Ο Αισχίνης του Δημοσθένη
Το 336 π.Χ. ο Αθηναίος πολιτικός Κτησιφών, που ανήκε στον στενό κύκλο του Δημοσθένη, ενθαρρυμένος ίσως και από το ευνοϊκό κλίμα που είχε διαμορφωθεί, επειδή πρόσφατα ο Δημοσθένης ως τειχοποιός είχε συνεισφέρει ικανό ποσό εξ ιδίων για την επισκευή των τειχών, έκανε πρόταση στη βουλή να στεφανωθεί ο Δημοσθένης με χρυσό στεφάνι για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην πόλη. Η πρόταση προέβλεπε επίσης η απόδοση της τιμής αυτής να γίνει στα Μεγάλα Διονύσια της επόμενης χρονιάς, όταν θα παίζονταν οι τραγωδίες, δηλ. σε μια στιγμή που θα ήταν συγκεντρωμένοι στο θέατρο όλοι οι Αθηναίοι και πάρα πολλοί ξένοι. Στην πρόταση αντέδρασε ο Αισχίνης, ο οποίος προσέβαλε την πρόταση (ψήφισμα) του Κτησιφώντα με τη διαδικασία της γραφής παρανόμων, υποβάλλοντας δηλ. μήνυση διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, η πρόταση προσέκρουε σε ήδη υπάρχοντα νόμο -κάτι ανάλογο δηλ. με τη δική μας αντισυνταγματικότητα. Για λόγους που δεν γνωρίζουμε, η υπόθεση εκδικάστηκε με μεγάλη καθυστέρηση το 330 π. Χ. Ο Δημοσθένης εκφώνησε τον λόγο Περὶ τοῦ στεφάνου, που θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του. Ο Αισχίνης απάντησα με τον λόγο Κατὰ Κτησιφῶντος, από τον οποίο προέρχεται το Κείμενο 124, που προσφέρεται να διαβαστεί παράλληλα.
Ο Δημοσθένης, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, επιχειρεί στον Περὶ τοῦ στεφάνου εφ᾽ όλης τη ύλης απολογισμό για την πολιτική που ακολούθησε. Στο παρατιθέμενο απόσπασμα, που προέρχεται από την απόδειξη (το αποδεικτικό μέρος του λόγου), ο ρήτορας, παραμένοντας στην ιδιωτική σφαίρα και χωρίς να αναφέρεται ευθέως στην πολιτική του διαδρομή, συγκρίνει τον βίο του Αισχίνη με τον δικό του, εστιάζοντας κυρίως στην καταγωγή, την ανατροφή, την εκπαίδευση και την επαγγελματική σταδιοδρομία. Ο Δημοσθένης με λόγο χειμαρρώδη και ύφος συχνά δηκτικό και σαρκαστικό επιτίθεται με δριμύτητα στον αντίπαλό του σε προσωπικό επίπεδο. (Ο αρχαίος όρος για τέτοιου είδους προσωπικές επιθέσεις είναι διαβολή =αμαύρωση, κατασυκοφάντηση του αντιπάλου).
Περὶ τοῦ στεφάνου § 256-266
[256] καὶ μὴν εἴ γε τὴν ἐμὴν τύχην πάντως ἐξετάζειν, Αἰσχίνη, προαιρεῖ, πρὸς τὴν σεαυτοῦ σκόπει, κἂν εὕρῃς τὴν ἐμὴν βελτίω τῆς σῆς, παῦσαι λοιδορούμενος αὐτῇ. σκόπει τοίνυν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς. καί μου πρὸς Διὸς μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς. ἐγὼ γὰρ οὔτ᾽ εἴ τις πενίαν προπηλακίζει, νοῦν ἔχειν ἡγοῦμαι, οὔτ᾽ εἴ τις ἐν ἀφθόνοις τραφεὶς ἐπὶ τούτῳ σεμνύνεται· ἀλλ᾽ ὑπὸ τῆς τουτουὶ τοῦ χαλεποῦ βλασφημίας καὶ συκοφαντίας εἰς τοιούτους λόγους ἐμπίπτειν ἀναγκάζομαι, οἷς ἐκ τῶν ἐνόντων ὡς ἂν δύνωμαι μετριώτατα χρήσομαι.
[257] ἐμοὶ μὲν τοίνυν ὑπῆρξεν, Αἰσχίνη, παιδὶ μὲν ὄντι φοιτᾶν εἰς τὰ προσήκοντα διδασκαλεῖα, καὶ ἔχειν ὅσα χρὴ τὸν μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσοντα δι᾽ ἔνδειαν, ἐξελθόντι δ᾽ ἐκ παίδων ἀκόλουθα τούτοις πράττειν, χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν, μηδεμιᾶς φιλοτιμίας μήτ᾽ ἰδίας μήτε δημοσίας ἀπολείπεσθαι, ἀλλὰ καὶ τῇ πόλει καὶ τοῖς φίλοις χρήσιμον εἶναι, ἐπειδὴ δὲ πρὸς τὰ κοινὰ προσελθεῖν ἔδοξέ μοι, τοιαῦτα πολιτεύμαθ᾽ ἑλέσθαι ὥστε καὶ ὑπὸ τῆς πατρίδος καὶ ὑπ᾽ ἄλλων Ἑλλήνων πολλῶν πολλάκις ἐστεφανῶσθαι, καὶ μηδὲ τοὺς ἐχθροὺς ὑμᾶς, ὡς οὐ καλά γ᾽ ἦν ἃ προειλόμην, ἐπιχειρεῖν λέγειν. [258] ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ, καὶ πόλλ᾽ ἂν ἔχων ἕτερ᾽ εἰπεῖν περὶ αὐτῆς παραλείπω, φυλαττόμενος τὸ λυπῆσαί τιν᾽ ἐν οἷς σεμνύνομαι. σὺ δ᾽ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους σκόπει πρὸς ταύτην ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ, δι᾽ ἣν παῖς μὲν ὢν μετὰ πολλῆς τῆς ἐνδείας ἐτράφης, ἅμα τῷ πατρὶ πρὸς τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ μέλαν τρίβων καὶ τὰ βάθρα σπογγίζων καὶ τὸ παιδαγωγεῖον κορῶν, οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων, [259] ἀνὴρ δὲ γενόμενος τῇ μητρὶ τελούσῃ τὰς βίβλους ἀνεγίγνωσκες καὶ τἄλλα συνεσκευωροῦ, τὴν μὲν νύκτα νεβρίζων καὶ κρατηρίζων καὶ καθαίρων τοὺς τελουμένους καὶ ἀπομάττων τῷ πηλῷ καὶ τοῖς πιτύροις, καὶ ἀνιστὰς ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ κελεύων λέγειν «ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον», ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ᾽ ὀλολύξαι σεμνυνόμενος (καὶ ἔγωγε νομίζω· [260] μὴ γὰρ οἴεσθ᾽ αὐτὸν φθέγγεσθαι μὲν οὕτω μέγα, ὀλολύζειν δ᾽ οὐχ ὑπέρλαμπρον), ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις τοὺς καλοὺς θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ, τοὺς ὄφεις τοὺς παρείας θλίβων καὶ ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, καὶ βοῶν «εὐοῖ σαβοῖ,» καὶ ἐπορχούμενος «Ὑῆς Ἄττης Ἄττης Ὑῆς», ἔξαρχος καὶ προηγεμὼν καὶ κιττοφόρος καὶ λικνοφόρος καὶ τοιαῦθ᾽ ὑπὸ τῶν γρᾳδίων προσαγορευόμενος, μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα καὶ στρεπτοὺς καὶ νεήλατα, ἐφ᾽ οἷς τίς οὐκ ἂν ὡς ἀληθῶς αὑτὸν εὐδαιμονίσειε καὶ τὴν αὑτοῦ τύχην; [261] ἐπειδὴ δ᾽ εἰς τοὺς δημότας ἐνεγράφης ὁπωσδήποτε, (ἐῶ γὰρ τοῦτο,) ἐπειδή γ᾽ ἐνεγράφης, εὐθέως τὸ κάλλιστον ἐξελέξω τῶν ἔργων, γραμματεύειν καὶ ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις. ὡς δ᾽ ἀπηλλάγης ποτὲ καὶ τούτου, πάνθ᾽ ἃ τῶν ἄλλων κατηγορεῖς αὐτὸς ποιήσας, [262] οὐ κατῄσχυνας μὰ Δί᾽ οὐδὲν τῶν προϋπηργμένων τῷ μετὰ ταῦτα βίῳ, ἀλλὰ μισθώσας σαυτὸν τοῖς βαρυστόνοις {ἐπικαλουμένοις} ἐκείνοις ὑποκριταῖς Σιμύκᾳ καὶ Σωκράτει, ἐτριταγωνίστεις, σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλάας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων, πλείω λαμβάνων ἀπὸ τούτων ἢ τῶν ἀγώνων, οὓς ὑμεῖς περὶ τῆς ψυχῆς ἠγωνίζεσθε· ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος, ὑφ᾽ ὧν πολλὰ τραύματ᾽ εἰληφὼς εἰκότως τοὺς ἀπείρους τῶν τοιούτων κινδύνων ὡς δειλοὺς σκώπτεις. [263] ἀλλὰ γὰρ παρεὶς ὧν τὴν πενίαν αἰτιάσαιτ᾽ ἄν τις, πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σου βαδιοῦμαι κατηγορήματα. τοιαύτην γὰρ εἵλου πολιτείαν, ἐπειδή ποτε καὶ τοῦτ᾽ ἐπῆλθέ σοι ποιῆσαι, δι᾽ ἣν εὐτυχούσης μὲν τῆς πατρίδος λαγὼ βίον ἔζης δεδιὼς καὶ τρέμων καὶ ἀεὶ πληγήσεσθαι προσδοκῶν ἐφ᾽ οἷς σαυτῷ συνῄδεις ἀδικοῦντι, ἐν οἷς δ᾽ ἠτύχησαν οἱ ἄλλοι, θρασὺς ὢν ὑφ᾽ ἁπάντων ὦψαι. [264] καίτοι ὅστις χιλίων πολιτῶν ἀποθανόντων ἐθάρρησε, τί οὗτος παθεῖν ὑπὸ τῶν ζώντων δίκαιός ἐστιν; πολλὰ τοίνυν ἕτερ᾽ εἰπεῖν ἔχων περὶ αὐτοῦ παραλείψω· οὐ γὰρ ὅσ᾽ ἂν δείξαιμι προσόντ᾽ αἰσχρὰ τούτῳ καὶ ὀνείδη, πάντ᾽ οἶμαι δεῖν εὐχερῶς λέγειν, ἀλλ᾽ ὅσα μηδὲν αἰσχρόν ἐστιν εἰπεῖν ἐμοί. [265] ἐξέτασον τοίνυν παρ᾽ ἄλληλα τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, πράως, μὴ πικρῶς, Αἰσχίνη· εἶτ᾽ ἐρώτησον τουτουσὶ τὴν ποτέρου τύχην ἂν ἕλοιθ᾽ ἕκαστος αὐτῶν. ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ᾽ ἐφοίτων. ἐτέλεις, ἐγὼ δ᾽ ἐτελούμην. ἐγραμμάτευες, ἐγὼ δ᾽ ἠκκλησίαζον. ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δ᾽ ἐθεώρουν. ἐξέπιπτες, ἐγὼ δ᾽ ἐσύριττον. ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν πεπολίτευσαι πάντα, ἐγὼ δ᾽ ὑπὲρ τῆς πατρίδος. [266] ἐῶ τἄλλα, ἀλλὰ νυνὶ τήμερον ἐγὼ μὲν ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι, τὸ δὲ μηδ᾽ ὁτιοῦν ἀδικεῖν ἀνωμολόγημαι, σοὶ δὲ συκοφάντῃ μὲν εἶναι δοκεῖν ὑπάρχει, κινδυνεύεις δ᾽ εἴτε δεῖ σ᾽ ἔτι τοῦτο ποιεῖν, εἴτ᾽ ἤδη πεπαῦσθαι μὴ μεταλαβόντα τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων. ἀγαθῇ γ᾽, οὐχ ὁρᾷς; τύχῃ συμβεβιωκὼς τῆς ἐμῆς κατηγορεῖς.
***
[256] Αν πάντως, Αισχίνη, η επιλογή σου είναι να εξετάσεις οπωσδήποτε την προσωπική μου τύχη, παράβαλέ την με τη δική σου και, αν διαπιστώσεις ότι η τύχη μου είναι καλύτερη από την δική σου, πάψε να την χλευάζεις. Εξέτασέ την λοιπόν από την αρχή-αρχή. Και μη μου καταλογίσει κανείς μα τον Δία την παραμικρή έλλειψη ευαισθησίας. Γιατί εγώ δεν θεωρώ νουνεχή ούτε αυτόν που ονειδίζει κάποιον για τη φτώχια του ούτε εκείνον που έζησε μέσα στην αφθονία και επαίρεται γι᾽ αυτό· με αναγκάζουν όμως οι διαβολές και οι συκοφαντίες αυτού του αδίσταχτου ανθρώπου να μιλήσω και για τέτοια θέματα, στα οποία εγώ θα αναφερθώ, στο βαθμό που μου επιτρέπουν οι περιστάσεις, με τη μέγιστη δυνατή διακριτικότητα.
[257] Εγώ λοιπόν, Αισχίνη, είχα την άνεση, όταν ήμουν παιδί, να φοιτώ στα σχολεία που έπρεπε και να έχω όλα όσα απαιτείται να έχει κάποιος προκειμένου να μην κάνει κάτι επονείδιστο από ανέχεια· αργότερα, όταν ενηλικιώθηκα, μπορούσα να κάνω πράγματα ανάλογα με τις προϋποθέσεις αυτές, να αναλαμβάνω χορηγός, τριήραρχος,1 να εισφέρω εκτάκτως μεγάλα ποσά, να μην απουσιάζω από καμιά γενναιόδωρη προσφορά ούτε ιδιωτική ούτε δημόσια,2 αλλά να είμαι χρήσιμος και στην πόλη και στους φίλους· τέλος, όταν πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με τα κοινά, είχα τη δυνατότητα να επιλέξω να πολιτευτώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχω στεφανωθεί πολλές φορές και από την πατρίδα μου3 και από πολλούς άλλους Έλληνες4 και ακόμα και εσείς, οι εχθροί μου, να μην επιχειρήσετε να πείτε ότι οι επιλογές μου δεν υπήρξαν τουλάχιστον τιμητικές.
[258] Εμένα λοιπόν τέτοια τύχη με συνόδευσε στη ζωή μου και παρ᾽ όλο που θα μπορούσα να πω και άλλα πολλά γι᾽ αυτή, τα παραλείπω, επειδή δεν θα ᾽θελα να ενοχλήσω κάποιους αναφερόμενος σ᾽ αυτά για τα οποία σεμνύνομαι. Εσύ όμως, ο σπουδαίος άνδρας που αντιμετωπίζει τους άλλους αφ᾽ υψηλού, εξέτασε παράλληλα ποια ήταν η δική σου τύχη, εξαιτίας της οποίας, όταν ήσουν παιδί, μεγάλωσες μέσα σε απερίγραπτη ένδεια -βοηθούσες σαν υπηρέτης τον πατέρα σου στο σχολείο, έτριβες το μελάνι, ξεσκόνιζες τους πάγκους, σκούπιζες την αίθουσα, η θέση σου ήταν θέση δούλου, όχι ελεύθερου παιδιού·5 [259] όταν πάλι έγινες άντρας, διάβαζες τις φυλλάδες,6 όταν η μητέρα σου έκανε τις μυήσεις,7 και συνέπραττες και σε όλες τις άλλες αγυρτείες, τη νύχτα φορούσες στους μυούμενους τη νεβρίδα,8 τους έβαζες να κρασοπίνουν από τον κρατήρα, διεκπεραίωνες τον καθαρμό τους αλείφοντάς τους με πηλό και με πίτουρα, και αφού τους σήκωνες όρθιους μετά τον καθαρμό, τους έλεγες να φωνάζουν «ξέφυγα από το κακό, βρήκα το καλύτερο»9 και καμάρωνες που κανείς έως τότε δεν είχε αλαλάξει10 τόσο δυνατά (κάτι που το πιστεύω βέβαια και εγώ· [260] γιατί μη φανταστείτε ότι φωνάζει τόσο δυνατά, και δεν αλαλάζει διαπεραστικότατα)· τις ημέρες πάλι οδηγούσες μέσα από τους δρόμους τους ωραίους θιάσους,11 τους στεφανωμένους με το μάραθο και τη λεύκη,12 κρατούσες σφιχτά τα φίδια με τα φουσκωμένα μάγουλα,13 τα ανάδευες πάνω από το κεφάλι σου, εκραύγαζες «εὐοῖ σαβοῖ»,14 χόρευες από πάνω το «Ὑῆς Ἄττης, Ἄττης Ὑῆς»,15 ενώ οι γριούλες σε αποκαλούσαν κορυφαίο και αρχηγό και κιστοφόρο και λικνοφόρο16 και τα παρόμοια και ως αμοιβή γι᾽ αυτά έπαιρνες πίτες, κουλούρια και παστέλια -γι᾽ αυτά ποιος δεν θα εμακάριζε αλήθεια τον εαυτό του και την τύχη του; [261] Και όταν έπειτα έγινε η εγγραφή σου στους δημότες,17 όπως τέλος πάντων έγινε -αυτό το αφήνω κατά μέρος-, όταν λοιπόν έγινε η εγγραφή, έσπευσες την ίδια στιγμή να διαλέξεις για τον εαυτό σου την πιο τιμητική απασχόληση, να υπηρετείς ως γραμματέας και κλητήρας ανθυποαξιωματούχων. Όταν κάποτε εγκατέλειψες και αυτή σου τη δραστηριότητα, αφού έκανες ο ίδιος όλα όσα προσάπτεις στους άλλους, [262] με τον μετέπειτα βίο σου ουδόλως μα τον Δία εντρόπιασες την προηγούμενη διαδρομή σου, αλλά αφού εκμίσθωσες τον εαυτό σου στον Σιμύκα και τον Σωκράτη,18 τους γνωστούς εκείνους ηθοποιούς με τις αγριοφωνάρες, έπαιζες ως τριταγωνιστής και μάζευες σύκα, σταφύλια, ελιές, όπως ο οπωροπώλης από τα ξένα χτήματα, κερδίζοντας περισσότερα από αυτά παρά από τους δραματικούς αγώνες, που για σας ήσαν αγώνες ζωής ή θανάτου·19 γιατί υπήρχε πόλεμος ανελέητος και χωρίς ανακωχή ανάμεσα σε σας και τους θεατές, και επειδή δέχτηκες απ᾽ αυτούς πολλά τραύματα, έχεις κάθε λόγο να λοιδορείς ως δειλούς εκείνους που δεν αντιμετώπισαν τέτοιους κινδύνους.
[263] Ωστόσο θα αφήσω κατά μέρος αυτά για τα οποία θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς την πενία και θα προχωρήσω στις συγκεκριμένες κατηγορίες που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα σου. Γιατί όταν κάποια στιγμή είχες τη φαεινή ιδέα να ασχοληθείς με την πολιτική, επέλεξες να πολιτευτείς με τέτοιο τρόπο, ώστε, όταν η πατρίδα σου ευτυχούσε, ζούσες βίο λαγού -φοβόσουν και έτρεμες και κάθε στιγμή περίμενες με αγωνία ότι θα δεχθείς κάποιο χτύπημα για τα αδικήματα που γνώριζες ότι είχες διαπράξει-, όταν όμως οι άλλοι ατύχησαν, σε είδαν οι πάντες να είσαι θρασύς. [264] Ωστόσο, για εκείνον που δεν έχασε το θράσος του όταν σκοτώθηκαν χίλιοι πολίτες,20 ποια τιμωρία από τους επιζώντες θα ήταν η προσήκουσα; Παρά το γεγονός λοιπόν ότι μπορώ να αναφέρω γι᾽ αυτόν πολλά ακόμη, θα τα παραλείψω· γιατί νομίζω ότι δεν πρέπει να λέω χωρίς ενδοιασμό όλα τα αισχρά και επονείδιστα που τον βαραίνουν, αλλά μόνο όσα δεν είναι καθόλου ντροπή για μένα να τα πω.
[265] Εξέτασε λοιπόν πλάι-πλάι τη ζωή τη δική σου και τη δική μου, ήρεμα, Αισχίνη, χωρίς οξύτητα· έπειτα ρώτησε αυτούς εδώ την τύχη τίνος εκ των δύο θα προτιμούσε ο καθένας. Εσύ εδίδασκες γράμματα, εγώ εμάθαινα· εσύ έκανες μυήσεις, εγώ ήμουν ανάμεσα στους μυούμενους· εσύ υπηρετούσες ως γραμματέας, εγώ συμμετείχα στην εκκλησία του δήμου· εσύ έπαιζες ως τριταγωνιστής, εγώ παρακολουθούσα ως θεατής· σε γιουχάιζαν, εγώ σε σφύριζα· ως πολιτικός εσύ υπηρέτησες πάντα τους εχθρούς, εγώ την πατρίδα. [266] Παραλείπω τα υπόλοιπα· τώρα, σήμερα, εγώ κρίνομαι για το αν θα στεφανωθώ -ότι δεν έχω διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα γίνεται κοινώς παραδεκτό-, ενώ για σένα είναι δεδομένο ότι θεωρείσαι συκοφάντης και κρίνεται αν θα συνεχίσεις να κάνεις αυτά που έκανες ή θα τερματιστεί η δραστηριότητά σου εδώ και τώρα, αν δεν εξασφαλίσεις το 1/5 των ψήφων.21 Στη ζωή σου είχες τύχη προφανώς λαμπρή -δεν το βλέπεις;- και γι᾽ αυτό κατηγορείς τη δική μου.
----------------
Ο Δημοσθένης, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, επιχειρεί στον Περὶ τοῦ στεφάνου εφ᾽ όλης τη ύλης απολογισμό για την πολιτική που ακολούθησε. Στο παρατιθέμενο απόσπασμα, που προέρχεται από την απόδειξη (το αποδεικτικό μέρος του λόγου), ο ρήτορας, παραμένοντας στην ιδιωτική σφαίρα και χωρίς να αναφέρεται ευθέως στην πολιτική του διαδρομή, συγκρίνει τον βίο του Αισχίνη με τον δικό του, εστιάζοντας κυρίως στην καταγωγή, την ανατροφή, την εκπαίδευση και την επαγγελματική σταδιοδρομία. Ο Δημοσθένης με λόγο χειμαρρώδη και ύφος συχνά δηκτικό και σαρκαστικό επιτίθεται με δριμύτητα στον αντίπαλό του σε προσωπικό επίπεδο. (Ο αρχαίος όρος για τέτοιου είδους προσωπικές επιθέσεις είναι διαβολή =αμαύρωση, κατασυκοφάντηση του αντιπάλου).
Περὶ τοῦ στεφάνου § 256-266
[256] καὶ μὴν εἴ γε τὴν ἐμὴν τύχην πάντως ἐξετάζειν, Αἰσχίνη, προαιρεῖ, πρὸς τὴν σεαυτοῦ σκόπει, κἂν εὕρῃς τὴν ἐμὴν βελτίω τῆς σῆς, παῦσαι λοιδορούμενος αὐτῇ. σκόπει τοίνυν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς. καί μου πρὸς Διὸς μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς. ἐγὼ γὰρ οὔτ᾽ εἴ τις πενίαν προπηλακίζει, νοῦν ἔχειν ἡγοῦμαι, οὔτ᾽ εἴ τις ἐν ἀφθόνοις τραφεὶς ἐπὶ τούτῳ σεμνύνεται· ἀλλ᾽ ὑπὸ τῆς τουτουὶ τοῦ χαλεποῦ βλασφημίας καὶ συκοφαντίας εἰς τοιούτους λόγους ἐμπίπτειν ἀναγκάζομαι, οἷς ἐκ τῶν ἐνόντων ὡς ἂν δύνωμαι μετριώτατα χρήσομαι.
[257] ἐμοὶ μὲν τοίνυν ὑπῆρξεν, Αἰσχίνη, παιδὶ μὲν ὄντι φοιτᾶν εἰς τὰ προσήκοντα διδασκαλεῖα, καὶ ἔχειν ὅσα χρὴ τὸν μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσοντα δι᾽ ἔνδειαν, ἐξελθόντι δ᾽ ἐκ παίδων ἀκόλουθα τούτοις πράττειν, χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν, μηδεμιᾶς φιλοτιμίας μήτ᾽ ἰδίας μήτε δημοσίας ἀπολείπεσθαι, ἀλλὰ καὶ τῇ πόλει καὶ τοῖς φίλοις χρήσιμον εἶναι, ἐπειδὴ δὲ πρὸς τὰ κοινὰ προσελθεῖν ἔδοξέ μοι, τοιαῦτα πολιτεύμαθ᾽ ἑλέσθαι ὥστε καὶ ὑπὸ τῆς πατρίδος καὶ ὑπ᾽ ἄλλων Ἑλλήνων πολλῶν πολλάκις ἐστεφανῶσθαι, καὶ μηδὲ τοὺς ἐχθροὺς ὑμᾶς, ὡς οὐ καλά γ᾽ ἦν ἃ προειλόμην, ἐπιχειρεῖν λέγειν. [258] ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ, καὶ πόλλ᾽ ἂν ἔχων ἕτερ᾽ εἰπεῖν περὶ αὐτῆς παραλείπω, φυλαττόμενος τὸ λυπῆσαί τιν᾽ ἐν οἷς σεμνύνομαι. σὺ δ᾽ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους σκόπει πρὸς ταύτην ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ, δι᾽ ἣν παῖς μὲν ὢν μετὰ πολλῆς τῆς ἐνδείας ἐτράφης, ἅμα τῷ πατρὶ πρὸς τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ μέλαν τρίβων καὶ τὰ βάθρα σπογγίζων καὶ τὸ παιδαγωγεῖον κορῶν, οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων, [259] ἀνὴρ δὲ γενόμενος τῇ μητρὶ τελούσῃ τὰς βίβλους ἀνεγίγνωσκες καὶ τἄλλα συνεσκευωροῦ, τὴν μὲν νύκτα νεβρίζων καὶ κρατηρίζων καὶ καθαίρων τοὺς τελουμένους καὶ ἀπομάττων τῷ πηλῷ καὶ τοῖς πιτύροις, καὶ ἀνιστὰς ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ κελεύων λέγειν «ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον», ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ᾽ ὀλολύξαι σεμνυνόμενος (καὶ ἔγωγε νομίζω· [260] μὴ γὰρ οἴεσθ᾽ αὐτὸν φθέγγεσθαι μὲν οὕτω μέγα, ὀλολύζειν δ᾽ οὐχ ὑπέρλαμπρον), ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις τοὺς καλοὺς θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ, τοὺς ὄφεις τοὺς παρείας θλίβων καὶ ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, καὶ βοῶν «εὐοῖ σαβοῖ,» καὶ ἐπορχούμενος «Ὑῆς Ἄττης Ἄττης Ὑῆς», ἔξαρχος καὶ προηγεμὼν καὶ κιττοφόρος καὶ λικνοφόρος καὶ τοιαῦθ᾽ ὑπὸ τῶν γρᾳδίων προσαγορευόμενος, μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα καὶ στρεπτοὺς καὶ νεήλατα, ἐφ᾽ οἷς τίς οὐκ ἂν ὡς ἀληθῶς αὑτὸν εὐδαιμονίσειε καὶ τὴν αὑτοῦ τύχην; [261] ἐπειδὴ δ᾽ εἰς τοὺς δημότας ἐνεγράφης ὁπωσδήποτε, (ἐῶ γὰρ τοῦτο,) ἐπειδή γ᾽ ἐνεγράφης, εὐθέως τὸ κάλλιστον ἐξελέξω τῶν ἔργων, γραμματεύειν καὶ ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις. ὡς δ᾽ ἀπηλλάγης ποτὲ καὶ τούτου, πάνθ᾽ ἃ τῶν ἄλλων κατηγορεῖς αὐτὸς ποιήσας, [262] οὐ κατῄσχυνας μὰ Δί᾽ οὐδὲν τῶν προϋπηργμένων τῷ μετὰ ταῦτα βίῳ, ἀλλὰ μισθώσας σαυτὸν τοῖς βαρυστόνοις {ἐπικαλουμένοις} ἐκείνοις ὑποκριταῖς Σιμύκᾳ καὶ Σωκράτει, ἐτριταγωνίστεις, σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλάας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων, πλείω λαμβάνων ἀπὸ τούτων ἢ τῶν ἀγώνων, οὓς ὑμεῖς περὶ τῆς ψυχῆς ἠγωνίζεσθε· ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος, ὑφ᾽ ὧν πολλὰ τραύματ᾽ εἰληφὼς εἰκότως τοὺς ἀπείρους τῶν τοιούτων κινδύνων ὡς δειλοὺς σκώπτεις. [263] ἀλλὰ γὰρ παρεὶς ὧν τὴν πενίαν αἰτιάσαιτ᾽ ἄν τις, πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σου βαδιοῦμαι κατηγορήματα. τοιαύτην γὰρ εἵλου πολιτείαν, ἐπειδή ποτε καὶ τοῦτ᾽ ἐπῆλθέ σοι ποιῆσαι, δι᾽ ἣν εὐτυχούσης μὲν τῆς πατρίδος λαγὼ βίον ἔζης δεδιὼς καὶ τρέμων καὶ ἀεὶ πληγήσεσθαι προσδοκῶν ἐφ᾽ οἷς σαυτῷ συνῄδεις ἀδικοῦντι, ἐν οἷς δ᾽ ἠτύχησαν οἱ ἄλλοι, θρασὺς ὢν ὑφ᾽ ἁπάντων ὦψαι. [264] καίτοι ὅστις χιλίων πολιτῶν ἀποθανόντων ἐθάρρησε, τί οὗτος παθεῖν ὑπὸ τῶν ζώντων δίκαιός ἐστιν; πολλὰ τοίνυν ἕτερ᾽ εἰπεῖν ἔχων περὶ αὐτοῦ παραλείψω· οὐ γὰρ ὅσ᾽ ἂν δείξαιμι προσόντ᾽ αἰσχρὰ τούτῳ καὶ ὀνείδη, πάντ᾽ οἶμαι δεῖν εὐχερῶς λέγειν, ἀλλ᾽ ὅσα μηδὲν αἰσχρόν ἐστιν εἰπεῖν ἐμοί. [265] ἐξέτασον τοίνυν παρ᾽ ἄλληλα τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, πράως, μὴ πικρῶς, Αἰσχίνη· εἶτ᾽ ἐρώτησον τουτουσὶ τὴν ποτέρου τύχην ἂν ἕλοιθ᾽ ἕκαστος αὐτῶν. ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ᾽ ἐφοίτων. ἐτέλεις, ἐγὼ δ᾽ ἐτελούμην. ἐγραμμάτευες, ἐγὼ δ᾽ ἠκκλησίαζον. ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δ᾽ ἐθεώρουν. ἐξέπιπτες, ἐγὼ δ᾽ ἐσύριττον. ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν πεπολίτευσαι πάντα, ἐγὼ δ᾽ ὑπὲρ τῆς πατρίδος. [266] ἐῶ τἄλλα, ἀλλὰ νυνὶ τήμερον ἐγὼ μὲν ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι, τὸ δὲ μηδ᾽ ὁτιοῦν ἀδικεῖν ἀνωμολόγημαι, σοὶ δὲ συκοφάντῃ μὲν εἶναι δοκεῖν ὑπάρχει, κινδυνεύεις δ᾽ εἴτε δεῖ σ᾽ ἔτι τοῦτο ποιεῖν, εἴτ᾽ ἤδη πεπαῦσθαι μὴ μεταλαβόντα τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων. ἀγαθῇ γ᾽, οὐχ ὁρᾷς; τύχῃ συμβεβιωκὼς τῆς ἐμῆς κατηγορεῖς.
***
[256] Αν πάντως, Αισχίνη, η επιλογή σου είναι να εξετάσεις οπωσδήποτε την προσωπική μου τύχη, παράβαλέ την με τη δική σου και, αν διαπιστώσεις ότι η τύχη μου είναι καλύτερη από την δική σου, πάψε να την χλευάζεις. Εξέτασέ την λοιπόν από την αρχή-αρχή. Και μη μου καταλογίσει κανείς μα τον Δία την παραμικρή έλλειψη ευαισθησίας. Γιατί εγώ δεν θεωρώ νουνεχή ούτε αυτόν που ονειδίζει κάποιον για τη φτώχια του ούτε εκείνον που έζησε μέσα στην αφθονία και επαίρεται γι᾽ αυτό· με αναγκάζουν όμως οι διαβολές και οι συκοφαντίες αυτού του αδίσταχτου ανθρώπου να μιλήσω και για τέτοια θέματα, στα οποία εγώ θα αναφερθώ, στο βαθμό που μου επιτρέπουν οι περιστάσεις, με τη μέγιστη δυνατή διακριτικότητα.
[257] Εγώ λοιπόν, Αισχίνη, είχα την άνεση, όταν ήμουν παιδί, να φοιτώ στα σχολεία που έπρεπε και να έχω όλα όσα απαιτείται να έχει κάποιος προκειμένου να μην κάνει κάτι επονείδιστο από ανέχεια· αργότερα, όταν ενηλικιώθηκα, μπορούσα να κάνω πράγματα ανάλογα με τις προϋποθέσεις αυτές, να αναλαμβάνω χορηγός, τριήραρχος,1 να εισφέρω εκτάκτως μεγάλα ποσά, να μην απουσιάζω από καμιά γενναιόδωρη προσφορά ούτε ιδιωτική ούτε δημόσια,2 αλλά να είμαι χρήσιμος και στην πόλη και στους φίλους· τέλος, όταν πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με τα κοινά, είχα τη δυνατότητα να επιλέξω να πολιτευτώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχω στεφανωθεί πολλές φορές και από την πατρίδα μου3 και από πολλούς άλλους Έλληνες4 και ακόμα και εσείς, οι εχθροί μου, να μην επιχειρήσετε να πείτε ότι οι επιλογές μου δεν υπήρξαν τουλάχιστον τιμητικές.
[258] Εμένα λοιπόν τέτοια τύχη με συνόδευσε στη ζωή μου και παρ᾽ όλο που θα μπορούσα να πω και άλλα πολλά γι᾽ αυτή, τα παραλείπω, επειδή δεν θα ᾽θελα να ενοχλήσω κάποιους αναφερόμενος σ᾽ αυτά για τα οποία σεμνύνομαι. Εσύ όμως, ο σπουδαίος άνδρας που αντιμετωπίζει τους άλλους αφ᾽ υψηλού, εξέτασε παράλληλα ποια ήταν η δική σου τύχη, εξαιτίας της οποίας, όταν ήσουν παιδί, μεγάλωσες μέσα σε απερίγραπτη ένδεια -βοηθούσες σαν υπηρέτης τον πατέρα σου στο σχολείο, έτριβες το μελάνι, ξεσκόνιζες τους πάγκους, σκούπιζες την αίθουσα, η θέση σου ήταν θέση δούλου, όχι ελεύθερου παιδιού·5 [259] όταν πάλι έγινες άντρας, διάβαζες τις φυλλάδες,6 όταν η μητέρα σου έκανε τις μυήσεις,7 και συνέπραττες και σε όλες τις άλλες αγυρτείες, τη νύχτα φορούσες στους μυούμενους τη νεβρίδα,8 τους έβαζες να κρασοπίνουν από τον κρατήρα, διεκπεραίωνες τον καθαρμό τους αλείφοντάς τους με πηλό και με πίτουρα, και αφού τους σήκωνες όρθιους μετά τον καθαρμό, τους έλεγες να φωνάζουν «ξέφυγα από το κακό, βρήκα το καλύτερο»9 και καμάρωνες που κανείς έως τότε δεν είχε αλαλάξει10 τόσο δυνατά (κάτι που το πιστεύω βέβαια και εγώ· [260] γιατί μη φανταστείτε ότι φωνάζει τόσο δυνατά, και δεν αλαλάζει διαπεραστικότατα)· τις ημέρες πάλι οδηγούσες μέσα από τους δρόμους τους ωραίους θιάσους,11 τους στεφανωμένους με το μάραθο και τη λεύκη,12 κρατούσες σφιχτά τα φίδια με τα φουσκωμένα μάγουλα,13 τα ανάδευες πάνω από το κεφάλι σου, εκραύγαζες «εὐοῖ σαβοῖ»,14 χόρευες από πάνω το «Ὑῆς Ἄττης, Ἄττης Ὑῆς»,15 ενώ οι γριούλες σε αποκαλούσαν κορυφαίο και αρχηγό και κιστοφόρο και λικνοφόρο16 και τα παρόμοια και ως αμοιβή γι᾽ αυτά έπαιρνες πίτες, κουλούρια και παστέλια -γι᾽ αυτά ποιος δεν θα εμακάριζε αλήθεια τον εαυτό του και την τύχη του; [261] Και όταν έπειτα έγινε η εγγραφή σου στους δημότες,17 όπως τέλος πάντων έγινε -αυτό το αφήνω κατά μέρος-, όταν λοιπόν έγινε η εγγραφή, έσπευσες την ίδια στιγμή να διαλέξεις για τον εαυτό σου την πιο τιμητική απασχόληση, να υπηρετείς ως γραμματέας και κλητήρας ανθυποαξιωματούχων. Όταν κάποτε εγκατέλειψες και αυτή σου τη δραστηριότητα, αφού έκανες ο ίδιος όλα όσα προσάπτεις στους άλλους, [262] με τον μετέπειτα βίο σου ουδόλως μα τον Δία εντρόπιασες την προηγούμενη διαδρομή σου, αλλά αφού εκμίσθωσες τον εαυτό σου στον Σιμύκα και τον Σωκράτη,18 τους γνωστούς εκείνους ηθοποιούς με τις αγριοφωνάρες, έπαιζες ως τριταγωνιστής και μάζευες σύκα, σταφύλια, ελιές, όπως ο οπωροπώλης από τα ξένα χτήματα, κερδίζοντας περισσότερα από αυτά παρά από τους δραματικούς αγώνες, που για σας ήσαν αγώνες ζωής ή θανάτου·19 γιατί υπήρχε πόλεμος ανελέητος και χωρίς ανακωχή ανάμεσα σε σας και τους θεατές, και επειδή δέχτηκες απ᾽ αυτούς πολλά τραύματα, έχεις κάθε λόγο να λοιδορείς ως δειλούς εκείνους που δεν αντιμετώπισαν τέτοιους κινδύνους.
[263] Ωστόσο θα αφήσω κατά μέρος αυτά για τα οποία θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς την πενία και θα προχωρήσω στις συγκεκριμένες κατηγορίες που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα σου. Γιατί όταν κάποια στιγμή είχες τη φαεινή ιδέα να ασχοληθείς με την πολιτική, επέλεξες να πολιτευτείς με τέτοιο τρόπο, ώστε, όταν η πατρίδα σου ευτυχούσε, ζούσες βίο λαγού -φοβόσουν και έτρεμες και κάθε στιγμή περίμενες με αγωνία ότι θα δεχθείς κάποιο χτύπημα για τα αδικήματα που γνώριζες ότι είχες διαπράξει-, όταν όμως οι άλλοι ατύχησαν, σε είδαν οι πάντες να είσαι θρασύς. [264] Ωστόσο, για εκείνον που δεν έχασε το θράσος του όταν σκοτώθηκαν χίλιοι πολίτες,20 ποια τιμωρία από τους επιζώντες θα ήταν η προσήκουσα; Παρά το γεγονός λοιπόν ότι μπορώ να αναφέρω γι᾽ αυτόν πολλά ακόμη, θα τα παραλείψω· γιατί νομίζω ότι δεν πρέπει να λέω χωρίς ενδοιασμό όλα τα αισχρά και επονείδιστα που τον βαραίνουν, αλλά μόνο όσα δεν είναι καθόλου ντροπή για μένα να τα πω.
[265] Εξέτασε λοιπόν πλάι-πλάι τη ζωή τη δική σου και τη δική μου, ήρεμα, Αισχίνη, χωρίς οξύτητα· έπειτα ρώτησε αυτούς εδώ την τύχη τίνος εκ των δύο θα προτιμούσε ο καθένας. Εσύ εδίδασκες γράμματα, εγώ εμάθαινα· εσύ έκανες μυήσεις, εγώ ήμουν ανάμεσα στους μυούμενους· εσύ υπηρετούσες ως γραμματέας, εγώ συμμετείχα στην εκκλησία του δήμου· εσύ έπαιζες ως τριταγωνιστής, εγώ παρακολουθούσα ως θεατής· σε γιουχάιζαν, εγώ σε σφύριζα· ως πολιτικός εσύ υπηρέτησες πάντα τους εχθρούς, εγώ την πατρίδα. [266] Παραλείπω τα υπόλοιπα· τώρα, σήμερα, εγώ κρίνομαι για το αν θα στεφανωθώ -ότι δεν έχω διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα γίνεται κοινώς παραδεκτό-, ενώ για σένα είναι δεδομένο ότι θεωρείσαι συκοφάντης και κρίνεται αν θα συνεχίσεις να κάνεις αυτά που έκανες ή θα τερματιστεί η δραστηριότητά σου εδώ και τώρα, αν δεν εξασφαλίσεις το 1/5 των ψήφων.21 Στη ζωή σου είχες τύχη προφανώς λαμπρή -δεν το βλέπεις;- και γι᾽ αυτό κατηγορείς τη δική μου.
----------------
1 Η τριηραρχία ήταν η δαπανηρότερη λειτουργία, με δεύτερη τη χορηγία. Η εἰσφορά (εδώ: εἰσφέρειν) ήταν έκτακτος φόρος που επιβαλλόταν έπειτα από απόφαση της εκκλησίας του δήμου σε εύπορους Αθηναίους πολίτες και μετοίκους προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό (π.χ. για μια ναυτική εκστρατεία). Η ανάληψη λειτουργιών και η βοήθεια στους συμπολίτες φανερώνει το ἦθος του κατηγορούμενου ή του κατήγορου· η επίκλησή τους αποτελεί τόπο στους δικανικούς λόγους.
2 Αργότερα (§ 268) ο Δημοσθένης αναφέρει ότι προσέφερε χρήματα για την απελευθέρωση αιχμαλώτων και την προικοδότηση απόρων κοριτσιών.
3 Συγκεκριμένα στοιχεία αναφέρει στις §§ 83 κε., 120, 222 κε..
4 Δεν γνωρίζουμε τίποτα συγκεκριμένο.
5 Ο πατέρας του Αισχίνη ήταν δάσκαλος (προφανώς γραμματιστής), που δίδασκε τα στοιχειώδη σε μικρά παιδιά από την ηλικία των επτά ετών. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε δημόσιο σχολείο στο οποίο διδάσκονταν όλα τα μαθήματα. Κάθε δάσκαλος δίδασκε σε ιδιωτικό χώρο το αντικείμενο που κατείχε. Η κοινωνική θέση του δασκάλου ήταν πολύ χαμηλή. Ο Αισχίνης εμφανίζεται ως βοηθός του πατέρα του και κάνει εργασίες που συνήθως κάνει ένας υπηρέτης.
6 Στις μυστηριακές λατρείες και σε άλλες τελετουργίες η ακριβής εκφορά του κειμένου εθεωρείτο προϋπόθεση για την επιτυχή επίκληση των θεοτήτων.
7 Η μητέρα του Αισχίνη έκανε μυήσεις στο πλαίσιο οργιαστικής λατρείας διονυσιακού τύπου. Πιθανότατα πρόκειται για τη λατρεία του Σαβάζιου, παρά το γεγονός ότι ο θεός δεν αναφέρεται ονομαστικά. Ο Σαβάζιος είναι φρυγικός θεός αντίστοιχος με τον Διόνυσο. Η μυστηριακή λατρεία του, που φαίνεται ότι διατηρούσε "πρωτόγονα" στοιχεία τα οποία είχε αποβάλει η λατρεία του "εξημερωμένου" Διονύσου, διαδόθηκε στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του πέμπτου αιώνα, όταν η κρίση του Πελοποννησιακού πολέμου ώθησε τους δοκιμαζόμενους Αθηναίους να αναζητήσουντην ευδαιμονία στη λατρεία ξενικών θεών. που εισέβαλαν από την Ανατολή.
8 Δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει ακριβώς νεβρίζω και κρατηρίζω. Και η νεβρίδα και οι κρατήρες συνδέονται με τη λατρεία του Διονύσου. Νεβρίδα ονομάζεται το δέρμα του ελαφιού-κατά γράμμα: του μικρού ελαφιού, του νεβροῦ. Ήταν το ιερό ένδυμα των βακχών, των γυναικών που ακολουθούσαν τον Διόνυσο. Το κρατηρίζω πιθανώς σημαίνει ότι έβαζε τους μυούμενους να πιουν από το περιεχόμενο του κρατήρα.
9 Σχετικά με τον καθαρμό συνάγονται από το χωρίο τα εξής: η μύηση γινόταν νύχτα· οι μυούμενοι ήσαν ξαπλωμένοι ή -τουλάχιστον- καθιστοί ή γονατιστοί. Ο Αισχίνης, που εκτελούσε χρέη βοηθού της μητέρας του, τους άλειφε με πηλό και με πίτουρα· στη συνέχεια απομάκρυνε πιθανώς τον πηλό και τα πίτουρα, τους σήκωνε όρθιους και τους έβαζε να λένε «ξέφυγα από το κακό, βρήκα το καλύτερο».
10 Στο πρωτότυπο: ὀλολύξαι. Το ρήμα ὀλολύζω (κατά γράμμα: «κραυγάζω ὀλολύ») δηλώνει τη διαπεραστική -πρωτίστως γυναικεία- κραυγή που συνόδευε διάφορες ιεροπραξίες (προσευχές, θυσίες κ.ά.). Η αιχμή του Δημοσθένη έχει να κάνει κυρίως με το ότι εδώ δεν ολολύζουν γυναίκες, αλλά ο Αισχίνης, ο οποίος, όπως δείχνουν ήδη οι επανειλημμένες επιθέσεις του Δημοσθένη, πρέπει να είχε πράγματι ωραία φωνή -θυμίζουμε ότι αρχικά ήταν ηθοποιός.
11 θίασος ονομάζεται πρωτίστως η ακολουθία του Διονύσου.
12 Το μάραθο και η λεύκη χαρακτηρίζονται φυτὰ μυστικά, που συνδέονται δηλ. με μυστήρια και μυστηριακές λατρείες. Ειδικά η λεύκη χαρακτηρίζεται φυτὸν χθόνιον και σύμβολόν τι τοῦ βίου καὶ τοῦ θανάτου. Πιθανώς και τα δύο φυτά συμβολίζουν την ανανέωση της ζωής και τη λύτρωση στο πλαίσιο των μυστηρίων.
13 Στο πρωτότυπο: τοὺς παρείας. Η ονομασία πιθανώς έχει να κάνει με το σχήμα της κεφαλής (πβ. παρειαί = μάγουλα). Το φίδι παίζει σημαντικό ρόλο στη λατρεία διαφόρων θεών (του Διονύσου, του Σαβάζιου κ.ά.).
14 Το πρώτο επιφώνημα (εὐοῖ) προέρχεται από τη λατρεία του Διονύσου, το δεύτερο (σαβοῖ) απότη λατρεία του Σαβάζιου. Η συνύπαρξή τους μαρτυρεί τον συγκρητισμό των δύο λατρειών .
15 Οι λέξεις αυτές είναι ακατανόητες. Ίσως πρόκειται για κύρια ονόματα ή λατρευτικούς τίτλους. Οι προσπάθειες που έχουν γίνει να συσχετίσουν το πρώτο (Ὑῆς) με τον Διόνυσο και το δεύτερο (Ἄττης) με τον φρυγικό θεό Ἄττη δεν πείθουν.
16 Στη λατρεία του Σαβάζιου συμμετείχαν σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες. Ο Αισχίνης ονομάζεται, μεταξύ άλλων, «κιστοφόρος» (αυτός που μεταφέρει την ιερή κίστη, δηλ. το κασελάκι μέσα στο οποίο φυλάσσονταν τα σκεύη της λατρείας, εν προκειμένω και τα φίδια) και «λικνοφόρος» (αυτός που μεταφέρει το λίκνον [σκεύος που το χρησιμοποιούσαν για να ξεχωρίσουν το σιτάρι από το άχυρο και το οποίο συνδέεται με διάφορες ιεροπραξίες]).
17 Οι Αθηναίοι πολίτες, όταν συμπλήρωναν τα 18, υποβάλλονταν σε έλεγχο (δοκιμασία) προκειμένου να εγγραφούν στους δημότες.
180 Σιμύκας και ο κατά τα άλλα άγνωστος Σωκράτης ήσαν τραγικοί υποκριτές.
19 Το αθηναϊκό κοινό ήταν ανελέητο και εξέφραζε ποικιλοτρόπως την αποδοκιμασία του.
20 Στη μάχη στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.).
21 Αν ο κατήγορος δεν εξασφάλιζε το 1/5 των ψήφων, έχανε το δικαίωμα να υποβάλει ξανά ανάλογη μήνυση και καταδικαζόταν σε πρόστιμο 1.000 δραχμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου