποτυχίας…, όπως συχνά συμβαίνει στις ζωές των ανθρώπων.
Ήξερε πια… , οτι είναι ο έρωτας ο τρόπος της ζωής, όχι απλά τρόπος ζωής σαν life style, αλλά ο τρόπος της ζωής... με μεγάλα κεφαλαία γράμματα... Ναι, αυτό το ήξερε... μα είχε αρχίσει να ψυλιάζεται μήπως τυχόν τούτος ο τρόπος της ζωής πέφτει βαρύ και δύσκολο φορτίο στις αδύναμες πλάτες της ανθρώπινης φύσης...
Διψούσε ολόκληρο το είναι της τη σχέση, να γίνει η ψυχή της ένα πηλίκο, ένας λόγος σε μια μοιρασιά, μα, τι κρίμα, αλήθεια, που δεν ήξερε το δρόμο αυτό για να υπάρξει... Διψούσε ολόκληρο το είναι της τη ζωή, μα, τι κρίμα, αλήθεια, που δεν ήξερε το δρόμο αυτό για να ζήσει... Δεν ήξερε τρόπο για να κοινωνήσει τη ζωή, να μοιραστεί το γεγονός της σχέσης.
Ποιός ξέρει άλλωστε; Είχε μάθει μονάχα να κατέχει τη ζωή, να την νέμεται. Ήτανε τέτοια η ορμή της φύσης της, η δίψα της, που πήγε νύχτα, στα κρυφά, κι έντυσε την μοιρασιά της, ό,τι κοινωνούσε, μ’ ενα τίτλο ιδιοκτησίας, κατοχής του «άλλου»... Παρά λιγο να ζήταγε κι απ’ το κράτος και τις εξουσίες του να υπογράψουνε χαρτιά, να βεβαιώνουνε ετούτη την περίτρανη ιδιοκτησία της.
Χάθηκαν ώρες για να καταλάβει, πως η απώλεια του παραδείσου δεν υπήρξε ποτέ ποινή, ούτε στην περίπτωση της, ούτε σε καμμιά άλλη. Ητανε πάντα αυτοεξορία. Εθελούσιος ξενητεμός από τον τρόπο της ζωής, από τον τρόπο της κοινωνίας και της μοιρασιάς, από τον τρόπο της σχέσης μια ξαστοχιά απ’ την αλήθεια της ύπαρξης. ‘Ο,τι είπαν οι παππάδες κι οι δασκάλοι, αμαρτία.
Ανάθεμα, σκεφτότανε, πως γίνεται ρε γαμώτο, να σπουδάζουμε τον τρόπο της ζωής, πάντοτε σαν έναν παράδεισο που χάθηκε. Να τον αγγίζουμε με τ’ ακροδάχτυλα στα ίχνη που αφήνει πίσω της η απουσία του.
Ύστερα πέρασε καιρός... ότι απέμεινε τώρα απ’ τον τρόπο της ζωής, ήταν η πίκρα της μοναξιάς στην ψυχή της, η ανέραστη μοναχικότητα. Σαν μια γεύση θανάτου, δείγμα με ολίγην απο θάνατο.
Έκατσε τότε, νύχτες πολλές ειν’ αλήθεια, μ’ αυτή τη γεύση του θανάτου για μεζούρα, να μετράει τη ζωή. Λες και χρειάζεται να μπαρκάρεις στο ιστιοφόρο του θανάτου, σα ίσα, για να περιπλεύσεις μοναχά για μια βόλτα τη ζωή.
Απαιτείται ετούτη η ναυτολόγηση, έλεγε στις φίλες της, για να καταλάβεις ότι η ζωή έγκειται στην πληρότητα της σχέσης. Τότε μόνο ξεδιακρίνεις τις ακτές του νοήματος της ζωής...
Μα οι μήνες περνούσαν... κι’ οι ακτές του νοήματος μόλις που ξεδιακρίνονταν, σαν γραμμή του ορίζοντος... που όλο ξεδιακρίνεται κι’ ολο δεν την φτάνεις...
Μα ξέρετε τώρα... οι άνθρωποι θέλουν να την βγάζουν καθαρή...
Που να την βγάλεις καθαρή με τέτοιον ορίζοντα...
Εκείνη επέμενε... ήθελε λέει να γίνει ένα με το κόσμημα του κόσμου, την απεραντοσύνη των θαλασσών, τις μουσικές των τραγουδιών, τις φωνές των μικρών παιδιών, τις νοστιμιές της γής, τις ευωδιες των ανθών, το γαλάζιο του ουρανού...τον «άλλο». Να ‘ναι ο «άλλος» μια ευκαιρία να γίνει ένα μ’ όλα αυτά. Η πιο λαμπρή της νιότης ευκαιρία... ο λόγος κάθε ουσίας.
Ο λόγος αυτός που θα βαστά να μετρηθεί για τα καλά με κάθε εξ-ουσία... Κι’ όλα αυτά στο πρόσωπο του απέναντι «άλλου»... Στην ευκαιρία του, έκανε μικρές ευχούλες βαρκάκια, τα στόλιζε με σημαίες ελληνικές κι ονόματα αρχαία και τα έριχνε να περιπλεύσουν τις ακτές του νοήματος της ζωής.
Έτσι επέμενε...
Μα τα χρόνια περνούσαν, οι ακτές του νοήματος ακόμη ξεδιακρινόνταν, μόλις και ξεδιακρινόνταν και ξέρετε τώρα, είσαστε άνθρωποι κι εσείς.. ξέρετε τώρα...
Τα χρόνια που πέρασαν φέρανε ακόμη γνώσεις, στείρες ή μη στείρες, δεν ξέρω, ...πάντως... φέρανε λεφτά, ευζωία, καλοπέραση. Φέρανε έναν λόγο φρέσκο και μοντέρνο, δίχως ακτές κι’ ορίζοντες.. Κι οι άνθρωποι δίχως ανάγκες, δεν φτιάχνουνε, βαρκούλες, δεν έχουνε χρόνο να τσαλαβουτούν στα νερά. Η βλάβη άλλωστε, έρχεται πάντα ανεπαίσθητα...
Ναι εντάξει... θυμάται..., στο πρώτο σημάδι του «άλλου», ολόκληρος ο κόσμος της είχε προσφερθεί στο βλέμμα, στο χαμόγελο του. Ναι, ναι εντάξει, θυμάται... ολόκληρη η ζωή της είχε μεταμορφωθεί, καθημερινές στιγμές ρουτίνας είχαν γίνει γιορτές... στο πρώτο του σημάδι είχε επενδύσει ολόκληρη τη φυσική της ορμή για ζωή, δίχως κρατούμενα, δίχως μέτρο... Ναι, ναι εντάξει, θυμάται... τα έδωσε όλα, κάθε εξασφάλιση, κάθε σιγουρια, κάθε δεσμό και κάθε οφειλή.. Ναι, ναι..εντάξει, θυμάται...
Η «βλάβη» έρχεται πάντα αναπάντεχα... Όμως έρχεται πάντα...λες και ειναι βαλτή να αφήσει στη μέση το θαύμα. Έτσι και σε κείνην, γλύστρησε αδιόρατα μέσα στη ζωή, όπως ακριβώς το φίδι στα φυλλώματα του παραδείσου...
Μα σαν να μην έφταναν όλα αυτά, της ήρθε και η ιδέα και σπούδασε management…
Το πως να καταφέρνεις το μεγαλύτερο αποτέλεσμα με το μικρότερο κόστος....Της φάνηκε βολικό...πιο λογικό και πιο εύκολο... Έχτισε καταφύγιο ζεστό στην εξορία της απ’ τον παράδεισο, τούτο το σωστό λόγο, κατά πως της έλεγε κι η μάνα της..., τ ον ορθό λόγο...
Οπλίστηκε με πανοπλίες, καταπέλτες και λόγιες άμυνες... κι έκαμε στο τέλος την ψυχή της κατάφρακτη. Καμμιά βαρκούλα της δεν περιέπλεε πια τις ακτές του νοήματος. Το νόημα είναι αλλού χρυσή μου, της είπανε, κάτι φίλες που χασκογελούσανε όλο πονηράδα...
Έβαλε ρότα να εφαρμόσει ετούτη την αρχή και στη ζωή της.... ΄Εδωσε κίνητρα και αμοιβές.
΄Εβαλε στόχους και συστήματα αξιολόγησης. Σχεδίασε προυπολογισμούς. Επέβαλλε ποινές. Ανέπτυξε συστήματα ελέγχου και οργανογράμματα. ‘Εκτισε marketing. Κι έβαλε στην κορυφή του το Εγώ, σε μια συσκευασία που ονομάσαν self promotion. ΄Ετσι, ανεβήκαν οι πωλήσεις κι οι υδονές... Κι οι στόχοι όλοι καλυφθήκαν... Να καταφέρνεις, είπανε, το μεγαλύτερο αποτέλεσμα με το μικρότερο κόστος....Τι διάολο, έλεγε, 10 ώρες την ημέρα, 300 μέρες το χρόνο την εφαρμόζω όλο επιτυχία και χαρά... ετούτη την ωφέλιμη αρχή, το ένα τρίτο της ζωής μου αναλογίστηκε... πως να ‘μαι ασυνεπής στα υπόλοιπα δύο.
Βάλθηκε να βρει τρόπο να την εφαρμόσει και στα όνειρα της...
Λυπάμαι, μα εδώ δεν ξέρω αν τα κατάφερε...