ΠΟΛΛΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ του παρελθόντος διέθεταν επαγγελματίες απομνηματογράφους, ιερείς ή αξιωματούχους, έργο των οποίων ήταν η καταγραφή των παραδόσεων που θεωρούνταν απαραίτητες για τη διατήρηση των κοινωνικών αξιών. Πολλές κοινωνίες διέθεταν ιερατικά ή άλλα επίσημα αρχεία, σχεδιασμένα μεν για να υποβοηθούν την οργάνωση του κόσμου των ανθρώπων και τον κατευνασμό του κόσμου των θεών, αλλά και επιδεκτικά μετατροπής από τους σημερινούς ερευνητές σε ιστορία. Ως ξεχωριστή πολιτισμική δραστηριότητα όμως, η γνήσια ιστορική συγγραφή φαίνεται ανεξάρτητη ως προς την καταγωγή της από αυτές τις φυσικές κοινωνικές τάσεις, και αποτελεί φαινόμενο σπάνιο: στην πραγματικότητα έχει αναπτυχθεί ανεξάρτητα σε τρεις μόνο κοινωνίες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: στην ιουδαϊκή, στην ελληνική και την κινεζική. Στην καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις, τα χαρακτηριστικά της ιστορίας είναι διαφορετικά: δεν πρόκειται για επιστήμη, αλλά για μορφή τέχνης που υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και επομένως προδιαγράφεται από την καταγωγή της.
Η αρχαία ελληνική παράδοση της συγγραφής ιστορίας είναι και δική μας, και ο καλύτερος τρόπος για να δούμε τις ιδιομορφίες της είναι η σύγκρισή της με την άλλη παράδοση που μας έχει επηρεάσει τόσο έντονα, με τα ιουδαϊκά ιστορικά κείμενα που σώζονται στην Παλαιά Διαθήκη. Οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι ανακάλυψαν την ιστορία ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, αλλά την ίδια περίπου εποχή και ως αντίδραση στις ίδιες περίπου πιέσεις, στην ανάγκη δηλαδή να διαμορφώσουν και να διατηρήσουν μια εθνική ταυτότητα μπροστά στις τεράστιες αυτοκρατορίες της Μέσης Ανατολής: όπως λοιπόν οι αγώνες εναντίον των Ασσυρίων, η μετοικεσία της Βαβυλώνας και η επιστροφή στη Γη της Επαγγελίας δημιούργησαν την ιουδαϊκή ιστοριογραφία, έτσι και η έννοια της εθνικής ταυτότητας που προέκυψε από τη νίκη επί των Περσών δημιούργησε την ελληνική ιστοριογραφία. Αλλά οι προϋποθέσεις και τα υλικά με τα οποία εργάσθηκαν οι δύο αυτές ιστοριογραφικές παραδόσεις διαφέρουν πάρα πολύ. Για τους Ιουδαίους η ιστορία ήταν η καταγραφή της συμφωνίας του Θεού με τον περιούσιο λαό Του, με τις επιτυχίες και τις συμφορές του να προκαθορίζονται από την προθυμία υπακοής στις εντολές Του. Η ιστορία λοιπόν ήταν μια ενιαία αφήγηση, η οποία ανήκε στον Θεό: τα διάφορα στοιχεία και οι συγκεκριμένοι συγγραφείς προσαρμόζονται (όχι πάντοτε με πλήρη επιτυχία) σε αυτόν το συνεχή απολογισμό. Η ελληνική ιστορία μπορούσε μεν να δεχθεί ηθικά σχήματα στις ανθρώπινες υποθέσεις, τις θεωρούσε όμως ως υποθέσεις που υπόκεινται τελικά στον ανθρώπινο έλεγχο: η ιστορία ήταν η καταγραφή, όχι του ελέους ή της οργής του Θεού, αλλά των μεγάλων πράξεων των ανθρώπων. Ανάμεσα σε αυτές τις πράξεις ήταν και η ίδια η συγγραφή της ιστορίας: έτσι ο Έλληνας ιστορικός είναι μια προσωπικότητα που «υπογράφει» το έργο του με την πρώτη κιόλας πρόταση – Ἡροδότου Άλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε…, Θουκυδίδης Ἀθηναίος ξυνέγρχφε τόν πόλεμον…. Η κύρια εξαίρεση αυτού του κανόνα ουσιαστικά τον επιβεβαιώνει: όσοι προσπάθησαν, όπως ο Ξενοφών, να ολοκληρώσουν το έργο του Θουκυδίδη, επέλεξαν να μην αποκαλύψουν την ταυτότητά τους: ο Ξενοφών αρχίζει το σύγγραμμά του με τις λέξεις Μετά δέ ταῦτα οὐ πολλαῖς ἡμέραις… και πουθενά δεν αναφέρει το όνομά του, αν και εκφράζει πολύ πιο εύκολα από τον Θουκυδίδη απόψεις διατυπωμένες στο πρώτο πρόσωπο. Αγνοούμε ακόμη και το όνομα του συγγραφέα μιας άλλης (ποιοτικά καλύτερης από του Ξενοφώντα) συνέχειας του Θουκυδίδη, μέρος της οποίας διασώθηκε στον πάπυρο του «ιστορικού της Οξυρύγχου» (ο οποίος ονομάζεται έτσι από το χωριό της Αίγυπτου όπου βρέθηκε αυτός ο πάπυρος). Οι μεταγενέστερες όμως χριστιανικές γενιές προσπάθησαν να μετασχηματίσουν αυτή την ομάδα των ιστορικών συγγραμμάτων με τον έντονο προσωπικό χαρακτήρα σε μια παράδοση του τύπου της Παλαιάς Διαθήκης, και κατάφεραν, είτε λόγω ενστίκτου είτε λόγω οικονομίας, να προκύψει μια «σειρά ιστοριών», έτσι ώστε σήμερα να επιβιώνει μία μόνον ιστορική περιγραφή για κάθε περίοδο, και αυτές οι περιγραφές να συναποτελούν μία συνεχή ως επί το πλείστον αφηγηματική ιστορία του αρχαίου κόσμου. Μια περιεκτική επισκόπηση της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας πρέπει να αναφερθεί τόσο σε εκείνα που έχουν χαθεί όσο και σε αυτά που σώζονται.
Μια δεύτερη διαφορά μεταξύ της ιουδαϊκής και της ελληνικής ιστοριογραφίας αφορά τις πηγές τους και τη στάση τους απέναντι σε αυτές. Η ιουδαϊκή ιστορική αφήγηση στηρίζεται σε μια πληθώρα στοιχείων που θα ενδιέφεραν και τον σημερινό ιστορικό, και ανήκουν σε τρεις βασικές κατηγορίες – πράξεις (ήθη, προκαταλήψεις, τελετές και ερμηνείες τους), προφορική παράδοση (ύμνοι, ποίηση, προφητείες, μύθοι, λαϊκά παραμύθια) και γραπτή παράδοση (νόμοι, επίσημα έγγραφα, βασιλικά και ιερατικά χρονικά, βιογραφίες). Είναι επιρρεπής στην παράθεση αποδείξεων και αποδεικτικών στοιχείων όπως είναι τα έγγραφα. Τα υλικά που χρησιμοποίησαν ως πηγές οι Έλληνες ιστορικοί είναι αρχικά πολύ πιο απλά και περισσότερο στοιχειώδη, και τους Έλληνες τους απασχολούσε πάντοτε περισσότερο η λογοτεχνική πλευρά της ιστορίας παρά τα ίδια τα γεγονότα. Σπανίως λοιπόν παραθέτουν έγγραφα. Παραδόξως όμως η ελληνική παράδοση είναι πάντοτε ανώτερη από την ιουδαϊκή ως προς την ικανότητά της να διακρίνει το γεγονός από το μύθο: ο Θεός μπορεί να παραποιεί την ιστορία πολύ πιο αποτελεσματικά από τον συγκεκριμένο ιστορικό που έχει μόνο θνητές προκαταλήψεις. Οι Έλληνες όντως δίδαξαν τη Δύση πώς να δημιουργεί και να γράφει ιστορία δίχως Θεό.
Και οι δύο λαοί πήραν το αλφάβητο από την ίδια πηγή, τους Φοίνικες, οι οποίοι το επινόησαν. Η γραφή ήρθε μεν στην Ελλάδα τον όγδοο αιώνα π.Χ., ο πολιτισμός της όμως παρέμεινε για καιρό πολιτισμός προφορικός, στον οποίο οι άνθρωποι μιλούσαν βέβαια σε πεζό λόγο, αλλά έγραφαν σε στίχους. Η διάκριση μεταξύ ποίησης και πεζού λόγου αποτέλεσε αργότερα το σημείο διαφοράς μεταξύ μύθου και ιστορίας, αλλά το παλαιότερο γνωστό λογοτεχνικό κείμενο πεζού λόγου ήταν φιλοσοφικό και όχι ιστορικό, προερχόμενο από την ανάγκη να διατυπωθούν και να μεταδοθούν σκέψεις με ακρίβεια και πιστότητα. Γύρω στο 550 π.Χ. ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος συνέγραψε βιβλίο Περί φυσεως,1 το οποίο πραγματευόταν και τη βασική δομή του φυσικού κόσμου και την ορατή μορφή του: περιείχε τους πρώτους χάρτες και τις πρώτες περιγραφές και της γης και του ουρανού. Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα ο Εκαταίος ο Μιλήσιος έγραψε με παρόμοιο τρόπο μια περιγραφή της γης (Γῆς περίοδος) που συνοδευόταν από χάρτη: διαιρούνταν σε δύο βιβλία, ένα για την Ευρώπη κι ένα για την Ασία, και κατέγραφε τις πληροφορίες που είχε συλλέξει από ταξίδια προσωπικά και μη. Η γεωγραφία και η εθνογραφία είναι σημαντικά συστατικά της ελληνικής άποψης περί ιστορίας.
Ένα άλλο έργο του Εκαταίου με τον τίτλο Γενεαλογίαι έχει συχνά θεωρηθεί ως το πρώτο έργο που επιδεικνύει το πνεύμα της κριτικής έρευνας που χαρακτηρίζει τη δυτική ιστοριογραφία, γιατί άρχιζε: «Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος γράφω αυτά τα πράγματα όπως μου φαίνεται ότι έχει η αλήθεια– γιατί οι αφηγήσεις των Ελλήνων είναι κατά τη γνώμη μου μακρόσυρτες και ανόητες».2 Το βιβλίο αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα συλλογή ηρωικών μύθων και γενεαλογιών, τις οποίες επιδίωκε να αναγάγει δι ’ εκλογικεύσεως σε ψευδοϊστορική αφήγηση. Πρόκειται για παράξενη, κίβδηλη απαρχή της ιστορίας, όπου αναγνωρίζεται μεν η ανάγκη της έλλογης κατανόησης του παρελθόντος, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως το κατά βάση απρόσφορο υλικό του μύθου. Δείχνει τόσο την επιθυμία απελευθέρωσης της ιστορίας από το μύθο όσο και την αδυναμία για διάκριση μεταξύ των δύο.
Ηρόδοτος
Από καιρού εις καιρόν οι φιλόλογοι έχουν προσπαθήσει να ανακαλύψουν χαμένους ιστορικούς της γενιάς μετά τον Εκαταίο, για να διευκολύνουν την εξήγηση της μετέπειτα ανάπτυξης της ιστοριογραφίας. Αλλά αυτές οι θεωρίες βασίζονται σε επισφαλείς μαρτυρίες και στην εσφαλμένη πεποίθηση ότι η τοπική ιστορία ή η μονογραφία πρέπει να προηγείται της μεγαλεπήβολης γενικής ιστορίας. Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς δικαιούται πράγματι τον τίτλο του πατρός τῆς ἱστορίας. Το έργο του είναι το παλαιότερο ελληνικό βιβλίο σε πεζό λόγο που έχει σωθεί ακέραιο– φθάνει τις εξακόσιες σελίδες και χωρίζεται σε εννέα βιβλία. Το θέμα του παρουσιάζεται στην πρώτη πρόταση: «Ὁ Ἡρόδοτος ὁ Ἀλικαρνασσεύς παρουσιάζει τήν ἔρευνά του αὐτή γιά νά μή λησμονηθούν μέ τόν καιρό τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων καί νά μή μείνουν ἀμνημόνευτα τά μεγάλα καί θαυμαστά κατορθώματα ταῶν Ἑλλήνων καί ταῶν βαρβάρων οὔτε, εἰδικώτερα, τά αἴτια γιά τά ὁποῖα πολέμησαν μεταξύ τους».
Ο τελικός λόγος ύπαρξης του έργου είναι η έκθεση της σύγκρουσης των Ελλήνων και των Περσών που κορυφώθηκε με τη μεγάλη εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας το 480 π.Χ. την οποία περιγράφουν τα τρία τελευταία βιβλία: είναι η ιστορία του πώς ένας στρατός 1.750.000 (υποτίθεται) ανδρών και ένας στόλος 1.200 πλοίων ηττήθηκε από τις σαφώς μικρότερες συναθροίσεις των στρατιωτικών δυνάμεων των Ελλήνων, οι οποίοι σε καμιά μάχη δεν μπόρεσαν να παρατάξουν περισσότερους από 40.000 άνδρες και 378 πλοία. Μπορεί να αμφιβάλλουμε για τους αριθμούς των περσικών δυνάμεων, αλλά η στρατηγική των επιχειρήσεων δείχνει ότι δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν πάρα πολύ λιγότεροι σε κάθε περίσταση (βλ. σσ. 62 κ.ε.). Στόλος από την πόλη του Ηροδότου είχε πολεμήσει στο πλευρό των Περσών, και ίσως μία από τις πρώτες αναμνήσεις του να ήταν η αναχώρηση και η επιστροφή αυτής της μοιραίας αποστολής. Ο Ηρόδοτος μεγάλωσε στην Ιωνία ζώντας πρώτα τη χαρά της απελευθέρωσής της από τους Αθηναίους, και μετά τη λύπη της υποταγής της στον νικηφόρο αθηναϊκό στόλο (βλ. σσ. 188 κ.ε.). Για τη γενιά του Ηροδότου τα επικά κατορθώματα των πατέρων τους είχαν κυριολεκτικά δημιουργήσει τον κόσμο στον οποίο ζούσε, όπως η επιστροφή των εξόριστων της Βαβυλώνας είχε δημιουργήσει τον κόσμο του Έσδρα. Στα τρία αυτά βιβλία ο Ηρόδοτος επιδίωξε να δημιουργήσει μνημείο αντάξιο της νέας αυτής γενιάς των ηρώων, χρησιμοποιώντας όλες τις λογοτεχνικές δεξιότητες που είχε στη διάθεσή του ὡς μήτε τά γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα, γένηται.
Το κύριο θέμα αυτής της σύγκρουσης απαιτεί από τον Ηρόδοτο να ανατρέξει στις απαρχές της: «Ξέρω ὅμως ποιος πρῶτος ἀδίκησε τούς Ἕλληνες καί ἀφοῦ τόν ἀναφέρω παρακάτω, θα προχωρήσω στήν διήγησή μου…» [Α 5]. Έτσι το έργο αρχίζει με τις πρώιμες συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων της Ιωνίας και του βασιλιά των Λυδών, και συνεχίζει με την άνοδο της περσικής ισχύος και την ιστορία του Κύρου του Μεγάλου και με τις μετέπειτα κατακτήσεις των Περσών στην Αίγυπτο και τη Βόρεια Αφρική και γύρω από τη Μαύρη θάλασσα, ώσπου να καταλάβουμε ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Αλλά το κύριο αυτό θέμα αποτελεί μόνο μια όψη του έργου. Υπάρχει και μια άλλη, τουλάχιστον εξίσου σημαντική – η Ηροδότου … ἱστορίης ἀπόδεξις (αυτή είναι στην πραγματικότητα η πρωτότυπη σημασία και η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης ἱστορίη). Όπως ο Εκαταίος, έτσι και ο Ηρόδοτος ήταν ταξιδιώτης: στα τέσσερα πρώτα βιβλία και συχνά και αργότερα το θέμα της σύρραξης είναι δευτερεύον, ένα νήμα από το οποίο κρέμονται μια σειρά αφηγήσεων και ιστοριών που προέρχονται από διάφορες περιοχές. Αυτές ποικίλλουν από συγκεκριμένες ιστορίες για ονομαστούς άνδρες (για τον μυθικό ποιητή Αρίωνα φέρ’ ειπείν ή για το γιατρό της περσικής αυλής Δημοκήδη τον Κροτωνιάτη), περιεκτικές ιστορίες για την ακμή και την παρακμή των πόλεων (όπως η Αθήνα, η Σπάρτη, η Ναύκρατις στην Αίγυπτο), μέχρι και πλήρεις γεωγραφικές και εθνογραφικές περιγραφές πολιτισμών, η εκτενέστερη από τις οποίες (που αφορά την Αίγυπτο) καταλαμβάνει ολόκληρο το δεύτερο βιβλίο.
Το αποτέλεσμα υπερβαίνει κατά πολύ την απλή έκθεση των αιτίων και των γεγονότων της σύρραξης. Συνιστά συνολική εικόνα του τότε γνωστού κόσμου στην οποία η γεωγραφία, τα έθιμα, οι δοξασίες και τα μνημεία του κάθε λαού είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικά με την κατά καιρούς ασήμαντη σχέση του με τον πόλεμο. Αυτά είναι τα στοιχεία που προσδίδουν στην άπό8εξιν του Ηροδότου ιδιαίτερο βάθος και την καθιστούν και μεγάλο έργο τέχνης και πειστική ιστορία μιας σύρραξης όχι απλώς μεταξύ δύο λαών αλλά μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών κοινωνιών, της μεσογειακής ισονομικής πόλεως-κράτους και των ανατολίτικων δεσποτισμών της Μέσης Ανατολής. Καθιστά δε την προσέγγιση του Ηροδότου πλησιέστερη από κάθε άλλου αρχαίου ιστορικού στο ιδεώδες της Παγκόσμιας Ιστορίας.· 3
Το ενδιαφέρον του Ηροδότου για άλλους πολιτισμούς, που οδήγησε και στο να αποκληθεί φιλοβάρβαρος,4 οφείλεται εν μέρει στην παλαιότερη ιωνική τάση της εποχής των αποικισμών, ενισχυμένη ίσως από τις παραδόσεις της ίδιας της κοινωνίας της Αλικαρνασσού, πόλης κατά το ήμισυ ελληνικής και κατά το ήμισυ καρικής. Αλλά η στάση του αυτή διαμορφώθηκε και υπό την επίδραση του νέου ενδιαφέροντος των σοφιστών για τη σχέση μεταξύ νόμου και φύσεως. «Ἄν κανείς πρότεινε σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους νά διαλέξουν τούς καλύτερους νόμους ἀπό ὅσους ὑπάρχουν, τότε ὁ καθένας, μετά ἀπό σκέψη, θά εἶχε διαλέξει τούς δικούς του νόμους, γιατί ὅλοι νομίζουν ὅτι οἱ δικοί τους νόμοι εἶναι πολύ καλύτεροι». Ο Ηρόδοτος ενισχύει την ἀποψή του διηγούμενος την ιστορία της αντιπαράθεσης Ελλήνων και Ινδών που οργάνωσε ο βασιλιάς Δαρείος. Οι μεν Ινδοί αηδίασαν ακούγοντας ότι οι Έλληνες έκαιγαν τα σώματα των νεκρών γονέων τους, οι δε Έλληνες έφριξαν που οι Ινδοί έτρωγαν τα πτώματα των δικών τους: «Αὐτά ἔτσι εἶναι καί μοῦ φαίνεται ὅτι εἶχε δίκιο ὁ Πίνδαρος πού εἶπε ὅτι: “ἡ συνήθεια εἶναι ὁ βασιλιάς τοῦ κόσμου”» (Γ 38.3-4).5
Οι δύο αυτές όψεις του έργου καθρεφτίζουν με μία έννοια τις δύο κύριες λογοτεχνικές επιδράσεις που δέχθηκε, από τον ομηρικό κόσμο του πολέμου και της σύγκρουσης, και από τον κόσμο της ειρήνης και της κατανόησης, του Εκαταίου. Καθρεφτίζουν ίσως και τη χρονολογική πορεία της ανάπτυξης του συγγράμματος. Φαίνεται πως αρχικά ο Ηρόδοτος ήταν ένας ειδικός για τους ξένους πολιτισμούς, ένας περιοδεύων σοφιστής που μιλούσε για τα θαύματα του κόσμου, και ότι αργότερα μόνον οργάνωσε τις έρευνές του γύρω από ένα ενιαίο θέμα. Παρά την εκτενή σημερινή αντιγνωμία, αυτή εξακολουθεί να φαίνεται η πιο ικανοποιητική ερμηνεία των διαφόρων ιδιομορφιών του έργου του.
Πώς απέκτησε ο Ηρόδοτος το υλικό του; Ένα μέρος μπορεί να προέρχεται από προγενέστερα κείμενα, αλλά ο Εκαταίος είναι ο μόνος συγγραφέας τον οποίο μνημονεύει ο Ηρόδοτος και δεν έχουν εντοπισθεί σαφή ίχνη χρήσης άλλων παλαιότερων γραπτών αφηγήσεων. Ο Ηρόδοτος μπορεί να παραθέτει ποιήματα και χρησμούς, και μερικές φορές παρέχει πληροφορίες που τελικά ανάγονται σε γραπτές πηγές ανατολικής προελεύσεως. Αλλά είναι σαφές ότι δεν θεωρούσε τις γραπτές μαρτυρίες σημαντική πηγή πληροφοριών, και μάλιστα ότι δεν γνώριζε άλλη γλώσσα εκτός από την ελληνική. Ο χαρακτηρισμός του ίδιου του Ηροδότου για τις πηγές του είναι πάντοτε ο ίδιος και είναι συνεπής με το είδος των πληροφοριών που μας δίνει. Ισχυρίζεται ότι ασκεί την πιο σύγχρονη από τις ιστορικές επιστήμες, την προφορική ιστορία, τη συλλογή και την ερμηνεία της ζωντανής προφορικής παράδοσης ενός λαού: οι πηγές του είναι «η όραση και η ακοή», τα όσα έχει δει και τα όσα του έχουν διηγηθεί, και αυτά τα δύο είναι βέβαια αλληλένδετα, καθώς τα μνημεία και τα φυσικά φαινόμενα συντηρούν και προκαλούν προφορικές εξηγήσεις. Τα ταξίδια του περιελάμβαναν την Αίγυπτο και την Κυρήνη στη Βόρεια Αφρική, την Τύρο στη Φοινίκη, τη Μεσοποταμία ως τη Βαβυλώνα, τη Μαύρη θάλασσα και την Κριμαία, και το βόρειο Αιγαίο, εκτός από τις κύριες πόλεις της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας, και (αν και τα σχετικά ίχνη στο κείμενο των Ιστοριών του είναι λιγοστά αν όχι ανύπαρκτα) τη νότια Ιταλία όπου και τελικά εγκαταστάθηκε.6 Φαίνεται ότι σε κάθε μέρος έψαχνε για «ανθρώπους με παραδόσεις», για ιδιαίτερες ομάδες ερμηνευτών, ιερέων ή διακεκριμένων πολιτών, και ότι κατέγραψε μία μόνον εκδοχή της προφορικής παράδοσης η οποία του ήταν προσιτή, εκδοχή η οποία μπορεί φυσικά να είναι μερικές φορές μονομερής, προκατειλημμένη, ή απλώς επιπόλαιη. Συγκρίνει διαφορετικές εκδοχές μιας ιστορίας μόνον αν προέρχονται από διαφορετικές περιοχές. Σήμερα έχουμε σαφή αίσθηση των δυσχερειών της συγγραφής προφορικής ιστορίας, κι ωστόσο για τους κύριους πολιτισμούς, όπως της Αιγύπτου και της Περσίας, όπου μπορούμε να τον ελέγξουμε, ο Ηρόδοτος αποκαλύπτεται εξαιρετικά καλά πληροφορημένος για άνθρωπο που δουλεύει με τέτοιες προφορικές πηγές.
Η πιο σημαντική πλευρά της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Ηροδότου αποκαλύπτεται στην ελληνική του ιστορία. Οι πληροφορίες του για την κυρίως Ελλάδα δείχνουν να προέρχονται από τις κυρίαρχες πολιτικές ομάδες των πόλεων. Για τη Σπάρτη δίνει την επίσημη γραμμή, για την Αθήνα μια εκδοχή που βασίζεται τουλάχιστον εν μέρει σε συγκεκριμένες αριστοκρατικές παραδόσεις. Η αφήγηση ασχολείται με γεγονότα και πολέμους, έχει χαρακτήρα ορθολογικό, χωρίς ηθικό ή θρησκευτικό χρώμα, και είναι προγραμματισμένη να αναδείξει ή να δικαιώσει τη θέση συγκεκριμένων πολιτικών ομάδων. Στους Δελφούς ήταν διαθέσιμο ένα διαφορετικό είδος παράδοσης, μια σειρά ιστοριών οι οποίες αφορούσαν τα μνημεία και τα αφιερώματα του ιερού του Απόλλωνα και τις διηγούνταν οι ιερείς του. Οι ιστορίες αυτές περιέχουν πολλά μοτίβα λαϊκών παραμυθιών και έχουν έντονο ηθικό ύφος: ο ήρωας περνά από την ευημερία στη δυστυχία, θύμα του θείου φθόνου – η ηθική διδαχή δεν είναι αριστοκρατική, αλλά ανήκει στους ιερείς ενός θεού ο ναός του οποίου έφερε τα ρητά γνῶθι σαὐτόν και μηδέν ἄγαν. Οι ίδιοι τύποι αφηγηματικής δομής κυριαρχούν στην Ιωνία: η ιστορική αφήγηση του Ηροδότου για την ιδιαίτερη πατρίδα του είναι πολύ λιγότερο «ιστορική» και πολύ λιγότερο «πολιτική» από την έκθεσή του για την κυρίως Ελλάδα. Για παράδειγμα, θεωρείται συχνά ότι έχει ιδιαιτέρως καλές πηγές για την ιστορία της Σάμου, όπου πέρασε μεγάλο μέρος της νεότητάς του, και ωστόσο η περιγραφή του τύραννου Πολυκράτη, από τον οποίο απέχει μόνο δυο γενιές, έχει ήδη μετατραπεί σε παραμύθι.
Αυτό το χαρακτηριστικό των ιωνικών πηγών του Ηροδότου προδίδει μάλλον μια λαϊκή, μη αριστοκρατική αφηγηματική παράδοση που συνδέεται άμεσα με το όλο επίτευγμά του. Διότι η συνολική μορφή της ιστορίας του Ηροδότου παρουσιάζει τον ίδιο ηθικό σχεδιασμό με τις ιωνικές και δελφικές ιστορίες που μας αφηγείται: η ιστορία των Μηδικών πολέμων είναι μια αφήγηση για το πώς «βλέπεις ὅτι τά ζῶα πού ὑπερέχουν ἀπό τ’ ἄλλα, ὁ θεός τά κεραυνώνει καί δέν τ ’ ἀφήνει νά φαντάζουν, ἐνῶ τά μικρά οὔτε τά πειράζει. Βλέπεις πώς πάντα ρίχνει τά βέλη του ἀπάνω στά ψηλότερα σπίτια και στά ψηλότερα δέντρα» (Η.10).7 Το μήνυμα προκύπτει μέσα από μια σειρά τεχνασμάτων τα οποία προέρχονται από την τέχνη του λαϊκού παραμυθιού: το όνειρο που προειδοποιεί, η μορφή του σοφού συμβούλου που αγνοείται, η επαναλαμβανόμενη αφηγηματική δομή. Όπως πίσω από τον Όμηρο υπάρχει μια μακριά παράδοση προφορικής ποίησης επαγγελματιών ραψωδών, έτσι πίσω από τον Ηρόδοτο υπάρχει η ιωνική παράδοση της ιστορικής αφήγησης της οποίας ο ίδιος ήταν ο τελευταίος και ο μεγαλύτερος τεχνίτης.
Η συλλογή λοιπόν του υλικού του Ηροδότου δεν οφειλόταν σε πνεύμα συστηματικής έρευνας ούτε και αποτελούσε προϊόν συγκυριακής περιέργειας. Διαμορφώθηκε ευθύς εξαρχής από το στοιχείο του λόγου. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τη λέξη λόγος για να αναφερθεί στο σύνολο του έργου του, στα κύρια μέρη του (στον αιγυπτιακό ή στον λυδικό λόγον), και στις συγκεκριμένες αφηγήσεις που περιέχει: θεωρούσε ασφαλώς τον εαυτό του ως λογοποιόν8 με τον ίδιο τρόπο που θεωρούσε προϊόντα λογοποιών και τους μύθους του Εκαταίου [Β 143.1] και τους μύθους του Αισώπου [Β 134]. Ο Θουκυδίδης όντως τον αφήνει κατά μέρος ως έναν από τους λογογράφους,9 Η λέξη λόγος σε αυτό το πλαίσιο μπορεί συχνά να φαίνεται ότι δεν σημαίνει και τίποτε περισσότερο από την αγγλική λέξη story, αρκεί να μην ξεχνάμε ότι μια τέτοια ιστορία έχει σχήμα και σκοπό: δεν πρόκειται για μεμονωμένο γεγονός που διατηρείται χάρη του εαυτού του– μπορεί μεν να είναι αληθινή, πρέπει όμως να είναι και ενδιαφέρουσα. Το επίτευγμα του Ηροδότου ήταν η αξιοποίηση των ικανοτήτων του λογοποιοῦ για την περιγραφή των ανθρώπινων κοινωνιών σε καιρό ειρήνης και σε καιρό πολέμου.
Από τα στοιχεία που έχουμε για τη φιλία του με τον Σοφοκλή, ο Ηρόδοτος ήταν ήδη δραστήριος ομιλητής στα τέλη της δεκαετίας του 440. Η τελική μορφή των Ἱστοριῶν του κυκλοφόρησε λίγο πριν από το 425 π.Χ., όταν ο Αριστοφάνης διακωμώδησε την έκθεσή του για τα αίτια των Μηδικών πολέμων στους Ἀχαρνῆς. Ο Ηρόδοτος φαινόταν ήδη ξεπερασμένος, καθώς η ευρύτερη ιωνική ανταπόκριση στην αλληλεπίδραση των πολιτισμών είχε αντικατασταθεί από το στενότερο ενδιαφέρον για την ελληνική πόλη-κράτος και τα συμφέροντά της. Η ιστορία κατέστη ιστορία της πόλεως και πήρε νέες κατευθύνσεις.
Τοπική ιστορία και χρονογραφία
Η τοπική ιστορία αποτελεί κατακερματισμό της συνολικής άποψης του Ηροδότου σε συστηματική εκμετάλλευση των τοπικών παραδόσεων και κυρίως των τοπικών αρχείων. Αυτές οι τοπικές, «εθνικές» θα λέγαμε, ιστορίες ικανοποιούσαν τα ενδιαφέροντα του τοπικού κοινού για την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του, και συνέχισαν να γράφονται σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας όσο διατηρήθηκε η πόλις. Τώρα έχουν όλες χαθεί, αλλά την εποχή του Αυγούστου ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς περιγράφει τα γενικά χαρακτηριστικά τους:
αυτοί [οι συγγραφείς] διάλεξαν τα θέματά τους με παρόμοιο σκεπτικό και δεν διέφεραν πολύ ως προς την ικανότητά τους. Άλλοι έγραψαν ελληνικές ιστορίες και άλλοι βαρβαρικές χωρίς να τις συνδέουν μεταξύ τους αλλά διαιρώντας τες κατά φυλές και πόλεις και δημοσιεύοντάς τες ανεξάρτητα. Είχαν όλοι έναν και τον αυτό σκοπό, να καταστήσουν κοινώς γνωστές τις παραδόσεις του παρελθόντος όπως τις βρήκαν διατηρημένες σε τοπικά μνημεία και θρησκευτικά και κοσμικά αρχεία στα διάφορα φυλετικά και αστικά κέντρα, δίχως να προβούν σε προσθαφαιρέσεις.
[οὗτοι προαιρέσει τέ ὅμοια ἐχρήσαντο περί τήν ἐκλογήν τῶν ὑποθέσεων καί δυνάμεις οὐ πολύ τι διχφεροῦσας ἔσχον ἀλλήλων, οἱ μέν τάς ἑλληνικάς ἀναγράφοντες ἱστορίας, οἱ δέ τάς βαρβαρικάς, [καί] αὐτάς τε ταύτας οὐ συνάπτοντες ἀλλήλαις, ἀλλά κάτ’ ἔθνη καί κατά πόλεις διαιροῦντες καί χωρίς ἀλλήλων ἐκφέροντες, ἕνα καί τόν αὐτόν φυλάττοντες σκοπόν, ὅσαι διεσώζοντο παρά τοῖς ἐπιχωρίοις μνῆμαι κατά ἔθνη τέ καί κατά πόλεις, εἰ τ’ ἐν ἱεροῖς εἰ τ’ ἐν βεβήλοις ἀποκείμεναι γραφαί, ταύτας εἰς τήν κοινήν ἁπάντων γνῶσιν ἐξενεγκεῖν, οἵας παρέλαβον, μήτε προστιθέντες αὐταῖς τι μήτε ἀφαιροῦντες·]
(Περί Θουκυδίδου 5)
Αυτή η τάση έθεσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το γραπτό αρχείο δίπλα στην προφορική παράδοση ως ιστορική πηγή. Δύο από τους πρώιμους εκπροσώπους της θα δείξουν ανάγλυφα το χαρακτήρα της. Περί τα τέλη του πέμπτου αιώνα, ο Ιππίας ο Ηλείος, περιοδεύων σοφιστής και ομιλητής κατά περίσταση για το παρελθόν των πόλεων, συνέταξε τον πρώτο κατάλογο των νικητών των Ολυμπιακών αγώνων, πράγμα που επέτρεψε τη χρονολόγηση του παρελθόντος βάσει ενός κύκλου τεσσάρων ετών ώς το 776 π.Χ. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε τη βάση του υπολογισμού του χρόνου για τους Έλληνες, ακριβώς όπως οι Ρωμαίοι μετρούσαν από την ίδρυση της Ρώμης, οι πρώτοι χριστιανοί από τη γέννηση του Αβραάμ και εμείς από τη γέννηση του Χριστού. Η χρονολόγηση, ο ακριβής χρονικός προσδιορισμός της ημερομηνίας των γεγονότων και η τοποθέτησή τους σε χρονική σειρά αποτελούν τη στοιχειώδη γραμματική της ιστορίας: ο Ιππίας ξεκίνησε μια παράδοση η οποία συνεχίσθηκε κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, για να προκύψουν στην ύστερη αρχαιότητα οι σωζόμενοι χρονολογικοί πίνακες της ιεράς και εθνικής ιστορίας που συνέταξαν οι χριστιανοί συγγραφείς Ευσέβιος ο Παμφίλου και Άγιος Ιερώνυμος.
Το τελευταίο τρίτο του πέμπτου αιώνα ο Ελλάνικος ο Λέσβιος συνέταξε και αυτός μια ολόκληρη σειρά από τοπικές ιστορίες και χρονογραφίες (τουλάχιστον είκοσι οκτώ), στηριζόμενες τουλάχιστον εν μέρει σε έρευνα αρχείων. Μεταξύ αυτών ήταν η πρώτη ιστορία των Αθηνών. Και η ανακάλυψη στην Αίγυπτο ενός παπύρου με το χαμένο έργο του Αριστοτέλη ’Αθηναίων πολιτεία μας δίνει τη δυνατότητα να αναπαραστήσουμε την ιστορία μιας πόλεως με αρκετή λεπτομέρεια. Η Ἀτθίς (η ιστορία των Αθηνών) άρχισε με τον Ελλάνικο, έναν μη Αθηναίο κινούμενο στο πλαίσιο μιας ευρύτερης παράδοσης: οι μετέπειτα συγγραφείς ήταν κυρίως Αθηναίοι, συχνά από οικογένειες ιερέων (όπως ο Κλείδημος), πολιτικών (όπως ο Ανδροτίων, ο συγγραφέας στον οποίο κατά μεγάλο μέρος στηρίχθηκε ο Αριστοτέλης) ή και τα δύο (όπως ο Φιλόχωρος). Τα έργα τους τα χαρακτήριζαν από την αρχή το έντονο ενδιαφέρον για τους τοπικούς μύθους και η γνώση μιας σταθερής χρονολόγησης: τα γεγονότα ταξινομούνταν (κάπως αυθαίρετα ίσως) σύμφωνα με τον αθηναϊκό κατάλογο των ενιαύσιων αρχόντων. Έχουν βρεθεί μάλιστα αποσπάσματα ενός τέτοιου καταλόγου χαραγμένου σε μάρμαρο και χρονολογημένου στη δεκαετία του 420 π.Χ. στην αθηναϊκή αγορά’. είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο δημόσιος αυτός κατάλογος συνιστά τεκμήριο του κρατικού ενδιαφέροντος για τις ανακαλύψεις του Ελλάνικου, οι οποίες έδωσαν στους Αθηναίους το ερέθισμα να βάλουν τάξη στα αρχεία τους. Πρόκειται για καλό παράδειγμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ εθνικής υπερηφάνειας και ιστοριογραφίας– δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι μια τέτοια παράδοση κυριαρχείται από τα συμφέροντα της πόλεως, τις τοπικές λατρείες και την πολιτική ζωή της.
Θουκυδίδης
Και ο Θουκυδίδης αποτελεί προϊόν του κόσμου της ανεπτυγμένης πόλεως- κράτους. Ανήκει χονδρικά στην ίδια γενιά με τους πρώτους τοπικούς ιστορικούς, προβάλλει όμως τον εαυτό του ως συνειδητό ανταγωνιστή του Ηροδότου με την πρώτη του πρόταση:
Θουκυδίδης, ὁ Ἀθηναῖος, ἔγραψε τήν ἱστορίαν τοῦ πολέμου μεταξύ τῶν Πελοποννησίων καί τῶν Ἀθηναίων. Τήν συγγραφήν αὐτοῦ ἤρχισεν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐκ τῆς ἐκρήξεώς του, διότι προεῖδεν ὅτι θ’ ἀπέβαινε μεγάλος καί περισσότερον ἀξιομνημόνευτος ἀπό κάθε προηγούμενον πόλεμον, καί ἐσυμπέραινε τοῦτο ἀπό τό γενονός ὅτι ἀμφότερα τά Κράτη κατήρχοντο εἰς αὐτόν, ἐνῶ εὑρίσκοντο εἰς τήν ἀκμήν ταῆς παντός εἴδους στρατιωτικῆς δυνάμεώς των, καί ὅτι ἔβλεπε τούς λοιπούς Ἕλληνας, εἴτε τασσομένους ἀμέσως, εἴτε διανοουμένους τουλάχιστον νά ταχθοῦν πρός τό ἕν ἤ τό ἄλλο μέρος.
Τα κύρια θέματα ξεπροβάλλουν αμέσως: ο φανερός ανταγωνισμός με τον Ηρόδοτο στην περιγραφή ενός μεγάλου πολέμου, ο ισχυρισμός για σύγχρονη με τα γεγονότα καταγραφή, η έμφαση στην τεκμηρίωση των απόψεών του, ο ενσυνείδητος ισχυρισμός του ότι είναι συγγραφέας και όχι θιασώτης μιας προφορικής παράδοσης – και όλα διατυπωμένα με λόγο ασυνήθιστα πυκνό και εκλεπτυσμένο. Ο πόλεμος που περιγράφει ο Θουκυδίδης είναι ο λεγόμενος10 Μεγάλος Πελοποννησιακός πόλεμος μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, ο οποίος διήρκεσε μια ολόκληρη γενιά από το 431 ως το 404 π.Χ., με μια μόνο μικρή ανάπαυλα επίσημης αλλά τελικά ασυνεχούς ειρήνης, από το 421 ώς το 416, και έληξε με την ήττα της Αθήνας και την κατάρρευση της ηγεμονίας της. Ο Θουκυδίδης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του: το όγδοο βιβλίο σταματά απότομα στη μέση της τελευταίας πρότασής του το 411. Και ενώ το έκτο και το έβδομο βιβλίο για την αθηναϊκή εκστρατεία στη Σικελία δείχνουν ολοκληρωμένο έργο τέχνης, το πέμπτο και το όγδοο βιβλίο είναι εμφανώς ημιτελή. Οι δραστηριότητες του ίδιου του Θουκυδίδη κατά τη διάρκεια του πολέμου περιγράφονται με τον καλύτερο τρόπο από τον ίδιο:
Ἐπέζησα τοῦ πολέμου, καί καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν αὐτοῦ ἤμην, λόγῳ ἡλικίας, ὥριμος τήν κρίσιν, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν ὅπως ἐξακριβώνω τήν ἀλήθειαν. Μοῦ συνέβη νά μείνω ἐξόριστος ἐκ τῆς πατρίδος μου ἐπί εἴκοσι ἔτη μετά τήν ὑπό τήν ἀρχηγίαν μου ἐκστρατείαν πρός σωτηρίαν τῆς Ἀμφιπόλεως, καί γνωρίζων τά πράγματα ἐξ ἀμφότερων τῶν μερῶν, ἰδίως δέ τά τῶν Πελοποννησίων, ἕνεκα τῆς ἐξορίας μου, κατώρθωσα νά παρακολουθήσω ἡσύχως καί ἀντιληφθῶ καλλίτερον τήν πορείαν τῶν γεγονότων. (Ε 26.5)
Ο Θουκυδίδης είναι ο κατεξοχήν ιστορικός των ιστορικών: μανιώδης με τη μεθοδολογία. Αναλαμβάνει να αποδείξει το μέγεθος του πολέμου με μια εκτενή παρέκβαση για την παλαιότερη ιστορία, παρέκβαση σχεδιασμένη με σκοπό να δείξει πόσο ασήμαντοι υπήρξαν οι παλαιότεροι πόλεμοι συγκρινόμενοι με αυτόν, και πόσο αδύναμες οικονομικά οι προηγούμενες γενιές, ενώ ταυτόχρονα προβαίνει σε καταλυτική κριτική της ποιότητας του υλικού που χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος. Οροθετεί με ακρίβεια την έναρξη και το πέρας του πολέμου, και υποστηρίζει με σοβαρότητα ότι η κατ’ όνομα περίοδος της ειρήνης ήταν στην πραγματικότητα τμήμα ενός ενιαίου πολέμου. Όπως και οι σύγχρονοί του ενδιαφέρεται ζωηρά για τη χρονολόγηση αλλά απορρίπτει τους καταλόγους των ἀρχόντων ως ακατάλληλους για στρατιωτική ιστορία– αντιθέτως χρονολογεί σύμφωνα με τις περιόδους των πολεμικών επιχειρήσεων, κατά θέρος και χειμώνα [Β 1], Επικρίνει σφοδρά την απροσεξία των άλλων συγγραφέων για την πιστοποίηση των γεγονότων, και δηλώνει ότι δεν αρκέσθηκε στην περιγραφή ενός μόνον αυτόπτη μάρτυρα, αλλά κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να αντιπαραβάλει τις διαφορετικές συχνά απόψεις των διαφόρων μερών και να επιλέξει μεταξύ τους. Ακόμη και για τις περίφημες δημηγορίες του υποστηρίζει σε ένα ξακουστό αλλά και προβληματικό χωρίο ότι «ἔγραψα ὅπως ἐνόμισα, ὅτι ἕκαστος τῶν ρητόρων ἠδύνατο νά ὁμιλήση προσφορώτερον πρός τήν ἑκάστοτε περίστασιν, προσηλούμενος συγχρόνως ὅσον τό δυνατόν περισσότερον εἰς τήν γενικήν ἔννοιαν τῶν πραγματικῶς λεχθέντων» [Α 22.1]. Αναγνωρίζει ότι αυτές οι αρχές θα μειώσουν τη λογοτεχνική σαγήνη του έργου του: δεν πειράζει όμως γιατί ο σκοπός του είναι επιστημονικός, επιζητεί να αποτελέσει «θησαυρόν παντοτεινόν καί ὄχι… ἔργον προωρισμένον νά ὑποβληθῆ εἰς διαγωνισμόν καί ν ’ ἀναγνωσθῆ εἰς ἐπήκοον τῶν πολλῶν, διά νά λησμονηθῆ μετ’ ὀλίγον» – κτῆμά τε ἐς αἰεί μᾶλλον ἤ ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται (Α 22.4). Εδώ βλέπουμε τον πρώτο κριτικό ιστορικό, τον ιδρυτή της δικής μας δυτικής ιστορικής παράδοσης. Και αυτό είναι κάπως παράξενο, διότι βέβαια ο Θουκυδίδης δεν είναι ιστορικός με τη σημερινή έννοια του όρου: ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατον να γράψει κανείς με ακρίβεια για το παρελθόν οι μεθοδολογικές απαιτήσεις του και τα κριτήριά του ισχύουν μόνο για το εκάστοτε παρόν. Ο Θουκυδίδης είναι κοινωνικός επιστήμονας, μελετητής του κόσμου της εποχής του, όχι ιστορικός. Μόλις τον δέκατο ένατο αιώνα η ανακάλυψη των αρχείων και η εφεύρεση των τεχνικών της κριτικής των πηγών επέτρεψε στους ιστορικούς του παρελθόντος να πιστέψουν ότι μπορούσαν να ανταποκριθούν στα υψηλά κριτήρια που έθεσε ο Θουκυδίδης. Και μόνο στον αιώνα μας άρχισαν τελικά αυτά τα κριτήρια να εφαρμόζονται στη σπουδή της ελληνικής ιστορίας, με την έκδοση των αποσπασμάτων των απολεσθέντων Ελλήνων ιστορικών από τον F. Jacoby.
Ένα καλό παράδειγμα της υπεροχής του Θουκυδίδη σε σύγκριση με τον Ηρόδοτο αποτελεί η έκθεση των αιτίων του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου. Οι σύγχρονοί του έβρισκαν γελοία την επιπόλαιη μυθολογία του Ηροδότου για αρπαγές και κόντρα αρπαγές από την Ηώ ώς την Ελένη της Τροίας, χωρίς να αντιλαμβάνονται το πρόβλημα: μια σύγκρουση πολιτισμών οδηγεί τελικά σε πόλεμο του οποίου τα αίτια είναι αδύνατον να απομονωθούν, διότι αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της φύσεως των εν λόγω κοινωνιών. Στην περίπτωση όμως των ελληνικών πόλεων-κρατών οι κανόνες των διεθνών σχέσεων ήταν σαφείς: μια επιθετική ενέργεια ή η άρνηση ενός δίκαιου αιτήματος συνιστούσαν αιτίες πολέμου καθαρά πολιτικής φύσεως. Η οξυδέρκεια του Θουκυδίδη έγκειται στο ότι δεν παραμένει σε αυτό το επίπεδο των αντιτιθέμενων ισχυρισμών. Αντιθέτως, περιγράφει με λεπτομέρεια δύο συγκεκριμένα περιστατικά που αποτελούσαν κατά γενική ομολογία τις κυριότερες προκλήσεις οι οποίες οδήγησαν στον πόλεμο, και κατόπιν την μέν γάρ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην δέ λόγῳ («Ἡ άληθεστάτη, πραγματικώς, ἀλλ’ ἀνομολόγητος αἰτία»). Πρόκειται για δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις που αφορούσαν σύγκρουση συμφερόντων και στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ των Αθηνών και της μεγάλης συμμάχου της Σπάρτης, της Κορίνθου. Η φύση της αληθέστατης προφάσεως δεν είναι και τόσο εύκολο να καθορισθεί, και μάλιστα παρουσιάζεται ως προσωπική εκτίμηση («ἡγοῦμαι») του Θουκυδίδη – «ή αὐξανόμενη δύναμις ταῶν Ἀθηνῳν, ἡ ὁποία ἐπτόησε τούς Λακεδαιμονίους καί τούς ἐξώθησεν εἰς πόλεμον» (Α 23.6). Πρόκειται για δήλωση που ανήκει στην κοινωνική ψυχολογία ή για ισχυρισμό ότι κάτι ήταν αναπόφευκτο; Πόσο αφανέστατη λόγω ήταν πράγματι; Και πού ακριβώς αποδίδει τελικά την ευθύνη για τον πόλεμο; Οι συζητήσεις είναι ατέρμονες. Εδώ χρειάζεται μόνο να σημειώσουμε τη λεπτότητα μιας άποψης που υπερβαίνει τα όρια της διπλωματίας και προϋποθέτει δύο είδη παραγόντων, και μάλιστα σε δύο επίπεδα αιτιότητας. Αυτή ακριβώς η εγκατάλειψη του οφθαλμοφανούς και της ιδέας του μοναδικού αιτίου ή είδους αιτίου αποτελεί το αποφασιστικό βήμα για να κατανοήσουμε την έννοια της αιτιότητας στη σφαίρα των ανθρώπινων υποθέσεων.
Από πού έμαθε τη μέθοδό του ο Θουκυδίδης; Ούτε θεωρία περί πολιτικής και κοινωνίας είχε αναπτυχθεί ούτε βρίσκουμε σκέψη ανάλογου βάθους σε κάποιο σοφιστή της εποχής. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι ιατρικοί συγγραφείς διέθεταν αντίληψη, και περί της υποκείμενης προδιάθεσης για μια ασθένεια και περί της ενεργού αιτίας της, παρόμοια με αυτή του Θουκυδίδη, και ότι η επιστήμη που είχαν αναπτύξει συνδύαζε τη θεωρία με μια πρακτική διαίσθηση ανάλογη με τη δική του. Αρκεί ωστόσο να διαβάσουμε την περιγραφή του Θουκυδίδη για τον μεγάλο λιμό της Αθήνας [Β 49-50], για να διαπιστώσουμε την ανωτερότητά του ακόμη και στην περιγραφή του ιατρικού αυτού φαινομένου: κανένας σύγχρονός του ιατρικός συγγραφέας δεν παρέχει τόσο σαφή περιγραφή των δύο θεμελιωδών ιατρικών εννοιών που έχει ο Θουκυδίδης για τη νόσο: της μετάδοσης και της ανοσίας. Τελικά μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η όλη αντίληψη του Θουκυδίδη περί κοινωνικής και ιστορικής μεθόδου αποτελεί δικό του, προσωπικό δημιούργημα. Το πρόβλημα με τον Θουκυδίδη είναι στην πραγματικότητα η μοναδικότητά του.
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη μελέτη του λογοτεχνικού ύφους του Θουκυδίδη, ύφος το οποίο προέρχεται από τις αντιτιθέμενες προτάσεις των σοφιστικών ρητόρων της εποχής. Αλλά στο κείμενο του Θουκυδίδη αυτές έχουν παραμορφωθεί έτσι ώστε να παρουσιάζουν μια διαδοχή διακεκομμένων αντίθετων και αταίριαστων ζευγών, όπου καμιά λέξη δεν είναι η προφανής λέξη και κάθε φράση είναι απροσδόκητη. Το τέχνασμά του είναι ότι το απλό γίνεται βασανιστικό, το σύνθετο ακατανόητο. Η αρετή του δεν βρίσκεται στην ακρίβειά του (γιατί πρόκειται για φαινομενική ακρίβεια) αλλά στον τρόπο με τον οποίο πιέζει τον αναγνώστη – ακόμη και τον σύγχρονό του Έλληνα αναγνώστη – να σκεφθεί την ακριβή σημασία και τη θέση της κάθε λέξης. Ποτέ κανένας άλλος Έλληνας δεν έγραψε, ούτε σκέφθηκε, όπως ο Θουκυδίδης.
Το αποτέλεσμα, φυσικά, είναι ότι ο Θουκυδίδης έχει τα όριά του. Η σιωπή του στρατηγού Θουκυδίδη είναι αδιαπέραστη για μας: δεν έχουμε τρόπο να μάθουμε ούτε γιατί δεν αναφέρει αυτά που δεν αναφέρει ούτε πόσα δεν αναφέρει. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη συγγραφή ιστορίας βασιζόμενοι σε αυτόν, αλλά μόνο να δεχόμαστε ή να απορρίπτουμε τα συμπεράσματά του. Αυτό δεν θα είχε σημασία αν ο Θουκυδίδης ήταν τόσο τέλειος ως ιστορικός όσο πίστευαν μερικοί. Αλλά έχουμε λόγους να υποψιαζόμαστε ότι μερικές φορές τον επηρέαζε η προσωπική του προκατάληψη: η εικόνα του Περικλή είναι ασφαλώς υπέρ το δέον θετική, ενώ από την εικόνα του Κλέωνα λείπουν αρκετά και ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία. Άλλωστε, τι αντιπροσωπεύουν τελικά οι δημηγορίες του, αν κανείς δεν μιλούσε ποτέ κατ’ αυτόν τον τρόπο, και εφόσον ο λόγος και η σκέψη συνδέονται τόσο άμεσα; Και τι σημαίνουν αυτά για τις περιγραφές της λήψης των αποφάσεων; Επιπλέον η ίδια η δύναμη της περιγραφής του Θουκυδίδη τονίζει τελικά το σκοτάδι που βασιλεύει γύρω της: ο ρόλος της Περσίας αγνοείται συστηματικά – ο πόλεμος είναι πόλεμος αποκλειστικά μεταξύ των ελληνικών πόλεων. Θα αντιμετώπιζε άραγε ο Θουκυδίδης σε κάποιο σημείο του έργου του το γεγονός ότι τελικά ο περσικός χρυσός ήταν εκείνος που νίκησε τους Αθηναίους;
Πολλοί από αυτούς τους περιορισμούς αντανακλούν τους στόχους του έργου του Θουκυδίδη: «Θά μοῦ εἶναι ὅμως ἀρκετόν, ἐάν τό ἔργον μου κρίνουν ὤφέλιμον ὅσοι θελήσουν νά ἔχουν ἀκριβῆ ἀντίληψιν ταῶν γεγονότων, ὅσα ἔχουν ἤδη λάβει χώραν, καί ἐκείνων τά ὁποῖα κατά τήν ἀνθρωπίνην φύσιν μέλλουν νά συμβοῦν περίπου ὅμοια» (Α 22.6). Στο σημείο αυτό δεν προβάλλεται κάποια χονδροειδής θεωρία περί ανακυκλήσεως αλλά απλώς η χρησιμότητα της σπουδής της ανθρώπινης κοινωνίας εν δράσει. Αλλά για τι είδους κοινωνία πρόκειται; Προφανώς όχι για την περσική αλλά εξίσου ίσως όχι και για την ελληνική – πρόκειται μάλλον για την κάθε συνειδητοποιημένη πολιτική κοινωνία στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται με λογική και ανοιχτή συζήτηση, σε αρμονία με τις αρχές του ορθού λόγου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί επιστήμονες από τον Machiavelli και εξής θεώρησαν ότι ο Θουκυδίδης ενσαρκώνει το ιδεώδες του ιστορικού: ο Thomas Hobbes τον αποκάλεσε «τον πλέον πολιτικό ιστοριογράφο που έγραψε ποτέ»11.
Η επίδραση των σοφιστών στην πολιτική θεωρία του Θουκυδίδη είναι προφανής. Ο Θουκυδίδης φαίνεται να αποδέχεται ότι στην ανθρώπινη κοινωνία ισχύει ως γενικός κανόνας το του κρείττονος συμφέρον – ότι οι κοινωνίες λειτουργούν πράγματι βάσει ιδίων συμφερόντων και ότι τα κράτη ενεργούν κατά το ίδιον συμφέρον: σπάνια στο έργο του απευθύνεται έκκληση προς το συναίσθημα, και όποτε εμφανίζεται είναι πάντοτε ατελέσφορη. Η Αθήνα διατηρεί την ηγεμονία της ώς τυραννίδα «τῆς ὁποίας ἠμπορεῖ μέν νά φαίνεται ἄδικος ἡ ἀπόκτησις, ἀλλ’ ἡ ἀπό ταῆς ὁποίας παραίτησις εἶναι ἐπικίνδυνος» (δημηγορία Περικλέους, Β 63.2). Η φιλοσοφική έκφραση των απόψεων αυτών παρουσιάζεται με ενάργεια από το σοφιστή Θρασύμαχο στο πρώτο βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας [338cl κε.12]. Όσον αφορά λοιπόν την κοινωνική ηθική, δεν υπάρχει ποτέ δίκιο και άδικο: άπαξ και είναι δεδομένος ο φόβος της Σπάρτης για την Αθήνα, είναι προφανές ότι ο πόλεμος είναι κατά φύσιν. Γνωρίζουμε ότι αυτή η άποψη για την κοινωνία δεν ήταν καθολικώς αποδεκτή τον πέμπτο αιώνα και κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν καν η άποψη της πλειονότητας. Ασφαλώς όμως είχε μεγάλη απήχηση, και ο Θουκυδίδης δεν μπορεί να κατηγορηθεί ούτε για πλήρη απώλεια επαφής με την πραγματικότητα13 ούτε για πλήρη παραποίηση της υφής των πολιτικών συζητήσεων. Το ότι δεν παρέχει πλήρη εικόνα του τρόπου λήψεως των αποφάσεων, καθίσταται ήδη σαφές από το γεγονός ότι οι δημηγορίες του παρουσιάζονται ως ζεύγη αντιθέτων και όχι ως μέρη ευρύτερων συζητήσεων. Οι περισσότερες από τις δημηγορίες αποτελούν στην πραγματικότητα μέσο για τη διερεύνηση των συνεπειών της θουκυδίδειας άποψης περί πολιτικής και όχι πιστή απόδοση των όσων όντως ελέχθησαν. Στις δύο περιπτώσεις που ο Θουκυδίδης προβαίνει αυτοπροσώπως σε εκτενή πολιτική ανάλυση, το αποτέλεσμα είναι λιγότερο ικανοποιητικό: η έκθεση της αλλαγής της πολιτικής ηγεσίας στην Αθήνα μετά το θάνατο του Περικλή (Β 65) και η συζήτηση της φύσης των πολιτικών επαναστάσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου με παράδειγμα την περίπτωση της Κέρκυρας (Β 82-84) συνιστούν δύο ατελέσφορες προσπάθειες επιβολής μιας γραμμικής αντίληψης σε σύνθετα φαινόμενα.
Μολονότι δέχεται μια τέτοια κοινωνική θεώρηση, ο Θουκυδίδης ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις συνέπειές της, και ειδικότερα για τα ηθικά προβλήματα που ανακύπτουν το ενδιαφέρον του φαίνεται ιδιαίτερα ζωηρό για τις επιπτώσεις αυτών των θεωριών στην εσωτερική πολιτική. Ο περίφημος Περικλεούς επιτάφιος για τους νεκρούς της Αθήνας [Β 35-46] αναπαριστά μια κοινωνία χωρίς συγκρούσεις και εντάσεις, ενωμένη στην επιδίωξη ενός ιδανικού, σε αντίθεση με την παθολογική κατάσταση μιας πόλεως όπως η Κέρκυρα η οποία μαστίζεται από εμφύλιες έριδες. Εν γένει, ο Θουκυδίδης τονίζει τις περιπτώσεις που παρουσιάζουν τέτοια προβλήματα στην οξύτερη μορφή τους. Στο τρίτο βιβλίο, για παράδειγμα, έχουμε τρία μείζονα θέματα, το πώς πρέπει να τιμωρήσει η Αθήνα τους Μυτιληναίους για την αποστασία τους [Γ 36-50], το πώς πρέπει να φερθεί η Σπάρτη στους αιχμάλωτους Πλαταιείς [Γ 52-68] και την εξιστόρηση στάσεως στην Κέρκυρα [Γ 70-85], Στην πρώτη περίπτωση, η νέα ηθική της ηγεμονίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι περισσότερο πρόσφορο να διοικεί κανείς με την ευγένεια παρά με τον τρόμο. Στη δεύτερη, οι εκπρόσωποι της παλιάς ηθικής απορρίπτουν την έκκληση στα συναισθήματα και καταστρέφουν την ιερή πόλη των Μηδικών πολέμων: αποφασίζουν να απελευθερώσουν τους Έλληνες διά του τρόμου. Στην τρίτη, ο Θουκυδίδης διερευνά την κατάρρευση της κοινωνικής τάξης και συνοχής όταν η κοινωνία διέπεται πλήρως από τη νέα ηθική και η μόνη παραφροσύνη είναι η μετριοπάθεια.
Το τρίτο βιβλίο αποτελεί το επίκεντρο της αρχικής αφήγησης του Θουκυδίδη, η οποία καλύπτει την πρώτη περίοδο του πολέμου και τελειώνει στο Ε 24. Ήδη ο Θουκυδίδης φαίνεται να αμφιταλαντεύεται για την αξία του κόσμου τον οποίο απεικονίζει ως πραγματικό. Στο δεύτερο μισό του έργου του αυτή η δυσκολία, αυτή η αίσθηση του «αντι-Θουκυδίδη στον Θουκυδίδη» εντείνεται. Η αιτία βρίσκεται στη λογική των γεγονότων: αν οι νόμοι της πολιτικής τους οποίους έχει αποδεχθεί ο Θουκυδίδης είναι και νόμοι της φύσης, τότε ο απόλυτος τρόμος τους θα γίνει τελικά απτός με τη μεγαλύτερη τραγωδία απ’ όλες, με την καταστροφή της ίδιας της πόλης του Θουκυδίδη, της Αθήνας, πτώση η οποία συνιστά την τελική δικαίωση της απαισιόδοξης στάσης του ιστορικού για την ανθρώπινη φύση. Υπάρχουν έντονες ενδείξεις ότι ο Θουκυδίδης άρχισε να οργανώνει το δεύτερο ήμισυ της ιστορίας του με τη μορφή τραγωδίας. Στο πέμπτο βιβλίο οι Αθηναίοι στρέφονται χωρίς λόγο εναντίον της Μήλου, και οι Μήλιοι αμφισβητούν την ηθικότητα αυτής της ενέργειας σε ένα χωρίο που έχει τη μορφή διαλόγου: οι Αθηναίοι απαντούν με την αλαζονεία μιας τυρρανικής πόλης [Ε 85-112]. Η περικοπή αυτή είναι βαθιά επηρεασμένη από τις λογοτεχνικές μορφές της αρχαίας τραγωδίας και συμπεριλαμβάνει επίσης εκείνη την υπερήφανη στάση από αθηναϊκής πλευράς η οποία θα οδηγήσει στη συμφορά κατά τη μεγάλη σικελική εκστρατεία που περιγράφεται στο έκτο και το έβδομο βιβλίο. Η ίδια η εξιστόρηση αυτής της εκστρατείας γίνεται με πάθος και τέχνη που δείχνουν την πεποίθηση του Θουκυδίδη ότι πρόκειται για την κρίσιμη καμπή του πολέμου: η δική του συμμετοχή στην αφήγηση αποβαίνει ιδιαίτερα εντυπωσιακή ακριβώς επειδή είναι συγκαλυμμένη. Δεν γνωρίζουμε πώς θα ολοκλήρωνε την ιστορία του ο Θουκυδίδης. Και μάλιστα, δεν γνωρίζουμε πώς θα εξηγούσε το γιατί η Σπάρτη δεν κατέστρεψε ολοσχερώς την Αθήνα, όπως ασφαλώς θα έπρεπε να κάνει σύμφωνα με τη θεωρία του: το πρόβλημα για τον ιστορικό είναι ότι η ιστορία δεν μπορεί να αποτελέσει καλλιτεχνική ενότητα, πάντοτε διαψεύδεται από τα γεγονότα. Η ιστορία του Θουκυδίδη αναδεικνύει τόσο την εξέλιξη των ηθικών αντιλήψεων ενός συγγραφέα ο οποίος βιώνει τα γεγονότα της εποχής του όσο και το αδύνατον της επιστημονικής ιστορίας.
Η άποψη του Θουκυδίδη για την ιστορία ήταν κυρίαρχη στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα. Κάθε κοινωνία έχει την ιστορία που της αξίζει. Ο μακιαβελισμός και η Realpolitik εξακολουθούν να φαίνονται ως η μόνη λογική αντίδραση στην πολιτική, ακόμη και όταν αυτή οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Αυτό είναι φυσικό άπαξ και η θουκυδίδεια αντίληψη της ιστορίας ως σφαίρας της πολιτικής και του πολέμου γίνεται αποδεκτή. Το δίδαγμα βρίσκεται ήδη στον ίδιο τον Θουκυδίδη: μια κοινωνία που ζει αποκλειστικά με τέτοια κριτήρια αναπόφευκτα θα αυτοκαταστραφεί.
Ξενοφών
Η ιστορία συνεχίζεται και το ίδιο ισχύει και για τους ιστορικούς: αυτό ήταν το πρόβλημα του τέταρτου αιώνα. Το γεγονός ότι το έργο του Θουκυδίδη παρέμεινε ανολοκλήρωτο, έκανε τα πράγματα πιο εύκολα στην αρχή, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις των συνεχιστών του: μπορούσε κανείς να αρχίσει απλώς με τη φράση «Λίγες μέρες έπειτα», προσπαθώντας τουλάχιστον να φθάσει στο ίδιο επίπεδο λελογισμένης σαφήνειας. Ο ιστορικός της Οξυρύγχου το κατορθώνει αυτό, σχεδόν και ο Ξενοφών στα δύο πρώτα βιβλία των ‘Ελληνικών του, τα οποία συνεχίζουν την εξιστόρηση του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου μέχρι και το τέλος του το 404 π.Χ. Αλλά όταν αργότερα αποφάσισε να συνεχίσει την αφήγησή του μέχρι τη μάχη της Μαντινείας το 362, καλύπτοντας τις περιόδους της σπαρτιατικής ηγεμονίας, της κατάρρευσής της και της βραχύβιας ηγεμονίας των Θηβών, ο Ξενοφών μας έδωσε μια περιγραφή τόσο απρόσεκτη, τόσο μονόπλευρη και τόσο προκατειλημμένη που δεν θα την έπαιρνε κανείς στα σοβαρά αν δεν επρόκειτο για τη μόνη σωζόμενη έκθεση αυτών των γεγονότων από πρώτο χέρι: ακόμη και η επισήμανση ότι πρόκειται κατ ’ ουσίαν για απομνημονεύματα και όχι για ιστορία, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα έργο του οποίου οι παραλείψεις είναι πιο ενδιαφέρουσες από τα περιεχόμενά του. Το θλιβερό είναι ότι ενώ ο Ξενοφών πληρούσε το θουκυδίδειο κριτήριο του αυτόπτη μάρτυρα και μετόχου σε αυτά τα γεγονότα, ωστόσο έχασε εντελώς το τραγικό θέμα της αποτυχίας του σπαρτιατικού τρόπου ζωής για τον οποίο είχε όλες τις προϋποθέσεις να μιλήσει. Παρ ’ όλα αυτά το δροσερό και απέριττο ύφος του Ξενοφώντα, η απλοϊκή άποψή του για την αρετή και την κακία, και ο δίχως όρια θαυμασμός του για τη Σπάρτη, αποτελούν μια ευχάριστη αλλαγή από τις ταλαιπωρίες της μελέτης του προκατόχου του.
Το ύφος και το ηθικό περιεχόμενο, που προσφέρεται για παιδιά σχολικής ηλικίας, έκαναν τον Ξενοφώντα δημοφιλή σε ολόκληρη την αρχαιότητα και εξασφάλισαν τη διάσωση όλων των έργων του. Πολλά από αυτά βρίσκονται στις παρυφές της ιστορίας. Η Κόρου άνχβασις αποτελεί περιπετειώδη αφήγηση για εφήβους, για το πέρασμα δέκα χιλιάδων Ελλήνων μισθοφόρων μέσα από την καρδιά της Περσικής αυτοκρατορίας, όπως την εξιστορεί ένας από τους αρχηγούς της. Ο ’Αγησίλαος είναι ένας έπαινος ανδραγαθιών εις μνήμην του βασιλιά της Σπάρτης Αγησιλάου, ο οποίος υπήρξε για μια ολόκληρη ζωή φίλος και προστάτης του Ξενοφώντα. Τα Άπομνημονεύματα για τον Σωκράτη παρουσιάζουν, στο πλαίσιο της παράδοσης των φιλολογικών απομνημονευμάτων που ανάγεται στον πέμπτο αιώνα, ένα φιλικό πορτραίτο ενός διάσημου άνδρα με τον οποίο ο Ξενοφών μπορεί να μη συναντήθηκε ποτέ. Ένα άλλο έργο του Ξενοφώντα, η Κύρου παιδεία, μπορεί να θεωρηθεί ως το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα: είναι μια εκτενέστατη και εντελώς πλασματική περιγραφή της εκπαίδευσης και των κατορθωμάτων του ιδρυτή της Περσικής αυτοκρατορίας, του Κύρου του Μεγάλου. Η χρησιμότητά της ως πριγκιπικού οδηγού και η έμφασή της στο ότι η ηγεσία πρέπει να διέπεται από ηθικές αρχές, την ανέδειξαν ως ένα από τα δημοφιλέστερα βιβλία στην Ευρώπη έως ότου η βασιλεία έπαψε να είναι του συρμού. Στην αρχαιότητα το βιβλίο αυτό ήταν η αρχή μιας σειράς από μισοϊστορικές περιγραφές της εκπαίδευσης του ήρωά τους, από τον Μέγα Αλέξανδρο και εξής. Όμως η ανατολή είχε περισσότερο την τάση να είναι εξωτική παρά ηθική. Και ο Κτησίας από την Κνίδο, γιατρός στην αυλή του Αρταξέρξη Β ‘ τον πρώιμο τέταρτο αιώνα (ο οποίος είχε μάλιστα παραστεί στην ίδια μάχη στα Κούναξα με τον Ξενοφώντα της Ἀναβάσεως αλλά από την αντίπαλη πλευρά), έγραψε μια εκπληκτικά δημοφιλή αλλά και πολύ τραβηγμένη (απολεσθείσα) ιστορία της Περσίας, η οποία ενίσχυσε εκ των έσω μια άποψη για την Περσία που «μυρίζει σεράι και αρώματα ευνούχων ανακατεμένα με τη δόλια δυσοσμία του αίματος» (Eduard Meyer). Μην ακούτε τους γιατρούς:14 τέτοια κείμενα προέρχονται από τις ιωνικές λαϊκές αφηγήσεις και έχουν ως φυσική συνέχειά τους τα ρομαντικά μυθιστορήματα της Ελληνιστικής περιόδου.
Ελληνικά
Η κύρια κατεύθυνση της ελληνικής ιστοριογραφίας παρέμεινε η θουκυδίδεια ιστορία των συγκρουόμενων πόλεων-κρατών, αλλά τυποποιημένη πλέον σε μια σειρά διαδοχικών και συναγωνιζόμενων Ελληνικών, ιστοριών δηλαδή της Ελλάδας. Μεταξύ των απολεσθέντων ιστορικών του τέταρτου αιώνα ξεχωρίζουν δύο. Ο Έφορος από την Κύμη έγραψε Ἑλληνικά (εκτάσεως τριάντα βιβλίων) προσπαθώντας να ξεπεράσει κάθε ανταγωνιστή αρχίζοντας από την αρχή, με την επάνοδο των Ηρακλειδών,15 και τελειώνοντας το 341 π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθειά του να αποσυνδέσει τη σφαίρα της ιστορίας από τη σφαίρα του μύθου, και ο τρόπος με τον οποίο δικαιολόγησε την όλη προσέγγισή του με μια σειρά προοιμίων σε διάφορα σημεία του συγγράμματος τα οποία υπεστήριζαν την ενότητα της ιστορίας του. Ως μαθητής του Ισοκράτη (βλ. σσ. 334 κ.ε.) εγκαινίασε την επικίνδυνη εκείνη σχέση μεταξύ ρητορικής και ιστορίας, όπου κυριαρχεί η τάση να θυσιάζεται η αλήθεια για χάρη του εντυπωσιασμού. Ο Έφορος είχε και άλλα ελαττώματα. Αντελήφθη μεν τη χρησιμότητα της ποίησης ως ιστορικής πηγής, διέθετε όμως περιορισμένη κριτική ικανότητα για να την αξιοποιήσει σωστά. Επιπλέον δε, προσπάθησε να αποκρύψει την εξάρτησή του από τους παλαιότερους ιστορικούς «εκσυγχρονίζοντας» καταστάσεις και πρόσωπα, και εφευρίσκοντας όπου ήταν απαραίτητο περιστασιακές λεπτομέρειες. Το ύφος του και η περιεκτικότητά του τον έκαναν δυστυχώς αρκετά δημοφιλή, αλλά τουλάχιστον ξεχωρίζει ως ο άνθρωπος που είχε σκεφθεί τους σκοπούς τους οποίους πρέπει να υπηρετεί η ιστορία – και τους κατάλαβε λάθος.
Σήμερα βρίσκουμε πιο ελκυστικό έναν άλλο μαθητή του Ισοκράτη, τον Θεόπομπο τον Χίο. Έγραψε και αυτός ‘Ελληνικά, μια συνέχεια των Ιστοριών του Θουκυδίδη, και αργότερα ένα έργο του οποίου ο τίτλος υποδηλώνει τη νέα στροφή της ιστορίας, τα Φιλιππικά, ιστορία με θέμα της τον Φίλιππο της Μακεδονίας. Αυτά τα έργα εξέθεταν με ευτράπελο τρόπο τόσο τη δολιότητα και τη διαφθορά των Αθηναίων πολιτικών όλων των εποχών όσο και τις άξεστες οινοποιητικές συνήθειες του νέου Μακεδόνα αρχηγού της Ελλάδας. Η αντι-ιστορία, η έκθεση της κακίας και της ανικανότητας είναι πάντοτε διασκεδαστική, και ο Θεόπομπος έγραψε για να στηλιτεύσει τα καμώματα των ισχυρών. Προείδε όμως και την ανάγκη ενός νέου τύπου ιστορίας, όπως δείχνει ο τίτλος των Φιλιππικών του – ιστορία υπέρ (ή κατά) ενός κόσμου κυβερνώμενου από βασιλείς.
Ιστορία των βασιλέων
Ο Μέγας Αλέξανδρος αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή περίπτωση, και όντας άνθρωπος που γνώριζε ότι δημιουργούσε ο ίδιος την ιστορία, φρόντισε να πάρει μαζί του έναν ιστορικό που να την καταγράψει. Η επιλογή του ήταν ατυχής: ο Καλλισθένης, ανιψιός του Αριστοτέλη, αφού επέδειξε μια ανυπάκουη και συκοφαντική συμπεριφορά, άρχισε να παρεμβαίνει στις Βασιλικές Σελίδες της ιστορίας – και κατέστη αναλώσιμος. Τελικά στους ιστορικούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου περιλαμβανόταν κάθε καρυδιάς καρύδι, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα αποσπάσματά τους – γιατί από ειρωνεία της τύχης καμιά συνεχής περιγραφή αυτού του σημαντικού γεγονότος, της κατακτήσεως του κόσμου, δεν σώζεται πριν από την περίοδο της αυτοκρατορικής Ρώμης. Η βασική πηγή μας, η Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις, είναι γραμμένη περισσότερο από τέσσερις αιώνες αργότερα από ένα Ρωμαίο αξιωματούχο, τον Αρριανό, ο οποίος επέλεξε να στηριχθεί κυρίως σε δύο αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων οι οποίες ήταν οπωσδήποτε επαρκείς, τα Ἀπομνημονεύματα του αρχιτέκτονα Αριστόβουλου και τα Ἀπομνημονεύματα του Πτολεμαίου, του νεαρού διοικητή που ίδρυσε αργότερα τη δυναστεία του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου. Άλλες περιγραφές όπως αυτή του Διοδώρου χρησιμοποιούν μια λαϊκή ρομαντική αφήγηση γραμμένη από τον Κλείταρχο, μια σκοτεινή μορφή αβέβαιης χρονολογίας και όχι απαραίτητα μετόχου των συμβάντων. Πολλοί από όσους έλαβαν μέρος στην εκστρατεία έγραψαν «απομνημονεύματα» σε διάφορα λογοτεχνικά ύφη. Τα πιο ευχάριστα ήταν του Νεάρχου, του ναυάρχου του Αλεξάνδρου, ο οποίος εξερεύνησε την κοιλάδα του Ινδού, την Πενταποταμία και την ερημική ακτή του Μοκράν μέχρι τις εκβολές του Τίγρητος (από το 326 ώς το 324), και έγραψε με τον τρόπο του Ηροδότου μια περιγραφή της εξερεύνησης αυτής η οποία αποτελεί σημαντική πηγή για την περιγραφή της ινδικής εκστρατείας από τον Αρριανό. Αλλά η πιο μόνιμη συνέπεια της πορείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι η παράδοση της Μυθιστορίας του Αλεξάνδρου,16 του λαοφιλέστερου ίσως βιβλίου στην παγκόσμια λογοτεχνία, συμπιλημένου στην ύστερη αρχαιότητα από διάφορες ελληνιστικής προελεύσεως συλλογές ψευδεπίγραφων επιστολών και δοκιμίων και μια μυθώδη βιογραφία: το αποτέλεσμα είναι καθαρό παραμύθι, με τον Τίγρητα και τον Ευφράτη παραποτάμους του Νείλου και τον Αλέξανδρο να γεννιέται από ένα αιγυπτιακό φίδι, να επισκέπτεται ακέφαλους ανθρώπους και Ινδούς βραχμάνους (το τελευταίο αποτελεί αληθινό επεισόδιο), να βυθίζεται μέχρι τον πυθμένα της θάλασσας με εξάρτυση δύτου και να ίπταται μέσα σε ένα καλάθι ωθούμενο από γρύπες.
Η Ελληνιστική εποχή
Η ιστορικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε λοιπόν παραμερισθεί και αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί ούτε η εποχή του ούτε η περίοδος των ελληνιστικών βασιλείων δεν παρήγαγε νέο τύπο πολιτικής ιστορίας, γιατί καμιά παράδοση βιογραφιών βασιλέων ή και ιστορίας δυναστειών δεν αναδείχθηκε για να ανταποκριθεί στις μεγάλες αυτοκρατορίες και τα βασίλεια. Ένας λόγος ήταν η δύναμη της παράδοσης της ιστοριογραφίας που δημιούργησε η πόλη-κράτος και ένας άλλος η έλλειψη γνήσιας βιογραφικής παράδοσης στην Ελλάδα. Γι ’ αυτούς τους λόγους, η ανακάλυψη της γοητείας της αυτοκρατορικής ιστορίας και της πολιτικής βιογραφίας αφέθηκε στους Ρωμαίους. Οι πιο επιτυχημένοι πολιτικοί ιστορικοί των Ελληνιστικών χρόνων συνέχισαν να γράφουν ‘Ελληνικά, συνήθως χρονικά των ημερών τους, αρκούμενοι στην ένταξη των νέων ελληνιστικών βασιλείων στο παλαιό πλαίσιο.
Η καλύτερη από αυτές τις ιστορίες είναι αυτή που αποτέλεσε τη βασική πηγή των βιβλίων 18-20 του Διοδώρου, Αἱ περί Διαδόχων Ἱστορίαι του Ιερωνύμου του Καρδιανού, ενός ρυθμιστή δημόσιων υποθέσεων σε διάφορα βασίλεια, του οποίου η ώριμη ηλικία κάλυψε τρεις γενιές, από τον Αλέξανδρο ώς το 260 π.Χ. περίπου, οπότε πέθανε σε ηλικία 104 ετών με πλήρη διαύγεια.17 Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η ιστορία του ήταν τόσο εκτενής που «κανείς δεν μπορούσε να τη διαβάσει μέχρι το τέλος». Ασφαλώς επρό- κειτο για μια αξιοθαύμαστα ακριβή και εξισορροπημένη περιγραφή μιας εποχής όπου η πολιτική και ο πόλεμος απλώνονταν σε όλο τον κόσμο, από τον Ινδό ώς τον Νείλο και τον Δούναβη. Τα βιβλία αυτά του Διοδώρου προσφέρουν μάλιστα ένα δείγμα στρατιωτικής ιστορίας καλύτερης ακόμη και από αυτή του Θουκυδίδη. Αυτό που διδάχθηκε ο Ιερώνυμος από το διαμελισμό της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη δημιουργία των μεγάλων βασιλείων των επιγόνων ήταν ίσως η πιο σημαντική από όλες τις ιστορικές αλήθειες, δηλαδή το ότι η τύχη, και όχι η ανθρώπινη δεξιότητα, είναι που διέπει τις ανθρώπινες υποθέσεις.18 Η θεά Τύχη επικρατεί στην ιστορία του και στην ιστορία των διαδόχων του μέχρι τον Πολύβιο – ὡς εὐμετάθετός ἐστιν ἡ τύχη καί παρά μικρόν εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ροπάς (Πολυβίου Ἱστοριῶν, 15.6.6).19
Η άλλη σημαντική εξέλιξη στην πολιτική ιστορία είναι γνωστή κυρίως μέσω της πολεμικής του Πολυβίου εναντίον των προκατόχων του: έχει προσφυώς αποκληθεί η «οικτρή σχολή της ιστορίας», στην οποία η ρητορική και η ιστορία σμίγουν για να ξαναδημιουργήσουν μέσω του πάθους ό, τι είχε προκαλέσει «αίσθηση» στο παρελθόν. Το κατά πόσον αυτή η σχολή, που πολύ εύκολα θυσίαζε την αλήθεια στον εντυπωσιασμό, είχε κάποια ερείσματα σε μια αριστοτελική θεωρία περί «τραγικής ιστορίας» είναι συζητήσιμο. Οι ισχυρισμοί πάντως αυτών των ιστορικών προοιωνίζονται κάποιες πλευρές της θεωρίας του Benedetto Croce ότι όλη η ιστορία είναι σύγχρονη ιστορία, η ανασύνθεση δηλαδή μιας παρελθούσας εμπειρίας που φαίνεται σχετική με το παρόν.
Στην πρώιμη Ελληνιστική περίοδο έχουμε και την ανανέωση της ηροδότειας παράδοσης. Ήδη συγγραφείς όπως ο Νέαρχος είχαν αναγνωρίσει τη συνάφεια του τρόπου γραφής του Ηροδότου με τη δική τους εμπειρία. Όταν τα νέα βασίλεια άρχισαν να υπολογίζουν τους ντόπιους υπηκόους τους, ένιωσαν την ανάγκη να κατανοήσουν αυτά τα ξένα έθιμα και να δημιουργήσουν μια κάποια ταυτότητα για τα βασίλειά τους. Το αποτέλεσμα ήταν η αναβίωση του ηροδότειου λόγου, με τη συστηματική μορφή της επιστημονικής εθνογραφίας, με βασιλική συχνά επιχορήγηση, η οποία δεν γραφόταν κατ ’ ανάγκην από Έλληνες ειδικούς, βασιζόταν σε αρχεία και εμπιστευτικές πληροφορίες, και είχε μια δεδομένη διάταξη – μύθος και θρησκεία, γεωγραφία και φυσική ιστορία, πολιτική ιστορία, κοινωνικά ήθη. Ο πιο παλαιός από αυτούς τους συγγραφείς, ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, έγραψε για τον Πτολεμαίο A΄ της Αίγυπτου και αποτελεί την πηγή για το πρώτο βιβλίο του Διοδώρου. Στην επόμενη γενιά ακολούθησε ο Αιγύπτιος ιερέας Μανέθων, του οποίου η χρονολόγηση εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση της αιγυπτιακής ιστορίας. Στο βασίλειο των Σελευκιδών, ο Βηρωσός, ένας δίγλωσσος ιερέας του Βάαλ, έγραψε Βαβυλωνιακά, και ο Μεγασθένης, πρέσβης του Σελεύκου στην αυλή του Σανδρακόττου στην Ινδία, έγραψε μια εντυπωσιακή περιγραφή των αρχών της δυναστείας των Μώρυα. Αυτή η ανανέωση της σχέσης μεταξύ ιστορίας και γεωγραφίας στο χώρο της εθνογραφίας αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο σημαντική πολιτιστική συνέπεια των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Για μια σύντομη περίοδο, οι Έλληνες μπόρεσαν και πάλι να βγουν από τον εαυτό τους και τις πόλεις- κράτη τους και να θαυμάσουν τον κόσμο γύρω τους.
Σύντομα όμως η πόλη-κράτος επέβαλε και πάλι τον δικό της τρόπο γραφής της ιστορίας και οδήγησε την εθνογραφία στην περιοχή της ουτοπικής φιλοσοφικής μυθιστορίας, με τους φανταστικούς κόσμους του Ευημέρου και του Ιαμβλίχου. Δεν έλειψαν βέβαια οι καλοί γεωγράφοι όπως ο Ερατοσθένης και ο Στράβων (του οποίου το έργο σώζεται) και από καιρό σε καιρό μια ενδιαφέρουσα μορφή αναδυόταν για να συνενώσει τα κύρια ρεύματα της ιστορίας. Ο πιο σημαντικός από αυτούς ήταν ο Ποσειδώνιος, φιλόσοφος και εγκυκλοπαιδιστής, του οποίου την απολεσθείσα ιστορία συνέχισε ο Πολύβιος, καταγράφοντας τη σκληρή πραγματικότητα του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού της ύστερης δημοκρατίας. Αλλά ο Πολύβιος γίνεται ο εκπρόσωπος του καινούριου, καθώς η εμφάνιση της Ρώμης στο μεσογειακό προσκήνιο προσέδωσε νέα ενότητα και κατεύθυνση στην πολιτική ιστορία μέσα από την παράδοση του Θουκυδίδη. Αυτή η παράδοση της ελληνικής ιστοριογραφίας κορυφώνεται σε μια ιστορία της Ρώμης της οποίας η σημασία θα πρέπει να διερευνηθεί στο δέκατο κεφάλαιο του δεύτερου τόμου.
Προς το τέλος της χιλιετηρίδας εμφανίσθηκε η εγκυκλοπαιδική εκείνη τάση η οποία δηλώνει το τέλος μιας πολιτισμικής παράδοσης. Για μας η αξία αυτής της τάσης είναι ότι πολλά από τα ογκώδη έργα της διασώθηκαν εις βάρος των προδρόμων τους, προσφέροντας έτσι το απαραίτητο υλικό για την ανασύσταση της ιστορικής παράδοσης. Ο ύστερος ελληνιστικός κόσμος είναι κόσμος μεγάλων βιβλίων και μικρών ανθρώπων με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς εφοδίασε με τη Ῥωμαϊκή αρχαιολογία του τη Ρώμη με μια αξιοπρεπή τοπική ιστορία όπως συνηθιζόταν για τις ελληνικές πόλεις-κράτη. Την ίδια εποχή η Ἱστορική βιβλιοθήκη του Διοδώρου είναι σημαντική, και για την προσπάθειά του να βελτιώσει το έργο του Εφόρου συμπεριλαμβάνοντας όλους τους πολιτισμούς (και όχι μόνον όλη την Ελλάδα) στη σφαίρα της ιστορίας και επειδή αποτελεί χρυσωρυχείο απολεσθέντων ιστοριογράφων – γιατί το έργο αποτελεί πραγματική βιβλιοθήκη, μια σειρά επιτομών των έργων άλλων συγγραφέων.
Μέσα σε τριακόσια πενήντα χρόνια η ελληνική ιστοριογραφική παράδοση επινόησε τις περισσότερες από τις τεχνοτροπίες της ιστορίας που καλλιεργούμε ακόμη και σήμερα και προσπάθησε να αναλύσει τα περισσότερα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ακόμη και σήμερα. Καθιέρωσε κριτήρια ακρίβειας και ποικιλία προσεγγίσεων που την καθιστούν σαφώς ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη ιστοριογραφική παράδοση. Αν έχει κάποιο μειονέκτημα, πρόκειται για ένα μειονέκτημα που το έχουμε από κοινού, για τη δυσκολία συνύπαρξης με τη θεία δύναμη στην ιστορία– ευτυχής η εποχή που έχει τη δυνατότητα να αγνοήσει το Θεό. Στο τέλος της Ελληνιστικής περιόδου είδαν το φως η αρχή μιας νέας θρησκείας και η συνένωση των παραδόσεων της Ελλάδας και της Ιουδαίας σε μια νέα μορφή ιστορίας, την εκπλήρωση της βασιλείας του Θεού. Τα βιβλία των Μακκα- βαίων και τα έργα του Φλαβίου Ιωσήπου αποτελούν σωζόμενα μνημεία αυτής της συγχώνευσης πολιτιστικών παραδόσεων, και δείχνουν το δρόμο προς την ’Εκκλησιαστική ‘ιστορία του Ευσεβίου και τον χριστιανικό κόσμο του Βυζαντίου.
---------------
Σημειώσεις
Η αρχαία ελληνική παράδοση της συγγραφής ιστορίας είναι και δική μας, και ο καλύτερος τρόπος για να δούμε τις ιδιομορφίες της είναι η σύγκρισή της με την άλλη παράδοση που μας έχει επηρεάσει τόσο έντονα, με τα ιουδαϊκά ιστορικά κείμενα που σώζονται στην Παλαιά Διαθήκη. Οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι ανακάλυψαν την ιστορία ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, αλλά την ίδια περίπου εποχή και ως αντίδραση στις ίδιες περίπου πιέσεις, στην ανάγκη δηλαδή να διαμορφώσουν και να διατηρήσουν μια εθνική ταυτότητα μπροστά στις τεράστιες αυτοκρατορίες της Μέσης Ανατολής: όπως λοιπόν οι αγώνες εναντίον των Ασσυρίων, η μετοικεσία της Βαβυλώνας και η επιστροφή στη Γη της Επαγγελίας δημιούργησαν την ιουδαϊκή ιστοριογραφία, έτσι και η έννοια της εθνικής ταυτότητας που προέκυψε από τη νίκη επί των Περσών δημιούργησε την ελληνική ιστοριογραφία. Αλλά οι προϋποθέσεις και τα υλικά με τα οποία εργάσθηκαν οι δύο αυτές ιστοριογραφικές παραδόσεις διαφέρουν πάρα πολύ. Για τους Ιουδαίους η ιστορία ήταν η καταγραφή της συμφωνίας του Θεού με τον περιούσιο λαό Του, με τις επιτυχίες και τις συμφορές του να προκαθορίζονται από την προθυμία υπακοής στις εντολές Του. Η ιστορία λοιπόν ήταν μια ενιαία αφήγηση, η οποία ανήκε στον Θεό: τα διάφορα στοιχεία και οι συγκεκριμένοι συγγραφείς προσαρμόζονται (όχι πάντοτε με πλήρη επιτυχία) σε αυτόν το συνεχή απολογισμό. Η ελληνική ιστορία μπορούσε μεν να δεχθεί ηθικά σχήματα στις ανθρώπινες υποθέσεις, τις θεωρούσε όμως ως υποθέσεις που υπόκεινται τελικά στον ανθρώπινο έλεγχο: η ιστορία ήταν η καταγραφή, όχι του ελέους ή της οργής του Θεού, αλλά των μεγάλων πράξεων των ανθρώπων. Ανάμεσα σε αυτές τις πράξεις ήταν και η ίδια η συγγραφή της ιστορίας: έτσι ο Έλληνας ιστορικός είναι μια προσωπικότητα που «υπογράφει» το έργο του με την πρώτη κιόλας πρόταση – Ἡροδότου Άλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε…, Θουκυδίδης Ἀθηναίος ξυνέγρχφε τόν πόλεμον…. Η κύρια εξαίρεση αυτού του κανόνα ουσιαστικά τον επιβεβαιώνει: όσοι προσπάθησαν, όπως ο Ξενοφών, να ολοκληρώσουν το έργο του Θουκυδίδη, επέλεξαν να μην αποκαλύψουν την ταυτότητά τους: ο Ξενοφών αρχίζει το σύγγραμμά του με τις λέξεις Μετά δέ ταῦτα οὐ πολλαῖς ἡμέραις… και πουθενά δεν αναφέρει το όνομά του, αν και εκφράζει πολύ πιο εύκολα από τον Θουκυδίδη απόψεις διατυπωμένες στο πρώτο πρόσωπο. Αγνοούμε ακόμη και το όνομα του συγγραφέα μιας άλλης (ποιοτικά καλύτερης από του Ξενοφώντα) συνέχειας του Θουκυδίδη, μέρος της οποίας διασώθηκε στον πάπυρο του «ιστορικού της Οξυρύγχου» (ο οποίος ονομάζεται έτσι από το χωριό της Αίγυπτου όπου βρέθηκε αυτός ο πάπυρος). Οι μεταγενέστερες όμως χριστιανικές γενιές προσπάθησαν να μετασχηματίσουν αυτή την ομάδα των ιστορικών συγγραμμάτων με τον έντονο προσωπικό χαρακτήρα σε μια παράδοση του τύπου της Παλαιάς Διαθήκης, και κατάφεραν, είτε λόγω ενστίκτου είτε λόγω οικονομίας, να προκύψει μια «σειρά ιστοριών», έτσι ώστε σήμερα να επιβιώνει μία μόνον ιστορική περιγραφή για κάθε περίοδο, και αυτές οι περιγραφές να συναποτελούν μία συνεχή ως επί το πλείστον αφηγηματική ιστορία του αρχαίου κόσμου. Μια περιεκτική επισκόπηση της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας πρέπει να αναφερθεί τόσο σε εκείνα που έχουν χαθεί όσο και σε αυτά που σώζονται.
Μια δεύτερη διαφορά μεταξύ της ιουδαϊκής και της ελληνικής ιστοριογραφίας αφορά τις πηγές τους και τη στάση τους απέναντι σε αυτές. Η ιουδαϊκή ιστορική αφήγηση στηρίζεται σε μια πληθώρα στοιχείων που θα ενδιέφεραν και τον σημερινό ιστορικό, και ανήκουν σε τρεις βασικές κατηγορίες – πράξεις (ήθη, προκαταλήψεις, τελετές και ερμηνείες τους), προφορική παράδοση (ύμνοι, ποίηση, προφητείες, μύθοι, λαϊκά παραμύθια) και γραπτή παράδοση (νόμοι, επίσημα έγγραφα, βασιλικά και ιερατικά χρονικά, βιογραφίες). Είναι επιρρεπής στην παράθεση αποδείξεων και αποδεικτικών στοιχείων όπως είναι τα έγγραφα. Τα υλικά που χρησιμοποίησαν ως πηγές οι Έλληνες ιστορικοί είναι αρχικά πολύ πιο απλά και περισσότερο στοιχειώδη, και τους Έλληνες τους απασχολούσε πάντοτε περισσότερο η λογοτεχνική πλευρά της ιστορίας παρά τα ίδια τα γεγονότα. Σπανίως λοιπόν παραθέτουν έγγραφα. Παραδόξως όμως η ελληνική παράδοση είναι πάντοτε ανώτερη από την ιουδαϊκή ως προς την ικανότητά της να διακρίνει το γεγονός από το μύθο: ο Θεός μπορεί να παραποιεί την ιστορία πολύ πιο αποτελεσματικά από τον συγκεκριμένο ιστορικό που έχει μόνο θνητές προκαταλήψεις. Οι Έλληνες όντως δίδαξαν τη Δύση πώς να δημιουργεί και να γράφει ιστορία δίχως Θεό.
Και οι δύο λαοί πήραν το αλφάβητο από την ίδια πηγή, τους Φοίνικες, οι οποίοι το επινόησαν. Η γραφή ήρθε μεν στην Ελλάδα τον όγδοο αιώνα π.Χ., ο πολιτισμός της όμως παρέμεινε για καιρό πολιτισμός προφορικός, στον οποίο οι άνθρωποι μιλούσαν βέβαια σε πεζό λόγο, αλλά έγραφαν σε στίχους. Η διάκριση μεταξύ ποίησης και πεζού λόγου αποτέλεσε αργότερα το σημείο διαφοράς μεταξύ μύθου και ιστορίας, αλλά το παλαιότερο γνωστό λογοτεχνικό κείμενο πεζού λόγου ήταν φιλοσοφικό και όχι ιστορικό, προερχόμενο από την ανάγκη να διατυπωθούν και να μεταδοθούν σκέψεις με ακρίβεια και πιστότητα. Γύρω στο 550 π.Χ. ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος συνέγραψε βιβλίο Περί φυσεως,1 το οποίο πραγματευόταν και τη βασική δομή του φυσικού κόσμου και την ορατή μορφή του: περιείχε τους πρώτους χάρτες και τις πρώτες περιγραφές και της γης και του ουρανού. Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα ο Εκαταίος ο Μιλήσιος έγραψε με παρόμοιο τρόπο μια περιγραφή της γης (Γῆς περίοδος) που συνοδευόταν από χάρτη: διαιρούνταν σε δύο βιβλία, ένα για την Ευρώπη κι ένα για την Ασία, και κατέγραφε τις πληροφορίες που είχε συλλέξει από ταξίδια προσωπικά και μη. Η γεωγραφία και η εθνογραφία είναι σημαντικά συστατικά της ελληνικής άποψης περί ιστορίας.
Ένα άλλο έργο του Εκαταίου με τον τίτλο Γενεαλογίαι έχει συχνά θεωρηθεί ως το πρώτο έργο που επιδεικνύει το πνεύμα της κριτικής έρευνας που χαρακτηρίζει τη δυτική ιστοριογραφία, γιατί άρχιζε: «Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος γράφω αυτά τα πράγματα όπως μου φαίνεται ότι έχει η αλήθεια– γιατί οι αφηγήσεις των Ελλήνων είναι κατά τη γνώμη μου μακρόσυρτες και ανόητες».2 Το βιβλίο αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα συλλογή ηρωικών μύθων και γενεαλογιών, τις οποίες επιδίωκε να αναγάγει δι ’ εκλογικεύσεως σε ψευδοϊστορική αφήγηση. Πρόκειται για παράξενη, κίβδηλη απαρχή της ιστορίας, όπου αναγνωρίζεται μεν η ανάγκη της έλλογης κατανόησης του παρελθόντος, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως το κατά βάση απρόσφορο υλικό του μύθου. Δείχνει τόσο την επιθυμία απελευθέρωσης της ιστορίας από το μύθο όσο και την αδυναμία για διάκριση μεταξύ των δύο.
Ηρόδοτος
Από καιρού εις καιρόν οι φιλόλογοι έχουν προσπαθήσει να ανακαλύψουν χαμένους ιστορικούς της γενιάς μετά τον Εκαταίο, για να διευκολύνουν την εξήγηση της μετέπειτα ανάπτυξης της ιστοριογραφίας. Αλλά αυτές οι θεωρίες βασίζονται σε επισφαλείς μαρτυρίες και στην εσφαλμένη πεποίθηση ότι η τοπική ιστορία ή η μονογραφία πρέπει να προηγείται της μεγαλεπήβολης γενικής ιστορίας. Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς δικαιούται πράγματι τον τίτλο του πατρός τῆς ἱστορίας. Το έργο του είναι το παλαιότερο ελληνικό βιβλίο σε πεζό λόγο που έχει σωθεί ακέραιο– φθάνει τις εξακόσιες σελίδες και χωρίζεται σε εννέα βιβλία. Το θέμα του παρουσιάζεται στην πρώτη πρόταση: «Ὁ Ἡρόδοτος ὁ Ἀλικαρνασσεύς παρουσιάζει τήν ἔρευνά του αὐτή γιά νά μή λησμονηθούν μέ τόν καιρό τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων καί νά μή μείνουν ἀμνημόνευτα τά μεγάλα καί θαυμαστά κατορθώματα ταῶν Ἑλλήνων καί ταῶν βαρβάρων οὔτε, εἰδικώτερα, τά αἴτια γιά τά ὁποῖα πολέμησαν μεταξύ τους».
Ο τελικός λόγος ύπαρξης του έργου είναι η έκθεση της σύγκρουσης των Ελλήνων και των Περσών που κορυφώθηκε με τη μεγάλη εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας το 480 π.Χ. την οποία περιγράφουν τα τρία τελευταία βιβλία: είναι η ιστορία του πώς ένας στρατός 1.750.000 (υποτίθεται) ανδρών και ένας στόλος 1.200 πλοίων ηττήθηκε από τις σαφώς μικρότερες συναθροίσεις των στρατιωτικών δυνάμεων των Ελλήνων, οι οποίοι σε καμιά μάχη δεν μπόρεσαν να παρατάξουν περισσότερους από 40.000 άνδρες και 378 πλοία. Μπορεί να αμφιβάλλουμε για τους αριθμούς των περσικών δυνάμεων, αλλά η στρατηγική των επιχειρήσεων δείχνει ότι δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν πάρα πολύ λιγότεροι σε κάθε περίσταση (βλ. σσ. 62 κ.ε.). Στόλος από την πόλη του Ηροδότου είχε πολεμήσει στο πλευρό των Περσών, και ίσως μία από τις πρώτες αναμνήσεις του να ήταν η αναχώρηση και η επιστροφή αυτής της μοιραίας αποστολής. Ο Ηρόδοτος μεγάλωσε στην Ιωνία ζώντας πρώτα τη χαρά της απελευθέρωσής της από τους Αθηναίους, και μετά τη λύπη της υποταγής της στον νικηφόρο αθηναϊκό στόλο (βλ. σσ. 188 κ.ε.). Για τη γενιά του Ηροδότου τα επικά κατορθώματα των πατέρων τους είχαν κυριολεκτικά δημιουργήσει τον κόσμο στον οποίο ζούσε, όπως η επιστροφή των εξόριστων της Βαβυλώνας είχε δημιουργήσει τον κόσμο του Έσδρα. Στα τρία αυτά βιβλία ο Ηρόδοτος επιδίωξε να δημιουργήσει μνημείο αντάξιο της νέας αυτής γενιάς των ηρώων, χρησιμοποιώντας όλες τις λογοτεχνικές δεξιότητες που είχε στη διάθεσή του ὡς μήτε τά γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα, γένηται.
Το κύριο θέμα αυτής της σύγκρουσης απαιτεί από τον Ηρόδοτο να ανατρέξει στις απαρχές της: «Ξέρω ὅμως ποιος πρῶτος ἀδίκησε τούς Ἕλληνες καί ἀφοῦ τόν ἀναφέρω παρακάτω, θα προχωρήσω στήν διήγησή μου…» [Α 5]. Έτσι το έργο αρχίζει με τις πρώιμες συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων της Ιωνίας και του βασιλιά των Λυδών, και συνεχίζει με την άνοδο της περσικής ισχύος και την ιστορία του Κύρου του Μεγάλου και με τις μετέπειτα κατακτήσεις των Περσών στην Αίγυπτο και τη Βόρεια Αφρική και γύρω από τη Μαύρη θάλασσα, ώσπου να καταλάβουμε ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Αλλά το κύριο αυτό θέμα αποτελεί μόνο μια όψη του έργου. Υπάρχει και μια άλλη, τουλάχιστον εξίσου σημαντική – η Ηροδότου … ἱστορίης ἀπόδεξις (αυτή είναι στην πραγματικότητα η πρωτότυπη σημασία και η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης ἱστορίη). Όπως ο Εκαταίος, έτσι και ο Ηρόδοτος ήταν ταξιδιώτης: στα τέσσερα πρώτα βιβλία και συχνά και αργότερα το θέμα της σύρραξης είναι δευτερεύον, ένα νήμα από το οποίο κρέμονται μια σειρά αφηγήσεων και ιστοριών που προέρχονται από διάφορες περιοχές. Αυτές ποικίλλουν από συγκεκριμένες ιστορίες για ονομαστούς άνδρες (για τον μυθικό ποιητή Αρίωνα φέρ’ ειπείν ή για το γιατρό της περσικής αυλής Δημοκήδη τον Κροτωνιάτη), περιεκτικές ιστορίες για την ακμή και την παρακμή των πόλεων (όπως η Αθήνα, η Σπάρτη, η Ναύκρατις στην Αίγυπτο), μέχρι και πλήρεις γεωγραφικές και εθνογραφικές περιγραφές πολιτισμών, η εκτενέστερη από τις οποίες (που αφορά την Αίγυπτο) καταλαμβάνει ολόκληρο το δεύτερο βιβλίο.
Το αποτέλεσμα υπερβαίνει κατά πολύ την απλή έκθεση των αιτίων και των γεγονότων της σύρραξης. Συνιστά συνολική εικόνα του τότε γνωστού κόσμου στην οποία η γεωγραφία, τα έθιμα, οι δοξασίες και τα μνημεία του κάθε λαού είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικά με την κατά καιρούς ασήμαντη σχέση του με τον πόλεμο. Αυτά είναι τα στοιχεία που προσδίδουν στην άπό8εξιν του Ηροδότου ιδιαίτερο βάθος και την καθιστούν και μεγάλο έργο τέχνης και πειστική ιστορία μιας σύρραξης όχι απλώς μεταξύ δύο λαών αλλά μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών κοινωνιών, της μεσογειακής ισονομικής πόλεως-κράτους και των ανατολίτικων δεσποτισμών της Μέσης Ανατολής. Καθιστά δε την προσέγγιση του Ηροδότου πλησιέστερη από κάθε άλλου αρχαίου ιστορικού στο ιδεώδες της Παγκόσμιας Ιστορίας.· 3
Το ενδιαφέρον του Ηροδότου για άλλους πολιτισμούς, που οδήγησε και στο να αποκληθεί φιλοβάρβαρος,4 οφείλεται εν μέρει στην παλαιότερη ιωνική τάση της εποχής των αποικισμών, ενισχυμένη ίσως από τις παραδόσεις της ίδιας της κοινωνίας της Αλικαρνασσού, πόλης κατά το ήμισυ ελληνικής και κατά το ήμισυ καρικής. Αλλά η στάση του αυτή διαμορφώθηκε και υπό την επίδραση του νέου ενδιαφέροντος των σοφιστών για τη σχέση μεταξύ νόμου και φύσεως. «Ἄν κανείς πρότεινε σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους νά διαλέξουν τούς καλύτερους νόμους ἀπό ὅσους ὑπάρχουν, τότε ὁ καθένας, μετά ἀπό σκέψη, θά εἶχε διαλέξει τούς δικούς του νόμους, γιατί ὅλοι νομίζουν ὅτι οἱ δικοί τους νόμοι εἶναι πολύ καλύτεροι». Ο Ηρόδοτος ενισχύει την ἀποψή του διηγούμενος την ιστορία της αντιπαράθεσης Ελλήνων και Ινδών που οργάνωσε ο βασιλιάς Δαρείος. Οι μεν Ινδοί αηδίασαν ακούγοντας ότι οι Έλληνες έκαιγαν τα σώματα των νεκρών γονέων τους, οι δε Έλληνες έφριξαν που οι Ινδοί έτρωγαν τα πτώματα των δικών τους: «Αὐτά ἔτσι εἶναι καί μοῦ φαίνεται ὅτι εἶχε δίκιο ὁ Πίνδαρος πού εἶπε ὅτι: “ἡ συνήθεια εἶναι ὁ βασιλιάς τοῦ κόσμου”» (Γ 38.3-4).5
Οι δύο αυτές όψεις του έργου καθρεφτίζουν με μία έννοια τις δύο κύριες λογοτεχνικές επιδράσεις που δέχθηκε, από τον ομηρικό κόσμο του πολέμου και της σύγκρουσης, και από τον κόσμο της ειρήνης και της κατανόησης, του Εκαταίου. Καθρεφτίζουν ίσως και τη χρονολογική πορεία της ανάπτυξης του συγγράμματος. Φαίνεται πως αρχικά ο Ηρόδοτος ήταν ένας ειδικός για τους ξένους πολιτισμούς, ένας περιοδεύων σοφιστής που μιλούσε για τα θαύματα του κόσμου, και ότι αργότερα μόνον οργάνωσε τις έρευνές του γύρω από ένα ενιαίο θέμα. Παρά την εκτενή σημερινή αντιγνωμία, αυτή εξακολουθεί να φαίνεται η πιο ικανοποιητική ερμηνεία των διαφόρων ιδιομορφιών του έργου του.
Πώς απέκτησε ο Ηρόδοτος το υλικό του; Ένα μέρος μπορεί να προέρχεται από προγενέστερα κείμενα, αλλά ο Εκαταίος είναι ο μόνος συγγραφέας τον οποίο μνημονεύει ο Ηρόδοτος και δεν έχουν εντοπισθεί σαφή ίχνη χρήσης άλλων παλαιότερων γραπτών αφηγήσεων. Ο Ηρόδοτος μπορεί να παραθέτει ποιήματα και χρησμούς, και μερικές φορές παρέχει πληροφορίες που τελικά ανάγονται σε γραπτές πηγές ανατολικής προελεύσεως. Αλλά είναι σαφές ότι δεν θεωρούσε τις γραπτές μαρτυρίες σημαντική πηγή πληροφοριών, και μάλιστα ότι δεν γνώριζε άλλη γλώσσα εκτός από την ελληνική. Ο χαρακτηρισμός του ίδιου του Ηροδότου για τις πηγές του είναι πάντοτε ο ίδιος και είναι συνεπής με το είδος των πληροφοριών που μας δίνει. Ισχυρίζεται ότι ασκεί την πιο σύγχρονη από τις ιστορικές επιστήμες, την προφορική ιστορία, τη συλλογή και την ερμηνεία της ζωντανής προφορικής παράδοσης ενός λαού: οι πηγές του είναι «η όραση και η ακοή», τα όσα έχει δει και τα όσα του έχουν διηγηθεί, και αυτά τα δύο είναι βέβαια αλληλένδετα, καθώς τα μνημεία και τα φυσικά φαινόμενα συντηρούν και προκαλούν προφορικές εξηγήσεις. Τα ταξίδια του περιελάμβαναν την Αίγυπτο και την Κυρήνη στη Βόρεια Αφρική, την Τύρο στη Φοινίκη, τη Μεσοποταμία ως τη Βαβυλώνα, τη Μαύρη θάλασσα και την Κριμαία, και το βόρειο Αιγαίο, εκτός από τις κύριες πόλεις της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας, και (αν και τα σχετικά ίχνη στο κείμενο των Ιστοριών του είναι λιγοστά αν όχι ανύπαρκτα) τη νότια Ιταλία όπου και τελικά εγκαταστάθηκε.6 Φαίνεται ότι σε κάθε μέρος έψαχνε για «ανθρώπους με παραδόσεις», για ιδιαίτερες ομάδες ερμηνευτών, ιερέων ή διακεκριμένων πολιτών, και ότι κατέγραψε μία μόνον εκδοχή της προφορικής παράδοσης η οποία του ήταν προσιτή, εκδοχή η οποία μπορεί φυσικά να είναι μερικές φορές μονομερής, προκατειλημμένη, ή απλώς επιπόλαιη. Συγκρίνει διαφορετικές εκδοχές μιας ιστορίας μόνον αν προέρχονται από διαφορετικές περιοχές. Σήμερα έχουμε σαφή αίσθηση των δυσχερειών της συγγραφής προφορικής ιστορίας, κι ωστόσο για τους κύριους πολιτισμούς, όπως της Αιγύπτου και της Περσίας, όπου μπορούμε να τον ελέγξουμε, ο Ηρόδοτος αποκαλύπτεται εξαιρετικά καλά πληροφορημένος για άνθρωπο που δουλεύει με τέτοιες προφορικές πηγές.
Η πιο σημαντική πλευρά της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Ηροδότου αποκαλύπτεται στην ελληνική του ιστορία. Οι πληροφορίες του για την κυρίως Ελλάδα δείχνουν να προέρχονται από τις κυρίαρχες πολιτικές ομάδες των πόλεων. Για τη Σπάρτη δίνει την επίσημη γραμμή, για την Αθήνα μια εκδοχή που βασίζεται τουλάχιστον εν μέρει σε συγκεκριμένες αριστοκρατικές παραδόσεις. Η αφήγηση ασχολείται με γεγονότα και πολέμους, έχει χαρακτήρα ορθολογικό, χωρίς ηθικό ή θρησκευτικό χρώμα, και είναι προγραμματισμένη να αναδείξει ή να δικαιώσει τη θέση συγκεκριμένων πολιτικών ομάδων. Στους Δελφούς ήταν διαθέσιμο ένα διαφορετικό είδος παράδοσης, μια σειρά ιστοριών οι οποίες αφορούσαν τα μνημεία και τα αφιερώματα του ιερού του Απόλλωνα και τις διηγούνταν οι ιερείς του. Οι ιστορίες αυτές περιέχουν πολλά μοτίβα λαϊκών παραμυθιών και έχουν έντονο ηθικό ύφος: ο ήρωας περνά από την ευημερία στη δυστυχία, θύμα του θείου φθόνου – η ηθική διδαχή δεν είναι αριστοκρατική, αλλά ανήκει στους ιερείς ενός θεού ο ναός του οποίου έφερε τα ρητά γνῶθι σαὐτόν και μηδέν ἄγαν. Οι ίδιοι τύποι αφηγηματικής δομής κυριαρχούν στην Ιωνία: η ιστορική αφήγηση του Ηροδότου για την ιδιαίτερη πατρίδα του είναι πολύ λιγότερο «ιστορική» και πολύ λιγότερο «πολιτική» από την έκθεσή του για την κυρίως Ελλάδα. Για παράδειγμα, θεωρείται συχνά ότι έχει ιδιαιτέρως καλές πηγές για την ιστορία της Σάμου, όπου πέρασε μεγάλο μέρος της νεότητάς του, και ωστόσο η περιγραφή του τύραννου Πολυκράτη, από τον οποίο απέχει μόνο δυο γενιές, έχει ήδη μετατραπεί σε παραμύθι.
Αυτό το χαρακτηριστικό των ιωνικών πηγών του Ηροδότου προδίδει μάλλον μια λαϊκή, μη αριστοκρατική αφηγηματική παράδοση που συνδέεται άμεσα με το όλο επίτευγμά του. Διότι η συνολική μορφή της ιστορίας του Ηροδότου παρουσιάζει τον ίδιο ηθικό σχεδιασμό με τις ιωνικές και δελφικές ιστορίες που μας αφηγείται: η ιστορία των Μηδικών πολέμων είναι μια αφήγηση για το πώς «βλέπεις ὅτι τά ζῶα πού ὑπερέχουν ἀπό τ’ ἄλλα, ὁ θεός τά κεραυνώνει καί δέν τ ’ ἀφήνει νά φαντάζουν, ἐνῶ τά μικρά οὔτε τά πειράζει. Βλέπεις πώς πάντα ρίχνει τά βέλη του ἀπάνω στά ψηλότερα σπίτια και στά ψηλότερα δέντρα» (Η.10).7 Το μήνυμα προκύπτει μέσα από μια σειρά τεχνασμάτων τα οποία προέρχονται από την τέχνη του λαϊκού παραμυθιού: το όνειρο που προειδοποιεί, η μορφή του σοφού συμβούλου που αγνοείται, η επαναλαμβανόμενη αφηγηματική δομή. Όπως πίσω από τον Όμηρο υπάρχει μια μακριά παράδοση προφορικής ποίησης επαγγελματιών ραψωδών, έτσι πίσω από τον Ηρόδοτο υπάρχει η ιωνική παράδοση της ιστορικής αφήγησης της οποίας ο ίδιος ήταν ο τελευταίος και ο μεγαλύτερος τεχνίτης.
Η συλλογή λοιπόν του υλικού του Ηροδότου δεν οφειλόταν σε πνεύμα συστηματικής έρευνας ούτε και αποτελούσε προϊόν συγκυριακής περιέργειας. Διαμορφώθηκε ευθύς εξαρχής από το στοιχείο του λόγου. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τη λέξη λόγος για να αναφερθεί στο σύνολο του έργου του, στα κύρια μέρη του (στον αιγυπτιακό ή στον λυδικό λόγον), και στις συγκεκριμένες αφηγήσεις που περιέχει: θεωρούσε ασφαλώς τον εαυτό του ως λογοποιόν8 με τον ίδιο τρόπο που θεωρούσε προϊόντα λογοποιών και τους μύθους του Εκαταίου [Β 143.1] και τους μύθους του Αισώπου [Β 134]. Ο Θουκυδίδης όντως τον αφήνει κατά μέρος ως έναν από τους λογογράφους,9 Η λέξη λόγος σε αυτό το πλαίσιο μπορεί συχνά να φαίνεται ότι δεν σημαίνει και τίποτε περισσότερο από την αγγλική λέξη story, αρκεί να μην ξεχνάμε ότι μια τέτοια ιστορία έχει σχήμα και σκοπό: δεν πρόκειται για μεμονωμένο γεγονός που διατηρείται χάρη του εαυτού του– μπορεί μεν να είναι αληθινή, πρέπει όμως να είναι και ενδιαφέρουσα. Το επίτευγμα του Ηροδότου ήταν η αξιοποίηση των ικανοτήτων του λογοποιοῦ για την περιγραφή των ανθρώπινων κοινωνιών σε καιρό ειρήνης και σε καιρό πολέμου.
Από τα στοιχεία που έχουμε για τη φιλία του με τον Σοφοκλή, ο Ηρόδοτος ήταν ήδη δραστήριος ομιλητής στα τέλη της δεκαετίας του 440. Η τελική μορφή των Ἱστοριῶν του κυκλοφόρησε λίγο πριν από το 425 π.Χ., όταν ο Αριστοφάνης διακωμώδησε την έκθεσή του για τα αίτια των Μηδικών πολέμων στους Ἀχαρνῆς. Ο Ηρόδοτος φαινόταν ήδη ξεπερασμένος, καθώς η ευρύτερη ιωνική ανταπόκριση στην αλληλεπίδραση των πολιτισμών είχε αντικατασταθεί από το στενότερο ενδιαφέρον για την ελληνική πόλη-κράτος και τα συμφέροντά της. Η ιστορία κατέστη ιστορία της πόλεως και πήρε νέες κατευθύνσεις.
Τοπική ιστορία και χρονογραφία
Η τοπική ιστορία αποτελεί κατακερματισμό της συνολικής άποψης του Ηροδότου σε συστηματική εκμετάλλευση των τοπικών παραδόσεων και κυρίως των τοπικών αρχείων. Αυτές οι τοπικές, «εθνικές» θα λέγαμε, ιστορίες ικανοποιούσαν τα ενδιαφέροντα του τοπικού κοινού για την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του, και συνέχισαν να γράφονται σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας όσο διατηρήθηκε η πόλις. Τώρα έχουν όλες χαθεί, αλλά την εποχή του Αυγούστου ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς περιγράφει τα γενικά χαρακτηριστικά τους:
αυτοί [οι συγγραφείς] διάλεξαν τα θέματά τους με παρόμοιο σκεπτικό και δεν διέφεραν πολύ ως προς την ικανότητά τους. Άλλοι έγραψαν ελληνικές ιστορίες και άλλοι βαρβαρικές χωρίς να τις συνδέουν μεταξύ τους αλλά διαιρώντας τες κατά φυλές και πόλεις και δημοσιεύοντάς τες ανεξάρτητα. Είχαν όλοι έναν και τον αυτό σκοπό, να καταστήσουν κοινώς γνωστές τις παραδόσεις του παρελθόντος όπως τις βρήκαν διατηρημένες σε τοπικά μνημεία και θρησκευτικά και κοσμικά αρχεία στα διάφορα φυλετικά και αστικά κέντρα, δίχως να προβούν σε προσθαφαιρέσεις.
[οὗτοι προαιρέσει τέ ὅμοια ἐχρήσαντο περί τήν ἐκλογήν τῶν ὑποθέσεων καί δυνάμεις οὐ πολύ τι διχφεροῦσας ἔσχον ἀλλήλων, οἱ μέν τάς ἑλληνικάς ἀναγράφοντες ἱστορίας, οἱ δέ τάς βαρβαρικάς, [καί] αὐτάς τε ταύτας οὐ συνάπτοντες ἀλλήλαις, ἀλλά κάτ’ ἔθνη καί κατά πόλεις διαιροῦντες καί χωρίς ἀλλήλων ἐκφέροντες, ἕνα καί τόν αὐτόν φυλάττοντες σκοπόν, ὅσαι διεσώζοντο παρά τοῖς ἐπιχωρίοις μνῆμαι κατά ἔθνη τέ καί κατά πόλεις, εἰ τ’ ἐν ἱεροῖς εἰ τ’ ἐν βεβήλοις ἀποκείμεναι γραφαί, ταύτας εἰς τήν κοινήν ἁπάντων γνῶσιν ἐξενεγκεῖν, οἵας παρέλαβον, μήτε προστιθέντες αὐταῖς τι μήτε ἀφαιροῦντες·]
(Περί Θουκυδίδου 5)
Αυτή η τάση έθεσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το γραπτό αρχείο δίπλα στην προφορική παράδοση ως ιστορική πηγή. Δύο από τους πρώιμους εκπροσώπους της θα δείξουν ανάγλυφα το χαρακτήρα της. Περί τα τέλη του πέμπτου αιώνα, ο Ιππίας ο Ηλείος, περιοδεύων σοφιστής και ομιλητής κατά περίσταση για το παρελθόν των πόλεων, συνέταξε τον πρώτο κατάλογο των νικητών των Ολυμπιακών αγώνων, πράγμα που επέτρεψε τη χρονολόγηση του παρελθόντος βάσει ενός κύκλου τεσσάρων ετών ώς το 776 π.Χ. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε τη βάση του υπολογισμού του χρόνου για τους Έλληνες, ακριβώς όπως οι Ρωμαίοι μετρούσαν από την ίδρυση της Ρώμης, οι πρώτοι χριστιανοί από τη γέννηση του Αβραάμ και εμείς από τη γέννηση του Χριστού. Η χρονολόγηση, ο ακριβής χρονικός προσδιορισμός της ημερομηνίας των γεγονότων και η τοποθέτησή τους σε χρονική σειρά αποτελούν τη στοιχειώδη γραμματική της ιστορίας: ο Ιππίας ξεκίνησε μια παράδοση η οποία συνεχίσθηκε κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, για να προκύψουν στην ύστερη αρχαιότητα οι σωζόμενοι χρονολογικοί πίνακες της ιεράς και εθνικής ιστορίας που συνέταξαν οι χριστιανοί συγγραφείς Ευσέβιος ο Παμφίλου και Άγιος Ιερώνυμος.
Το τελευταίο τρίτο του πέμπτου αιώνα ο Ελλάνικος ο Λέσβιος συνέταξε και αυτός μια ολόκληρη σειρά από τοπικές ιστορίες και χρονογραφίες (τουλάχιστον είκοσι οκτώ), στηριζόμενες τουλάχιστον εν μέρει σε έρευνα αρχείων. Μεταξύ αυτών ήταν η πρώτη ιστορία των Αθηνών. Και η ανακάλυψη στην Αίγυπτο ενός παπύρου με το χαμένο έργο του Αριστοτέλη ’Αθηναίων πολιτεία μας δίνει τη δυνατότητα να αναπαραστήσουμε την ιστορία μιας πόλεως με αρκετή λεπτομέρεια. Η Ἀτθίς (η ιστορία των Αθηνών) άρχισε με τον Ελλάνικο, έναν μη Αθηναίο κινούμενο στο πλαίσιο μιας ευρύτερης παράδοσης: οι μετέπειτα συγγραφείς ήταν κυρίως Αθηναίοι, συχνά από οικογένειες ιερέων (όπως ο Κλείδημος), πολιτικών (όπως ο Ανδροτίων, ο συγγραφέας στον οποίο κατά μεγάλο μέρος στηρίχθηκε ο Αριστοτέλης) ή και τα δύο (όπως ο Φιλόχωρος). Τα έργα τους τα χαρακτήριζαν από την αρχή το έντονο ενδιαφέρον για τους τοπικούς μύθους και η γνώση μιας σταθερής χρονολόγησης: τα γεγονότα ταξινομούνταν (κάπως αυθαίρετα ίσως) σύμφωνα με τον αθηναϊκό κατάλογο των ενιαύσιων αρχόντων. Έχουν βρεθεί μάλιστα αποσπάσματα ενός τέτοιου καταλόγου χαραγμένου σε μάρμαρο και χρονολογημένου στη δεκαετία του 420 π.Χ. στην αθηναϊκή αγορά’. είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο δημόσιος αυτός κατάλογος συνιστά τεκμήριο του κρατικού ενδιαφέροντος για τις ανακαλύψεις του Ελλάνικου, οι οποίες έδωσαν στους Αθηναίους το ερέθισμα να βάλουν τάξη στα αρχεία τους. Πρόκειται για καλό παράδειγμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ εθνικής υπερηφάνειας και ιστοριογραφίας– δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι μια τέτοια παράδοση κυριαρχείται από τα συμφέροντα της πόλεως, τις τοπικές λατρείες και την πολιτική ζωή της.
Θουκυδίδης
Και ο Θουκυδίδης αποτελεί προϊόν του κόσμου της ανεπτυγμένης πόλεως- κράτους. Ανήκει χονδρικά στην ίδια γενιά με τους πρώτους τοπικούς ιστορικούς, προβάλλει όμως τον εαυτό του ως συνειδητό ανταγωνιστή του Ηροδότου με την πρώτη του πρόταση:
Θουκυδίδης, ὁ Ἀθηναῖος, ἔγραψε τήν ἱστορίαν τοῦ πολέμου μεταξύ τῶν Πελοποννησίων καί τῶν Ἀθηναίων. Τήν συγγραφήν αὐτοῦ ἤρχισεν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐκ τῆς ἐκρήξεώς του, διότι προεῖδεν ὅτι θ’ ἀπέβαινε μεγάλος καί περισσότερον ἀξιομνημόνευτος ἀπό κάθε προηγούμενον πόλεμον, καί ἐσυμπέραινε τοῦτο ἀπό τό γενονός ὅτι ἀμφότερα τά Κράτη κατήρχοντο εἰς αὐτόν, ἐνῶ εὑρίσκοντο εἰς τήν ἀκμήν ταῆς παντός εἴδους στρατιωτικῆς δυνάμεώς των, καί ὅτι ἔβλεπε τούς λοιπούς Ἕλληνας, εἴτε τασσομένους ἀμέσως, εἴτε διανοουμένους τουλάχιστον νά ταχθοῦν πρός τό ἕν ἤ τό ἄλλο μέρος.
Τα κύρια θέματα ξεπροβάλλουν αμέσως: ο φανερός ανταγωνισμός με τον Ηρόδοτο στην περιγραφή ενός μεγάλου πολέμου, ο ισχυρισμός για σύγχρονη με τα γεγονότα καταγραφή, η έμφαση στην τεκμηρίωση των απόψεών του, ο ενσυνείδητος ισχυρισμός του ότι είναι συγγραφέας και όχι θιασώτης μιας προφορικής παράδοσης – και όλα διατυπωμένα με λόγο ασυνήθιστα πυκνό και εκλεπτυσμένο. Ο πόλεμος που περιγράφει ο Θουκυδίδης είναι ο λεγόμενος10 Μεγάλος Πελοποννησιακός πόλεμος μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, ο οποίος διήρκεσε μια ολόκληρη γενιά από το 431 ως το 404 π.Χ., με μια μόνο μικρή ανάπαυλα επίσημης αλλά τελικά ασυνεχούς ειρήνης, από το 421 ώς το 416, και έληξε με την ήττα της Αθήνας και την κατάρρευση της ηγεμονίας της. Ο Θουκυδίδης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του: το όγδοο βιβλίο σταματά απότομα στη μέση της τελευταίας πρότασής του το 411. Και ενώ το έκτο και το έβδομο βιβλίο για την αθηναϊκή εκστρατεία στη Σικελία δείχνουν ολοκληρωμένο έργο τέχνης, το πέμπτο και το όγδοο βιβλίο είναι εμφανώς ημιτελή. Οι δραστηριότητες του ίδιου του Θουκυδίδη κατά τη διάρκεια του πολέμου περιγράφονται με τον καλύτερο τρόπο από τον ίδιο:
Ἐπέζησα τοῦ πολέμου, καί καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν αὐτοῦ ἤμην, λόγῳ ἡλικίας, ὥριμος τήν κρίσιν, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν ὅπως ἐξακριβώνω τήν ἀλήθειαν. Μοῦ συνέβη νά μείνω ἐξόριστος ἐκ τῆς πατρίδος μου ἐπί εἴκοσι ἔτη μετά τήν ὑπό τήν ἀρχηγίαν μου ἐκστρατείαν πρός σωτηρίαν τῆς Ἀμφιπόλεως, καί γνωρίζων τά πράγματα ἐξ ἀμφότερων τῶν μερῶν, ἰδίως δέ τά τῶν Πελοποννησίων, ἕνεκα τῆς ἐξορίας μου, κατώρθωσα νά παρακολουθήσω ἡσύχως καί ἀντιληφθῶ καλλίτερον τήν πορείαν τῶν γεγονότων. (Ε 26.5)
Ο Θουκυδίδης είναι ο κατεξοχήν ιστορικός των ιστορικών: μανιώδης με τη μεθοδολογία. Αναλαμβάνει να αποδείξει το μέγεθος του πολέμου με μια εκτενή παρέκβαση για την παλαιότερη ιστορία, παρέκβαση σχεδιασμένη με σκοπό να δείξει πόσο ασήμαντοι υπήρξαν οι παλαιότεροι πόλεμοι συγκρινόμενοι με αυτόν, και πόσο αδύναμες οικονομικά οι προηγούμενες γενιές, ενώ ταυτόχρονα προβαίνει σε καταλυτική κριτική της ποιότητας του υλικού που χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος. Οροθετεί με ακρίβεια την έναρξη και το πέρας του πολέμου, και υποστηρίζει με σοβαρότητα ότι η κατ’ όνομα περίοδος της ειρήνης ήταν στην πραγματικότητα τμήμα ενός ενιαίου πολέμου. Όπως και οι σύγχρονοί του ενδιαφέρεται ζωηρά για τη χρονολόγηση αλλά απορρίπτει τους καταλόγους των ἀρχόντων ως ακατάλληλους για στρατιωτική ιστορία– αντιθέτως χρονολογεί σύμφωνα με τις περιόδους των πολεμικών επιχειρήσεων, κατά θέρος και χειμώνα [Β 1], Επικρίνει σφοδρά την απροσεξία των άλλων συγγραφέων για την πιστοποίηση των γεγονότων, και δηλώνει ότι δεν αρκέσθηκε στην περιγραφή ενός μόνον αυτόπτη μάρτυρα, αλλά κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να αντιπαραβάλει τις διαφορετικές συχνά απόψεις των διαφόρων μερών και να επιλέξει μεταξύ τους. Ακόμη και για τις περίφημες δημηγορίες του υποστηρίζει σε ένα ξακουστό αλλά και προβληματικό χωρίο ότι «ἔγραψα ὅπως ἐνόμισα, ὅτι ἕκαστος τῶν ρητόρων ἠδύνατο νά ὁμιλήση προσφορώτερον πρός τήν ἑκάστοτε περίστασιν, προσηλούμενος συγχρόνως ὅσον τό δυνατόν περισσότερον εἰς τήν γενικήν ἔννοιαν τῶν πραγματικῶς λεχθέντων» [Α 22.1]. Αναγνωρίζει ότι αυτές οι αρχές θα μειώσουν τη λογοτεχνική σαγήνη του έργου του: δεν πειράζει όμως γιατί ο σκοπός του είναι επιστημονικός, επιζητεί να αποτελέσει «θησαυρόν παντοτεινόν καί ὄχι… ἔργον προωρισμένον νά ὑποβληθῆ εἰς διαγωνισμόν καί ν ’ ἀναγνωσθῆ εἰς ἐπήκοον τῶν πολλῶν, διά νά λησμονηθῆ μετ’ ὀλίγον» – κτῆμά τε ἐς αἰεί μᾶλλον ἤ ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται (Α 22.4). Εδώ βλέπουμε τον πρώτο κριτικό ιστορικό, τον ιδρυτή της δικής μας δυτικής ιστορικής παράδοσης. Και αυτό είναι κάπως παράξενο, διότι βέβαια ο Θουκυδίδης δεν είναι ιστορικός με τη σημερινή έννοια του όρου: ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατον να γράψει κανείς με ακρίβεια για το παρελθόν οι μεθοδολογικές απαιτήσεις του και τα κριτήριά του ισχύουν μόνο για το εκάστοτε παρόν. Ο Θουκυδίδης είναι κοινωνικός επιστήμονας, μελετητής του κόσμου της εποχής του, όχι ιστορικός. Μόλις τον δέκατο ένατο αιώνα η ανακάλυψη των αρχείων και η εφεύρεση των τεχνικών της κριτικής των πηγών επέτρεψε στους ιστορικούς του παρελθόντος να πιστέψουν ότι μπορούσαν να ανταποκριθούν στα υψηλά κριτήρια που έθεσε ο Θουκυδίδης. Και μόνο στον αιώνα μας άρχισαν τελικά αυτά τα κριτήρια να εφαρμόζονται στη σπουδή της ελληνικής ιστορίας, με την έκδοση των αποσπασμάτων των απολεσθέντων Ελλήνων ιστορικών από τον F. Jacoby.
Ένα καλό παράδειγμα της υπεροχής του Θουκυδίδη σε σύγκριση με τον Ηρόδοτο αποτελεί η έκθεση των αιτίων του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου. Οι σύγχρονοί του έβρισκαν γελοία την επιπόλαιη μυθολογία του Ηροδότου για αρπαγές και κόντρα αρπαγές από την Ηώ ώς την Ελένη της Τροίας, χωρίς να αντιλαμβάνονται το πρόβλημα: μια σύγκρουση πολιτισμών οδηγεί τελικά σε πόλεμο του οποίου τα αίτια είναι αδύνατον να απομονωθούν, διότι αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της φύσεως των εν λόγω κοινωνιών. Στην περίπτωση όμως των ελληνικών πόλεων-κρατών οι κανόνες των διεθνών σχέσεων ήταν σαφείς: μια επιθετική ενέργεια ή η άρνηση ενός δίκαιου αιτήματος συνιστούσαν αιτίες πολέμου καθαρά πολιτικής φύσεως. Η οξυδέρκεια του Θουκυδίδη έγκειται στο ότι δεν παραμένει σε αυτό το επίπεδο των αντιτιθέμενων ισχυρισμών. Αντιθέτως, περιγράφει με λεπτομέρεια δύο συγκεκριμένα περιστατικά που αποτελούσαν κατά γενική ομολογία τις κυριότερες προκλήσεις οι οποίες οδήγησαν στον πόλεμο, και κατόπιν την μέν γάρ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην δέ λόγῳ («Ἡ άληθεστάτη, πραγματικώς, ἀλλ’ ἀνομολόγητος αἰτία»). Πρόκειται για δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις που αφορούσαν σύγκρουση συμφερόντων και στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ των Αθηνών και της μεγάλης συμμάχου της Σπάρτης, της Κορίνθου. Η φύση της αληθέστατης προφάσεως δεν είναι και τόσο εύκολο να καθορισθεί, και μάλιστα παρουσιάζεται ως προσωπική εκτίμηση («ἡγοῦμαι») του Θουκυδίδη – «ή αὐξανόμενη δύναμις ταῶν Ἀθηνῳν, ἡ ὁποία ἐπτόησε τούς Λακεδαιμονίους καί τούς ἐξώθησεν εἰς πόλεμον» (Α 23.6). Πρόκειται για δήλωση που ανήκει στην κοινωνική ψυχολογία ή για ισχυρισμό ότι κάτι ήταν αναπόφευκτο; Πόσο αφανέστατη λόγω ήταν πράγματι; Και πού ακριβώς αποδίδει τελικά την ευθύνη για τον πόλεμο; Οι συζητήσεις είναι ατέρμονες. Εδώ χρειάζεται μόνο να σημειώσουμε τη λεπτότητα μιας άποψης που υπερβαίνει τα όρια της διπλωματίας και προϋποθέτει δύο είδη παραγόντων, και μάλιστα σε δύο επίπεδα αιτιότητας. Αυτή ακριβώς η εγκατάλειψη του οφθαλμοφανούς και της ιδέας του μοναδικού αιτίου ή είδους αιτίου αποτελεί το αποφασιστικό βήμα για να κατανοήσουμε την έννοια της αιτιότητας στη σφαίρα των ανθρώπινων υποθέσεων.
Από πού έμαθε τη μέθοδό του ο Θουκυδίδης; Ούτε θεωρία περί πολιτικής και κοινωνίας είχε αναπτυχθεί ούτε βρίσκουμε σκέψη ανάλογου βάθους σε κάποιο σοφιστή της εποχής. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι ιατρικοί συγγραφείς διέθεταν αντίληψη, και περί της υποκείμενης προδιάθεσης για μια ασθένεια και περί της ενεργού αιτίας της, παρόμοια με αυτή του Θουκυδίδη, και ότι η επιστήμη που είχαν αναπτύξει συνδύαζε τη θεωρία με μια πρακτική διαίσθηση ανάλογη με τη δική του. Αρκεί ωστόσο να διαβάσουμε την περιγραφή του Θουκυδίδη για τον μεγάλο λιμό της Αθήνας [Β 49-50], για να διαπιστώσουμε την ανωτερότητά του ακόμη και στην περιγραφή του ιατρικού αυτού φαινομένου: κανένας σύγχρονός του ιατρικός συγγραφέας δεν παρέχει τόσο σαφή περιγραφή των δύο θεμελιωδών ιατρικών εννοιών που έχει ο Θουκυδίδης για τη νόσο: της μετάδοσης και της ανοσίας. Τελικά μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η όλη αντίληψη του Θουκυδίδη περί κοινωνικής και ιστορικής μεθόδου αποτελεί δικό του, προσωπικό δημιούργημα. Το πρόβλημα με τον Θουκυδίδη είναι στην πραγματικότητα η μοναδικότητά του.
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη μελέτη του λογοτεχνικού ύφους του Θουκυδίδη, ύφος το οποίο προέρχεται από τις αντιτιθέμενες προτάσεις των σοφιστικών ρητόρων της εποχής. Αλλά στο κείμενο του Θουκυδίδη αυτές έχουν παραμορφωθεί έτσι ώστε να παρουσιάζουν μια διαδοχή διακεκομμένων αντίθετων και αταίριαστων ζευγών, όπου καμιά λέξη δεν είναι η προφανής λέξη και κάθε φράση είναι απροσδόκητη. Το τέχνασμά του είναι ότι το απλό γίνεται βασανιστικό, το σύνθετο ακατανόητο. Η αρετή του δεν βρίσκεται στην ακρίβειά του (γιατί πρόκειται για φαινομενική ακρίβεια) αλλά στον τρόπο με τον οποίο πιέζει τον αναγνώστη – ακόμη και τον σύγχρονό του Έλληνα αναγνώστη – να σκεφθεί την ακριβή σημασία και τη θέση της κάθε λέξης. Ποτέ κανένας άλλος Έλληνας δεν έγραψε, ούτε σκέφθηκε, όπως ο Θουκυδίδης.
Το αποτέλεσμα, φυσικά, είναι ότι ο Θουκυδίδης έχει τα όριά του. Η σιωπή του στρατηγού Θουκυδίδη είναι αδιαπέραστη για μας: δεν έχουμε τρόπο να μάθουμε ούτε γιατί δεν αναφέρει αυτά που δεν αναφέρει ούτε πόσα δεν αναφέρει. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη συγγραφή ιστορίας βασιζόμενοι σε αυτόν, αλλά μόνο να δεχόμαστε ή να απορρίπτουμε τα συμπεράσματά του. Αυτό δεν θα είχε σημασία αν ο Θουκυδίδης ήταν τόσο τέλειος ως ιστορικός όσο πίστευαν μερικοί. Αλλά έχουμε λόγους να υποψιαζόμαστε ότι μερικές φορές τον επηρέαζε η προσωπική του προκατάληψη: η εικόνα του Περικλή είναι ασφαλώς υπέρ το δέον θετική, ενώ από την εικόνα του Κλέωνα λείπουν αρκετά και ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία. Άλλωστε, τι αντιπροσωπεύουν τελικά οι δημηγορίες του, αν κανείς δεν μιλούσε ποτέ κατ’ αυτόν τον τρόπο, και εφόσον ο λόγος και η σκέψη συνδέονται τόσο άμεσα; Και τι σημαίνουν αυτά για τις περιγραφές της λήψης των αποφάσεων; Επιπλέον η ίδια η δύναμη της περιγραφής του Θουκυδίδη τονίζει τελικά το σκοτάδι που βασιλεύει γύρω της: ο ρόλος της Περσίας αγνοείται συστηματικά – ο πόλεμος είναι πόλεμος αποκλειστικά μεταξύ των ελληνικών πόλεων. Θα αντιμετώπιζε άραγε ο Θουκυδίδης σε κάποιο σημείο του έργου του το γεγονός ότι τελικά ο περσικός χρυσός ήταν εκείνος που νίκησε τους Αθηναίους;
Πολλοί από αυτούς τους περιορισμούς αντανακλούν τους στόχους του έργου του Θουκυδίδη: «Θά μοῦ εἶναι ὅμως ἀρκετόν, ἐάν τό ἔργον μου κρίνουν ὤφέλιμον ὅσοι θελήσουν νά ἔχουν ἀκριβῆ ἀντίληψιν ταῶν γεγονότων, ὅσα ἔχουν ἤδη λάβει χώραν, καί ἐκείνων τά ὁποῖα κατά τήν ἀνθρωπίνην φύσιν μέλλουν νά συμβοῦν περίπου ὅμοια» (Α 22.6). Στο σημείο αυτό δεν προβάλλεται κάποια χονδροειδής θεωρία περί ανακυκλήσεως αλλά απλώς η χρησιμότητα της σπουδής της ανθρώπινης κοινωνίας εν δράσει. Αλλά για τι είδους κοινωνία πρόκειται; Προφανώς όχι για την περσική αλλά εξίσου ίσως όχι και για την ελληνική – πρόκειται μάλλον για την κάθε συνειδητοποιημένη πολιτική κοινωνία στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται με λογική και ανοιχτή συζήτηση, σε αρμονία με τις αρχές του ορθού λόγου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί επιστήμονες από τον Machiavelli και εξής θεώρησαν ότι ο Θουκυδίδης ενσαρκώνει το ιδεώδες του ιστορικού: ο Thomas Hobbes τον αποκάλεσε «τον πλέον πολιτικό ιστοριογράφο που έγραψε ποτέ»11.
Η επίδραση των σοφιστών στην πολιτική θεωρία του Θουκυδίδη είναι προφανής. Ο Θουκυδίδης φαίνεται να αποδέχεται ότι στην ανθρώπινη κοινωνία ισχύει ως γενικός κανόνας το του κρείττονος συμφέρον – ότι οι κοινωνίες λειτουργούν πράγματι βάσει ιδίων συμφερόντων και ότι τα κράτη ενεργούν κατά το ίδιον συμφέρον: σπάνια στο έργο του απευθύνεται έκκληση προς το συναίσθημα, και όποτε εμφανίζεται είναι πάντοτε ατελέσφορη. Η Αθήνα διατηρεί την ηγεμονία της ώς τυραννίδα «τῆς ὁποίας ἠμπορεῖ μέν νά φαίνεται ἄδικος ἡ ἀπόκτησις, ἀλλ’ ἡ ἀπό ταῆς ὁποίας παραίτησις εἶναι ἐπικίνδυνος» (δημηγορία Περικλέους, Β 63.2). Η φιλοσοφική έκφραση των απόψεων αυτών παρουσιάζεται με ενάργεια από το σοφιστή Θρασύμαχο στο πρώτο βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας [338cl κε.12]. Όσον αφορά λοιπόν την κοινωνική ηθική, δεν υπάρχει ποτέ δίκιο και άδικο: άπαξ και είναι δεδομένος ο φόβος της Σπάρτης για την Αθήνα, είναι προφανές ότι ο πόλεμος είναι κατά φύσιν. Γνωρίζουμε ότι αυτή η άποψη για την κοινωνία δεν ήταν καθολικώς αποδεκτή τον πέμπτο αιώνα και κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν καν η άποψη της πλειονότητας. Ασφαλώς όμως είχε μεγάλη απήχηση, και ο Θουκυδίδης δεν μπορεί να κατηγορηθεί ούτε για πλήρη απώλεια επαφής με την πραγματικότητα13 ούτε για πλήρη παραποίηση της υφής των πολιτικών συζητήσεων. Το ότι δεν παρέχει πλήρη εικόνα του τρόπου λήψεως των αποφάσεων, καθίσταται ήδη σαφές από το γεγονός ότι οι δημηγορίες του παρουσιάζονται ως ζεύγη αντιθέτων και όχι ως μέρη ευρύτερων συζητήσεων. Οι περισσότερες από τις δημηγορίες αποτελούν στην πραγματικότητα μέσο για τη διερεύνηση των συνεπειών της θουκυδίδειας άποψης περί πολιτικής και όχι πιστή απόδοση των όσων όντως ελέχθησαν. Στις δύο περιπτώσεις που ο Θουκυδίδης προβαίνει αυτοπροσώπως σε εκτενή πολιτική ανάλυση, το αποτέλεσμα είναι λιγότερο ικανοποιητικό: η έκθεση της αλλαγής της πολιτικής ηγεσίας στην Αθήνα μετά το θάνατο του Περικλή (Β 65) και η συζήτηση της φύσης των πολιτικών επαναστάσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου με παράδειγμα την περίπτωση της Κέρκυρας (Β 82-84) συνιστούν δύο ατελέσφορες προσπάθειες επιβολής μιας γραμμικής αντίληψης σε σύνθετα φαινόμενα.
Μολονότι δέχεται μια τέτοια κοινωνική θεώρηση, ο Θουκυδίδης ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις συνέπειές της, και ειδικότερα για τα ηθικά προβλήματα που ανακύπτουν το ενδιαφέρον του φαίνεται ιδιαίτερα ζωηρό για τις επιπτώσεις αυτών των θεωριών στην εσωτερική πολιτική. Ο περίφημος Περικλεούς επιτάφιος για τους νεκρούς της Αθήνας [Β 35-46] αναπαριστά μια κοινωνία χωρίς συγκρούσεις και εντάσεις, ενωμένη στην επιδίωξη ενός ιδανικού, σε αντίθεση με την παθολογική κατάσταση μιας πόλεως όπως η Κέρκυρα η οποία μαστίζεται από εμφύλιες έριδες. Εν γένει, ο Θουκυδίδης τονίζει τις περιπτώσεις που παρουσιάζουν τέτοια προβλήματα στην οξύτερη μορφή τους. Στο τρίτο βιβλίο, για παράδειγμα, έχουμε τρία μείζονα θέματα, το πώς πρέπει να τιμωρήσει η Αθήνα τους Μυτιληναίους για την αποστασία τους [Γ 36-50], το πώς πρέπει να φερθεί η Σπάρτη στους αιχμάλωτους Πλαταιείς [Γ 52-68] και την εξιστόρηση στάσεως στην Κέρκυρα [Γ 70-85], Στην πρώτη περίπτωση, η νέα ηθική της ηγεμονίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι περισσότερο πρόσφορο να διοικεί κανείς με την ευγένεια παρά με τον τρόμο. Στη δεύτερη, οι εκπρόσωποι της παλιάς ηθικής απορρίπτουν την έκκληση στα συναισθήματα και καταστρέφουν την ιερή πόλη των Μηδικών πολέμων: αποφασίζουν να απελευθερώσουν τους Έλληνες διά του τρόμου. Στην τρίτη, ο Θουκυδίδης διερευνά την κατάρρευση της κοινωνικής τάξης και συνοχής όταν η κοινωνία διέπεται πλήρως από τη νέα ηθική και η μόνη παραφροσύνη είναι η μετριοπάθεια.
Το τρίτο βιβλίο αποτελεί το επίκεντρο της αρχικής αφήγησης του Θουκυδίδη, η οποία καλύπτει την πρώτη περίοδο του πολέμου και τελειώνει στο Ε 24. Ήδη ο Θουκυδίδης φαίνεται να αμφιταλαντεύεται για την αξία του κόσμου τον οποίο απεικονίζει ως πραγματικό. Στο δεύτερο μισό του έργου του αυτή η δυσκολία, αυτή η αίσθηση του «αντι-Θουκυδίδη στον Θουκυδίδη» εντείνεται. Η αιτία βρίσκεται στη λογική των γεγονότων: αν οι νόμοι της πολιτικής τους οποίους έχει αποδεχθεί ο Θουκυδίδης είναι και νόμοι της φύσης, τότε ο απόλυτος τρόμος τους θα γίνει τελικά απτός με τη μεγαλύτερη τραγωδία απ’ όλες, με την καταστροφή της ίδιας της πόλης του Θουκυδίδη, της Αθήνας, πτώση η οποία συνιστά την τελική δικαίωση της απαισιόδοξης στάσης του ιστορικού για την ανθρώπινη φύση. Υπάρχουν έντονες ενδείξεις ότι ο Θουκυδίδης άρχισε να οργανώνει το δεύτερο ήμισυ της ιστορίας του με τη μορφή τραγωδίας. Στο πέμπτο βιβλίο οι Αθηναίοι στρέφονται χωρίς λόγο εναντίον της Μήλου, και οι Μήλιοι αμφισβητούν την ηθικότητα αυτής της ενέργειας σε ένα χωρίο που έχει τη μορφή διαλόγου: οι Αθηναίοι απαντούν με την αλαζονεία μιας τυρρανικής πόλης [Ε 85-112]. Η περικοπή αυτή είναι βαθιά επηρεασμένη από τις λογοτεχνικές μορφές της αρχαίας τραγωδίας και συμπεριλαμβάνει επίσης εκείνη την υπερήφανη στάση από αθηναϊκής πλευράς η οποία θα οδηγήσει στη συμφορά κατά τη μεγάλη σικελική εκστρατεία που περιγράφεται στο έκτο και το έβδομο βιβλίο. Η ίδια η εξιστόρηση αυτής της εκστρατείας γίνεται με πάθος και τέχνη που δείχνουν την πεποίθηση του Θουκυδίδη ότι πρόκειται για την κρίσιμη καμπή του πολέμου: η δική του συμμετοχή στην αφήγηση αποβαίνει ιδιαίτερα εντυπωσιακή ακριβώς επειδή είναι συγκαλυμμένη. Δεν γνωρίζουμε πώς θα ολοκλήρωνε την ιστορία του ο Θουκυδίδης. Και μάλιστα, δεν γνωρίζουμε πώς θα εξηγούσε το γιατί η Σπάρτη δεν κατέστρεψε ολοσχερώς την Αθήνα, όπως ασφαλώς θα έπρεπε να κάνει σύμφωνα με τη θεωρία του: το πρόβλημα για τον ιστορικό είναι ότι η ιστορία δεν μπορεί να αποτελέσει καλλιτεχνική ενότητα, πάντοτε διαψεύδεται από τα γεγονότα. Η ιστορία του Θουκυδίδη αναδεικνύει τόσο την εξέλιξη των ηθικών αντιλήψεων ενός συγγραφέα ο οποίος βιώνει τα γεγονότα της εποχής του όσο και το αδύνατον της επιστημονικής ιστορίας.
Η άποψη του Θουκυδίδη για την ιστορία ήταν κυρίαρχη στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα. Κάθε κοινωνία έχει την ιστορία που της αξίζει. Ο μακιαβελισμός και η Realpolitik εξακολουθούν να φαίνονται ως η μόνη λογική αντίδραση στην πολιτική, ακόμη και όταν αυτή οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Αυτό είναι φυσικό άπαξ και η θουκυδίδεια αντίληψη της ιστορίας ως σφαίρας της πολιτικής και του πολέμου γίνεται αποδεκτή. Το δίδαγμα βρίσκεται ήδη στον ίδιο τον Θουκυδίδη: μια κοινωνία που ζει αποκλειστικά με τέτοια κριτήρια αναπόφευκτα θα αυτοκαταστραφεί.
Ξενοφών
Η ιστορία συνεχίζεται και το ίδιο ισχύει και για τους ιστορικούς: αυτό ήταν το πρόβλημα του τέταρτου αιώνα. Το γεγονός ότι το έργο του Θουκυδίδη παρέμεινε ανολοκλήρωτο, έκανε τα πράγματα πιο εύκολα στην αρχή, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις των συνεχιστών του: μπορούσε κανείς να αρχίσει απλώς με τη φράση «Λίγες μέρες έπειτα», προσπαθώντας τουλάχιστον να φθάσει στο ίδιο επίπεδο λελογισμένης σαφήνειας. Ο ιστορικός της Οξυρύγχου το κατορθώνει αυτό, σχεδόν και ο Ξενοφών στα δύο πρώτα βιβλία των ‘Ελληνικών του, τα οποία συνεχίζουν την εξιστόρηση του Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου μέχρι και το τέλος του το 404 π.Χ. Αλλά όταν αργότερα αποφάσισε να συνεχίσει την αφήγησή του μέχρι τη μάχη της Μαντινείας το 362, καλύπτοντας τις περιόδους της σπαρτιατικής ηγεμονίας, της κατάρρευσής της και της βραχύβιας ηγεμονίας των Θηβών, ο Ξενοφών μας έδωσε μια περιγραφή τόσο απρόσεκτη, τόσο μονόπλευρη και τόσο προκατειλημμένη που δεν θα την έπαιρνε κανείς στα σοβαρά αν δεν επρόκειτο για τη μόνη σωζόμενη έκθεση αυτών των γεγονότων από πρώτο χέρι: ακόμη και η επισήμανση ότι πρόκειται κατ ’ ουσίαν για απομνημονεύματα και όχι για ιστορία, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα έργο του οποίου οι παραλείψεις είναι πιο ενδιαφέρουσες από τα περιεχόμενά του. Το θλιβερό είναι ότι ενώ ο Ξενοφών πληρούσε το θουκυδίδειο κριτήριο του αυτόπτη μάρτυρα και μετόχου σε αυτά τα γεγονότα, ωστόσο έχασε εντελώς το τραγικό θέμα της αποτυχίας του σπαρτιατικού τρόπου ζωής για τον οποίο είχε όλες τις προϋποθέσεις να μιλήσει. Παρ ’ όλα αυτά το δροσερό και απέριττο ύφος του Ξενοφώντα, η απλοϊκή άποψή του για την αρετή και την κακία, και ο δίχως όρια θαυμασμός του για τη Σπάρτη, αποτελούν μια ευχάριστη αλλαγή από τις ταλαιπωρίες της μελέτης του προκατόχου του.
Το ύφος και το ηθικό περιεχόμενο, που προσφέρεται για παιδιά σχολικής ηλικίας, έκαναν τον Ξενοφώντα δημοφιλή σε ολόκληρη την αρχαιότητα και εξασφάλισαν τη διάσωση όλων των έργων του. Πολλά από αυτά βρίσκονται στις παρυφές της ιστορίας. Η Κόρου άνχβασις αποτελεί περιπετειώδη αφήγηση για εφήβους, για το πέρασμα δέκα χιλιάδων Ελλήνων μισθοφόρων μέσα από την καρδιά της Περσικής αυτοκρατορίας, όπως την εξιστορεί ένας από τους αρχηγούς της. Ο ’Αγησίλαος είναι ένας έπαινος ανδραγαθιών εις μνήμην του βασιλιά της Σπάρτης Αγησιλάου, ο οποίος υπήρξε για μια ολόκληρη ζωή φίλος και προστάτης του Ξενοφώντα. Τα Άπομνημονεύματα για τον Σωκράτη παρουσιάζουν, στο πλαίσιο της παράδοσης των φιλολογικών απομνημονευμάτων που ανάγεται στον πέμπτο αιώνα, ένα φιλικό πορτραίτο ενός διάσημου άνδρα με τον οποίο ο Ξενοφών μπορεί να μη συναντήθηκε ποτέ. Ένα άλλο έργο του Ξενοφώντα, η Κύρου παιδεία, μπορεί να θεωρηθεί ως το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα: είναι μια εκτενέστατη και εντελώς πλασματική περιγραφή της εκπαίδευσης και των κατορθωμάτων του ιδρυτή της Περσικής αυτοκρατορίας, του Κύρου του Μεγάλου. Η χρησιμότητά της ως πριγκιπικού οδηγού και η έμφασή της στο ότι η ηγεσία πρέπει να διέπεται από ηθικές αρχές, την ανέδειξαν ως ένα από τα δημοφιλέστερα βιβλία στην Ευρώπη έως ότου η βασιλεία έπαψε να είναι του συρμού. Στην αρχαιότητα το βιβλίο αυτό ήταν η αρχή μιας σειράς από μισοϊστορικές περιγραφές της εκπαίδευσης του ήρωά τους, από τον Μέγα Αλέξανδρο και εξής. Όμως η ανατολή είχε περισσότερο την τάση να είναι εξωτική παρά ηθική. Και ο Κτησίας από την Κνίδο, γιατρός στην αυλή του Αρταξέρξη Β ‘ τον πρώιμο τέταρτο αιώνα (ο οποίος είχε μάλιστα παραστεί στην ίδια μάχη στα Κούναξα με τον Ξενοφώντα της Ἀναβάσεως αλλά από την αντίπαλη πλευρά), έγραψε μια εκπληκτικά δημοφιλή αλλά και πολύ τραβηγμένη (απολεσθείσα) ιστορία της Περσίας, η οποία ενίσχυσε εκ των έσω μια άποψη για την Περσία που «μυρίζει σεράι και αρώματα ευνούχων ανακατεμένα με τη δόλια δυσοσμία του αίματος» (Eduard Meyer). Μην ακούτε τους γιατρούς:14 τέτοια κείμενα προέρχονται από τις ιωνικές λαϊκές αφηγήσεις και έχουν ως φυσική συνέχειά τους τα ρομαντικά μυθιστορήματα της Ελληνιστικής περιόδου.
Ελληνικά
Η κύρια κατεύθυνση της ελληνικής ιστοριογραφίας παρέμεινε η θουκυδίδεια ιστορία των συγκρουόμενων πόλεων-κρατών, αλλά τυποποιημένη πλέον σε μια σειρά διαδοχικών και συναγωνιζόμενων Ελληνικών, ιστοριών δηλαδή της Ελλάδας. Μεταξύ των απολεσθέντων ιστορικών του τέταρτου αιώνα ξεχωρίζουν δύο. Ο Έφορος από την Κύμη έγραψε Ἑλληνικά (εκτάσεως τριάντα βιβλίων) προσπαθώντας να ξεπεράσει κάθε ανταγωνιστή αρχίζοντας από την αρχή, με την επάνοδο των Ηρακλειδών,15 και τελειώνοντας το 341 π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθειά του να αποσυνδέσει τη σφαίρα της ιστορίας από τη σφαίρα του μύθου, και ο τρόπος με τον οποίο δικαιολόγησε την όλη προσέγγισή του με μια σειρά προοιμίων σε διάφορα σημεία του συγγράμματος τα οποία υπεστήριζαν την ενότητα της ιστορίας του. Ως μαθητής του Ισοκράτη (βλ. σσ. 334 κ.ε.) εγκαινίασε την επικίνδυνη εκείνη σχέση μεταξύ ρητορικής και ιστορίας, όπου κυριαρχεί η τάση να θυσιάζεται η αλήθεια για χάρη του εντυπωσιασμού. Ο Έφορος είχε και άλλα ελαττώματα. Αντελήφθη μεν τη χρησιμότητα της ποίησης ως ιστορικής πηγής, διέθετε όμως περιορισμένη κριτική ικανότητα για να την αξιοποιήσει σωστά. Επιπλέον δε, προσπάθησε να αποκρύψει την εξάρτησή του από τους παλαιότερους ιστορικούς «εκσυγχρονίζοντας» καταστάσεις και πρόσωπα, και εφευρίσκοντας όπου ήταν απαραίτητο περιστασιακές λεπτομέρειες. Το ύφος του και η περιεκτικότητά του τον έκαναν δυστυχώς αρκετά δημοφιλή, αλλά τουλάχιστον ξεχωρίζει ως ο άνθρωπος που είχε σκεφθεί τους σκοπούς τους οποίους πρέπει να υπηρετεί η ιστορία – και τους κατάλαβε λάθος.
Σήμερα βρίσκουμε πιο ελκυστικό έναν άλλο μαθητή του Ισοκράτη, τον Θεόπομπο τον Χίο. Έγραψε και αυτός ‘Ελληνικά, μια συνέχεια των Ιστοριών του Θουκυδίδη, και αργότερα ένα έργο του οποίου ο τίτλος υποδηλώνει τη νέα στροφή της ιστορίας, τα Φιλιππικά, ιστορία με θέμα της τον Φίλιππο της Μακεδονίας. Αυτά τα έργα εξέθεταν με ευτράπελο τρόπο τόσο τη δολιότητα και τη διαφθορά των Αθηναίων πολιτικών όλων των εποχών όσο και τις άξεστες οινοποιητικές συνήθειες του νέου Μακεδόνα αρχηγού της Ελλάδας. Η αντι-ιστορία, η έκθεση της κακίας και της ανικανότητας είναι πάντοτε διασκεδαστική, και ο Θεόπομπος έγραψε για να στηλιτεύσει τα καμώματα των ισχυρών. Προείδε όμως και την ανάγκη ενός νέου τύπου ιστορίας, όπως δείχνει ο τίτλος των Φιλιππικών του – ιστορία υπέρ (ή κατά) ενός κόσμου κυβερνώμενου από βασιλείς.
Ιστορία των βασιλέων
Ο Μέγας Αλέξανδρος αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή περίπτωση, και όντας άνθρωπος που γνώριζε ότι δημιουργούσε ο ίδιος την ιστορία, φρόντισε να πάρει μαζί του έναν ιστορικό που να την καταγράψει. Η επιλογή του ήταν ατυχής: ο Καλλισθένης, ανιψιός του Αριστοτέλη, αφού επέδειξε μια ανυπάκουη και συκοφαντική συμπεριφορά, άρχισε να παρεμβαίνει στις Βασιλικές Σελίδες της ιστορίας – και κατέστη αναλώσιμος. Τελικά στους ιστορικούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου περιλαμβανόταν κάθε καρυδιάς καρύδι, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα αποσπάσματά τους – γιατί από ειρωνεία της τύχης καμιά συνεχής περιγραφή αυτού του σημαντικού γεγονότος, της κατακτήσεως του κόσμου, δεν σώζεται πριν από την περίοδο της αυτοκρατορικής Ρώμης. Η βασική πηγή μας, η Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις, είναι γραμμένη περισσότερο από τέσσερις αιώνες αργότερα από ένα Ρωμαίο αξιωματούχο, τον Αρριανό, ο οποίος επέλεξε να στηριχθεί κυρίως σε δύο αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων οι οποίες ήταν οπωσδήποτε επαρκείς, τα Ἀπομνημονεύματα του αρχιτέκτονα Αριστόβουλου και τα Ἀπομνημονεύματα του Πτολεμαίου, του νεαρού διοικητή που ίδρυσε αργότερα τη δυναστεία του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου. Άλλες περιγραφές όπως αυτή του Διοδώρου χρησιμοποιούν μια λαϊκή ρομαντική αφήγηση γραμμένη από τον Κλείταρχο, μια σκοτεινή μορφή αβέβαιης χρονολογίας και όχι απαραίτητα μετόχου των συμβάντων. Πολλοί από όσους έλαβαν μέρος στην εκστρατεία έγραψαν «απομνημονεύματα» σε διάφορα λογοτεχνικά ύφη. Τα πιο ευχάριστα ήταν του Νεάρχου, του ναυάρχου του Αλεξάνδρου, ο οποίος εξερεύνησε την κοιλάδα του Ινδού, την Πενταποταμία και την ερημική ακτή του Μοκράν μέχρι τις εκβολές του Τίγρητος (από το 326 ώς το 324), και έγραψε με τον τρόπο του Ηροδότου μια περιγραφή της εξερεύνησης αυτής η οποία αποτελεί σημαντική πηγή για την περιγραφή της ινδικής εκστρατείας από τον Αρριανό. Αλλά η πιο μόνιμη συνέπεια της πορείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι η παράδοση της Μυθιστορίας του Αλεξάνδρου,16 του λαοφιλέστερου ίσως βιβλίου στην παγκόσμια λογοτεχνία, συμπιλημένου στην ύστερη αρχαιότητα από διάφορες ελληνιστικής προελεύσεως συλλογές ψευδεπίγραφων επιστολών και δοκιμίων και μια μυθώδη βιογραφία: το αποτέλεσμα είναι καθαρό παραμύθι, με τον Τίγρητα και τον Ευφράτη παραποτάμους του Νείλου και τον Αλέξανδρο να γεννιέται από ένα αιγυπτιακό φίδι, να επισκέπτεται ακέφαλους ανθρώπους και Ινδούς βραχμάνους (το τελευταίο αποτελεί αληθινό επεισόδιο), να βυθίζεται μέχρι τον πυθμένα της θάλασσας με εξάρτυση δύτου και να ίπταται μέσα σε ένα καλάθι ωθούμενο από γρύπες.
Η Ελληνιστική εποχή
Η ιστορικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε λοιπόν παραμερισθεί και αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί ούτε η εποχή του ούτε η περίοδος των ελληνιστικών βασιλείων δεν παρήγαγε νέο τύπο πολιτικής ιστορίας, γιατί καμιά παράδοση βιογραφιών βασιλέων ή και ιστορίας δυναστειών δεν αναδείχθηκε για να ανταποκριθεί στις μεγάλες αυτοκρατορίες και τα βασίλεια. Ένας λόγος ήταν η δύναμη της παράδοσης της ιστοριογραφίας που δημιούργησε η πόλη-κράτος και ένας άλλος η έλλειψη γνήσιας βιογραφικής παράδοσης στην Ελλάδα. Γι ’ αυτούς τους λόγους, η ανακάλυψη της γοητείας της αυτοκρατορικής ιστορίας και της πολιτικής βιογραφίας αφέθηκε στους Ρωμαίους. Οι πιο επιτυχημένοι πολιτικοί ιστορικοί των Ελληνιστικών χρόνων συνέχισαν να γράφουν ‘Ελληνικά, συνήθως χρονικά των ημερών τους, αρκούμενοι στην ένταξη των νέων ελληνιστικών βασιλείων στο παλαιό πλαίσιο.
Η καλύτερη από αυτές τις ιστορίες είναι αυτή που αποτέλεσε τη βασική πηγή των βιβλίων 18-20 του Διοδώρου, Αἱ περί Διαδόχων Ἱστορίαι του Ιερωνύμου του Καρδιανού, ενός ρυθμιστή δημόσιων υποθέσεων σε διάφορα βασίλεια, του οποίου η ώριμη ηλικία κάλυψε τρεις γενιές, από τον Αλέξανδρο ώς το 260 π.Χ. περίπου, οπότε πέθανε σε ηλικία 104 ετών με πλήρη διαύγεια.17 Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η ιστορία του ήταν τόσο εκτενής που «κανείς δεν μπορούσε να τη διαβάσει μέχρι το τέλος». Ασφαλώς επρό- κειτο για μια αξιοθαύμαστα ακριβή και εξισορροπημένη περιγραφή μιας εποχής όπου η πολιτική και ο πόλεμος απλώνονταν σε όλο τον κόσμο, από τον Ινδό ώς τον Νείλο και τον Δούναβη. Τα βιβλία αυτά του Διοδώρου προσφέρουν μάλιστα ένα δείγμα στρατιωτικής ιστορίας καλύτερης ακόμη και από αυτή του Θουκυδίδη. Αυτό που διδάχθηκε ο Ιερώνυμος από το διαμελισμό της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη δημιουργία των μεγάλων βασιλείων των επιγόνων ήταν ίσως η πιο σημαντική από όλες τις ιστορικές αλήθειες, δηλαδή το ότι η τύχη, και όχι η ανθρώπινη δεξιότητα, είναι που διέπει τις ανθρώπινες υποθέσεις.18 Η θεά Τύχη επικρατεί στην ιστορία του και στην ιστορία των διαδόχων του μέχρι τον Πολύβιο – ὡς εὐμετάθετός ἐστιν ἡ τύχη καί παρά μικρόν εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ροπάς (Πολυβίου Ἱστοριῶν, 15.6.6).19
Η άλλη σημαντική εξέλιξη στην πολιτική ιστορία είναι γνωστή κυρίως μέσω της πολεμικής του Πολυβίου εναντίον των προκατόχων του: έχει προσφυώς αποκληθεί η «οικτρή σχολή της ιστορίας», στην οποία η ρητορική και η ιστορία σμίγουν για να ξαναδημιουργήσουν μέσω του πάθους ό, τι είχε προκαλέσει «αίσθηση» στο παρελθόν. Το κατά πόσον αυτή η σχολή, που πολύ εύκολα θυσίαζε την αλήθεια στον εντυπωσιασμό, είχε κάποια ερείσματα σε μια αριστοτελική θεωρία περί «τραγικής ιστορίας» είναι συζητήσιμο. Οι ισχυρισμοί πάντως αυτών των ιστορικών προοιωνίζονται κάποιες πλευρές της θεωρίας του Benedetto Croce ότι όλη η ιστορία είναι σύγχρονη ιστορία, η ανασύνθεση δηλαδή μιας παρελθούσας εμπειρίας που φαίνεται σχετική με το παρόν.
Στην πρώιμη Ελληνιστική περίοδο έχουμε και την ανανέωση της ηροδότειας παράδοσης. Ήδη συγγραφείς όπως ο Νέαρχος είχαν αναγνωρίσει τη συνάφεια του τρόπου γραφής του Ηροδότου με τη δική τους εμπειρία. Όταν τα νέα βασίλεια άρχισαν να υπολογίζουν τους ντόπιους υπηκόους τους, ένιωσαν την ανάγκη να κατανοήσουν αυτά τα ξένα έθιμα και να δημιουργήσουν μια κάποια ταυτότητα για τα βασίλειά τους. Το αποτέλεσμα ήταν η αναβίωση του ηροδότειου λόγου, με τη συστηματική μορφή της επιστημονικής εθνογραφίας, με βασιλική συχνά επιχορήγηση, η οποία δεν γραφόταν κατ ’ ανάγκην από Έλληνες ειδικούς, βασιζόταν σε αρχεία και εμπιστευτικές πληροφορίες, και είχε μια δεδομένη διάταξη – μύθος και θρησκεία, γεωγραφία και φυσική ιστορία, πολιτική ιστορία, κοινωνικά ήθη. Ο πιο παλαιός από αυτούς τους συγγραφείς, ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, έγραψε για τον Πτολεμαίο A΄ της Αίγυπτου και αποτελεί την πηγή για το πρώτο βιβλίο του Διοδώρου. Στην επόμενη γενιά ακολούθησε ο Αιγύπτιος ιερέας Μανέθων, του οποίου η χρονολόγηση εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση της αιγυπτιακής ιστορίας. Στο βασίλειο των Σελευκιδών, ο Βηρωσός, ένας δίγλωσσος ιερέας του Βάαλ, έγραψε Βαβυλωνιακά, και ο Μεγασθένης, πρέσβης του Σελεύκου στην αυλή του Σανδρακόττου στην Ινδία, έγραψε μια εντυπωσιακή περιγραφή των αρχών της δυναστείας των Μώρυα. Αυτή η ανανέωση της σχέσης μεταξύ ιστορίας και γεωγραφίας στο χώρο της εθνογραφίας αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο σημαντική πολιτιστική συνέπεια των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Για μια σύντομη περίοδο, οι Έλληνες μπόρεσαν και πάλι να βγουν από τον εαυτό τους και τις πόλεις- κράτη τους και να θαυμάσουν τον κόσμο γύρω τους.
Σύντομα όμως η πόλη-κράτος επέβαλε και πάλι τον δικό της τρόπο γραφής της ιστορίας και οδήγησε την εθνογραφία στην περιοχή της ουτοπικής φιλοσοφικής μυθιστορίας, με τους φανταστικούς κόσμους του Ευημέρου και του Ιαμβλίχου. Δεν έλειψαν βέβαια οι καλοί γεωγράφοι όπως ο Ερατοσθένης και ο Στράβων (του οποίου το έργο σώζεται) και από καιρό σε καιρό μια ενδιαφέρουσα μορφή αναδυόταν για να συνενώσει τα κύρια ρεύματα της ιστορίας. Ο πιο σημαντικός από αυτούς ήταν ο Ποσειδώνιος, φιλόσοφος και εγκυκλοπαιδιστής, του οποίου την απολεσθείσα ιστορία συνέχισε ο Πολύβιος, καταγράφοντας τη σκληρή πραγματικότητα του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού της ύστερης δημοκρατίας. Αλλά ο Πολύβιος γίνεται ο εκπρόσωπος του καινούριου, καθώς η εμφάνιση της Ρώμης στο μεσογειακό προσκήνιο προσέδωσε νέα ενότητα και κατεύθυνση στην πολιτική ιστορία μέσα από την παράδοση του Θουκυδίδη. Αυτή η παράδοση της ελληνικής ιστοριογραφίας κορυφώνεται σε μια ιστορία της Ρώμης της οποίας η σημασία θα πρέπει να διερευνηθεί στο δέκατο κεφάλαιο του δεύτερου τόμου.
Προς το τέλος της χιλιετηρίδας εμφανίσθηκε η εγκυκλοπαιδική εκείνη τάση η οποία δηλώνει το τέλος μιας πολιτισμικής παράδοσης. Για μας η αξία αυτής της τάσης είναι ότι πολλά από τα ογκώδη έργα της διασώθηκαν εις βάρος των προδρόμων τους, προσφέροντας έτσι το απαραίτητο υλικό για την ανασύσταση της ιστορικής παράδοσης. Ο ύστερος ελληνιστικός κόσμος είναι κόσμος μεγάλων βιβλίων και μικρών ανθρώπων με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς εφοδίασε με τη Ῥωμαϊκή αρχαιολογία του τη Ρώμη με μια αξιοπρεπή τοπική ιστορία όπως συνηθιζόταν για τις ελληνικές πόλεις-κράτη. Την ίδια εποχή η Ἱστορική βιβλιοθήκη του Διοδώρου είναι σημαντική, και για την προσπάθειά του να βελτιώσει το έργο του Εφόρου συμπεριλαμβάνοντας όλους τους πολιτισμούς (και όχι μόνον όλη την Ελλάδα) στη σφαίρα της ιστορίας και επειδή αποτελεί χρυσωρυχείο απολεσθέντων ιστοριογράφων – γιατί το έργο αποτελεί πραγματική βιβλιοθήκη, μια σειρά επιτομών των έργων άλλων συγγραφέων.
Μέσα σε τριακόσια πενήντα χρόνια η ελληνική ιστοριογραφική παράδοση επινόησε τις περισσότερες από τις τεχνοτροπίες της ιστορίας που καλλιεργούμε ακόμη και σήμερα και προσπάθησε να αναλύσει τα περισσότερα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ακόμη και σήμερα. Καθιέρωσε κριτήρια ακρίβειας και ποικιλία προσεγγίσεων που την καθιστούν σαφώς ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη ιστοριογραφική παράδοση. Αν έχει κάποιο μειονέκτημα, πρόκειται για ένα μειονέκτημα που το έχουμε από κοινού, για τη δυσκολία συνύπαρξης με τη θεία δύναμη στην ιστορία– ευτυχής η εποχή που έχει τη δυνατότητα να αγνοήσει το Θεό. Στο τέλος της Ελληνιστικής περιόδου είδαν το φως η αρχή μιας νέας θρησκείας και η συνένωση των παραδόσεων της Ελλάδας και της Ιουδαίας σε μια νέα μορφή ιστορίας, την εκπλήρωση της βασιλείας του Θεού. Τα βιβλία των Μακκα- βαίων και τα έργα του Φλαβίου Ιωσήπου αποτελούν σωζόμενα μνημεία αυτής της συγχώνευσης πολιτιστικών παραδόσεων, και δείχνουν το δρόμο προς την ’Εκκλησιαστική ‘ιστορία του Ευσεβίου και τον χριστιανικό κόσμο του Βυζαντίου.
---------------
Σημειώσεις
- Πρβλ. κεφ. 5, σσ. 162-63.
- Το κείμενο του Εκαταίου έχει ως εξής: Ἑκαταῖος ὁ Μιλτησιος ᾦ8ε μυθεῖται· τά8ε γράφω, ὡς μοι ἀληθέα δοκέει εἶναι. Οἱ γάρ Ἑλλήνων λόγοι πολλοί τε καί γελοῖοι, ὡς ἐμοί φαίνονται, εἰσίν (FGH 1 απ. 1).
- Πρόκειται για την ίδια τη λεγάμενη Weltgeschichte της εποχής του γερμανικού ιδεαλισμού (και όχι για την «ιστορία του κόσμου» των πρώτων χριστιανικών αιώνων που ο ίδιος εντόπισε. Δες, π.χ., W. Windelband – Η. Heimsoeth, Lerhuch der Geshichte der Philosophie (Mahr, Tubingen 197616), μτφρ. N.M. Σκουτερόπουλου, ’Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας, τόμος A΄ (ΜΙΕΤ, Αθήνα 1980), σσ. 295-303).
- Από τον Πλούταρχο (Περί τῆς Ἡροδότου κακοηθείας 12).
- Το απόσπασμα αυτό (απ. 152 Bowra = απ. 187 Turyn = απ. 169 Snell) αναφέρει ο Καλλικλής στον πλατωνικό Γοργία (484Β): νόμος ὁ πάντων βασιλεύς / θνατῶν τε καί ἀθανάτων /ἄγει δικαίων τό βιαιότατον/ύπερτάτα χειρί· τεκμαίρομαι /ἔργοισιν Ἡρακλέος, ἐπεί – ἀπριάτας – , και το συμπληρώνει ο ανώνυμος σχολιαστής του Αριστείδη (iii.408 Dindorf): ἐπεί Γηρυόνα βόας / Κυχλωπίων ἐπί προθύρων Εὐρυσθέος / ἀναιτήτας τε καί ἀπριάτας ἔλασεν. Είναι σαφές ότι ο Ηρόδοτος, ίσως επειδή παραθέτει το στίχο από μνήμης, έχει αλλοιώσει το νόημα του Πινδάρου γενικεύοντάς το.
- Πρβλ. τη μαρτυρία του Πλουτάρχου τό δέ « Ἡροδότου Ἀλικαρνασέως ἱστορίης ἀπόδεξις τάδε» πολλοί μεταγράφουσιν «Ἡροδότου Θουρίου». μετώκησε γάρ εἰς Θούριους καί ταῆς ἀποικίας ἐκείνης μετέσχε (Περί φυγῆς 13), με χαρακτηριστική την περίπτωση της αριστοτελικής Ῥητορικῆς (1409a28).
- Και ο Ηρόδοτος καταλήγει: «γιατί ό θεός πάντα θέλει νά μειώνη όσα υπερέχουν» – φιλέει γάρ ὁ θεός τά ὑπερέχοντα πάντα κολούειν. Πρβλ. και κεφ. 1, σ. 63.
- Ο όρος μαρτυρείται για πρώτη φορά στο έργο του Ηροδότου.
- Οι οποίοι «ἐσύνθεσαν μᾶλλον διά νά εὐχαριστήσουν τούς ἀκροατάς των παρά διά νά εἰποῦν τήν ἀλήθειαν» – ξυνέθεσαν ἐπί τό προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἤ ἀληθεστερον (Α 21.1).
- Για τη διάκριση αυτή μεταξύ Πρώτου και Μεγάλου Πελοποννησιακού πολέμου, βλ. κεφ. 6, σσ. 177-78.
- Η φράση προέρχεται από τον πρόλογο της μετάφρασης του Thomas Hobbes (Eight Bookes of the Peloponnesian Warre Written by Thucydides the sonne of Olorus. Interpreted with Faith and Diligence Immediately out of the Greeke, Λονδίνο 1629) – της πρώτης, έξ όσων γνωρίζω, αξιόλογης μετάφρασης του έργου του Θουκυδίδη στην αγγλική απευθείας από το ίδιο το αρχαίο ελληνικό κείμενο – και η όλη περικοπή έχει ως εξής: ((Ο Θουκυδίδης όμως είναι ένας [ενν. συγγραφέας] ο οποίος, μολονότι ουδέποτε παρεκβαίνει για να προβεί σε διάλεξη ηθικού ή πολιτικού περιεχομένου επί του ιδίου του κειμένου του, ούτε εισδύει στην ψυχή των ανθρώπων πέρα απ’ όσο τον καθοδηγούν οι ίδιες οι πράξεις [τους], θεωρείται εντούτοις ο πλέον πολιτικός ιστοριογράφος που υπήρξε ποτέ. Θεωρώ δε πως ο λόγος είναι ο εξής: οι αφηγήσεις του γέμουν τέτοιας επιλογής υλικού, είναι διατεταγμένες με τέτοια κρίση και εκπεφρασμένες με τέτοια διαύγεια και ευστοχία, ώστε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ο ακροατής του να καθίσταται θεατής. Διότι [ο Θουκυδίδης] μεταφέρει τον αναγνώστη του στις συνελεύσεις του λαού και των αρίστων, κατά τις διαβουλεύσεις τους· στους δρόμους, κατά τις στάσεις τους· και στο πεδίο της μάχης, κατά τις συγκρούσεις τους» («But Thucydides is one, who, though he neuer digresse to reade a Lecture, Morall or Politicall, upon his owne Text, nor enter into mens hearts, further then the actions themselues euidently guide him, is yet accounted the most Politique Historiographer that euer writ. The reason whereof I take to bee this: He filleth his Narrations with that choice of matter, and ordereth them with that ludgement, and with such perspicuity and efficacy expresseth himselfe, that, as Plutarch saith, he maketh his Auditor a. Spectator. For he setteth his Reader in the Assemblies of the People, and in the Senates, at their debating; in the Streets, at their Seditions; and in the Fielf, at their Battels»).
- «Κάθε ἀρχή… φτειάνει νόμους σύμφωνους μέ τό συμφέρον της, ή δημοκρατία δημοκρατικούς, ἡ τυραννία τυραννικούς καί κάθε άλλη κατά τόν ἴδιο τρόπο συμπεριφέρεται· ἔχοντας πιά ὁρίσει τή νομοθεσία, διακηρύττουν ὅτι τοῦτο εἶναι γιά τούς ἀρχόμενους τό δίκαιο, δηλαδή τό συμφέρον τῶν ἀρχόντων, καί ὅποιος βγαίνει ἔξω ἀπό τίς διατάξεις τούτου τοῦ δικαίου, τόν τιμωροῦν, γιατί εἶναι τάχα ἕνας παράνομος κι’ ἄδικος ἄνθρωπος. Ὥστε… αὐτό εἶναι τό δίκαιο πού ἔγω ἰσχυρίζομαι ὅτι ἔχει ἰσχύ κατά τόν ἴδιο τρόπο μέσα σέ ὅλες τίς πόλεις, τό συμφέρον τῆς ἀρχῆς πού ἀποτελεῖ τό ἰσχῦον καθεστώς. Ὑποθέτω… ὅτι ἡ ἀρχή αὐτη ἔχει στά χέρια της τήν ὑπεροχή τῆς κρατικῆς δύναμης, ὥστε ὅποιος εἶναι σέ θέση νά συλλογίζεται ἀρθά, φτάνει στό συμπέρασμα ὅτι σέ ὅλες τίς πόλεις ὑπάρχει τό αὐτό δίκαιο καί αὐτό εἶναι τό συμφέρον τοϋ ἰσχυρότερου» (338el-339a4).
- Η περίφραση αυτή αποδίδει τον τεχνικό φιλοσοφικό όρο «solipsism» του πρωτοτύπου, ο οποίος φαίνεται να χρησιμοποιείται εδώ κάπως χαλαρά.
- Είναι δύσκολο να αποδοθεί η ιδιωματική διατύπωση του πρωτοτύπου: «never trust a doctor».
- Βλ. κεφ. 3, σ. 117-18.
- Δες σχετικά το πρώτο μέρος της εκτενούς εισαγωγής του D. Holton, Αιήγησις του Αλεξάνδρου: The Tale of Alexander. The Rhymed Version (Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1974). Και για το πεζό κείμενο της «Φυλλάδας του Μεγαλέξα- ντρου», Γ. Βελουδή, Διήγησις Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος (Ερμής, Αθήνα 1977).
- … Ἱερώνυμος δέ ἐν πολέμοις γενόμενος καί πολλούς καμάτους ὑπομείνας καί τραύματα ἔζησεν ἔτη τέσσαρα καί ἑκατόν, … ὡς μέχρι τῆς τελευταίας ἡμέρας ἄρτιον ὄντα ἐν ταῖς συνουσίαις καί πᾶσι τοῖς αἰσθητηρίοις, μηδενός γενόμενον τόν πρός ὑγίειαν ἐλλιπῆ (Λουκιανού, Μικρόβιοι 22).
- … πολλούς και ποικίλαις κεχρημένος τοῦ βίου μεταβολαῖς οὐκ ἐταπεινοῦτο τῷ φρο- νήματι, σαφῶς εἰδώς τήν τύχην ὀξείας τάς εἰς ἀμφότερα τά μέρη ποιουμένην μεταβολάς (Διοδώρου Σικελιώτου, Ιστορικής βιβλιοθήκης ιη· 42.1 4-7).
- Για τις απόψεις του Πολυβίου περί τύχης βλ. Walbank I, σ. 16ff.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου