Εθισμός μπορεί να ονομαστεί κάθε συνήθεια που ακολουθείται εκτός μέτρου από ένα άτομο το οποίο γνωρίζει ότι δυσκολεύεται ή αδυνατεί να την κατευνάσει και πολύ περισσότερο να της δώσει ένα τέλος. Μοιάζει σχεδόν αδύνατον στη σημερινή εποχή, να ανακαλύψεις έστω κι έναν άνθρωπο ελεύθερο από κάποια εξάρτηση κι ο καθένας μας που έχει έλθει αντιμέτωπος με το τέρας του εθισμού γνωρίζει καλά πόσο δύσκολο είναι να τον ξεπεράσει.
Ο εθισμός έχει διάφορα στάδια και ποικίλει σε βαθμούς έντασης από τον άνθρωπο που προσπαθεί αλλά δεν καταφέρνει να μειώσει το τσιγάρο μέχρι τον εξαρτημένο ναρκομανή που ενώ βλέπει ότι ο εθισμός του τον οδηγεί στην καταστροφή, αναγκάζεται να κλέψει για να εξασφαλίσει την επόμενη δόση του. Κάπου ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ακραίες καταστάσεις βρισκόμαστε όλοι εμείς οι υπόλοιποι που δε μπορούμε να τερματίσουμε μια μικρή ή μεγάλη εξάρτηση. Δυστυχώς όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι επειδή δεν βρίσκονται ξαπλωμένοι ετοιμοθάνατοι σε ένα ανήλιαγο δρομάκι με μια σύριγγα να κρέμεται από το μπράτσο τους ή δεν τρικλίζουν ζητιανεύοντας για να αγοράσουν ακόμα ένα μπουκάλι ποτό, δεν υπόκεινται σε κανέναν εθισμό. Ωστόσο, αυτό το στάδιο άρνησης, είναι ο σίγουρος τρόπος για να παραμείνουμε για πάντα προσκολλημένοι στον εθισμό μας. Αυτό που αρκετά άτομα δε τολμούν να παραδεχτούν είναι ότι είτε λαμβάνουν κάποια ουσία, είτε έχουν αποκτήσει κάποια συμπεριφορά που τους υποβαθμίζει ως ανθρώπους και τους δημιουργεί δυσλειτουργίες σε κύριους τομείς της ζωής του. Έτσι, ζουν παγιδευμένοι σε κάποιον από τους πολλούς εθισμούς: στο αλκοόλ, στην καφεΐνη, στη νικοτίνη, στα «σκληρά» και «μαλακά» ναρκωτικά, στη σοκολάτα, στο σεξ, στο τζόγο, στην υπερκατανάλωση τροφής, στην καταναλωτική μανία ή στο διαδίκτυο!
Οι κύριοι τρόποι με τους οποίους σήμερα η κοινωνία αντιμετωπίζει τον εθισμό είναι δύο. Ο πρώτος είναι ως ασθένεια, ένα είδος καρκίνου που δε μπορεί να θεραπευτεί αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί έτσι ώστε να ανασταλεί η πρόοδος της νόσου. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο, ο εθισμένος αντιμετωπίζεται ως κάποιος που θα είναι για πάντα εξαρτημένος, σαν κάποιος που έχει μια ανίατη ασθένεια που δεν έχει θεραπεία και οφείλει να διατηρεί το τέρας του εθισμού σε μόνιμη καταστολή μέσα του. Ο άλλος τρόπος που η κοινωνία αντιμετωπίζει τον εθισμό είναι σαν έγκλημα και απειλή για όλους τους υπόλοιπους. Όσοι έχουν αυτή την άποψη, στιγματίζουν και απορρίπτουν και ζητούν την απομόνωση του εθισμένου ως ένα ξένο και βλαβερό κύτταρο. Το σίγουρο είναι ότι κανένας από τους δύο τρόπους αντιμετώπισης των εξαρτημένων ανθρώπων δεν δείχνει να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα και αυτός είναι ο λόγος που το πρόβλημα του εθισμού σήμερα δείχνει μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Ίσως είναι η ώρα να εξετάσουμε πλέον με εντελώς διαφορετική οπτική τον λόγο που τόσο πολλοί άνθρωποι σήμερα, υποφέρουν από αυτή την οδύνη.
Πριν μπορέσουμε να σταματήσουμε έναν εθισμό πρέπει πρώτα να βρούμε το θάρρος και την υπευθυνότητα να παραδεχτούμε στον εαυτό μας ότι είμαστε στην πραγματικότητα εθισμένοι σε κάτι. Δεν είναι δυνατόν ποτέ να υπερνικήσουμε ένα πρόβλημα το οποίο δεν έχουμε αναγνωρίσει ότι το έχουμε. Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο εθισμός εμφανίζεται σε διαφορετικούς βαθμούς. Επειδή λοιπόν μπορεί να μη ληστεύουμε τράπεζες για να εξασφαλίσουμε τις επόμενες δόσεις μας δεν συνεπάγεται ότι δεν μας αγγίζει το πρόβλημα του εθισμού. Ο κάθε άνθρωπος βέβαια μπορεί να καθορίζει με εντελώς διαφορετικά κριτήρια την «εξάρτηση», όμως τα δύο σημαντικότερα ερωτήματα που θα έπρεπε να θέσουμε στους εαυτούς μας για να εξακριβώσουμε αν έχουμε κάποιον εθισμό είναι τα παρακάτω:
«Υπάρχει κάτι που θέλω ή έχω προσπαθήσει μόνος μου να σταματήσω και δεν μπορώ;»
«Επηρεάζεται αρνητικά η ζωή μου από κάποια συμπεριφορά μου;»
Προσοχή όμως! Για να απαντήσουμε στα δύο αυτά ερωτήματα θα πρέπει να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Πολλοί από μας θα συνεχίσουν με υποκρισία να διατείνονται :
«Ω, δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορώ εύκολα να το κόψω, όταν το θέλω κι όταν το αποφασίσω».
Ναι… Είναι μια πολύ καλή δικαιολογία, ένα πολύ καλό άλλοθι για να μη λυτρωθούμε ποτέ από τους εθισμούς μας, για να συνεχίσουμε αυτό που μας ελαττώνει από την πραγματική μας αξία, που μας μειώνει ως ανθρώπους. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς τουλάχιστον ως προς τον εαυτό μας. Το δεύτερο ερώτημα θα μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε αν η οποιαδήποτε εθιστική συνήθεια μειώνει την ποιότητα της ζωής μας. Αν αυτή η συμπεριφορά εξαλειφθεί θα βελτιωθεί η οικογενειακή μας ζωή; Μήπως η εργασιακή μας απόδοση θα πάει καλύτερα; Μήπως θα γίνουμε πιο χαρούμενοι και θα βελτιωθεί η σχέση μας με τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας; Αν η απάντηση είναι «ΝΑΙ» είναι πολύ πιθανόν να έχουμε κάποιον εθισμό. Από τη στιγμή λοιπόν που θα διαπιστώσουμε ότι κάτι μας ελαττώνει και αποφασίσουμε να το σταματήσουμε μπορούμε να αρχίσουμε να εμβαθύνουμε περισσότερο στο πρόβλημα.
«Κάθε εθισμός, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας να αποδράσουμε από κάτι, πηγαίνοντας προς την κατεύθυνση μιας ανάγκης που δεν ικανοποιείται σήμερα»
Από πνευματική και μεταφυσική προοπτική, τα πάντα είναι ενέργεια, η οποία βέβαια περιλαμβάνει και τον εθισμό μας. Όταν βέβαια ζούμε κοντά στην Αλήθεια μας, είμαστε πλήρως ικανοποιημένοι και δεν έχουμε καμιά ανάγκη. Δεν επιθυμούμε διακαώς τίποτα συγκεκριμένο. Έτσι, ενεργειακά, η λαχτάρα για κάτι, πρέπει να απορρέει από την υποσυνείδητη πεποίθηση ότι υπάρχει κάποια ανάγκη που δεν ικανοποιείται, συνεπώς θα πρέπει να ψάξουμε εκεί «έξω», προκειμένου να βρούμε κάτι άλλο για να καλύψουμε το κενό. Με απλά λόγια, όσο περισσότερο απομακρύνεται κάποιος από την αυθεντική του φύση, τόσο περισσότερο αποσυνδεδεμένος νοιώθει από την υπόλοιπη κοινωνία. Όλοι κάποια στιγμή θέλουμε να αποφύγουμε ορισμένες δυσάρεστες καταστάσεις και να “μουδιάσουμε” τον πόνο που μας προξενούν. Μετά από κάθε χρήση ξεφεύγουμε προσωρινά από τον πόνο, τις ενοχές, τα προβλήματα, τις πιέσεις και την πραγματικότητα. Βραχυπρόθεσμα νοιώθουμε ότι η χρήση αυτή μας βοηθάει, εφόσον ξεφεύγουμε από τα προβλήματα. Η διαφορά είναι ότι ο εθισμός γίνεται τρόπος ζωής και ο εθισμένος χάνει τον έλεγχο και μπερδεύεται σε μια καθημερινή αποφυγή της πραγματικότητας.
Συνήθως οι συναισθηματικές μας ανάγκες παύουν να μας βασανίζουν όταν τις μοιραζόμαστε με άλλους. Ο εθισμένος όμως τείνει να απομονώνει τον εαυτό του από τους άλλους λόγω της ντροπής και του πόνου που νοιώθει. Καθώς όσο ο εθισμός συνεχίζεται, νοιώθει εντελώς αδύναμος να δημιουργήσει ένα ζωτικό σύνδεσμο με άλλους ανθρώπους. Μένει μόνος του με την ουσία που τον κυριαρχεί. Πονάει, πληγώνεται, υποφέρει, νοιώθει μοναξιά και απομόνωση και στρέφεται ακόμα πιο πολύ προς τον εθισμό του για ανακούφιση. Κι έτσι ο φαύλος κύκλος ξεκινάει: η αποσύνδεση απ’ την αληθινή μας φύση οδηγεί στην δυστυχία, η δυστυχία οδηγεί στον πόνο, ο πόνος οδηγεί στην ανάγκη μουδιάσματος του πόνου μέσω της εξάρτησης από τον εθισμό, ο εθισμός οδηγεί στη ντροπή, η ντροπή οδηγεί σε περισσότερο πόνο κι έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε πλέον πως ο φαύλος αυτός κύκλος συνεχίζεται και διαιωνίζεται. Αν, όπως μας δίδαξαν όλοι οι σοφοί, η αληθινή μας φύση είναι Αγάπη, η ισχυρότερη ενεργειακά δόνηση που υπάρχει στον κόσμο αυτό, όσο περισσότερο προσεγγίζουμε αυτή τη φύση και αυτή τη δόνηση τόσο λιγότερο θα νοιώθουμε την ανάγκη να μουδιάσουμε οποιαδήποτε αίσθηση πόνου μας προξενεί η σκληρή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε.
Το πρώτο βήμα σε αυτή τη διαδικασία είναι να αναγνωρίσουμε και να παρατηρήσουμε τα συναισθήματα που μας αναγκάζουν κάθε φορά να παραδοθούμε στον εθισμό μας. Καθώς αντιμετωπίζουμε κάθε συναίσθημα με συμπάθεια και συμπόνια, σαν το καθένα από αυτά να είναι και μια διαφορετική πτυχή του εσωτερικού μας παιδιού, το οποίο ποτέ δεν αγαπήθηκε αληθινά και ποτέ δεν αναγνωρίστηκε στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι αυτά τα συναισθήματα θα αρχίσουν να αυτοθεραπεύονται μόνα τους και πολύ σύντομα θα σταματήσουν να επιβαρύνουν την υπόστασή μας. Καθώς προσφέρουμε συμπόνια στα ανεπούλωτα κομμάτια της ψυχής μας αρχίζει η διαδικασία της αγάπης προς τον ίδιο τον εαυτό μας, άσχετα από την οποιαδήποτε εξάρτηση υπάρχει ακόμα την οποία και αποδεχόμαστε. Σύντομα, μέσα από αυτή την αγάπη, θα προσελκύσουμε νέους φίλους κοντά μας και θα ανακαλύψουμε νέα ενδιαφέροντα που θα εναρμονίζονται με την καινούργια δόνηση που θα εκπέμπουμε. Μια δόνηση τόσο διαφορετική από την παλιά, την προσκολλημένη στην ντροπή, την ενοχή και το φόβο.
Καθώς εξελίσσεται η διαδικασία επανασύνδεσης με την εσώτερη φύση μας, επανασυνδεόμαστε με τον συμπαντικό ρυθμό ο οποίος εκχέει μέσα μας έναν νέο, αληθινό σκοπό στη ζωή μας. Αντί τώρα να αποφεύγουμε τον πόνο, αρχίζουμε να καλωσορίζουμε όλα τα συναισθήματα με ανοιχτές αγκάλες. Όταν οι καρδιές μας πληρωθούν με αγάπη, δεν μπορεί να υπάρχει πια καμιά στρεβλωμένη ανάγκη να βλάψουμε τους εαυτούς μας ούτε κάποιο ενεργειακό κενό που να χρειάζεται πλήρωση. Τελικά, μια ζωή πλούσια σε αγάπη και χαρά και γεμάτη με ειλικρινείς διασυνδέσεις με τους συνανθρώπους μας είναι ο τρόπος της αλχημικής μεταμόρφωσης του εθισμένου ατόμου σε μια πλέον απόλυτα ικανοποιημένη και ελεύθερη ανθρώπινη ύπαρξη. Ποιος θα μπορούσε να μας προσφέρει μια τέτοια ζωή; Σίγουρα όχι ο οποιοσδήποτε εθισμός.
Ο εθισμός έχει διάφορα στάδια και ποικίλει σε βαθμούς έντασης από τον άνθρωπο που προσπαθεί αλλά δεν καταφέρνει να μειώσει το τσιγάρο μέχρι τον εξαρτημένο ναρκομανή που ενώ βλέπει ότι ο εθισμός του τον οδηγεί στην καταστροφή, αναγκάζεται να κλέψει για να εξασφαλίσει την επόμενη δόση του. Κάπου ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ακραίες καταστάσεις βρισκόμαστε όλοι εμείς οι υπόλοιποι που δε μπορούμε να τερματίσουμε μια μικρή ή μεγάλη εξάρτηση. Δυστυχώς όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι επειδή δεν βρίσκονται ξαπλωμένοι ετοιμοθάνατοι σε ένα ανήλιαγο δρομάκι με μια σύριγγα να κρέμεται από το μπράτσο τους ή δεν τρικλίζουν ζητιανεύοντας για να αγοράσουν ακόμα ένα μπουκάλι ποτό, δεν υπόκεινται σε κανέναν εθισμό. Ωστόσο, αυτό το στάδιο άρνησης, είναι ο σίγουρος τρόπος για να παραμείνουμε για πάντα προσκολλημένοι στον εθισμό μας. Αυτό που αρκετά άτομα δε τολμούν να παραδεχτούν είναι ότι είτε λαμβάνουν κάποια ουσία, είτε έχουν αποκτήσει κάποια συμπεριφορά που τους υποβαθμίζει ως ανθρώπους και τους δημιουργεί δυσλειτουργίες σε κύριους τομείς της ζωής του. Έτσι, ζουν παγιδευμένοι σε κάποιον από τους πολλούς εθισμούς: στο αλκοόλ, στην καφεΐνη, στη νικοτίνη, στα «σκληρά» και «μαλακά» ναρκωτικά, στη σοκολάτα, στο σεξ, στο τζόγο, στην υπερκατανάλωση τροφής, στην καταναλωτική μανία ή στο διαδίκτυο!
Οι κύριοι τρόποι με τους οποίους σήμερα η κοινωνία αντιμετωπίζει τον εθισμό είναι δύο. Ο πρώτος είναι ως ασθένεια, ένα είδος καρκίνου που δε μπορεί να θεραπευτεί αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί έτσι ώστε να ανασταλεί η πρόοδος της νόσου. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο, ο εθισμένος αντιμετωπίζεται ως κάποιος που θα είναι για πάντα εξαρτημένος, σαν κάποιος που έχει μια ανίατη ασθένεια που δεν έχει θεραπεία και οφείλει να διατηρεί το τέρας του εθισμού σε μόνιμη καταστολή μέσα του. Ο άλλος τρόπος που η κοινωνία αντιμετωπίζει τον εθισμό είναι σαν έγκλημα και απειλή για όλους τους υπόλοιπους. Όσοι έχουν αυτή την άποψη, στιγματίζουν και απορρίπτουν και ζητούν την απομόνωση του εθισμένου ως ένα ξένο και βλαβερό κύτταρο. Το σίγουρο είναι ότι κανένας από τους δύο τρόπους αντιμετώπισης των εξαρτημένων ανθρώπων δεν δείχνει να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα και αυτός είναι ο λόγος που το πρόβλημα του εθισμού σήμερα δείχνει μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Ίσως είναι η ώρα να εξετάσουμε πλέον με εντελώς διαφορετική οπτική τον λόγο που τόσο πολλοί άνθρωποι σήμερα, υποφέρουν από αυτή την οδύνη.
Πριν μπορέσουμε να σταματήσουμε έναν εθισμό πρέπει πρώτα να βρούμε το θάρρος και την υπευθυνότητα να παραδεχτούμε στον εαυτό μας ότι είμαστε στην πραγματικότητα εθισμένοι σε κάτι. Δεν είναι δυνατόν ποτέ να υπερνικήσουμε ένα πρόβλημα το οποίο δεν έχουμε αναγνωρίσει ότι το έχουμε. Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο εθισμός εμφανίζεται σε διαφορετικούς βαθμούς. Επειδή λοιπόν μπορεί να μη ληστεύουμε τράπεζες για να εξασφαλίσουμε τις επόμενες δόσεις μας δεν συνεπάγεται ότι δεν μας αγγίζει το πρόβλημα του εθισμού. Ο κάθε άνθρωπος βέβαια μπορεί να καθορίζει με εντελώς διαφορετικά κριτήρια την «εξάρτηση», όμως τα δύο σημαντικότερα ερωτήματα που θα έπρεπε να θέσουμε στους εαυτούς μας για να εξακριβώσουμε αν έχουμε κάποιον εθισμό είναι τα παρακάτω:
«Υπάρχει κάτι που θέλω ή έχω προσπαθήσει μόνος μου να σταματήσω και δεν μπορώ;»
«Επηρεάζεται αρνητικά η ζωή μου από κάποια συμπεριφορά μου;»
Προσοχή όμως! Για να απαντήσουμε στα δύο αυτά ερωτήματα θα πρέπει να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Πολλοί από μας θα συνεχίσουν με υποκρισία να διατείνονται :
«Ω, δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορώ εύκολα να το κόψω, όταν το θέλω κι όταν το αποφασίσω».
Ναι… Είναι μια πολύ καλή δικαιολογία, ένα πολύ καλό άλλοθι για να μη λυτρωθούμε ποτέ από τους εθισμούς μας, για να συνεχίσουμε αυτό που μας ελαττώνει από την πραγματική μας αξία, που μας μειώνει ως ανθρώπους. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς τουλάχιστον ως προς τον εαυτό μας. Το δεύτερο ερώτημα θα μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε αν η οποιαδήποτε εθιστική συνήθεια μειώνει την ποιότητα της ζωής μας. Αν αυτή η συμπεριφορά εξαλειφθεί θα βελτιωθεί η οικογενειακή μας ζωή; Μήπως η εργασιακή μας απόδοση θα πάει καλύτερα; Μήπως θα γίνουμε πιο χαρούμενοι και θα βελτιωθεί η σχέση μας με τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας; Αν η απάντηση είναι «ΝΑΙ» είναι πολύ πιθανόν να έχουμε κάποιον εθισμό. Από τη στιγμή λοιπόν που θα διαπιστώσουμε ότι κάτι μας ελαττώνει και αποφασίσουμε να το σταματήσουμε μπορούμε να αρχίσουμε να εμβαθύνουμε περισσότερο στο πρόβλημα.
«Κάθε εθισμός, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας να αποδράσουμε από κάτι, πηγαίνοντας προς την κατεύθυνση μιας ανάγκης που δεν ικανοποιείται σήμερα»
Από πνευματική και μεταφυσική προοπτική, τα πάντα είναι ενέργεια, η οποία βέβαια περιλαμβάνει και τον εθισμό μας. Όταν βέβαια ζούμε κοντά στην Αλήθεια μας, είμαστε πλήρως ικανοποιημένοι και δεν έχουμε καμιά ανάγκη. Δεν επιθυμούμε διακαώς τίποτα συγκεκριμένο. Έτσι, ενεργειακά, η λαχτάρα για κάτι, πρέπει να απορρέει από την υποσυνείδητη πεποίθηση ότι υπάρχει κάποια ανάγκη που δεν ικανοποιείται, συνεπώς θα πρέπει να ψάξουμε εκεί «έξω», προκειμένου να βρούμε κάτι άλλο για να καλύψουμε το κενό. Με απλά λόγια, όσο περισσότερο απομακρύνεται κάποιος από την αυθεντική του φύση, τόσο περισσότερο αποσυνδεδεμένος νοιώθει από την υπόλοιπη κοινωνία. Όλοι κάποια στιγμή θέλουμε να αποφύγουμε ορισμένες δυσάρεστες καταστάσεις και να “μουδιάσουμε” τον πόνο που μας προξενούν. Μετά από κάθε χρήση ξεφεύγουμε προσωρινά από τον πόνο, τις ενοχές, τα προβλήματα, τις πιέσεις και την πραγματικότητα. Βραχυπρόθεσμα νοιώθουμε ότι η χρήση αυτή μας βοηθάει, εφόσον ξεφεύγουμε από τα προβλήματα. Η διαφορά είναι ότι ο εθισμός γίνεται τρόπος ζωής και ο εθισμένος χάνει τον έλεγχο και μπερδεύεται σε μια καθημερινή αποφυγή της πραγματικότητας.
Συνήθως οι συναισθηματικές μας ανάγκες παύουν να μας βασανίζουν όταν τις μοιραζόμαστε με άλλους. Ο εθισμένος όμως τείνει να απομονώνει τον εαυτό του από τους άλλους λόγω της ντροπής και του πόνου που νοιώθει. Καθώς όσο ο εθισμός συνεχίζεται, νοιώθει εντελώς αδύναμος να δημιουργήσει ένα ζωτικό σύνδεσμο με άλλους ανθρώπους. Μένει μόνος του με την ουσία που τον κυριαρχεί. Πονάει, πληγώνεται, υποφέρει, νοιώθει μοναξιά και απομόνωση και στρέφεται ακόμα πιο πολύ προς τον εθισμό του για ανακούφιση. Κι έτσι ο φαύλος κύκλος ξεκινάει: η αποσύνδεση απ’ την αληθινή μας φύση οδηγεί στην δυστυχία, η δυστυχία οδηγεί στον πόνο, ο πόνος οδηγεί στην ανάγκη μουδιάσματος του πόνου μέσω της εξάρτησης από τον εθισμό, ο εθισμός οδηγεί στη ντροπή, η ντροπή οδηγεί σε περισσότερο πόνο κι έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε πλέον πως ο φαύλος αυτός κύκλος συνεχίζεται και διαιωνίζεται. Αν, όπως μας δίδαξαν όλοι οι σοφοί, η αληθινή μας φύση είναι Αγάπη, η ισχυρότερη ενεργειακά δόνηση που υπάρχει στον κόσμο αυτό, όσο περισσότερο προσεγγίζουμε αυτή τη φύση και αυτή τη δόνηση τόσο λιγότερο θα νοιώθουμε την ανάγκη να μουδιάσουμε οποιαδήποτε αίσθηση πόνου μας προξενεί η σκληρή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε.
Το πρώτο βήμα σε αυτή τη διαδικασία είναι να αναγνωρίσουμε και να παρατηρήσουμε τα συναισθήματα που μας αναγκάζουν κάθε φορά να παραδοθούμε στον εθισμό μας. Καθώς αντιμετωπίζουμε κάθε συναίσθημα με συμπάθεια και συμπόνια, σαν το καθένα από αυτά να είναι και μια διαφορετική πτυχή του εσωτερικού μας παιδιού, το οποίο ποτέ δεν αγαπήθηκε αληθινά και ποτέ δεν αναγνωρίστηκε στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι αυτά τα συναισθήματα θα αρχίσουν να αυτοθεραπεύονται μόνα τους και πολύ σύντομα θα σταματήσουν να επιβαρύνουν την υπόστασή μας. Καθώς προσφέρουμε συμπόνια στα ανεπούλωτα κομμάτια της ψυχής μας αρχίζει η διαδικασία της αγάπης προς τον ίδιο τον εαυτό μας, άσχετα από την οποιαδήποτε εξάρτηση υπάρχει ακόμα την οποία και αποδεχόμαστε. Σύντομα, μέσα από αυτή την αγάπη, θα προσελκύσουμε νέους φίλους κοντά μας και θα ανακαλύψουμε νέα ενδιαφέροντα που θα εναρμονίζονται με την καινούργια δόνηση που θα εκπέμπουμε. Μια δόνηση τόσο διαφορετική από την παλιά, την προσκολλημένη στην ντροπή, την ενοχή και το φόβο.
Καθώς εξελίσσεται η διαδικασία επανασύνδεσης με την εσώτερη φύση μας, επανασυνδεόμαστε με τον συμπαντικό ρυθμό ο οποίος εκχέει μέσα μας έναν νέο, αληθινό σκοπό στη ζωή μας. Αντί τώρα να αποφεύγουμε τον πόνο, αρχίζουμε να καλωσορίζουμε όλα τα συναισθήματα με ανοιχτές αγκάλες. Όταν οι καρδιές μας πληρωθούν με αγάπη, δεν μπορεί να υπάρχει πια καμιά στρεβλωμένη ανάγκη να βλάψουμε τους εαυτούς μας ούτε κάποιο ενεργειακό κενό που να χρειάζεται πλήρωση. Τελικά, μια ζωή πλούσια σε αγάπη και χαρά και γεμάτη με ειλικρινείς διασυνδέσεις με τους συνανθρώπους μας είναι ο τρόπος της αλχημικής μεταμόρφωσης του εθισμένου ατόμου σε μια πλέον απόλυτα ικανοποιημένη και ελεύθερη ανθρώπινη ύπαρξη. Ποιος θα μπορούσε να μας προσφέρει μια τέτοια ζωή; Σίγουρα όχι ο οποιοσδήποτε εθισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου