Για να έχει ένας γονιός ψυχική/πνευματική σύνδεση με το παιδί του, θα πρέπει να αποκτήσει σύνδεση ψυχική/πνευματική με το δικό του εσωτερικό «παιδί»: με τον βαθύτερο ψυχισμό του. Να έχει τουλάχιστον αρχίσει να συνθέτει τα εσωτερικά, διασκορπισμένα κομμάτια του.
Η σχέση μας με τα παιδιά μας ξεκινά ουσιαστικά πριν από τη γέννησή τους... ή τη στιγμή που αναλαμβάνουμε την ευθύνη να δούμε τον εαυτό μας και τη σχέση που έχουμε με τα εσωτερικά μας μάτια. Από αυτή τη διαφορετική θέαση, ο χρόνος αντιστρέφεται, οι πραγματικότητες συγχέονται και τα γεγονότα αποκτούν άλλο νόημα στο συνολικό πάζλ της ζωής μας.
Οι περισσότεροι γονείς - όπως έχουμε μάθει και συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε - έχουν μόνο κοινωνικές, εγωικές σχέσεις με τα παιδιά τους, που αργά ή γρήγορα παρουσιάζουν διάφορα συμπτώματα: απομάκρυνση, αγεφύρωτες διαφορές, παραίτηση, αρρώστια, πόνο και πίκρα.
Κανείς δε «φταίει». Είναι άσκοπο και σπατάλη ενέργειας να ψάχνουμε «φταίχτες», κακοποιούς και ενόχους, καταλογίζοντας «ευθύνες» (ένας όρος που έχει κατακρεουργηθεί, ούτως ή άλλως), από τον παρόντα συλλογικό τρόπο σκέψης..
Πώς το κάνουμε όμως; Πώς πετυχαίνουμε τις διαφορετικές αυτές, ουσιαστικές σχέσεις με τα παιδιά μας;
Ξεκινάμε από όπου βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, με ό,τι έχουμε στα χέρια μας, κάνοντας το τολμηρό βήμα ν’ αρχίσουμε να κοιτάμε μέσα στον εαυτό μας και την πραγματικότητά μας, με άλλα μάτια. Είναι διαδικασία και για τους περισσότερους από μας, χρειάζεται καθοδήγηση καθώς το μόνο που αναγνωρίζουμε είναι τον τρόπο που σκεφτόμαστε μέχρι στιγμής.
Μέχρι να το κάνουμε αυτό, με αφοσίωση, συνέπεια και πρόθεση να δούμε/ ν' αποκαλύψουμε, τίποτα δεν αλλάζει ουσιαστικά, μα ούτε αποφεύγουμε τον πόνο των σχέσεων με τα παιδιά μας.
Τα πάντα (και όλες οι σχέσεις) βασίζονται στη σχέση που έχουμε με τον Εαυτό μας. Πολλοί δεν αντιλαμβάνονται καν τι σημαίνει αυτό, όντας προσκολλημένοι στο (φτιαχτό) εγώ τους και τους μηχανισμούς της αντιληπτής πραγματικότητάς τους. Δεν υπάρχει κανένα ποσοστό πληροφορίας και γενικευμένης συμβουλευτικής που μπορεί να το διαλευκάνει, να το φανερώσει και να το πετύχει αυτό.
Μετά από κάποιο σημείο και έπειτα, χρειάζεται επίσης να πάμε πέρα από το «φυσιολογικό», που προσδοκά μια «καλή (κοινωνική κυρίως) σχέση» με τα παιδιά μας, κάτι που τρέφει τη δική μας (κυρίως) αυτό-αξία και τις φοβίες μας, καθώς προχωράμε στη ζωή... ουσιαστικά ως θύματα της άγνοιάς μας.
Είναι ένα ακόμα τολμηρό βήμα στην πορεία μας, όπου αντιλαμβανόμαστε βιωματικά ότι τα παιδιά «μας» δεν μάς ανήκουν και ότι έχουν τη δική τους, ατομική πορεία στη ζωή, ανεξάρτητη από τη δική μας.
Αλλά, ποιος μπορεί να διακρίνει τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο;
Πού ξεκινά η πραγματική αγάπη και πού παρουσιάζεται ως τέτοια αλλά δεν είναι;
Πού τραβάμε την αόρατη διαχωριστική γραμμή και πώς επιτελούμε την πολυπόθητη διάκριση;
Σίγουρα όχι το ασυνείδητο εγώ ούτε και κανείς άλλος πέρα από εμάς τους ίδιους. Μόνο ο δικός μας Εαυτός μπορεί να έχει αυτή τη γνώση, ανά πάσα στιγμή, κατόπιν «δουλειάς». Μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να έχουμε τη σοφία (όχι την εγωική ανάγκη), σε «πραγματικό» χρόνο, κάνοντας συνειδητές (πια) επιλογές, απαλλαγμένες από το βάρος του γραμμικού χρόνου και της δικής μας προσκόλλησης στα παιδιά μας.
Είναι αποτέλεσμα προσωπικής δουλειάς. Και αρχίζει με τον εαυτό μας, τις ιδέες μας, τις πεποιθήσεις, την κοσμοθεωρία μας, τις φοβίες και τις κρυμμένες ανάγκες μας… όλα όσα ακόμα παραμένουν αθέατα, περιμένοντας να αποκαλυφθούν, τα οποία καθρεφτίζονται (αντεστραμμένα και παραμορφωμένα) μέσα από τις σχέσεις μας… ιδιαίτερα με τα παιδιά μας.
Χρειάζεται δηλαδή, ένας άλλος, τελείως διαφορετικός τρόπος σκέψης, που δεν μοιάζει με αυτόν που μάθαμε να χρησιμοποιούμε και να θεωρούμε μοναδικό.
Η σχέση μας με τα παιδιά μας ξεκινά ουσιαστικά πριν από τη γέννησή τους... ή τη στιγμή που αναλαμβάνουμε την ευθύνη να δούμε τον εαυτό μας και τη σχέση που έχουμε με τα εσωτερικά μας μάτια. Από αυτή τη διαφορετική θέαση, ο χρόνος αντιστρέφεται, οι πραγματικότητες συγχέονται και τα γεγονότα αποκτούν άλλο νόημα στο συνολικό πάζλ της ζωής μας.
Οι περισσότεροι γονείς - όπως έχουμε μάθει και συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε - έχουν μόνο κοινωνικές, εγωικές σχέσεις με τα παιδιά τους, που αργά ή γρήγορα παρουσιάζουν διάφορα συμπτώματα: απομάκρυνση, αγεφύρωτες διαφορές, παραίτηση, αρρώστια, πόνο και πίκρα.
Κανείς δε «φταίει». Είναι άσκοπο και σπατάλη ενέργειας να ψάχνουμε «φταίχτες», κακοποιούς και ενόχους, καταλογίζοντας «ευθύνες» (ένας όρος που έχει κατακρεουργηθεί, ούτως ή άλλως), από τον παρόντα συλλογικό τρόπο σκέψης..
Πώς το κάνουμε όμως; Πώς πετυχαίνουμε τις διαφορετικές αυτές, ουσιαστικές σχέσεις με τα παιδιά μας;
Ξεκινάμε από όπου βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, με ό,τι έχουμε στα χέρια μας, κάνοντας το τολμηρό βήμα ν’ αρχίσουμε να κοιτάμε μέσα στον εαυτό μας και την πραγματικότητά μας, με άλλα μάτια. Είναι διαδικασία και για τους περισσότερους από μας, χρειάζεται καθοδήγηση καθώς το μόνο που αναγνωρίζουμε είναι τον τρόπο που σκεφτόμαστε μέχρι στιγμής.
Μέχρι να το κάνουμε αυτό, με αφοσίωση, συνέπεια και πρόθεση να δούμε/ ν' αποκαλύψουμε, τίποτα δεν αλλάζει ουσιαστικά, μα ούτε αποφεύγουμε τον πόνο των σχέσεων με τα παιδιά μας.
Τα πάντα (και όλες οι σχέσεις) βασίζονται στη σχέση που έχουμε με τον Εαυτό μας. Πολλοί δεν αντιλαμβάνονται καν τι σημαίνει αυτό, όντας προσκολλημένοι στο (φτιαχτό) εγώ τους και τους μηχανισμούς της αντιληπτής πραγματικότητάς τους. Δεν υπάρχει κανένα ποσοστό πληροφορίας και γενικευμένης συμβουλευτικής που μπορεί να το διαλευκάνει, να το φανερώσει και να το πετύχει αυτό.
Μετά από κάποιο σημείο και έπειτα, χρειάζεται επίσης να πάμε πέρα από το «φυσιολογικό», που προσδοκά μια «καλή (κοινωνική κυρίως) σχέση» με τα παιδιά μας, κάτι που τρέφει τη δική μας (κυρίως) αυτό-αξία και τις φοβίες μας, καθώς προχωράμε στη ζωή... ουσιαστικά ως θύματα της άγνοιάς μας.
Είναι ένα ακόμα τολμηρό βήμα στην πορεία μας, όπου αντιλαμβανόμαστε βιωματικά ότι τα παιδιά «μας» δεν μάς ανήκουν και ότι έχουν τη δική τους, ατομική πορεία στη ζωή, ανεξάρτητη από τη δική μας.
Αλλά, ποιος μπορεί να διακρίνει τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο;
Πού ξεκινά η πραγματική αγάπη και πού παρουσιάζεται ως τέτοια αλλά δεν είναι;
Πού τραβάμε την αόρατη διαχωριστική γραμμή και πώς επιτελούμε την πολυπόθητη διάκριση;
Σίγουρα όχι το ασυνείδητο εγώ ούτε και κανείς άλλος πέρα από εμάς τους ίδιους. Μόνο ο δικός μας Εαυτός μπορεί να έχει αυτή τη γνώση, ανά πάσα στιγμή, κατόπιν «δουλειάς». Μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να έχουμε τη σοφία (όχι την εγωική ανάγκη), σε «πραγματικό» χρόνο, κάνοντας συνειδητές (πια) επιλογές, απαλλαγμένες από το βάρος του γραμμικού χρόνου και της δικής μας προσκόλλησης στα παιδιά μας.
Είναι αποτέλεσμα προσωπικής δουλειάς. Και αρχίζει με τον εαυτό μας, τις ιδέες μας, τις πεποιθήσεις, την κοσμοθεωρία μας, τις φοβίες και τις κρυμμένες ανάγκες μας… όλα όσα ακόμα παραμένουν αθέατα, περιμένοντας να αποκαλυφθούν, τα οποία καθρεφτίζονται (αντεστραμμένα και παραμορφωμένα) μέσα από τις σχέσεις μας… ιδιαίτερα με τα παιδιά μας.
Χρειάζεται δηλαδή, ένας άλλος, τελείως διαφορετικός τρόπος σκέψης, που δεν μοιάζει με αυτόν που μάθαμε να χρησιμοποιούμε και να θεωρούμε μοναδικό.