Σε όλη μας τη ζωή είμαστε υποχρεωμένοι να πορευόμαστε σε άγνωστους δρόμους και να αντιμετωπίζουμε την αβεβαιότητα. Γι' αυτό ο άνθρωπος πάντοτε επεξεργαζόταν στρατηγικές για να προβλέπει το μέλλον: από την ερμηνεία προειδοποιητικών σημάτων ως τη μαντεία και μέχρι τις μεθόδους υπολογισμού που χρησιμοποιούμε στη σύγχρονη εποχή. Η αβεβαιότητα για το μέλλον οδηγεί σε μια διαρκή ταλάντευση μεταξύ φόβου και ελπίδας.
Αν είχαμε πιο ασφαλείς ζωές, θα υπήρχε περισσότερη ορθολογικότητα στον κόσμο. Σήμερα το μέλλον γίνεται αντιληπτό με τρόπο πιο αβέβαιο από όσο στο παρελθόν. Το τυχαίο παίζει επομένως πιο ισχυρό ρόλο και όλα αυτά οδηγούν τα άτομα να διακινδυνεύουν περισσότερο. Συμβαίνει αυτό που έλεγε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς: «Το αναπόφευκτο δεν συμβαίνει ποτέ, το απροσδόκητο συμβαίνει πάντοτε». Απροσδόκητα γεγονότα ήταν η πτώση του τείχους του Βερολίνου, οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία, την Τσετσενία, οι πόλεμοι του Κόλπου ή η οικονομική κρίση, η οποία εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης είχε επιπτώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
Επί μακρόν θεωρούσαμε ότι η ιστορία καθοδηγείται από μια λογική αναγκαιότητας. Σήμερα η προοπτική έχει αλλάξει: Το μέλλον φαίνεται να έχει ανακτήσει τον χαρακτήρα του ως απόλυτης τυχαιότητας, ως τόπου όπου εκδηλώνονται δυνάμεις οι οποίες ξεφεύγουν από τον έλεγχο των ανθρώπων. Υπάρχουν βέβαια τομείς στους οποίους το τυχαίο μειώνεται, όπως είναι για παράδειγμα η ιατρική. Αλλά μακροσκοπικά η τύχη και η διακινδύνευση παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο και αυτό εμποδίζει μακροπρόθεσμες προβλέψεις. Για παράδειγμα, στην οικονομική κρίση δεν ήταν μήπως το παιχνίδι υψηλού κινδύνου των Γκόλντμαν Σακς και Λίμαν Μπράδερς, των hedge funds και των στεγαστικών δανείων αυτό που προκάλεσε τις πιο καταστροφικές συνέπειες; Ακόμα και τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά συστήματα υποτάχθηκαν σε ανορθολογικά στοιχεία. Το είχε αντιληφθεί ο Μαξ Βέμπερ σχετικά με το χρηματιστήριο: ένα τέλειο σύστημα, που βασιζόταν στο παιχνίδι της διακινδύνευσης. Και επομένως ευπαθές στον φόβο. Ο πανικός μπορούσε να προκαλέσει την κατάρρευσή του. Η νεότερη εποχή αρχίζει με τις διατυπώσεις του Μακιαβέλι για καταστάσεις «έξω από κάθε ανθρώπινη εικασία», για μια τύχη που ενεργεί πέρα από κάθε πιθανή πρόβλεψη.
Και ο ιησουίτης Μπαλτάσαρ Γκρασιάν, τον 17ο αιώνα, έγραψε ένα «Χρησμολόγιο της φρόνησης», για να τονίσει ότι, αν κάποτε ο στοχασμός ήταν η ανώτατη τέχνη, όταν οι καιροί γίνονται περίπλοκοι, δεν μας απομένει παρά να προαισθανόμαστε και να μαντεύουμε. Πολλοί συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι ο κόσμος είναι εκτεθειμένος σε μια σειρά από τυχαία ενδεχόμενα. Αν δεν είχαμε συναντήσει εκείνο το πρόσωπο, αν δεν είχαμε κάνει εκείνη την πράξη, λένε, οι ζωές μας θα ήταν διαφορετικές. Είναι ένας συλλογισμός που στη λογοτεχνία λειτουργεί. Τον βρίσκω θελκτικό ακόμα και στην ιστοριογραφία, όταν χρησιμοποιεί αυτήν την προσέγγιση της εικασίας: αν στη μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ., είχαν νικήσει οι Πέρσες, ο ελληνικός ορθολογισμός, δηλαδή ο πολιτισμός μας, θα είχε καταπνιγεί στη γέννησή του και θα είχαν επιβληθεί οι ανατολικές θρησκείες. Στη ζωή όμως τι νόημα έχει να συλλογιζόμαστε με αυτόν τον τρόπο; Είμαστε αυτό που είμαστε, ακριβώς επειδή συναντήσαμε εκείνο το πρόσωπο και κάναμε εκείνη την πράξη.
Το τυχαίο δεν είναι μια μεταφυσική οντότητα. Οι καταστάσεις μπορεί και να αλλάζουν χάρη στο «παραποιημένο ζάρι», που υπέδειξε ο Μαξ Βέμπερ. Εξηγούμαι καλύτερα. Αν ρίξω ένα ζάρι, η πιθανότητα να βγει, ας πούμε, το 3 είναι μία στις έξι (επειδή το ζάρι έχει έξι όψεις). Ο Βέμπερ έδειξε ότι, αν μετακινήσουμε το κέντρο βάρους ενός ζαριού προς το 3, αυξάνουμε τις πιθανότητες να βγει αυτός ο αριθμός. Αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους αντιστοιχεί στην ανθρώπινη παρέμβαση, επειδή μεταξύ αναγκαιότητας και τυχαίου υπάρχει ένα ευρύ πεδίο, το οποίο μπορεί να τροποποιηθεί. Και όσο περισσότερο παρεμβαίνουμε τόσο περισσότερο αλλάζουν τα πράγματα.
Για να υποτάξουμε το τυχαίο στη βούλησή μας πρέπει να κάνουμε υπολογισμούς βασιζόμενους σε κριτήρια υποκειμενικής πιθανότητας, δηλαδή να πάρουμε υπόψη μας τον μεγαλύτερο αριθμό πιθανών παραγόντων. Η γνώση είναι ένα όριο στο τυχαίο. Η άγνοια, αντίθετα, μεγαλώνει τη δύναμη του τυχαίου. Το είχε ήδη πει ο Αριστοτέλης: το τυχαίο δεν είναι παρά έκφραση της άγνοιάς μας. Μπορούμε βέβαια να το ερμηνεύσουμε και να το ελέγξουμε. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο μαθηματικός Κοντορσέ υποστήριζε ότι η εκπαίδευση μειώνει την αβεβαιότητα. Γι' αυτό και ήταν ένας από τους ενεργητικούς υποστηρικτές της δωρεάν εκπαίδευσης που είναι ανοιχτή σε όλους. Οσο περισσότερα γνωρίζουμε τόσο περισσότερο αποδεκτό γίνεται το μέλλον. Γι' αυτό γεννήθηκε η στατιστική. Και ήταν ένας παίχτης τυχερών παιχνιδιών, ο Σεβαλιέ ντε Μερέ, εκείνος που παρότρυνε τον μαθηματικό Πιερ ντε Φερμά να ασχοληθεί μαζί της. Και είναι ενδιαφέρον το ότι ο Πασκάλ είναι αυτός που επινόησε τον όρο «ρουλέτα», ο οποίος υποδήλωνε όχι τόσο το παιχνίδι καθαυτό αλλά την κυκλοειδή καμπύλη που χαράσσει η μπίλια όταν κάνει γύρους. Χρειάζεται να έχουμε την ευφυΐα για να τροποποιούμε την τύχη και να μη μένουμε μαριονέτες στα χέρια της. Ο ίδιος ο Πασκάλ, για την ύπαρξη του Θεού, δεν χρησιμοποιεί αποδείξεις αλλά ένα στοίχημα: οφείλουμε να στοιχηματίζουμε ότι ο Θεός υπάρχει, καθώς δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Στη σημερινή κατάσταση, αν εξετάσουμε το μέλλον, είμαστε υποχρεωμένοι να στοιχηματίσουμε.
Αν είχαμε πιο ασφαλείς ζωές, θα υπήρχε περισσότερη ορθολογικότητα στον κόσμο. Σήμερα το μέλλον γίνεται αντιληπτό με τρόπο πιο αβέβαιο από όσο στο παρελθόν. Το τυχαίο παίζει επομένως πιο ισχυρό ρόλο και όλα αυτά οδηγούν τα άτομα να διακινδυνεύουν περισσότερο. Συμβαίνει αυτό που έλεγε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς: «Το αναπόφευκτο δεν συμβαίνει ποτέ, το απροσδόκητο συμβαίνει πάντοτε». Απροσδόκητα γεγονότα ήταν η πτώση του τείχους του Βερολίνου, οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία, την Τσετσενία, οι πόλεμοι του Κόλπου ή η οικονομική κρίση, η οποία εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης είχε επιπτώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
Επί μακρόν θεωρούσαμε ότι η ιστορία καθοδηγείται από μια λογική αναγκαιότητας. Σήμερα η προοπτική έχει αλλάξει: Το μέλλον φαίνεται να έχει ανακτήσει τον χαρακτήρα του ως απόλυτης τυχαιότητας, ως τόπου όπου εκδηλώνονται δυνάμεις οι οποίες ξεφεύγουν από τον έλεγχο των ανθρώπων. Υπάρχουν βέβαια τομείς στους οποίους το τυχαίο μειώνεται, όπως είναι για παράδειγμα η ιατρική. Αλλά μακροσκοπικά η τύχη και η διακινδύνευση παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο και αυτό εμποδίζει μακροπρόθεσμες προβλέψεις. Για παράδειγμα, στην οικονομική κρίση δεν ήταν μήπως το παιχνίδι υψηλού κινδύνου των Γκόλντμαν Σακς και Λίμαν Μπράδερς, των hedge funds και των στεγαστικών δανείων αυτό που προκάλεσε τις πιο καταστροφικές συνέπειες; Ακόμα και τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά συστήματα υποτάχθηκαν σε ανορθολογικά στοιχεία. Το είχε αντιληφθεί ο Μαξ Βέμπερ σχετικά με το χρηματιστήριο: ένα τέλειο σύστημα, που βασιζόταν στο παιχνίδι της διακινδύνευσης. Και επομένως ευπαθές στον φόβο. Ο πανικός μπορούσε να προκαλέσει την κατάρρευσή του. Η νεότερη εποχή αρχίζει με τις διατυπώσεις του Μακιαβέλι για καταστάσεις «έξω από κάθε ανθρώπινη εικασία», για μια τύχη που ενεργεί πέρα από κάθε πιθανή πρόβλεψη.
Και ο ιησουίτης Μπαλτάσαρ Γκρασιάν, τον 17ο αιώνα, έγραψε ένα «Χρησμολόγιο της φρόνησης», για να τονίσει ότι, αν κάποτε ο στοχασμός ήταν η ανώτατη τέχνη, όταν οι καιροί γίνονται περίπλοκοι, δεν μας απομένει παρά να προαισθανόμαστε και να μαντεύουμε. Πολλοί συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι ο κόσμος είναι εκτεθειμένος σε μια σειρά από τυχαία ενδεχόμενα. Αν δεν είχαμε συναντήσει εκείνο το πρόσωπο, αν δεν είχαμε κάνει εκείνη την πράξη, λένε, οι ζωές μας θα ήταν διαφορετικές. Είναι ένας συλλογισμός που στη λογοτεχνία λειτουργεί. Τον βρίσκω θελκτικό ακόμα και στην ιστοριογραφία, όταν χρησιμοποιεί αυτήν την προσέγγιση της εικασίας: αν στη μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ., είχαν νικήσει οι Πέρσες, ο ελληνικός ορθολογισμός, δηλαδή ο πολιτισμός μας, θα είχε καταπνιγεί στη γέννησή του και θα είχαν επιβληθεί οι ανατολικές θρησκείες. Στη ζωή όμως τι νόημα έχει να συλλογιζόμαστε με αυτόν τον τρόπο; Είμαστε αυτό που είμαστε, ακριβώς επειδή συναντήσαμε εκείνο το πρόσωπο και κάναμε εκείνη την πράξη.
Το τυχαίο δεν είναι μια μεταφυσική οντότητα. Οι καταστάσεις μπορεί και να αλλάζουν χάρη στο «παραποιημένο ζάρι», που υπέδειξε ο Μαξ Βέμπερ. Εξηγούμαι καλύτερα. Αν ρίξω ένα ζάρι, η πιθανότητα να βγει, ας πούμε, το 3 είναι μία στις έξι (επειδή το ζάρι έχει έξι όψεις). Ο Βέμπερ έδειξε ότι, αν μετακινήσουμε το κέντρο βάρους ενός ζαριού προς το 3, αυξάνουμε τις πιθανότητες να βγει αυτός ο αριθμός. Αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους αντιστοιχεί στην ανθρώπινη παρέμβαση, επειδή μεταξύ αναγκαιότητας και τυχαίου υπάρχει ένα ευρύ πεδίο, το οποίο μπορεί να τροποποιηθεί. Και όσο περισσότερο παρεμβαίνουμε τόσο περισσότερο αλλάζουν τα πράγματα.
Για να υποτάξουμε το τυχαίο στη βούλησή μας πρέπει να κάνουμε υπολογισμούς βασιζόμενους σε κριτήρια υποκειμενικής πιθανότητας, δηλαδή να πάρουμε υπόψη μας τον μεγαλύτερο αριθμό πιθανών παραγόντων. Η γνώση είναι ένα όριο στο τυχαίο. Η άγνοια, αντίθετα, μεγαλώνει τη δύναμη του τυχαίου. Το είχε ήδη πει ο Αριστοτέλης: το τυχαίο δεν είναι παρά έκφραση της άγνοιάς μας. Μπορούμε βέβαια να το ερμηνεύσουμε και να το ελέγξουμε. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο μαθηματικός Κοντορσέ υποστήριζε ότι η εκπαίδευση μειώνει την αβεβαιότητα. Γι' αυτό και ήταν ένας από τους ενεργητικούς υποστηρικτές της δωρεάν εκπαίδευσης που είναι ανοιχτή σε όλους. Οσο περισσότερα γνωρίζουμε τόσο περισσότερο αποδεκτό γίνεται το μέλλον. Γι' αυτό γεννήθηκε η στατιστική. Και ήταν ένας παίχτης τυχερών παιχνιδιών, ο Σεβαλιέ ντε Μερέ, εκείνος που παρότρυνε τον μαθηματικό Πιερ ντε Φερμά να ασχοληθεί μαζί της. Και είναι ενδιαφέρον το ότι ο Πασκάλ είναι αυτός που επινόησε τον όρο «ρουλέτα», ο οποίος υποδήλωνε όχι τόσο το παιχνίδι καθαυτό αλλά την κυκλοειδή καμπύλη που χαράσσει η μπίλια όταν κάνει γύρους. Χρειάζεται να έχουμε την ευφυΐα για να τροποποιούμε την τύχη και να μη μένουμε μαριονέτες στα χέρια της. Ο ίδιος ο Πασκάλ, για την ύπαρξη του Θεού, δεν χρησιμοποιεί αποδείξεις αλλά ένα στοίχημα: οφείλουμε να στοιχηματίζουμε ότι ο Θεός υπάρχει, καθώς δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Στη σημερινή κατάσταση, αν εξετάσουμε το μέλλον, είμαστε υποχρεωμένοι να στοιχηματίσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου