Δύο αξιοσέβαστοι βασιλιάδες στην πιο συγκινητική στιγμή μιας σκληρής πολεμικής περιπέτειας.
Ο ένας είναι ο Αχιλλέας. Νέος, πεισματάρης και υπόδειγμα γενναιότητας. Πατέρας του είναι ο βασιλιάς της Φθίας, Πηλέας και μητέρα του η θεά Θέτις. Το επικό ποίημα «Ιλιάς», έχει ως κεντρικό θέμα την «μῆνιν τοῦ Αχιλλέως» και τα γεγονότα που αυτή προκάλεσε. Στη σκηνή που θα διαβάσετε παρακάτω, η μῆνις υποχωρεί μπροστά στο μεγαλείο του αντιπάλου και αποκαλύπτεται μία άλλη πτυχή της προσωπικότητας του ήρωα. Ο Αχιλλέας ανήκει στον συνασπισμένο στρατό των ελληνικών πόλεων που πολιορκούν την Τροία.
Ο άλλος είναι ο Πρίαμος, ο ηλικιωμένος πια βασιλιάς της Τροίας, της ένδοξης πόλης που τώρα πολιορκούν οι Αχαιοί. Ο γιος του ο Πάρης – Αλέξανδρος ερωτεύτηκε την πανέμορφη Ελένη, τη σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης, και την έφερε μαζί του στην Τροία. Οι Αχαιοί έχουν έρθει να την πάρουν πίσω. Ο άλλος γιος του Πριάμου, ο Έκτωρ, σκότωσε σε μία μάχη τον Πάτροκλο, ο οποίος φορούσε την πανοπλία του Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος ήταν παιδικός φίλος του Αχιλλέα, ο οποίος εκδικήθηκε τον θάνατό του σκοτώνοντας τον Έκτορα σε μονομαχία. Ύστερα, θολωμένος από θυμό και θλίψη ατίμασε το σώμα του σκοτωμένου πρίγκιπα σέρνοντάς το στο στρατόπεδο πίσω από το άρμα του. Αυτή η ασέβεια σε νεκρό, και μάλιστα σε πολεμιστή και πρίγκιπα, εξέπληξε όχι μόνο τους Τρώες, αλλά και τους Αχαιούς. Αλλά ποιος μπορούσε να τα βάλει με τον Αχιλλέα; Όλοι έτρεμαν μπροστά στον οξύθυμο και πεισματάρη ημίθεο. Όλοι, εκτός από εκείνον που δεν είχε πια τίποτα να χάσει!
Ο Πρίαμος είχε ήδη ζήσει μια φορά την καταστροφή της πατρίδας του, όταν ήταν ακόμα παιδί, από τον στρατό του Ηρακλή. Εξελίχθηκε σ’ έναν ικανό και δίκαιο βασιλιά, τον οποίο ο λαός του αγαπούσε πολύ. Τώρα στα γεράματά του έμελλε να ζήσει και πάλι τον ίδιο όλεθρο. Αλλά πριν δει την πόλη του να καίγεται είδε τους γιους του να σκοτώνονται ο ένας μετά τον άλλον. Στην περίπτωση του Έκτορα δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει μόνο τη θλίψη για τον χαμό του διαδόχου του, αλλά και τον πόνο που του προκαλούσε η ατίμωση του νεκρού του σώματος. Ο Έκτωρ παρέμενε άταφος έξω από τη σκηνή του Αχιλλέα και ο Πρίαμος αποφάσισε να πάει ο ίδιος στον Αχιλλέα και να ζητήσει τον νεκρό του γιο προσφέροντας λύτρα. Ξεκίνησε μία νύχτα και τρύπωσε στο στρατόπεδο των Αχαιών. Με τη βοήθεια του θεού Ερμή, εκείνου που είχε αναλάβει να συνοδεύει τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο, έφτασε στη σκηνή του Αχιλλέα και χωρίς δισταγμό μπήκε στη σκηνή του βασιλιά των Μυρμιδόνων. Η σκηνή που εκτυλίσσεται ανάμεσα στους δύο άνδρες και περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ω 485 – 676) είναι εντυπωσιακή!
Η συνάντηση
Ο ηλικιωμένος και βασανισμένος Πρίαμος γονατίζει μπροστά στον φονιά του παιδιού του, ακουμπά τα γόνατά του και του φιλά τα χέρια. Αυτό ήταν το εθιμοτυπικό της ικεσίας εκείνη την εποχή. Ο Αχιλλέας τα’ χασε! Οι υπόλοιποι που βρίσκονταν εκεί κοιτούσαν ο ένας τον άλλον με έκπληξη. Ο Πρίαμος παραμένει προσηλωμένος στον σκοπό του. Κοιτάζει τον Αχιλλέα και του λέει:
«Θυμήσου τον πατέρα σου, θεϊκέ Αχιλλέα, που είναι συνομήλικός μου, στο ολέθριο κατώφλι των γηρατειών. Ίσως κι εκείνον οι γύρω του να τον θλίβουν και κανείς να μην βρίσκεται κοντά του να τον υπερασπιστεί. Εκείνος όμως, ακούγοντας πως είσαι ζωντανός, να έχει χαρά μες στην καρδιά του. Διότι ελπίζει μια μέρα να δει τον αγαπημένο του γιο να επιστρέφει από την Τροία. Εγώ όμως, απ’ όλους πιο δυστυχής, αφού άριστους γέννησα γιους στην Τροία, ούτε ένας πια δεν μου έχει απομείνει…»
Εξηγεί τον σκοπό της απρόσμενης επίσκεψης και ικετεύει: «Δείξε σεβασμό στους θεούς, Αχιλλέα, και έλεος σε μένα, καθώς θυμάσαι τον πατέρα σου. Σε μένα, τον πιο αξιοθρήνητο των ανθρώπων της γης, που φέρνω στο στόμα μου το χέρι εκείνου που σκότωσε το παιδί μου.»
Κι ενώ εκείνος γονατιστός σπαράζει με λυγμούς θρηνώντας το παιδί του, ο Αχιλλέας απομακρύνει απαλά το χέρι του γέροντα από τα γόνατά του και αφήνεται στον δικό του θρήνο. Και δεν θρηνεί μονάχα τον Πάτροκλο.
Ο Αχιλλέας γνώριζε πως αν πήγαινε στην Τροία να πολεμήσει, δεν θα επέστρεφε ποτέ. Η μητέρα του τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό και προσπάθησε να τον κρύψει. Ο Αχιλλέας όμως προτιμούσε να πεθάνει νέος, αλλά δοξασμένος παρά να ζήσει άσημος ως τα βαθιά του γεράματα. Έτσι, γνωρίζει καλά πως δεν πρόκειται να ξαναδεί τον πατέρα του και η ιδέα του Πρίαμου να ξεκινήσει τη συζήτηση αναφερόμενος στον Πηλέα βρήκε στόχο! Ο Αχιλλέας κλαίει μαζί με τον εχθρό του, σε μία τρομερή στιγμή που και οι δύο αντικρίζουν την κοινή μοίρα των ανθρώπων. Η φοβερή του οργή που τον οδήγησε να ξεπεράσει κάθε όριο, παγώνει μπροστά στον οίκτο και τον σεβασμό για τον ευγενή γέροντα με άσπρα μαλλιά. Απλώνει το χέρι του και σηκώνει τον Πρίαμο, που μετά βίας στέκεται στα πόδια του:
Ο πάγος σπάει
«Στ’ αλήθεια δύσμοιρε, πόσες συμφορές δεν σε βρήκαν. Πώς βρήκες δύναμη στ’ αλήθεια να έρθεις μόνος και να σταθείς μπροστά στα μάτια εκείνου που τόσους γιους σου έχω σκοτώσει; Σίδερο η καρδιά σου! Έλα όμως, κάτσε εδώ στον θρόνο, ν’ αφήσουμε τους πόνους μας να καταλαγιάσουν κι ας είμαστε πικραμένοι. Τίποτα με τον θρήνο δεν γίνεται!
Διότι έτσι κανόνισαν οι θεοί για τους ταλαίπωρους θνητούς, να ζούνε μες στις πίκρες. Ανέμελοι μόνο εκείνοι ζούνε. Διότι στο κατώφλι του Διός δύο πιθάρια με δώρα υπάρχουν. Ένα γεμάτο βάσανα κι ένα με τα καλά. Σε όποιον δώσει και από τα δύο, άλλοτε του συμβαίνουν πράγματα καλά κι άλλοτε βασανίζεται. Σε όποιον όμως δώσει μονάχα από τις λύπες, καταραμένος ζει πάνω στη γη τη θεϊκή, από θεούς κι ανθρώπους κυνηγημένος.»
Ανακαλώντας τις αναμνήσεις του, ο Αχιλλέας, σε μία νοητική διεργασία που θυμίζει ψυχανάλυση, συνειδητοποιεί πως ο πατέρας του, ο Πηλέας, ήταν από τους πιο τυχερούς ανθρώπους. Από εκείνους που ο Δίας μοίρασε δώρα και από τα δύο πιθάρια. Ήταν βασιλιάς, παντρεύτηκε μία θεά, απέκτησε γιο που έγινε ο μέγιστος ήρωας των Ελλήνων. Τώρα όμως ήρθε η ώρα για τα βάσανα. Δεν πρόκειται να έχει τον γιο του κοντά του, να τον φροντίσει στα γεράματα και η βασιλεία του θα μείνει χωρίς διάδοχο. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο Πρίαμος, που έζησε μία δοξασμένη βασιλική ζωή και όλοι τον θαύμαζαν. Έλεγαν πως είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, ώσπου τον βρήκε η δυστυχία, ο πόλεμος, ο χαμός των παιδιών του και σύντομα, η καταστροφή της πόλης του. Δεν μας το λέει ο Αχιλλέας, αλλά καθώς περιγράφει την τύχη των δύο γερόντων, ίσως να μην του διέφυγε η σύμπτωση πως και οι δύο πέρασαν από την ευτυχία στη δυστυχία εξαιτίας μίας απόφασης των παιδιών τους. Ο Πηλέας θα μείνει ολομόναχος επειδή ο Αχιλλέας περιφρόνησε τον θάνατο προτιμώντας τη δόξα, και ο Πρίαμος υφίσταται τις συνέπειες του φλογερού έρωτα του Πάρη για την Ελένη.
Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος, ο κατακτητής και ο κατακτημένος συνάπτουν μία σιωπηλή συμμαχία, που όπως κάθε συμμαχία εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον. Και οι δύο έχουν την ανάγκη να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, γνωρίζοντας πως δεν έχουν μέλλον.
Οι λογαριασμοί κλείνουν
«Βάστα γερά όμως και μην σπαράζεις στην καρδιά σου, πριν πάθεις άλλο κακό. Διότι σε τίποτα δεν θα σε ωφελήσει η λύπη για τον γιο σου. Δεν πρόκειται να τον αναστήσεις», παρηγορεί ο Αχιλλέας τον νέο του φίλο δίνει εντολή στους υπηρέτες του να πλύνουν το σώμα του Έκτορα και να το φροντίσουν όπως πρέπει. Υπόσχεται ανακωχή έντεκα ημερών, ώστε να κηδευτεί ο νεκρός όπως πρέπει. Ύστερα ολοκληρώνεται η συναλλαγή σύμφωνα με το εθιμοτυπικό της εποχής, δηλαδή με την καταβολή λύτρων. Με τον τρόπο αυτό, ο ικέτης διατηρεί την αξιοπρέπειά του, καθώς εξαγοράζει τον γιο του και δεν του δίνεται ως ελεημοσύνη. Από την άλλη, ο Αχιλλέας μπορεί να πει στον νεκρό Πάτροκλο «μην μου θυμώσεις Πάτροκλε, αν μάθεις εκεί στον Άδη πως ελευθέρωσα τον Έκτορα για χάρη του πατέρα του, γιατί τα λύτρα δεν ήταν ταπεινά. Και από αυτά εγώ σε σένα θα δώσω όσα σου αναλογούν»
Το χάος μπήκε σε τάξη και τώρα πια οι δύο άντρες, που αύριο θα είναι και πάλι εχθροί, απολαμβάνουν την γαλήνη που αναζητούσαν. Ο Αχιλλέας προσκαλεί τον Πρίαμο να δειπνήσουν μαζί. Έτσι, όπως κάποτε δειπνούσε με τον Πάτροκλο. Και καθώς δειπνούν, ο Όμηρος ανοίγει ένα παράθυρο στις γαληνεμένες ψυχές δύο εχθρών, που απολαμβάνουν μία ιερή στιγμή φιλίας.
Φως στο σκοτάδι
«… και ο Πρίαμος θαύμαζε τον Αχιλλέα. Πόσο σπουδαίος και όμορφος, ίδιος θεός! Αλλά και ο Αχιλλέας κοιτούσε με θαυμασμό τον Πρίαμο, που είχε όψη ευγενική και μιλούσε τόσο όμορφα!»
Η Ιλιάδα τελειώνει και πάλι με γεύμα. Αυτή τη φορά το παραθέτει ο Πρίαμος μετά την ολοκλήρωση της κηδείας του Έκτορα. Τι έγινε μετά, όταν ο πόλεμος συνεχίστηκε, το μαθαίνουμε από άλλα κείμενα. Ο Όμηρος άρχισε το ποίημά του με το περίφημο «Τραγούδησε θεά την οργή του Πηλείδη Αχιλλέα, την ολέθρια, που μύρια βάσανα φόρτωσε τους Αχαιούς» και το τελειώνει με τον στίχο «Έτσι φρόντιζαν αυτοί του Έκτορα ταφή, του δαμαστή των αλόγων».
Έτσι τίμησε και ο Όμηρος τον γενναίο Έκτορα. Γύρω από το νεκρό του σώμα δύο γενναίοι άντρες του πολέμου απόλαυσαν για λίγο την ευλογία της ειρήνης. Δύο εχθροί είδαν ο ένας στα μάτια του άλλου τις αρετές πίσω από τις φρικαλεότητες του πολέμου. Είδαν τον άνθρωπο της ειρήνης που είχε χαθεί μέσα στο σκοτάδι του πολέμου. Και τον σεβάστηκαν.
Ο ένας είναι ο Αχιλλέας. Νέος, πεισματάρης και υπόδειγμα γενναιότητας. Πατέρας του είναι ο βασιλιάς της Φθίας, Πηλέας και μητέρα του η θεά Θέτις. Το επικό ποίημα «Ιλιάς», έχει ως κεντρικό θέμα την «μῆνιν τοῦ Αχιλλέως» και τα γεγονότα που αυτή προκάλεσε. Στη σκηνή που θα διαβάσετε παρακάτω, η μῆνις υποχωρεί μπροστά στο μεγαλείο του αντιπάλου και αποκαλύπτεται μία άλλη πτυχή της προσωπικότητας του ήρωα. Ο Αχιλλέας ανήκει στον συνασπισμένο στρατό των ελληνικών πόλεων που πολιορκούν την Τροία.
Ο άλλος είναι ο Πρίαμος, ο ηλικιωμένος πια βασιλιάς της Τροίας, της ένδοξης πόλης που τώρα πολιορκούν οι Αχαιοί. Ο γιος του ο Πάρης – Αλέξανδρος ερωτεύτηκε την πανέμορφη Ελένη, τη σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης, και την έφερε μαζί του στην Τροία. Οι Αχαιοί έχουν έρθει να την πάρουν πίσω. Ο άλλος γιος του Πριάμου, ο Έκτωρ, σκότωσε σε μία μάχη τον Πάτροκλο, ο οποίος φορούσε την πανοπλία του Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος ήταν παιδικός φίλος του Αχιλλέα, ο οποίος εκδικήθηκε τον θάνατό του σκοτώνοντας τον Έκτορα σε μονομαχία. Ύστερα, θολωμένος από θυμό και θλίψη ατίμασε το σώμα του σκοτωμένου πρίγκιπα σέρνοντάς το στο στρατόπεδο πίσω από το άρμα του. Αυτή η ασέβεια σε νεκρό, και μάλιστα σε πολεμιστή και πρίγκιπα, εξέπληξε όχι μόνο τους Τρώες, αλλά και τους Αχαιούς. Αλλά ποιος μπορούσε να τα βάλει με τον Αχιλλέα; Όλοι έτρεμαν μπροστά στον οξύθυμο και πεισματάρη ημίθεο. Όλοι, εκτός από εκείνον που δεν είχε πια τίποτα να χάσει!
Ο Πρίαμος είχε ήδη ζήσει μια φορά την καταστροφή της πατρίδας του, όταν ήταν ακόμα παιδί, από τον στρατό του Ηρακλή. Εξελίχθηκε σ’ έναν ικανό και δίκαιο βασιλιά, τον οποίο ο λαός του αγαπούσε πολύ. Τώρα στα γεράματά του έμελλε να ζήσει και πάλι τον ίδιο όλεθρο. Αλλά πριν δει την πόλη του να καίγεται είδε τους γιους του να σκοτώνονται ο ένας μετά τον άλλον. Στην περίπτωση του Έκτορα δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει μόνο τη θλίψη για τον χαμό του διαδόχου του, αλλά και τον πόνο που του προκαλούσε η ατίμωση του νεκρού του σώματος. Ο Έκτωρ παρέμενε άταφος έξω από τη σκηνή του Αχιλλέα και ο Πρίαμος αποφάσισε να πάει ο ίδιος στον Αχιλλέα και να ζητήσει τον νεκρό του γιο προσφέροντας λύτρα. Ξεκίνησε μία νύχτα και τρύπωσε στο στρατόπεδο των Αχαιών. Με τη βοήθεια του θεού Ερμή, εκείνου που είχε αναλάβει να συνοδεύει τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο, έφτασε στη σκηνή του Αχιλλέα και χωρίς δισταγμό μπήκε στη σκηνή του βασιλιά των Μυρμιδόνων. Η σκηνή που εκτυλίσσεται ανάμεσα στους δύο άνδρες και περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ω 485 – 676) είναι εντυπωσιακή!
Η συνάντηση
Ο ηλικιωμένος και βασανισμένος Πρίαμος γονατίζει μπροστά στον φονιά του παιδιού του, ακουμπά τα γόνατά του και του φιλά τα χέρια. Αυτό ήταν το εθιμοτυπικό της ικεσίας εκείνη την εποχή. Ο Αχιλλέας τα’ χασε! Οι υπόλοιποι που βρίσκονταν εκεί κοιτούσαν ο ένας τον άλλον με έκπληξη. Ο Πρίαμος παραμένει προσηλωμένος στον σκοπό του. Κοιτάζει τον Αχιλλέα και του λέει:
«Θυμήσου τον πατέρα σου, θεϊκέ Αχιλλέα, που είναι συνομήλικός μου, στο ολέθριο κατώφλι των γηρατειών. Ίσως κι εκείνον οι γύρω του να τον θλίβουν και κανείς να μην βρίσκεται κοντά του να τον υπερασπιστεί. Εκείνος όμως, ακούγοντας πως είσαι ζωντανός, να έχει χαρά μες στην καρδιά του. Διότι ελπίζει μια μέρα να δει τον αγαπημένο του γιο να επιστρέφει από την Τροία. Εγώ όμως, απ’ όλους πιο δυστυχής, αφού άριστους γέννησα γιους στην Τροία, ούτε ένας πια δεν μου έχει απομείνει…»
Εξηγεί τον σκοπό της απρόσμενης επίσκεψης και ικετεύει: «Δείξε σεβασμό στους θεούς, Αχιλλέα, και έλεος σε μένα, καθώς θυμάσαι τον πατέρα σου. Σε μένα, τον πιο αξιοθρήνητο των ανθρώπων της γης, που φέρνω στο στόμα μου το χέρι εκείνου που σκότωσε το παιδί μου.»
Κι ενώ εκείνος γονατιστός σπαράζει με λυγμούς θρηνώντας το παιδί του, ο Αχιλλέας απομακρύνει απαλά το χέρι του γέροντα από τα γόνατά του και αφήνεται στον δικό του θρήνο. Και δεν θρηνεί μονάχα τον Πάτροκλο.
Ο Αχιλλέας γνώριζε πως αν πήγαινε στην Τροία να πολεμήσει, δεν θα επέστρεφε ποτέ. Η μητέρα του τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό και προσπάθησε να τον κρύψει. Ο Αχιλλέας όμως προτιμούσε να πεθάνει νέος, αλλά δοξασμένος παρά να ζήσει άσημος ως τα βαθιά του γεράματα. Έτσι, γνωρίζει καλά πως δεν πρόκειται να ξαναδεί τον πατέρα του και η ιδέα του Πρίαμου να ξεκινήσει τη συζήτηση αναφερόμενος στον Πηλέα βρήκε στόχο! Ο Αχιλλέας κλαίει μαζί με τον εχθρό του, σε μία τρομερή στιγμή που και οι δύο αντικρίζουν την κοινή μοίρα των ανθρώπων. Η φοβερή του οργή που τον οδήγησε να ξεπεράσει κάθε όριο, παγώνει μπροστά στον οίκτο και τον σεβασμό για τον ευγενή γέροντα με άσπρα μαλλιά. Απλώνει το χέρι του και σηκώνει τον Πρίαμο, που μετά βίας στέκεται στα πόδια του:
Ο πάγος σπάει
«Στ’ αλήθεια δύσμοιρε, πόσες συμφορές δεν σε βρήκαν. Πώς βρήκες δύναμη στ’ αλήθεια να έρθεις μόνος και να σταθείς μπροστά στα μάτια εκείνου που τόσους γιους σου έχω σκοτώσει; Σίδερο η καρδιά σου! Έλα όμως, κάτσε εδώ στον θρόνο, ν’ αφήσουμε τους πόνους μας να καταλαγιάσουν κι ας είμαστε πικραμένοι. Τίποτα με τον θρήνο δεν γίνεται!
Διότι έτσι κανόνισαν οι θεοί για τους ταλαίπωρους θνητούς, να ζούνε μες στις πίκρες. Ανέμελοι μόνο εκείνοι ζούνε. Διότι στο κατώφλι του Διός δύο πιθάρια με δώρα υπάρχουν. Ένα γεμάτο βάσανα κι ένα με τα καλά. Σε όποιον δώσει και από τα δύο, άλλοτε του συμβαίνουν πράγματα καλά κι άλλοτε βασανίζεται. Σε όποιον όμως δώσει μονάχα από τις λύπες, καταραμένος ζει πάνω στη γη τη θεϊκή, από θεούς κι ανθρώπους κυνηγημένος.»
Ανακαλώντας τις αναμνήσεις του, ο Αχιλλέας, σε μία νοητική διεργασία που θυμίζει ψυχανάλυση, συνειδητοποιεί πως ο πατέρας του, ο Πηλέας, ήταν από τους πιο τυχερούς ανθρώπους. Από εκείνους που ο Δίας μοίρασε δώρα και από τα δύο πιθάρια. Ήταν βασιλιάς, παντρεύτηκε μία θεά, απέκτησε γιο που έγινε ο μέγιστος ήρωας των Ελλήνων. Τώρα όμως ήρθε η ώρα για τα βάσανα. Δεν πρόκειται να έχει τον γιο του κοντά του, να τον φροντίσει στα γεράματα και η βασιλεία του θα μείνει χωρίς διάδοχο. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο Πρίαμος, που έζησε μία δοξασμένη βασιλική ζωή και όλοι τον θαύμαζαν. Έλεγαν πως είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, ώσπου τον βρήκε η δυστυχία, ο πόλεμος, ο χαμός των παιδιών του και σύντομα, η καταστροφή της πόλης του. Δεν μας το λέει ο Αχιλλέας, αλλά καθώς περιγράφει την τύχη των δύο γερόντων, ίσως να μην του διέφυγε η σύμπτωση πως και οι δύο πέρασαν από την ευτυχία στη δυστυχία εξαιτίας μίας απόφασης των παιδιών τους. Ο Πηλέας θα μείνει ολομόναχος επειδή ο Αχιλλέας περιφρόνησε τον θάνατο προτιμώντας τη δόξα, και ο Πρίαμος υφίσταται τις συνέπειες του φλογερού έρωτα του Πάρη για την Ελένη.
Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος, ο κατακτητής και ο κατακτημένος συνάπτουν μία σιωπηλή συμμαχία, που όπως κάθε συμμαχία εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον. Και οι δύο έχουν την ανάγκη να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, γνωρίζοντας πως δεν έχουν μέλλον.
Οι λογαριασμοί κλείνουν
«Βάστα γερά όμως και μην σπαράζεις στην καρδιά σου, πριν πάθεις άλλο κακό. Διότι σε τίποτα δεν θα σε ωφελήσει η λύπη για τον γιο σου. Δεν πρόκειται να τον αναστήσεις», παρηγορεί ο Αχιλλέας τον νέο του φίλο δίνει εντολή στους υπηρέτες του να πλύνουν το σώμα του Έκτορα και να το φροντίσουν όπως πρέπει. Υπόσχεται ανακωχή έντεκα ημερών, ώστε να κηδευτεί ο νεκρός όπως πρέπει. Ύστερα ολοκληρώνεται η συναλλαγή σύμφωνα με το εθιμοτυπικό της εποχής, δηλαδή με την καταβολή λύτρων. Με τον τρόπο αυτό, ο ικέτης διατηρεί την αξιοπρέπειά του, καθώς εξαγοράζει τον γιο του και δεν του δίνεται ως ελεημοσύνη. Από την άλλη, ο Αχιλλέας μπορεί να πει στον νεκρό Πάτροκλο «μην μου θυμώσεις Πάτροκλε, αν μάθεις εκεί στον Άδη πως ελευθέρωσα τον Έκτορα για χάρη του πατέρα του, γιατί τα λύτρα δεν ήταν ταπεινά. Και από αυτά εγώ σε σένα θα δώσω όσα σου αναλογούν»
Το χάος μπήκε σε τάξη και τώρα πια οι δύο άντρες, που αύριο θα είναι και πάλι εχθροί, απολαμβάνουν την γαλήνη που αναζητούσαν. Ο Αχιλλέας προσκαλεί τον Πρίαμο να δειπνήσουν μαζί. Έτσι, όπως κάποτε δειπνούσε με τον Πάτροκλο. Και καθώς δειπνούν, ο Όμηρος ανοίγει ένα παράθυρο στις γαληνεμένες ψυχές δύο εχθρών, που απολαμβάνουν μία ιερή στιγμή φιλίας.
Φως στο σκοτάδι
«… και ο Πρίαμος θαύμαζε τον Αχιλλέα. Πόσο σπουδαίος και όμορφος, ίδιος θεός! Αλλά και ο Αχιλλέας κοιτούσε με θαυμασμό τον Πρίαμο, που είχε όψη ευγενική και μιλούσε τόσο όμορφα!»
Η Ιλιάδα τελειώνει και πάλι με γεύμα. Αυτή τη φορά το παραθέτει ο Πρίαμος μετά την ολοκλήρωση της κηδείας του Έκτορα. Τι έγινε μετά, όταν ο πόλεμος συνεχίστηκε, το μαθαίνουμε από άλλα κείμενα. Ο Όμηρος άρχισε το ποίημά του με το περίφημο «Τραγούδησε θεά την οργή του Πηλείδη Αχιλλέα, την ολέθρια, που μύρια βάσανα φόρτωσε τους Αχαιούς» και το τελειώνει με τον στίχο «Έτσι φρόντιζαν αυτοί του Έκτορα ταφή, του δαμαστή των αλόγων».
Έτσι τίμησε και ο Όμηρος τον γενναίο Έκτορα. Γύρω από το νεκρό του σώμα δύο γενναίοι άντρες του πολέμου απόλαυσαν για λίγο την ευλογία της ειρήνης. Δύο εχθροί είδαν ο ένας στα μάτια του άλλου τις αρετές πίσω από τις φρικαλεότητες του πολέμου. Είδαν τον άνθρωπο της ειρήνης που είχε χαθεί μέσα στο σκοτάδι του πολέμου. Και τον σεβάστηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου