Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Η ΣΚΟΠΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΡΙΝΕΙ Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ

Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός εμφανίζεται, λοιπόν, ως το κατά προτίμηση αντικείμενο της προσοχής και της σκέψης του Θουκυδίδη· όμως, η όψη που αποκτά μέσα στο έργο είναι ηθελημένα απογυμνωμένη. μάλιστα ορισμένες φορές και ατελής. Ωστόσο, καθένα από τα χαρακτηριστικά που, δίκαια ή άδικα, θυσιάζει και αφήνει στη σκιά ο Θουκυδίδης, αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα ένα στοιχείο που δεν εισέρχεται στην κρίση που εκφέρει: η καθεμιά παράλειψη εξηγείται από μια βαθύτερη διανοητική διάθεση, η οποία ανιχνεύεται σε όλους τους τομείς. Προβάλλοντας την εικόνα της αθηναϊκής φιλοδοξίας, αναγνωρίζει αναμφίβολα την ευθύνη της Αθήνας· αδιαφορώντας για την αθηναϊκή κυριαρχία, δείχνει μια έλλειψη ευαισθησίας για τα σφάλματά της. IV αυτό η κρίση του διαφοροποιείται τόσο από ορισμένες απολογίες όσο και από ορισμένες επιθέσεις.
 
Όμως, πιο συγκεκριμένα, οι παραλείψεις που σημειώνονται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον ιμπεριαλισμό μπορούν να μας βοηθήσουν έτσι ώστε να διευκρινίσουμε εκ προοιμίου την ποιότητα αυτής της κρίσης, ή καλύτερα να απορρίψουμε εκ προοιμίου ορισμένες συσχετίσεις, που θα ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν ως a priori προσδιορισμοί.
 
Εννοούμε τις απόψεις που συνδέουν τον ιμπεριαλισμό με μια ολόκληρη σειρά από θεωρητικές εκτιμήσεις, που εκτείνονται από το πιο αφηρημένο αίσθημα ηθικής μέχρι τα παραταξιακά δόγματα της μιας ή της άλλης πολιτικής ομάδας, καθώς και διάφορες ενδιάμεσες έννοιες, όπως το αίσθημα του πανελληνισμού.
 
Οι ηθικές εκτιμήσεις δεν παρεμβαίνουν, πράγματι, με κανένα τρόπο στην κρίση του Θουκυδίδη. Και παρ’ όλο που είναι βέβαιο ότι ο ίδιος έδινε τεράστια αξία στην ιδέα της δικαιοσύνης και σε όλα τα θέματα ηθικής τάξεως – και μόνο η ανάλυσή του στο Γ΄. 82 για τις ταραχές στην Ελλάδα θα έφτανε για να το αποδείξει -, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι δεν εννοεί να τις χρησιμοποιήσει ως κριτήρια στη διαμόρφωση της κρίσης του για τον ιμπεριαλισμό. Αλλιώς δεν θα είχε παραμερίσει, όπως έκανε, τα “εγκλήματα” της Αθήνας, δεν θα είχε προσφέρει στους αντιπάλους του ιμπεριαλισμού την ευκαιρία να εκφωνούν μια ολόκληρη σειρά λόγων, οι οποίοι, την ίδια στιγμή που καταγγέλλουν την ύπαρξή του, δεν επισημαίνουν ποτέ τα άδικά του. Δηλώνουν ασφαλώς ότι η Αθήνα είναι ένοχη (ἀδικεῖ), αλλά δεν παραπέμπουν σε καμία απολύτως ηθική έννοια· η ενοχή που καταγγέλλουν, είναι καθαρά πολιτική· συνίσταται στην περιφρόνηση των συνθηκών ή στην επίθεση· αναγκαστικά δημιουργεί αντιστάσεις· αλλά δεν εκτείνεται πέρα από την περιοχή του γεγονότος και, τελικά, του προφανούς. Διότι αυτός ο “άδικος” χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού είναι κάτι παραδεκτό και ασυζήτητο· ο Θουκυδίδης το δηλώνει καθαρά ευθύς εξαρχής, όταν γράφει στο Α΄. 98. 4: πρώτη τε αὕτη πόλις ξυμμαχίς παρά τό καθεστηκός ἐδουλώθη. Οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστές δεν νοιάζονται να το διαψεύσουν[1]. Μόνο που δεν βλέπουν την αδικία, παρά μια κατάσταση κανονική και ολότελα δικαιολογημένη μέσα στην τάξη της πραγματικότητας· δέχονται την άσκηση μιας άδικης πολιτικής, όπως ένας τύραννος δέχεται την άσκηση μιας άδικης εξουσίας, επειδή το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν δεν είναι πρόβλημα ηθικής τάξεως. Και, καθώς φαίνεται, ο Θουκυδίδης δεν έβλεπε διαφορετικά το όλο θέμα. Η απόδειξη είναι ότι ακόμη και εδώ οι αντίπαλοι πρόθυμα συμφωνούν και ότι οι λόγοι εναντίον του ιμπεριαλισμού συχνά σ’ αυτό το σημείο υιοθετούν την άποψη του κατακτητή. Οι Κορίνθιοι καταλογίζουν στους Λακεδαιμονίους την πραγματική ευθύνη για τα γεγονότα, εφόσον δεν κατάφεραν να τα αποφύγουν[2]· ο Ερμοκράτης δηλώνει ότι το σφάλμα βαραίνει αυτούς που υποχωρούν και ότι το ιμπεριαλιστικό αίσθημα της Αθήνας είναι μια φυσική διάθεση μέσα στον άνθρωπο[3]· τα ίδια και στην Αθήνα, όταν ο Διόδοτος αντιτίθεται στις υπερβολές του Κλέωνα και υπερασπίζεται εναντίον του τη μετριοπάθεια, εξηγεί πολύ καθαρά ότι δεν έχει καμία πρόθεση να αναμίξει τη δικαιοσύνη με τις πολιτικές υποθέσεις[4]. Παντού ο ιμπεριαλισμός αντιμετωπίζεται ως γεγονός. Αντιβαίνει στη δικαιοσύνη, και κάτι τέτοιο προκαλεί θλίψη. Αλλά, όσο και να είναι βέβαιη η ηθική καταδίκη, παραμένει εντούτοις στη δεύτερη γραμμή· δεν είναι το θέμα που ο Θουκυδίδης εννοεί να εξετάσουν οι ρήτορές του, και κατά κάθε βεβαιότητα δεν είναι αυτό το θέμα του. Και, πάντως, η ίδια η αφήγηση δεν διαφέρει, ως προς τις αρχές που τη διαπνέουν, από τους λόγους που παρεμβάλλονται. Μεταξύ άλλων, η “Πεντηκονταετία” αρκείται να εξηγήσει με έναν αδιάφορο τρόπο την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού· τον διαπραγματεύεται όπως ένα οποιοδήποτε δεδομένο, με μια αντικειμενική αμεροληψία, πάρα πολύ χαρακτηριστική[5]. Για τον Θουκυδίδη, στο άδικο της Αθήνας αντιστοιχεί το διαφορετικό, αλλά όχι μικρότερο, άδικο της Σπάρτης. Φαίνεται να δέχεται ότι γενικά οι άνθρωποι και οι πόλεις πράττουν κατά το συμφέρον τους[6] και ότι πάνω σ’ αυτή τη βάση πρέπει να τοποθετούνται όλα τα προβλήματα που αναφέρονται στις μεταξύ τους σχέσεις. Και επειδή βλέπει τον ιμπεριαλισμό ως ένα δεδομένο που εντάσσεται στην τάξη των πολιτικών πραγμάτων, η κρίση του για αυτόν δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο εκτός από πολιτική[7].
 
Ούτε και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο δεν επιτρέπει να εισχωρήσει το αίσθημα της ελληνικής αδελφοσύνης. Ο Grundy αποφαίνεται ότι ο Θουκυδίδης ψέγει τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, στον βαθμό που αγανακτεί “βλέποντας Έλληνες να υποδουλώνουν άλλους Έλληνες”[8].
 
Αλλά, αν ήταν έτσι, ο Θουκυδίδης θα τόνιζε περισσότερο και την παραβίαση του ίδιου του σκοπού της ομοσπονδίας, και την κατάλυση της αυτονομίας στις σύμμαχες πόλεις, και, κυρίως, την αντίθεση ανάμεσα στα δύο ιμπεριαλιστικά προγράμματα, το ακραίο και το μετριοπαθές· κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και δεν θα μπορούσε να συμβεί, γιατί θα σήμαινε πως αισθανόταν αρκετά έντονα την αντίθεση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βαρβάρους, δηλαδή κάτι τελείως αντίθετο προς τη δική του σκέψη.
 
Όπως δεν επιδιώκει να αναδείξει την προστατευτική δράση της Αθήνας για τους άλλους Έλληνες, αποφεύγει επίσης να αποδοκιμάσει, στο όνομα της συγγένειας των Ελλήνων, τη μορφή που παίρνει ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός. Οι Έλληνες και οι Βάρβαροι βρίσκονται στην ίδια μοίρα -και η ιδέα αυτή γίνεται ακόμα πιο αποδεικτική, εφόσον δεν ταυτίζεται με τη γενική αντίληψη[9]. Επίσης δεν αγανακτεί όταν, στο βιβλίο Η΄, η Σπάρτη συνάπτει συμφωνία με τον Μεγάλο Βασιλιά[10]· ήδη δεν τον ενδιέφεραν οι πρώτες διαπραγματεύσεις που γίνονταν στην αρχή του πολέμου[11]· και με ευχαρίστηση αναφέρει πλάι – πλάι Έλληνες και Βαρβάρους (όπως στο Α’. 82. 1) ή σημειώνει τη σύμπρα­ξή τους στον κατάλογο του Ζ΄. 57.
 
Επιπλέον, σε ένα απόσπασμα όπου η συγκίνηση δεν μπορεί να κρυφτεί, δείχνει τον Περικλή να υπερηφανεύεται τόσο πολύ, ακριβώς επειδή πολύ η αθηναϊκή κυριαρχία ασκείται, όπως θάλεγε ο Grundy, πάνω σε Έλληνες: Ἑλλήνων τε ὅτι Ἕλληνες πλείστων δή ἤρξαμεν (Β΄. 64. 3): χωρίς αμφιβολία, το γεγονός ότι οι υπήκοοι είναι λαοί πολιτισμένοι, που κανονικά θα ήταν ανεξάρτητοι, του φαίνεται ότι αποτελεί ακόμα μεγαλύτερο τίτλο δόξας.
 
Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, κρίνει τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό από τη θέση όχι της Ελλάδας αλλά της Αθήνας. Η Ελλάδα μπορεί να βλάπτεται από αυτόν τον ιμπεριαλισμό, όπως βλάπτεται και η ηθική· αυτή η δεύτερη αντίρρηση έχει ακόμη λιγότερη σημασία από την προηγούμενη· βλέπει την κατακτητική πολιτική αποκλειστικά σε αναφορά με την πόλη, και την κρίνει μόνο ως προς αυτήν.
Τέλος, ακόμα και αυτά τα όρια δεν είναι αρκετά περιοριστικά. Πρέπει επίσης να αποκλεισθούν όλες εκείνες οι αντιλήψεις που συνδέουν τον ιμπεριαλισμό με ένα ορισμένο σύστημα και με μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη. Εξαιτίας των κατηγορηματικών επικρίσεων του Θουκυδίδη για τις ακρότητες της δημοκρατίας, και για ανθρώπους σαν τον Κλέωνα[12], εξαιτίας του εγκωμίου του για το καθεστώς του Θηραμένη[13], κάποιοι θέλησαν να τον δουν σαν έναν από εκείνους τους “αντιδραστικούς” που τους ενοχλούσαν συγχρόνως και το δημοκρατικό καθεστώς και η ιμπεριαλιστική πολιτική[14]. Η κρίση είναι πολύ εσπευσμένη. Ασφαλώς, η απέχθεια του Θουκυδίδη για την ακραία δημοκρατία είναι καλά τεκμηριωμένη· όμως, άνθρωποι με πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις κατέκριναν ομόφωνα τις έκδηλες ακρότητες στις οποίες αυτή παρασύρθηκε· και δεν χρειαζόταν κανένας κομματικός ζήλος, για να είναι κάποιος αυστηρός απέναντι τους. Άρα, με εξαίρεση αυτό το σημείο, η ένταξη του Θουκυδίδη σε ένα συγκεκριμένο κόμμα μοιάζει αρκετά δύσκολη: επιδοκίμασε το καθεστώς του Θηραμένη· όμως επιδοκίμασε άλλο τόσο ανεπιφύλαχτα το καθεστώς του Περικλή, αυτό το καθεστώς που, όπως λέει, ήταν δημοκρατία μόνο κατ’ όνομα, αλλά στην πραγματικότητα παραχωρούσε την εξουσία σε ένα μόνο άτομο (Β΄. 65. 9)· υπερασπίστηκε εν παρόδω ως και το καθεστώς των αρχαίων τυράννων (ΣΤ΄. 54). Αλλά οι γνήσιοι “μετριοπαθείς”, οι άνθρωποι του κόμματος του Θηραμένη, δεν συμμερίζονταν κανέναν από τους δύο αυτούς θαυμασμούς· και ιδιαίτερα δεν συμμερίζονταν καθόλου τη φλογερή συμπάθεια του Θουκυδίδη για το έργο και το πρόσωπο του Περικλή· αυτοί πήγαιναν πίσω στον Σόλωνα, στον Κλεισθένη[15]· και, τουλάχιστον για αυτόν τον λόγο, ο Θουκυδίδης δεν μπορεί να εξομοιωθεί μαζί τους[16].
 
Όμως, πάνω απ’ όλα, ό,τι εμποδίζει τον Θουκυδίδη σ’ αυτό το σημείο να κρίνει με μονομέρεια και να έχει τις αντιδράσεις του οπαδού μιας, οποιασδήποτε, πολιτικής παράταξης, είναι ακριβώς η άρνη­σή του να συνδέσει εκ των προτέρων τα δύο προβλήματα, το εσωτερικό και το εξωτερικό· αν δεν ήταν έτσι, πράγματι δεν θα είχε αφήσει στη σκιά τις σχέσεις που συνέδεαν γενικά τον ιμπεριαλισμό με την πολιτική ζωή της Αθήνας. Αν σκόπιμα αγνόησε τις δογματικές αντιθέσεις και τους δεσμούς που ένωναν τον ιμπεριαλισμό και τη δημοκρατία, η αιτία είναι ότι, από τη δική του σκοπιά, τα διάφορα πεδία παρέμεναν ανεξάρτητα. Ο Ed. Lange, στην πολύ διεισδυτική και διεξοδική μελέτη του Thucydide et lespartis (Ο Θουκυδίδης και τα κόμματα), κατόρθωσε να αποσπάσει τον Θουκυδίδη από όλες τις γνωστές ομάδες και να διακρίνει κατηγορίες αναφορών στην εξωτερική πολιτική, στην εσωτερική πολιτική και στα κοινωνικά δεδομένα. Για τον Θουκυδίδη, ο ιμπεριαλισμός ανήκε στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και στην αποτίμησή του για αυτό το θέμα δεν αφήνει να παρέμβει κανένα στοιχείο ξένο ως προς το πεδίο που εξετάζει.
 
Συνάγεται, λοιπόν, ότι το θέμα για αυτόν είναι να κρίνει μια ορισμένη πολιτική, από μια καθαρά πρακτική σκοπιά, λαμβάνοντας υπόψη μόνο ό,τι αφορά την Αθήνα και εξετάζοντας μόνο τα θέματα του εξωτερικού τομέα. Και ακριβώς αυτή η αυστηρότητα με την οποία περιχαρακώνει το πρόβλημα, αυτή η αμέτοχη αντιμετώπιση, αυτή η άρνηση κάθε προκατάληψης, εξηγούν συνολικά τόσο τις αποχρώσεις της κρίσης του όσο και τις οξύτητες που αυτή προκάλεσε. Γιατί το πρόβλημα, όπως το θέτει, συνεχώς ανανεώνεται. Καμιά εκ των προτέρων αιτία δεν υπαγορεύει τον έπαινο ή την επίκρισή του. Μόνο οι περιστάσεις προστάζουν. Το νόημα και η αξία των μέτρων που λαμβάνονται διαδοχικά, προσδιορίζονται μόνο από την επικαιρότητά τους. Ο Θουκυδίδης αγαπάει τη δύναμη της Αθήνας· την εγκωμιάζει με λέξεις γεμάτες από συγκίνηση· θαυμάζει τους συντελεστές της· ξέρει όμως και να επικρίνει όλους όσους θέλησαν να την αναπτύξουν με τρόπους αδέξιους ή υπερβολικούς ή άκαιρους: μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η κατασταλαγμένη μορφή της κρίσης του δεν μπορεί να βρεθεί παρά μόνο μέσα από συσχετισμούς μιας ολόκληρης σειράς αποτιμήσεων, που αλληλοπεριορίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
 
Επειδή, όμως, οι αποτιμήσεις αυτές αντιστοιχούν σε μια σειρά ανεξάρτητων κρίσεων, η σύγκλισή τους δεν γίνεται πάντοτε με τρόπο προφανή: ο Θουκυδίδης παρουσιάζει με αυστηρότητα την έλλειψη μετριοπάθειας του Κλέωνα, αλλά δηλώνει επίσης, μέσα από τα λεγόμενα του Περικλή, ότι οι δυνατότητες της Αθήνας είναι σχεδόν απεριόριστες· παρουσιάζει με αυστηρότητα την απερισκεψία του Αλκιβιάδη, δηλώνει όμως για την εκστρατεία της Σικελίας ότι το πιο μεγάλο λάθος βρισκόταν στην εκτέλεση παρά στην αρχή που την υπαγόρευσε, και, σε άλλο σημείο, ότι είναι μεγάλο λάθος να υποτιμάται η αθηναϊκή δύναμη. Υπάρχουν διατυπώσεις σχεδόν όμοιες για τον Περικλή και τον Κλέωνα από τη μία πλευρά, για τον Περικλή και τον Αλκιβιάδη από την άλλη· εντούτοις, η γενική αποτίμηση μεταβάλλεται από τη μία στην άλλη περίπτωση. Η μετριοπάθεια παρουσιάζεται ως αρετή ουσιαστική για ορισμένες πόλεις και σε ορισμένες περιπτώσεις· όμως, για άλλες πόλεις ή σε άλλες περιπτώσεις, παραχωρεί τη θέση της στην τόλμη. Τίποτα δεν είναι ορισμένο εκ των προτέρων και σε καθεμιά περίπτωση όλα εξαρτώνται από τις περιστάσεις της στιγμής.
 
Συνάγεται, λοιπόν, ότι η ίδια η αντικειμενικότητα του Θουκυδίδη προσδιορίζει με ακρίβεια το έργο που αναλάβαμε σ’ αυτή τη μελέτη· και, επειδή ο ίδιος αντιμετώπισε την καθεμιά ενέργεια της Αθήνας αυτή καθαυτήν, όπως έγινε και τη στιγμή που έγινε, οφείλουμε και εμείς με τη σειρά μας να εξετάσουμε καθένα από τα επεισόδια που ανιστορούν τις αθηναϊκές ενέργειες, αυτό καθαυτό και σε συνάρτηση με τον χρόνο της σύνταξής του. Όταν θα έχουμε κατορθώσει να αποκαταστήσουμε μία ισορροπία ή μία αλληλουχία ανάμεσα σ’ αυτά τα ποικίλα και φαινομενικά ασύμφωνα στοιχεία, θα μπορέσουμε να καταδείξουμε τη γενική κρίση του Θουκυδίδη για την αξία του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού.
-----------------
[1] Πβ. Α΄. 76. 2· Β΄. 63. 2· Γ΄. 40. 4· Ε΄. 89· ΣΤ΄. 85. 1.
[2] Α΄. 69. 1: οὐ γάρ ὁ δουλωσάμενος ἀλλ’ ὁ δυνάμενος μέν παῦσαι, περιορῶν δέ ἀληθέστερον αὐτό δρᾷ, εἴπερ καί τήν ἀξίωσιν τῆς ἀρετῆς ὡς ἐλευθερῶν τήν Ἑλλάδα φέρεται.
[3] Δ΄. 61. 5: καί τούς μέν Ἀθηναίους ταῦτα πλεονεκτεῖν τε καί προνοεῖσθαι πολλή ξυγγνώμη, καί οὐ τοῖς ἄρχειν βουλομένοις μέμφομαι, ἀλλά τοῖς ὑπακούειν ἑτοιμοτέροις οὖσιν· πέφυκε γάρ τό ἀνθρώπειον διά παντός ἄρχειν μέν τοῦ εἴκοντος, φυλάσσεσθαι δε τό ἐπιόν.
[4] Γ΄. 47. 5: καί τό Κλέωνος τό αὐτό δίκαιον καί ξύμφορον τῆς τιμω­ρίας οὐχ εὑρίσκεται ἐν αὐτῷ δυνατόν ὄν ἅμα γίγνεσθαι.
[5] Πβ. Lange, σελ. 629 – 630.
[6] Πβ. παρακάτω, σελ. 348.
[7] Αυτό δεν θα εμποδίσει την ανάλυση να αναχθεί σε έννοιες της ηθικής, οι οποίες όμως θα αποτελέσουν μέρος μιας αντικειμενικής διερεύνησης, έστω και αν πρόκειται να ενταχθούν στη διατύπωση μιας άμεσης κρίσης.
[8] Grundy, σελ. 32. Πρέπει εξάλλου να πούμε ότι το παράθεμα στο οποίο βασίζεται, είναι το Α’. 98. 4, που είδαμε προηγουμένως· το θέμα είναι ότι σ’ αυτό ο Θουκυδίδης υπογραμμίζει μάλλον τη νομική παράβαση παρά το πλήγμα που υφίσταται η αυτονομία των Ελλήνων.
[9] Βρίσκουμε στον Ηρόδοτο την πρώτη εμφάνιση του αισθήματος του πανελληνισμού (πβ. ιδιαίτερα το Η’. 144). Στην Αθήνα του 5ου αιώνα, η ιδέα βρίσκεται σε συνάρτηση με την κριτική του κατακτητικού ιμπεριαλισμού, κατά το μέτρο που αυτός εξακολουθεί να αγωνίζεται εναντίον της Σπάρτης. Βρίσκουμε έ­ναν πολύ σαφή απόηχο στον Αριστοφάνη, ιδιαίτερα σε έργα όπως η Ειρήνη ή η Λυσιστράτη (πβ. σχετικά με αυτό το σημείο: W. Meredith Hugill, Panhellenism in Aristophanes, University Chicago Press, 1936). Στον Ευριπίδη, τα σπάνια έργα όπου θα το συναντήσουμε, όπως η Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, είναι δυνατόν να αντιστοιχούν σε στιγμές κατά τις οποίες ο δημιουργός τους χάνει την ελπίδα της νίκης. Η έκβαση βρίσκεται στα μεγάλα δόγματα του πανελληνισμού του 4ου αιώνα, με τον Γοργία, τον Λυσία και κυρίως τον Ισοκράτη. Συνολικά για το θέμα, πβ. την ενδιαφέρουσα ανάλυση του J.H. Sussmann, Die Grundziige der Panhellenischen Idee im V und IV Jahruhunder v. Chr., Diss. In., Zurich, 1921 και, κυρίως, του Mathieu, These, III, L’ Unite hellenique avant Isocrate, σελ. 17-28. Πβ. εξάλλου και εδώ, σελ. 244.
[10] Ωστόσο, το σκάνδαλο είναι βεβαιωμένο (και μόνο η αντίθεση του Λίχα στο Η΄. 43. 3 θα έφτανε για να πεισθούμε)· και η έμπρακτη αυτή εγκατάλειψη της πολιτικής της “απελευθέρωσης” καθιστούσε την ενέργεια ακόμη πιο προκλητική.
[11] Πβ. Α΄. 82.1 και Β΄. 67.1· πρόκειται για απόπειρες των Λακεδαιμονίων, αλλά και οι δύο περιπτώσεις μνημονεύονται σαν κάτι δευτερεύον και ασφαλώς δεν οφείλεται σε πατριωτικούς ενδοιασμούς, όπως πιστεύει ο Glotz (σελ. 159), το ότι ο Θουκυδίδης δεν κάνει λόγο για την ειρήνη του Καλλία ή για το αττικο-περσικό σύμφωνο του 424· η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στις αρχές γενι­κής φύσεως που εξετάστηκαν στο δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους της μελέτης μας.
[12] Γ΄. 36. 6· Δ΄. 28. 5· πβ. για την περιφρόνηση που δείχνει απέναντι στον όχλο: Β΄. 65.4· Δ΄. 28. 3· Δ΄. 65. 3 – 4 κ.λπ.
[13] Το Η΄. 97.2: καί οὐχ ἥκιστα δή τόν πρῶτον χρόνον ἐπί γ’ ἐμοῦ Ἀθη­ναῖοι φαίνονται εἰ πολιτεύσαντες· μετρία γάρ ἥ τε ἐς τοΰς ὀλίγους καί τούς πολλούς ξύγκρασις ἐγένετο· τόν πρῶτον χρόνον ἐπί γ’ έμοῦ, δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά όπως το κατανοούν ο Classen και ο Herbst: “για πρώτη φορά από τότε που ζω”· το παράδειγμα του Ζ΄. 87. 1 (τούς πρώτους χρόνους) που αναφέρει ο Lange, είναι πολύ διαφορετικό.
[14] Ο συγγραφέας του Βίου προχωρεί ακόμη πιο πέρα: δηλώνει στην παράγραφο 4 ότι ολόκληρο το έργο εξηγείται με τη μνησικακία που έτρεφε ο Θουκυδίδης για αυτούς που τον εξόρισαν· και ότι, κατά συνέπεια, το έργο του είναι μονομερές διά τοῦτο δοκεῖ πολλά χαρίζεσθαι μέν Αακεδαιμονίοις, κατηγορεῖν δέ Ἀθηναίων τυραννίδα καί πλεονεξίαν. Η βεβαιότητα, έτσι όπως διατυπώνεται, συνιστά ηλιθιότητα, όμως αποκαλύπτει τους πειρασμούς που προσφέρονται σε έναν απρόσεκτο παρατηρητή.
[15] Είναι αυτό που κάνει επίσης ο Ισοκράτης· πβ. Mathieu, These, σελ. 22 και 138.
[16] Είναι αυτό που δέχεται ιδιαίτερα ο Ed. Meyer (ForschII, σελ. 403)· ο Θουκυδίδης εκπροσωπεί ευρύτερα, όπως πολύ σωστά το σημειώνει ο Beloch (Att. Pol., σελ. 20 σημ. 1) την άποψη της τάξης των ευπόρων, που διάκειντο ευνοϊκά απέναντι στον Περικλή.