I. Η ΕΠΟΧΗ
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι, να ξαναφέρει κοντά στο σημερινό αναγνώστη τις πάντοτε επίκαιρες αλήθειες που πηγάζουν από το έργο του Θουκυδίδη. Όσο όμως και αν αυτές εξακολουθούν να έχουν τη σημασία τους και στο σημερινό μας κόσμο, δεν μπορούμε να παραβλέψομε πως γράφτηκαν μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μιας ορισμένης εποχής. Πώς θα ήταν άλλωστε νοητό το έργο ενός ιστορικού, αν το ξεχωρίσει κανείς από την εποχή της οποίας γράφει την ιστορία. Γι’ αυτό το λόγο θα προσπαθήσει το πρώτο τούτο μέρος να δώσει σε γενικές πάντοτε γραμμές την εικόνα της εποχής που εξελικτικά κατέληξε στην τελευταία τριακονταετία του 5ου π.Χ. αιώνα, όχι φυσικά στο σύνολό της, αλλά σε ορισμένους μόνο τομείς. Οι τομείς αυτοί είναι εκείνοι που άμεσα επηρέασαν τα πολιτικά γεγονότα και προετοίμασαν τη μεγάλη πολεμική αναμέτρηση στον ελληνικό χώρο. Ειδικότερα πρόκειται πρώτον, για το διακρατικό περιβάλλον της εποχής που αναφέρεται όχι μόνο στις πόλεις-κράτη του Ελληνισμού αλλά και στους γειτονικούς εξωελληνικούς χώρους. Δεύτερον, την εσωτερική κατάσταση των ελληνικών πόλεων, εμπολέμων και μη. Και τρίτον, τα μέσα, τους τρόπους και τις συνήθειες που καθόριζαν τη χάραξη και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του καιρού εκείνου.
Πριν όμως παρατεθούν τα τρία ειδικότερα αυτά στοιχεία καλό είναι να αναφερθούμε, σε πολύ γενικές φυσικά γραμμές, στο ευρύτερο πνευματικό κλίμα εκείνης της εποχής. Γιατί, είναι αλήθεια, πως αν σταθούμε στα πολιτικά και μόνο γεγονότα, είτε δηλ. στο διακρατικό σύστημα, είτε στον εσωτερικό βίο των ελληνικών πολιτειών, θα μας μείνει μόνο μια δυσάρεστη γεύση συγκρούσεων τόσο ανάμεσα όσο και μέσα στις πόλεις. Θα δούμε αγριότητες και σφαγές, προδοσίες και αποστασίες σε συνεχώς μεγαλύτερη έξαρση στις δεκαετίες του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά που αρχίζουν να εμφανίζονται αμέσως μετά τα Μηδικά για να κορυφωθούν τελικά στο μεγάλο νεοελληνικό σπαραγμό.
Αν επαναφέρομε στη μνήμη μας μόνον αυτά, δε θα μπορέσομε καν να εξηγήσομε γιατί αποκλήθηκε «χρυσός» ο 5ος αιώνας με την πολύπλευρη όσο και μοναδική δημιουργικότητά του. Και πιο συγκεκριμένα ο βαθύς πολιτικός στοχασμός του Θουκυδίδη θα φαινόταν σαν κάποιο ανεξήγητο φαινόμενο σ’ έναν κόσμο που θα τον αντικρύζαμε μόνο από τη σκοπιά των πολεμικών γεγονότων και των εμφυλίων συγκρούσεων, όπου η βία γινόταν όλο και πιο έντονα στοιχείο της καθημερινότητας.
Όταν οι παλιοί ιστορικοί μιλούσαν για την «Πεντηκονταετία», πολύ σωστά καθόριζαν την εποχή που μεσολάβησε από την νίκη κατά των Περσών στις Πλαταιές το 479 π.Χ. που σηματοδοτούσε το τέλος της μηδικής επιδρομής ως την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 π.Χ. που άνοιγε την περίοδο του μεγάλου ενδοελληνικού σκοτωμού. Μέσα σ’ αυτά τα πενήντα περίπου χρόνια συντελέσθηκαν σημαντικές πολιτικές αλλαγές, ιδίως στην Αθήνα, όπως αναφέρεται παρακάτω. Αυτές οι πολιτικές όμως αλλαγές ήταν έκφραση ενός γενικότερου και βαθύτερου μετασχηματισμού που σημειώθηκε στην οικονομία, στην κοινωνία, κυρίως όμως στη σκέψη του ελληνικού κόσμου. Είναι μια περίοδος που οι εξελίξεις της ελληνικής σκέψης συντελούνται με μεγάλη ταχύτητα και με ασυνείθιοτη πυκνότητα, Αν δούμε την απόσταση που χωρίζει την ελληνική σκέψη από την εποχή, ας πούμε, του Πεισίστρατου ως τα Μηδικά, θα διαπιστώσομε ότι προχώρησε μεν, αλλά με πολύ βραδύτερους ρυθμούς από ό, τι στην πεντηκονταετία από το τέλος των Μηδικών ως την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η απομάκρυνση της περσικής απειλής, προσωρινή τουλάχιστον, άνοιξε διάπλατα όλο το χώρο του Αιγαίου και τις ακτές της Μικρασίας και έκανε άνετη και ασφαλή την πρόσβαση στον Εύξεινο. Η ναυτική υπεροχή της Αθήνας χάρις στο στόλο που επίμονα είχε προωθήσει ο Θεμιστοκλής αποτέλεσε το υπόβαθρο για την εξάπλωση της πολιτικής επιρροής της Αθήνας, αφού η Σπάρτη ούτε μπορούσε ούτε ήθελε να ξανοιχτεί στο ευρύτερο πεδίο, παρ’ όλο που είχε την ευκαιρία. Συνυφασμένη με την εξέλιξη αυτή είναι η οικονομική μεταλλαγή προς τη χρηματική οικονομία που δεν βασίζεται πια στην ανταλλαγή ειδών αλλά στη νομισματική δοσοληψία. Όλα αυτά όμως συνεπιφέρουν κοινωνικές αλλαγές που πηγαίνουν βαθειά και εκφράζουν μεταβολή στην όλη θέση του πολίτη απέναντι στην πόλη, ακόμα και τη σχέση που έχει το άτομο με τον κόσμο.
Ήδη βέβαια πριν τα Περσικά οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη εξέφραζαν μια τάση απομάκρυνσης από τις παλιές μορφές κοινωνικής συμβίωσης, βασισμένες στην αριστοκρατική παράδοση της ευσεβούς προσήλωσης στο νόμο και την τάξη. Νέες δυνάμεις πιέζουν για να σπάσουν τις παλιές φόρμες αναζητώντας τρόπους να εκδηλωθεί όχι μόνο μια άλλη διάσταση πολιτική, οικονομική και κοινωνική, αλλά να απελευθερωθεί γενικότερα η ανθρώπινη σκέψη.
Ο επισκέπτης του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα θα σταθεί με θαυμασμό μπροστά στην αυστηρή, ολόρθη μορφή του Κούρου του 6ου αιώνα, αλλά θα χαρεί κατόπιν το χάλκινο αγαλματίδιο των αρχών του 5ου αιώνα. Έκδηλα θα δει πόσο έχει αλλάξει η αισθητική σύλληψη. Χωρίς να έχει φτάσει ακόμη στην αρμονία της μεγάλης τέχνης του Φειδία, εκφράζει μια νέα αντιμετώπιση της ζωής. Το σώμα με κλίση προς τα εμπρός, το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, τα χέρια μακρυά από το σώμα σε στάση δρομέα, με μια λέξη… κίνηση. Αυτή η κινητικότητα του χαλκοπλάστη εκφράζει τη νέα κινητικότητα του πνεύματος της εποχής. Και λίγο αργότερα, γύρω στο 460 π.Χ., βλέπομε μια χάλκινη κεφαλή του Ποσειδώνα, γεμάτη ζωή και προσωπικότητα να μας δηλώνει πως άρχισε μια νέα εποχή στην αντίληψη για τον άνθρωπο και τους θεούς.
Αυτή η κινητικότητα του πνεύματος δεν γεννήθηκε στην Αθήνα. Είχε αρχίσει ήδη να εκδηλώνεται κυρίως στην Ιωνία, αλλά και στη Μεγάλη Ελλάδα, είχε κιόλας φανεί σε άλλες μορφές της δημιουργικής σκέψης έξω από την κυρίως Ελλάδα, στις παρυφές του Ελληνισμού. Η λυρική- ελεγειακή ποίηση του Αλκαίου, της Σαπφούς, του Στησιχόρου άνοιγε νέους ορίζοντες στην καλλιέργεια του λόγου.
Έδειχνε με τον τρόπο της τη μετάβαση από την αγροτική ποίηση του Ησιόδου ή την αριστοκρατική του Πινδάρου στην «αστική» μεταμόρφωση της κοινωνίας.
Πιο έκδηλη ήταν η ανάπτυξη της κοσμολογικής σκέψης. Φεύγει και αυτή από τη μυθολογική παράδοση και αναζητεί ελεύθερα τις αρχές που διέπουν τη φύση. Θαλής, Παρμενίδης, Πυθαγόρας, Ηράκλειτος αναζητούν μέσα στον 6ο και στις αρχές του 5ου αιώνα την ουσία του κόσμου μακρυά από την ομηρική μυθολογία του Δωδεκαθέου και με τη σκέψη τους τοποθετούν στο επίκεντρο τον ανθρώπινο νου.
Όταν η Αθήνα αρχίζει να παίζει τον καινούριο της ρόλο στην πολιτική και την οικονομική ζωή ως κέντρο του Ελληνισμού, αρχίζουν να συρρέουν τόσο από την Ιωνία και τη Μεγάλη Ελλάδα, αλλά και από άλλες γωνιές του ελληνικού χώρου οι φορείς και εκφραστές αυτού του νέου πνεύματος. Από τις Κλαζομενές ο Αναξαγόρας, από τα Άβδηρα ο Δημόκριτος, αλλά και ο Πρωταγόρας, από τη Μεγάλη Ελλάδα ο Ζεύξις αλλά και ο Παρμενίδης και ο Ζήνων, ο Πολύγνωτος από τη Θάσο αλλά και ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό. Ενα μεγάλο χωνευτήρι της νέας σκέψης γίνεται πια η Αθήνα. Και δεν είναι μόνον εκείνοι που συρρέουν, έστω και περαστικοί στην Αθήνα. Είναι και η γηγενής δημιουργία του αθηναϊκού πνεύματος που την εκφράζει αμέσως μετά τα Μηδικά η τραγωδία του Αισχύλου για να την κορυφώσει με τη σειρά του ο Σοφοκλής. Με το δίκιο του ο Περικλής στον Επιτάφιο αποκαλεί την Αθήνα «της Ελλάδος παιδευσιν».
Μέσα σ’ αυτή τη ριζική μετάλλαξη του τρόπου της σκέψης και της δημιουργίας ιδιαίτερη θέση έχουν οι σοφιστές. Τα δυο χαρακτηριστικά του ιωνικού πνεύματος, ο ορθολογισμός και η ατομικότητα, εκφράζονται στη σοφιστική σκέψη. Παρ’ όλο που η σκέψη αυτή δεν είχε μια ενιαία εκδήλωση -γιατί πολλοί ήταν οι σοφιστές και καθένας έβλεπε τα πράγματα από τη δική του σκοπιά- η συνισταμένη τους είχε ριζική επιρροή στην όλη νοοτροπία και συνεπώς στον ατομικό, κυρίως όμως στο δημόσιο βίο. Αυτός είναι ο λόγος που γίνεται η εκτενής κάπως αναφορά αυτή στις βαθειές αλλαγές που συντελέσθηκαν στο δημόσιο βίο μέσα στην Πεντηκονταετία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Ή μήπως θα έπρεπε να λέγεται το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτές οι βαθειές αλλαγές στην κοινωνία, στο πολίτευμα και στην οικονομία που σημαδεύουν τις δεκαετίες μετά τα Μηδικά δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη σοφιστική σκέψη; Είναι πράγματι μια αμφίδρομη σχέση που έχει πάντα ο στοχαστής με την κοινωνία που τον περιβάλλει. Δέχεται τις επιρροές της και ταυτόχρονα την επηρεάζει.
Η ανάπτυξη της κοσμολογικής σκέψης που μεταθέτει το επίκεντρο του κόσμου από τον Όλυμπο στα στοιχεία της φύσης, το ύδωρ, τον αέρα, το πυρ, βρίσκει φυσιολογική προέκταση στην περαιτέρω μετάθεση του κέντρου από την απρόσωπη φύση στο άτομο. Η μετάθεση αυτή ήταν σταδιακή. Οι παλαιότεροι Μιλήσιοι κοσμολόγοι δεν συνέδεαν απ’ ευθείας τον κόσμο με τον άνθρωπο. Αλλά ο Ηράκλειτος βλέπει τις νομοτέλειες σε έναν κόσμο που περιλαμβάνει και τον άνθρωπο. Και η ανθρωποκεντρική τάση εκδηλώνεται ακόμη πιο ξεκάθαρα στον Αναξαγόρα. Γεννάται έτσι το πρόβλημα για τη σύνδεση του ανθρώπου με τον κόσμο.
Όταν ο Ιπποκράτης ανοίγει νέους ορίζοντες στη μελέτη του ανθρωπίνου σώματος, εκφράζει αυτήν ακριβώς την μετακίνηση από τον κόσμο στον άνθρωπο. Αυτό που στο πεδίο της πολιτικής σκέψης κάνουν οι σοφιστές.
Σε μια κοινωνία όπου ο αστικός πληθυσμός αυξάνει, όπου το δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά διευρύνεται ακόμη και στους θήτες, τους άκληρους κωπηλάτες του στόλου, όπου ο αγρότης-παραγωγός έχει ολοένα μικρότερο μερίδιο στην οικονομία από τον έμπορο και τον μεταφορέα, τα παλιά μέτρα που ίσχυαν στη ζωή της πολιτείας αναθεωρούνται.
Οι σοφιστές δεν ήταν πια κοσμολόγοι. Έπιαναν κατ’ ευθείαν το κεντρικό πρόβλημα που έθεταν οι νέες αυτές συνθήκες της ζωής της πόλης, δηλαδή τη σχέση της πολιτείας με τον πολίτη. Γι’ αυτό και πολλοί απ’ αυτούς καλλιεργούσαν με ιδιαίτερη επιμέλεια την τέχνη της ρητορικής. Τέχνη αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τον εκδημοκρατισμό της πολιτείας, αφού πια κυβερνούσε άλλοτε άμεσα, άλλοτε έμμεσα ο δήμος.
Από την κοσμολογία στη φιλοσοφία δεν ήταν μακρύς ο δρόμος. Ούτε από τη ρητορική στη «σοφιστεία» που έδωσε την κακή φήμη πως αποσκοπούσε «τον ηττονα λογον κρεισσονα ποιειν». Αλλά αυτή η στρέβλωση που και στην αρχαιότητα τόσο κατηγορήθηκε και περιφρονήθηκε, ήταν μόνο μια πλευρά της άνθησης της σοφιστικής. Επικεντρώνοντας τη σκέψη στον άνθρωπο ως πολίτη βεβαίως δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη του ανθρώπου ως μόνου μέτρου. Στην προέκτασή της η ρήση ότι πάντων μέτρον είναι ο άνθρωπος οδηγούσε στον ατομικισμό και στη διάβρωση της πολιτικής συνείδησης του ατόμου ως μέλους μιας κοινωνίας οργανωμένης σε πολιτεία. Όσο και αν ήταν όμως επικίνδυνη η διάβρωση αυτή συνεισέφερε ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο, δηλαδή τον προβληματισμό για τη φύση του ανθρώπου.
Φΰση του ανθρώπου… έννοια κεντρική στην ιστορική σκέψη του Θουκυδίδη. Αυτή η περιήγηση από τον Ηράκλειτο στον Ιπποκράτη σκοπό είχε ακριβώς να προετοιμάσει τον αναγνώστη για το τελευταίο κεφάλαιο, όπου γίνεται εκτενέστερα λόγος για τη σημασία που έχει στη σκέψη του Θουκυδίδη η έννοια «το ανθρωπειον», δηλαδή η ανθρώπινη φύση.
Πράγματι την έννοια τη δανείστηκαν οι σοφιστές κατά κάποιον τρόπο από τη νεογέννητη ιατρική επιστήμη, Και στάθηκαν μπροστά στο ερώτημα, αν η ανθρώπινη φύση είναι δεδομένη και αμετάβλητη ή αν είναι δεκτική «παιδείας». Τη θέληση να εκπαιδευθεί το άτομο, κυρίως ως πολίτης, τη συμμερίζονται όλοι ως επιθυμητή. Υπάρχει όμως πάντοτε η αμφιβολία, αν και σε ποιό μέτρο η εκπαίδευση αυτή μπορεί να κατισχύσει πάνω στη φύση του ανθρώπου. Μπορεί ο Σωκράτης να πίστευε ότι «ουδεις εκων κακός», άρα ότι η αρετή στην έννοια της εποχής εκείνης μπορεί να διδαχθεί. Αλλά ο ίδιος ο Πλάτων μετά την προσωπική του σικελική εμπειρία αναγνωρίζει στην 7η επιστολή πόσο στενά είναι τα περιθώρια που έχει η παιδεία για να αλλάξει ή έστω να επηρεάσει την ανθρώπινη (ρύση. Σ’ αυτό το σημείο συναντάται η σκέψη του Θουκυδίδη με την εμπειρία του Πλάτωνος.
Συστατικό στοιχείο της φύσης του ανθρώπου όμως είναι αυτό που διαπιστώνει ο Θουκυδίδης, δηλαδή η επιθυμία για εξουσία, για δύναμη. Μια διαπίστωση που διατρέχει όλη την ιστορική αφήγησή του. Αλλά ο πόθος για εξουσία έτσι όπως τον διαπιστώνει ωμά ο Θουκυδίδης, είναι κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις παραδεδεγμένες αξίες και ειδικότερα με αυτό που στα παλαιότερα χρόνια οι Έλληνες αποκαλούσαν «δίκη», ένα μέτρο δικαιοσύνης που, έστω και αν δεν το τηρούσαν στην πράξη, αποτελούσε πάντως αναπόσπαστο τμήμα της θεολογικής μυθολογίας τους. Από την ώρα που αυτή επικαλύπτεται σταδιακά, παραγκωνίζεται από τη νέα κοσμολογική αλλά και ανθρωπολογική σκέψη, η επιθυμία για την εξουσία γίνεται ασύδοτο στοιχείο της δημόσιας ζωής μέσα και ανάμεσα στις πόλεις.
Έχει και την περαιτέρω προέκτασή της αυτή η διαπίστωση. Γιατί από τη στιγμή που ο νόμος ή τα ήθη της πολιτείας έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση με αυτό που εθεωρείτο θείος νόμος ή «δικη», η σχετικότητα των αξιών οδηγεί και το μεμονωμένο πια άτομο στην αμφισβήτηση της αξίας και των νόμων της πολιτείας. Ατομικισμός, σχετικισμός καταλήγουν σ’ αυτό που θα λέγαμε σήμερα «αμοραλισμό». Και ουσιαστικά σημαδεύει το τέλος μιας εποχής που είδε την άνθηση στο διάστημα της Πεντηκονταετίας αλλά βαθμιαία κατέληξε στον κυνισμό και την αγριότητα της αλληλοκαταστροφής του Μεγάλου Πολέμου.
Το ελληνικό πνεύμα δεν έσβυσε μ’ αυτό τον πόλεμο. Αντίθετα γνώρισε μια ακόμη πιο σημαντική εμβάθυνση με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και όσους τους ακολούθησαν. Η πόλις όμως, όπως ιδανικά την είχε αναπτύξει και την είχε καμαρώσει ο Περικλής, δεν υπήρχε πια. Δικαιολογημένα είχε πει ο Χέγκελ πως «το πτηνό της σοφίας αρχίζει το πέταγμά του στο σούρουπο». Η ιστορία που μας αφηγείται ο Θουκυδίδης παρουσιάζει ακριβώς αυτό το ηλιοβασίλεμα.
Το Διακρατικό Περιβάλλον
Ο αιώνας που άρχισε με αλλεπάλληλες, περίλαμπρες νίκες των Ελλήνων κατά των Περσών τελείωσε βρίσκοντας τον ελληνικά κόσμο ρημαγμένο από τον πόλεμο, τους δε Πέρσες ουσιαστικά ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων.
Μπορεί ο αιώνας αυτός να οδήγησε την ελληνική τέχνη σε ανεπανάληπτες κορυφές. Την ελληνική πολιτική πράξη όμως την οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Στο πολιτικό επίπεδο ο δρόμος είχε πια ισοπεδωθεί για να ανοίξει σε μερικές δεκαετίες για τους Μακεδόνες με την εντελώς διαφορετική αντίληψη για την πολιτεία και την πολιτική πρακτική.
Θα περίμενε κανείς ότι η αίσθηση του υπέρτατου κίνδυνου της περσικής εισβολής, η κοινή προσπάθεια όλων -με λίγες εξαιρέσεις- των ελληνικών πόλεων να αποκρουσθεί η εισβολή και η απροσδόκητα θριαμβευτική επιτυχία της κοινής προσπάθειας θα διαμόρφωναν στον ελληνικό χώρο ένα νέο πολιτικό σκηνικό, όπου η κοινότητα του κινδύνου, της προσπάθειας και της νίκης θα οδηγούσαν στην υπέρβαση των παλιών αντιθέσεων και εχθροτήτων ανάμεσα στις πόλεις και στην οργάνωση του ελληνικού χώρου σε μια διαφορετική πολιτική βάση. Αντί γι’ αυτό όμως δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός «διπολικού» θα λέγαμε σήμερα συστήματος δυνάμεων ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη προορισμένου να οδηγήσει στη μεγάλη συμφορά του Πελοποννησιακού πολέμου. Από τοπικές και περιορισμένες που ήταν πριν τα Μηδικά οι διαφορές και ενίοτε οι συγκρούσεις ανάμεσα στις πόλεις, άρ χισαν στο διάστημα του 5ου αιώνα να παίρνουν συνέχω ευρύτερες διαστάσεις.
Η απελευθέρωση των πόλεων της Ιωνίας μετά τις μεγάλες συγκρούσεις με τους Πέρσες στην ηπειρωτική Ελλάδα έγινε μεν από τους Σπαρτιάτες υπό τον Παυσανία, αλλά η σκέψη της υπερπόντιας επέκτασης δεν ταίριαζε στο σπαρτιατικό συντηρητισμό. Το κενό έσπευσε πρόθυμα να καλύψει η Αθήνα. Οι δυο πρωταγωνιστές της μεγάλης νίκης κατά των Περσών τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους, η Αθήνα προς τη θαλασσοκρατορία, η Σπάρτη, βασισμένη στη χερσαία της δύναμη, προς τη διαφύλαξη και ενίσχυση της θέσης της στο χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδος.
Δεν πρόλαβαν να περάσουν είκοσι χρόνια από τα Μηδικά και η Αθήνα προχωρεί στη δημιουργία της πρώτης συμμαχίας με τις ιωνικές πόλεις. Η Σπάρτη ανήσυχη παρακολουθεί την ενίσχυση της αθηναϊκής δύναμης που στα 465 π.Χ. νικά στόλο και στρατό των Περσών στον Ευρυμέδοντα, ενώ η Σπάρτη δεν μπορεί να συνέλθει από το μεγάλο σεισμό και τον 3ο Μεσσηνιακό πόλεμο.
Η Αθήνα νομίζει πως είναι πια κυρίαρχος του παιχνιδιού στην Ελλάδα, καταγγέλλει τη συμμαχία με τη Σπάρτη το 461 π.Χ. και συμμαχεί με το Άργος, πατροπαράδοτο εχθρό της Σπάρτης. Η απάντηση της Σπάρτης είναι σε πεδίο οικείο γι’ αυτήν, στην ξηρά. Η συμμαχία της Σπάρτης με τη Θήβα απειλεί την Αθήνα με ένα δεύτερο μέτωπο στα βόρεια. Μια πενταετής ανακωχή δείχνει ότι και οι δυο δυνάμεις διστάζουν να προχωρήσουν στη μεγάλη ρήξη μεταξύ τους. Νέα μεγάλη νίκη των Αθηναίων κατά των Περσών στην Κύπρο το 449 π.Χ. οδηγεί στην Ειρήνη του Καλλία τον επόμενο χρόνο με την οποίαν οι ιωνικές πόλεις εξασφαλίζουν την αυτονομία τους υπό την ψιλή πια μόνο κυριαρχία του περσικού κράτους. Η Αθήνα μπορεί να σφίξει τώρα πιο γερά τους «συμμαχικούς» δεσμούς με τις ιωνικές πόλεις και να εξασφαλίσει ουσιαστικά την ηγεμονία σ’ όλο σχεδόν το Αιγαίο.
Σ’ αυτή την κρίσιμη για την περαιτέρω πορεία του Ελληνισμού στιγμή έρχεται η πρωτοβουλία του Περικλή να συγκαλέσει μια πανελλήνια διάσκεψη για να εξασφαλισθεί οριστικά η ειρήνη, να εμπεδωθεί η ασφάλεια των θαλασσίων συγκοινωνιών και να επουλωθούν τα τραύματα των αλλεπαλλήλων ενδοελληνικών συγκρούσεων. Φυσικά αυτό ήταν κυρίως μια διπλωματική κίνηση που αποσκοπούσε τελικά στην πανηγυρική αναγνώριση της αθηναϊκής πρωτοκαθεδρίας στον ελληνικό χώρο. Και βεβαίως η Σπάρτη δεν θα βρισκόταν σε άνετη θέση σε μια τέτοια πολυμερή διάσκεψη. Αρνήθηκε λοιπόν να συμμετάσχει και η διάσκεψη ματαιώθηκε. Η Σπάρτη προτίμησε να κάνει ακόμη μια προσπάθεια για να εξασθενήσει την Αθήνα υποθάλποντας την εγκατάσταση ολιγαρχικού καθεστώτος στη Βοιωτία και προκαλώντας την αποστασία της Εύβοιας και των Μεγάρων από την αθηναϊκή συμμαχία, για να φθάσει τέλος και σε εισβολή στην Αττική αναγκάζοντας έτσι τους Αθηναίους να συνάψουν τριακονταετή ειρήνη. Ειρήνη, θα μπορούσε κανείς να πει, ισόρροπη, γιατί ουσιαστικά αναγνώριζε την κυριαρχική θέση της Αθήνας στη θάλασσα και αντίστοιχα της Σπάρτης στην Πελοπόννησο. Ισόρροπη, αλλά εύθραυστη.
Στην εύθραυστη φύση αυτής της ισορροπίας συνέτεινε και το γεγονός ότι στην πολιτική σκηνή δεν έπαιζαν μόνον οι δυο μεγάλοι πρωταγωνιστές-ανταγωνιστές, Αθήνα και Σπάρτη. Υπήρχε και πλήθος άλλων μικρών κομπάρσων, με διαφορετικό ο καθένας βαθμό σημασίας εμπορικής ή στρατιωτικής και διαφορετική εξάρτηση από τους δυο μεγάλους. Μέσα σε ένα «διπολικό» πολιτικό σύστημα, όπου όμως οι δυο μεγάλες δυνάμεις δεν ασκούσαν απόλυτη εξουσία, η πληθώρα αυτή των μικρών άφηνε ευρύ πεδίο για αποστασίες, νέες συμμαχίες, μετατόπιση της αντιπαλότητας των μεγάλων σε άλλους χώρους, ακόμη και σε χώρους όπου οι ίδιοι οι μεγάλοι δεν είχαν άμεσα συμφέροντα. Έδινε έτσι στο όλο σύστημα μια αστάθεια επικίνδυνη. Αν θέλαμε να το παραλληλίσομε με τη δική μας εποχή -αν και όλοι οι παραλληλισμοί αυτού του είδους είναι συχνά αμφισβητήσιμοι- θα βρίσκαμε ίσως μια αναλογία με το διπολικό σύστημα της μέχρι προ δεκαετίας εποχής, όπου ιδίως ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος αποτελούσε το κύριο πεδίο αναμέτρησης και τριβής ανάμεσα στις δυο Υπερδυνάμεις.
Αν όμως αυτή ήταν η εικόνα στον κυρίως ελληνικό χώρο, υπήρχε και ο άλλος παραμεθόριος χώρος που εκτεινόταν στους βαρβάρους. Ο Περδίκκας, ας πούμε, της Μακεδονίας έπαιζε φυσικά σαν Έλληνας το ρόλο του στον ελληνικό χώρο, ρόλο όμως οριακό γιατί στα άλλα σύνορά του είχε να κάνει με βάρβαρα φύλα που έπρεπε να τα συνυπολογίζει στην ελληνική του πολιτική. Ο Σιτάλκης πάλι της Θράκης, καίτοι βάρβαρος, είχε και αυτός πότε άμεση, πότε έμμεση συμμετοχή στα ελληνικά πράγματα. Και δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι για τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της μιας ή της άλλης ελληνικής πόλης, μικρής ή μεγάλης, η σύμπραξη και η συμμαχία με κάποιο βάρβαρο μονάρχη εναντίον μιας άλλης ελληνικής πόλης δεν χαρακτηριζόταν ως ηθικά απαράδεκτη.
Στα όρια του ελληνικού κόσμου υπήρχαν εκτός από τα διάφορα βάρβαρα φύλα και άλλες δυο μεγάλες, μη ελληνικές δυνάμεις, οι Καρχηδόνιοι και οι Ετρούσκοι. Και τους μεν Ετρούσκους τους είχε ήδη από το 474 π.Χ. απωθήσει ο Συρακούσιος Ιέρων, οι δε Καρχηδόνιοι στις μικρές πόλεις της δυτικής Σικελίας δεν αποτελούσαν παρά τοπικό κυρίως εχθρό, έπαιξαν όμως και αυτές το ρόλο τους, όταν οι Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδος μετέφεραν τον πόλεμο στη Σικελία.
Έμενε τέλος η μεγάλη δύναμη της εποχής, η Περσία. Ούτε η αποτυχία της περσικής εισβολής στην ηπειρωτική Ελλάδα, ούτε αργότερα οι ήττες των περσικών δυνάμεων στον Ευρυμέδοντα και στην Κύπρο ήταν πραγματικά αποφασιστικές, ώστε να εξαλείψουν τον περσικό κίνδυνο. Έγινε το αντίθετο. Την υπεροχή που κέρδισαν οι Έλληνες με τα όπλα την έχασαν με τους ενδοελληνικούς πολέμους. Όχι μόνο εξασθενούσε η μία ελληνική πόλη την άλλη με τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά προσέφευγαν και οι δυο μεγάλες παρατάξεις στους Πέρσες για να ζητήσουν βοήθεια, στρατιωτική ή πολιτική. Δεν χρειαζόταν πολύ για να καταλάβουν οι Πέρσες ότι πολύ απλούστερη και ανέξοδη αλλά και αποτελεσματική τακτική γι’ αυτούς ήταν να συνδαυλίζουν τους Έλληνες στο να πολεμούν ο ένας τον άλλον και να γίνουν τελικά αυτοί οι κύριοι του παιχνιδιού. Έπαιξαν ένα πολύ επιτήδειο διπλωματικό παιχνίδι και χωρίς να εμπλακούν στρατιωτικά βρέθηκαν στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων. Στο σημείο πάντως αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω σχετικά με τις συνεργασίες με βάρβαρα φύλα, η σύμπραξη, άμεση ή έμμεση, με τους Πέρσες δεν εθεωρείτο σαν κάποιο στίγμα «προδοτικό», όπως θα το βλέπαμε ίσως σήμερα. Αδιάφορο αν σε διάφορες αγορεύσεις και ρητορείες κατηγορούσαν υποκριτικά πότε οι μεν και πότε οι δε τη συνεργασία με τους Πέρσες. Άλλωστε πόσοι και πόσοι επιφανείς Έλληνες της εποχής, σαν τον ίδιο το Θεμιστοκλή, δεν είχαν καταφύγει στην αυλή του Μεγάλου Βασιλέως. Μήπως και ο Αλκιβιάδης, αφού σε κάποια από τις πολλές φάσεις της πολυκύμαντης πολιτικής του καριέρας έδινε πολύτιμες συμβουλές στους Πέρσες πώς θα προξενήσουν μεγαλύτερο κακό στους Αθηναίους, δεν έγινε ξανά δεκτός με τιμή και εξουσία στην Αθήνα;
Μέσα σ’ αυτό το θολό και ρευστό διακρατικό σκηνικό ξετυλίγεται επί μια γενιά το δράμα του Πελοποννησιακού πολέμου για να καταλήξει σε μια πύρρειο νίκη της Σπάρτης, αφού κατόρθωσε μεν να καταβάλει το μεγάλο αντίπαλο, την Αθήνα, αλλά, εξουθενωμένη και εκείνη από την πολύχρονη πολεμική προσπάθεια, κατέληξε να δεχθεί τη λεγόμενη Ανταλκίδειο Ειρήνη, που πιο σωστά ονομάστηκε Ειρήνη του Βασιλέως. Ήταν ειρήνη που επέβαλε περισσότερο ο αλληλοσπαραγμός των Ελλήνων παρά η δύναμη των Περσών.
Στο εσωτερικό των πόλεων
Το χαλαρό διπολικό σύστημα στις διακρατικές σχέσεις ενείχε, όπως αναφέρθηκε, αστάθεια και ρευστότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά έκανε ακόμη πιο έντονα η απόκλιση που είχε λάβει η εξέλιξη στο εσωτερικό των πόλεων. Και αντίστροφα, η εσωτερική πορεία των πόλεων – ιδιαίτερα των δυο μεγάλων πρωταγωνιστών-ανταγωνιστών – έδινε ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στις διαφορές τους στο διακρατικό πεδίο.
Θα ήταν υπερβολική σχηματοποίηση η αναγωγή της διαφορετικής πορείας που πήραν στο εσωτερικό τους οι ελληνικές πόλεις στα «ιωνικά» ή «δωρικά» τους χαρακτηριστικά αντίστοιχα. Δεν αποτελούσαν μόνο τα ιωνικά ή δωρικά φύλα τον Ελληνισμό. Άλλωστε και δωρικές αποικίες απέκτησαν σε αρκετές περιπτώσεις «ιωνικά» χαρακτηριστικά. Είναι όμως γεγονός ότι η μικρασιατική Ιωνία, ανοιχτή <κη θάλασσα και το εμπόριο, στην επικοινωνία με άλλες πόλεις αλλά και με άλλους λαούς, Λυδούς, Μήδους, Πέρσες, δημιουργική στις τέχνες και ανήσυχη στην αναζήτηση ιδεών, αντιπροσώπευε έναν κόσμο διαφορετικό από εκείνον της Σπάρτης. Η Αθήνα, με το βλέμμα στραμμένο πιο πολύ στο Αιγαίο παρά στα ηπειρωτικά της σύνορα προς τη Βοιωτία ή τη Μεγαρίδα, ήταν πιο έτοιμη να δεχθεί ιωνικές επιρροές, παρ’ όλο που από τα μέσα του 6ου αιώνα η. Ιωνία υποτάχθηκε πολιτικά στους Πέρσες. Αυτό προσέδωσε και στην εσωτερική πολιτική ζωή της Αθήνας την κινητικότητα που δεν είχε ποτέ η Σπάρτη.
Η εσωτερική οργάνωση της πολιτείας στην Αθήνα προχώρησε με αλλεπάλληλες όσο και τολμηρές μεταρρυθμίσεις από τον Δράκοντα στον Σόλωνα και από τον Σόλωνα, προς τις δεκαετίες της τυραννίδας του Πεισιστράτου, στον Κλεισθένη. Με τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη που καθιέρωσαν την ισονομία και θεμελίωσαν τη δημοκρατική διακυβέρνηση της πόλης η Αθήνα απέδειξε στην ώρα της περσικής εισβολής ότι ήταν σε θέση με αυτό τον τρόπο διακυβέρνησης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μια μεγάλης ιστορικής δοκιμασίας. Προχώρησε έτσι μετά τα Μηδικά ακόμη πιο αποφασιστικά στην ολοκλήρωση της δημοκρατίας. Με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή το 462π.Χ. το κέντρο βάρους των πολιτικών αποφάσεων μετατίθεται προς τη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου, ενώ λίγα χρόνια αργότερα διευρύνεται η πολιτική βάση με την αναγνώριση πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων και στους ζευγίτες. Είναι αλήθεια ότι, ακόμη και με αυτές τις μεταρρυθμίσεις, η δημοκρατία στην Αθήνα απέχει από τη σημερινή μας αντίληψη περί δημοκρατίας (δουλεία π.χ.), δεν παύει όμως να είναι το πιο προοδευτικό από όλα τα πολιτικά συστήματα του καιρού του.
Η Σπάρτη αντίθετα ζει υπό διαφορετικές συνθήκες και παίρνει άλλο δρόμο. Ολιγάριθμη και κλειστή κοινωνία και πολιτεία, που εξαπλώθηκε πολεμικά στον περίγυρό της (Μεσσηνιακοί πόλεμοι), αισθάνεται την ανάγκη να περιφρουρηθεί από εξωτερικές επιρροές. Η ψυχολογία του στρατοπέδου διαποτίζει όλη τη νοοτροπία της. Οι νεωτερισμοί είναι επικίνδυνοι, οι νόμοι που διέπουν το πολίτευμα εξακολουθούν στις βασικές αρχές τους να ισχύουν από τον καιρό του Λυκούργου που γύρω στα 700 π.Χ. διατύπωσε τη «Μεγάλη Ρήτρα».
Η στατικότατα της σπαρτιατικής πολιτείας και η κινητικότητα της αθηναϊκής είναι συνυφασμένες και με τα δημογραφικά τους προβλήματα. Οι Σπαρτιάτες παραμένουν ολιγάριθμοι και οι πόλεμοι επιβάλλουν κάθε τόσο φόρο αίματος. Οι Αθηναίοι αντίθετα διευρύνουν σταδιακά τον κύκλο εκείνων που συμμετέχουν στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων. Η απόκλιση της εσωτερικής τάξης πραγμάτων ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη γίνεται ολοένα πιο έντονη.
Η προεξάρχουσα θέση που κατέλαβαν ιδίως μετά τους περσικούς πολέμους η Αθήνα και η Σπάρτη και ο διπολισμός, όπως προαναφέρθηκε, του διακρατικού συστήματος οδήγησε και σε πόλωση των εσωτερικών μορφών διακυβέρνησης των άλλων ελληνικών πόλεων. Το πρότυπο της αθηναϊκής πολιτείας βρήκε απήχηση σε πολλές πόλεις, άλλες με διαμορφωμένη από παλαιότερα δημοκρατική νοοτροπία, όπως το Άργος, άλλες επηρεασμένες έμμεσα ή άμεσα από το υπόδειγμα της Αθήνας. Το πρότυπο της σπαρτιατικής πολιτείας αντίθετα ήταν πολύ πιο δύσκολο ή μάλλον αδύνατο να το αντιγράψουν άλλες πολιτείες. Η αυστηρότητα που χαρακτήριζε όχι απλώς το σπαρτιατικό πολίτευμα αλλά το σπαρτιατικό ήθος δεν προσφερόταν σε απομιμήσεις, ούτε καν κακέκτυπες. Κατά κανόνα όμως το καθεστώς των περισσοτέρων φίλων της Σπάρτης ήταν η ολιγαρχία, αλλά κι αυτή ακόμη μάλλον σαν αντίθεση προς τη δημοκρατία του αθηναϊκού προτύπου, παρά ως μίμηση του σπαρτιατικού.
Ο διπολισμός όμως του διακρατικού συστήματος εμπλέκεται και συνδέεται με τα χρόνια όλο και στενότερα με το διπολισμό των εσωτερικών καθεστώτων. Έτσι, σε γενικές γραμμές, η ολοένα εντεινόμενη αντιπαράθεση Αθήνας-Σπάρτης εκτρέφει και μια αντίστοιχη αντιπαλότητα δημοκρατίας-ολιγαρχίας στον ελληνικό χώρο Και αντίστροφα οι αντιθέσεις δημοκρατικών-ολιγαρχικών μέσα στις πόλεις καταλήγουν στο να στρέψουν και την εξωτερική τους πολιτική είτε προς την Αθήνα είτε προς τη Σπάρτη.
Η διασύνδεση της εσωτερικής με την εξωτερική πολιτική ενός κράτους δεν είναι φαινόμενο άγνωστο και στα χρόνια μας. Το είδαμε στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου στο πολύμορφο μέτωπο του Τρίτου Κόσμου. Στην Ελλάδα όμως του 5ου αιώνα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, γιατί δημιουργούσε αυτό που λένε στη φυσική «θετική ανάδραση», όπου ο δράση του ενός παράγοντος, αντί να συγκροτεί και να ελέγχει, αντίθετα ενισχύει και εντείνει τη δράση του άλλου και οδηγεί έτσι το όλο σύστημα – φυσικό ή πολιτικό – σε αποσταθεροποίηση.
Πράγματι ο μεγάλος ελληνικός πόλεμος ξεκίνησε όχι με την επιθετικότητα της μιας ή της άλλης από τις δυο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, αλλά από τις εσωτερικές διαμάχες στη μακρυνή Επίδαμνο (το σημερινό Δυρράχιο) που ήταν αποικία των Κερκυραίων οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν αρχικά άποικοι των Κορινθίων. Όταν οι δημοκρατικοί της Επιδάμνου εξόρισαν τους ολιγαρχικούς και οι τελευταίοι συμμάχησαν με βαρβάρους για να ανατρέψουν το καθεστώς στην Επίδαμνο, οι δυο πλευρές στράφηκαν οι μεν προς τους Κερκυραίους, οι δε προς τους Κορινθίους και, όπως θα λέγαμε σήμερα, το πρόβλημα διεθνοποιήθηκε. Και η διεύρυνση της διεθνοποίησης κατέληξε να εμπλέξει τις δυο μεγάλες δυνάμεις, Αθήνα και Σπάρτη. Βέβαια πίσω απ’ αυτή την αλληλουχία των γεγονότων ο Θουκυδίδης βλέπει την «αληθεστατην προφασιν, αφανεστατην δε λογω», που ήταν ο συναγωνισμός ισχύος των δυο μεγάλων, και πιο συγκεκριμένα η ανησυχία της Σπάρτης για την αύξηση της αθηναϊκής ισχύος. Είναι όμως γεγονός ότι, μπορεί μεν ο διπολισμός του διακρατικού συστήματος να ήταν η θεμελιώδης αιτία του πολέμου, ο συνυφασμένος όμως με αυτόν διπολισμός των εσωτερικών καθεστωτικών σχημάτων πυροδότησε τη σύγκρουση.
Από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει η ατελείωτη σειρά των εσωτερικών συγκρούσεων μέσα στις ελληνικές πόλεις σε άμεση συνάρτηση με τις πολεμικές επιχειρήσεις των εμπολέμων. Εξ αρχής, ακόμη και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος μεταξύ των μεγάλων, η υποκίνηση αναταραχής ή ανατροπής στο εσωτερικό του αντιπάλου μπαίνει στα σχέδιά τους. Και όπως, συμβαίνει στις εμφύλιες συγκρούσεις, έλαβε τις πιο σκληρές και άγριες μορφές και στο τέλος με τα λόγια του Θουκυδίδη «παν ουτως ειπειν το ελληνικον εκινηθη».
Η εξωτερική πολιτική
Η εικόνα που σε πολύ γενικές γραμμές προσπάθησαν να δώσουν τα δυο προηγούμενα κεφάλαια δεν είχε φυσικά σκοπό να εξιστορήσει την πορεία προς τον πόλεμο και τη διαδρομή του. Ήταν απλώς μια περιγραφή της πολυσύνθετης πραγματικότητας, του ποικιλόμορφου τοπίου μέσα στο οποίο ασκήθηκε η εξωτερική πολιτική και η διπλωματία της εποχής, όπως τουλάχιστον την περιγράφει ο Θουκυδίδης. Με τις σελίδες που ακολουθούν θα ολοκληρωθεί η περιγραφή του γενικού πλαισίου της εποχής, για να καταστεί δυνατή στη συνέχεια, στο δεύτερο μέρος, η επισήμανση εκείνων των στοιχείων που ξεχωρίζουν για την επικαιρότητά τους, των βαθυτέρων εκείνων σκέψεων που διατυπώνει ο Θουκυδίδης. Σκέψεων που έχουν και σήμερα και θα εξακολουθήσουν να έχουν και αύριο τη σημασία τους για όσους ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική.
Σε τούτο το κεφάλαιο γίνεται η διάκριση ανάμεσα στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής και τη διπλωματία, γιατί/ πολύ συχνά στην καθημερινή χρήση των λέξεων ταυτίζονται η μία με την άλλη. Πρόκειται όμως στην ουσία για δυο αλληλένδετες μεν αλλά πάντως ξεχωριστές λειτουργίες της πολιτείας. Η εξωτερική πολιτική είναι ευθύνη και προνόμιο της πολιτικής ηγεσίας. Αυτή χαράζει και καθορίζει τους στόχους του κράτους στις σχέσεις του με τις άλλες μονάδες της διεθνούς κοινωνίας. Η υλοποίηση της πολιτικής αυτής με τους πιο πρόσφορους τρόπους είναι ευθύνη και καθήκον της διπλωματίας. Είναι αλήθεια πως όχι μόνο στον καιρό του Θουκυδίδη αλλά και επί πολλούς αιώνες οι δυο αυτές λειτουργίες δύσκολα ή καθόλου δεν μπορούσαν να διακριθούν. Μόνο στους νεότερους χρόνους, όταν άρχισε να αναπτύσσεται και να καθιερώνεται η μόνιμη, επαγγελματική διπλωματική υπηρεσία, ξεχώρισαν σαφέστερα. Στη σημερινή μας όμως εποχή, με την ευχέρεια που έχουν οι πολιτικές ηγεσίες να επικοινωνούν απ’ ευθείας μεταξύ τους σε σχεδόν διαρκή βάση, οι έννοιες αυτές αρχίζουν και πάλι να συγχέονται. Παρά ταύτα η εννοιολογική διάκριση αναμεταξύ τους δεν παύει να είναι χρήσιμη.
α. Η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής
Εφ’ όσον η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής αποτελεί προνόμιο και ευθύνη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, είναι φυσικό ότι ανάλογα με το πολίτευμα κάθε πόλης-κρά- τους της εποχής εκείνης λειτουργούσαν και οι διαδικασίες με τις οποίες γινόταν η χάραξη αυτή. Στο δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας π.χ. τις μεγάλες αποφάσεις για την κατεύθυνση των εξωτερικών πραγμάτων της χώρας τις έπαιρνε η Εκκλησία του Δήμου. Αυτό το σύστημα επέτρεπε την ευρύτερη συζήτηση και δημόσια ενίοτε διαφωνία πάνω στις μεγάλες γραμμές της εξωτερικής πολιτικής. Στη Σπάρτη αντίθετα οι αποφάσεις ήταν ουσιαστικά στα χέρια των Εφόρων, που ήταν μεν αιρετοί άρχοντες, αλλά που τελικά αποφάσιζαν στον κλειστό τους κύκλο.
Το πιο ανοιχτό δημοκρατικό σύστημα της Αθήνας άφηνε περιθώριο για εκτεταμένες και ουσιαστικές συζητήσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Λιγότερο ίσως όσο στην Αθήνα επικρατούσε η «ενος ανδρος αρχη», δηλ. του Περικλή, αν και συναντούσε και εκείνος αντιρρήσεις και αντιθέσεις στην πολιτική του. Μετά το θάνατό του πάντως έγι- ναν για ορισμένες κρίσιμες αποφάσεις σοβαρές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Μια από τις πιο ουσιαστικές ήταν ανάμεσα στον Κλέωνα και τον Διόδοτο, αν θα έπρεπε οι αθηναϊκές δυνάμεις να σφάξουν τους αποστάτες Μυτιληναίους τους οποίους είχαν συλλάβει. Και ενώ δυο μέρες πριν είχε επικρατήσει η σκληρή άποψη του Κλέωνα, η δημόσια συζήτηση στην Εκκλησία κατέληξε τελικά στην άποψη που υποστήριξε ο Διόδοτος, να μην εκτελεσθούν οι αποστάτες και στάλθηκε ολοταχώς νέο πλοίο στη Μυτιλήνη για να προλάβει να αναιρέσει την προηγούμενη σκληρή απόφαση.
Μια άλλη περίπτωση δημόσιας συζήτησης για σοβαρό πολιτικο-στρατιωτικό θέμα αναφέρεται με δόση ειρωνείας από τον Θουκυδίδη. Όταν η επιχείρηση κατά των Σπαρτιατών που είχαν παγιδευθεί στη Σφακτηρία ήταν μετέωρη, ο μεν Νικίας συνεβούλευε για γενικότερους πολίτικους λόγους να αποσυρθούν τα αθηναϊκά στρατεύματα. Ο δε Κλέων αντίθετα επέμενε να συνεχισθεί πάση θυσία η επιχείρηση. Όταν ο Νικίας παραιτήθηκε από τη στρατηγία, οι Αθηναίοι πίεζαν τον Κλέωνα να αναλάβει αυτός, πράγμα που ο ίδιος προτιμούσε να αποφύγει. Οι Αθηναίοι τελικά τον ανάγκασαν να δεχθεί, γιατί, όπως δηκτικά γράφει ο Θουκυδίδης, σκέφτηκαν πως αν αποτύγχανε θα ήταν αφορμή να τον ξεφορτωθούν και αν πετύχαινε τότε θα είχαν κατορθώσει να αιχμαλωτίσουν τους Λακεδαιμονίους.
Από τις πιο ουσιαστικές δημόσιες συζητήσεις για μεγάλο πολιτικοστρατιωτικό θέμα ήταν ανάμεσα στον Νικία και τον Αλκιβιάδη σχετικά με τη σικελική εκστρατεία. Κατέληξε να πεισθούν οι Αθηναίοι από τη ρητορική του Αλκιβιάδη να αναλάβουν την καταστρεπτική εκείνη επιχείρηση.
Ουσιαστική ήταν επίσης η δημόσια αντιπαράθεση ανάμεσα στον Ερμοκράτη και τον Αθηναγόρα στις Συρακούσες, όταν μπροστά στο ενδεχόμενο της αθηναϊκής εισβολής ο πρώτος συμβούλευε την αντίσταση, ενώ ο δεύτερος τον συμβιβασμό.
Οι δημόσιες αυτές συζητήσεις δεν ήταν προνόμιο μόνο της δημοκρατικής Αθήνας. Και σε άλλες πολιτείες γινόταν το ανάλογο. Οι Κερκυραίοι π.χ. πριν αρχίσει ο μεγάλος πόλεμος έκαναν δημόσια συζήτηση για τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσουν και μετά τη συζήτηση επακολούθησε ψηφοφορία που αποφάσισε να συμμαχήσουν μεν με την Αθήνα, αλλά να επιδιώξουν να κρατήσουν φιλικές σχέσεις και με τη Σπάρτη.
Και στην ίδια τη Σπάρτη ακόμη, η μεγάλη απόφαση να κηρυχθεί ο πόλεμος κατά των Αθηναίων πάρθηκε με δημόσια συζήτηση στη συνέλευση του λαού. Είχαν ακουστεί προηγουμένως οι Κορίνθιοι που είχαν στείλει πρέσβεις για να ξεσηκώσουν τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο. Είχαν ακουστεί όμως και Αθηναίοι πρέσβεις που «έτυχε» δήθεν να βρίσκονται εκεί. Και αφού απομακρύνθηκαν οι ξένοι, έγινε μια εκτεταμένη συζήτηση ανάμεσα στον βασιλέα Αρχίδαμο και τον έφορο Σθενελαΐδα. Ο πρώτος κατευναστικός, ο δεύτερος πολεμοχαρής. Και πάλι με δόση ειρωνείας εξηγεί ο Θουκυδίδης ότι ο Σθενελαΐδας, επειδή ήταν έφορος, έβαλε το θέμα σε ψηφοφορία δια βοής και προσποιήθηκε ότι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιά μερίδα πλειοψηφούσε και, αλλάζοντας το βασικό ερώτημα που ήταν «πόλεμος ή όχι», το διατύπωσε «αν οι Αθηναίοι είχαν ή όχι καταπατήσει τις συνθήκες» και θεώρησε ότι η πλειοψηφία συμφωνούσε με τον τρόπο αυτό να κηρυχθεί ο πόλεμος.
Η πρακτική αυτή να ακούγονται δημόσια και ξένοι πρέσβεις πριν τη λήψη μεγάλων αποφάσεων έχει μια ενδιαφέρουσα ιδιομορφία που σήμερα ίσως μας ξενίζει. Εκείνο όμως που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι ξένοι πρέσβεις παρουσίαζαν τις απόψεις τους πρώτα σε μια ολιγομελή επιτροπή η οποία και συνέτασσε ένα «προβούλευμα», μια γνωμοδότηση δηλαδή πριν το θέμα καταλήξει στην αρμόδια ολομέλεια.
Αυτό ήταν λίγο-πολύ το πολιτικό πλαίσιο που καθόριζε τις κεντρικές γραμμές της εξωτερικής πολιτικής που εκαλείτο κατόπιν να εφαρμόσει η διπλωματία.
β. Η διπλωματική πρακτική
Η διπλωματία που εκαλείτο πια να εφαρμόσει τις βασικές πολιτικές αποφάσεις είχε τον καιρό εκείνο δυο σημαντικές διαφορές από τη σημερινή. Πρώτον, δεν υπήρχε μόνιμη κεντρική υπηρεσία που να την καθοδηγεί στην εφαρμογή της. Δεύτερον, δεν υπήρχαν μόνιμοι διπλωμάτες που να αναλαμβάνουν στο εξωτερικό την υλοποίηση των αποφάσεων αυτών.
Μια ακόμη ουσιωδέστερη διαφορά ήταν ότι δεν υπήρχε διαμορφωμένο σε corpus αυτό που αποκαλούμε σήμερα «διεθνές δίκαιο». Το διακρατικό όμως σύστημα λειτουργούσε με βάση κάποιας, αόριστης έστω, κοινής θρησκευτικής αντίληψης, για την ιερότητα π.χ. των σπονδών και των όρκων. Αν και συχνά η επίκλησή τους γινόταν απλώς ως υποκριτικό πρόσχημα. Πολλές είναι οι αναφορές στο κείμενο του Θουκυδίδη για συζητήσεις και επιχειρηματολογίες για το δίκαιο ή όχι κάποιας διεθνούς ενέργειας. Μήπως όμως και σήμερα, παρ’ όλη την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου στους τελευταίους αιώνες, δεν εξακολουθούν οι ασάφειες και οι αμφισβητήσεις;
Τις διπλωματικές αποστολές ανελάμβαναν οι απεσταλμένοι που ορίζονταν κάθε φορά επί τούτω, αν και σε μερικές περιπτώσεις τα πρόσωπα αυτά επιφορτίζονταν εκ με παρόμοια αποστολή, αν είχαν αποκτήσει κάποια ή μη εμπειρία. Οι Σπαρτιάτες μάλιστα φρόντιζαν να αναθέτουν τις αποστολές σε πρόσωπα με κάποια ειδική πείρα ανάλογα με το αντικείμενο της αποστολής. Συνήθως τις διπλωματικές αποστολές αναλάμβαναν γηραιότεροι πολίτες, εξ ου και η λέξη «πρέσβεις». Κατά κανόνα δε ήταν δυο, τρεις ή και περισσότεροι οι απεσταλμένοι, εξ ου και η λέξη «πρέσβεις» δεν είχε ενικό. (Το σημερινό «πρέσβης» είναι νεότερη κατασκευή. Ο ενικός που σπάνια χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης ήταν «πρεσβευτής»). Ανάλογα με την περίσταση, επιλέγονταν πρόσωπα που να είναι συμπαθή στην άλλη πλευρά, εφ’ όσον φυσικά υπήρχε η πρόθεση να καταλήξει το όποιο διάβημά τους σε θετικό αποτέλεσμα. Γιατί υπήρχαν και περιπτώσεις, όπου η αποστολή των πρέσβεων γινόταν μόνο σαν πρόφαση καλής θέλησης, χωρίς την πρόθεση να διευθετηθεί το εκκρεμές θέμα.
Οι πρέσβεις είχαν ασυλία στην πόλη όπου τους έφερνε η αποστολή τους. Κατά κανόνα στο τέλος της αποστολής τους εξέθεταν τα όσα είχαν πει, ακούσει και πράξει. Εννοείται ότι υπήρχε πάντα ο κίνδυνος γι’ αυτούς να κατηγορηθούν ότι απέτυχαν στην αποστολή τους και να καταλήξουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, γιατί ήταν εύκολες τότε οι κατηγορίες για προδοσία, δωροδοκία κλπ.
Διαφορετική ήταν η περίπτωση των «κηρύκων» που είχαν περιορισμένη αποστολή να διαβιβάσουν κάποιο μήνυμα και όχι να διαπραγματευθούν. Αυτοί δεν είχαν ασυλία, αν και κατά κανόνα γίνονταν σεβαστοί.
Ακόμη πιο διαφορετική ήταν η θέση των «προξένων» που έμοιαζαν περισσότερο με τους συγχρόνους μας επιτίμους-αμίσθους προξένους, γιατί ήταν εντόπιοι που αναλάμβαναν να φροντίζουν τα συμφέροντα των υπηκόων της πόλης που τους ανέθετε τα προξενικά καθήκοντα. Γι’ αυτούς μάλιστα γίνονταν ανάμεσα στις πόλεις και ειδικές προξενικές συμβάσεις, οι «συμβολές». Εννοείται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις και οι πρόξενοι ανελάμβαναν και ορισμένες διπλωματικές αποστολές.
Η πρακτική της τότε διπλωματίας περιελάμβανε πολλές μεθόδους. Πολύ συχνή ήταν η πρόταση για διαιτησία, άλλοτε με διαιτητές κοινής επιλογής, άλλοτε με κοινή προσφυγή τη γνώμη του Μαντείου των Δελφών – αν και δεν έχαιρε ιδιαίτερης φήμης η αμεροληψία του. Η πρόταση για την επίλυση κάποιας διαφοράς με διαιτησία αποτελούσε τουλάχιστον ένδειξη πως υπήρχε διάθεση για κάποια σοβαρή διαπραγμάτευση, ενώ όταν παρουσιάζονταν μόνον απαιτήσεις χωρίς ταυτόχρονη πρόταση διαιτησίας, αυτό εθεωρείτο σαν απαίτηση για υποταγή της άλλης πλευράς. (Κάτι ανάλογο δεν βλέπομε και σήμερα από τουρκικής πλευράς;)
Το γεγονός ότι οι περισσότερες πόλεις συνδέονταν μεταξύ τους με συμμαχικούς δεσμούς στα δυο αντίπαλα στρατόπεδα, επέβαλλε να γίνεται κατά περίπτωση και κάποια διαβούλευση μεταξύ των συμμάχων. Οι Αθηναίοι, όταν είχαν δημιουργήσει την πρώτη ευρύτατη συμμαχία μετά τα Μηδικά, είχαν προβλέψει και συνέλευση των συμμάχων, ψηφοφορίες και κοινό ταμείο στη Δήλο. Με τα χρόνια όμως η συμμαχία εξελίχθηκε σε αθηναϊκή ηγεμονία, το ταμείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα και η φωνή των συμμάχων ακουγόταν όλο και λιγότερο.
Τα χρόνια που περιγράφει ο Θουκυδίδης ήταν όλα χρόνια πολέμου. Παρ’ όλα αυτά όμως ήταν και μια εποχή έντονης διπλωματικής δραστηριότητας. Είτε για να προκαλέσει ο ένας αποστασίες ανάμεσα στους συμμάχους του άλλου, είτε για να προσεταιρισθεί νέους συμμάχους, είτε για να εκφοβίσει τους δικούς του συμμάχους, έπρεπε να ασκεί διπλωματία. Μάλιστα με την αρχή των πολεμικών γεγονότων η διπλωματία των εμπολέμων στράφηκε αμέσως και προς τους βαρβάρους και ακόμη εντονότερα προς τους Πέρσες με αποτέλεσμα να γίνουν τελικά οι Πέρσες οι ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων.
Μέσα στις διπλωματικές δραστηριότητες συχνή ήταν η διαπραγμάτευση για κάποια ανακωχή, σε ορισμένες περιπτώσεις παρατεταμένη, για να δοθεί ο χρόνος να γίνει διαπραγμάτευση για μια οριστική ειρήνη. Είναι ενδιαφέρον ότι τα κείμενα αυτών των συνθηκών ειρήνης ήταν λεπτομερειακά και καθόριζαν, ανάλογα με την περίπτωση, και θέματα εδαφικά, εμπορικά, επικοινωνίας, καταγγελίας κλπ. Και η συνήθεια ήταν να καταγράφονται σε στήλες που να τοποθετούνται π.χ. στους Δελφούς, στην Ολυμπία και στις συμβαλλόμενες πόλεις. Όταν μάλιστα οι Αθηναίοι κατήγγειλαν την ειρήνη με τους Σπαρτιάτες και ξανάρχισαν τον πόλεμο, χάραξαν κάτω από το κείμενο της συνθήκης και τους λόγους για τους οποίους την κατήγγειλαν.
Αυτό σε γενικές γραμμές ήταν το θεσμικό και το λειτουργικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφωνόταν τότε η εξωτερική πολιτική, οι τρόποι της εφαρμογής της και τα πρόσωπα που την χειρίζονταν.
Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ο Θουκυδίδης γράφει την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου. Εξετάζει τις αφορμές και τα βαθύτερα αίτιά του, περιγράφει με λεπτομέρεια τις στρατιωτικές συγκρούσεις που έγιναν, παραθέτει την πολιτική που ακολούθησε η κάθε εμπόλεμη ή ουδέτερη πλευρά, σκιαγραφεί τις προσωπικότητες που καθόρισαν την πορεία του πολέμου. Γράφει δηλαδή για γεγονότα που εκτυλίχθηκαν μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.
Δεν είναι όμως μόνο ιστορικός. Είναι ταυτόχρονα ένας πολιτικός στοχαστής. Γι’ αυτό εξ αρχής επισημαίνει ότι παρόμοια θα εξακολουθήσουν να γίνονται, γιατί έτσι είναι η (ρύση του ανθρώπου. Προεκτείνει την αφήγηση του ιστορικού στη διάσταση του πολιτικού στοχαστή.
Σε μια Αθήνα της εποχής όπου ο δημόσιος βίος βρισκόταν στο επίκεντρο της σκέψης, ο πολιτικός στοχασμός και προβληματισμός δεν μπορούσε να λείψει. Η ανάδειξη της Αθήνας σε μεγάλη δύναμη στη θάλασσα και σε μακρυνές γωνιές του ελληνικού χώρου αποτελεί πρόκληση για τέτοιο στοχασμό. Ταυτόχρονα οι σοφιστές που έχουν συρρεύσει στην Αθήνα προσφέρουν με τη διδασκαλία τους ερεθίσματα για μια βαθύτερη θεώρηση των πολιτικών φαινομένων. Έτσι ο Θουκυδίδης, ενώ το αντικείμενό του είναι η εξιστόρηση ιστορικών φαινομένων που από τη φύση τους είναι παροδικά, οδηγείται στην αντιμετώπιση των φαινομένων αυτών από μια σκοπιά που ξεπερνάει το εφήμερο στοιχείο των γεγονότων και αναζητεί εκείνα τα στοιχεία που μέσα από τη ρευστότητα της ιστορικής εξέλιξης αναδεικνύονται σαν μονιμότερα συστατικά της κάθε πολιτικής πράξης και σκέψης και παραμένουν πάντοτε επίκαιρα. Στην υπογράμμιση αυτών ακριβώς των στοιχείων επικεντρώνεται τούτο το κύριο μέρος.
Αργότερα ο Πλάτων, που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο, έζησε τις συνέπειές του, απέκτησε και ο ίδιος τη σύντομη πολιτική του εμπειρία στη Σικελία, στοχάζεται και αυτός για την πολιτεία και τη θέση του ατόμου μέσα σ’ αυτήν. Στρέφεται όμως προς το πολιτικό «δέον», ενώ ο Θουκυδίδης είχε στραφεί προς το πολιτικό «είναι». Η πικρή πείρα της υλικής καταστροφής και της ηθικής φθοράς του πολέμου φέρνει τον Πλάτωνα στη διατύπωση μιας πολιτικής πρότασης που κατ’ αυτόν θα έπρεπε να ισχύσει για να αποτρέψει την επανάληψη αυτής της μεγάλης συμφοράς σ’ όλο τον ελληνικό χώρο. Στραμμένη προς ένα μελλοντικό «δέον» η σκέψη του έχει ένα στοιχείο αισιοδοξίας πως μια μέρα ο άνθρωπος μπορεί να φθάσει στο ιδεατό σημείο μιας πολιτείας, όπως την σκέπτεται. Ο Θουκυδίδης σαν ιστορικός εξετάζει το «είναι» που τόσο επώδυνα έζησε και ο ίδιος, ξεπερνάει το εφήμερο στοιχείο των όσων προσωπικά είδε να γίνονται και ξεχωρίζει εκείνα τα στοιχεία που μέσα από τη δική του εμπειρία πιστεύει ότι αποτελούν και θα αποτελούν το μόνιμο υπόβαθρο της πολιτικής ζωής.
Ξεχωρίζοντας σήμερα μέσα από το έργο του Θουκυδίδη αυτά τα μόνιμα στοιχεία διαπιστώνομε πόσα απ’ αυτά εξακολουθούν να καθορίζουν και σήμερα την πολιτική ζωή. Εμφανίζουν πολλές πτυχές, άσχετες συχνά μεταξύ τους. Μερικές απ’ αυτές τις πτυχές προσπαθεί να παρουσιάσει με κάθε συντομία τούτη η εργασία.
Αναφέρεται στη σημασία που έχει ο οικονομικός παράγων σε κάθε πολιτική ενέργεια, κάτι που σήμερα μπορεί να μας φαίνεται αυτονόητο, ως την εποχή όμως του Θουκυδίδη δεν είχε καν επισημανθεί από τους ιστορικούς.
Αναφέρεται κατόπιν σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό θέμα, στις βασικές μορφές της διπλωματικής επιχειρηματολογίας που δεν έπαψαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται.
Εξετάζει κατόπιν το ρόλο που έπαιξε η δημαγωγία, ο λαϊκισμός, το πολιτικό κόστος ή όφελος ή όπως αλλιώς θέλομε να το ονομάσομε, φαινόμενο πολύ γνωστό και στις μέρες μας.
Παρουσιάζει τις τρομερές συνέπειες των εμφυλίων συγκρούσεων, συνέπειες όχι μόνο υλικές αλλά κυρίως ηθικές και ψυχικές που τις είδαμε και στη γενιά μας.
Και καταλήγει στις πολλές αναφορές του Θουκυδίδη στη φύση του πολέμου και, αναπόσπαστα συνδεδεμένη μ’ αυτήν, τη (ρύση του ανθρώπου. Από τις διαφορετικές αυτές σκοπιές αν διαβάσομε το κείμενο του Θουκυδίδη, θα δια- πιστώσομε πόσο ένας ιστορικός που έγραψε πριν από δυό- μισυ χιλιάδες χρόνια εξακολουθεί να είναι πάντοτε επίκαιρος
1. Η οικονομία
Η εξιστόρηση των γεγονότων ενός μεγάλου πολέμου θα ήταν φυσικό, όχι μόνο για έναν ιστοριογράφο του 5ου αι. π.Χ. αλλά και για πολύ νεότερους, να εστιάζεται στα μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα: μάχες και πολιορκίες, ρητορείες των πολιτικών και αποφάσεις των συνελεύσεων, ανακωχές και συνθήκες ειρήνης. Ο Θουκυδίδης όμως βλέπει ότι πέρα απ’ αυτά τα φανερά σε όλους γεγονότα υπάρχει και ένας άλλος παράγων που καθορίζει σε μεγάλο μέτρο τις τύχες ενός πολέμου: ο οικονομικός παράγων. Σε μας σήμερα φαίνεται αυτονόητο ότι στρατηγική και οικονομική πολιτική είναι αλληλένδετες. Ούτε οι υπεύθυνοι πολιτικοί άνδρες στον καιρό του Θουκυδίδη το αγνοούσαν. Ο Θουκυδίδης όμως είναι εκείνος που έρχεται να το εκφράσει, να το εντάξει μέσα στις γενικότερες πληροφορίες που μας δίνει για τον πόλεμο. Ανατρέχοντας και σε παλαιότερους χρόνους υπογραμμίζει τη σημασία της οικονομίας στην εξωτερική και στρατιωτική πολιτική.
Πολλές από τις πληροφορίες που δίνει σχετικά με τους οικονομικούς υπολογισμούς των εμπολέμων αναφέρονται σε συγκεκριμένες πολεμικές ενέργειες και έχουν, ας πούμε, τακτική σημασία. Σημειώνει π.χ. ότι τα έξοδα για την κινητοποίηση του αθηναϊκού στόλου και για τη πολιορκία της Ποτίδαιας ήταν πολύ μεγάλο οικονομικό βάρος για την Αθήνα. Παραθέτει μάλιστα και συγκεκριμένους λογαριασμούς για τις δαπάνες που απαιτούσαν οι διάφορες μοίρες του αθηναϊκού στόλου που μία ήταν στην Αττική, Εύβοια και Σαλαμίνα, άλλη παρέπλεε τα πελοποννησιακά παράλια και άλλη στην Ποτίδαια. Μας λέει πόσοι ήταν οι οπλίτες που απασχολούσε η πολιορκία της Ποτίδαιας, πόση ήταν η ημερησία αποζημίωση για τον οπλίτη και πόση για τον υπηρέτη του. Σε άλλη περίπτωση ο Διόδοτος συνιστά στους Αθηναίους να μην επιδιώξουν την εκπόρθηση της Μυτιλήνης γιατί και πολυδάπανη υπόθεση θα είναι και τελικά θα αφήσει στους Αθηναίους μια κατεστραμμένη πόλη.
Πιο αξιοπρόσεκτες όμως είναι οι παρατηρήσεις για γενικότερους, μακροπρόθεσμους οικονομικούς παράγοντες με στρατηγική πλέον σημασία. Στις αρχές του πολέμου ο Περικλής εξηγεί στους Αθηναίους τη διαφορά ανάμεσα στην αθηναϊκή και τη σπαρτιατική οικονομία για να δείξει πόσο η Αθήνα ξεκινάει τον πόλεμο υπό καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Είναι η εποχή που πράγματι η Αθήνα έχει περάσει σε μια άλλη φάση της οικονομίας, στη χρηματική οικονομία. Έχει συσσωρευμένα σημαντικά χρηματικά αποθέματα στο ταμείο της συμμαχίας, το οποίον άλλωστε είχε από χρόνια φροντίσει ο Περικλής να μεταφέρει από την επισφαλή Δήλο στην ασφαλή Αθήνα (κι ας τον κατηγόρησαν ότι ξόδεψε τα χρήματα για τον καλλωπισμό της Αθήνας). Αυτά τα χρηματικά αποθέματα είναι που συντηρούν τον πόλεμο, εξηγεί ο Περικλής. Κάνει την αντιπαράθεση με τη σπαρτιατική οικονομία που είναι βασισμένη κυρίως στην αγροτική παραγωγή και παρατηρεί ότι οι Σπαρτιάτες θα χρειάζονται κάθε φορά καιρό για να συγκεντρώσουν τα ποσά που θα απαιτήσει μια νέα πολεμική επιχείρηση και έτσι θα χάνουν χρόνο, που είναι τόσο πολύτιμο στοιχείο στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Ανάλογες είναι και οι παρατηρήσεις που κάνουν οι Μυτιληναίοι προς τους Σπαρτιάτες σχετικά με τη στρατηγική που ακολουθούν οι τελευταίοι. Στις αρχές του πολέμου η σπαρτιατική στρατηγική εστιαζόταν σε ετήσιες επιδρομές στην Αττική για να καταστρέφουν τις σοδειές των Αθηναίων. Οι Μυτιληναίοι σωστά παρατηρούν ότι με τη στρατηγική αυτή δεν μπορούν να καμφθούν οι Αθηναίοι, γιατί αντλούν τους πόρους τους από αλλού, συγκεκριμένα από τον ευρύτατο χώρο που τους εξασφαλίζει η θαλασσοκρατορία τους. Αν θέλουν οι Λακεδαιμόνιοι να γονατίσουν την Αθήνα, πρέπει να στραφούν προς τα σημεία εκείνα από όπου αυτή εξασφαλίζει την οικονομική της δύναμη. Δίνουν μ’ αυτό τον τρόπο στους Λακεδαιμονίους να καταλάβουν πόσο αναποτελεσματικός είναι ο στενά ηπειρωτικός τους προσανατολισμός στη διεξαγωγή του πολέμου και πόσο η πολεμική προσπάθεια απαιτεί το συνυπο- λογισμό των μακροπρόθεσμων οικονομικών παραγόντων.
Αυτή είναι μια αλήθεια που από την αρχή της εξιστόρησής του διατυπώνει ο Θουκυδίδης. Υποδηλώνει δε όχι μόνο την εξάρτηση της πολεμικής ισχύος από την οικονομική ακμή, αλλά και το αντίστροφο: ότι δηλαδή η πολεμική ισχύς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη. Σημειώνει συγκεκριμένα ότι, όταν ο πόλεμος με τους Αιγινήτες ανάγκασε τους Αθηναίους να κατασκευάσουν ισχυρότερο στόλο με τη συμβουλή του Θεμιστοκλή, η Αθήνα απέκτησε τη βάση την οποία μετά τα Μηδικά αξιο- ποίησε για να γίνει η μεγάλη ναυτική δύναμη σ’ όλο το Αιγαίο και πέρα απ’ αυτό. Εξασφάλισε έτσι το πλεονέκτημα στην αρχή του πολέμου έναντι της Σπάρτης.
Η σημασία που αποδίδει ο Θουκυδίδης στην οικονομία σε ό, τι αφορά τη διεξαγωγή ενός πολέμου παρουσιάζεται ανάγλυφα, όταν πηγαίνοντας πολύ πίσω στην ιστορία ανατρέχει ούτε λίγο ούτε πολύ στον Τρωικό πόλεμο. Παραμερίζοντας τους μύθους που ήταν συνδεδεμένοι με τον πόλεμο εκείνο που τόσο πλούσια αφηγήθηκε ο Όμηρος, ο Θουκυδίδης κάνει μια πολύ προσγειωμένη ανάλυση. Παρατηρεί πρώτα απ’ όλα ότι, αν ο Αγαμέμνων ηγήθηκε της εκστρατείας, αυτό οφειλόταν απλούστατα στο ότι ήταν ο οικονομικά ισχυρότερος από τους άλλους ηγεμόνες. Επισημαίνει όμως κατόπιν ότι η δεκάχρονη πολιορκία της Τροίας δεν δικαιολογείται από την οχύρωση ή την αντίσταση των Τρώων. Οφείλεται, κατά τον Θουκυδίδη σε έναν καθαρά οικονομικό λόγο: ότι δηλαδή το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα δεν διέθετε αρκετά μέσα για να συντηρήσει μια συνεχή πολεμική προσπάθεια. Οι Έλληνες μετά την απόβαση στην Τροία, έστησαν ένα στρατόπεδο και άρχισαν να καλλιεργούν τη γη ή να επιδίδονται σε πειρατεία και μόνο κατά διαστήματα εξασφάλιζαν τα μέσα για να δοκιμάσουν για μια ακόμη φορά την εκπόρθηση της Τροίας.
Σκέψεις όλες αυτές ρηξικέλευθες για την εποχή του. Σκέψεις που δίνουν στο κείμενο του Θουκυδίδη μια πνευματική φρεσκάδα που τον φέρνει κοντά στο σήμερα με όλα του τα προβλήματα. Ποιός θα περίμενε να βρει μια οικονομική ανάλυση τόσο προσγειωμένη για μια μυθική εκστρατεία που όλοι συνηθίσαμε να τη βλέπομε μόνο με τα μάτια του τυφλού ποιητή και όχι με το οξύ βλέμμα του πρωτοπόρου ιστορικού;
2. Η διπλωματική επιχειρηματολογία
Είναι ίσως κάποια επαγγελματική διαστροφή που μου υπαγορεύει τούτο το κεφάλαιο, και μάλιστα σχετικά εκτενές. Αλλά η ανάπτυξη της διπλωματικής επιχειρηματολογίας σε διάφορες περιπτώσεις, όπως μας τη δίνει ο Θουκυδίδης, είναι κάτι που φωτίζει από μια άλλη γωνία τον επίκαιρο και για σήμερα χαρακτήρα του κειμένου του Θουκυδίδη.
Γράψει σε μια εποχή, όπου με τους σοφιστές η ρητορική έχει αναχθεί σε υψηλό επίπεδο. Πολύ περισσότερο που η όποια επιχειρηματολογία έπρεπε να παρουσιάζεται συνήθως σε κάποιο πολυμελές αιρετό σώμα ή και σε ολόκληρο το δήμο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα γίνονταν παράπλευρα και άλλες αθόρυβες, παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις. Αλλά το κείμενο του Θουκυδίδη ενδιαφέρει ιδιαίτερα γιατί αποδίδει ανάγλυφα τα βασικά χαρακτηριστικά που διέκριναν την πολιτική-διπλωματική σκέψη των πρωταγωνιστών.
Σε πολλά σημεία της αφήγησής του ο Θουκυδίδης παραθέτει την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν πολιτικοί ρήτορες ή διπλωματικοί διαπραγματευτές είτε για να πείσουν συμμάχους ή υποψήφιους συμμάχους να βοηθήσουν, είτε για να τους συγκρατήσουν από αποστασία, είτε για να πείσουν τους αντιπάλους να πάψουν την αντίστασή τους, είτε ακόμη και για να πείσουν τους συμπολίτες τους να επιχειρήσουν ή να ματαιώσουν κάποια ενέργεια. Πότε σε ευθύ λόγο, πότε έμμεσα παρουσιάζονται τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η κάθε πλευρά, ανάλογα με την περίσταση. Εκεί φαίνεται η οξυδέρκεια με την οποίαν ο Θουκυδίδης ξέρει να διακρίνει τις αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν τους λόγους των ομιλητών.
Παρ’ όλο που ο ίδιος μας έχει προειδοποιήσει πως τα όσα εκθέτει δεν αποτελούν αυτολεξεί απόδοση των όσων ελέχθησαν, είναι τόσο σαφώς διατυπωμένα που ο σημερινός αναγνώστης δεν θα δυσκολευθεί να παραλληλίσει τα όσα είχαν λεχθεί από τους διπλωματικούς απεσταλμένους της εποχής εκείνης με όσα επιχειρήματα ακούμε σήμερα σε ποικίλες διπλωματικές επαφές και αντιπαραθέσεις.
Οι τρεις βασικοί τύποι διπλωματικής επιχειρηματολογίας, όπως παρουσιάζονται στο κείμενο, είναι:
– «Το συμφέρον σας είναι να κάνετε αυτό που σας ζητάμε»
– «Εμείς έχομε το δίκαιο με το μέρος μας, ενώ οι αντίπαλοί μας αδικούν»
– «Εμείς είμαστε οι πιο δυνατοί, άρα επιβάλλομε τη θέλησή μας»
Τρεις μορφές επιχειρηματολογίας που χρησιμοποιούνται πότε αποκλειστικά, πότε σωρευτικά στις διάφορες διαπραγματεύσεις ή άλλες διπλωματικές επαφές.
Ας πάρομε από ένα παράδειγμα από κάθε μορφή, και μάλιστα από την περίοδο πριν αρχίσει η μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα σε Αθήνα και Σπάρτη, όταν ακόμη οι μικρές δυνάμεις, Κέρκυρα και Κόρινθος, επιδίωκαν να διευρύνουν τον πόλεμο, η κάθε μια εις όφελος της. Είναι άλλωστε η εποχή αυτή, αρχή της μεγάλης κρίσης, πιο πρόσφορη σε ανάπτυξη διπλωματικής επιχειρηματολογίας, γιατί αργότερα, όσο εκτραχύνεται ο πόλεμος, η διπλωματία παίζει αναγκαστικά πιο περιορισμένο ρόλο.
Είχαν αρχίσει οι εχθροπραξίες ανάμεσα σε Κορινθίους και Κερκυραίους με αφορμή την υπόθεση της Επιδάμνου. Και οι δυο εμπόλεμοι έβλεπαν πως μόνοι τους δεν μπορούσαν να εκβιάσουν λύση σύμφωνα με τα σχέδιά τους. Ήταν ανάγκη και για τις δυο πόλεις να αναζητήσουν συμμάχους ή/και να παρεμποδίσουν τον αντίπαλο από του να βρει ξένη βοήθεια. Φυσικά οι Κερκυραίοι στράφηκαν προς την Αθήνα που ήταν η μεγάλη ναυτική δύναμη, οι δε Κορίνθιοι τους ακολούθησαν από κοντά για να παρεμποδίσουν την αθηναϊκή βοήθεια. Και μπροστά στην Εκκλησία του Δήμου παρουσίασαν και οι δυο πρεσβείες τα επιχειρήματά τους.
Τον πρώτο από τους τρεις τύπους επιχειρηματολογίας χρησιμοποίησαν επιδέξια οι Κερκυραίοι.
Ξεκινούν με μια θεμελιώδη τοποθέτηση. Ότι όσοι ζητούν βοήθεια πρέπει να πείσουν ότι αυτό που ζητούν είναι συμφέρον ή πάντως δεν είναι επιζήμιο για εκείνους από τους οποίους ζητούν τη βοήθεια. Και τονίζουν ότι ακριβώς αυτό συμβαίνει με το αίτημα της Κερκύρας για συμμαχία με την Αθήνα. Κρίνουν σκόπιμο να δημιουργήσουν στους Αθηναίους ευνοϊκή εντύπωση παραδεχόμενοι το λάθος τους, ότι δηλαδή στο παρελθόν δεν είχαν θελήσει να συνάψουν συμμαχία με την Αθήνα και -με δόση υποκρισίας- ομολογούν πως αυτό που άλλοτε νόμιζαν φρόνηση αποδεικνύεται τώρα από τα πράγματα πως ήταν αφροσύνη, και μιλούν για ευγνωμοσύνη που θα οφείλουν στους Αθηναίους.
Προχωρούν όμως κυρίως στην ανάπτυξη του βασικού τους επιχειρήματος πως δηλαδή η συμμαχία Κερκυραίων- Αθηναίων θα είναι επωφελής για τους τελευταίους. Στηρίζουν το επιχείρημα κυρίως στο γεγονός ότι οι ίδιοι διαθέτουν μεγάλη ναυτική δύναμη στο Ιόνιο που αν συνδυασθεί με την υπεροπλία των Αθηναίων θα αποτελέσει ακαταμάχητη δύναμη στην περίπτωση που βλέπουν να έρχεται ενός μεγάλου πολέμου της Αθήνας με τη Σπάρτη. Ρίχνουν μάλιστα επιδέξια και το δέλεαρ πως η ενδεχόμενη αύξηση της αθηναϊκής ναυτικής παρουσίας στη Δύση ανοίγει το δρόμο για μια επέκταση της Αθήνας μέχρι και τη Σικελία. Δέλεαρ που δεν άφησε ασυγκίνητους τους Αθηναίους.
Επεκτείνονται και στην περίπτωση που οι Αθηναίοι θα αρνηθούν τη συμμαχία με την Κέρκυρα, για να δείξουν ότι αυτό θα έχει επιζήμιες συνέπειες για την Αθήνα. Γιατί, τονίζουν, η Κόρινθος έχει μεγάλη επιρροή στη Σπάρτη. Οι Λακεδαιμόνιοι περιμένουν μια αφορμή για να πολεμήσουν την Αθήνα και την αφορμή αυτή μπορούν να τους τη δώσουν οι Κορίνθιοι, αν φανεί πως η Αθήνα δειλιάζει να βοηθήσει την Κέρκυρα. Χαρακτηρίζουν τον πόλεμο της Κορίνθου και της Κερκύρας σαν μια προετοιμασία του πολέμου Σπάρτης-Αθήνας. Συνεπώς η Αθήνα έχει κάθε λόγο να ενεργήσει προληπτικά.
Δεν παραλείπουν να αναφέρουν και τα νομικά τους επιχειρήματα. Το ένα είναι ότι οι Κορίνθιοι δεν δέχθηκαν τη διαιτησία που τους πρότεινε η Κέρκυρα. Το άλλο είναι – αρνητικά – ότι συμμαχώντας μαζί τους οι Αθηναίοι δεν θα παραβούν τις σπονδές της Τριακονταετούς Ειρήνης, που απαγόρευαν τον προσεταιρισμό μιας πόλης που είναι ήδη σύμμαχος μιας άλλης, γιατί η Κέρκυρα δεν ήταν σύμμαχος κανενός.
Κατά κάποιον τρόπο όμως τα νομικά επιχειρήματα χρησιμοποιούνται επικουρικά. Και οι Κερκυραίοι επανέρχονται στο επιχείρημα του συμφέροντος, δηλαδή ότι, πρώτον, οι Κορίνθιοι είναι κοινοί εχθροί και, δεύτερον, ότι συμφέρον της Αθήνας είναι να συμμαχήσει με μια σημαντική ναυτική δύναμη όπως η Κέρκυρα.
Καταλήγουν επισημαίνοντας πως η αθηναϊκή Εκκλησία καλείται να αποφασίσει πιο πολύ για τα συμφέροντα της Αθήνας παρά της Κερκύρας.
Διαμετρικά αντίθετη είναι η παρουσίαση που κάνουν οι Κορίνθιοι. Χαρακτηριστικό δείγμα του δευτέρου τύπου επιχειρηματολογίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Στηρίζονται σε νομικά – ή νομικιστικά – επιχειρήματα ότι, πρώτον, σύμφωνα με την Τριακονταετή Ειρήνη η Αθήνα έχει συμμαχία με την Κόρινθο, ενώ με την Κέρκυρα δεν έχει καμμιά συμβατική υποχρέωση. Δεύτερον, ότι η Κέρκυρα δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που έχει ως παλαιά αποικία της Κορίνθου. Και τρίτον, ότι η Κέρκυρα πρότεινε μεν διαιτησία στην Κόρινθο, αλλά αφού είχε ήδη αρχίσει την πολιορκία της Επιδάμνου, οπότε η διαιτησία – κατά τους Κορινθίους – δεν θα είχε πια νόημα.
Εννοείται ότι αυτή η νομική επιχειρηματολογία διανθίστηκε με έντονες επιθέσεις κατά των Κερκυραίων, σχεδόν υβρεολόγιο. Ότι δηλ. δεν είχαν ως τώρα συμμάχους για να μην έχουν μάρτυρες των κακουργημάτων τους, ότι θέλουν να είναι οι ίδιοι κριτές των κακών τους πράξεων, ότι δεν μιλούν από αρετή αλλά από κακία, ότι είναι βίαιοι, ότι είναι πλεονέκτες.
Αυτή την αδέξια τοποθέτηση την κορυφώνουν με δυο άλλα, εξ ίσου αναποτελεσματικά επιχειρήματα. Πρώτον, ότι ακόμη και αν η Κόρινθος είχε άδικο, η Κέρκυρα θα έπρεπε να δώσει τόπο στην οργή. Και δεύτερον, ότι η Αθήνα οφείλει ευγνωμοσύνη στην Κόρινθο, γιατί κάποτε πριν τα Μηδικά, πριν από πολλές δηλαδή δεκαετίες, είχε βοηθήσει την Αθήνα με είκοσι πλοία κατά των Αιγινητών.
Ούτε μια λέξη για να υπαινιχθούν έστω στους Αθηναίους το συμφέρον τους να βοηθήσουν την Κόρινθο, όπως αντίθετα έκαναν οι Κερκυραίοι.
Φυσικά οι Αθηναίοι ζυγίζοντας τα πράγματα με γνώμονα το δικό τους συμφέρον προχώρησαν σε επιμαχία, δηλαδή σε αμυντική συμφωνία με την Κέρκυρα, γιατί είχαν πεισθεί ότι ο πόλεμος με τους Πελοπονησίους ήταν αναπόφευκτος, ότι η ναυτική δύναμη της Κέρκυρας θα ήταν πράγματι χρήσιμη και τέλος ότι η Κέρκυρα θα αποτελούσε ενδεχομένως χρήσιμο σημείο εξόρμησης προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.
Είναι ενδιαφέρον ότι λίγο αργότερα, όταν η σύγκρουση Αθήνας-Κορίνθου εκδηλώθηκε με τα γεγονότα στην Ποτίδαια, οι Λακεδαιμόνιοι κάλεσαν τους συμμάχους τους για να εξετάσουν την κατάσταση. Οι Κορίνθιοι μιλώντας στη συνέλευση του λαού στη Σπάρτη έδωσαν κάπως περισσότερη, αλλά πάντως όχι πολύ πειστική έμφαση στα περί συμφέροντος της Σπάρτης να πολεμήσει την Αθήνα, τονίζοντας κυρίως ότι ο καλύτερος τρόπος να εξασφαλίσει κάποιος την ειρήνη είναι να δείχνει αποφασισμένος να μην τον αδικούν. Έρριξαν όμως όλο το βάρος της αγόρευσής τους σε μια οξεία επίθεση κατά των Σπαρτιατών των οποίων ζητούσαν τη συμμαχία. Και τί δεν τους είπαν! Ότι ενώ πολέμησαν γενναία τους Πέρσες, αδιαφορούν για τον κίνδυνο της Αθήνας που είναι πλησιέστερος, ότι αντίθετα με τους καινοτόμους, επινοητικούς και ταχείς Αθηναίους οι Σπαρτιάτες είναι διατακτικοί, ότι δεν βλέπουν τίποτε πέρα από τη συντήρηση των όσων έχουν, ότι είναι αναβλητικοί, ότι δεν έχουν ευρείς ορίζοντες, αλλά ούτε την αυταπάρνηση και τόλμη των Αθηναίων. Αφήνουν και τον υπαινιγμό ότι θα μπορούσαν να αναζητήσουν και αλλού συμμάχους. Η ωμή αυτή επίθεση κατά του ίδιου του σπαρτιατικού συστήματος σκοπό είχε φυσικά να ερεθίσει και να σπρώξει τους Σπαρτιάτες στην απόφαση να πολεμήσουν. Δεν ήταν πάντως η αναποτελεσματική κορινθιακή επιχειρηματολογία που έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της εξόδου της Σπάρτης στον πόλεμο.
Αμέσως κατόπιν επακολουθεί η παρουσίαση του τρίτου τύπου επιχειρηματολογίας. Ετυχε, υποτίθεται, να βρεθούν τότε στη Σπάρτη Αθηναίοι πρέσβεις «για άλλο λόγο», όπως λέει ο Θουκυδίδης. Ζήτησαν να παρουσιασθοΰν και αυτοί στη συνέλευση του λαού για να παρουσιάσουν τις αθηναϊκές απόψεις. Μίλησαν βέβαια δια μακρών στην αρχή για το ρόλο της Αθήνας στα Μηδικά, αφήνοντας αιχμές για τη διστακτικότητα που είχαν δείξει τότε οι Σπαρτιάτες. Τα λένε όμως αυτά για να στηρίξουν την αξίωση της Αθήνας για ηγεμονία στον ελληνικό χώρο, Άλλωστε και η Σπάρτη, λένε, οργάνωσε κατά το συμφέρον της την επιρροή της στην Πελοπόννησο. Αν η Αθήνα τώρα επιζητεί να διασφαλίσει την ηγεμονία της, αυτό είναι φυσικό. Γιατί την ηγεμονία αυτή τους την προσφέρουν οι άλλοι Έλληνες και η Αθήνα αρνείται να την εγκαταλείπει, αφού αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, «το ανθρωπειον». Πάντοτε ο αδύνατος να υπακούει στον δυνατό. Και αφ’ ενός μεν η Αθήνα αξίζει αυτή την ηγεμονική θέση, αφ’ ετέρου και οι Σπαρτιάτες κάνουν το ίδιο, έστω και αν επικαλούνται επιχειρήματα δικαιοσύνης. Αυτά είναι προσχήματα, γιατί πάντως δεν εμπόδισαν ποτέ κανέναν να αποκτά με τη χρήση βίας μεγαλύτερα οφέλη. Και στο κάτω-κάτω, η Αθήνα ακόμη και αυτή την εξουσία της την ασκεί λιγότερο πιεστικά από ό, τι θα μπορούσε να της επιτρέπει η δύναμή της. Με ένα λόγο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο ασθενέστερος πρέπει να υπακούει στον ισχυρότερο και να δείχνει υποταγή σ’ αυτόν.
Στην περίπτωση εκείνη οι Αθηναίοι πρέσβεις δεν εξώθησαν τα πράγματα, γιατί, εκφράζοντας πιθανότατα και τη σκέψη του Περικλή, επισήμαναν την αβεβαιότητα που έχει κάθε πολεμική σύγκρουση και τόνισαν ότι προτιμούν να διαπραγματευθούν πριν από τον πόλεμο παρά μετά την έναρξή του. Είναι μια προσπάθεια να κρατήσουν τη Σπάρτη έξω από την άμεση σύρραξη για να λογαριαστούν μόνοι τους με τους Κορινθίους στην υπόθεση της Ποτίδαιας.
Αλλά αυτά όλα ήταν ακόμη στην εποχή που η αθηναϊκή πολιτική ήταν ακόμη προσεκτική. Όταν με την πάροδο του χρόνου η σκληρή πολεμική αναμέτρηση έχει αλλάξει το πολιτικό τοπίο, ο τύπος αυτός της αθηναϊκής επιχειρηματολογίας εμφανίζεται υπό την πιο ωμή του μορφή. Βλέπομε να τη χρησιμοποιούν προς συμμάχους, ουδετέρους και αντιπάλους με επίγνωση, αλλά ταυτόχρονα και προοδευτική υπερτίμηση της αληθινής τους δύναμης.
Η πιο γνωστή και πιο χτυπητή είναι ασφαλώς η περίπτωση της αθηναϊκής επιχείρησης κατά της Μήλου. Οι Μήλιοι δεν ήταν καν εμπόλεμοι, είχαν παραμείνει ουδέτεροι, αν και παλαιότερα ήταν άποικοι της Σπάρτης. Στα 416π.Χ.όμως, όταν ήταν στα πρόθυρα η αναζωπύρωση του πολέμου, νόμισαν οι Αθηναίοι απαραίτητο να υποτάξουν τη Μήλο. Πριν αρχίσουν να καταστρέφουν το νησί ζήτησαν διαπραγματεύσεις και οι Μήλιοι προτίμησαν να γίνει η σχετική συζήτηση όχι μπροστά στη συνέλευση του λαού αλλά στο μικρό κύκλο των αρχόντων.
Οι Αθηναίοι άρχισαν με τρόπο τραχύ. Δήλωσαν εξ αρχής πως, αν οι Μήλιοι επιθυμούν να συζητήσουν για ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την υποταγή τους, τότε καλύτερα να σταματήσει η συζήτηση. Και όταν οι Μήλιοι για να σώσουν την πολιτεία τους δέχονται να συνεχισθεί η συζήτηση, οι Αθηναίοι ξεκαθαρίζουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν με νομικά ή ιστορικά επιχειρήματα. Αυτά, κατά τους Αθηναίους έχουν αξία μόνο μεταξύ ισοδυνάμων, αλλιώς «δυνατα οι προύχοντες πραττουσι και οι ασθενείς ξυγχωρουσι», με άλλα λόγια ο ισχυρός επιβάλλει ό, τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του. Δηλώνουν ότι ήρθαν για να υποτάξουν τους Μηλίους χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια και χωρίς να καταστρέψουν τη Μήλο. Αν οι Μήλιοι υποταχθούν, χωρίς άλλη συζήτηση θα είναι προς το συμφέρον τους γιατί θα αποτρέψουν την καταστροφή τους. Δεν τους ενδιαφέρει να έχουν τη φιλία των Μηλίων, γιατί αν συνεννοηθούν φιλικά, αυτό θα θεωρηθεί απόδειξη της αδυναμίας της Αθήνας, ενώ αν καταστρέψουν τη Μήλο, αυτό θα θεωρηθεί απόδειξη της δύναμής τους. Θα είναι αυτό παράδειγμα και για τους άλλους συμμάχους ή ουδετέρους. Η προθυμία των Μηλίων για φιλικό διακανονισμό δεν αρκεί στους Αθηναίους γιατί παραμένει ο κίνδυνος κάποτε η Μήλος να ενεργήσει αλόγιστα και να δημιουργήσει νέους κινδύνους για την Αθήνα.
Είναι ιδιαίτερα ωμοί λέγοντας στους Μηλίους πως δεν αγωνίζονται ως ίσοι προς ίσους, άρα οι Μήλιοι δεν θα ντροπιασθούν αν δείξουν ανανδρία και υποταχθούν στους
Αθηναίους. Και αν έχουν την ελπίδα πως μπορεί να διακινδυνεύσουν ως τα έσχατα, η ελπίδα αυτή θα τους οδηγήσει στην καταστροφή.
Μάταια οι Μήλιοι ισχυρίζονται πως οι Λακεδαιμόνιοι μπορεί να τους βοηθήσουν. Οι Αθηναίοι απαντούν ότι δεν πρέπει να βασίζονται στη βοήθεια της Σπάρτης, γιατί δεν έχει ούτε τη βούληση ούτε τη δύναμη να βοηθήσει με στρατό ένα νησί, αφού οι Αθηναίοι κυριαρχούν στη θάλασσα. Ας μη στηρίζονται λοιπόν οι Μήλιοι σε απίθανες προβλέψεις για το μέλλον. Και όσο για την αισχύνη της υποταγής τους στους Αθηναίους, ας μην παρασύρονται από τη λέξη, γιατί όποιος παρασύρεται από μια λέξη θα πάθει «ανηκεστους ξυμφορας και αισχύνην αισχιονα», μεγαλύτερη ταπείνωση.
Εκείνο που δεν συγκίνησε καθόλου τους Αθηναίους και δεν το συγκρότησαν ήταν το ένα επιχείρημα που οι Μήλιοι προέταξαν στην αρχή της μακράς αυτής συζήτησης. Μίλησαν για αληθινό συμφέρον της Αθήνας με ένα επιχείρημα που πηγαίνει πραγματικά πολύ βαθειά, φτάνει στον πυρήνα της διεθνούς ζωής: ότι ο σεβασμός του δικαίου αποτελεί ενα «κοινό αγαθό» και προφητικά τονίζουν στους Αθηναίους ότι, αν χάσουν τον πόλεμο, θα υποστούν οι ίδιοι τις συνέπειες αυτής της επιχειρηματολογίας τους. Φυσικά η αλαζονεία των Αθηναίων δεν αναχαιτίστηκε, όλοι οι ενήλικοι Μήλιοι εκτελέσθηκαν, τα γυναικόπαιδα υποδουλώθηκαν και πεντακόσιοι άποικοι εστάλησαν να αποικίσουν το ερημωμένο πια νησί.
Η σημασία που ο Θουκυδίδης αποδίδει σ’ αυτό το γεγονός, χωρίς να προβαίνει σε κανένα χαρακτηρισμό, φαίνεται από το ότι είναι η μόνη από τις πολλές διαπραγματεύσεις που εξιστορεί την οποία παραθέτει υπό μορφή διαλόγου.
Η ισχύς των Αθηναίων στα πρώτα ιδίως χρόνια του πολέμου τους έδινε την ευχέρεια να τη χρησιμοποιούν ως το πιο πειστικό τους επιχείρημα. Αντίθετα οι Σπαρτιάτες, ακόμη και όταν οι τύχες του πολέμου τους έδωσαν το πάνω χέρι, συμπεριφέρθηκαν μεν εξ ίσου σκληρά, αλλά τουλάχιστον δεν διατύπωσαν με τόση ωμότητα το δόγμα πως ο δυνατός επιβάλλει όπου και όσο μπορεί τη θέλησή του.
Η εκτενής αυτή παράθεση του τρίτου τύπου της διπλωματικής επιχειρηματολογίας έγινε γιατί έχει σημασία που ξεπερνάει το ιστορικό πλαίσιο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αγγίζει κατ’ ευθείαν τη δική μας επικαιρότητα.
Άθελα φέρνει κανείς στη σκέψη του αναλογίες με τη σημερινή μας εποχή. Πόσο λίγο έδειξε να υπολογίζει π.χ. η άλλοτε Σοβιετική Ένωση τα περί διεθνούς δικαίου και πόσο έμπρακτα απέδειξε, ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη, όπου μπορούσε να δρα ανεξέλεγκτα, ότι ο δυνατός επιβάλλει τη θέλησή του και ο αδύνατος υποχωρεί ως εκεί που του επιβάλλει η αδυναμία του. Αλλά μήπως και σήμερα, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν έχομε αλλεπάλληλα δείγματα της αλαζονίας της εξουσίας από τη μόνη υπερδύναμη που απέμεινε;
Τελικά η επιχειρηματολογία που αποδείχθηκε η πιο αποτελεσματική ήταν αυτή που στηρίχθηκε πάνω στην επίκληση ότι «Συμφέρον σας είναι να κάνετε αυτό που σας ζητάμε». Βεβαίως από μόνη της αυτή η επιχειρηματολογία δεν είναι πάντοτε αρκετή. Δεν πείσθηκαν ούτε οι Αθηναίοι, ούτε οι Σπαρτιάτες μόνο από τις υποδείξεις των Κερκυραίων ή των Κορινθίων αντίστοιχα για το ποιό είναι το συμφέρον τους. Τελικά η κρίση τί συμφέρει έγινε από τους ίδιους τους Αθηναίους ή τους Σπαρτιάτες με τα δικά τους κριτήρια. Η επιδέξια όμως παρουσίαση του συμφέροντος από τη μια ή την άλλη πλευρά βοήθησε τις περισσότερες φορές αποτελεσματικά αυτούς που ήξεραν στη διπλωματική τους επιχειρηματολογία να την προβάλουν κατάλληλα.
Και ξαναγυρίζει η σκέψη στα σημερινά δικά μας πράγματα. Πόσο βάρος ρίχνομε στις προσπάθειές μας να αποδείξομε ότι σε τούτο ή εκείνο το ζήτημα έχομε δίκιο, ότι αυτά λέει η τάδε διεθνής συνθήκη; Γιατί πιστεύομε με τόση βεβαιότητα ότι, αν επικαλεσθούμε κάποια απόφαση των Ην. Εθνών ή κάποια διεθνή γνωμοδότηση θα έχομε κατοχυρώσει τα δίκαιά μας; Δεν είναι αμελητέα και αυτά τα νομικά επιχειρήματα, αλλά δεν είναι αρκετά για να πείσουν είτε την απέναντι πλευρά είτε τους τρίτους για να τους κάνει να ενεργήσουν σύμφωνα με αυτά που θα θέλαμε. Το κείμενο του Θουκυδίδη έρχεται να μας υποδείξει ότι δεν είναι πάντοτε αυτή η πιο αποτελεσματική επιχειρηματολογία.
Μένει όμως ένα τελευταίο ερώτημα από την ανάγνωση του Θουκυδίδη, ερώτημα που και σήμερα, ύστερα από σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, εξακολουθεί αναπάντητο. Είναι η σοφή παρατήρηση των Μηλίων προς τους Αθηναίους, να μην ξεχνούν ότι ο σεβασμός του δικαίου αποτελεί ένα κοινό αγαθό. Ένα αγαθό που είναι τελικά η συνάντηση και ταύτιση του δικαίου με το συμφέρον. Ακόμα όμως ο άνθρωπος δεν φαίνεται να έχει φθάσει σ’ αυτό το σημείο που με λίγα λόγια συνόψισαν οι απλοί νησιώτες της Μήλου. Θα φθάσει άραγε ποτέ; Ο Θουκυδίδης σ’ αυτό το θέμα δεν μοιάζει αισιόδοξος, γιατί αναφέρεται σε «πολλά και χαλεπα ταις πολεσι, γιγνομενα μεν και αιει εσομενα, εως αν αυτη η φυσις ανθρωπων η». Αλλά και πάλι διατηρεί την ελπίδα πως τελικά κάτι μπορεί να διδαχθεί ο άνθρωπος από την ιστορία.
3.Η δημαγωγία
Ας μεταφερθούμε τώρα σε ένα άλλο θέμα, τη δημαγωγία, όπως την παρουσιάζει ο Θουκυδίδης. Σήμερα χρησιμοποιούμε τόσο αυτή τη λέξη όσο και τη σχεδόν συνώνυμη της, τον «λαϊκισμό». Συχνά το λέμε κομψότερα «πολιτικό κόστος» ή «πολιτικό κέρδος». Αν και ο Θουκυδίδης δεν χρησιμοποιεί καμμία απ’ αυτές τις εκφράσεις, σε κάθε ευκαιρία επισημαίνει το ρόλο που υπολογισμοί αυτής της μορφής επηρέασαν τη λήψη καίριων αποφάσεων στη διεξαγωγή του πολέμου. Και ήταν πράγματι πολλές οι περιπτώσεις αυτές σε όλες τις πλευρές των εμπολέμων. Πιο ανάγλυφα όμως προβάλλουν στην περίπτωση της αθηναϊκής πολιτικής.
Ασφαλώς η λέξη «δημαγωγία» θυμίζει «δημοκρατία» γιατί και οι δυο έχουν το ίδιο πρώτο συνθετικό. Δεν θάπρεπε όμως αυτό να παρασύρει στην αντίληψη ότι δημαγωγοί ευδοκιμούν μόνο στα δημοκρατικά καθεστώτα. Απλώς τα καθεστώτα αυτά παρέχουν περισσότερες δυνατότητες σε δυναμικές προσωπικότητες δημαγωγών να προβληθούν και να καθορίσουν την πορεία των κοινών, όχι επειδή η γραμμή που προτείνουν κρίνεται η πιο αποτελεσματική, αλλά επειδή κατορθώνουν να λένε στο δήμο αυτά που ο δήμος θέλει να ακούσει. Και αυτοί μεν άλλοτε αποκομίζουν από την υποστήριξη του δήμου το προσωπικό πολιτικό τους όφελος ή αποτρέπουν το όποιο πολιτικό κόστος εις βάρος τους. Η πολιτεία όμως πιο συχνά αποκομίζει κόστος παρά όφελος.
Ίσως επειδή το αθηναϊκό πολιτικό σύστημα προσφερόταν περισσότερο από άλλα στη δημαγωγία, ίσως επειδή ο ίδιος ο Θουκυδίδης είχε αισθανθεί-επώδυνα προσωπικά τη στρέβλωση που προκαλεί η δημαγωγία στην πολιτική ζωή, ίσως ακόμη επειδή η Αθήνα της εποχής εκείνης γεννούσε ακόμη ξεχωριστές προσωπικότητες, τα πιο χτυπητά παραδείγματα δημαγωγίας αλλά ταυτόχρονα και αντίθεσης στη δημαγωγία τα προσφέρουν μέσα από το έργο του Θουκυδίδη τέσσερις αθηναϊκές προσωπικότητες: ο Κλέων, ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας και ο Περικλής.
Ο Κλέων εμφανίσθηκε στο κενό που άφησε στην Αθήνα ο θάνατος του Περικλή. Έδωσε ένα πρώτο δείγμα της πολιτικής του, όταν έπεισε την Εκκλησία του Λαού να εκτελεσθούν όλοι οι Μυτιληναίοι αποστάτες. Όταν οι Μυτιληναίοι που βρίσκονταν στην Αθήνα κατόρθωσαν μέσα σε δυο μέρες να προκαλέσουν νέα συζήτηση για να επανεξετασθεί το θέμα, ο Κλέων υπερασπίστηκε με μεγάλη ευγλωττία την προηγούμενη απόφαση που αυτός είχε εισηγηθεί. Χρησιμοποίησε επιδέξια επιχειρήματα για να κεντρίσει τους Αθηναίους, όχι κολακεύοντάς τους, αλλά αντίθετα επιτιμώντας τους για αστάθεια στις αποφάσεις τους και για επικίνδυνη αδυναμία. Τους κατηγόρησε πως θα πεισθούν ίσως από άλλους που έχουν μόνο ρητορική ικανότητα και οι Αθηναίοι θα τους πιστεύουν μόνο για τα ωραία τους λόγια. Επιδέξια παραλλαγή της κολακείας του πλήθους που έρχεται αμέσως να συμπληρώσει υπογραμμίζοντας έντεχνα ότι οι ταπεινότεροι άνθρωποι διοικούν την πολιτεία καλύτερα από τους μορφωμένους – κορυφαία εκδήλωση του λαϊκισμού. Σ’ εκείνη την περίπτωση η δημαγωγική του ικανότητα δεν στάθηκε αρκετή για να αποτρέψει την αναθεώρηση της απόφασης για την εκτέλεση των Μυτιληναίων, επειδή, όπως αναφέρθηκε σε άλλο σημείονπαραπάνω, οι πιο μετριοπαθείς απόψεις του Διοδότου επικράτησαν.
Δεν άργησε όμως ο Κλέων να βρει άλλη ευκαιρία να λάμψει στο βήμα της Εκκλησίας. Όταν το σπαρτιατικό σώμα που είχε αποβιβασθεί στη Σφακτηρία αποκλείσθηκε από τους Αθηναίους και οι Σπαρτιάτες έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα για να προτείνουν ανακωχή και έναν «ευπρεπή συμβιβασμό», ο Κλέων εξώθησε τη διαπραγμάτευση σε αδιέξοδο. Ματαίωσε έτσι το ενδεχόμενο μιας οριστικής ειρήνης που προσέφεραν τότε οι Σπαρτιάτες. Κέρδισε μεν την εύνοια του δήμου, ιδίως όταν πέτυχε τελικά να αιχμαλωτίσει τους Σπαρτιάτες της Σφακτηρίας, αλλά άφησε έτσι να χαθεί μια ευκαιρία να λήξει ο πόλεμος σε μια στιγμή όπου η Αθήνα ήταν αδιαμφισβήτητα σε πλεονεκτική θέση. Πρόσκαιρη η επιτυχία της προσωπικής του δημαγωγίας, αφού τρία χρόνια αργότερα σκοτώθηκε στην Αμφίπολη. Το κενό που είχε αφήσει ο θάνατος του Περικλή ασφαλώς δεν μπορούσε να το πληρώσει.
Στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος της Αθήνας εκείνης της εποχής βρίσκεται ο Νικίας. Του δόθηκε η ευκαιρία να αναδειχθεί στην πολιτική μετά το θάνατο του Κλέωνα, αφού είχε διακριθεί και ως στρατηγός. Και σ’ αυτόν αποδίδει ο Θουκυδίδης τη φιλοδοξία να στερεώσει τη θέση του και να αφήσει το όνομα ανθρώπου που έκανε καλό στον τόπο του. Φιλοδοξία που αποβλέπει στο μονιμότερο συμφέρον της πόλης, όχι στην απόλαυση πρόσκαιρης προσωπικής δόξας. Ο θάνατος του Κλέωνα και ταυτόχρονα του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα στην Αμφίπολη άφηνε στην Αθήνα και στη Σπάρτη θέση για ηγέτες πιο μετριοπαθείς και λιγότερο δημαγωγούς, τον Νικία και αντίστοιχα στη Σπάρτη τον Πλειστοάνακτα. Η συγκυρία αυτή επέτρεψε στις δυο πλευρές να αρχίσουν μια σοβαρή διαπραγμάτευση που, απ’ ό,τι συμπεραίνομε από την αφήγηση του Θουκυδίδη, κράτησε πολύ και έγινε μακρυά από τις δημόσιες συνελεύσεις, από το βήμα του ρήτορα που παρασύρει εύκολα στη δημαγωγία. Με αυτή τη διακριτική, μυστική και, όπως φαίνεται, περίπλοκη διαδικασία έφθασαν Αθήνα και Σπάρτη στην ειρήνη που δίκαια αποκλήθηκε «Ειρήνη του Νικία» και σήμανε το προσωρινό έστω τέλος της δεκάχρονης σύγκρουσης. Για την Αθήνα η πολιτική του Νικία με τους χαμηλούς τόνους και την προσήλωση στο μακροπρόθεσμο στόχο της ειρήνης αποδείχθηκε εκ των υστέρων πόσο σωτήρια θα μπορούσε να αποβεί.
Τότε όμως εμφανίζεται μια άλλη προσωπικότητα στην αθηναϊκή σκηνή που θα απέβαινε μοιραία: ο Αλκιβιάδης. Δεν υπήρξε μεν ο Αλκιβιάδης εκείνος που οδήγησε στην αναζωπύρωση του πολέμου. Γι’ αυτήν φρόντισαν διάφοροι τρίτοι, ιδίως οι Κορίνθιοι αλλά και άλλοι, που υπεδαύλισαν και πάλι του δυο μεγάλους, Αθήνα και Σπάρτη να επανέλθουν στη ρήξη. Ο Αλκιβιάδης όμως είναι εκείνος που υποστήριξε με ενθουσιασμό την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία που επρόκειτο να καταλήξει σε τραγική συμφορά. Είναι αλήθεια πως οι Αθηναίοι είχαν ήδη ξεσηκωθεί για τη σικελική εκστρατεία παρ’ όλο που καλά-καλά δεν ήξεραν ούτε καν πόση έκταση είχε η Σικελία, όπως μαρτυρεί ο Θουκυδίδης. Αυτή την τάση των Αθηναίων θέλησε να εκμεταλλευθεί ο Αλκιβιάδης διαβλέποντας για τον εαυτό του βέβαιο πολιτικό όφελος. Γιατί, πάλι κατά το Θουκυδίδη, οι μεν ηλικιωμένοι ήθελαν να γίνει η εκστρατεία με την ιδέα ότι έτσι η Αθήνα θα κατακτήσει και νέα εδάφη, οι νέοι την ήθελαν για να γνωρίσουν έναν μακρυνό τόπο βέβαιοι πάντοτε ότι θα γυρίσουν, οι στρατιώτες για την μισθοδοσία που θα τους εξασφάλιζε η εκστρατεία, και τέλος εκείνοι που διαφωνούσαν, έστω και αν ήταν πολλοί, σώπαιναν για να μην χαρακτηρισθούν ως κακοί πατριώτες. Μάταια ο Νικίας προσπάθησε σε μια μακρότατη ομιλία του να τους αποθαρρύνει, γιατί προέβλεπε ότι σύντομα θα ξανάρχιζαν οι εχθροπραξίες στην κυρίως Ελλάδα και θα ήταν αφροσύνη να ξεκινήσουν οι αθηναϊκές δυνάμεις σε μια μακρυνή εκστρατεία. Επιβλήθηκε η ρητορεία του Αλκιβιάδη που διαισθάνθηκε το ρεύμα της κοινής γνώμης και υπερθεμάτισε προλέγοντας στους Αθηναίους ότι έτσι θα γίνουν κύριοι όλης της Ελλάδος.
Αυτό που αποτελεί μια περίεργη πτυχή στην προσωπικότητα του Αλκιβιάδη είναι ότι, ενώ με τους δημαγωγικούς του λόγους ακολουθούσε μια λαϊκίστικη θα λέγαμε σήμερα γραμμή, ο ίδιος προσωπικά είχε πολλούς εχθρούς. Γι’ αυτό και την παραμονή που θάφευγε με το στόλο για τη Σικελία κατηγορήθηκε για τις Ερμές που βρέθηκαν τη νύχτα σπασμένες και η κατηγορία διογκώθηκε πως αυτό ήταν αρχή για ανατροπή του πολιτεύματος. Και έφυγε μεν τελικά με το στόλο -αν και ο ίδιος θα προτιμούσε να μείνει στην Αθήνα- αργότερα όμως, και ενώ βρισκόταν στη Σικελία, αναζωπυρώθηκαν οι καταγγελίες και ανακλήθηκε στην Αθήνα. Αυτή τη φορά προτίμησε να εξαφανισθεί. Από εκεί και πέρα αρχίζει μια περιπετειώδης περιπλάνησή του και εμφανίζεται πότε να συμβουλεύει τους Σπαρτιάτες, πότε τους Πέρσες για να κάνει κακό στην Αθήνα που τον αδίκησε για να καταλήξει πάλι στην Αθήνα, όταν όμως πια ήταν πολύ αργά και η Αθήνα έβαινε προς την καταστροφή της. Στο στερέωμα της αθηναϊκής δημαγωγίας ο Αλκιβιάδης αποτέλεσε ένα διάττοντα αστέρα που με τη σύντομη διέλευσή του προκάλεσε μεγάλο κακό, ενώ ακόμη και ο Θουκυδίδης παραδέχεται πως με τις ικανότητές του ήταν ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να σώσει την πόλη..
Στην αντιπαραβολή Κλέωνα-Νικία στο θέμα της δημαγωγίας μπορεί κανείς να προσθέσει την αντιπαραβολή Αλκιβιάδη-Περικλή. Προικισμένος αναμφίβολα με πολλά πνευματικά προσόντα ο Αλκιβιάδης τα σπαταλά εξ αρχής για να ικανοποιήσει αυτό που πιστεύει πως είναι αρεστό στο λαό. Ο Περικλής αντίθετα είναι με τη σωστή έννοια της λέξης «δημαγωγός», γιατί είναι ηγέτης του δήμου, όχι ουραγός. Έχει το κύρος τόσο για το αξίωμα όσο όμως και για την κρίση του και επί πλέον είναι «χρημάτων διαφανως αδωροτατος». Γι’ αυτό «κατείχε το πλήθος ελευθερως και ουκ ηγετο μαλλον υπ’ αυτόν αλλ’ αυτός ηγε» και δεν μιλάει στο πλήθος «προς ηδονην» και δεν διστάζει «και προς οργην τι αντειπειν». Με τα λόγια αυτά δίνει ο Θουκυδίδης την πιο εναργή εικόνα του «αντι-λαικιστού» ηγέτη.
Ο Περικλής πράγματι μπορεί να ήταν εκείνος που ξεκίνησε τον πόλεμο με τη Σπάρτη. Αλλά το έκανε, αφού κατάλαβε ότι η σύγκρουση πια ήταν αναπόφευκτη και αφού υπολόγισε τις δυνάμεις της Αθήνας και καθόρισε τη γενική του στρατηγική. Και πάλι με ειλικρίνεια προειδοποιεί τους Αθηναίους ότι σε έναν πόλεμο τα πράγματα μπορεί να πάρουν και απρόβλεπτη τροπή. Δεν υπόσχεται εύκολους θριάμβους, εξηγεί τί πρέπει να γίνει αλλά και προειδοποιεί για το τί δεν πρέπει να γίνει και συγκεκριμένα να μην επιδιώξει η Αθήνα να επεκτείνει την κυριαρχία της και εκτεθεί σε περιττούς κίνδυνους – ακριβώς αυτό που έγινε αργότερα με τη σικελική εκστρατεία. Και μόνον έστω αυτή τη συμβουλή του Περικλή να είχαν συγκρατήσει ο Κλέων και κυρίως ο Αλκιβιάδης, η Αθήνα αλλά και όλος ο ελληνικός κόσμος θα είχε γλυτώσει πολλά δεινά.
Αυτή η αντιπαραβολή Κλέωνος με Νικία και Αλκιβιάδη με Περικλή είναι αρκετά εύγλωττη. Για το σημερινό αναγνώστη ίσως περιττεύουν τα σχόλια. Μήπως δεν έχομε δει και στις μέρες μας δημαγωγούς με τη σημερινή κακή έννοια της λέξης; Μήπως μάλιστα δεν εντάθηκε ο λαϊκισμός τώρα που οι πολιτικοί άνδρες έχουν τα μέσα να απευθύνονται στις μεγάλες μάζες και όχι μόνο στην Εκκλησία του Δήμου; Όμως, όταν βλέπομε τα φαινόμενα αυτά από την απόσταση σχεδόν δυόμισυ χιλιάδων ετών ιστορημένα με τον απέριττο, ήρεμο τρόπο του Θουκυδίδη ίσως τα βλέπομε καθαρότερα. Με την έννοια αυτή είναι πράγματι επίκαιρος ο Θουκυδίδης.
4.Ο εμφύλιος
Η λέξη «εμφύλιος» προκαλεί, για τη γενιά μου τουλάχιστον, ρίγος. Και κανείς δεν θάθελε να ξαναζήσει η Ελλάδα μια τέτοια δοκιμασία. Παλιότερα, η προηγούμενη γενιά έζησε το «διχασμό», λιγότερο αιματηρό, που όμως οδήγησε σε μια μεγάλη εθνική καταστροφή. Αλλά και πριν ακόμη καλά-καλά γεννηθεί το νέο ελληνικό κράτος, στην περίοδο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, τις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες του εθνικού ξεσηκωμού ήρθε να αμαυρώσει η εμφύλια διαμάχη που παρ’ ολίγον -αν δεν είχαν μεσολαβήσει διάφορα «ευτυχή γεγονότα»- θα είχε οδηγήσει τον απελευθερωτικό αγώνα στην αποτυχία. Έχομε λοιπόν κάθε λόγο εμείς σήμερα να σκύψομε με προσοχή πάνω στα όσα λέει ο Θουκυδίδης για τους εμφυλίους πολέμους που κατασπάραξαν τον Ελληνισμό στο διάστημα του Πελοποννησιακού πολέμου. Άλλος ένας λόγος για να θεωρούμε και σ’ αυτό το σημείο τον Θουκυδίδη επίκαιρο.
Ακόμα και σε ένα γενικότερο πλαίσιο τα όσα γράφει ο Θουκυδίδης για τους πολλούς εμφυλίους πολέμους εκείνης της εποχής έχουν την επικαιρότητά τους για μας σήμερα. Γιατί μόλις λίγα χρόνια μας χωρίζουν από την εποχή, όπου η αντιπαράθεση των δυο τότε υπερδυνάμεων μεταφραζόταν σε τρίτες χώρες σε «ιδεολογικές» συγκρούσεις που κατέληγαν σε εμφυλίους πολέμους ή που -σε αντίστροφη φορά- εσωτερικές αντιθέσεις κοινωνικών ομάδων εύρισκαν πάτρονες στις δυο υπερδυνάμεις και οι δικοί τους εμφύλιοι πόλεμοι κατέληγαν να ενταχθούν στο ευρύτερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης των Μεγάλων. Από το Αφγανιστάν ως τη Νικαράγουα, από την Αγκόλα ως την Αιθιοπία είδαμε τα δυο αυτά σενάρια να εξελίσσονται υπό διάφορες μορφές.
Στην περίπτωση του Πελοποννησιακού πολέμου τα πράγματα ξεκίνησαν, όταν ο δήμος της μακρυνής Επιδάμνου «εξεδιωξε τους δυνατους» και αντικατέστησε το ολιγαρχικό καθεστώς με δημοκρατικό. Οι ολιγαρχικοί στηρίχτηκαν στη βοήθεια γειτόνων βαρβάρων και άρχισαν ληστρικές επιδρομές κατά της πόλης τους. Οι Επιδάμνιοι δημοκρατικοί ζήτησαν τη βοήθεια των Κερκυραίων των οποίων ήταν άποικοι, οι Κερκυραίοι αρνήθηκαν, οι Επιδάμνιοι τότε στράφηκαν στους Κορινθίους, αφού αυτοί ήταν οι αρχικοί αποικιστές της Κέρκυρας, οι Κορίνθιοι έστειλαν δυνάμεις στην Επίδαμνο, η παρουσία των κορινθιακών δυνάμεων εξόργισε τους Κερκυραίους που άρχισαν να πολιορκούν την Επίδαμνο. Έτσι από κρίση σε κρίση κλιμακώθηκε η κατάσταση μέχρις ότου η δίνη των γεγονότων έφερε Αθήνα και Σπάρτη μπροστά στην πίεση και από τις δυο πλευρές να λάβουν θέση και να βοηθήσουν στρατιωτικά τη μία ή την άλλη παράταξη.
Όχι βέβαια πως Αθηναίοι και Σπαρτιάτες ήταν ήδη τότε στις καλύτερες σχέσεις. Η τριακονταετής ειρήνη του 446 π.Χ. είχε κιόλας αρχίσει να κλονίζεται μέσα σε δέκα χρόνια, όταν σημειώθηκαν οι εξελίξεις στην Επίδαμνο. Η ανησυχία με την οποίαν οι Σπαρτιάτες έβλεπαν τη θαλασσοκρατορία των Αθηναίων να στερεώνεται και η αντίστοιχη καχυποψία των Αθηναίων για κάθε κίνηση των Σπαρτιατών κεντρίστηκε από τα γεγονότα της Επιδάμνου και οδήγησε τους Αθηναίους σε μια προληπτική ενέργεια στην άλλη πλευρά της Ελλάδος, στη Χαλκιδική. Για να μη τυχόν αποστατήσει η Ποτίδαια την πολιόρκησαν δίνοντας αφορμή στους Κορινθίους να ξεσηκώσουν και πάλι τους Σπαρτιάτες κατά των Αθηναίων. Έτσι η συσσώρευση παλαιοτέρων και νεότερων διαφορών έφερε τελικά τους δυο μεγάλους στην ένοπλη σύγκρουση.
Οι λεπτομέρειες αυτής της κλιμάκωσης παρατέθηκαν, γιατί δείχνουν πώς ένας εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό της Επιδάμνου πυροδότησε τη μεγαλύτερη ενδοελληνική σύγκρουση. Βεβαίως η αντιζηλία Αθήνας-Σπάρτης αποτέλεσε, όπως επισημαίνει με πολλή σαφήνεια ο Θουκυδίδης, το βαθύτερο αίτιο του πολέμου. Η αφορμή όμως δόθηκε με έναν εμφύλιο πόλεμο.
Αμέσως μετά η αλληλουχία αυτή αρχίζει να λειτουργεί και στην αντίστροφη φορά: οι δυο μεγάλοι εμπόλεμοι υποθάλπουν τους εμφυλίους πολέμους, η κάθε μια ανάμεσα στους συμμάχους της άλλης. Και ταυτίζονται πια στις ελληνικές πόλεις οι «δημοκρατικοί» με τους Αθηναίους, οι «ολιγαρχικοί» με τους Σπαρτιάτες. Την ταύτιση αυτή· την εκδηλώνει καθαρά στον τρίτο χρόνο του πολέμου ο Αθηναίος Διόδοτος που, με αφορμή την επανάσταση στη Μυτιλήνη, επισημαίνει ότι παντού οι δημοκρατικοί είναι φίλοι των Αθηναίων, άρα πρέπει να ενισχύονται.
Αρχίζει έτσι μια μακρά σειρά εμφυλίων πολέμων μέσα στις ελληνικές πόλεις. Δεν χρειάζεται να απαριθμηθούν. Έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό: είτε ξεκινούν από εσωτερικούς λόγους κάθε πολιτείας και απορροφώνται αμέσως στη δίνη της αντιπαράθεσης των Μεγάλων, είτε προκαλούνται από τους Μεγάλους ως τμήμα της γενικότερης στρατηγικής τους προσπάθειας. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση οι αντίπαλες μέσα σε κάθε πολιτεία πλευρές ταυτίζονται στον αγώνα τους και στα συμφέροντα τους με τους μεγάλους εμπολέμους.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των εμφυλίων συγκρούσεων. Όταν στα 427 π.Χ. ξέσπασε εμφύλιος και στην Κέρκυρα, ακολούθησε όπως ήταν αναμενόμενο επέμβαση των Αθηναίων και αμέσως μετά των Σπαρτιατών. Τελικά επικράτησαν οι «δημοκρατικοί» και άρχισαν τη σφαγή των αντιπάλων. Μέσα από το ψυχρά αντικειμενικό γράψιμο του Θουκυδίδη ξεχωρίζει η φρίκη που του προκάλεσε εκείνη η σφαγή. «Πασα τε ιδεα κατέστη θανατου και ουδεν τι ου ξυνεβη και ετι περαιτερω». Δεν έμεινε δηλαδή αγριότητα που να μη γίνει και ακόμη χειρότερα. Αυτή η αγριότητα αποτελεί το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό των πολλών εμφυλίων που έγιναν στο διάστημα του πολέμου. Παρ’ όλο που ο Θουκυδίδης περιγράφει τα γεγονότα πολλά χρόνια αργότερα, είναι φανερό ότι τονίζει τα γεγονότα της Κερκύρας με ιδιαίτερη έμφαση, γιατί για πρώτη φορά πήρε ένας εμφύλιος μια τόσο σκληρή μορφή. Έκανε τότε εντύπωση, γιατί «πρώτη εγενετο», δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο κακό, αλλά, προσθέτει, «επει υστερον γε και παν ως ειπειν το ελληνικον εκινηθη». Η γενικότερη στρατηγική των μεγάλων εμπολέμων περιέ- λαβε πια ως σημαντικό της στοιχείο την πρόκληση αποστασιών μεταξύ των συμμάχων της άλλης πλευράς με την υποκίνηση εμφυλίων συγκρούσεων μέσα σε κάθε εμπόλεμη πολιτεία.
«Επεπεσε πολλά και χαλεπα κατα στασιν ταις πολεσι» λέει ο Θουκυδίδης και συνεχίζει με μια ασυνήθιστα εκτεταμένη αναφορά στα «χαλεπα» αυτά που προκάλεσαν οι εμφύλιοι. Από τα λόγια του φαίνεται πόσο θεωρεί την πληγή που άνοιξαν στο πολιτικό σώμα των ελληνικών πόλεων οι εμφύλιοι βαθειά, βαθύτερη ίσως ακόμη και απ’ αυτή την πολεμική αντιπαράθεση. Γιατί πήγαινε πέρα από την καταστροφή και ανθρωποθυσία του πολέμου, άγγιζε και κατέστρεφε το ήθος του ανθρώπου και της πολιτείας. Ύπουλες επιθέσεις και ανήκουστες αντεκδικήσεις χαρακτήριζαν τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ακόμα και τη σημασία των λέξεων διαστρέβλωναν, «την ειωθυιαν αξιωσιν των ονομάτων ες τα εργα αντηλλαξαν». Η «αλόγιστός τολμα», η εξαλλωσύνη δηλαδή, θεωρήθηκε αρετή και οι σώφρονες δεν τολμούσαν να εκφρασθούν για να μη θεωρηθούν ύποπτοι. Ο συνετός θεωρείτο «της εταιρείας διαλυτής», πως διαλύει δηλαδή το κόμμα. Και ακόμη χειρότερα: «το ξυγγενες τον εταιρικού αλλοτριωτερον εγενετο», με άλλα λόγια οι συγγενικοί δεσμοί θεωρούντο πιο ξένοι από τους κομματικούς συντρόφους.
Έτσι με τους εμφυλίους πολέμους «πασα ιδεα κατέστη κακοτροπιας τω ελληνικω», επικράτησε κάθε είδους κακία μέσα στον ελληνικό κόσμο. Κατέληξε να επικρατούν οι πιο φαύλοι. Η εξουσία ήταν πια επιβράβευση του δόλου.
Σε κανένα σημείο της αφήγησής του δεν αφήνει ο Θουκυδίδης την εντύπωση ότι η σύγκρουση δημοκρατικών-ολιγαρχικών μέσα στις πόλεις οφειλόταν πραγματικά σ’ αυτό που θα λέγαμε σήμερα «ιδεολογικούς» λόγους. Τα καθεστωτικό σχήμα που υπερασπιζόταν η κάθε πλευρά δεν ήταν τελικά παρά μόνο πρόσχημα στον αγώνα για την εξουσία, έναν αγώνα που τον υποδαύλιζαν κυρίως οι μεγάλοι εμπόλεμοι, για τους οποίους η υποκίνηση εμφυλίων είχε αποτελέσει πια τμήμα της στρατηγικής τους.
Τελικά και η ίδια η Αθήνα δεν γλύτωσε. Μια παράξενη εκδίκηση της ιστορίας που την επισημαίνει χωρίς σχόλια ο Θουκυδίδης. Με τη σικελική καταστροφή το 412 π.Χ. οι δημοκρατικοί σύμμαχοι της Αθήνας αρχίζουν να βλέπουν σκόπιμη την απαγκίστρωσή τους από την αθηναϊκή συμμαχία. Γιατί καλή μεν ήταν η δημοκρατία, αλλά ακόμη καλύτερη θα ήταν η δημοκρατία χωρίς τη συμμαχία με την ηττημένη Αθήνα. Και τότε -ειρωνεία της ιστορίας- οι Αθηναίοι προσπαθούν να καταργήσουν τα δημοκρατικά πολιτεύματα σε όσες συμμαχικές πόλεις τους απέμειναν και να εγκαταστήσουν ολιγαρχικά. Ο Πείσανδρος με τις δυνάμεις του καταργεί τη μία μετά την άλλη δημοκρατική παράταξη στις σύμμαχες πόλεις απ’ όπου περνάει. Καταλήγει όμως στην Αθήνα με σκοπό να καταργήσει και εκεί τη δημοκρατία σε συνεννόηση με τους άλλους ομοϊδεάτες του που βρίσκονταν εκεί. Η Αθήνα περνάει πλέον στο καθεστώς των «Τετρακοσίων» ύστερα από εκατό χρόνια δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Οι λόγοι που θεώρησα χρήσιμο να περιληφθεί t ε τούτο το κείμενο ξεχωριστό κεφάλαιο για τους εμφυλίους στο διάστημα του Πελοποννησιακού πολέμου δεν είναι βέβαια η άμεση επικαιρότητα.
Ο ένας λόγος που αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα είναι γιατί αυτή η σύμμιξη των εσωτερικών αντιθέσεων με τα πολιτικο-στρατιωτικά συμφέροντα των Μεγάλων πήρε στις μέρες μας μεγάλη έκταση που μόνο με το τέλος του ψυχρού πολέμου παρουσίασε ύφεση. Δεν μπορούμε όμως να ξέρομε, αν στο μέλλον, προσεχές ή απώτερο, μια νέα φάση ψυχρού πολέμου, με άλλους ίσως πρωταγωνιστές δεν θα προκαλέσει ή δεν θα εκμεταλλευτεί και πάλι εσωτερικές συγκρούσεις. Ή και αντίστροφα, αν εσωτερικές διαμάχες δεν θα προκαλέσουν τη διεύρυνσή του σε αντιπαραθέσεις των όποιων Μεγάλων.
Ο άλλος λόγος που γίνεται ξεχωριστή αναφορά στα περί εμφυλίων πολέμων αφορά ειδικότερα την Ελλάδα. Για έναν λαό όπως ο δικός μας που ταλαιπωρήθηκε και δοκιμάστηκε σκληρά από εμφυλίους δεν βλάπτει καθόλου να γίνεται κάθε τόσο μια υπόμνηση για τα δεινά της όποιας εμφύλιας σύγκρουσης. Οι αναμνήσεις της γενιάς που φεύγει αφού έζησε τον τελευταίο εμφύλιο είναι αναγκαστικά μεροληπτικές και θα σβύσουν σε λίγο. Τα λόγια όμως του Θουκυδίδη που έρχονται από το βάθος 24 αιώνων ας τα διαβάζουν και οι σημερινοί νέοι και οι επερχόμενες γενεές. Ίσως το μάθημα που προσφέρουν να είναι αποτελεσματικότερο.
5.Φύση του πολέμου – Φύση του ανθρώπου
Στόχος τούτου του βιβλίου είναι, όπως λέει και ο τίτλος του, να δείξει πόσο επίκαιρος είναι και στις μέρες μας ο Θουκυδίδης και πόσα διδάγματα μπορεί να αντλήσει από το κείμενό του ο σημερινός χειριστής ή μελετητής των πολιτικών πραγμάτων. Ίσως όμως το κεφάλαιο που ακολουθία να χρειαζόταν έναν διαφορετικό τίτλο. Η λέξη «επικαιρότητα» ενέχει και την έννοια του εφήμερου. Πολλές όμως, πάρα πολλές από τις σκέψεις που παραθέτει ο Θουκυδίδης ενέχουν κάτι περισσότερο: τη «διαχρονικότητα» – για να μη χρησιμοποιήσομε την πιο βαρύγδουπη λέξη «αιωνιότητα». Γιατί πράγματι, σε πολλά σημεία της αφήγησης του ο ιστορικός παραχωρεί τη θέση του στον πολιτικο-φιλοσοφικό στοχαστή που διατυπώνει απόψεις έξω από το πλαίσιο των ιστορικών γεγονότων εκείνης της εποχής, γεγονότων που αφορούν τη φύση του πολέμου αλλά, αναπόσπαστα συνυφασμένη, και την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Από τη σκοπιά αυτή έχουν μια δική τους αξία, αναλλοίωτη από το χρόνο που κυλάει.
Ορισμένες από τις γενικότερες αυτές παρατηρήσεις είναι λόγια των διαφόρων πολιτικών ηγετών σε δημόσιους λόγους ή σε διαπραγματεύσεις. Ο Θουκυδίδης έχει από την αρχή προειδοποιήσει ότι δεν παρουσιάζει αυτολεξεί τα όσα είπαν οι άνδρες αυτοί. Αλλά δεν έχομε κανένα λόγο να αμφισβητήσομε ότι αποδίδει με ακρίβεια το πνεύμα των λόγων τους. Και τα αναφέρει ακριβώς επειδή απ’ αυτές τις γενικές σκέψεις που εξέφραζαν οι τότε πολιτικοί ηγέτες μπορεί ο αναγνώστης να αντιληφθεί με ποιό πνεύμα χειρίζονταν τα κοινά.
Ο Θουκυδίδης όμως προσθέτει και αυτά που ο ίδιος πιστεύει πως είναι μόνιμα χαρακτηριστικά του ανθρώπου σε κάθε πολιτεία και σε κάθε εποχή. Απόκειται στον μεταγενέστερο αναγνώστη να συμφωνήσει ή όχι. Άλλος θα κρίνει πως η διάγνωση του Θουκυδίδη για τον άνθρωπο και για τον πόλεμο είναι ξεπερασμένη ιστορικά και πως η εξέλιξη από τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου έχει αλλάξει τα δεδομένα. Άλλος πάλι θα κρίνει πως η βαθύτερη απαισιοδοξία για τη φύση του ανθρώπου και για τη φύση του πολέμου, απαισιοδοξία που εκφράζει το κείμενο, είναι υπερβολική, αλλά δικαιολογημένη σε έναν άνθρωπο που έζησε τη φρίκη του πολέμου. Άλλος τέλος ίσως κρίνει πως ό, τι ήταν αληθινό στον 5ο αι. π.Χ. εξακολουθεί να είναι αληθινό και σήμερα. Ας διαλέξει ο αναγνώστης.
Η πλατιά εικόνα που δίνει ο Θουκυδίδης για την εποχή του πολέμου στο σύνολό της δείχνει σε όποιον την κυττάξει συνολικά μια προοδευτική υποβάθμιση του πολιτικού και του ανθρώπινου ήθους. Δεν πρόλαβε μεν να ολοκληρώσει την περιγραφή του πολέμου ως το τέλος του, αλλά είχε ζήσει για να δει τον πόλεμο να τελειώνει, όπως τελείωσε, με τη γενική κατάπτωση του ελληνικού κόσμου. Κρίνει λοιπόν τα γεγονότα συνολικά με την εκ των υστέρων γνώση. Και ο σημερινός αναγνώστης διαπιστώνει πόσο στις αρχές του πολέμου είναι συχνότερα τα συνετά λόγια που ακούγονται από το στόμα πολιτικών ηγετών και πόσο αρχίζουν να σπανίζουν όσο προχωρεί η πολεμική αναμέτρηση. Απόδειξη για τη φθοροποιό φύση του πολέμου που είναι όμως στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
Αξίζει να σταχυολογήσει κανείς μερικά απ’ αυτά. Σώφρονες φωνές που ακούγονται και στα δυο στρατόπεδα, αλλά τελικά καταπνίγονται μέσα στον ορυμαγδό του πολέμου.
Προειδοποιεί, ας πούμε, ο Αρχίδαμος τους Σπαρτιάτες: «Να μην αφήνομε να εξαρτώνται οι ελπίδες μας από ενδεχόμενα λάθη των εχθρών μας». Και από την άλλη πλευρά σχεδόν ταυτόχρονα ο Περικλής τονίζει στους Αθηναίους: «Περισσότερο φοβάμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού».
Ακόμη και μετά το θάνατο του Περικλή ακούγονται στην Αθήνα φωνές λογικές. Συμβουλεύει τους Αθηναίους ο Διόδοτος: «Δυο στοιχεία είναι βλαβερά, όταν παίρνει κανείς μια απόφαση, “τάχος και οργή”, η βιασύνη και ο θυμός. Αλλά στη σκηνή έχει πια εμφανισθεί η δημαγωγία του Κλέωνος. Επιτήδεια επενδύει τους λόγους του με επιχειρήματα που φαίνονται λογικά, αλλά αποβαίνουν τελικά μοιραία: «Ισχυρότερη είναι η πολιτεία που έχει κακούς νόμους αλλά τους εφαρμόζει, παρά η πολιτεία που έχει καλούς νόμους αλλά δεν τους εφαρμόζει». Θωπεύοντας την αμαθή πλειοψηφία θέλει να την οδηγήσει εκεί που επιθυμεί, στη σκληρότητα έναντι των αποστατών της Μυτιλήνης. «Για να κρατήσετε την εξουσία σας χρειάζονται έστω και ανάρμοστες μέθοδοι, γιατί τρεις είναι οι εχθροί κάθε εξουσίας, ο οίκτος, η γοητεία των ωραίων λόγων και η επιείκεια». Καλλιεργούνται έτσι -όχι όμως μόνο στην Αθήνα- οι διεργασίες που μεταβάλλουν τον πόλεμο σε μια σκληρή, ανελέητη σύγκρουση.
Και αλλού ακούγονται φρόνιμα λόγια. Ο Ερμοκράτης στις Συρακούσες στις παραμονές της πρώτης αθηναϊκής επιχείρησης στη Σικελία συμβουλεύει μεν την αντίσταση κατά των Αθηναίων, αλλά παρατηρεί: «Όταν ο ένας ευημερεί και ο άλλος δυστυχεί, δεν είναι λύση ο πόλεμος». Και προσθέτει: «Ο πόλεμος ξεσπάει όταν κάποιος πιστεύει ότι το κέρδος θα είναι μεγαλύτερο από τις συμφορές».
Υπάρχουν ακόμη ηγέτες που δεν έχουν παραδοθεί στη μέθη του πολέμου. Μια κρίσιμη καμπή είναι όταν οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν τους Σπαρτιάτες στη Σφακτηρία. Είναι η στιγμή που θα μπορούσε να τερματισθεί ο πόλεμος έντιμα και από τις δυο πλευρές. Οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις που έρχονται στην Αθήνα για να προτείνουν ειρήνη δεν έρχονται ως ηττημένοι, παρ’ όλο που η αιχμαλωσία της φρουράς της Σφακτηρίας ήταν πλήγμα για τη Σπάρτη. Τα λόγια τους θα μπορούσαν να ακουσθούν στη διάρκεια ή στο τέλος κάθε πολέμου: «Αν ο νικητής θέλει εκδίκηση με βαρείς όρους και δεν δείξει μετριοπάθεια, τότε το πείσμα μπορεί να οδηγήσει σε συνέχιση ακόμη και παράλογου αγώνα». Προτείνουν έναν ευπρεπή συμβιβασμό, γιατί έχουν και οι ίδιοι πια αντιληφθεί πόσο είναι παράλογος ο αγώνας, αφού, όπως λένε χαρακτηριστικά, έχουν εμπλακεί σ’ αυτό τον πόλεμο και οι άλλοι Έλληνες χωρίς καλά-καλά να ξέρουν ποιός τον άρχισε. Αλλά ταυτόχρονα προειδοποιούν: «Προσέξτε να μην πάθετε ό, τι παθαίνουν οι άνθρωποι που τους τυχαίνει μια επιτυχία, γιατί τότε θέλουν και ελπίζουν τα πιο πολλά, αλλά οι τύχες της στιγμής είναι απροσδόκητες. Κάποτε αργότερα μπορεί να πάθετε και σεις κάποια συμφορά». Φυσικά ο Κλέων χειρίσθηκε τα πράγματα έτσι, ώστε να φύγουν άπρακτοι οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις. Ο πόλεμος συνεχίσθηκε και η τελική του έκβαση ήταν καταστροφική για την Αθήνα.
Για τελευταία ίσως φορά ακούγεται το 422 π.Χ. μια συνετή φωνή, όταν ο ταυτόχρονος θάνατος του Κλέωνος από τη μία και του Βρασίδα από την άλλη πλευρά σε μια μάταιη σύγκρουση στην Αμφίπολη της Χαλκιδικής δείχνει το αδιέξοδο του πολέμου. Συμβαίνει εκείνο τον καιρό να συμπέσουν σε Αθήνα και Σπάρτη δυο προσωπικότητες που ήθελαν να επανέλθει επί τέλους η ειρήνη. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι ο Θουκυδίδης – πράγμα σπάνιο στην αφήγησή του – αναφέρεται και στα προσωπικά κίνητρα του καθενός. Ο μεν Πλειστοάναξ είχε ταλαιπωρηθεί στη Σπάρτη από διάφορες κατηγορίες που κάθε τόσο του επέρριπταν και ήθελε την ειρήνη, γιατί όσο γίνεται πόλεμος οι ευθύνες για τις αποτυχίες πάντοτε καταλογίζονται στους ηγέτες. Ο δε Νικίας γιατί, θέλοντας να αφήσει καλό όνομα, πίστευε πως ο καλύτερος τρόπος να μην πάθει συμφορές η πολιτεία είναι να μην εμπιστεύεται την τύχη του πολέμου και να επιδιώκει την ειρήνη. Η σύμπτωση αυτή επέτρεψε να συναφθεί η «Νίκειος» ειρήνη. Ήταν η τελευταία ίσως περίοδος που ακούστηκαν και επικράτησαν συνετές απόψεις. Όταν μόλις ένα χρόνο αργότερα ξανάρχισαν οι προστριβές, εμφανίσθηκε στο προσκήνιο ο Αλκιβιάδης που ματαίωσε κάθε προσπάθεια προσέγγισης Αθήνας-Σπάρτης. Από εκεί και πέρα ο πόλεμος πήρε τον ολισθηρό δρόμο προς την καταστροφή.
Σημειώνοντας προσεκτικά ο Θουκυδίδης τις σώφρονες παραινέσεις Αθηναίων, Σπαρτιατών αλλά και άλλων πολιτικών που όμως δεν εισακούσθηκαν θέλει ακριβώς να δείξει κάτι παραπάνω από τις συγκεκριμένες εξελίξεις που οδηγούσαν πότε σε ανακωχές, πότε σε εχθροπραξίες. Πιο σημαντικό γι’ αυτόν είναι πως μέσα απ’ αυτά τα λόγια φαίνεται πως η φύση του πολέμου είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη φύση του ανθρώπου, φύση που μάταια επιχειρούν να μεταβάλουν οι συνετές φωνές..
Αυτή την έκφραση, φύση του ανθρώπου, «το ανθρωπειον» τη συναντούμε συχνά στο κείμενο. Είτε ως κρίση του ίδιου του συγγραφέα, είτε ως γνώμη κάποιου από τους πρωταγωνιστές.
Αρχίζοντας την αφήγηση του ο Θουκυδίδης παρατηρεί ότι θα ήθελε το έργο του να φανεί χρήσιμο όχι μόνο για να πληροφορήσει για τα όσα έγιναν, αλλά και σαν μια προειδοποίηση πως και αυτά που θα γίνουν στο μέλλον θα είναι όμοια ή παραπλήσια «κατά το ανθρωπειον», γιατί έτσι είναι δηλαδή η φύση του ανθρώπου. Δεν υπάρχει στοιχείο μοιρολατρίας σ’ αυτή τη διαπίστωση. Στον Θουκυδίδη δεν είναι οι θεοί εκείνοι που ρυθμίζουν την τύχη των ανθρώπων, ούτε συμμερίζεται τις δεισιδαίμονες αντιλήψεις πως υπερφυσικές δυνάμεις, όπως π.χ. σεισμοί ή εκλείψεις καθορίζουν την πορεία των ανθρωπίνων πραγμάτων. Η ανθρώπινη φύση είναι εκείνη που προκαλεί όλα τα δεινά.
Την άποψη αυτή την ακούμε να εκφράζει στις παραμονές ακόμη του πολέμου ο Αρχίδαμος, όταν προειδοποιεί τους Σπαρτιάτες ότι:«Ου δει νομιζειν πολυ διαφερειν ανθρωπον ανθρωπου». Ενώ αργότερα, στα πρώτα όμως ακόμη χρόνια του πολέμου ο Διόδοτος διαπιστώνει μιλώντας προς τους Αθηναίους ότι «πεφυκασιν απαντες και ιδια και δημοσία αμαρτανειν», είναι μέσα σ’ όλων των ανθρώπων τη φΰση είτε ως άτομα είτε ως κράτη να αδικούν. Μα και στη μακρυνή Σικελία, όταν επίκειται η επίθεση των Αθηναίων κατά των Συρακουσών, ο Ερμοκράτης απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του λέει πως δεν κατηγορεί τους Αθηναίους για την επιθετικότητα τους γιατί «πεφυκε το ανθρωπειον δια παντός αρχειν του εικοντος» και γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να αντισταθούν, αφού δεν είναι ·«εικοντες».
Είτε στη γραφίδα του Θουκυδίδη, είτε στο στόμα των πολιτικών ηγετών, η πεποίθηση αυτή για τη φύση του ανθρώπου δεν παίρνει χαρακτήρα παθητικής αποδοχής. Είναι μάλλον μια ρεαλιστική διαπίστωση από την οποία συνάγονται συμπεράσματα για τη συμπεριφορά του πολίτη και της πολιτείας.
Η πιο ωμά κυνική διαπίστωση γίνεται από τους Αθηναίους στον περίφημο διάλογο με τους Μηλίους που προ- αναφέρθηκε. Ζητούν από τους Μηλίους την υποταγή και ούτε λίγο ούτε πολύ ξεκαθαρίζουν απερίφραστα ότι: «δίκαια μεν εν τω ανθρωπειω λογω απο της ισης αναγκης κρινεται, δυνατα δε οι προύχοντες πρασσουσι και οι ασθενείς ξυγχωρουσι», δηλαδή στις ανθρώπινες σχέσεις το δίκαιο υπολογίζεται μόνον όταν υπάρχει ίση δύναμη, αλλιώς οι δυνατοί πράττουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι ασθενέστεροι τα δέχονται. Και το επαναλαμβάνουν ακόμη πιο ωμά, όταν δηλώνουν στους Μηλίους ότι: «Ηγουμεθα γαρ σαφώς δια παντος το ανθρωπειον υπο φυσεως αναγκαίας, ου αν κράτη αρχειν» Εκείνοι που είναι πιο δυνατοί άρχουν, γιατί έτσι είναι η φύση του ανθρώπου.
Ο αντίλογος των Μηλίων μπορεί να μην άρκεσε να μεταπείθει τους Αθηναίους. Εξέφρασε όμως μια μεγάλη αλήθεια που και τότε και τώρα παραμερίζεται και αγνοείται: «Χρησιμον μη καταλυειν υμας το κοινον αγαθον» που είναι ακριβώς το να μπορεί και ο ασθενέστερος να επικαλεσθεί το δίκαιο. Ότι εκείνη την εποχή τον αγνόησαν οι Αθηναίοι είχε τη σημασία του, γιατί οι Μήλιοι είχαν προειδοποιήσει πως μια μέρα οι τύχες του πολέμου μπορεί να έφερναν τους ίδιους τους Αθηναίους στην ανάγκη να επικαλεσθούν το δίκαιο, όπως και έγινε. Πιο πολλή σημασία όμως έχει σαν μια αλήθεια που συστηματικά και επίμονα εξακολουθεί να την αγνοεί η φύση του ανθρώπου, επιθετική, εξουσιαστική και κατακτητική. Πέρασαν αιώνες πολλοί από τότε, πολλές προσπάθειες έγιναν και γίνονται για να αναγνωρισθεί αυτό το περίφημο «κοινό αγαθό» στις σχέσεις των κρατών σαν βάση στις διακρατικές σχέσεις. Αλλά αρκεί να ρίξομε μια ματιά γύρω μας για να διαπιστώσομε πόσο μακρυά βρισκόμαστε από τη γενική αποδοχή της αλήθειας που με απλά λόγια διατύπωσαν οι νησιώτες εκείνοι.
Όσο προχωρεί κανείς στο κείμενο του Θουκυδίδη διαπιστώνει πως όλο και αραιότερα ακούγονται οι συνετές φωνές όπως του Αρχιδάμου ή του Νικία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στα τέσσερα πρώτα βιβλία αναφέρονται 33 δημηγορίες, στα επόμενα τρία βρίσκονται μόνο 12 και στο τελευταίο καμμία. Ο πόλεμος δεν επιτρέπει πια ούτε το διάλογο με πρέσβεις, ούτε τη συζήτηση ενώπιον του Δήμου. Γίνονται πια μόνο ραδιουργίες για αποστασίες και μηχανορραφίες για να εξασφαλίσει η μία ή η άλλη πλευρά τη βοήθεια του βασιλιά των Περσών. Και στα διάφορα θέατρα των πολεμικών συγκρούσεων η σκληρότητα του πολέμου κορυφώνεται.
Γιατί, εφ’ όσον αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, αυτή πρέπει να είναι και η φύση του πολέμου. Οι σφαγές, οι καταστροφές, οι δηώσεις που περιγράφει ο Θουκυδίδης πως έγιναν στα διάφορα θέατρα του πολέμου δεν είναι μακρυά από όσα συνέχισαν να γίνονται διά μέσου των αιώνων και που τα ζήσαμε και στις μέρες μας σε παγκόσμιους και σε τοπικούς πολέμους. Ποιά λοιπόν είναι αυτή η φύση του πολέμου; Γιατί πολεμούν και αλληλοεξοντώνονται οι άνθρωποι;
Στην αφήγησή του ο Θουκυδίδης αναφέρει συχνά λέξεις όπως «πάθος», «μίσος», «εμφυτος εχθρα», στοιχεία όλα που βρίσκονται έξω από το πλαίσιο της λογικής. Λέει ο Αρχίδαμος ότι οι άνθρωποι από θυμό ρίχνονται αλόγιστα στη δράση και χάνουν την ψυχραιμία τους «λογισμω ελαχιστα χρωμενοι». Και όταν με την πτώση της Αμφίπολης υπήρξε μια ευκαιρία για ειρήνευση, οι Αθηναίοι την απορρίπτουν γιατί είναι άνθρωποι με θολωμένο μυαλό «κρινοντες βουλησει ασαφει» και παραδίδονται «ελπιδι απερισκεπτω» και όσα δεν τους αρέσουν τα αγνοούν και δεν «προσιενται λογισμω αυτοκρατορι».
Ο Θουκυδίδης σε διάφορα σημεία του κειμένου αναφέρεται σε τρεις αιτίες των πολέμων γενικά: «ξυμφερον» «δεος» «δοξα». Δεν αναλύει περισσότερο αυτές τις τρεις αιτίες, αλλά σε συνδυασμό με όλα όσα λέει για τη φύση του ανθρώπου μπορούμε να τις καταλάβομε περισσότερο.
Το συμφέρον. Μα ποιό είναι το συμφέρον; Να αποκτήσει π.χ. η Αθήνα άλλη μια αποικία στη Σικελία ή να εξασθενήσει η Σπάρτη την αθηναϊκή δύναμη προκαλώντας αποστασίες μεταξύ των συμμάχων της Αθήνας; Και πού κατέληξε αυτή η λυσσαλέα επιδίωξη αυτού που ο καθένας θεωρούσε συμφέρον του; Στην αμοιβαία εξόντωση, στην κοινωνική και ηθική κατάπτωση, στην ανάδειξη της Περσίας ως ρυθμιστού των ελληνικών πραγμάτων. Δεν θα μπορούσε κανείς να κάνει την ίδια ερώτηση και για όλους τους πολέμους που επακολούθησαν ως σήμερα; Ποιος βγήκε κερδισμένος και για πόσο;
Αν to συμφέρον ως λόγος πολέμου είναι τόσο αμφισβητούμενο στο αποτέλεσμά του, ακόμη λιγότερο μπορεί να σταθμισθεί το δέος. Το δέος έναντι του αντιπάλου, του πλεονέκτη γείτονα, του εξουσιαστή ισχυρού μπορεί να είναι βάσιμο, μπορεί όμως να είναι και υπερβολικό ή αστήρικτο. Πώς μπορεί να μετρηθεί; Και πώς να κριθεί, αν ο προληπτικός πόλεμος αποτρέπει αποτελεσματικά και εξαλείφει το φόβο αυτό; Άλλο ένα στοιχείο απροσδιόριστο, νεφελώδες που δεν επιδέχεται λογικό υπολογισμό αλλά παρά ταύτα μπορεί να οδηγήσει στον πόλεμο.
Και όταν δούμε από πιο κοντά το τρίτο αίτιο των πολέμων, τη «δοξα», τότε είναι που η κρίση γίνεται ακόμη πιο επισφαλής. Μπορεί να μεταφρασθεί με τη σημερινή έννοια της λέξης, για την οποίαν ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη «λαμπρότης», μπορεί να είναι «τιμή», «γόητρο». Μπορεί όμως και να μεταφρασθεί από τη ρίζα της που είναι το «δοκεω», δηλ. νομίζω, εικάζω, έχω τη γνώμη, την εντύπωση, την ιδέα, την perception, όπως θα έλεγαν σήμερα οι πολιτικοί επιστήμονες. Λέει, ας πούμε, ο Περικλής στον Επιτάφιο ότι οι πεσόντες με το θάνατό τους «της δοξης μάλλον η τον δεους απηλλαγησαν», γλύτωσαν όχι από το φόβο αλλά από την εντύπωση του φόβου. Λέει αλλού ο Θουκυδίδης για τους Χίους ότι η πόλη τους «ικανή εστι προς την λεγομενην δόξαν» ανάλογη δηλ. με τη φήμη που αυτοί, οι Χίοι, διαδίδουν. Και σε άλλο σημείο διευκρινίζει ο Θουκυδίδης ότι για μεν τους θεούς «ηγουμεθα δοξης», δηλαδή έχομε μια γνώμη, απλώς εικάζομε, ενώ για τον άνθρωπο «ηγουμεθα σαφώς», δηλαδή γνωρίζομε. Άλλωστε και οι φιλοσοφούντες στην Ακαδημία αντιδιέστελλαν τη «δοξα» που απλώς νομίζει ή υποθέτει από την «επιστημη» που με βεβαιότητα γνωρίζει.
Είτε όμως με τη μια εκδοχή της λέξης είτε με την άλλη, πρόκειται για μια κρίση υποκειμενική, ατομική των ηγετών ή συλλογική του λαού που βγαίνει από κάθε όριο δυνατού, συγκεκριμένου αντικειμενικού υπολογισμού.
Αν και δεν θάπρεπε να γυρίζομε με κάθε ευκαιρία στα σημερινά δικά μας πράγματα, δεν μπορεί παρά να πάει το μυαλό στην περίπτωση π.χ. των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Από την τουρκική πλευρά μπορεί να μην υπάρχει «δεος» απέναντι στην Ελλάδα (αν και μας θεωρούν πάντα πολυμήχανους Οδυσσείς). Όσο για το συμφέρον είναι ασφαλώς λάθος ο υπολογισμός τους για τον υποθαλάσσιο πλούτο της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και είναι έξω από κάθε λογική να διανοούνται να φθάσουν και σε πολεμική ακόμη αντιπαράθεση με την Ελλάδα για χάρη του υποθετικού αυτού θησαυρού και ακόμη περισσότερο για τις βραχονησίδες του Αιγαίου. Αυτό που είναι όμως βέβαιο είναι η «δοξα», η αντίληψη που τους έχει δημιουργηθεί ιστορικά πως ο Έλληνας είναι εκείνος που έκανε την αρχή για την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι εκείνος που απείλησε την καρδιά της σημερινής Τουρκίας προελαύνοντας μέχρις έξω από την Άγκυρα, είναι εκείνος που ως Ευρωπαίος και ως Χριστιανός αποκλείει την Τουρκία από την Ευρώπη κλπ., κλπ. Είναι μια αντίληψη που έχει τόσο βαθειά ριζώσει που δύσκολα, πολύ δύσκολα θα ξεπεραστεί για να αλλάξει και την πολιτική συμπεριφορά του Τούρκου.
Βλέποντας τα παλιά και τα νέα μαζί, διαβάζοντας τον Θουκυδίδη με τα μάτια του σημερινού αναγνώστη καταλήγομε σε μια θλιβερή διαπίστωση: ότι η φύση του πολέμου και πέρα απ’ αυτήν η φύση του ανθρώπου έχει στη βάση της ένα στοιχείο έξω από κάθε λογική, σχεδόν παρανοϊκό. Βεβαίως, όπως γίνονται αδιάλειπτες προσπάθειες της φυσικής επιστήμης να προσεγγίσουν την ανθρώπινη διανόηση με κάποια τεχνητή διανόηση, έτσι και η πολιτική επιστήμη και πρακτική προσπαθεί να εισαγάγει κάποιο περισσότερο έλλογο στοιχείο στη διεθνή ζωή, να εδραιώσει αυτό το «κοινό αγαθό» που είπαν οι Μήλιοι. Στην προσπάθεια αυτή η ανάγνωση του Θουκυδίδη σε τί θα συμβάλει; Μπορεί να επιτείνει την απαισιοδοξία για τη φύση του πολέμου και τη φύση του ανθρώπου. Μπορεί όμως και να βοηθήσει να δει κανείς πως τα πολύ μικρά βήματα που έκανε η διεθνής κοινωνία από τότε είχαν έστω και μια απειροελάχιστη επίδραση προς το καλύτερο. Αυτό ας το κρίνει ο καθένας.
Μια και με την ανάγνωση όμως του Θουκυδίδη πήγαμε 24 αιώνες πίσω, ας πάμε και άλλη μια χιλιετία πίσω, στον Τρωικό πόλεμο. Γιατί ξεκίνησε ο πόλεμος εκείνος, ο πιο μεγάλος ως τότε; Πάντως όχι από δέος, γιατί οι Αχαιοί δεν είχαν τότε κανένα λόγο να φοβούνται τους Τρώες. Και όσο για το συμφέρον, ένας δεκάχρονος πόλεμος μακρυά σε ξένη χώρα δεν απέφερε πάντως κέρδος, αφού οι νικητές ούτε καν αποίκισαν απ’ όσο ξέρομε την περιοχή. Υπήρχε όμως και η «δοξα», το γόητρο, η τιμή, το φιλότιμο ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να το μεταφράσει, κάτι απροσδιόριστο, αστάθμητο, εξωλογικό. Μας πήραν την Ελένη και προσέβαλαν την τιμή μας. Αλλά και οι Τρώες; Έμειναν πολιορκημένοι δέκα χρόνια, είδαν την πόλη τους να καταστρέφεται, ξενητεύτηκαν αναγκαστικά και όλα αυτά για να κρατήσει ο Πάρις την Ελένη; Εδώ ακριβώς έρχεται ο πανάρχαιος μύθος να μας πει πως δεν ήταν καν για την Ελένη ο αγώνας. Την Ελένη την είχε ήδη πάρει η Αθηνά και την πήγε μακρυά, στην Αίγυπτο και στα χέρια του απαγωγέα άφησε ένα άδειο πουκάμισο που κι’ αυτός και οι συμπατριώτες του αλλά και οι Έλληνες νόμιζαν πως ήταν η Ελένη. Αυτή η «δοξα», η αντίληψη που ήταν πια άσχετη με την πραγματικότητα, συντήρησε για δέκα χρόνια τον πόλεμο. Και στις μέρες μας ξαναθυμίζει ο Σεφέρης πως άκουσε τους μαντατοφόρους που ήρθαν να πούνε
«πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη».
III. ΠΑΡΑΒΑΣΙΣ
Και αν μια μέρα απρόοπτα παρουσιαζόταν μπροστά μας ο Θουκυδίδης; Τί θα μας έλεγε; Τί θα του λέγαμε;
Υποθέτω ότι με το οξύ του βλέμμα αλλά με καλοσυνάτο χαμόγελο θα μας έλεγε: «Ξέρω, ξέρω…Θέλετε να κάνετε τώρα αυτό που στον καιρό μου το έλεγαν στο θέατρο “παράβαση”. Θυμάμαι, τη χρησιμοποιούσε πολύ εκείνος ο αθεόφοβος ο Αριστοφάνης βάζοντας το χορό να μιλάει για τα σύγχρονα. Περνούσε τα εσκαμμένα, άσε που ήταν και πολύ συντηρητικός. Το μόνο που κάπως τον εξιλέωνε στα μάτια μου ήταν ότι είχε παραλάβει άγρια τον Κλέωνα. Αλλά, ας είναι, δεν ήρθα εδώ να μιλήσομε γι’ αυτά. Θα περιμένετε να σας πω τη γνώμη μου για τη σημερινή σας κατάσταση. Θέλω όμως να μελετήσω λιγάκι τη σύγχρονη ιστορία σας.»
Θα του δίναμε βέβαια πρώτα να μελετήσει τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και του Υπουργείου Εξωτερικών για να πάρει όσο γίνεται μια ιδέα για την πορεία του νέου Ελληνικού κράτους. Θα του παρουσιάζαμε τον Καποδίστρια, αλλά και τους Μαυρομιχαλαίους, τον Τρικούπη, αλλά και τον Δηληγιάννη, τον Βενιζέλο, τον Γούναρη και μια σειρά από άλλες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας, βασιλείς, δικτάτορες, επαναστάτες, στρατάρχες και άλλους σύχρονους πολιτικούς. (Όλα αυτά εν ριπή οφθαλμού, γιατί διαθέτει ένα σούπερ-κομπιούτερ μπροστά στο οποίον ο Deep Blue είναι παιχνιδάκι και κάνει και αυτόματη μετάφραση από την αττική στη νέα ελληνική). Και θα μας μάζευε το βραδάκι στην Πνύκα για να μας πει τις εντυπώσεις του.
– «Δεν τα πήγατε και άσχημα σεις οι Νεοέλληνες, αφού κατορθώσατε να στήσετε ένα καινούριο κράτος και να το επεκτείνετε όσο έφτανε η δύναμή σας. Χαίρομαι που δεν πολεμούν πια μεταξύ τους Αθηναίοι και Σπαρτιάτες, Ίωνες και Δωριείς, Θράκες και Μακεδόνες και μοιράζονται όλοι μαζί την εξουσία, Κερκυραίοι, Μυτιληνιοί, Ποτιδειάτες, Θηβαίοι, ακόμη και Κορίνθιοι. Τώρα μάλιστα βλέπω και πολλούς Επιδαμνίους, αλλά αυτοί θα είναι μάλλον νεήλυδες Ιλλυριοί. Πρέπει πάντως να σας πω ότι βλέπω πολλές από τις δικές μας αμαρτίες να τις επαναλαμβάνετε. Ίσως μάλιστα μερικοί από σας να το καυχώνται, πως τάχα έτσι αποδεικνύεται η συνέχεια του Ελληνισμού. Ανόητη σκέψη. Γιατί, όπως έλεγαν οι Κορίνθιοι στον καιρό μου, πρέπει να θυμόμαστε τα λάθη του παρελθόντος για να μην τα επαναλαμβάνομε.
Βλέπω, ας πούμε πως καμμιά φορά ξεκινάτε εκστρατείες χωρίς σωστή και αρκετή πληροφόρηση. Όταν διάβασα για τη Μικρασιατική σας εκστρατεία θυμήθηκα τους Αθηναίους που ξεκίνησαν για τη Σικελία χωρίς καλά-καλά να ξέρουν πού βρίσκεται και πόσο μεγάλη είναι και τί γινόταν στο εσωτερικό της. Ευτυχώς δεν επαναλάβατε σε τέτοια έκταση επιπόλαιες στρατιωτικές ενέργειες σ’ αυτόν τουλάχιστον τον αιώνα.
Εκεί όμως που οπωσδήποτε μας μοιάζετε είναι πως συχνά δεν κάνετε τη σωστή εκτίμηση, αν οι ενέργειες που αρχίζετε θα σας αφήσουν τελικά κέρδος ή ζημιά. Ακούγονταν και στον καιρό μου συνετές φωνές στην αρχή του πολέμου, σαν τον συχωρεμένο Αρχίδαμο που προσπαθούσε να συγκρατήσει τους Σπαρτιάτες από τον πόλεμο ή σαν τον μεγάλο Περικλή που συμβούλευε να μην ξανοίγονται σε πολλά μέτωπα οι Αθηναίοι. Βλέπω όμως ότι και σεις, πρόσφατα ακόμη, βρεθήκατε με ανοιχτά πολλά μέτωπα ταυτόχρονα, χωρίς να υπολογίσετε ποιές ήταν οι πραγματικές σας προτεραιότητες. Πάλι καλά που το αντιληφθήκατε τελικά. Αλλά και πάλι μην πάψετε να υπολογίζετε με φρόνηση ποιό θα είναι το κόστος και ποιό το όφελος από κάθε σας ενέργεια. Στη γενιά μου – τάγραψα αυτά με πόνο ψυχής – πολεμήσαμε επί τριάντα χρόνια από τη Σικελία ως τη Μικρασία και ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Καταστρέψαμε τον τόπο μας, τις πολιτείες μας, για να μας επιβάλει τελικά την ειρήνη ο Πέρσης. Και όλα αυτά γιατί δεν είχαμε εκτιμήσει σωστά πως τα κέρδη που θα αποκόμιζε είτε η Αθήνα είτε η Σπάρτη από τη σύγκρουσή τους ήταν μηδαμινά μπροστά στη ζημιά που έκαναν στην ίδια τους την πολιτεία.
Διαβάζοντας για τις διάφορες ενέργειές σας προς τρίτους θυμήθηκα πάλι τα δικά μας. Φυσικά δεν μπορείτε σήμερα να μιλάτε σαν τους Αθηναίους του καιρού μου που υπεροπτικά δεν είχαν άλλο επιχείρημα από τη δύναμή τους. Αλλά πάλι δεν βλέπετε πόσο απρόσφορη ήταν η επιχειρηματολογία πολλών άλλων πόλεων τότε; Προσπαθούσαν να πείσουν ότι το δίκιο ήταν με το μέρος τους, αναφέραν συνθήκες, σπονδές, όρκους, όπως τα λέγαμε τότε.
Κατά κανόνα χωρίς αποτέλεσμα. Πιο αποτελεσματικοί ήταν οι Κερκυραίοι, όταν υπέδειξαν στους Αθηναίους ότι συμφέρον τους ήταν να τους βοηθήσουν, και σε μικρότερο μέτρο οι Κορίνθιοι που με το ίδιο επιχείρημα του συμφέροντος μίλησαν στους Σπαρτιάτες για να εξασφαλίσουν τη βοήθειά τους. Και σεις σήμερα επικαλείσθε το διεθνές δίκαιο, το διεθνές δικαστήριο, τις διεθνείς συμβάσεις. Δεν λέω να αγνοήσετε αυτά τα επιχειρήματα. Δεν επιμένετε όμως αρκετά στην προσπάθεια προς τους δυνατούς τρίτους, αλλά ακόμη και προς τους αντιπάλους σας για να τους αποδείξετε ότι συμφέρον τους είναι να πάψει αυτή η αντιπαλότητα. Και γι’ αυτούς τους Τούρκους -δεν τους ξέραμε στον καιρό μου- αλλά και για τους άλλους που είναι σήμερα οι δυνατοί αυτή η παρατεταμένη αντιπαράθεση κοστίζει περισσότερο από όποιο κέρδος εδαφικό ή άλλο θα μπορούσαν να έχουν. Για δοκιμάστε λίγο πιο επίμονα προς αυτή την κατεύθυνση.
Εκεί πάντως που βλέπω τις πιο πολλές ομοιότητες είναι πως οι πολιτικοί σας ηγέτες αρέσκονται να μάχεται ο ένας τον άλλον. Όχι για τα οικονομικά του Δήμου ή για το ποιος θα σιτίζεται στο Πρυτανείο -πράγμα που θα ήταν φυσικό σε μια δημοκρατική πολιτεία- αλλά για θέματα που αφορούν τις σχέσεις σας με τους τρίτους. Τα είδαμε τα αποτελέσματα στα χρόνια μου. Έφτανε να πει κάτι ο Διόδοτος για να βγει ο Κλέων εναντίον του, να προτείνει μια πολιτική ο Αρχίδαμος για να τον αντικρούσει ο Σθενελαΐδας. Αφήστε δε πια το τί γινόταν στις μικρότερες πολιτείες. Και έτσι κατέληξαν τα πολιτικά κόμματα να λειτουργούν σύμφωνα με τις υποδείξεις των δυο μεγάλων, να αλληλοσφάζονται οι οπαδοί τους χωρίς να διερωτώνται ποιο ήταν το καλό για την πόλη τους. Αρκετά ταλαιπωρηθήκατε και σεις με κάτι τέτοια. Μόλις στήσατε το νέο σας κράτος κάνατε αμέσως κόμματα “ρωσικό”, “γαλλικό”, “αγγλικό”. Αργότερα είχατε τους γερμανόφιλους και τους ανταντόφιλους. Για να μην πω πια και για τα όσα έγιναν πριν πενήντα χρόνια. Αλλά ας ελπίσομε πως κάτι διδαχθήκατε από πρόσφατη και σκληρή πείρα. Εκείνο που πρέπει ακόμη να διδαχθείτε είναι πως ό, τι αφορά τις σχέσεις της πολιτείας σας με τις άλλες πολιτείες, εχθρές ή φίλες, δεν μπορεί, δεν συμφέρει τον τόπο σας να θεωρείται σαν κατάλληλη παλαίστρα για να επιτύχει κάποιος προσωπικό ή κομματικό όφελος ή να αποφύγει κόστος. Εκείνο που φοβάμαι είναι πως, ενώ μοιάζει να συμφωνείτε μ’ αυτές τις σκέψεις, και μιλάτε όλοι γι’ αυτό που αποκαλείτε εθνική ομοψυχία, ξαφνικά τις ξεχνάτε και πέφτετε στις παλιές αμαρτίες. Επικίνδυνη αυτή η υποτροπή του κομματισμού κάθε τόσο σε ό, τι αφορά τα εξωτερικά. Αλλά τέλοσπάντων. Ας δούμε αύριο μαζί και τον ευρύτερο ορίζοντα, αφού μου λέτε πως έχει τόσο μεγαλώσει ο κόσμος».
Πράγματι την άλλη μέρα ήταν η σειρά για μια επίσκεψη στον ΟΗΕ, στην Ουάσιγκτον, στις Βρυξέλλες. Γυρίζοντας εξέφρασε την επιθυμία να συμποσιασθούμε στον Άλιμο, όπου είχε γεννηθεί. Του άρεσε η γενέτειρά του, παρ’ όλο που είχε τόσο αλλάξει. Βρήκε ωραίες τις παλαίστρες στην Κολιάδα Ακρα – εμείς σήμερα τη λέμε Άγιο Κοσμά -, κολακεύθηκε μαθαίνοντας ότι ο Δήμος Αλιμουσίων οργανώνει διεθνή συνέδρια για το έργο του, συγκινήθηκε όταν είδε πως έχουν στήσει και την προτομή του. Εντυπώσεις από την περιοδεία;
«Πράγματι, αυτός ο ΟΗΕ, όπως τον λέτε, είναι μια καλή προσπάθεια, αλλά μου θυμίζει τις δικές μας αμφικτυονίες, πάντοτε με καλές προθέσεις και ωραία λόγια και μικρό αποτέλεσμα. Μου είπαν πως έχουν γίνει τόμοι ολόκληροι συνθηκών για τους κανόνες του πολέμου, για τον αφοπλισμό, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά απ’ ό, τι κατάλαβα πολύ λίγο τηρούνται. Γι’ αυτό αν διαβάσετε την ιστορία που έγραψα, μην εκπλαγείτε για τις σκληρότητες που έγιναν τότε, σφαγές αιχμαλώτων, εξανδραποδισμούς και άλλα τέτοια πολλά. Δεν βλέπω δα να έχετε κάνει και πολλή πρόοδο σ’ αυτά. Όσο για το ΝΑΤΟ μου θυμίζει πολύ την αθηναϊκή συμμαχία, όχι βέβαια την αρχική αλλά όπως έγινε με τα χρόνια, όπου μόνο στα χαρτιά ήταν ακόμη συμμαχία, αλλά στην ουσία ήταν εξουσία των Αθηναίων. Αυτά που είδα στην Ουάσιγκτον μου θύμισαν πράγματι την αλαζονεία των Αθηναίων. Σήμερα μπορεί να μην υπάρχουν πια Σπαρτιάτες ως αντίπαλο δέος, αλλά παραμένω σκεπτικός. Όσο γι’ αυτή την Ευρωπαϊκή Ένωση καλή μου φαίνεται, αν και διερωτώμαι, αν θεωρούν επαρκή μια οικονομική ένωση που δεν έχει κατορθώσει να διαμορφώσει κοινή πολιτική βούληση.
Εκείνο όμως που βλέπω είναι πως η φύση του ανθρώπου δεν άλλαξε. Δεν λέω δυστυχώς ή ευτυχώς, απλώς διαπιστώνω. Οι συγκρούσεις δεν έπαψαν, μεγάλες ή μικρές. Σπανίως για πραγματικό συμφέρον, πολλές φορές από αδικαιολόγητο φόβο, αλλά πολύ πιο συχνά γι’ αυτό που λέτε σήμερα “φιλότιμο” ή “γόητρο” ή “εντυπώσεις” και που εγώ το έλεγα “δόξα”. Αυτή πιο πολύ από κάθε άλλο ταλανίζει τον άνθρωπο και σήμερα όπως στον καιρό μου. Παράλογο όν ο άνθρωπος».
Προσπαθήσαμε να του πούμε ότι τα λόγια του είναι πραγματικά πάντοτε επίκαιρα, αλλά είχε ήδη εξαφανισθεί.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ένα δοκίμιο στις «Ανεπίκαιρες Σκέψεις» του Νίτσε τιτλοφορείται «Η Ιστορία, Χρήσιμη και Βλαβερή για τη Ζωή» (Vom Nutzen und Nachteil der Historie fuer das Leben). Διακρίνει τρία είδη ιστοριογραφίας, τη «μνημειακή», που στοχεύει να διαιωνίσει τις μεγάλες πράξεις και προσωπικότητες του παρελθόντος, την «αρχαιολογική», που σκοπό της έχει να ερευνήσει και να διασώσει αυτά που έγιναν στα παλιά χρόνια, και τέλος την «κριτική» ιστοριογραφία. Για την τελευταία γράφει: «Ο άνθρωπος πολύ συχνά έχει ανάγκη την κριτική ιστοριογραφία στην υπηρεσία της ζωής. Πρέπει να έχει και να χρησιμοποιεί πότε-πότε τη δύναμη να θρυμματίζει και να αναλύει το παρελθόν για να μπορέσει να επιζήσει».
Δεν ξέρομε, αν ο Νίτσε γράφοντας αυτά είχε υπ’ όψη του το έργο του Θουκυδίδη. Οπωσδήποτε όμως το έργο αυτό επαληθεύει τα λόγια του. Γιατί πραγματικά η ιστοριογραφία του Θουκυδίδη είναι στην υπηρεσία της ζωής. Και ο σημερινός αναγνώστης διαπιστώνει πως διαβάζοντας βρίσκει πλούσια ανταμοιβή.
Κάποιος θα δει να ξεδιπλώνεται μπροστά του μια πελώρια πανοραμική εικόνα που πιάνει όλο τον ελληνικό χώρο από τον Πόντο στη Σικελία και από τη Θράκη στην Κύπρο, και όχι μόνο μια εικόνα αλλά μια σειρά ολόκληρη με μορφές ηγετών και δημαγωγών, με μάχες και συνθήκες, ραδιουργίες και ηρωισμούς. Ο άλλος που θέλει να εγκύψει με προσοχή στα παλιά θα βρει κείμενα σπονδών, καταλόγους μαχητών, τοπογραφικές πληροφορίες. Όποιος ενδιαφέρεται για τα στρατιωτικά θα διαβάσει σαφείς τεχνικές λεπτομέρειες για τις πολιορκητικές μεθόδους όσο και για τις κινήσεις των πλοίων, ανάλυση τακτικών αποφάσεων και σκέψεις γενικής στρατηγικής. Και όσο για εκείνον που ενδιαφέρεται για την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία του καιρού εκείνου ο Θουκυδίδης προφέρει μια αστείρευτη πηγή γνώσεων. Αλλά πέρα από τις πληροφορίες και τις γνώσεις, υπάρχει και η γνώση. Όποιος την αναζητήσει μέσα στον Θουκυδίδη θα τη βρει.
Στον Έλληνα αναγνώστη είναι χρήσιμο διαβάζοντας τα παλιά να σκέπτεται τα σύγχρονα. Να βλέπει τα δεινά που προκάλεσαν στον ελληνικό κόσμο η επιπόλαια πληροφόρηση, οι εσφαλμένες εκτιμήσεις για το κόστος ή την ωφέλεια πολλών ενεργειών στην εξωτερική πολιτική, η άστοχη επιχειρηματολογία, και κυρίως οι εμφύλιες αντιθέσεις και η συνανάμιξη της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής με κριτήριο το πολιτικό κόστος ή όφελος.
Αλλά και για κάθε άνθρωπο που ασχολείται με τα κοινά είναι βαρυσήμαντη η διαπίστωση του Θουκυδίδη πως μέσα στη φύση του ανθρώπου ενυπάρχει το καταστροφικό στοιχείο του παραλόγου. Διαπίστωση που στο έργο του Θουκυδίδη αφορά τον άνθρωπο στην κοινωνικο-πολιτική του διάσταση, όχι την ψυχολογία του ατόμου που με τον τρόπο του διερεύνησε την ίδια εποχή ο Ευριπίδης.
Ο Θουκυδίδης όμως, ενώ γνωρίζει και παρουσιάζει το καταστροφικό στοιχείο του παραλόγου που βρίσκεται μέσα στην ανθρώπινη φύση, δεν βλέπει τον άνθρωπο καταδικασμένο να επαναλαμβάνει τις παρανοϊκές πράξεις που έγιναν στο παρελθόν. Κάθε άλλο. Πιστεύει πως γνωρίζοντας τις παλιές αμαρτίες και αδυναμίες ο άνθρωπος μέσα στην πολιτεία μπορεί να περιορίσει τουλάχιστον αυτό το στοιχείο του παραλόγου. Έχει το έργο του Θουκυδίδη με τον τρόπο του χαρακτήρα παιδευτικό για όποιον θέλει να σκεφθεί και να διδαχθεί από το σπαρακτικό αυτό παρελθόν που εξιστορεί. Γι’ αυτό δηλώνει πως, ενώ σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση αυτά που αφηγείται ή παρόμοια θα ξαναγίνουν, για τον ίδιο θα είναι αρκετή ικανοποίηση, αν όσοι τον διαβάσουν βρουν το έργο του ωφέλιμο. Δείχνει έτσι ότι πιστεύει πως είναι εφικτό να διδαχθεί κάτι ο άνθρωπος από αυτά που έγιναν στο παρελθόν. Και προσθέτει, χωρίς αυταρέσκεια αλλά με αυτοπεποίθηση, ότι το έργο του είναι «κτήμα ες αιει».
Ο σημερινός αναγνώστης του Θουκυδίδη ας τον διαβάσει με αυτό το πνεύμα.
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι, να ξαναφέρει κοντά στο σημερινό αναγνώστη τις πάντοτε επίκαιρες αλήθειες που πηγάζουν από το έργο του Θουκυδίδη. Όσο όμως και αν αυτές εξακολουθούν να έχουν τη σημασία τους και στο σημερινό μας κόσμο, δεν μπορούμε να παραβλέψομε πως γράφτηκαν μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μιας ορισμένης εποχής. Πώς θα ήταν άλλωστε νοητό το έργο ενός ιστορικού, αν το ξεχωρίσει κανείς από την εποχή της οποίας γράφει την ιστορία. Γι’ αυτό το λόγο θα προσπαθήσει το πρώτο τούτο μέρος να δώσει σε γενικές πάντοτε γραμμές την εικόνα της εποχής που εξελικτικά κατέληξε στην τελευταία τριακονταετία του 5ου π.Χ. αιώνα, όχι φυσικά στο σύνολό της, αλλά σε ορισμένους μόνο τομείς. Οι τομείς αυτοί είναι εκείνοι που άμεσα επηρέασαν τα πολιτικά γεγονότα και προετοίμασαν τη μεγάλη πολεμική αναμέτρηση στον ελληνικό χώρο. Ειδικότερα πρόκειται πρώτον, για το διακρατικό περιβάλλον της εποχής που αναφέρεται όχι μόνο στις πόλεις-κράτη του Ελληνισμού αλλά και στους γειτονικούς εξωελληνικούς χώρους. Δεύτερον, την εσωτερική κατάσταση των ελληνικών πόλεων, εμπολέμων και μη. Και τρίτον, τα μέσα, τους τρόπους και τις συνήθειες που καθόριζαν τη χάραξη και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του καιρού εκείνου.
Πριν όμως παρατεθούν τα τρία ειδικότερα αυτά στοιχεία καλό είναι να αναφερθούμε, σε πολύ γενικές φυσικά γραμμές, στο ευρύτερο πνευματικό κλίμα εκείνης της εποχής. Γιατί, είναι αλήθεια, πως αν σταθούμε στα πολιτικά και μόνο γεγονότα, είτε δηλ. στο διακρατικό σύστημα, είτε στον εσωτερικό βίο των ελληνικών πολιτειών, θα μας μείνει μόνο μια δυσάρεστη γεύση συγκρούσεων τόσο ανάμεσα όσο και μέσα στις πόλεις. Θα δούμε αγριότητες και σφαγές, προδοσίες και αποστασίες σε συνεχώς μεγαλύτερη έξαρση στις δεκαετίες του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά που αρχίζουν να εμφανίζονται αμέσως μετά τα Μηδικά για να κορυφωθούν τελικά στο μεγάλο νεοελληνικό σπαραγμό.
Αν επαναφέρομε στη μνήμη μας μόνον αυτά, δε θα μπορέσομε καν να εξηγήσομε γιατί αποκλήθηκε «χρυσός» ο 5ος αιώνας με την πολύπλευρη όσο και μοναδική δημιουργικότητά του. Και πιο συγκεκριμένα ο βαθύς πολιτικός στοχασμός του Θουκυδίδη θα φαινόταν σαν κάποιο ανεξήγητο φαινόμενο σ’ έναν κόσμο που θα τον αντικρύζαμε μόνο από τη σκοπιά των πολεμικών γεγονότων και των εμφυλίων συγκρούσεων, όπου η βία γινόταν όλο και πιο έντονα στοιχείο της καθημερινότητας.
Όταν οι παλιοί ιστορικοί μιλούσαν για την «Πεντηκονταετία», πολύ σωστά καθόριζαν την εποχή που μεσολάβησε από την νίκη κατά των Περσών στις Πλαταιές το 479 π.Χ. που σηματοδοτούσε το τέλος της μηδικής επιδρομής ως την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 π.Χ. που άνοιγε την περίοδο του μεγάλου ενδοελληνικού σκοτωμού. Μέσα σ’ αυτά τα πενήντα περίπου χρόνια συντελέσθηκαν σημαντικές πολιτικές αλλαγές, ιδίως στην Αθήνα, όπως αναφέρεται παρακάτω. Αυτές οι πολιτικές όμως αλλαγές ήταν έκφραση ενός γενικότερου και βαθύτερου μετασχηματισμού που σημειώθηκε στην οικονομία, στην κοινωνία, κυρίως όμως στη σκέψη του ελληνικού κόσμου. Είναι μια περίοδος που οι εξελίξεις της ελληνικής σκέψης συντελούνται με μεγάλη ταχύτητα και με ασυνείθιοτη πυκνότητα, Αν δούμε την απόσταση που χωρίζει την ελληνική σκέψη από την εποχή, ας πούμε, του Πεισίστρατου ως τα Μηδικά, θα διαπιστώσομε ότι προχώρησε μεν, αλλά με πολύ βραδύτερους ρυθμούς από ό, τι στην πεντηκονταετία από το τέλος των Μηδικών ως την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η απομάκρυνση της περσικής απειλής, προσωρινή τουλάχιστον, άνοιξε διάπλατα όλο το χώρο του Αιγαίου και τις ακτές της Μικρασίας και έκανε άνετη και ασφαλή την πρόσβαση στον Εύξεινο. Η ναυτική υπεροχή της Αθήνας χάρις στο στόλο που επίμονα είχε προωθήσει ο Θεμιστοκλής αποτέλεσε το υπόβαθρο για την εξάπλωση της πολιτικής επιρροής της Αθήνας, αφού η Σπάρτη ούτε μπορούσε ούτε ήθελε να ξανοιχτεί στο ευρύτερο πεδίο, παρ’ όλο που είχε την ευκαιρία. Συνυφασμένη με την εξέλιξη αυτή είναι η οικονομική μεταλλαγή προς τη χρηματική οικονομία που δεν βασίζεται πια στην ανταλλαγή ειδών αλλά στη νομισματική δοσοληψία. Όλα αυτά όμως συνεπιφέρουν κοινωνικές αλλαγές που πηγαίνουν βαθειά και εκφράζουν μεταβολή στην όλη θέση του πολίτη απέναντι στην πόλη, ακόμα και τη σχέση που έχει το άτομο με τον κόσμο.
Ήδη βέβαια πριν τα Περσικά οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη εξέφραζαν μια τάση απομάκρυνσης από τις παλιές μορφές κοινωνικής συμβίωσης, βασισμένες στην αριστοκρατική παράδοση της ευσεβούς προσήλωσης στο νόμο και την τάξη. Νέες δυνάμεις πιέζουν για να σπάσουν τις παλιές φόρμες αναζητώντας τρόπους να εκδηλωθεί όχι μόνο μια άλλη διάσταση πολιτική, οικονομική και κοινωνική, αλλά να απελευθερωθεί γενικότερα η ανθρώπινη σκέψη.
Ο επισκέπτης του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα θα σταθεί με θαυμασμό μπροστά στην αυστηρή, ολόρθη μορφή του Κούρου του 6ου αιώνα, αλλά θα χαρεί κατόπιν το χάλκινο αγαλματίδιο των αρχών του 5ου αιώνα. Έκδηλα θα δει πόσο έχει αλλάξει η αισθητική σύλληψη. Χωρίς να έχει φτάσει ακόμη στην αρμονία της μεγάλης τέχνης του Φειδία, εκφράζει μια νέα αντιμετώπιση της ζωής. Το σώμα με κλίση προς τα εμπρός, το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, τα χέρια μακρυά από το σώμα σε στάση δρομέα, με μια λέξη… κίνηση. Αυτή η κινητικότητα του χαλκοπλάστη εκφράζει τη νέα κινητικότητα του πνεύματος της εποχής. Και λίγο αργότερα, γύρω στο 460 π.Χ., βλέπομε μια χάλκινη κεφαλή του Ποσειδώνα, γεμάτη ζωή και προσωπικότητα να μας δηλώνει πως άρχισε μια νέα εποχή στην αντίληψη για τον άνθρωπο και τους θεούς.
Αυτή η κινητικότητα του πνεύματος δεν γεννήθηκε στην Αθήνα. Είχε αρχίσει ήδη να εκδηλώνεται κυρίως στην Ιωνία, αλλά και στη Μεγάλη Ελλάδα, είχε κιόλας φανεί σε άλλες μορφές της δημιουργικής σκέψης έξω από την κυρίως Ελλάδα, στις παρυφές του Ελληνισμού. Η λυρική- ελεγειακή ποίηση του Αλκαίου, της Σαπφούς, του Στησιχόρου άνοιγε νέους ορίζοντες στην καλλιέργεια του λόγου.
Έδειχνε με τον τρόπο της τη μετάβαση από την αγροτική ποίηση του Ησιόδου ή την αριστοκρατική του Πινδάρου στην «αστική» μεταμόρφωση της κοινωνίας.
Πιο έκδηλη ήταν η ανάπτυξη της κοσμολογικής σκέψης. Φεύγει και αυτή από τη μυθολογική παράδοση και αναζητεί ελεύθερα τις αρχές που διέπουν τη φύση. Θαλής, Παρμενίδης, Πυθαγόρας, Ηράκλειτος αναζητούν μέσα στον 6ο και στις αρχές του 5ου αιώνα την ουσία του κόσμου μακρυά από την ομηρική μυθολογία του Δωδεκαθέου και με τη σκέψη τους τοποθετούν στο επίκεντρο τον ανθρώπινο νου.
Όταν η Αθήνα αρχίζει να παίζει τον καινούριο της ρόλο στην πολιτική και την οικονομική ζωή ως κέντρο του Ελληνισμού, αρχίζουν να συρρέουν τόσο από την Ιωνία και τη Μεγάλη Ελλάδα, αλλά και από άλλες γωνιές του ελληνικού χώρου οι φορείς και εκφραστές αυτού του νέου πνεύματος. Από τις Κλαζομενές ο Αναξαγόρας, από τα Άβδηρα ο Δημόκριτος, αλλά και ο Πρωταγόρας, από τη Μεγάλη Ελλάδα ο Ζεύξις αλλά και ο Παρμενίδης και ο Ζήνων, ο Πολύγνωτος από τη Θάσο αλλά και ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό. Ενα μεγάλο χωνευτήρι της νέας σκέψης γίνεται πια η Αθήνα. Και δεν είναι μόνον εκείνοι που συρρέουν, έστω και περαστικοί στην Αθήνα. Είναι και η γηγενής δημιουργία του αθηναϊκού πνεύματος που την εκφράζει αμέσως μετά τα Μηδικά η τραγωδία του Αισχύλου για να την κορυφώσει με τη σειρά του ο Σοφοκλής. Με το δίκιο του ο Περικλής στον Επιτάφιο αποκαλεί την Αθήνα «της Ελλάδος παιδευσιν».
Μέσα σ’ αυτή τη ριζική μετάλλαξη του τρόπου της σκέψης και της δημιουργίας ιδιαίτερη θέση έχουν οι σοφιστές. Τα δυο χαρακτηριστικά του ιωνικού πνεύματος, ο ορθολογισμός και η ατομικότητα, εκφράζονται στη σοφιστική σκέψη. Παρ’ όλο που η σκέψη αυτή δεν είχε μια ενιαία εκδήλωση -γιατί πολλοί ήταν οι σοφιστές και καθένας έβλεπε τα πράγματα από τη δική του σκοπιά- η συνισταμένη τους είχε ριζική επιρροή στην όλη νοοτροπία και συνεπώς στον ατομικό, κυρίως όμως στο δημόσιο βίο. Αυτός είναι ο λόγος που γίνεται η εκτενής κάπως αναφορά αυτή στις βαθειές αλλαγές που συντελέσθηκαν στο δημόσιο βίο μέσα στην Πεντηκονταετία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Ή μήπως θα έπρεπε να λέγεται το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτές οι βαθειές αλλαγές στην κοινωνία, στο πολίτευμα και στην οικονομία που σημαδεύουν τις δεκαετίες μετά τα Μηδικά δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη σοφιστική σκέψη; Είναι πράγματι μια αμφίδρομη σχέση που έχει πάντα ο στοχαστής με την κοινωνία που τον περιβάλλει. Δέχεται τις επιρροές της και ταυτόχρονα την επηρεάζει.
Η ανάπτυξη της κοσμολογικής σκέψης που μεταθέτει το επίκεντρο του κόσμου από τον Όλυμπο στα στοιχεία της φύσης, το ύδωρ, τον αέρα, το πυρ, βρίσκει φυσιολογική προέκταση στην περαιτέρω μετάθεση του κέντρου από την απρόσωπη φύση στο άτομο. Η μετάθεση αυτή ήταν σταδιακή. Οι παλαιότεροι Μιλήσιοι κοσμολόγοι δεν συνέδεαν απ’ ευθείας τον κόσμο με τον άνθρωπο. Αλλά ο Ηράκλειτος βλέπει τις νομοτέλειες σε έναν κόσμο που περιλαμβάνει και τον άνθρωπο. Και η ανθρωποκεντρική τάση εκδηλώνεται ακόμη πιο ξεκάθαρα στον Αναξαγόρα. Γεννάται έτσι το πρόβλημα για τη σύνδεση του ανθρώπου με τον κόσμο.
Όταν ο Ιπποκράτης ανοίγει νέους ορίζοντες στη μελέτη του ανθρωπίνου σώματος, εκφράζει αυτήν ακριβώς την μετακίνηση από τον κόσμο στον άνθρωπο. Αυτό που στο πεδίο της πολιτικής σκέψης κάνουν οι σοφιστές.
Σε μια κοινωνία όπου ο αστικός πληθυσμός αυξάνει, όπου το δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά διευρύνεται ακόμη και στους θήτες, τους άκληρους κωπηλάτες του στόλου, όπου ο αγρότης-παραγωγός έχει ολοένα μικρότερο μερίδιο στην οικονομία από τον έμπορο και τον μεταφορέα, τα παλιά μέτρα που ίσχυαν στη ζωή της πολιτείας αναθεωρούνται.
Οι σοφιστές δεν ήταν πια κοσμολόγοι. Έπιαναν κατ’ ευθείαν το κεντρικό πρόβλημα που έθεταν οι νέες αυτές συνθήκες της ζωής της πόλης, δηλαδή τη σχέση της πολιτείας με τον πολίτη. Γι’ αυτό και πολλοί απ’ αυτούς καλλιεργούσαν με ιδιαίτερη επιμέλεια την τέχνη της ρητορικής. Τέχνη αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τον εκδημοκρατισμό της πολιτείας, αφού πια κυβερνούσε άλλοτε άμεσα, άλλοτε έμμεσα ο δήμος.
Από την κοσμολογία στη φιλοσοφία δεν ήταν μακρύς ο δρόμος. Ούτε από τη ρητορική στη «σοφιστεία» που έδωσε την κακή φήμη πως αποσκοπούσε «τον ηττονα λογον κρεισσονα ποιειν». Αλλά αυτή η στρέβλωση που και στην αρχαιότητα τόσο κατηγορήθηκε και περιφρονήθηκε, ήταν μόνο μια πλευρά της άνθησης της σοφιστικής. Επικεντρώνοντας τη σκέψη στον άνθρωπο ως πολίτη βεβαίως δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη του ανθρώπου ως μόνου μέτρου. Στην προέκτασή της η ρήση ότι πάντων μέτρον είναι ο άνθρωπος οδηγούσε στον ατομικισμό και στη διάβρωση της πολιτικής συνείδησης του ατόμου ως μέλους μιας κοινωνίας οργανωμένης σε πολιτεία. Όσο και αν ήταν όμως επικίνδυνη η διάβρωση αυτή συνεισέφερε ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο, δηλαδή τον προβληματισμό για τη φύση του ανθρώπου.
Φΰση του ανθρώπου… έννοια κεντρική στην ιστορική σκέψη του Θουκυδίδη. Αυτή η περιήγηση από τον Ηράκλειτο στον Ιπποκράτη σκοπό είχε ακριβώς να προετοιμάσει τον αναγνώστη για το τελευταίο κεφάλαιο, όπου γίνεται εκτενέστερα λόγος για τη σημασία που έχει στη σκέψη του Θουκυδίδη η έννοια «το ανθρωπειον», δηλαδή η ανθρώπινη φύση.
Πράγματι την έννοια τη δανείστηκαν οι σοφιστές κατά κάποιον τρόπο από τη νεογέννητη ιατρική επιστήμη, Και στάθηκαν μπροστά στο ερώτημα, αν η ανθρώπινη φύση είναι δεδομένη και αμετάβλητη ή αν είναι δεκτική «παιδείας». Τη θέληση να εκπαιδευθεί το άτομο, κυρίως ως πολίτης, τη συμμερίζονται όλοι ως επιθυμητή. Υπάρχει όμως πάντοτε η αμφιβολία, αν και σε ποιό μέτρο η εκπαίδευση αυτή μπορεί να κατισχύσει πάνω στη φύση του ανθρώπου. Μπορεί ο Σωκράτης να πίστευε ότι «ουδεις εκων κακός», άρα ότι η αρετή στην έννοια της εποχής εκείνης μπορεί να διδαχθεί. Αλλά ο ίδιος ο Πλάτων μετά την προσωπική του σικελική εμπειρία αναγνωρίζει στην 7η επιστολή πόσο στενά είναι τα περιθώρια που έχει η παιδεία για να αλλάξει ή έστω να επηρεάσει την ανθρώπινη (ρύση. Σ’ αυτό το σημείο συναντάται η σκέψη του Θουκυδίδη με την εμπειρία του Πλάτωνος.
Συστατικό στοιχείο της φύσης του ανθρώπου όμως είναι αυτό που διαπιστώνει ο Θουκυδίδης, δηλαδή η επιθυμία για εξουσία, για δύναμη. Μια διαπίστωση που διατρέχει όλη την ιστορική αφήγησή του. Αλλά ο πόθος για εξουσία έτσι όπως τον διαπιστώνει ωμά ο Θουκυδίδης, είναι κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις παραδεδεγμένες αξίες και ειδικότερα με αυτό που στα παλαιότερα χρόνια οι Έλληνες αποκαλούσαν «δίκη», ένα μέτρο δικαιοσύνης που, έστω και αν δεν το τηρούσαν στην πράξη, αποτελούσε πάντως αναπόσπαστο τμήμα της θεολογικής μυθολογίας τους. Από την ώρα που αυτή επικαλύπτεται σταδιακά, παραγκωνίζεται από τη νέα κοσμολογική αλλά και ανθρωπολογική σκέψη, η επιθυμία για την εξουσία γίνεται ασύδοτο στοιχείο της δημόσιας ζωής μέσα και ανάμεσα στις πόλεις.
Έχει και την περαιτέρω προέκτασή της αυτή η διαπίστωση. Γιατί από τη στιγμή που ο νόμος ή τα ήθη της πολιτείας έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση με αυτό που εθεωρείτο θείος νόμος ή «δικη», η σχετικότητα των αξιών οδηγεί και το μεμονωμένο πια άτομο στην αμφισβήτηση της αξίας και των νόμων της πολιτείας. Ατομικισμός, σχετικισμός καταλήγουν σ’ αυτό που θα λέγαμε σήμερα «αμοραλισμό». Και ουσιαστικά σημαδεύει το τέλος μιας εποχής που είδε την άνθηση στο διάστημα της Πεντηκονταετίας αλλά βαθμιαία κατέληξε στον κυνισμό και την αγριότητα της αλληλοκαταστροφής του Μεγάλου Πολέμου.
Το ελληνικό πνεύμα δεν έσβυσε μ’ αυτό τον πόλεμο. Αντίθετα γνώρισε μια ακόμη πιο σημαντική εμβάθυνση με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και όσους τους ακολούθησαν. Η πόλις όμως, όπως ιδανικά την είχε αναπτύξει και την είχε καμαρώσει ο Περικλής, δεν υπήρχε πια. Δικαιολογημένα είχε πει ο Χέγκελ πως «το πτηνό της σοφίας αρχίζει το πέταγμά του στο σούρουπο». Η ιστορία που μας αφηγείται ο Θουκυδίδης παρουσιάζει ακριβώς αυτό το ηλιοβασίλεμα.
Το Διακρατικό Περιβάλλον
Ο αιώνας που άρχισε με αλλεπάλληλες, περίλαμπρες νίκες των Ελλήνων κατά των Περσών τελείωσε βρίσκοντας τον ελληνικά κόσμο ρημαγμένο από τον πόλεμο, τους δε Πέρσες ουσιαστικά ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων.
Μπορεί ο αιώνας αυτός να οδήγησε την ελληνική τέχνη σε ανεπανάληπτες κορυφές. Την ελληνική πολιτική πράξη όμως την οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Στο πολιτικό επίπεδο ο δρόμος είχε πια ισοπεδωθεί για να ανοίξει σε μερικές δεκαετίες για τους Μακεδόνες με την εντελώς διαφορετική αντίληψη για την πολιτεία και την πολιτική πρακτική.
Θα περίμενε κανείς ότι η αίσθηση του υπέρτατου κίνδυνου της περσικής εισβολής, η κοινή προσπάθεια όλων -με λίγες εξαιρέσεις- των ελληνικών πόλεων να αποκρουσθεί η εισβολή και η απροσδόκητα θριαμβευτική επιτυχία της κοινής προσπάθειας θα διαμόρφωναν στον ελληνικό χώρο ένα νέο πολιτικό σκηνικό, όπου η κοινότητα του κινδύνου, της προσπάθειας και της νίκης θα οδηγούσαν στην υπέρβαση των παλιών αντιθέσεων και εχθροτήτων ανάμεσα στις πόλεις και στην οργάνωση του ελληνικού χώρου σε μια διαφορετική πολιτική βάση. Αντί γι’ αυτό όμως δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός «διπολικού» θα λέγαμε σήμερα συστήματος δυνάμεων ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη προορισμένου να οδηγήσει στη μεγάλη συμφορά του Πελοποννησιακού πολέμου. Από τοπικές και περιορισμένες που ήταν πριν τα Μηδικά οι διαφορές και ενίοτε οι συγκρούσεις ανάμεσα στις πόλεις, άρ χισαν στο διάστημα του 5ου αιώνα να παίρνουν συνέχω ευρύτερες διαστάσεις.
Η απελευθέρωση των πόλεων της Ιωνίας μετά τις μεγάλες συγκρούσεις με τους Πέρσες στην ηπειρωτική Ελλάδα έγινε μεν από τους Σπαρτιάτες υπό τον Παυσανία, αλλά η σκέψη της υπερπόντιας επέκτασης δεν ταίριαζε στο σπαρτιατικό συντηρητισμό. Το κενό έσπευσε πρόθυμα να καλύψει η Αθήνα. Οι δυο πρωταγωνιστές της μεγάλης νίκης κατά των Περσών τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους, η Αθήνα προς τη θαλασσοκρατορία, η Σπάρτη, βασισμένη στη χερσαία της δύναμη, προς τη διαφύλαξη και ενίσχυση της θέσης της στο χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδος.
Δεν πρόλαβαν να περάσουν είκοσι χρόνια από τα Μηδικά και η Αθήνα προχωρεί στη δημιουργία της πρώτης συμμαχίας με τις ιωνικές πόλεις. Η Σπάρτη ανήσυχη παρακολουθεί την ενίσχυση της αθηναϊκής δύναμης που στα 465 π.Χ. νικά στόλο και στρατό των Περσών στον Ευρυμέδοντα, ενώ η Σπάρτη δεν μπορεί να συνέλθει από το μεγάλο σεισμό και τον 3ο Μεσσηνιακό πόλεμο.
Η Αθήνα νομίζει πως είναι πια κυρίαρχος του παιχνιδιού στην Ελλάδα, καταγγέλλει τη συμμαχία με τη Σπάρτη το 461 π.Χ. και συμμαχεί με το Άργος, πατροπαράδοτο εχθρό της Σπάρτης. Η απάντηση της Σπάρτης είναι σε πεδίο οικείο γι’ αυτήν, στην ξηρά. Η συμμαχία της Σπάρτης με τη Θήβα απειλεί την Αθήνα με ένα δεύτερο μέτωπο στα βόρεια. Μια πενταετής ανακωχή δείχνει ότι και οι δυο δυνάμεις διστάζουν να προχωρήσουν στη μεγάλη ρήξη μεταξύ τους. Νέα μεγάλη νίκη των Αθηναίων κατά των Περσών στην Κύπρο το 449 π.Χ. οδηγεί στην Ειρήνη του Καλλία τον επόμενο χρόνο με την οποίαν οι ιωνικές πόλεις εξασφαλίζουν την αυτονομία τους υπό την ψιλή πια μόνο κυριαρχία του περσικού κράτους. Η Αθήνα μπορεί να σφίξει τώρα πιο γερά τους «συμμαχικούς» δεσμούς με τις ιωνικές πόλεις και να εξασφαλίσει ουσιαστικά την ηγεμονία σ’ όλο σχεδόν το Αιγαίο.
Σ’ αυτή την κρίσιμη για την περαιτέρω πορεία του Ελληνισμού στιγμή έρχεται η πρωτοβουλία του Περικλή να συγκαλέσει μια πανελλήνια διάσκεψη για να εξασφαλισθεί οριστικά η ειρήνη, να εμπεδωθεί η ασφάλεια των θαλασσίων συγκοινωνιών και να επουλωθούν τα τραύματα των αλλεπαλλήλων ενδοελληνικών συγκρούσεων. Φυσικά αυτό ήταν κυρίως μια διπλωματική κίνηση που αποσκοπούσε τελικά στην πανηγυρική αναγνώριση της αθηναϊκής πρωτοκαθεδρίας στον ελληνικό χώρο. Και βεβαίως η Σπάρτη δεν θα βρισκόταν σε άνετη θέση σε μια τέτοια πολυμερή διάσκεψη. Αρνήθηκε λοιπόν να συμμετάσχει και η διάσκεψη ματαιώθηκε. Η Σπάρτη προτίμησε να κάνει ακόμη μια προσπάθεια για να εξασθενήσει την Αθήνα υποθάλποντας την εγκατάσταση ολιγαρχικού καθεστώτος στη Βοιωτία και προκαλώντας την αποστασία της Εύβοιας και των Μεγάρων από την αθηναϊκή συμμαχία, για να φθάσει τέλος και σε εισβολή στην Αττική αναγκάζοντας έτσι τους Αθηναίους να συνάψουν τριακονταετή ειρήνη. Ειρήνη, θα μπορούσε κανείς να πει, ισόρροπη, γιατί ουσιαστικά αναγνώριζε την κυριαρχική θέση της Αθήνας στη θάλασσα και αντίστοιχα της Σπάρτης στην Πελοπόννησο. Ισόρροπη, αλλά εύθραυστη.
Στην εύθραυστη φύση αυτής της ισορροπίας συνέτεινε και το γεγονός ότι στην πολιτική σκηνή δεν έπαιζαν μόνον οι δυο μεγάλοι πρωταγωνιστές-ανταγωνιστές, Αθήνα και Σπάρτη. Υπήρχε και πλήθος άλλων μικρών κομπάρσων, με διαφορετικό ο καθένας βαθμό σημασίας εμπορικής ή στρατιωτικής και διαφορετική εξάρτηση από τους δυο μεγάλους. Μέσα σε ένα «διπολικό» πολιτικό σύστημα, όπου όμως οι δυο μεγάλες δυνάμεις δεν ασκούσαν απόλυτη εξουσία, η πληθώρα αυτή των μικρών άφηνε ευρύ πεδίο για αποστασίες, νέες συμμαχίες, μετατόπιση της αντιπαλότητας των μεγάλων σε άλλους χώρους, ακόμη και σε χώρους όπου οι ίδιοι οι μεγάλοι δεν είχαν άμεσα συμφέροντα. Έδινε έτσι στο όλο σύστημα μια αστάθεια επικίνδυνη. Αν θέλαμε να το παραλληλίσομε με τη δική μας εποχή -αν και όλοι οι παραλληλισμοί αυτού του είδους είναι συχνά αμφισβητήσιμοι- θα βρίσκαμε ίσως μια αναλογία με το διπολικό σύστημα της μέχρι προ δεκαετίας εποχής, όπου ιδίως ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος αποτελούσε το κύριο πεδίο αναμέτρησης και τριβής ανάμεσα στις δυο Υπερδυνάμεις.
Αν όμως αυτή ήταν η εικόνα στον κυρίως ελληνικό χώρο, υπήρχε και ο άλλος παραμεθόριος χώρος που εκτεινόταν στους βαρβάρους. Ο Περδίκκας, ας πούμε, της Μακεδονίας έπαιζε φυσικά σαν Έλληνας το ρόλο του στον ελληνικό χώρο, ρόλο όμως οριακό γιατί στα άλλα σύνορά του είχε να κάνει με βάρβαρα φύλα που έπρεπε να τα συνυπολογίζει στην ελληνική του πολιτική. Ο Σιτάλκης πάλι της Θράκης, καίτοι βάρβαρος, είχε και αυτός πότε άμεση, πότε έμμεση συμμετοχή στα ελληνικά πράγματα. Και δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι για τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της μιας ή της άλλης ελληνικής πόλης, μικρής ή μεγάλης, η σύμπραξη και η συμμαχία με κάποιο βάρβαρο μονάρχη εναντίον μιας άλλης ελληνικής πόλης δεν χαρακτηριζόταν ως ηθικά απαράδεκτη.
Στα όρια του ελληνικού κόσμου υπήρχαν εκτός από τα διάφορα βάρβαρα φύλα και άλλες δυο μεγάλες, μη ελληνικές δυνάμεις, οι Καρχηδόνιοι και οι Ετρούσκοι. Και τους μεν Ετρούσκους τους είχε ήδη από το 474 π.Χ. απωθήσει ο Συρακούσιος Ιέρων, οι δε Καρχηδόνιοι στις μικρές πόλεις της δυτικής Σικελίας δεν αποτελούσαν παρά τοπικό κυρίως εχθρό, έπαιξαν όμως και αυτές το ρόλο τους, όταν οι Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδος μετέφεραν τον πόλεμο στη Σικελία.
Έμενε τέλος η μεγάλη δύναμη της εποχής, η Περσία. Ούτε η αποτυχία της περσικής εισβολής στην ηπειρωτική Ελλάδα, ούτε αργότερα οι ήττες των περσικών δυνάμεων στον Ευρυμέδοντα και στην Κύπρο ήταν πραγματικά αποφασιστικές, ώστε να εξαλείψουν τον περσικό κίνδυνο. Έγινε το αντίθετο. Την υπεροχή που κέρδισαν οι Έλληνες με τα όπλα την έχασαν με τους ενδοελληνικούς πολέμους. Όχι μόνο εξασθενούσε η μία ελληνική πόλη την άλλη με τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά προσέφευγαν και οι δυο μεγάλες παρατάξεις στους Πέρσες για να ζητήσουν βοήθεια, στρατιωτική ή πολιτική. Δεν χρειαζόταν πολύ για να καταλάβουν οι Πέρσες ότι πολύ απλούστερη και ανέξοδη αλλά και αποτελεσματική τακτική γι’ αυτούς ήταν να συνδαυλίζουν τους Έλληνες στο να πολεμούν ο ένας τον άλλον και να γίνουν τελικά αυτοί οι κύριοι του παιχνιδιού. Έπαιξαν ένα πολύ επιτήδειο διπλωματικό παιχνίδι και χωρίς να εμπλακούν στρατιωτικά βρέθηκαν στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων. Στο σημείο πάντως αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω σχετικά με τις συνεργασίες με βάρβαρα φύλα, η σύμπραξη, άμεση ή έμμεση, με τους Πέρσες δεν εθεωρείτο σαν κάποιο στίγμα «προδοτικό», όπως θα το βλέπαμε ίσως σήμερα. Αδιάφορο αν σε διάφορες αγορεύσεις και ρητορείες κατηγορούσαν υποκριτικά πότε οι μεν και πότε οι δε τη συνεργασία με τους Πέρσες. Άλλωστε πόσοι και πόσοι επιφανείς Έλληνες της εποχής, σαν τον ίδιο το Θεμιστοκλή, δεν είχαν καταφύγει στην αυλή του Μεγάλου Βασιλέως. Μήπως και ο Αλκιβιάδης, αφού σε κάποια από τις πολλές φάσεις της πολυκύμαντης πολιτικής του καριέρας έδινε πολύτιμες συμβουλές στους Πέρσες πώς θα προξενήσουν μεγαλύτερο κακό στους Αθηναίους, δεν έγινε ξανά δεκτός με τιμή και εξουσία στην Αθήνα;
Μέσα σ’ αυτό το θολό και ρευστό διακρατικό σκηνικό ξετυλίγεται επί μια γενιά το δράμα του Πελοποννησιακού πολέμου για να καταλήξει σε μια πύρρειο νίκη της Σπάρτης, αφού κατόρθωσε μεν να καταβάλει το μεγάλο αντίπαλο, την Αθήνα, αλλά, εξουθενωμένη και εκείνη από την πολύχρονη πολεμική προσπάθεια, κατέληξε να δεχθεί τη λεγόμενη Ανταλκίδειο Ειρήνη, που πιο σωστά ονομάστηκε Ειρήνη του Βασιλέως. Ήταν ειρήνη που επέβαλε περισσότερο ο αλληλοσπαραγμός των Ελλήνων παρά η δύναμη των Περσών.
Στο εσωτερικό των πόλεων
Το χαλαρό διπολικό σύστημα στις διακρατικές σχέσεις ενείχε, όπως αναφέρθηκε, αστάθεια και ρευστότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά έκανε ακόμη πιο έντονα η απόκλιση που είχε λάβει η εξέλιξη στο εσωτερικό των πόλεων. Και αντίστροφα, η εσωτερική πορεία των πόλεων – ιδιαίτερα των δυο μεγάλων πρωταγωνιστών-ανταγωνιστών – έδινε ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στις διαφορές τους στο διακρατικό πεδίο.
Θα ήταν υπερβολική σχηματοποίηση η αναγωγή της διαφορετικής πορείας που πήραν στο εσωτερικό τους οι ελληνικές πόλεις στα «ιωνικά» ή «δωρικά» τους χαρακτηριστικά αντίστοιχα. Δεν αποτελούσαν μόνο τα ιωνικά ή δωρικά φύλα τον Ελληνισμό. Άλλωστε και δωρικές αποικίες απέκτησαν σε αρκετές περιπτώσεις «ιωνικά» χαρακτηριστικά. Είναι όμως γεγονός ότι η μικρασιατική Ιωνία, ανοιχτή <κη θάλασσα και το εμπόριο, στην επικοινωνία με άλλες πόλεις αλλά και με άλλους λαούς, Λυδούς, Μήδους, Πέρσες, δημιουργική στις τέχνες και ανήσυχη στην αναζήτηση ιδεών, αντιπροσώπευε έναν κόσμο διαφορετικό από εκείνον της Σπάρτης. Η Αθήνα, με το βλέμμα στραμμένο πιο πολύ στο Αιγαίο παρά στα ηπειρωτικά της σύνορα προς τη Βοιωτία ή τη Μεγαρίδα, ήταν πιο έτοιμη να δεχθεί ιωνικές επιρροές, παρ’ όλο που από τα μέσα του 6ου αιώνα η. Ιωνία υποτάχθηκε πολιτικά στους Πέρσες. Αυτό προσέδωσε και στην εσωτερική πολιτική ζωή της Αθήνας την κινητικότητα που δεν είχε ποτέ η Σπάρτη.
Η εσωτερική οργάνωση της πολιτείας στην Αθήνα προχώρησε με αλλεπάλληλες όσο και τολμηρές μεταρρυθμίσεις από τον Δράκοντα στον Σόλωνα και από τον Σόλωνα, προς τις δεκαετίες της τυραννίδας του Πεισιστράτου, στον Κλεισθένη. Με τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη που καθιέρωσαν την ισονομία και θεμελίωσαν τη δημοκρατική διακυβέρνηση της πόλης η Αθήνα απέδειξε στην ώρα της περσικής εισβολής ότι ήταν σε θέση με αυτό τον τρόπο διακυβέρνησης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μια μεγάλης ιστορικής δοκιμασίας. Προχώρησε έτσι μετά τα Μηδικά ακόμη πιο αποφασιστικά στην ολοκλήρωση της δημοκρατίας. Με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή το 462π.Χ. το κέντρο βάρους των πολιτικών αποφάσεων μετατίθεται προς τη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου, ενώ λίγα χρόνια αργότερα διευρύνεται η πολιτική βάση με την αναγνώριση πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων και στους ζευγίτες. Είναι αλήθεια ότι, ακόμη και με αυτές τις μεταρρυθμίσεις, η δημοκρατία στην Αθήνα απέχει από τη σημερινή μας αντίληψη περί δημοκρατίας (δουλεία π.χ.), δεν παύει όμως να είναι το πιο προοδευτικό από όλα τα πολιτικά συστήματα του καιρού του.
Η Σπάρτη αντίθετα ζει υπό διαφορετικές συνθήκες και παίρνει άλλο δρόμο. Ολιγάριθμη και κλειστή κοινωνία και πολιτεία, που εξαπλώθηκε πολεμικά στον περίγυρό της (Μεσσηνιακοί πόλεμοι), αισθάνεται την ανάγκη να περιφρουρηθεί από εξωτερικές επιρροές. Η ψυχολογία του στρατοπέδου διαποτίζει όλη τη νοοτροπία της. Οι νεωτερισμοί είναι επικίνδυνοι, οι νόμοι που διέπουν το πολίτευμα εξακολουθούν στις βασικές αρχές τους να ισχύουν από τον καιρό του Λυκούργου που γύρω στα 700 π.Χ. διατύπωσε τη «Μεγάλη Ρήτρα».
Η στατικότατα της σπαρτιατικής πολιτείας και η κινητικότητα της αθηναϊκής είναι συνυφασμένες και με τα δημογραφικά τους προβλήματα. Οι Σπαρτιάτες παραμένουν ολιγάριθμοι και οι πόλεμοι επιβάλλουν κάθε τόσο φόρο αίματος. Οι Αθηναίοι αντίθετα διευρύνουν σταδιακά τον κύκλο εκείνων που συμμετέχουν στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων. Η απόκλιση της εσωτερικής τάξης πραγμάτων ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη γίνεται ολοένα πιο έντονη.
Η προεξάρχουσα θέση που κατέλαβαν ιδίως μετά τους περσικούς πολέμους η Αθήνα και η Σπάρτη και ο διπολισμός, όπως προαναφέρθηκε, του διακρατικού συστήματος οδήγησε και σε πόλωση των εσωτερικών μορφών διακυβέρνησης των άλλων ελληνικών πόλεων. Το πρότυπο της αθηναϊκής πολιτείας βρήκε απήχηση σε πολλές πόλεις, άλλες με διαμορφωμένη από παλαιότερα δημοκρατική νοοτροπία, όπως το Άργος, άλλες επηρεασμένες έμμεσα ή άμεσα από το υπόδειγμα της Αθήνας. Το πρότυπο της σπαρτιατικής πολιτείας αντίθετα ήταν πολύ πιο δύσκολο ή μάλλον αδύνατο να το αντιγράψουν άλλες πολιτείες. Η αυστηρότητα που χαρακτήριζε όχι απλώς το σπαρτιατικό πολίτευμα αλλά το σπαρτιατικό ήθος δεν προσφερόταν σε απομιμήσεις, ούτε καν κακέκτυπες. Κατά κανόνα όμως το καθεστώς των περισσοτέρων φίλων της Σπάρτης ήταν η ολιγαρχία, αλλά κι αυτή ακόμη μάλλον σαν αντίθεση προς τη δημοκρατία του αθηναϊκού προτύπου, παρά ως μίμηση του σπαρτιατικού.
Ο διπολισμός όμως του διακρατικού συστήματος εμπλέκεται και συνδέεται με τα χρόνια όλο και στενότερα με το διπολισμό των εσωτερικών καθεστώτων. Έτσι, σε γενικές γραμμές, η ολοένα εντεινόμενη αντιπαράθεση Αθήνας-Σπάρτης εκτρέφει και μια αντίστοιχη αντιπαλότητα δημοκρατίας-ολιγαρχίας στον ελληνικό χώρο Και αντίστροφα οι αντιθέσεις δημοκρατικών-ολιγαρχικών μέσα στις πόλεις καταλήγουν στο να στρέψουν και την εξωτερική τους πολιτική είτε προς την Αθήνα είτε προς τη Σπάρτη.
Η διασύνδεση της εσωτερικής με την εξωτερική πολιτική ενός κράτους δεν είναι φαινόμενο άγνωστο και στα χρόνια μας. Το είδαμε στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου στο πολύμορφο μέτωπο του Τρίτου Κόσμου. Στην Ελλάδα όμως του 5ου αιώνα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, γιατί δημιουργούσε αυτό που λένε στη φυσική «θετική ανάδραση», όπου ο δράση του ενός παράγοντος, αντί να συγκροτεί και να ελέγχει, αντίθετα ενισχύει και εντείνει τη δράση του άλλου και οδηγεί έτσι το όλο σύστημα – φυσικό ή πολιτικό – σε αποσταθεροποίηση.
Πράγματι ο μεγάλος ελληνικός πόλεμος ξεκίνησε όχι με την επιθετικότητα της μιας ή της άλλης από τις δυο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, αλλά από τις εσωτερικές διαμάχες στη μακρυνή Επίδαμνο (το σημερινό Δυρράχιο) που ήταν αποικία των Κερκυραίων οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν αρχικά άποικοι των Κορινθίων. Όταν οι δημοκρατικοί της Επιδάμνου εξόρισαν τους ολιγαρχικούς και οι τελευταίοι συμμάχησαν με βαρβάρους για να ανατρέψουν το καθεστώς στην Επίδαμνο, οι δυο πλευρές στράφηκαν οι μεν προς τους Κερκυραίους, οι δε προς τους Κορινθίους και, όπως θα λέγαμε σήμερα, το πρόβλημα διεθνοποιήθηκε. Και η διεύρυνση της διεθνοποίησης κατέληξε να εμπλέξει τις δυο μεγάλες δυνάμεις, Αθήνα και Σπάρτη. Βέβαια πίσω απ’ αυτή την αλληλουχία των γεγονότων ο Θουκυδίδης βλέπει την «αληθεστατην προφασιν, αφανεστατην δε λογω», που ήταν ο συναγωνισμός ισχύος των δυο μεγάλων, και πιο συγκεκριμένα η ανησυχία της Σπάρτης για την αύξηση της αθηναϊκής ισχύος. Είναι όμως γεγονός ότι, μπορεί μεν ο διπολισμός του διακρατικού συστήματος να ήταν η θεμελιώδης αιτία του πολέμου, ο συνυφασμένος όμως με αυτόν διπολισμός των εσωτερικών καθεστωτικών σχημάτων πυροδότησε τη σύγκρουση.
Από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει η ατελείωτη σειρά των εσωτερικών συγκρούσεων μέσα στις ελληνικές πόλεις σε άμεση συνάρτηση με τις πολεμικές επιχειρήσεις των εμπολέμων. Εξ αρχής, ακόμη και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος μεταξύ των μεγάλων, η υποκίνηση αναταραχής ή ανατροπής στο εσωτερικό του αντιπάλου μπαίνει στα σχέδιά τους. Και όπως, συμβαίνει στις εμφύλιες συγκρούσεις, έλαβε τις πιο σκληρές και άγριες μορφές και στο τέλος με τα λόγια του Θουκυδίδη «παν ουτως ειπειν το ελληνικον εκινηθη».
Η εξωτερική πολιτική
Η εικόνα που σε πολύ γενικές γραμμές προσπάθησαν να δώσουν τα δυο προηγούμενα κεφάλαια δεν είχε φυσικά σκοπό να εξιστορήσει την πορεία προς τον πόλεμο και τη διαδρομή του. Ήταν απλώς μια περιγραφή της πολυσύνθετης πραγματικότητας, του ποικιλόμορφου τοπίου μέσα στο οποίο ασκήθηκε η εξωτερική πολιτική και η διπλωματία της εποχής, όπως τουλάχιστον την περιγράφει ο Θουκυδίδης. Με τις σελίδες που ακολουθούν θα ολοκληρωθεί η περιγραφή του γενικού πλαισίου της εποχής, για να καταστεί δυνατή στη συνέχεια, στο δεύτερο μέρος, η επισήμανση εκείνων των στοιχείων που ξεχωρίζουν για την επικαιρότητά τους, των βαθυτέρων εκείνων σκέψεων που διατυπώνει ο Θουκυδίδης. Σκέψεων που έχουν και σήμερα και θα εξακολουθήσουν να έχουν και αύριο τη σημασία τους για όσους ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική.
Σε τούτο το κεφάλαιο γίνεται η διάκριση ανάμεσα στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής και τη διπλωματία, γιατί/ πολύ συχνά στην καθημερινή χρήση των λέξεων ταυτίζονται η μία με την άλλη. Πρόκειται όμως στην ουσία για δυο αλληλένδετες μεν αλλά πάντως ξεχωριστές λειτουργίες της πολιτείας. Η εξωτερική πολιτική είναι ευθύνη και προνόμιο της πολιτικής ηγεσίας. Αυτή χαράζει και καθορίζει τους στόχους του κράτους στις σχέσεις του με τις άλλες μονάδες της διεθνούς κοινωνίας. Η υλοποίηση της πολιτικής αυτής με τους πιο πρόσφορους τρόπους είναι ευθύνη και καθήκον της διπλωματίας. Είναι αλήθεια πως όχι μόνο στον καιρό του Θουκυδίδη αλλά και επί πολλούς αιώνες οι δυο αυτές λειτουργίες δύσκολα ή καθόλου δεν μπορούσαν να διακριθούν. Μόνο στους νεότερους χρόνους, όταν άρχισε να αναπτύσσεται και να καθιερώνεται η μόνιμη, επαγγελματική διπλωματική υπηρεσία, ξεχώρισαν σαφέστερα. Στη σημερινή μας όμως εποχή, με την ευχέρεια που έχουν οι πολιτικές ηγεσίες να επικοινωνούν απ’ ευθείας μεταξύ τους σε σχεδόν διαρκή βάση, οι έννοιες αυτές αρχίζουν και πάλι να συγχέονται. Παρά ταύτα η εννοιολογική διάκριση αναμεταξύ τους δεν παύει να είναι χρήσιμη.
α. Η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής
Εφ’ όσον η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής αποτελεί προνόμιο και ευθύνη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, είναι φυσικό ότι ανάλογα με το πολίτευμα κάθε πόλης-κρά- τους της εποχής εκείνης λειτουργούσαν και οι διαδικασίες με τις οποίες γινόταν η χάραξη αυτή. Στο δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας π.χ. τις μεγάλες αποφάσεις για την κατεύθυνση των εξωτερικών πραγμάτων της χώρας τις έπαιρνε η Εκκλησία του Δήμου. Αυτό το σύστημα επέτρεπε την ευρύτερη συζήτηση και δημόσια ενίοτε διαφωνία πάνω στις μεγάλες γραμμές της εξωτερικής πολιτικής. Στη Σπάρτη αντίθετα οι αποφάσεις ήταν ουσιαστικά στα χέρια των Εφόρων, που ήταν μεν αιρετοί άρχοντες, αλλά που τελικά αποφάσιζαν στον κλειστό τους κύκλο.
Το πιο ανοιχτό δημοκρατικό σύστημα της Αθήνας άφηνε περιθώριο για εκτεταμένες και ουσιαστικές συζητήσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Λιγότερο ίσως όσο στην Αθήνα επικρατούσε η «ενος ανδρος αρχη», δηλ. του Περικλή, αν και συναντούσε και εκείνος αντιρρήσεις και αντιθέσεις στην πολιτική του. Μετά το θάνατό του πάντως έγι- ναν για ορισμένες κρίσιμες αποφάσεις σοβαρές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Μια από τις πιο ουσιαστικές ήταν ανάμεσα στον Κλέωνα και τον Διόδοτο, αν θα έπρεπε οι αθηναϊκές δυνάμεις να σφάξουν τους αποστάτες Μυτιληναίους τους οποίους είχαν συλλάβει. Και ενώ δυο μέρες πριν είχε επικρατήσει η σκληρή άποψη του Κλέωνα, η δημόσια συζήτηση στην Εκκλησία κατέληξε τελικά στην άποψη που υποστήριξε ο Διόδοτος, να μην εκτελεσθούν οι αποστάτες και στάλθηκε ολοταχώς νέο πλοίο στη Μυτιλήνη για να προλάβει να αναιρέσει την προηγούμενη σκληρή απόφαση.
Μια άλλη περίπτωση δημόσιας συζήτησης για σοβαρό πολιτικο-στρατιωτικό θέμα αναφέρεται με δόση ειρωνείας από τον Θουκυδίδη. Όταν η επιχείρηση κατά των Σπαρτιατών που είχαν παγιδευθεί στη Σφακτηρία ήταν μετέωρη, ο μεν Νικίας συνεβούλευε για γενικότερους πολίτικους λόγους να αποσυρθούν τα αθηναϊκά στρατεύματα. Ο δε Κλέων αντίθετα επέμενε να συνεχισθεί πάση θυσία η επιχείρηση. Όταν ο Νικίας παραιτήθηκε από τη στρατηγία, οι Αθηναίοι πίεζαν τον Κλέωνα να αναλάβει αυτός, πράγμα που ο ίδιος προτιμούσε να αποφύγει. Οι Αθηναίοι τελικά τον ανάγκασαν να δεχθεί, γιατί, όπως δηκτικά γράφει ο Θουκυδίδης, σκέφτηκαν πως αν αποτύγχανε θα ήταν αφορμή να τον ξεφορτωθούν και αν πετύχαινε τότε θα είχαν κατορθώσει να αιχμαλωτίσουν τους Λακεδαιμονίους.
Από τις πιο ουσιαστικές δημόσιες συζητήσεις για μεγάλο πολιτικοστρατιωτικό θέμα ήταν ανάμεσα στον Νικία και τον Αλκιβιάδη σχετικά με τη σικελική εκστρατεία. Κατέληξε να πεισθούν οι Αθηναίοι από τη ρητορική του Αλκιβιάδη να αναλάβουν την καταστρεπτική εκείνη επιχείρηση.
Ουσιαστική ήταν επίσης η δημόσια αντιπαράθεση ανάμεσα στον Ερμοκράτη και τον Αθηναγόρα στις Συρακούσες, όταν μπροστά στο ενδεχόμενο της αθηναϊκής εισβολής ο πρώτος συμβούλευε την αντίσταση, ενώ ο δεύτερος τον συμβιβασμό.
Οι δημόσιες αυτές συζητήσεις δεν ήταν προνόμιο μόνο της δημοκρατικής Αθήνας. Και σε άλλες πολιτείες γινόταν το ανάλογο. Οι Κερκυραίοι π.χ. πριν αρχίσει ο μεγάλος πόλεμος έκαναν δημόσια συζήτηση για τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσουν και μετά τη συζήτηση επακολούθησε ψηφοφορία που αποφάσισε να συμμαχήσουν μεν με την Αθήνα, αλλά να επιδιώξουν να κρατήσουν φιλικές σχέσεις και με τη Σπάρτη.
Και στην ίδια τη Σπάρτη ακόμη, η μεγάλη απόφαση να κηρυχθεί ο πόλεμος κατά των Αθηναίων πάρθηκε με δημόσια συζήτηση στη συνέλευση του λαού. Είχαν ακουστεί προηγουμένως οι Κορίνθιοι που είχαν στείλει πρέσβεις για να ξεσηκώσουν τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο. Είχαν ακουστεί όμως και Αθηναίοι πρέσβεις που «έτυχε» δήθεν να βρίσκονται εκεί. Και αφού απομακρύνθηκαν οι ξένοι, έγινε μια εκτεταμένη συζήτηση ανάμεσα στον βασιλέα Αρχίδαμο και τον έφορο Σθενελαΐδα. Ο πρώτος κατευναστικός, ο δεύτερος πολεμοχαρής. Και πάλι με δόση ειρωνείας εξηγεί ο Θουκυδίδης ότι ο Σθενελαΐδας, επειδή ήταν έφορος, έβαλε το θέμα σε ψηφοφορία δια βοής και προσποιήθηκε ότι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιά μερίδα πλειοψηφούσε και, αλλάζοντας το βασικό ερώτημα που ήταν «πόλεμος ή όχι», το διατύπωσε «αν οι Αθηναίοι είχαν ή όχι καταπατήσει τις συνθήκες» και θεώρησε ότι η πλειοψηφία συμφωνούσε με τον τρόπο αυτό να κηρυχθεί ο πόλεμος.
Η πρακτική αυτή να ακούγονται δημόσια και ξένοι πρέσβεις πριν τη λήψη μεγάλων αποφάσεων έχει μια ενδιαφέρουσα ιδιομορφία που σήμερα ίσως μας ξενίζει. Εκείνο όμως που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι ξένοι πρέσβεις παρουσίαζαν τις απόψεις τους πρώτα σε μια ολιγομελή επιτροπή η οποία και συνέτασσε ένα «προβούλευμα», μια γνωμοδότηση δηλαδή πριν το θέμα καταλήξει στην αρμόδια ολομέλεια.
Αυτό ήταν λίγο-πολύ το πολιτικό πλαίσιο που καθόριζε τις κεντρικές γραμμές της εξωτερικής πολιτικής που εκαλείτο κατόπιν να εφαρμόσει η διπλωματία.
β. Η διπλωματική πρακτική
Η διπλωματία που εκαλείτο πια να εφαρμόσει τις βασικές πολιτικές αποφάσεις είχε τον καιρό εκείνο δυο σημαντικές διαφορές από τη σημερινή. Πρώτον, δεν υπήρχε μόνιμη κεντρική υπηρεσία που να την καθοδηγεί στην εφαρμογή της. Δεύτερον, δεν υπήρχαν μόνιμοι διπλωμάτες που να αναλαμβάνουν στο εξωτερικό την υλοποίηση των αποφάσεων αυτών.
Μια ακόμη ουσιωδέστερη διαφορά ήταν ότι δεν υπήρχε διαμορφωμένο σε corpus αυτό που αποκαλούμε σήμερα «διεθνές δίκαιο». Το διακρατικό όμως σύστημα λειτουργούσε με βάση κάποιας, αόριστης έστω, κοινής θρησκευτικής αντίληψης, για την ιερότητα π.χ. των σπονδών και των όρκων. Αν και συχνά η επίκλησή τους γινόταν απλώς ως υποκριτικό πρόσχημα. Πολλές είναι οι αναφορές στο κείμενο του Θουκυδίδη για συζητήσεις και επιχειρηματολογίες για το δίκαιο ή όχι κάποιας διεθνούς ενέργειας. Μήπως όμως και σήμερα, παρ’ όλη την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου στους τελευταίους αιώνες, δεν εξακολουθούν οι ασάφειες και οι αμφισβητήσεις;
Τις διπλωματικές αποστολές ανελάμβαναν οι απεσταλμένοι που ορίζονταν κάθε φορά επί τούτω, αν και σε μερικές περιπτώσεις τα πρόσωπα αυτά επιφορτίζονταν εκ με παρόμοια αποστολή, αν είχαν αποκτήσει κάποια ή μη εμπειρία. Οι Σπαρτιάτες μάλιστα φρόντιζαν να αναθέτουν τις αποστολές σε πρόσωπα με κάποια ειδική πείρα ανάλογα με το αντικείμενο της αποστολής. Συνήθως τις διπλωματικές αποστολές αναλάμβαναν γηραιότεροι πολίτες, εξ ου και η λέξη «πρέσβεις». Κατά κανόνα δε ήταν δυο, τρεις ή και περισσότεροι οι απεσταλμένοι, εξ ου και η λέξη «πρέσβεις» δεν είχε ενικό. (Το σημερινό «πρέσβης» είναι νεότερη κατασκευή. Ο ενικός που σπάνια χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης ήταν «πρεσβευτής»). Ανάλογα με την περίσταση, επιλέγονταν πρόσωπα που να είναι συμπαθή στην άλλη πλευρά, εφ’ όσον φυσικά υπήρχε η πρόθεση να καταλήξει το όποιο διάβημά τους σε θετικό αποτέλεσμα. Γιατί υπήρχαν και περιπτώσεις, όπου η αποστολή των πρέσβεων γινόταν μόνο σαν πρόφαση καλής θέλησης, χωρίς την πρόθεση να διευθετηθεί το εκκρεμές θέμα.
Οι πρέσβεις είχαν ασυλία στην πόλη όπου τους έφερνε η αποστολή τους. Κατά κανόνα στο τέλος της αποστολής τους εξέθεταν τα όσα είχαν πει, ακούσει και πράξει. Εννοείται ότι υπήρχε πάντα ο κίνδυνος γι’ αυτούς να κατηγορηθούν ότι απέτυχαν στην αποστολή τους και να καταλήξουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, γιατί ήταν εύκολες τότε οι κατηγορίες για προδοσία, δωροδοκία κλπ.
Διαφορετική ήταν η περίπτωση των «κηρύκων» που είχαν περιορισμένη αποστολή να διαβιβάσουν κάποιο μήνυμα και όχι να διαπραγματευθούν. Αυτοί δεν είχαν ασυλία, αν και κατά κανόνα γίνονταν σεβαστοί.
Ακόμη πιο διαφορετική ήταν η θέση των «προξένων» που έμοιαζαν περισσότερο με τους συγχρόνους μας επιτίμους-αμίσθους προξένους, γιατί ήταν εντόπιοι που αναλάμβαναν να φροντίζουν τα συμφέροντα των υπηκόων της πόλης που τους ανέθετε τα προξενικά καθήκοντα. Γι’ αυτούς μάλιστα γίνονταν ανάμεσα στις πόλεις και ειδικές προξενικές συμβάσεις, οι «συμβολές». Εννοείται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις και οι πρόξενοι ανελάμβαναν και ορισμένες διπλωματικές αποστολές.
Η πρακτική της τότε διπλωματίας περιελάμβανε πολλές μεθόδους. Πολύ συχνή ήταν η πρόταση για διαιτησία, άλλοτε με διαιτητές κοινής επιλογής, άλλοτε με κοινή προσφυγή τη γνώμη του Μαντείου των Δελφών – αν και δεν έχαιρε ιδιαίτερης φήμης η αμεροληψία του. Η πρόταση για την επίλυση κάποιας διαφοράς με διαιτησία αποτελούσε τουλάχιστον ένδειξη πως υπήρχε διάθεση για κάποια σοβαρή διαπραγμάτευση, ενώ όταν παρουσιάζονταν μόνον απαιτήσεις χωρίς ταυτόχρονη πρόταση διαιτησίας, αυτό εθεωρείτο σαν απαίτηση για υποταγή της άλλης πλευράς. (Κάτι ανάλογο δεν βλέπομε και σήμερα από τουρκικής πλευράς;)
Το γεγονός ότι οι περισσότερες πόλεις συνδέονταν μεταξύ τους με συμμαχικούς δεσμούς στα δυο αντίπαλα στρατόπεδα, επέβαλλε να γίνεται κατά περίπτωση και κάποια διαβούλευση μεταξύ των συμμάχων. Οι Αθηναίοι, όταν είχαν δημιουργήσει την πρώτη ευρύτατη συμμαχία μετά τα Μηδικά, είχαν προβλέψει και συνέλευση των συμμάχων, ψηφοφορίες και κοινό ταμείο στη Δήλο. Με τα χρόνια όμως η συμμαχία εξελίχθηκε σε αθηναϊκή ηγεμονία, το ταμείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα και η φωνή των συμμάχων ακουγόταν όλο και λιγότερο.
Τα χρόνια που περιγράφει ο Θουκυδίδης ήταν όλα χρόνια πολέμου. Παρ’ όλα αυτά όμως ήταν και μια εποχή έντονης διπλωματικής δραστηριότητας. Είτε για να προκαλέσει ο ένας αποστασίες ανάμεσα στους συμμάχους του άλλου, είτε για να προσεταιρισθεί νέους συμμάχους, είτε για να εκφοβίσει τους δικούς του συμμάχους, έπρεπε να ασκεί διπλωματία. Μάλιστα με την αρχή των πολεμικών γεγονότων η διπλωματία των εμπολέμων στράφηκε αμέσως και προς τους βαρβάρους και ακόμη εντονότερα προς τους Πέρσες με αποτέλεσμα να γίνουν τελικά οι Πέρσες οι ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων.
Μέσα στις διπλωματικές δραστηριότητες συχνή ήταν η διαπραγμάτευση για κάποια ανακωχή, σε ορισμένες περιπτώσεις παρατεταμένη, για να δοθεί ο χρόνος να γίνει διαπραγμάτευση για μια οριστική ειρήνη. Είναι ενδιαφέρον ότι τα κείμενα αυτών των συνθηκών ειρήνης ήταν λεπτομερειακά και καθόριζαν, ανάλογα με την περίπτωση, και θέματα εδαφικά, εμπορικά, επικοινωνίας, καταγγελίας κλπ. Και η συνήθεια ήταν να καταγράφονται σε στήλες που να τοποθετούνται π.χ. στους Δελφούς, στην Ολυμπία και στις συμβαλλόμενες πόλεις. Όταν μάλιστα οι Αθηναίοι κατήγγειλαν την ειρήνη με τους Σπαρτιάτες και ξανάρχισαν τον πόλεμο, χάραξαν κάτω από το κείμενο της συνθήκης και τους λόγους για τους οποίους την κατήγγειλαν.
Αυτό σε γενικές γραμμές ήταν το θεσμικό και το λειτουργικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφωνόταν τότε η εξωτερική πολιτική, οι τρόποι της εφαρμογής της και τα πρόσωπα που την χειρίζονταν.
Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ο Θουκυδίδης γράφει την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου. Εξετάζει τις αφορμές και τα βαθύτερα αίτιά του, περιγράφει με λεπτομέρεια τις στρατιωτικές συγκρούσεις που έγιναν, παραθέτει την πολιτική που ακολούθησε η κάθε εμπόλεμη ή ουδέτερη πλευρά, σκιαγραφεί τις προσωπικότητες που καθόρισαν την πορεία του πολέμου. Γράφει δηλαδή για γεγονότα που εκτυλίχθηκαν μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.
Δεν είναι όμως μόνο ιστορικός. Είναι ταυτόχρονα ένας πολιτικός στοχαστής. Γι’ αυτό εξ αρχής επισημαίνει ότι παρόμοια θα εξακολουθήσουν να γίνονται, γιατί έτσι είναι η (ρύση του ανθρώπου. Προεκτείνει την αφήγηση του ιστορικού στη διάσταση του πολιτικού στοχαστή.
Σε μια Αθήνα της εποχής όπου ο δημόσιος βίος βρισκόταν στο επίκεντρο της σκέψης, ο πολιτικός στοχασμός και προβληματισμός δεν μπορούσε να λείψει. Η ανάδειξη της Αθήνας σε μεγάλη δύναμη στη θάλασσα και σε μακρυνές γωνιές του ελληνικού χώρου αποτελεί πρόκληση για τέτοιο στοχασμό. Ταυτόχρονα οι σοφιστές που έχουν συρρεύσει στην Αθήνα προσφέρουν με τη διδασκαλία τους ερεθίσματα για μια βαθύτερη θεώρηση των πολιτικών φαινομένων. Έτσι ο Θουκυδίδης, ενώ το αντικείμενό του είναι η εξιστόρηση ιστορικών φαινομένων που από τη φύση τους είναι παροδικά, οδηγείται στην αντιμετώπιση των φαινομένων αυτών από μια σκοπιά που ξεπερνάει το εφήμερο στοιχείο των γεγονότων και αναζητεί εκείνα τα στοιχεία που μέσα από τη ρευστότητα της ιστορικής εξέλιξης αναδεικνύονται σαν μονιμότερα συστατικά της κάθε πολιτικής πράξης και σκέψης και παραμένουν πάντοτε επίκαιρα. Στην υπογράμμιση αυτών ακριβώς των στοιχείων επικεντρώνεται τούτο το κύριο μέρος.
Αργότερα ο Πλάτων, που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο, έζησε τις συνέπειές του, απέκτησε και ο ίδιος τη σύντομη πολιτική του εμπειρία στη Σικελία, στοχάζεται και αυτός για την πολιτεία και τη θέση του ατόμου μέσα σ’ αυτήν. Στρέφεται όμως προς το πολιτικό «δέον», ενώ ο Θουκυδίδης είχε στραφεί προς το πολιτικό «είναι». Η πικρή πείρα της υλικής καταστροφής και της ηθικής φθοράς του πολέμου φέρνει τον Πλάτωνα στη διατύπωση μιας πολιτικής πρότασης που κατ’ αυτόν θα έπρεπε να ισχύσει για να αποτρέψει την επανάληψη αυτής της μεγάλης συμφοράς σ’ όλο τον ελληνικό χώρο. Στραμμένη προς ένα μελλοντικό «δέον» η σκέψη του έχει ένα στοιχείο αισιοδοξίας πως μια μέρα ο άνθρωπος μπορεί να φθάσει στο ιδεατό σημείο μιας πολιτείας, όπως την σκέπτεται. Ο Θουκυδίδης σαν ιστορικός εξετάζει το «είναι» που τόσο επώδυνα έζησε και ο ίδιος, ξεπερνάει το εφήμερο στοιχείο των όσων προσωπικά είδε να γίνονται και ξεχωρίζει εκείνα τα στοιχεία που μέσα από τη δική του εμπειρία πιστεύει ότι αποτελούν και θα αποτελούν το μόνιμο υπόβαθρο της πολιτικής ζωής.
Ξεχωρίζοντας σήμερα μέσα από το έργο του Θουκυδίδη αυτά τα μόνιμα στοιχεία διαπιστώνομε πόσα απ’ αυτά εξακολουθούν να καθορίζουν και σήμερα την πολιτική ζωή. Εμφανίζουν πολλές πτυχές, άσχετες συχνά μεταξύ τους. Μερικές απ’ αυτές τις πτυχές προσπαθεί να παρουσιάσει με κάθε συντομία τούτη η εργασία.
Αναφέρεται στη σημασία που έχει ο οικονομικός παράγων σε κάθε πολιτική ενέργεια, κάτι που σήμερα μπορεί να μας φαίνεται αυτονόητο, ως την εποχή όμως του Θουκυδίδη δεν είχε καν επισημανθεί από τους ιστορικούς.
Αναφέρεται κατόπιν σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό θέμα, στις βασικές μορφές της διπλωματικής επιχειρηματολογίας που δεν έπαψαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται.
Εξετάζει κατόπιν το ρόλο που έπαιξε η δημαγωγία, ο λαϊκισμός, το πολιτικό κόστος ή όφελος ή όπως αλλιώς θέλομε να το ονομάσομε, φαινόμενο πολύ γνωστό και στις μέρες μας.
Παρουσιάζει τις τρομερές συνέπειες των εμφυλίων συγκρούσεων, συνέπειες όχι μόνο υλικές αλλά κυρίως ηθικές και ψυχικές που τις είδαμε και στη γενιά μας.
Και καταλήγει στις πολλές αναφορές του Θουκυδίδη στη φύση του πολέμου και, αναπόσπαστα συνδεδεμένη μ’ αυτήν, τη (ρύση του ανθρώπου. Από τις διαφορετικές αυτές σκοπιές αν διαβάσομε το κείμενο του Θουκυδίδη, θα δια- πιστώσομε πόσο ένας ιστορικός που έγραψε πριν από δυό- μισυ χιλιάδες χρόνια εξακολουθεί να είναι πάντοτε επίκαιρος
1. Η οικονομία
Η εξιστόρηση των γεγονότων ενός μεγάλου πολέμου θα ήταν φυσικό, όχι μόνο για έναν ιστοριογράφο του 5ου αι. π.Χ. αλλά και για πολύ νεότερους, να εστιάζεται στα μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα: μάχες και πολιορκίες, ρητορείες των πολιτικών και αποφάσεις των συνελεύσεων, ανακωχές και συνθήκες ειρήνης. Ο Θουκυδίδης όμως βλέπει ότι πέρα απ’ αυτά τα φανερά σε όλους γεγονότα υπάρχει και ένας άλλος παράγων που καθορίζει σε μεγάλο μέτρο τις τύχες ενός πολέμου: ο οικονομικός παράγων. Σε μας σήμερα φαίνεται αυτονόητο ότι στρατηγική και οικονομική πολιτική είναι αλληλένδετες. Ούτε οι υπεύθυνοι πολιτικοί άνδρες στον καιρό του Θουκυδίδη το αγνοούσαν. Ο Θουκυδίδης όμως είναι εκείνος που έρχεται να το εκφράσει, να το εντάξει μέσα στις γενικότερες πληροφορίες που μας δίνει για τον πόλεμο. Ανατρέχοντας και σε παλαιότερους χρόνους υπογραμμίζει τη σημασία της οικονομίας στην εξωτερική και στρατιωτική πολιτική.
Πολλές από τις πληροφορίες που δίνει σχετικά με τους οικονομικούς υπολογισμούς των εμπολέμων αναφέρονται σε συγκεκριμένες πολεμικές ενέργειες και έχουν, ας πούμε, τακτική σημασία. Σημειώνει π.χ. ότι τα έξοδα για την κινητοποίηση του αθηναϊκού στόλου και για τη πολιορκία της Ποτίδαιας ήταν πολύ μεγάλο οικονομικό βάρος για την Αθήνα. Παραθέτει μάλιστα και συγκεκριμένους λογαριασμούς για τις δαπάνες που απαιτούσαν οι διάφορες μοίρες του αθηναϊκού στόλου που μία ήταν στην Αττική, Εύβοια και Σαλαμίνα, άλλη παρέπλεε τα πελοποννησιακά παράλια και άλλη στην Ποτίδαια. Μας λέει πόσοι ήταν οι οπλίτες που απασχολούσε η πολιορκία της Ποτίδαιας, πόση ήταν η ημερησία αποζημίωση για τον οπλίτη και πόση για τον υπηρέτη του. Σε άλλη περίπτωση ο Διόδοτος συνιστά στους Αθηναίους να μην επιδιώξουν την εκπόρθηση της Μυτιλήνης γιατί και πολυδάπανη υπόθεση θα είναι και τελικά θα αφήσει στους Αθηναίους μια κατεστραμμένη πόλη.
Πιο αξιοπρόσεκτες όμως είναι οι παρατηρήσεις για γενικότερους, μακροπρόθεσμους οικονομικούς παράγοντες με στρατηγική πλέον σημασία. Στις αρχές του πολέμου ο Περικλής εξηγεί στους Αθηναίους τη διαφορά ανάμεσα στην αθηναϊκή και τη σπαρτιατική οικονομία για να δείξει πόσο η Αθήνα ξεκινάει τον πόλεμο υπό καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Είναι η εποχή που πράγματι η Αθήνα έχει περάσει σε μια άλλη φάση της οικονομίας, στη χρηματική οικονομία. Έχει συσσωρευμένα σημαντικά χρηματικά αποθέματα στο ταμείο της συμμαχίας, το οποίον άλλωστε είχε από χρόνια φροντίσει ο Περικλής να μεταφέρει από την επισφαλή Δήλο στην ασφαλή Αθήνα (κι ας τον κατηγόρησαν ότι ξόδεψε τα χρήματα για τον καλλωπισμό της Αθήνας). Αυτά τα χρηματικά αποθέματα είναι που συντηρούν τον πόλεμο, εξηγεί ο Περικλής. Κάνει την αντιπαράθεση με τη σπαρτιατική οικονομία που είναι βασισμένη κυρίως στην αγροτική παραγωγή και παρατηρεί ότι οι Σπαρτιάτες θα χρειάζονται κάθε φορά καιρό για να συγκεντρώσουν τα ποσά που θα απαιτήσει μια νέα πολεμική επιχείρηση και έτσι θα χάνουν χρόνο, που είναι τόσο πολύτιμο στοιχείο στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Ανάλογες είναι και οι παρατηρήσεις που κάνουν οι Μυτιληναίοι προς τους Σπαρτιάτες σχετικά με τη στρατηγική που ακολουθούν οι τελευταίοι. Στις αρχές του πολέμου η σπαρτιατική στρατηγική εστιαζόταν σε ετήσιες επιδρομές στην Αττική για να καταστρέφουν τις σοδειές των Αθηναίων. Οι Μυτιληναίοι σωστά παρατηρούν ότι με τη στρατηγική αυτή δεν μπορούν να καμφθούν οι Αθηναίοι, γιατί αντλούν τους πόρους τους από αλλού, συγκεκριμένα από τον ευρύτατο χώρο που τους εξασφαλίζει η θαλασσοκρατορία τους. Αν θέλουν οι Λακεδαιμόνιοι να γονατίσουν την Αθήνα, πρέπει να στραφούν προς τα σημεία εκείνα από όπου αυτή εξασφαλίζει την οικονομική της δύναμη. Δίνουν μ’ αυτό τον τρόπο στους Λακεδαιμονίους να καταλάβουν πόσο αναποτελεσματικός είναι ο στενά ηπειρωτικός τους προσανατολισμός στη διεξαγωγή του πολέμου και πόσο η πολεμική προσπάθεια απαιτεί το συνυπο- λογισμό των μακροπρόθεσμων οικονομικών παραγόντων.
Αυτή είναι μια αλήθεια που από την αρχή της εξιστόρησής του διατυπώνει ο Θουκυδίδης. Υποδηλώνει δε όχι μόνο την εξάρτηση της πολεμικής ισχύος από την οικονομική ακμή, αλλά και το αντίστροφο: ότι δηλαδή η πολεμική ισχύς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη. Σημειώνει συγκεκριμένα ότι, όταν ο πόλεμος με τους Αιγινήτες ανάγκασε τους Αθηναίους να κατασκευάσουν ισχυρότερο στόλο με τη συμβουλή του Θεμιστοκλή, η Αθήνα απέκτησε τη βάση την οποία μετά τα Μηδικά αξιο- ποίησε για να γίνει η μεγάλη ναυτική δύναμη σ’ όλο το Αιγαίο και πέρα απ’ αυτό. Εξασφάλισε έτσι το πλεονέκτημα στην αρχή του πολέμου έναντι της Σπάρτης.
Η σημασία που αποδίδει ο Θουκυδίδης στην οικονομία σε ό, τι αφορά τη διεξαγωγή ενός πολέμου παρουσιάζεται ανάγλυφα, όταν πηγαίνοντας πολύ πίσω στην ιστορία ανατρέχει ούτε λίγο ούτε πολύ στον Τρωικό πόλεμο. Παραμερίζοντας τους μύθους που ήταν συνδεδεμένοι με τον πόλεμο εκείνο που τόσο πλούσια αφηγήθηκε ο Όμηρος, ο Θουκυδίδης κάνει μια πολύ προσγειωμένη ανάλυση. Παρατηρεί πρώτα απ’ όλα ότι, αν ο Αγαμέμνων ηγήθηκε της εκστρατείας, αυτό οφειλόταν απλούστατα στο ότι ήταν ο οικονομικά ισχυρότερος από τους άλλους ηγεμόνες. Επισημαίνει όμως κατόπιν ότι η δεκάχρονη πολιορκία της Τροίας δεν δικαιολογείται από την οχύρωση ή την αντίσταση των Τρώων. Οφείλεται, κατά τον Θουκυδίδη σε έναν καθαρά οικονομικό λόγο: ότι δηλαδή το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα δεν διέθετε αρκετά μέσα για να συντηρήσει μια συνεχή πολεμική προσπάθεια. Οι Έλληνες μετά την απόβαση στην Τροία, έστησαν ένα στρατόπεδο και άρχισαν να καλλιεργούν τη γη ή να επιδίδονται σε πειρατεία και μόνο κατά διαστήματα εξασφάλιζαν τα μέσα για να δοκιμάσουν για μια ακόμη φορά την εκπόρθηση της Τροίας.
Σκέψεις όλες αυτές ρηξικέλευθες για την εποχή του. Σκέψεις που δίνουν στο κείμενο του Θουκυδίδη μια πνευματική φρεσκάδα που τον φέρνει κοντά στο σήμερα με όλα του τα προβλήματα. Ποιός θα περίμενε να βρει μια οικονομική ανάλυση τόσο προσγειωμένη για μια μυθική εκστρατεία που όλοι συνηθίσαμε να τη βλέπομε μόνο με τα μάτια του τυφλού ποιητή και όχι με το οξύ βλέμμα του πρωτοπόρου ιστορικού;
2. Η διπλωματική επιχειρηματολογία
Είναι ίσως κάποια επαγγελματική διαστροφή που μου υπαγορεύει τούτο το κεφάλαιο, και μάλιστα σχετικά εκτενές. Αλλά η ανάπτυξη της διπλωματικής επιχειρηματολογίας σε διάφορες περιπτώσεις, όπως μας τη δίνει ο Θουκυδίδης, είναι κάτι που φωτίζει από μια άλλη γωνία τον επίκαιρο και για σήμερα χαρακτήρα του κειμένου του Θουκυδίδη.
Γράψει σε μια εποχή, όπου με τους σοφιστές η ρητορική έχει αναχθεί σε υψηλό επίπεδο. Πολύ περισσότερο που η όποια επιχειρηματολογία έπρεπε να παρουσιάζεται συνήθως σε κάποιο πολυμελές αιρετό σώμα ή και σε ολόκληρο το δήμο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα γίνονταν παράπλευρα και άλλες αθόρυβες, παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις. Αλλά το κείμενο του Θουκυδίδη ενδιαφέρει ιδιαίτερα γιατί αποδίδει ανάγλυφα τα βασικά χαρακτηριστικά που διέκριναν την πολιτική-διπλωματική σκέψη των πρωταγωνιστών.
Σε πολλά σημεία της αφήγησής του ο Θουκυδίδης παραθέτει την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν πολιτικοί ρήτορες ή διπλωματικοί διαπραγματευτές είτε για να πείσουν συμμάχους ή υποψήφιους συμμάχους να βοηθήσουν, είτε για να τους συγκρατήσουν από αποστασία, είτε για να πείσουν τους αντιπάλους να πάψουν την αντίστασή τους, είτε ακόμη και για να πείσουν τους συμπολίτες τους να επιχειρήσουν ή να ματαιώσουν κάποια ενέργεια. Πότε σε ευθύ λόγο, πότε έμμεσα παρουσιάζονται τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η κάθε πλευρά, ανάλογα με την περίσταση. Εκεί φαίνεται η οξυδέρκεια με την οποίαν ο Θουκυδίδης ξέρει να διακρίνει τις αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν τους λόγους των ομιλητών.
Παρ’ όλο που ο ίδιος μας έχει προειδοποιήσει πως τα όσα εκθέτει δεν αποτελούν αυτολεξεί απόδοση των όσων ελέχθησαν, είναι τόσο σαφώς διατυπωμένα που ο σημερινός αναγνώστης δεν θα δυσκολευθεί να παραλληλίσει τα όσα είχαν λεχθεί από τους διπλωματικούς απεσταλμένους της εποχής εκείνης με όσα επιχειρήματα ακούμε σήμερα σε ποικίλες διπλωματικές επαφές και αντιπαραθέσεις.
Οι τρεις βασικοί τύποι διπλωματικής επιχειρηματολογίας, όπως παρουσιάζονται στο κείμενο, είναι:
– «Το συμφέρον σας είναι να κάνετε αυτό που σας ζητάμε»
– «Εμείς έχομε το δίκαιο με το μέρος μας, ενώ οι αντίπαλοί μας αδικούν»
– «Εμείς είμαστε οι πιο δυνατοί, άρα επιβάλλομε τη θέλησή μας»
Τρεις μορφές επιχειρηματολογίας που χρησιμοποιούνται πότε αποκλειστικά, πότε σωρευτικά στις διάφορες διαπραγματεύσεις ή άλλες διπλωματικές επαφές.
Ας πάρομε από ένα παράδειγμα από κάθε μορφή, και μάλιστα από την περίοδο πριν αρχίσει η μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα σε Αθήνα και Σπάρτη, όταν ακόμη οι μικρές δυνάμεις, Κέρκυρα και Κόρινθος, επιδίωκαν να διευρύνουν τον πόλεμο, η κάθε μια εις όφελος της. Είναι άλλωστε η εποχή αυτή, αρχή της μεγάλης κρίσης, πιο πρόσφορη σε ανάπτυξη διπλωματικής επιχειρηματολογίας, γιατί αργότερα, όσο εκτραχύνεται ο πόλεμος, η διπλωματία παίζει αναγκαστικά πιο περιορισμένο ρόλο.
Είχαν αρχίσει οι εχθροπραξίες ανάμεσα σε Κορινθίους και Κερκυραίους με αφορμή την υπόθεση της Επιδάμνου. Και οι δυο εμπόλεμοι έβλεπαν πως μόνοι τους δεν μπορούσαν να εκβιάσουν λύση σύμφωνα με τα σχέδιά τους. Ήταν ανάγκη και για τις δυο πόλεις να αναζητήσουν συμμάχους ή/και να παρεμποδίσουν τον αντίπαλο από του να βρει ξένη βοήθεια. Φυσικά οι Κερκυραίοι στράφηκαν προς την Αθήνα που ήταν η μεγάλη ναυτική δύναμη, οι δε Κορίνθιοι τους ακολούθησαν από κοντά για να παρεμποδίσουν την αθηναϊκή βοήθεια. Και μπροστά στην Εκκλησία του Δήμου παρουσίασαν και οι δυο πρεσβείες τα επιχειρήματά τους.
Τον πρώτο από τους τρεις τύπους επιχειρηματολογίας χρησιμοποίησαν επιδέξια οι Κερκυραίοι.
Ξεκινούν με μια θεμελιώδη τοποθέτηση. Ότι όσοι ζητούν βοήθεια πρέπει να πείσουν ότι αυτό που ζητούν είναι συμφέρον ή πάντως δεν είναι επιζήμιο για εκείνους από τους οποίους ζητούν τη βοήθεια. Και τονίζουν ότι ακριβώς αυτό συμβαίνει με το αίτημα της Κερκύρας για συμμαχία με την Αθήνα. Κρίνουν σκόπιμο να δημιουργήσουν στους Αθηναίους ευνοϊκή εντύπωση παραδεχόμενοι το λάθος τους, ότι δηλαδή στο παρελθόν δεν είχαν θελήσει να συνάψουν συμμαχία με την Αθήνα και -με δόση υποκρισίας- ομολογούν πως αυτό που άλλοτε νόμιζαν φρόνηση αποδεικνύεται τώρα από τα πράγματα πως ήταν αφροσύνη, και μιλούν για ευγνωμοσύνη που θα οφείλουν στους Αθηναίους.
Προχωρούν όμως κυρίως στην ανάπτυξη του βασικού τους επιχειρήματος πως δηλαδή η συμμαχία Κερκυραίων- Αθηναίων θα είναι επωφελής για τους τελευταίους. Στηρίζουν το επιχείρημα κυρίως στο γεγονός ότι οι ίδιοι διαθέτουν μεγάλη ναυτική δύναμη στο Ιόνιο που αν συνδυασθεί με την υπεροπλία των Αθηναίων θα αποτελέσει ακαταμάχητη δύναμη στην περίπτωση που βλέπουν να έρχεται ενός μεγάλου πολέμου της Αθήνας με τη Σπάρτη. Ρίχνουν μάλιστα επιδέξια και το δέλεαρ πως η ενδεχόμενη αύξηση της αθηναϊκής ναυτικής παρουσίας στη Δύση ανοίγει το δρόμο για μια επέκταση της Αθήνας μέχρι και τη Σικελία. Δέλεαρ που δεν άφησε ασυγκίνητους τους Αθηναίους.
Επεκτείνονται και στην περίπτωση που οι Αθηναίοι θα αρνηθούν τη συμμαχία με την Κέρκυρα, για να δείξουν ότι αυτό θα έχει επιζήμιες συνέπειες για την Αθήνα. Γιατί, τονίζουν, η Κόρινθος έχει μεγάλη επιρροή στη Σπάρτη. Οι Λακεδαιμόνιοι περιμένουν μια αφορμή για να πολεμήσουν την Αθήνα και την αφορμή αυτή μπορούν να τους τη δώσουν οι Κορίνθιοι, αν φανεί πως η Αθήνα δειλιάζει να βοηθήσει την Κέρκυρα. Χαρακτηρίζουν τον πόλεμο της Κορίνθου και της Κερκύρας σαν μια προετοιμασία του πολέμου Σπάρτης-Αθήνας. Συνεπώς η Αθήνα έχει κάθε λόγο να ενεργήσει προληπτικά.
Δεν παραλείπουν να αναφέρουν και τα νομικά τους επιχειρήματα. Το ένα είναι ότι οι Κορίνθιοι δεν δέχθηκαν τη διαιτησία που τους πρότεινε η Κέρκυρα. Το άλλο είναι – αρνητικά – ότι συμμαχώντας μαζί τους οι Αθηναίοι δεν θα παραβούν τις σπονδές της Τριακονταετούς Ειρήνης, που απαγόρευαν τον προσεταιρισμό μιας πόλης που είναι ήδη σύμμαχος μιας άλλης, γιατί η Κέρκυρα δεν ήταν σύμμαχος κανενός.
Κατά κάποιον τρόπο όμως τα νομικά επιχειρήματα χρησιμοποιούνται επικουρικά. Και οι Κερκυραίοι επανέρχονται στο επιχείρημα του συμφέροντος, δηλαδή ότι, πρώτον, οι Κορίνθιοι είναι κοινοί εχθροί και, δεύτερον, ότι συμφέρον της Αθήνας είναι να συμμαχήσει με μια σημαντική ναυτική δύναμη όπως η Κέρκυρα.
Καταλήγουν επισημαίνοντας πως η αθηναϊκή Εκκλησία καλείται να αποφασίσει πιο πολύ για τα συμφέροντα της Αθήνας παρά της Κερκύρας.
Διαμετρικά αντίθετη είναι η παρουσίαση που κάνουν οι Κορίνθιοι. Χαρακτηριστικό δείγμα του δευτέρου τύπου επιχειρηματολογίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Στηρίζονται σε νομικά – ή νομικιστικά – επιχειρήματα ότι, πρώτον, σύμφωνα με την Τριακονταετή Ειρήνη η Αθήνα έχει συμμαχία με την Κόρινθο, ενώ με την Κέρκυρα δεν έχει καμμιά συμβατική υποχρέωση. Δεύτερον, ότι η Κέρκυρα δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που έχει ως παλαιά αποικία της Κορίνθου. Και τρίτον, ότι η Κέρκυρα πρότεινε μεν διαιτησία στην Κόρινθο, αλλά αφού είχε ήδη αρχίσει την πολιορκία της Επιδάμνου, οπότε η διαιτησία – κατά τους Κορινθίους – δεν θα είχε πια νόημα.
Εννοείται ότι αυτή η νομική επιχειρηματολογία διανθίστηκε με έντονες επιθέσεις κατά των Κερκυραίων, σχεδόν υβρεολόγιο. Ότι δηλ. δεν είχαν ως τώρα συμμάχους για να μην έχουν μάρτυρες των κακουργημάτων τους, ότι θέλουν να είναι οι ίδιοι κριτές των κακών τους πράξεων, ότι δεν μιλούν από αρετή αλλά από κακία, ότι είναι βίαιοι, ότι είναι πλεονέκτες.
Αυτή την αδέξια τοποθέτηση την κορυφώνουν με δυο άλλα, εξ ίσου αναποτελεσματικά επιχειρήματα. Πρώτον, ότι ακόμη και αν η Κόρινθος είχε άδικο, η Κέρκυρα θα έπρεπε να δώσει τόπο στην οργή. Και δεύτερον, ότι η Αθήνα οφείλει ευγνωμοσύνη στην Κόρινθο, γιατί κάποτε πριν τα Μηδικά, πριν από πολλές δηλαδή δεκαετίες, είχε βοηθήσει την Αθήνα με είκοσι πλοία κατά των Αιγινητών.
Ούτε μια λέξη για να υπαινιχθούν έστω στους Αθηναίους το συμφέρον τους να βοηθήσουν την Κόρινθο, όπως αντίθετα έκαναν οι Κερκυραίοι.
Φυσικά οι Αθηναίοι ζυγίζοντας τα πράγματα με γνώμονα το δικό τους συμφέρον προχώρησαν σε επιμαχία, δηλαδή σε αμυντική συμφωνία με την Κέρκυρα, γιατί είχαν πεισθεί ότι ο πόλεμος με τους Πελοπονησίους ήταν αναπόφευκτος, ότι η ναυτική δύναμη της Κέρκυρας θα ήταν πράγματι χρήσιμη και τέλος ότι η Κέρκυρα θα αποτελούσε ενδεχομένως χρήσιμο σημείο εξόρμησης προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.
Είναι ενδιαφέρον ότι λίγο αργότερα, όταν η σύγκρουση Αθήνας-Κορίνθου εκδηλώθηκε με τα γεγονότα στην Ποτίδαια, οι Λακεδαιμόνιοι κάλεσαν τους συμμάχους τους για να εξετάσουν την κατάσταση. Οι Κορίνθιοι μιλώντας στη συνέλευση του λαού στη Σπάρτη έδωσαν κάπως περισσότερη, αλλά πάντως όχι πολύ πειστική έμφαση στα περί συμφέροντος της Σπάρτης να πολεμήσει την Αθήνα, τονίζοντας κυρίως ότι ο καλύτερος τρόπος να εξασφαλίσει κάποιος την ειρήνη είναι να δείχνει αποφασισμένος να μην τον αδικούν. Έρριξαν όμως όλο το βάρος της αγόρευσής τους σε μια οξεία επίθεση κατά των Σπαρτιατών των οποίων ζητούσαν τη συμμαχία. Και τί δεν τους είπαν! Ότι ενώ πολέμησαν γενναία τους Πέρσες, αδιαφορούν για τον κίνδυνο της Αθήνας που είναι πλησιέστερος, ότι αντίθετα με τους καινοτόμους, επινοητικούς και ταχείς Αθηναίους οι Σπαρτιάτες είναι διατακτικοί, ότι δεν βλέπουν τίποτε πέρα από τη συντήρηση των όσων έχουν, ότι είναι αναβλητικοί, ότι δεν έχουν ευρείς ορίζοντες, αλλά ούτε την αυταπάρνηση και τόλμη των Αθηναίων. Αφήνουν και τον υπαινιγμό ότι θα μπορούσαν να αναζητήσουν και αλλού συμμάχους. Η ωμή αυτή επίθεση κατά του ίδιου του σπαρτιατικού συστήματος σκοπό είχε φυσικά να ερεθίσει και να σπρώξει τους Σπαρτιάτες στην απόφαση να πολεμήσουν. Δεν ήταν πάντως η αναποτελεσματική κορινθιακή επιχειρηματολογία που έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της εξόδου της Σπάρτης στον πόλεμο.
Αμέσως κατόπιν επακολουθεί η παρουσίαση του τρίτου τύπου επιχειρηματολογίας. Ετυχε, υποτίθεται, να βρεθούν τότε στη Σπάρτη Αθηναίοι πρέσβεις «για άλλο λόγο», όπως λέει ο Θουκυδίδης. Ζήτησαν να παρουσιασθοΰν και αυτοί στη συνέλευση του λαού για να παρουσιάσουν τις αθηναϊκές απόψεις. Μίλησαν βέβαια δια μακρών στην αρχή για το ρόλο της Αθήνας στα Μηδικά, αφήνοντας αιχμές για τη διστακτικότητα που είχαν δείξει τότε οι Σπαρτιάτες. Τα λένε όμως αυτά για να στηρίξουν την αξίωση της Αθήνας για ηγεμονία στον ελληνικό χώρο, Άλλωστε και η Σπάρτη, λένε, οργάνωσε κατά το συμφέρον της την επιρροή της στην Πελοπόννησο. Αν η Αθήνα τώρα επιζητεί να διασφαλίσει την ηγεμονία της, αυτό είναι φυσικό. Γιατί την ηγεμονία αυτή τους την προσφέρουν οι άλλοι Έλληνες και η Αθήνα αρνείται να την εγκαταλείπει, αφού αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, «το ανθρωπειον». Πάντοτε ο αδύνατος να υπακούει στον δυνατό. Και αφ’ ενός μεν η Αθήνα αξίζει αυτή την ηγεμονική θέση, αφ’ ετέρου και οι Σπαρτιάτες κάνουν το ίδιο, έστω και αν επικαλούνται επιχειρήματα δικαιοσύνης. Αυτά είναι προσχήματα, γιατί πάντως δεν εμπόδισαν ποτέ κανέναν να αποκτά με τη χρήση βίας μεγαλύτερα οφέλη. Και στο κάτω-κάτω, η Αθήνα ακόμη και αυτή την εξουσία της την ασκεί λιγότερο πιεστικά από ό, τι θα μπορούσε να της επιτρέπει η δύναμή της. Με ένα λόγο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο ασθενέστερος πρέπει να υπακούει στον ισχυρότερο και να δείχνει υποταγή σ’ αυτόν.
Στην περίπτωση εκείνη οι Αθηναίοι πρέσβεις δεν εξώθησαν τα πράγματα, γιατί, εκφράζοντας πιθανότατα και τη σκέψη του Περικλή, επισήμαναν την αβεβαιότητα που έχει κάθε πολεμική σύγκρουση και τόνισαν ότι προτιμούν να διαπραγματευθούν πριν από τον πόλεμο παρά μετά την έναρξή του. Είναι μια προσπάθεια να κρατήσουν τη Σπάρτη έξω από την άμεση σύρραξη για να λογαριαστούν μόνοι τους με τους Κορινθίους στην υπόθεση της Ποτίδαιας.
Αλλά αυτά όλα ήταν ακόμη στην εποχή που η αθηναϊκή πολιτική ήταν ακόμη προσεκτική. Όταν με την πάροδο του χρόνου η σκληρή πολεμική αναμέτρηση έχει αλλάξει το πολιτικό τοπίο, ο τύπος αυτός της αθηναϊκής επιχειρηματολογίας εμφανίζεται υπό την πιο ωμή του μορφή. Βλέπομε να τη χρησιμοποιούν προς συμμάχους, ουδετέρους και αντιπάλους με επίγνωση, αλλά ταυτόχρονα και προοδευτική υπερτίμηση της αληθινής τους δύναμης.
Η πιο γνωστή και πιο χτυπητή είναι ασφαλώς η περίπτωση της αθηναϊκής επιχείρησης κατά της Μήλου. Οι Μήλιοι δεν ήταν καν εμπόλεμοι, είχαν παραμείνει ουδέτεροι, αν και παλαιότερα ήταν άποικοι της Σπάρτης. Στα 416π.Χ.όμως, όταν ήταν στα πρόθυρα η αναζωπύρωση του πολέμου, νόμισαν οι Αθηναίοι απαραίτητο να υποτάξουν τη Μήλο. Πριν αρχίσουν να καταστρέφουν το νησί ζήτησαν διαπραγματεύσεις και οι Μήλιοι προτίμησαν να γίνει η σχετική συζήτηση όχι μπροστά στη συνέλευση του λαού αλλά στο μικρό κύκλο των αρχόντων.
Οι Αθηναίοι άρχισαν με τρόπο τραχύ. Δήλωσαν εξ αρχής πως, αν οι Μήλιοι επιθυμούν να συζητήσουν για ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την υποταγή τους, τότε καλύτερα να σταματήσει η συζήτηση. Και όταν οι Μήλιοι για να σώσουν την πολιτεία τους δέχονται να συνεχισθεί η συζήτηση, οι Αθηναίοι ξεκαθαρίζουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν με νομικά ή ιστορικά επιχειρήματα. Αυτά, κατά τους Αθηναίους έχουν αξία μόνο μεταξύ ισοδυνάμων, αλλιώς «δυνατα οι προύχοντες πραττουσι και οι ασθενείς ξυγχωρουσι», με άλλα λόγια ο ισχυρός επιβάλλει ό, τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του. Δηλώνουν ότι ήρθαν για να υποτάξουν τους Μηλίους χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια και χωρίς να καταστρέψουν τη Μήλο. Αν οι Μήλιοι υποταχθούν, χωρίς άλλη συζήτηση θα είναι προς το συμφέρον τους γιατί θα αποτρέψουν την καταστροφή τους. Δεν τους ενδιαφέρει να έχουν τη φιλία των Μηλίων, γιατί αν συνεννοηθούν φιλικά, αυτό θα θεωρηθεί απόδειξη της αδυναμίας της Αθήνας, ενώ αν καταστρέψουν τη Μήλο, αυτό θα θεωρηθεί απόδειξη της δύναμής τους. Θα είναι αυτό παράδειγμα και για τους άλλους συμμάχους ή ουδετέρους. Η προθυμία των Μηλίων για φιλικό διακανονισμό δεν αρκεί στους Αθηναίους γιατί παραμένει ο κίνδυνος κάποτε η Μήλος να ενεργήσει αλόγιστα και να δημιουργήσει νέους κινδύνους για την Αθήνα.
Είναι ιδιαίτερα ωμοί λέγοντας στους Μηλίους πως δεν αγωνίζονται ως ίσοι προς ίσους, άρα οι Μήλιοι δεν θα ντροπιασθούν αν δείξουν ανανδρία και υποταχθούν στους
Αθηναίους. Και αν έχουν την ελπίδα πως μπορεί να διακινδυνεύσουν ως τα έσχατα, η ελπίδα αυτή θα τους οδηγήσει στην καταστροφή.
Μάταια οι Μήλιοι ισχυρίζονται πως οι Λακεδαιμόνιοι μπορεί να τους βοηθήσουν. Οι Αθηναίοι απαντούν ότι δεν πρέπει να βασίζονται στη βοήθεια της Σπάρτης, γιατί δεν έχει ούτε τη βούληση ούτε τη δύναμη να βοηθήσει με στρατό ένα νησί, αφού οι Αθηναίοι κυριαρχούν στη θάλασσα. Ας μη στηρίζονται λοιπόν οι Μήλιοι σε απίθανες προβλέψεις για το μέλλον. Και όσο για την αισχύνη της υποταγής τους στους Αθηναίους, ας μην παρασύρονται από τη λέξη, γιατί όποιος παρασύρεται από μια λέξη θα πάθει «ανηκεστους ξυμφορας και αισχύνην αισχιονα», μεγαλύτερη ταπείνωση.
Εκείνο που δεν συγκίνησε καθόλου τους Αθηναίους και δεν το συγκρότησαν ήταν το ένα επιχείρημα που οι Μήλιοι προέταξαν στην αρχή της μακράς αυτής συζήτησης. Μίλησαν για αληθινό συμφέρον της Αθήνας με ένα επιχείρημα που πηγαίνει πραγματικά πολύ βαθειά, φτάνει στον πυρήνα της διεθνούς ζωής: ότι ο σεβασμός του δικαίου αποτελεί ενα «κοινό αγαθό» και προφητικά τονίζουν στους Αθηναίους ότι, αν χάσουν τον πόλεμο, θα υποστούν οι ίδιοι τις συνέπειες αυτής της επιχειρηματολογίας τους. Φυσικά η αλαζονεία των Αθηναίων δεν αναχαιτίστηκε, όλοι οι ενήλικοι Μήλιοι εκτελέσθηκαν, τα γυναικόπαιδα υποδουλώθηκαν και πεντακόσιοι άποικοι εστάλησαν να αποικίσουν το ερημωμένο πια νησί.
Η σημασία που ο Θουκυδίδης αποδίδει σ’ αυτό το γεγονός, χωρίς να προβαίνει σε κανένα χαρακτηρισμό, φαίνεται από το ότι είναι η μόνη από τις πολλές διαπραγματεύσεις που εξιστορεί την οποία παραθέτει υπό μορφή διαλόγου.
Η ισχύς των Αθηναίων στα πρώτα ιδίως χρόνια του πολέμου τους έδινε την ευχέρεια να τη χρησιμοποιούν ως το πιο πειστικό τους επιχείρημα. Αντίθετα οι Σπαρτιάτες, ακόμη και όταν οι τύχες του πολέμου τους έδωσαν το πάνω χέρι, συμπεριφέρθηκαν μεν εξ ίσου σκληρά, αλλά τουλάχιστον δεν διατύπωσαν με τόση ωμότητα το δόγμα πως ο δυνατός επιβάλλει όπου και όσο μπορεί τη θέλησή του.
Η εκτενής αυτή παράθεση του τρίτου τύπου της διπλωματικής επιχειρηματολογίας έγινε γιατί έχει σημασία που ξεπερνάει το ιστορικό πλαίσιο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αγγίζει κατ’ ευθείαν τη δική μας επικαιρότητα.
Άθελα φέρνει κανείς στη σκέψη του αναλογίες με τη σημερινή μας εποχή. Πόσο λίγο έδειξε να υπολογίζει π.χ. η άλλοτε Σοβιετική Ένωση τα περί διεθνούς δικαίου και πόσο έμπρακτα απέδειξε, ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη, όπου μπορούσε να δρα ανεξέλεγκτα, ότι ο δυνατός επιβάλλει τη θέλησή του και ο αδύνατος υποχωρεί ως εκεί που του επιβάλλει η αδυναμία του. Αλλά μήπως και σήμερα, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν έχομε αλλεπάλληλα δείγματα της αλαζονίας της εξουσίας από τη μόνη υπερδύναμη που απέμεινε;
Τελικά η επιχειρηματολογία που αποδείχθηκε η πιο αποτελεσματική ήταν αυτή που στηρίχθηκε πάνω στην επίκληση ότι «Συμφέρον σας είναι να κάνετε αυτό που σας ζητάμε». Βεβαίως από μόνη της αυτή η επιχειρηματολογία δεν είναι πάντοτε αρκετή. Δεν πείσθηκαν ούτε οι Αθηναίοι, ούτε οι Σπαρτιάτες μόνο από τις υποδείξεις των Κερκυραίων ή των Κορινθίων αντίστοιχα για το ποιό είναι το συμφέρον τους. Τελικά η κρίση τί συμφέρει έγινε από τους ίδιους τους Αθηναίους ή τους Σπαρτιάτες με τα δικά τους κριτήρια. Η επιδέξια όμως παρουσίαση του συμφέροντος από τη μια ή την άλλη πλευρά βοήθησε τις περισσότερες φορές αποτελεσματικά αυτούς που ήξεραν στη διπλωματική τους επιχειρηματολογία να την προβάλουν κατάλληλα.
Και ξαναγυρίζει η σκέψη στα σημερινά δικά μας πράγματα. Πόσο βάρος ρίχνομε στις προσπάθειές μας να αποδείξομε ότι σε τούτο ή εκείνο το ζήτημα έχομε δίκιο, ότι αυτά λέει η τάδε διεθνής συνθήκη; Γιατί πιστεύομε με τόση βεβαιότητα ότι, αν επικαλεσθούμε κάποια απόφαση των Ην. Εθνών ή κάποια διεθνή γνωμοδότηση θα έχομε κατοχυρώσει τα δίκαιά μας; Δεν είναι αμελητέα και αυτά τα νομικά επιχειρήματα, αλλά δεν είναι αρκετά για να πείσουν είτε την απέναντι πλευρά είτε τους τρίτους για να τους κάνει να ενεργήσουν σύμφωνα με αυτά που θα θέλαμε. Το κείμενο του Θουκυδίδη έρχεται να μας υποδείξει ότι δεν είναι πάντοτε αυτή η πιο αποτελεσματική επιχειρηματολογία.
Μένει όμως ένα τελευταίο ερώτημα από την ανάγνωση του Θουκυδίδη, ερώτημα που και σήμερα, ύστερα από σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, εξακολουθεί αναπάντητο. Είναι η σοφή παρατήρηση των Μηλίων προς τους Αθηναίους, να μην ξεχνούν ότι ο σεβασμός του δικαίου αποτελεί ένα κοινό αγαθό. Ένα αγαθό που είναι τελικά η συνάντηση και ταύτιση του δικαίου με το συμφέρον. Ακόμα όμως ο άνθρωπος δεν φαίνεται να έχει φθάσει σ’ αυτό το σημείο που με λίγα λόγια συνόψισαν οι απλοί νησιώτες της Μήλου. Θα φθάσει άραγε ποτέ; Ο Θουκυδίδης σ’ αυτό το θέμα δεν μοιάζει αισιόδοξος, γιατί αναφέρεται σε «πολλά και χαλεπα ταις πολεσι, γιγνομενα μεν και αιει εσομενα, εως αν αυτη η φυσις ανθρωπων η». Αλλά και πάλι διατηρεί την ελπίδα πως τελικά κάτι μπορεί να διδαχθεί ο άνθρωπος από την ιστορία.
3.Η δημαγωγία
Ας μεταφερθούμε τώρα σε ένα άλλο θέμα, τη δημαγωγία, όπως την παρουσιάζει ο Θουκυδίδης. Σήμερα χρησιμοποιούμε τόσο αυτή τη λέξη όσο και τη σχεδόν συνώνυμη της, τον «λαϊκισμό». Συχνά το λέμε κομψότερα «πολιτικό κόστος» ή «πολιτικό κέρδος». Αν και ο Θουκυδίδης δεν χρησιμοποιεί καμμία απ’ αυτές τις εκφράσεις, σε κάθε ευκαιρία επισημαίνει το ρόλο που υπολογισμοί αυτής της μορφής επηρέασαν τη λήψη καίριων αποφάσεων στη διεξαγωγή του πολέμου. Και ήταν πράγματι πολλές οι περιπτώσεις αυτές σε όλες τις πλευρές των εμπολέμων. Πιο ανάγλυφα όμως προβάλλουν στην περίπτωση της αθηναϊκής πολιτικής.
Ασφαλώς η λέξη «δημαγωγία» θυμίζει «δημοκρατία» γιατί και οι δυο έχουν το ίδιο πρώτο συνθετικό. Δεν θάπρεπε όμως αυτό να παρασύρει στην αντίληψη ότι δημαγωγοί ευδοκιμούν μόνο στα δημοκρατικά καθεστώτα. Απλώς τα καθεστώτα αυτά παρέχουν περισσότερες δυνατότητες σε δυναμικές προσωπικότητες δημαγωγών να προβληθούν και να καθορίσουν την πορεία των κοινών, όχι επειδή η γραμμή που προτείνουν κρίνεται η πιο αποτελεσματική, αλλά επειδή κατορθώνουν να λένε στο δήμο αυτά που ο δήμος θέλει να ακούσει. Και αυτοί μεν άλλοτε αποκομίζουν από την υποστήριξη του δήμου το προσωπικό πολιτικό τους όφελος ή αποτρέπουν το όποιο πολιτικό κόστος εις βάρος τους. Η πολιτεία όμως πιο συχνά αποκομίζει κόστος παρά όφελος.
Ίσως επειδή το αθηναϊκό πολιτικό σύστημα προσφερόταν περισσότερο από άλλα στη δημαγωγία, ίσως επειδή ο ίδιος ο Θουκυδίδης είχε αισθανθεί-επώδυνα προσωπικά τη στρέβλωση που προκαλεί η δημαγωγία στην πολιτική ζωή, ίσως ακόμη επειδή η Αθήνα της εποχής εκείνης γεννούσε ακόμη ξεχωριστές προσωπικότητες, τα πιο χτυπητά παραδείγματα δημαγωγίας αλλά ταυτόχρονα και αντίθεσης στη δημαγωγία τα προσφέρουν μέσα από το έργο του Θουκυδίδη τέσσερις αθηναϊκές προσωπικότητες: ο Κλέων, ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας και ο Περικλής.
Ο Κλέων εμφανίσθηκε στο κενό που άφησε στην Αθήνα ο θάνατος του Περικλή. Έδωσε ένα πρώτο δείγμα της πολιτικής του, όταν έπεισε την Εκκλησία του Λαού να εκτελεσθούν όλοι οι Μυτιληναίοι αποστάτες. Όταν οι Μυτιληναίοι που βρίσκονταν στην Αθήνα κατόρθωσαν μέσα σε δυο μέρες να προκαλέσουν νέα συζήτηση για να επανεξετασθεί το θέμα, ο Κλέων υπερασπίστηκε με μεγάλη ευγλωττία την προηγούμενη απόφαση που αυτός είχε εισηγηθεί. Χρησιμοποίησε επιδέξια επιχειρήματα για να κεντρίσει τους Αθηναίους, όχι κολακεύοντάς τους, αλλά αντίθετα επιτιμώντας τους για αστάθεια στις αποφάσεις τους και για επικίνδυνη αδυναμία. Τους κατηγόρησε πως θα πεισθούν ίσως από άλλους που έχουν μόνο ρητορική ικανότητα και οι Αθηναίοι θα τους πιστεύουν μόνο για τα ωραία τους λόγια. Επιδέξια παραλλαγή της κολακείας του πλήθους που έρχεται αμέσως να συμπληρώσει υπογραμμίζοντας έντεχνα ότι οι ταπεινότεροι άνθρωποι διοικούν την πολιτεία καλύτερα από τους μορφωμένους – κορυφαία εκδήλωση του λαϊκισμού. Σ’ εκείνη την περίπτωση η δημαγωγική του ικανότητα δεν στάθηκε αρκετή για να αποτρέψει την αναθεώρηση της απόφασης για την εκτέλεση των Μυτιληναίων, επειδή, όπως αναφέρθηκε σε άλλο σημείονπαραπάνω, οι πιο μετριοπαθείς απόψεις του Διοδότου επικράτησαν.
Δεν άργησε όμως ο Κλέων να βρει άλλη ευκαιρία να λάμψει στο βήμα της Εκκλησίας. Όταν το σπαρτιατικό σώμα που είχε αποβιβασθεί στη Σφακτηρία αποκλείσθηκε από τους Αθηναίους και οι Σπαρτιάτες έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα για να προτείνουν ανακωχή και έναν «ευπρεπή συμβιβασμό», ο Κλέων εξώθησε τη διαπραγμάτευση σε αδιέξοδο. Ματαίωσε έτσι το ενδεχόμενο μιας οριστικής ειρήνης που προσέφεραν τότε οι Σπαρτιάτες. Κέρδισε μεν την εύνοια του δήμου, ιδίως όταν πέτυχε τελικά να αιχμαλωτίσει τους Σπαρτιάτες της Σφακτηρίας, αλλά άφησε έτσι να χαθεί μια ευκαιρία να λήξει ο πόλεμος σε μια στιγμή όπου η Αθήνα ήταν αδιαμφισβήτητα σε πλεονεκτική θέση. Πρόσκαιρη η επιτυχία της προσωπικής του δημαγωγίας, αφού τρία χρόνια αργότερα σκοτώθηκε στην Αμφίπολη. Το κενό που είχε αφήσει ο θάνατος του Περικλή ασφαλώς δεν μπορούσε να το πληρώσει.
Στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος της Αθήνας εκείνης της εποχής βρίσκεται ο Νικίας. Του δόθηκε η ευκαιρία να αναδειχθεί στην πολιτική μετά το θάνατο του Κλέωνα, αφού είχε διακριθεί και ως στρατηγός. Και σ’ αυτόν αποδίδει ο Θουκυδίδης τη φιλοδοξία να στερεώσει τη θέση του και να αφήσει το όνομα ανθρώπου που έκανε καλό στον τόπο του. Φιλοδοξία που αποβλέπει στο μονιμότερο συμφέρον της πόλης, όχι στην απόλαυση πρόσκαιρης προσωπικής δόξας. Ο θάνατος του Κλέωνα και ταυτόχρονα του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα στην Αμφίπολη άφηνε στην Αθήνα και στη Σπάρτη θέση για ηγέτες πιο μετριοπαθείς και λιγότερο δημαγωγούς, τον Νικία και αντίστοιχα στη Σπάρτη τον Πλειστοάνακτα. Η συγκυρία αυτή επέτρεψε στις δυο πλευρές να αρχίσουν μια σοβαρή διαπραγμάτευση που, απ’ ό,τι συμπεραίνομε από την αφήγηση του Θουκυδίδη, κράτησε πολύ και έγινε μακρυά από τις δημόσιες συνελεύσεις, από το βήμα του ρήτορα που παρασύρει εύκολα στη δημαγωγία. Με αυτή τη διακριτική, μυστική και, όπως φαίνεται, περίπλοκη διαδικασία έφθασαν Αθήνα και Σπάρτη στην ειρήνη που δίκαια αποκλήθηκε «Ειρήνη του Νικία» και σήμανε το προσωρινό έστω τέλος της δεκάχρονης σύγκρουσης. Για την Αθήνα η πολιτική του Νικία με τους χαμηλούς τόνους και την προσήλωση στο μακροπρόθεσμο στόχο της ειρήνης αποδείχθηκε εκ των υστέρων πόσο σωτήρια θα μπορούσε να αποβεί.
Τότε όμως εμφανίζεται μια άλλη προσωπικότητα στην αθηναϊκή σκηνή που θα απέβαινε μοιραία: ο Αλκιβιάδης. Δεν υπήρξε μεν ο Αλκιβιάδης εκείνος που οδήγησε στην αναζωπύρωση του πολέμου. Γι’ αυτήν φρόντισαν διάφοροι τρίτοι, ιδίως οι Κορίνθιοι αλλά και άλλοι, που υπεδαύλισαν και πάλι του δυο μεγάλους, Αθήνα και Σπάρτη να επανέλθουν στη ρήξη. Ο Αλκιβιάδης όμως είναι εκείνος που υποστήριξε με ενθουσιασμό την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία που επρόκειτο να καταλήξει σε τραγική συμφορά. Είναι αλήθεια πως οι Αθηναίοι είχαν ήδη ξεσηκωθεί για τη σικελική εκστρατεία παρ’ όλο που καλά-καλά δεν ήξεραν ούτε καν πόση έκταση είχε η Σικελία, όπως μαρτυρεί ο Θουκυδίδης. Αυτή την τάση των Αθηναίων θέλησε να εκμεταλλευθεί ο Αλκιβιάδης διαβλέποντας για τον εαυτό του βέβαιο πολιτικό όφελος. Γιατί, πάλι κατά το Θουκυδίδη, οι μεν ηλικιωμένοι ήθελαν να γίνει η εκστρατεία με την ιδέα ότι έτσι η Αθήνα θα κατακτήσει και νέα εδάφη, οι νέοι την ήθελαν για να γνωρίσουν έναν μακρυνό τόπο βέβαιοι πάντοτε ότι θα γυρίσουν, οι στρατιώτες για την μισθοδοσία που θα τους εξασφάλιζε η εκστρατεία, και τέλος εκείνοι που διαφωνούσαν, έστω και αν ήταν πολλοί, σώπαιναν για να μην χαρακτηρισθούν ως κακοί πατριώτες. Μάταια ο Νικίας προσπάθησε σε μια μακρότατη ομιλία του να τους αποθαρρύνει, γιατί προέβλεπε ότι σύντομα θα ξανάρχιζαν οι εχθροπραξίες στην κυρίως Ελλάδα και θα ήταν αφροσύνη να ξεκινήσουν οι αθηναϊκές δυνάμεις σε μια μακρυνή εκστρατεία. Επιβλήθηκε η ρητορεία του Αλκιβιάδη που διαισθάνθηκε το ρεύμα της κοινής γνώμης και υπερθεμάτισε προλέγοντας στους Αθηναίους ότι έτσι θα γίνουν κύριοι όλης της Ελλάδος.
Αυτό που αποτελεί μια περίεργη πτυχή στην προσωπικότητα του Αλκιβιάδη είναι ότι, ενώ με τους δημαγωγικούς του λόγους ακολουθούσε μια λαϊκίστικη θα λέγαμε σήμερα γραμμή, ο ίδιος προσωπικά είχε πολλούς εχθρούς. Γι’ αυτό και την παραμονή που θάφευγε με το στόλο για τη Σικελία κατηγορήθηκε για τις Ερμές που βρέθηκαν τη νύχτα σπασμένες και η κατηγορία διογκώθηκε πως αυτό ήταν αρχή για ανατροπή του πολιτεύματος. Και έφυγε μεν τελικά με το στόλο -αν και ο ίδιος θα προτιμούσε να μείνει στην Αθήνα- αργότερα όμως, και ενώ βρισκόταν στη Σικελία, αναζωπυρώθηκαν οι καταγγελίες και ανακλήθηκε στην Αθήνα. Αυτή τη φορά προτίμησε να εξαφανισθεί. Από εκεί και πέρα αρχίζει μια περιπετειώδης περιπλάνησή του και εμφανίζεται πότε να συμβουλεύει τους Σπαρτιάτες, πότε τους Πέρσες για να κάνει κακό στην Αθήνα που τον αδίκησε για να καταλήξει πάλι στην Αθήνα, όταν όμως πια ήταν πολύ αργά και η Αθήνα έβαινε προς την καταστροφή της. Στο στερέωμα της αθηναϊκής δημαγωγίας ο Αλκιβιάδης αποτέλεσε ένα διάττοντα αστέρα που με τη σύντομη διέλευσή του προκάλεσε μεγάλο κακό, ενώ ακόμη και ο Θουκυδίδης παραδέχεται πως με τις ικανότητές του ήταν ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να σώσει την πόλη..
Στην αντιπαραβολή Κλέωνα-Νικία στο θέμα της δημαγωγίας μπορεί κανείς να προσθέσει την αντιπαραβολή Αλκιβιάδη-Περικλή. Προικισμένος αναμφίβολα με πολλά πνευματικά προσόντα ο Αλκιβιάδης τα σπαταλά εξ αρχής για να ικανοποιήσει αυτό που πιστεύει πως είναι αρεστό στο λαό. Ο Περικλής αντίθετα είναι με τη σωστή έννοια της λέξης «δημαγωγός», γιατί είναι ηγέτης του δήμου, όχι ουραγός. Έχει το κύρος τόσο για το αξίωμα όσο όμως και για την κρίση του και επί πλέον είναι «χρημάτων διαφανως αδωροτατος». Γι’ αυτό «κατείχε το πλήθος ελευθερως και ουκ ηγετο μαλλον υπ’ αυτόν αλλ’ αυτός ηγε» και δεν μιλάει στο πλήθος «προς ηδονην» και δεν διστάζει «και προς οργην τι αντειπειν». Με τα λόγια αυτά δίνει ο Θουκυδίδης την πιο εναργή εικόνα του «αντι-λαικιστού» ηγέτη.
Ο Περικλής πράγματι μπορεί να ήταν εκείνος που ξεκίνησε τον πόλεμο με τη Σπάρτη. Αλλά το έκανε, αφού κατάλαβε ότι η σύγκρουση πια ήταν αναπόφευκτη και αφού υπολόγισε τις δυνάμεις της Αθήνας και καθόρισε τη γενική του στρατηγική. Και πάλι με ειλικρίνεια προειδοποιεί τους Αθηναίους ότι σε έναν πόλεμο τα πράγματα μπορεί να πάρουν και απρόβλεπτη τροπή. Δεν υπόσχεται εύκολους θριάμβους, εξηγεί τί πρέπει να γίνει αλλά και προειδοποιεί για το τί δεν πρέπει να γίνει και συγκεκριμένα να μην επιδιώξει η Αθήνα να επεκτείνει την κυριαρχία της και εκτεθεί σε περιττούς κίνδυνους – ακριβώς αυτό που έγινε αργότερα με τη σικελική εκστρατεία. Και μόνον έστω αυτή τη συμβουλή του Περικλή να είχαν συγκρατήσει ο Κλέων και κυρίως ο Αλκιβιάδης, η Αθήνα αλλά και όλος ο ελληνικός κόσμος θα είχε γλυτώσει πολλά δεινά.
Αυτή η αντιπαραβολή Κλέωνος με Νικία και Αλκιβιάδη με Περικλή είναι αρκετά εύγλωττη. Για το σημερινό αναγνώστη ίσως περιττεύουν τα σχόλια. Μήπως δεν έχομε δει και στις μέρες μας δημαγωγούς με τη σημερινή κακή έννοια της λέξης; Μήπως μάλιστα δεν εντάθηκε ο λαϊκισμός τώρα που οι πολιτικοί άνδρες έχουν τα μέσα να απευθύνονται στις μεγάλες μάζες και όχι μόνο στην Εκκλησία του Δήμου; Όμως, όταν βλέπομε τα φαινόμενα αυτά από την απόσταση σχεδόν δυόμισυ χιλιάδων ετών ιστορημένα με τον απέριττο, ήρεμο τρόπο του Θουκυδίδη ίσως τα βλέπομε καθαρότερα. Με την έννοια αυτή είναι πράγματι επίκαιρος ο Θουκυδίδης.
4.Ο εμφύλιος
Η λέξη «εμφύλιος» προκαλεί, για τη γενιά μου τουλάχιστον, ρίγος. Και κανείς δεν θάθελε να ξαναζήσει η Ελλάδα μια τέτοια δοκιμασία. Παλιότερα, η προηγούμενη γενιά έζησε το «διχασμό», λιγότερο αιματηρό, που όμως οδήγησε σε μια μεγάλη εθνική καταστροφή. Αλλά και πριν ακόμη καλά-καλά γεννηθεί το νέο ελληνικό κράτος, στην περίοδο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, τις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες του εθνικού ξεσηκωμού ήρθε να αμαυρώσει η εμφύλια διαμάχη που παρ’ ολίγον -αν δεν είχαν μεσολαβήσει διάφορα «ευτυχή γεγονότα»- θα είχε οδηγήσει τον απελευθερωτικό αγώνα στην αποτυχία. Έχομε λοιπόν κάθε λόγο εμείς σήμερα να σκύψομε με προσοχή πάνω στα όσα λέει ο Θουκυδίδης για τους εμφυλίους πολέμους που κατασπάραξαν τον Ελληνισμό στο διάστημα του Πελοποννησιακού πολέμου. Άλλος ένας λόγος για να θεωρούμε και σ’ αυτό το σημείο τον Θουκυδίδη επίκαιρο.
Ακόμα και σε ένα γενικότερο πλαίσιο τα όσα γράφει ο Θουκυδίδης για τους πολλούς εμφυλίους πολέμους εκείνης της εποχής έχουν την επικαιρότητά τους για μας σήμερα. Γιατί μόλις λίγα χρόνια μας χωρίζουν από την εποχή, όπου η αντιπαράθεση των δυο τότε υπερδυνάμεων μεταφραζόταν σε τρίτες χώρες σε «ιδεολογικές» συγκρούσεις που κατέληγαν σε εμφυλίους πολέμους ή που -σε αντίστροφη φορά- εσωτερικές αντιθέσεις κοινωνικών ομάδων εύρισκαν πάτρονες στις δυο υπερδυνάμεις και οι δικοί τους εμφύλιοι πόλεμοι κατέληγαν να ενταχθούν στο ευρύτερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης των Μεγάλων. Από το Αφγανιστάν ως τη Νικαράγουα, από την Αγκόλα ως την Αιθιοπία είδαμε τα δυο αυτά σενάρια να εξελίσσονται υπό διάφορες μορφές.
Στην περίπτωση του Πελοποννησιακού πολέμου τα πράγματα ξεκίνησαν, όταν ο δήμος της μακρυνής Επιδάμνου «εξεδιωξε τους δυνατους» και αντικατέστησε το ολιγαρχικό καθεστώς με δημοκρατικό. Οι ολιγαρχικοί στηρίχτηκαν στη βοήθεια γειτόνων βαρβάρων και άρχισαν ληστρικές επιδρομές κατά της πόλης τους. Οι Επιδάμνιοι δημοκρατικοί ζήτησαν τη βοήθεια των Κερκυραίων των οποίων ήταν άποικοι, οι Κερκυραίοι αρνήθηκαν, οι Επιδάμνιοι τότε στράφηκαν στους Κορινθίους, αφού αυτοί ήταν οι αρχικοί αποικιστές της Κέρκυρας, οι Κορίνθιοι έστειλαν δυνάμεις στην Επίδαμνο, η παρουσία των κορινθιακών δυνάμεων εξόργισε τους Κερκυραίους που άρχισαν να πολιορκούν την Επίδαμνο. Έτσι από κρίση σε κρίση κλιμακώθηκε η κατάσταση μέχρις ότου η δίνη των γεγονότων έφερε Αθήνα και Σπάρτη μπροστά στην πίεση και από τις δυο πλευρές να λάβουν θέση και να βοηθήσουν στρατιωτικά τη μία ή την άλλη παράταξη.
Όχι βέβαια πως Αθηναίοι και Σπαρτιάτες ήταν ήδη τότε στις καλύτερες σχέσεις. Η τριακονταετής ειρήνη του 446 π.Χ. είχε κιόλας αρχίσει να κλονίζεται μέσα σε δέκα χρόνια, όταν σημειώθηκαν οι εξελίξεις στην Επίδαμνο. Η ανησυχία με την οποίαν οι Σπαρτιάτες έβλεπαν τη θαλασσοκρατορία των Αθηναίων να στερεώνεται και η αντίστοιχη καχυποψία των Αθηναίων για κάθε κίνηση των Σπαρτιατών κεντρίστηκε από τα γεγονότα της Επιδάμνου και οδήγησε τους Αθηναίους σε μια προληπτική ενέργεια στην άλλη πλευρά της Ελλάδος, στη Χαλκιδική. Για να μη τυχόν αποστατήσει η Ποτίδαια την πολιόρκησαν δίνοντας αφορμή στους Κορινθίους να ξεσηκώσουν και πάλι τους Σπαρτιάτες κατά των Αθηναίων. Έτσι η συσσώρευση παλαιοτέρων και νεότερων διαφορών έφερε τελικά τους δυο μεγάλους στην ένοπλη σύγκρουση.
Οι λεπτομέρειες αυτής της κλιμάκωσης παρατέθηκαν, γιατί δείχνουν πώς ένας εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό της Επιδάμνου πυροδότησε τη μεγαλύτερη ενδοελληνική σύγκρουση. Βεβαίως η αντιζηλία Αθήνας-Σπάρτης αποτέλεσε, όπως επισημαίνει με πολλή σαφήνεια ο Θουκυδίδης, το βαθύτερο αίτιο του πολέμου. Η αφορμή όμως δόθηκε με έναν εμφύλιο πόλεμο.
Αμέσως μετά η αλληλουχία αυτή αρχίζει να λειτουργεί και στην αντίστροφη φορά: οι δυο μεγάλοι εμπόλεμοι υποθάλπουν τους εμφυλίους πολέμους, η κάθε μια ανάμεσα στους συμμάχους της άλλης. Και ταυτίζονται πια στις ελληνικές πόλεις οι «δημοκρατικοί» με τους Αθηναίους, οι «ολιγαρχικοί» με τους Σπαρτιάτες. Την ταύτιση αυτή· την εκδηλώνει καθαρά στον τρίτο χρόνο του πολέμου ο Αθηναίος Διόδοτος που, με αφορμή την επανάσταση στη Μυτιλήνη, επισημαίνει ότι παντού οι δημοκρατικοί είναι φίλοι των Αθηναίων, άρα πρέπει να ενισχύονται.
Αρχίζει έτσι μια μακρά σειρά εμφυλίων πολέμων μέσα στις ελληνικές πόλεις. Δεν χρειάζεται να απαριθμηθούν. Έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό: είτε ξεκινούν από εσωτερικούς λόγους κάθε πολιτείας και απορροφώνται αμέσως στη δίνη της αντιπαράθεσης των Μεγάλων, είτε προκαλούνται από τους Μεγάλους ως τμήμα της γενικότερης στρατηγικής τους προσπάθειας. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση οι αντίπαλες μέσα σε κάθε πολιτεία πλευρές ταυτίζονται στον αγώνα τους και στα συμφέροντα τους με τους μεγάλους εμπολέμους.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των εμφυλίων συγκρούσεων. Όταν στα 427 π.Χ. ξέσπασε εμφύλιος και στην Κέρκυρα, ακολούθησε όπως ήταν αναμενόμενο επέμβαση των Αθηναίων και αμέσως μετά των Σπαρτιατών. Τελικά επικράτησαν οι «δημοκρατικοί» και άρχισαν τη σφαγή των αντιπάλων. Μέσα από το ψυχρά αντικειμενικό γράψιμο του Θουκυδίδη ξεχωρίζει η φρίκη που του προκάλεσε εκείνη η σφαγή. «Πασα τε ιδεα κατέστη θανατου και ουδεν τι ου ξυνεβη και ετι περαιτερω». Δεν έμεινε δηλαδή αγριότητα που να μη γίνει και ακόμη χειρότερα. Αυτή η αγριότητα αποτελεί το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό των πολλών εμφυλίων που έγιναν στο διάστημα του πολέμου. Παρ’ όλο που ο Θουκυδίδης περιγράφει τα γεγονότα πολλά χρόνια αργότερα, είναι φανερό ότι τονίζει τα γεγονότα της Κερκύρας με ιδιαίτερη έμφαση, γιατί για πρώτη φορά πήρε ένας εμφύλιος μια τόσο σκληρή μορφή. Έκανε τότε εντύπωση, γιατί «πρώτη εγενετο», δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο κακό, αλλά, προσθέτει, «επει υστερον γε και παν ως ειπειν το ελληνικον εκινηθη». Η γενικότερη στρατηγική των μεγάλων εμπολέμων περιέ- λαβε πια ως σημαντικό της στοιχείο την πρόκληση αποστασιών μεταξύ των συμμάχων της άλλης πλευράς με την υποκίνηση εμφυλίων συγκρούσεων μέσα σε κάθε εμπόλεμη πολιτεία.
«Επεπεσε πολλά και χαλεπα κατα στασιν ταις πολεσι» λέει ο Θουκυδίδης και συνεχίζει με μια ασυνήθιστα εκτεταμένη αναφορά στα «χαλεπα» αυτά που προκάλεσαν οι εμφύλιοι. Από τα λόγια του φαίνεται πόσο θεωρεί την πληγή που άνοιξαν στο πολιτικό σώμα των ελληνικών πόλεων οι εμφύλιοι βαθειά, βαθύτερη ίσως ακόμη και απ’ αυτή την πολεμική αντιπαράθεση. Γιατί πήγαινε πέρα από την καταστροφή και ανθρωποθυσία του πολέμου, άγγιζε και κατέστρεφε το ήθος του ανθρώπου και της πολιτείας. Ύπουλες επιθέσεις και ανήκουστες αντεκδικήσεις χαρακτήριζαν τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ακόμα και τη σημασία των λέξεων διαστρέβλωναν, «την ειωθυιαν αξιωσιν των ονομάτων ες τα εργα αντηλλαξαν». Η «αλόγιστός τολμα», η εξαλλωσύνη δηλαδή, θεωρήθηκε αρετή και οι σώφρονες δεν τολμούσαν να εκφρασθούν για να μη θεωρηθούν ύποπτοι. Ο συνετός θεωρείτο «της εταιρείας διαλυτής», πως διαλύει δηλαδή το κόμμα. Και ακόμη χειρότερα: «το ξυγγενες τον εταιρικού αλλοτριωτερον εγενετο», με άλλα λόγια οι συγγενικοί δεσμοί θεωρούντο πιο ξένοι από τους κομματικούς συντρόφους.
Έτσι με τους εμφυλίους πολέμους «πασα ιδεα κατέστη κακοτροπιας τω ελληνικω», επικράτησε κάθε είδους κακία μέσα στον ελληνικό κόσμο. Κατέληξε να επικρατούν οι πιο φαύλοι. Η εξουσία ήταν πια επιβράβευση του δόλου.
Σε κανένα σημείο της αφήγησής του δεν αφήνει ο Θουκυδίδης την εντύπωση ότι η σύγκρουση δημοκρατικών-ολιγαρχικών μέσα στις πόλεις οφειλόταν πραγματικά σ’ αυτό που θα λέγαμε σήμερα «ιδεολογικούς» λόγους. Τα καθεστωτικό σχήμα που υπερασπιζόταν η κάθε πλευρά δεν ήταν τελικά παρά μόνο πρόσχημα στον αγώνα για την εξουσία, έναν αγώνα που τον υποδαύλιζαν κυρίως οι μεγάλοι εμπόλεμοι, για τους οποίους η υποκίνηση εμφυλίων είχε αποτελέσει πια τμήμα της στρατηγικής τους.
Τελικά και η ίδια η Αθήνα δεν γλύτωσε. Μια παράξενη εκδίκηση της ιστορίας που την επισημαίνει χωρίς σχόλια ο Θουκυδίδης. Με τη σικελική καταστροφή το 412 π.Χ. οι δημοκρατικοί σύμμαχοι της Αθήνας αρχίζουν να βλέπουν σκόπιμη την απαγκίστρωσή τους από την αθηναϊκή συμμαχία. Γιατί καλή μεν ήταν η δημοκρατία, αλλά ακόμη καλύτερη θα ήταν η δημοκρατία χωρίς τη συμμαχία με την ηττημένη Αθήνα. Και τότε -ειρωνεία της ιστορίας- οι Αθηναίοι προσπαθούν να καταργήσουν τα δημοκρατικά πολιτεύματα σε όσες συμμαχικές πόλεις τους απέμειναν και να εγκαταστήσουν ολιγαρχικά. Ο Πείσανδρος με τις δυνάμεις του καταργεί τη μία μετά την άλλη δημοκρατική παράταξη στις σύμμαχες πόλεις απ’ όπου περνάει. Καταλήγει όμως στην Αθήνα με σκοπό να καταργήσει και εκεί τη δημοκρατία σε συνεννόηση με τους άλλους ομοϊδεάτες του που βρίσκονταν εκεί. Η Αθήνα περνάει πλέον στο καθεστώς των «Τετρακοσίων» ύστερα από εκατό χρόνια δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Οι λόγοι που θεώρησα χρήσιμο να περιληφθεί t ε τούτο το κείμενο ξεχωριστό κεφάλαιο για τους εμφυλίους στο διάστημα του Πελοποννησιακού πολέμου δεν είναι βέβαια η άμεση επικαιρότητα.
Ο ένας λόγος που αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα είναι γιατί αυτή η σύμμιξη των εσωτερικών αντιθέσεων με τα πολιτικο-στρατιωτικά συμφέροντα των Μεγάλων πήρε στις μέρες μας μεγάλη έκταση που μόνο με το τέλος του ψυχρού πολέμου παρουσίασε ύφεση. Δεν μπορούμε όμως να ξέρομε, αν στο μέλλον, προσεχές ή απώτερο, μια νέα φάση ψυχρού πολέμου, με άλλους ίσως πρωταγωνιστές δεν θα προκαλέσει ή δεν θα εκμεταλλευτεί και πάλι εσωτερικές συγκρούσεις. Ή και αντίστροφα, αν εσωτερικές διαμάχες δεν θα προκαλέσουν τη διεύρυνσή του σε αντιπαραθέσεις των όποιων Μεγάλων.
Ο άλλος λόγος που γίνεται ξεχωριστή αναφορά στα περί εμφυλίων πολέμων αφορά ειδικότερα την Ελλάδα. Για έναν λαό όπως ο δικός μας που ταλαιπωρήθηκε και δοκιμάστηκε σκληρά από εμφυλίους δεν βλάπτει καθόλου να γίνεται κάθε τόσο μια υπόμνηση για τα δεινά της όποιας εμφύλιας σύγκρουσης. Οι αναμνήσεις της γενιάς που φεύγει αφού έζησε τον τελευταίο εμφύλιο είναι αναγκαστικά μεροληπτικές και θα σβύσουν σε λίγο. Τα λόγια όμως του Θουκυδίδη που έρχονται από το βάθος 24 αιώνων ας τα διαβάζουν και οι σημερινοί νέοι και οι επερχόμενες γενεές. Ίσως το μάθημα που προσφέρουν να είναι αποτελεσματικότερο.
5.Φύση του πολέμου – Φύση του ανθρώπου
Στόχος τούτου του βιβλίου είναι, όπως λέει και ο τίτλος του, να δείξει πόσο επίκαιρος είναι και στις μέρες μας ο Θουκυδίδης και πόσα διδάγματα μπορεί να αντλήσει από το κείμενό του ο σημερινός χειριστής ή μελετητής των πολιτικών πραγμάτων. Ίσως όμως το κεφάλαιο που ακολουθία να χρειαζόταν έναν διαφορετικό τίτλο. Η λέξη «επικαιρότητα» ενέχει και την έννοια του εφήμερου. Πολλές όμως, πάρα πολλές από τις σκέψεις που παραθέτει ο Θουκυδίδης ενέχουν κάτι περισσότερο: τη «διαχρονικότητα» – για να μη χρησιμοποιήσομε την πιο βαρύγδουπη λέξη «αιωνιότητα». Γιατί πράγματι, σε πολλά σημεία της αφήγησης του ο ιστορικός παραχωρεί τη θέση του στον πολιτικο-φιλοσοφικό στοχαστή που διατυπώνει απόψεις έξω από το πλαίσιο των ιστορικών γεγονότων εκείνης της εποχής, γεγονότων που αφορούν τη φύση του πολέμου αλλά, αναπόσπαστα συνυφασμένη, και την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Από τη σκοπιά αυτή έχουν μια δική τους αξία, αναλλοίωτη από το χρόνο που κυλάει.
Ορισμένες από τις γενικότερες αυτές παρατηρήσεις είναι λόγια των διαφόρων πολιτικών ηγετών σε δημόσιους λόγους ή σε διαπραγματεύσεις. Ο Θουκυδίδης έχει από την αρχή προειδοποιήσει ότι δεν παρουσιάζει αυτολεξεί τα όσα είπαν οι άνδρες αυτοί. Αλλά δεν έχομε κανένα λόγο να αμφισβητήσομε ότι αποδίδει με ακρίβεια το πνεύμα των λόγων τους. Και τα αναφέρει ακριβώς επειδή απ’ αυτές τις γενικές σκέψεις που εξέφραζαν οι τότε πολιτικοί ηγέτες μπορεί ο αναγνώστης να αντιληφθεί με ποιό πνεύμα χειρίζονταν τα κοινά.
Ο Θουκυδίδης όμως προσθέτει και αυτά που ο ίδιος πιστεύει πως είναι μόνιμα χαρακτηριστικά του ανθρώπου σε κάθε πολιτεία και σε κάθε εποχή. Απόκειται στον μεταγενέστερο αναγνώστη να συμφωνήσει ή όχι. Άλλος θα κρίνει πως η διάγνωση του Θουκυδίδη για τον άνθρωπο και για τον πόλεμο είναι ξεπερασμένη ιστορικά και πως η εξέλιξη από τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου έχει αλλάξει τα δεδομένα. Άλλος πάλι θα κρίνει πως η βαθύτερη απαισιοδοξία για τη φύση του ανθρώπου και για τη φύση του πολέμου, απαισιοδοξία που εκφράζει το κείμενο, είναι υπερβολική, αλλά δικαιολογημένη σε έναν άνθρωπο που έζησε τη φρίκη του πολέμου. Άλλος τέλος ίσως κρίνει πως ό, τι ήταν αληθινό στον 5ο αι. π.Χ. εξακολουθεί να είναι αληθινό και σήμερα. Ας διαλέξει ο αναγνώστης.
Η πλατιά εικόνα που δίνει ο Θουκυδίδης για την εποχή του πολέμου στο σύνολό της δείχνει σε όποιον την κυττάξει συνολικά μια προοδευτική υποβάθμιση του πολιτικού και του ανθρώπινου ήθους. Δεν πρόλαβε μεν να ολοκληρώσει την περιγραφή του πολέμου ως το τέλος του, αλλά είχε ζήσει για να δει τον πόλεμο να τελειώνει, όπως τελείωσε, με τη γενική κατάπτωση του ελληνικού κόσμου. Κρίνει λοιπόν τα γεγονότα συνολικά με την εκ των υστέρων γνώση. Και ο σημερινός αναγνώστης διαπιστώνει πόσο στις αρχές του πολέμου είναι συχνότερα τα συνετά λόγια που ακούγονται από το στόμα πολιτικών ηγετών και πόσο αρχίζουν να σπανίζουν όσο προχωρεί η πολεμική αναμέτρηση. Απόδειξη για τη φθοροποιό φύση του πολέμου που είναι όμως στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
Αξίζει να σταχυολογήσει κανείς μερικά απ’ αυτά. Σώφρονες φωνές που ακούγονται και στα δυο στρατόπεδα, αλλά τελικά καταπνίγονται μέσα στον ορυμαγδό του πολέμου.
Προειδοποιεί, ας πούμε, ο Αρχίδαμος τους Σπαρτιάτες: «Να μην αφήνομε να εξαρτώνται οι ελπίδες μας από ενδεχόμενα λάθη των εχθρών μας». Και από την άλλη πλευρά σχεδόν ταυτόχρονα ο Περικλής τονίζει στους Αθηναίους: «Περισσότερο φοβάμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού».
Ακόμη και μετά το θάνατο του Περικλή ακούγονται στην Αθήνα φωνές λογικές. Συμβουλεύει τους Αθηναίους ο Διόδοτος: «Δυο στοιχεία είναι βλαβερά, όταν παίρνει κανείς μια απόφαση, “τάχος και οργή”, η βιασύνη και ο θυμός. Αλλά στη σκηνή έχει πια εμφανισθεί η δημαγωγία του Κλέωνος. Επιτήδεια επενδύει τους λόγους του με επιχειρήματα που φαίνονται λογικά, αλλά αποβαίνουν τελικά μοιραία: «Ισχυρότερη είναι η πολιτεία που έχει κακούς νόμους αλλά τους εφαρμόζει, παρά η πολιτεία που έχει καλούς νόμους αλλά δεν τους εφαρμόζει». Θωπεύοντας την αμαθή πλειοψηφία θέλει να την οδηγήσει εκεί που επιθυμεί, στη σκληρότητα έναντι των αποστατών της Μυτιλήνης. «Για να κρατήσετε την εξουσία σας χρειάζονται έστω και ανάρμοστες μέθοδοι, γιατί τρεις είναι οι εχθροί κάθε εξουσίας, ο οίκτος, η γοητεία των ωραίων λόγων και η επιείκεια». Καλλιεργούνται έτσι -όχι όμως μόνο στην Αθήνα- οι διεργασίες που μεταβάλλουν τον πόλεμο σε μια σκληρή, ανελέητη σύγκρουση.
Και αλλού ακούγονται φρόνιμα λόγια. Ο Ερμοκράτης στις Συρακούσες στις παραμονές της πρώτης αθηναϊκής επιχείρησης στη Σικελία συμβουλεύει μεν την αντίσταση κατά των Αθηναίων, αλλά παρατηρεί: «Όταν ο ένας ευημερεί και ο άλλος δυστυχεί, δεν είναι λύση ο πόλεμος». Και προσθέτει: «Ο πόλεμος ξεσπάει όταν κάποιος πιστεύει ότι το κέρδος θα είναι μεγαλύτερο από τις συμφορές».
Υπάρχουν ακόμη ηγέτες που δεν έχουν παραδοθεί στη μέθη του πολέμου. Μια κρίσιμη καμπή είναι όταν οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν τους Σπαρτιάτες στη Σφακτηρία. Είναι η στιγμή που θα μπορούσε να τερματισθεί ο πόλεμος έντιμα και από τις δυο πλευρές. Οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις που έρχονται στην Αθήνα για να προτείνουν ειρήνη δεν έρχονται ως ηττημένοι, παρ’ όλο που η αιχμαλωσία της φρουράς της Σφακτηρίας ήταν πλήγμα για τη Σπάρτη. Τα λόγια τους θα μπορούσαν να ακουσθούν στη διάρκεια ή στο τέλος κάθε πολέμου: «Αν ο νικητής θέλει εκδίκηση με βαρείς όρους και δεν δείξει μετριοπάθεια, τότε το πείσμα μπορεί να οδηγήσει σε συνέχιση ακόμη και παράλογου αγώνα». Προτείνουν έναν ευπρεπή συμβιβασμό, γιατί έχουν και οι ίδιοι πια αντιληφθεί πόσο είναι παράλογος ο αγώνας, αφού, όπως λένε χαρακτηριστικά, έχουν εμπλακεί σ’ αυτό τον πόλεμο και οι άλλοι Έλληνες χωρίς καλά-καλά να ξέρουν ποιός τον άρχισε. Αλλά ταυτόχρονα προειδοποιούν: «Προσέξτε να μην πάθετε ό, τι παθαίνουν οι άνθρωποι που τους τυχαίνει μια επιτυχία, γιατί τότε θέλουν και ελπίζουν τα πιο πολλά, αλλά οι τύχες της στιγμής είναι απροσδόκητες. Κάποτε αργότερα μπορεί να πάθετε και σεις κάποια συμφορά». Φυσικά ο Κλέων χειρίσθηκε τα πράγματα έτσι, ώστε να φύγουν άπρακτοι οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις. Ο πόλεμος συνεχίσθηκε και η τελική του έκβαση ήταν καταστροφική για την Αθήνα.
Για τελευταία ίσως φορά ακούγεται το 422 π.Χ. μια συνετή φωνή, όταν ο ταυτόχρονος θάνατος του Κλέωνος από τη μία και του Βρασίδα από την άλλη πλευρά σε μια μάταιη σύγκρουση στην Αμφίπολη της Χαλκιδικής δείχνει το αδιέξοδο του πολέμου. Συμβαίνει εκείνο τον καιρό να συμπέσουν σε Αθήνα και Σπάρτη δυο προσωπικότητες που ήθελαν να επανέλθει επί τέλους η ειρήνη. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι ο Θουκυδίδης – πράγμα σπάνιο στην αφήγησή του – αναφέρεται και στα προσωπικά κίνητρα του καθενός. Ο μεν Πλειστοάναξ είχε ταλαιπωρηθεί στη Σπάρτη από διάφορες κατηγορίες που κάθε τόσο του επέρριπταν και ήθελε την ειρήνη, γιατί όσο γίνεται πόλεμος οι ευθύνες για τις αποτυχίες πάντοτε καταλογίζονται στους ηγέτες. Ο δε Νικίας γιατί, θέλοντας να αφήσει καλό όνομα, πίστευε πως ο καλύτερος τρόπος να μην πάθει συμφορές η πολιτεία είναι να μην εμπιστεύεται την τύχη του πολέμου και να επιδιώκει την ειρήνη. Η σύμπτωση αυτή επέτρεψε να συναφθεί η «Νίκειος» ειρήνη. Ήταν η τελευταία ίσως περίοδος που ακούστηκαν και επικράτησαν συνετές απόψεις. Όταν μόλις ένα χρόνο αργότερα ξανάρχισαν οι προστριβές, εμφανίσθηκε στο προσκήνιο ο Αλκιβιάδης που ματαίωσε κάθε προσπάθεια προσέγγισης Αθήνας-Σπάρτης. Από εκεί και πέρα ο πόλεμος πήρε τον ολισθηρό δρόμο προς την καταστροφή.
Σημειώνοντας προσεκτικά ο Θουκυδίδης τις σώφρονες παραινέσεις Αθηναίων, Σπαρτιατών αλλά και άλλων πολιτικών που όμως δεν εισακούσθηκαν θέλει ακριβώς να δείξει κάτι παραπάνω από τις συγκεκριμένες εξελίξεις που οδηγούσαν πότε σε ανακωχές, πότε σε εχθροπραξίες. Πιο σημαντικό γι’ αυτόν είναι πως μέσα απ’ αυτά τα λόγια φαίνεται πως η φύση του πολέμου είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη φύση του ανθρώπου, φύση που μάταια επιχειρούν να μεταβάλουν οι συνετές φωνές..
Αυτή την έκφραση, φύση του ανθρώπου, «το ανθρωπειον» τη συναντούμε συχνά στο κείμενο. Είτε ως κρίση του ίδιου του συγγραφέα, είτε ως γνώμη κάποιου από τους πρωταγωνιστές.
Αρχίζοντας την αφήγηση του ο Θουκυδίδης παρατηρεί ότι θα ήθελε το έργο του να φανεί χρήσιμο όχι μόνο για να πληροφορήσει για τα όσα έγιναν, αλλά και σαν μια προειδοποίηση πως και αυτά που θα γίνουν στο μέλλον θα είναι όμοια ή παραπλήσια «κατά το ανθρωπειον», γιατί έτσι είναι δηλαδή η φύση του ανθρώπου. Δεν υπάρχει στοιχείο μοιρολατρίας σ’ αυτή τη διαπίστωση. Στον Θουκυδίδη δεν είναι οι θεοί εκείνοι που ρυθμίζουν την τύχη των ανθρώπων, ούτε συμμερίζεται τις δεισιδαίμονες αντιλήψεις πως υπερφυσικές δυνάμεις, όπως π.χ. σεισμοί ή εκλείψεις καθορίζουν την πορεία των ανθρωπίνων πραγμάτων. Η ανθρώπινη φύση είναι εκείνη που προκαλεί όλα τα δεινά.
Την άποψη αυτή την ακούμε να εκφράζει στις παραμονές ακόμη του πολέμου ο Αρχίδαμος, όταν προειδοποιεί τους Σπαρτιάτες ότι:«Ου δει νομιζειν πολυ διαφερειν ανθρωπον ανθρωπου». Ενώ αργότερα, στα πρώτα όμως ακόμη χρόνια του πολέμου ο Διόδοτος διαπιστώνει μιλώντας προς τους Αθηναίους ότι «πεφυκασιν απαντες και ιδια και δημοσία αμαρτανειν», είναι μέσα σ’ όλων των ανθρώπων τη φΰση είτε ως άτομα είτε ως κράτη να αδικούν. Μα και στη μακρυνή Σικελία, όταν επίκειται η επίθεση των Αθηναίων κατά των Συρακουσών, ο Ερμοκράτης απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του λέει πως δεν κατηγορεί τους Αθηναίους για την επιθετικότητα τους γιατί «πεφυκε το ανθρωπειον δια παντός αρχειν του εικοντος» και γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να αντισταθούν, αφού δεν είναι ·«εικοντες».
Είτε στη γραφίδα του Θουκυδίδη, είτε στο στόμα των πολιτικών ηγετών, η πεποίθηση αυτή για τη φύση του ανθρώπου δεν παίρνει χαρακτήρα παθητικής αποδοχής. Είναι μάλλον μια ρεαλιστική διαπίστωση από την οποία συνάγονται συμπεράσματα για τη συμπεριφορά του πολίτη και της πολιτείας.
Η πιο ωμά κυνική διαπίστωση γίνεται από τους Αθηναίους στον περίφημο διάλογο με τους Μηλίους που προ- αναφέρθηκε. Ζητούν από τους Μηλίους την υποταγή και ούτε λίγο ούτε πολύ ξεκαθαρίζουν απερίφραστα ότι: «δίκαια μεν εν τω ανθρωπειω λογω απο της ισης αναγκης κρινεται, δυνατα δε οι προύχοντες πρασσουσι και οι ασθενείς ξυγχωρουσι», δηλαδή στις ανθρώπινες σχέσεις το δίκαιο υπολογίζεται μόνον όταν υπάρχει ίση δύναμη, αλλιώς οι δυνατοί πράττουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι ασθενέστεροι τα δέχονται. Και το επαναλαμβάνουν ακόμη πιο ωμά, όταν δηλώνουν στους Μηλίους ότι: «Ηγουμεθα γαρ σαφώς δια παντος το ανθρωπειον υπο φυσεως αναγκαίας, ου αν κράτη αρχειν» Εκείνοι που είναι πιο δυνατοί άρχουν, γιατί έτσι είναι η φύση του ανθρώπου.
Ο αντίλογος των Μηλίων μπορεί να μην άρκεσε να μεταπείθει τους Αθηναίους. Εξέφρασε όμως μια μεγάλη αλήθεια που και τότε και τώρα παραμερίζεται και αγνοείται: «Χρησιμον μη καταλυειν υμας το κοινον αγαθον» που είναι ακριβώς το να μπορεί και ο ασθενέστερος να επικαλεσθεί το δίκαιο. Ότι εκείνη την εποχή τον αγνόησαν οι Αθηναίοι είχε τη σημασία του, γιατί οι Μήλιοι είχαν προειδοποιήσει πως μια μέρα οι τύχες του πολέμου μπορεί να έφερναν τους ίδιους τους Αθηναίους στην ανάγκη να επικαλεσθούν το δίκαιο, όπως και έγινε. Πιο πολλή σημασία όμως έχει σαν μια αλήθεια που συστηματικά και επίμονα εξακολουθεί να την αγνοεί η φύση του ανθρώπου, επιθετική, εξουσιαστική και κατακτητική. Πέρασαν αιώνες πολλοί από τότε, πολλές προσπάθειες έγιναν και γίνονται για να αναγνωρισθεί αυτό το περίφημο «κοινό αγαθό» στις σχέσεις των κρατών σαν βάση στις διακρατικές σχέσεις. Αλλά αρκεί να ρίξομε μια ματιά γύρω μας για να διαπιστώσομε πόσο μακρυά βρισκόμαστε από τη γενική αποδοχή της αλήθειας που με απλά λόγια διατύπωσαν οι νησιώτες εκείνοι.
Όσο προχωρεί κανείς στο κείμενο του Θουκυδίδη διαπιστώνει πως όλο και αραιότερα ακούγονται οι συνετές φωνές όπως του Αρχιδάμου ή του Νικία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στα τέσσερα πρώτα βιβλία αναφέρονται 33 δημηγορίες, στα επόμενα τρία βρίσκονται μόνο 12 και στο τελευταίο καμμία. Ο πόλεμος δεν επιτρέπει πια ούτε το διάλογο με πρέσβεις, ούτε τη συζήτηση ενώπιον του Δήμου. Γίνονται πια μόνο ραδιουργίες για αποστασίες και μηχανορραφίες για να εξασφαλίσει η μία ή η άλλη πλευρά τη βοήθεια του βασιλιά των Περσών. Και στα διάφορα θέατρα των πολεμικών συγκρούσεων η σκληρότητα του πολέμου κορυφώνεται.
Γιατί, εφ’ όσον αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, αυτή πρέπει να είναι και η φύση του πολέμου. Οι σφαγές, οι καταστροφές, οι δηώσεις που περιγράφει ο Θουκυδίδης πως έγιναν στα διάφορα θέατρα του πολέμου δεν είναι μακρυά από όσα συνέχισαν να γίνονται διά μέσου των αιώνων και που τα ζήσαμε και στις μέρες μας σε παγκόσμιους και σε τοπικούς πολέμους. Ποιά λοιπόν είναι αυτή η φύση του πολέμου; Γιατί πολεμούν και αλληλοεξοντώνονται οι άνθρωποι;
Στην αφήγησή του ο Θουκυδίδης αναφέρει συχνά λέξεις όπως «πάθος», «μίσος», «εμφυτος εχθρα», στοιχεία όλα που βρίσκονται έξω από το πλαίσιο της λογικής. Λέει ο Αρχίδαμος ότι οι άνθρωποι από θυμό ρίχνονται αλόγιστα στη δράση και χάνουν την ψυχραιμία τους «λογισμω ελαχιστα χρωμενοι». Και όταν με την πτώση της Αμφίπολης υπήρξε μια ευκαιρία για ειρήνευση, οι Αθηναίοι την απορρίπτουν γιατί είναι άνθρωποι με θολωμένο μυαλό «κρινοντες βουλησει ασαφει» και παραδίδονται «ελπιδι απερισκεπτω» και όσα δεν τους αρέσουν τα αγνοούν και δεν «προσιενται λογισμω αυτοκρατορι».
Ο Θουκυδίδης σε διάφορα σημεία του κειμένου αναφέρεται σε τρεις αιτίες των πολέμων γενικά: «ξυμφερον» «δεος» «δοξα». Δεν αναλύει περισσότερο αυτές τις τρεις αιτίες, αλλά σε συνδυασμό με όλα όσα λέει για τη φύση του ανθρώπου μπορούμε να τις καταλάβομε περισσότερο.
Το συμφέρον. Μα ποιό είναι το συμφέρον; Να αποκτήσει π.χ. η Αθήνα άλλη μια αποικία στη Σικελία ή να εξασθενήσει η Σπάρτη την αθηναϊκή δύναμη προκαλώντας αποστασίες μεταξύ των συμμάχων της Αθήνας; Και πού κατέληξε αυτή η λυσσαλέα επιδίωξη αυτού που ο καθένας θεωρούσε συμφέρον του; Στην αμοιβαία εξόντωση, στην κοινωνική και ηθική κατάπτωση, στην ανάδειξη της Περσίας ως ρυθμιστού των ελληνικών πραγμάτων. Δεν θα μπορούσε κανείς να κάνει την ίδια ερώτηση και για όλους τους πολέμους που επακολούθησαν ως σήμερα; Ποιος βγήκε κερδισμένος και για πόσο;
Αν to συμφέρον ως λόγος πολέμου είναι τόσο αμφισβητούμενο στο αποτέλεσμά του, ακόμη λιγότερο μπορεί να σταθμισθεί το δέος. Το δέος έναντι του αντιπάλου, του πλεονέκτη γείτονα, του εξουσιαστή ισχυρού μπορεί να είναι βάσιμο, μπορεί όμως να είναι και υπερβολικό ή αστήρικτο. Πώς μπορεί να μετρηθεί; Και πώς να κριθεί, αν ο προληπτικός πόλεμος αποτρέπει αποτελεσματικά και εξαλείφει το φόβο αυτό; Άλλο ένα στοιχείο απροσδιόριστο, νεφελώδες που δεν επιδέχεται λογικό υπολογισμό αλλά παρά ταύτα μπορεί να οδηγήσει στον πόλεμο.
Και όταν δούμε από πιο κοντά το τρίτο αίτιο των πολέμων, τη «δοξα», τότε είναι που η κρίση γίνεται ακόμη πιο επισφαλής. Μπορεί να μεταφρασθεί με τη σημερινή έννοια της λέξης, για την οποίαν ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη «λαμπρότης», μπορεί να είναι «τιμή», «γόητρο». Μπορεί όμως και να μεταφρασθεί από τη ρίζα της που είναι το «δοκεω», δηλ. νομίζω, εικάζω, έχω τη γνώμη, την εντύπωση, την ιδέα, την perception, όπως θα έλεγαν σήμερα οι πολιτικοί επιστήμονες. Λέει, ας πούμε, ο Περικλής στον Επιτάφιο ότι οι πεσόντες με το θάνατό τους «της δοξης μάλλον η τον δεους απηλλαγησαν», γλύτωσαν όχι από το φόβο αλλά από την εντύπωση του φόβου. Λέει αλλού ο Θουκυδίδης για τους Χίους ότι η πόλη τους «ικανή εστι προς την λεγομενην δόξαν» ανάλογη δηλ. με τη φήμη που αυτοί, οι Χίοι, διαδίδουν. Και σε άλλο σημείο διευκρινίζει ο Θουκυδίδης ότι για μεν τους θεούς «ηγουμεθα δοξης», δηλαδή έχομε μια γνώμη, απλώς εικάζομε, ενώ για τον άνθρωπο «ηγουμεθα σαφώς», δηλαδή γνωρίζομε. Άλλωστε και οι φιλοσοφούντες στην Ακαδημία αντιδιέστελλαν τη «δοξα» που απλώς νομίζει ή υποθέτει από την «επιστημη» που με βεβαιότητα γνωρίζει.
Είτε όμως με τη μια εκδοχή της λέξης είτε με την άλλη, πρόκειται για μια κρίση υποκειμενική, ατομική των ηγετών ή συλλογική του λαού που βγαίνει από κάθε όριο δυνατού, συγκεκριμένου αντικειμενικού υπολογισμού.
Αν και δεν θάπρεπε να γυρίζομε με κάθε ευκαιρία στα σημερινά δικά μας πράγματα, δεν μπορεί παρά να πάει το μυαλό στην περίπτωση π.χ. των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Από την τουρκική πλευρά μπορεί να μην υπάρχει «δεος» απέναντι στην Ελλάδα (αν και μας θεωρούν πάντα πολυμήχανους Οδυσσείς). Όσο για το συμφέρον είναι ασφαλώς λάθος ο υπολογισμός τους για τον υποθαλάσσιο πλούτο της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και είναι έξω από κάθε λογική να διανοούνται να φθάσουν και σε πολεμική ακόμη αντιπαράθεση με την Ελλάδα για χάρη του υποθετικού αυτού θησαυρού και ακόμη περισσότερο για τις βραχονησίδες του Αιγαίου. Αυτό που είναι όμως βέβαιο είναι η «δοξα», η αντίληψη που τους έχει δημιουργηθεί ιστορικά πως ο Έλληνας είναι εκείνος που έκανε την αρχή για την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι εκείνος που απείλησε την καρδιά της σημερινής Τουρκίας προελαύνοντας μέχρις έξω από την Άγκυρα, είναι εκείνος που ως Ευρωπαίος και ως Χριστιανός αποκλείει την Τουρκία από την Ευρώπη κλπ., κλπ. Είναι μια αντίληψη που έχει τόσο βαθειά ριζώσει που δύσκολα, πολύ δύσκολα θα ξεπεραστεί για να αλλάξει και την πολιτική συμπεριφορά του Τούρκου.
Βλέποντας τα παλιά και τα νέα μαζί, διαβάζοντας τον Θουκυδίδη με τα μάτια του σημερινού αναγνώστη καταλήγομε σε μια θλιβερή διαπίστωση: ότι η φύση του πολέμου και πέρα απ’ αυτήν η φύση του ανθρώπου έχει στη βάση της ένα στοιχείο έξω από κάθε λογική, σχεδόν παρανοϊκό. Βεβαίως, όπως γίνονται αδιάλειπτες προσπάθειες της φυσικής επιστήμης να προσεγγίσουν την ανθρώπινη διανόηση με κάποια τεχνητή διανόηση, έτσι και η πολιτική επιστήμη και πρακτική προσπαθεί να εισαγάγει κάποιο περισσότερο έλλογο στοιχείο στη διεθνή ζωή, να εδραιώσει αυτό το «κοινό αγαθό» που είπαν οι Μήλιοι. Στην προσπάθεια αυτή η ανάγνωση του Θουκυδίδη σε τί θα συμβάλει; Μπορεί να επιτείνει την απαισιοδοξία για τη φύση του πολέμου και τη φύση του ανθρώπου. Μπορεί όμως και να βοηθήσει να δει κανείς πως τα πολύ μικρά βήματα που έκανε η διεθνής κοινωνία από τότε είχαν έστω και μια απειροελάχιστη επίδραση προς το καλύτερο. Αυτό ας το κρίνει ο καθένας.
Μια και με την ανάγνωση όμως του Θουκυδίδη πήγαμε 24 αιώνες πίσω, ας πάμε και άλλη μια χιλιετία πίσω, στον Τρωικό πόλεμο. Γιατί ξεκίνησε ο πόλεμος εκείνος, ο πιο μεγάλος ως τότε; Πάντως όχι από δέος, γιατί οι Αχαιοί δεν είχαν τότε κανένα λόγο να φοβούνται τους Τρώες. Και όσο για το συμφέρον, ένας δεκάχρονος πόλεμος μακρυά σε ξένη χώρα δεν απέφερε πάντως κέρδος, αφού οι νικητές ούτε καν αποίκισαν απ’ όσο ξέρομε την περιοχή. Υπήρχε όμως και η «δοξα», το γόητρο, η τιμή, το φιλότιμο ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να το μεταφράσει, κάτι απροσδιόριστο, αστάθμητο, εξωλογικό. Μας πήραν την Ελένη και προσέβαλαν την τιμή μας. Αλλά και οι Τρώες; Έμειναν πολιορκημένοι δέκα χρόνια, είδαν την πόλη τους να καταστρέφεται, ξενητεύτηκαν αναγκαστικά και όλα αυτά για να κρατήσει ο Πάρις την Ελένη; Εδώ ακριβώς έρχεται ο πανάρχαιος μύθος να μας πει πως δεν ήταν καν για την Ελένη ο αγώνας. Την Ελένη την είχε ήδη πάρει η Αθηνά και την πήγε μακρυά, στην Αίγυπτο και στα χέρια του απαγωγέα άφησε ένα άδειο πουκάμισο που κι’ αυτός και οι συμπατριώτες του αλλά και οι Έλληνες νόμιζαν πως ήταν η Ελένη. Αυτή η «δοξα», η αντίληψη που ήταν πια άσχετη με την πραγματικότητα, συντήρησε για δέκα χρόνια τον πόλεμο. Και στις μέρες μας ξαναθυμίζει ο Σεφέρης πως άκουσε τους μαντατοφόρους που ήρθαν να πούνε
«πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη».
III. ΠΑΡΑΒΑΣΙΣ
Και αν μια μέρα απρόοπτα παρουσιαζόταν μπροστά μας ο Θουκυδίδης; Τί θα μας έλεγε; Τί θα του λέγαμε;
Υποθέτω ότι με το οξύ του βλέμμα αλλά με καλοσυνάτο χαμόγελο θα μας έλεγε: «Ξέρω, ξέρω…Θέλετε να κάνετε τώρα αυτό που στον καιρό μου το έλεγαν στο θέατρο “παράβαση”. Θυμάμαι, τη χρησιμοποιούσε πολύ εκείνος ο αθεόφοβος ο Αριστοφάνης βάζοντας το χορό να μιλάει για τα σύγχρονα. Περνούσε τα εσκαμμένα, άσε που ήταν και πολύ συντηρητικός. Το μόνο που κάπως τον εξιλέωνε στα μάτια μου ήταν ότι είχε παραλάβει άγρια τον Κλέωνα. Αλλά, ας είναι, δεν ήρθα εδώ να μιλήσομε γι’ αυτά. Θα περιμένετε να σας πω τη γνώμη μου για τη σημερινή σας κατάσταση. Θέλω όμως να μελετήσω λιγάκι τη σύγχρονη ιστορία σας.»
Θα του δίναμε βέβαια πρώτα να μελετήσει τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και του Υπουργείου Εξωτερικών για να πάρει όσο γίνεται μια ιδέα για την πορεία του νέου Ελληνικού κράτους. Θα του παρουσιάζαμε τον Καποδίστρια, αλλά και τους Μαυρομιχαλαίους, τον Τρικούπη, αλλά και τον Δηληγιάννη, τον Βενιζέλο, τον Γούναρη και μια σειρά από άλλες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας, βασιλείς, δικτάτορες, επαναστάτες, στρατάρχες και άλλους σύχρονους πολιτικούς. (Όλα αυτά εν ριπή οφθαλμού, γιατί διαθέτει ένα σούπερ-κομπιούτερ μπροστά στο οποίον ο Deep Blue είναι παιχνιδάκι και κάνει και αυτόματη μετάφραση από την αττική στη νέα ελληνική). Και θα μας μάζευε το βραδάκι στην Πνύκα για να μας πει τις εντυπώσεις του.
– «Δεν τα πήγατε και άσχημα σεις οι Νεοέλληνες, αφού κατορθώσατε να στήσετε ένα καινούριο κράτος και να το επεκτείνετε όσο έφτανε η δύναμή σας. Χαίρομαι που δεν πολεμούν πια μεταξύ τους Αθηναίοι και Σπαρτιάτες, Ίωνες και Δωριείς, Θράκες και Μακεδόνες και μοιράζονται όλοι μαζί την εξουσία, Κερκυραίοι, Μυτιληνιοί, Ποτιδειάτες, Θηβαίοι, ακόμη και Κορίνθιοι. Τώρα μάλιστα βλέπω και πολλούς Επιδαμνίους, αλλά αυτοί θα είναι μάλλον νεήλυδες Ιλλυριοί. Πρέπει πάντως να σας πω ότι βλέπω πολλές από τις δικές μας αμαρτίες να τις επαναλαμβάνετε. Ίσως μάλιστα μερικοί από σας να το καυχώνται, πως τάχα έτσι αποδεικνύεται η συνέχεια του Ελληνισμού. Ανόητη σκέψη. Γιατί, όπως έλεγαν οι Κορίνθιοι στον καιρό μου, πρέπει να θυμόμαστε τα λάθη του παρελθόντος για να μην τα επαναλαμβάνομε.
Βλέπω, ας πούμε πως καμμιά φορά ξεκινάτε εκστρατείες χωρίς σωστή και αρκετή πληροφόρηση. Όταν διάβασα για τη Μικρασιατική σας εκστρατεία θυμήθηκα τους Αθηναίους που ξεκίνησαν για τη Σικελία χωρίς καλά-καλά να ξέρουν πού βρίσκεται και πόσο μεγάλη είναι και τί γινόταν στο εσωτερικό της. Ευτυχώς δεν επαναλάβατε σε τέτοια έκταση επιπόλαιες στρατιωτικές ενέργειες σ’ αυτόν τουλάχιστον τον αιώνα.
Εκεί όμως που οπωσδήποτε μας μοιάζετε είναι πως συχνά δεν κάνετε τη σωστή εκτίμηση, αν οι ενέργειες που αρχίζετε θα σας αφήσουν τελικά κέρδος ή ζημιά. Ακούγονταν και στον καιρό μου συνετές φωνές στην αρχή του πολέμου, σαν τον συχωρεμένο Αρχίδαμο που προσπαθούσε να συγκρατήσει τους Σπαρτιάτες από τον πόλεμο ή σαν τον μεγάλο Περικλή που συμβούλευε να μην ξανοίγονται σε πολλά μέτωπα οι Αθηναίοι. Βλέπω όμως ότι και σεις, πρόσφατα ακόμη, βρεθήκατε με ανοιχτά πολλά μέτωπα ταυτόχρονα, χωρίς να υπολογίσετε ποιές ήταν οι πραγματικές σας προτεραιότητες. Πάλι καλά που το αντιληφθήκατε τελικά. Αλλά και πάλι μην πάψετε να υπολογίζετε με φρόνηση ποιό θα είναι το κόστος και ποιό το όφελος από κάθε σας ενέργεια. Στη γενιά μου – τάγραψα αυτά με πόνο ψυχής – πολεμήσαμε επί τριάντα χρόνια από τη Σικελία ως τη Μικρασία και ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Καταστρέψαμε τον τόπο μας, τις πολιτείες μας, για να μας επιβάλει τελικά την ειρήνη ο Πέρσης. Και όλα αυτά γιατί δεν είχαμε εκτιμήσει σωστά πως τα κέρδη που θα αποκόμιζε είτε η Αθήνα είτε η Σπάρτη από τη σύγκρουσή τους ήταν μηδαμινά μπροστά στη ζημιά που έκαναν στην ίδια τους την πολιτεία.
Διαβάζοντας για τις διάφορες ενέργειές σας προς τρίτους θυμήθηκα πάλι τα δικά μας. Φυσικά δεν μπορείτε σήμερα να μιλάτε σαν τους Αθηναίους του καιρού μου που υπεροπτικά δεν είχαν άλλο επιχείρημα από τη δύναμή τους. Αλλά πάλι δεν βλέπετε πόσο απρόσφορη ήταν η επιχειρηματολογία πολλών άλλων πόλεων τότε; Προσπαθούσαν να πείσουν ότι το δίκιο ήταν με το μέρος τους, αναφέραν συνθήκες, σπονδές, όρκους, όπως τα λέγαμε τότε.
Κατά κανόνα χωρίς αποτέλεσμα. Πιο αποτελεσματικοί ήταν οι Κερκυραίοι, όταν υπέδειξαν στους Αθηναίους ότι συμφέρον τους ήταν να τους βοηθήσουν, και σε μικρότερο μέτρο οι Κορίνθιοι που με το ίδιο επιχείρημα του συμφέροντος μίλησαν στους Σπαρτιάτες για να εξασφαλίσουν τη βοήθειά τους. Και σεις σήμερα επικαλείσθε το διεθνές δίκαιο, το διεθνές δικαστήριο, τις διεθνείς συμβάσεις. Δεν λέω να αγνοήσετε αυτά τα επιχειρήματα. Δεν επιμένετε όμως αρκετά στην προσπάθεια προς τους δυνατούς τρίτους, αλλά ακόμη και προς τους αντιπάλους σας για να τους αποδείξετε ότι συμφέρον τους είναι να πάψει αυτή η αντιπαλότητα. Και γι’ αυτούς τους Τούρκους -δεν τους ξέραμε στον καιρό μου- αλλά και για τους άλλους που είναι σήμερα οι δυνατοί αυτή η παρατεταμένη αντιπαράθεση κοστίζει περισσότερο από όποιο κέρδος εδαφικό ή άλλο θα μπορούσαν να έχουν. Για δοκιμάστε λίγο πιο επίμονα προς αυτή την κατεύθυνση.
Εκεί πάντως που βλέπω τις πιο πολλές ομοιότητες είναι πως οι πολιτικοί σας ηγέτες αρέσκονται να μάχεται ο ένας τον άλλον. Όχι για τα οικονομικά του Δήμου ή για το ποιος θα σιτίζεται στο Πρυτανείο -πράγμα που θα ήταν φυσικό σε μια δημοκρατική πολιτεία- αλλά για θέματα που αφορούν τις σχέσεις σας με τους τρίτους. Τα είδαμε τα αποτελέσματα στα χρόνια μου. Έφτανε να πει κάτι ο Διόδοτος για να βγει ο Κλέων εναντίον του, να προτείνει μια πολιτική ο Αρχίδαμος για να τον αντικρούσει ο Σθενελαΐδας. Αφήστε δε πια το τί γινόταν στις μικρότερες πολιτείες. Και έτσι κατέληξαν τα πολιτικά κόμματα να λειτουργούν σύμφωνα με τις υποδείξεις των δυο μεγάλων, να αλληλοσφάζονται οι οπαδοί τους χωρίς να διερωτώνται ποιο ήταν το καλό για την πόλη τους. Αρκετά ταλαιπωρηθήκατε και σεις με κάτι τέτοια. Μόλις στήσατε το νέο σας κράτος κάνατε αμέσως κόμματα “ρωσικό”, “γαλλικό”, “αγγλικό”. Αργότερα είχατε τους γερμανόφιλους και τους ανταντόφιλους. Για να μην πω πια και για τα όσα έγιναν πριν πενήντα χρόνια. Αλλά ας ελπίσομε πως κάτι διδαχθήκατε από πρόσφατη και σκληρή πείρα. Εκείνο που πρέπει ακόμη να διδαχθείτε είναι πως ό, τι αφορά τις σχέσεις της πολιτείας σας με τις άλλες πολιτείες, εχθρές ή φίλες, δεν μπορεί, δεν συμφέρει τον τόπο σας να θεωρείται σαν κατάλληλη παλαίστρα για να επιτύχει κάποιος προσωπικό ή κομματικό όφελος ή να αποφύγει κόστος. Εκείνο που φοβάμαι είναι πως, ενώ μοιάζει να συμφωνείτε μ’ αυτές τις σκέψεις, και μιλάτε όλοι γι’ αυτό που αποκαλείτε εθνική ομοψυχία, ξαφνικά τις ξεχνάτε και πέφτετε στις παλιές αμαρτίες. Επικίνδυνη αυτή η υποτροπή του κομματισμού κάθε τόσο σε ό, τι αφορά τα εξωτερικά. Αλλά τέλοσπάντων. Ας δούμε αύριο μαζί και τον ευρύτερο ορίζοντα, αφού μου λέτε πως έχει τόσο μεγαλώσει ο κόσμος».
Πράγματι την άλλη μέρα ήταν η σειρά για μια επίσκεψη στον ΟΗΕ, στην Ουάσιγκτον, στις Βρυξέλλες. Γυρίζοντας εξέφρασε την επιθυμία να συμποσιασθούμε στον Άλιμο, όπου είχε γεννηθεί. Του άρεσε η γενέτειρά του, παρ’ όλο που είχε τόσο αλλάξει. Βρήκε ωραίες τις παλαίστρες στην Κολιάδα Ακρα – εμείς σήμερα τη λέμε Άγιο Κοσμά -, κολακεύθηκε μαθαίνοντας ότι ο Δήμος Αλιμουσίων οργανώνει διεθνή συνέδρια για το έργο του, συγκινήθηκε όταν είδε πως έχουν στήσει και την προτομή του. Εντυπώσεις από την περιοδεία;
«Πράγματι, αυτός ο ΟΗΕ, όπως τον λέτε, είναι μια καλή προσπάθεια, αλλά μου θυμίζει τις δικές μας αμφικτυονίες, πάντοτε με καλές προθέσεις και ωραία λόγια και μικρό αποτέλεσμα. Μου είπαν πως έχουν γίνει τόμοι ολόκληροι συνθηκών για τους κανόνες του πολέμου, για τον αφοπλισμό, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά απ’ ό, τι κατάλαβα πολύ λίγο τηρούνται. Γι’ αυτό αν διαβάσετε την ιστορία που έγραψα, μην εκπλαγείτε για τις σκληρότητες που έγιναν τότε, σφαγές αιχμαλώτων, εξανδραποδισμούς και άλλα τέτοια πολλά. Δεν βλέπω δα να έχετε κάνει και πολλή πρόοδο σ’ αυτά. Όσο για το ΝΑΤΟ μου θυμίζει πολύ την αθηναϊκή συμμαχία, όχι βέβαια την αρχική αλλά όπως έγινε με τα χρόνια, όπου μόνο στα χαρτιά ήταν ακόμη συμμαχία, αλλά στην ουσία ήταν εξουσία των Αθηναίων. Αυτά που είδα στην Ουάσιγκτον μου θύμισαν πράγματι την αλαζονεία των Αθηναίων. Σήμερα μπορεί να μην υπάρχουν πια Σπαρτιάτες ως αντίπαλο δέος, αλλά παραμένω σκεπτικός. Όσο γι’ αυτή την Ευρωπαϊκή Ένωση καλή μου φαίνεται, αν και διερωτώμαι, αν θεωρούν επαρκή μια οικονομική ένωση που δεν έχει κατορθώσει να διαμορφώσει κοινή πολιτική βούληση.
Εκείνο όμως που βλέπω είναι πως η φύση του ανθρώπου δεν άλλαξε. Δεν λέω δυστυχώς ή ευτυχώς, απλώς διαπιστώνω. Οι συγκρούσεις δεν έπαψαν, μεγάλες ή μικρές. Σπανίως για πραγματικό συμφέρον, πολλές φορές από αδικαιολόγητο φόβο, αλλά πολύ πιο συχνά γι’ αυτό που λέτε σήμερα “φιλότιμο” ή “γόητρο” ή “εντυπώσεις” και που εγώ το έλεγα “δόξα”. Αυτή πιο πολύ από κάθε άλλο ταλανίζει τον άνθρωπο και σήμερα όπως στον καιρό μου. Παράλογο όν ο άνθρωπος».
Προσπαθήσαμε να του πούμε ότι τα λόγια του είναι πραγματικά πάντοτε επίκαιρα, αλλά είχε ήδη εξαφανισθεί.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ένα δοκίμιο στις «Ανεπίκαιρες Σκέψεις» του Νίτσε τιτλοφορείται «Η Ιστορία, Χρήσιμη και Βλαβερή για τη Ζωή» (Vom Nutzen und Nachteil der Historie fuer das Leben). Διακρίνει τρία είδη ιστοριογραφίας, τη «μνημειακή», που στοχεύει να διαιωνίσει τις μεγάλες πράξεις και προσωπικότητες του παρελθόντος, την «αρχαιολογική», που σκοπό της έχει να ερευνήσει και να διασώσει αυτά που έγιναν στα παλιά χρόνια, και τέλος την «κριτική» ιστοριογραφία. Για την τελευταία γράφει: «Ο άνθρωπος πολύ συχνά έχει ανάγκη την κριτική ιστοριογραφία στην υπηρεσία της ζωής. Πρέπει να έχει και να χρησιμοποιεί πότε-πότε τη δύναμη να θρυμματίζει και να αναλύει το παρελθόν για να μπορέσει να επιζήσει».
Δεν ξέρομε, αν ο Νίτσε γράφοντας αυτά είχε υπ’ όψη του το έργο του Θουκυδίδη. Οπωσδήποτε όμως το έργο αυτό επαληθεύει τα λόγια του. Γιατί πραγματικά η ιστοριογραφία του Θουκυδίδη είναι στην υπηρεσία της ζωής. Και ο σημερινός αναγνώστης διαπιστώνει πως διαβάζοντας βρίσκει πλούσια ανταμοιβή.
Κάποιος θα δει να ξεδιπλώνεται μπροστά του μια πελώρια πανοραμική εικόνα που πιάνει όλο τον ελληνικό χώρο από τον Πόντο στη Σικελία και από τη Θράκη στην Κύπρο, και όχι μόνο μια εικόνα αλλά μια σειρά ολόκληρη με μορφές ηγετών και δημαγωγών, με μάχες και συνθήκες, ραδιουργίες και ηρωισμούς. Ο άλλος που θέλει να εγκύψει με προσοχή στα παλιά θα βρει κείμενα σπονδών, καταλόγους μαχητών, τοπογραφικές πληροφορίες. Όποιος ενδιαφέρεται για τα στρατιωτικά θα διαβάσει σαφείς τεχνικές λεπτομέρειες για τις πολιορκητικές μεθόδους όσο και για τις κινήσεις των πλοίων, ανάλυση τακτικών αποφάσεων και σκέψεις γενικής στρατηγικής. Και όσο για εκείνον που ενδιαφέρεται για την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία του καιρού εκείνου ο Θουκυδίδης προφέρει μια αστείρευτη πηγή γνώσεων. Αλλά πέρα από τις πληροφορίες και τις γνώσεις, υπάρχει και η γνώση. Όποιος την αναζητήσει μέσα στον Θουκυδίδη θα τη βρει.
Στον Έλληνα αναγνώστη είναι χρήσιμο διαβάζοντας τα παλιά να σκέπτεται τα σύγχρονα. Να βλέπει τα δεινά που προκάλεσαν στον ελληνικό κόσμο η επιπόλαια πληροφόρηση, οι εσφαλμένες εκτιμήσεις για το κόστος ή την ωφέλεια πολλών ενεργειών στην εξωτερική πολιτική, η άστοχη επιχειρηματολογία, και κυρίως οι εμφύλιες αντιθέσεις και η συνανάμιξη της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής με κριτήριο το πολιτικό κόστος ή όφελος.
Αλλά και για κάθε άνθρωπο που ασχολείται με τα κοινά είναι βαρυσήμαντη η διαπίστωση του Θουκυδίδη πως μέσα στη φύση του ανθρώπου ενυπάρχει το καταστροφικό στοιχείο του παραλόγου. Διαπίστωση που στο έργο του Θουκυδίδη αφορά τον άνθρωπο στην κοινωνικο-πολιτική του διάσταση, όχι την ψυχολογία του ατόμου που με τον τρόπο του διερεύνησε την ίδια εποχή ο Ευριπίδης.
Ο Θουκυδίδης όμως, ενώ γνωρίζει και παρουσιάζει το καταστροφικό στοιχείο του παραλόγου που βρίσκεται μέσα στην ανθρώπινη φύση, δεν βλέπει τον άνθρωπο καταδικασμένο να επαναλαμβάνει τις παρανοϊκές πράξεις που έγιναν στο παρελθόν. Κάθε άλλο. Πιστεύει πως γνωρίζοντας τις παλιές αμαρτίες και αδυναμίες ο άνθρωπος μέσα στην πολιτεία μπορεί να περιορίσει τουλάχιστον αυτό το στοιχείο του παραλόγου. Έχει το έργο του Θουκυδίδη με τον τρόπο του χαρακτήρα παιδευτικό για όποιον θέλει να σκεφθεί και να διδαχθεί από το σπαρακτικό αυτό παρελθόν που εξιστορεί. Γι’ αυτό δηλώνει πως, ενώ σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση αυτά που αφηγείται ή παρόμοια θα ξαναγίνουν, για τον ίδιο θα είναι αρκετή ικανοποίηση, αν όσοι τον διαβάσουν βρουν το έργο του ωφέλιμο. Δείχνει έτσι ότι πιστεύει πως είναι εφικτό να διδαχθεί κάτι ο άνθρωπος από αυτά που έγιναν στο παρελθόν. Και προσθέτει, χωρίς αυταρέσκεια αλλά με αυτοπεποίθηση, ότι το έργο του είναι «κτήμα ες αιει».
Ο σημερινός αναγνώστης του Θουκυδίδη ας τον διαβάσει με αυτό το πνεύμα.