Σύμφωνα με μια καινούρια μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, μέχρι την ηλικία των 5 ετών τα παιδιά έχουν μια αίσθηση της αυτοεκτίμησης ανάλογη με εκείνη των ενηλίκων. Επειδή η αυτοεκτίμηση συνήθως παραμένει σταθερή σε όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, η μελέτη δείχνει ότι αυτό το σημαντικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας διαμορφώνεται ήδη προτού τα παιδιά αρχίσουν το νηπιαγωγείο.
Ο επικεφαλής συγγραφέας δρ Dario Cvencek, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μάθησης και Επιστημών του Εγκεφάλου της Ουάσιγκτον (Ι-Labs), αναφέρει τα εξής: «Το έργο μας δίνει μια πρώιμη εκτίμηση του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Βρήκαμε ότι από την ηλικία των 5 ετών η αυτοεκτίμηση είναι αρκετά ισχυρή και μπορούμε να τη μετρήσουμε χρησιμοποιώντας ακριβείς τεχνικές».
Για τα καινούρια ευρήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στο περιοδικό «Journal of Experimental Social Psychology» στο τεύχος Ιανουαρίου 2016, χρησιμοποιήθηκαν καινούριες μέθοδοι για την αξιολόγηση της αυτοεκτίμησης σε περισσότερα από 200 παιδιά ηλικίας 5 ετών, τη μικρότερη δηλαδή ηλικία στην οποία μπορούν να γίνουν μετρήσεις.
Ο συνεργάτης συγγραφέας και συνδιευθυντής του Ι-Labs Andrew Meltzoff, εξηγεί: «Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι πολύ μικρά για να έχουν αναπτύξει μια θετική ή αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους. Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η αυτοεκτίμηση και η θετική ή αρνητική αντίληψη για τον εαυτό μας είναι θεμελιώδης. Πρόκειται για μια κοινωνική νοοτροπία που τα παιδιά ήδη διαθέτουν όταν πάνε στο σχολείο, δεν είναι κάτι που αναπτύσσεται μέσα στο σχολείο».
Ο Meltzoff συνεχίζει λέγοντας: «Ποιες πτυχές της αλληλεπίδρασης γονέα-παιδιού ενισχύουν και τονώνουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού πριν πάει στο σχολείο; Αυτό είναι το βασικό μας ερώτημα. Ελπίζουμε ότι θα καταφέρουμε να το μάθουμε ακόμη και μελετώντας παιδιά μικρότερης ηλικίας».
Μέχρι τώρα δεν υπήρχε κάποιο εργαλείο μέτρησης που να είναι σε θέση να εντοπίσει την αυτοεκτίμηση σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα υπάρχοντα τεστ αυτοεκτίμησης απαιτούν νοητική ή λεκτική ικανότητα προκειμένου να μιλήσει κάποιος για μια έννοια όπως ο εαυτός του όταν μάλιστα γίνονται πιεστικές ερωτήσεις από ενήλικες πειραματιστές.
Ο Cvencek τονίζει: «Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορούν να κάνουν προφορικές αναφορές σε κάτι στο οποίο τα πηγαίνουν καλά όταν αυτό αφορά συγκεκριμένες δεξιότητες, όπως για παράδειγμα «Είμαι καλός στο τρέξιμο» ή «Είμαι καλός στο σχολείο», αλλά δυσκολεύονται να παρέχουν αξιόπιστες προφορικές απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με το αν είναι καλοί ή κακοί άνθρωποι».
Έχοντας σκοπό να δοκιμάσουν μια διαφορετική προσέγγιση, ο Cvencek, ο Meltzoff και ο συνεργάτης συγγραφέας Anthony Greenwald δημιούργησαν ένα τεστ αυτοεκτίμησης για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ονομάζεται Τεστ Έμφυτης Σύνδεσης για Παιδιά Προσχολικής Ηλικίας (PSIAT) και μετρά πόσο έντονα είναι τα θετικά συναισθήματα των παιδιών για τον εαυτό τους.
Τα αντίστοιχα τεστ για ενήλικες (IAT), τα οποία δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά από τον Greenwald, αποκαλύπτουν τις πεποιθήσεις που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι διαθέτουν, όπως οι προκαταλήψεις που σχετίζονται με τη φυλή, το φύλο, την ηλικία και άλλα θέματα.
«Στο παρελθόν διαπιστώσαμε ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας γνώριζαν ορισμένα από τα θετικά χαρακτηριστικά τους. Τώρα πλέον κατανοούμε ότι διαθέτουν μια συνολική γνώση της καλοσύνης τους ως άτομα», δήλωσε ο Greenwald.
Το τεστ για τους ενήλικες λειτουργεί με τη μέτρηση του πόσο γρήγορα ανταποκρίνονται σε λέξεις διαφορετικών κατηγοριών. Για παράδειγμα, το τεστ που αφορά τους ενήλικες μετρά τους συσχετισμούς ανάμεσα σε λέξεις όπως «εαυτός» και «ευχάριστος» ή «οι άλλοι» και «κακοί».
Για να κάνουν κατάλληλο το τεστ για παιδιά προσχολικής ηλικίας που δεν μπορούν να διαβάσουν, οι ερευνητές αντικατέστησαν τις λέξεις που σχετίζονται με τον εαυτό τους («εγώ», «όχι εγώ») με αντικείμενα. Χρησιμοποίησαν μικρές άγνωστες σημαίες και εξήγησαν στα παιδιά ποιες από τις σημαίες ήταν «δικές τους» και ποιες «δεν ήταν δικές τους». Τα παιδιά που συμμετείχαν στο πείραμα (η ομάδα αποτελούνταν από 234 αγόρια και κορίτσια από την περιοχή του Σιάτλ) πρώτα έμαθαν να διακρίνουν το σύνολο των σημαιών που σήμαιναν «εγώ» από ένα άλλο σύνολο σημαιών που σήμαιναν «όχι εγώ».
Χρησιμοποιώντας τα κουμπιά ενός υπολογιστή έδωσαν απαντήσεις κοιτάζοντας μια ομάδα σημαιών που σήμαιναν «εγώ» και «όχι εγώ» και μια ομάδα από «καλές» λέξεις (διασκέδαση, χαρά, καλός, ωραίος) και «κακές» λέξεις (κακός, τρελός, μοχθηρός, αηδιαστικός) που έβγαιναν από ένα μεγάφωνο. Στη συνέχεια, για να μετρηθεί η αυτοεκτίμησή τους, τα παιδιά έπρεπε να συνδυάσουν τις λέξεις και να πατήσουν τα κουμπιά για να δείξουν κατά πόσο οι «καλές» λέξεις σχετίζονταν περισσότερο με τις σημαίες που σήμαιναν «εγώ» ή «όχι εγώ». Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά συνέδεσαν τον εαυτό τους περισσότερο με τις «καλές» παρά με τις «κακές» λέξεις και αυτό συνέβη εξίσου και στα αγόρια και στα κορίτσια.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν επίσης 2 ακόμη τεστ για να εξετάσουν τις διαφορετικές πτυχές της αντίληψης που είχαν τα παιδιά για τον εαυτό τους. Ένα τεστ που αφορούσε την ταυτότητα φύλου αξιολόγησε την αίσθηση των παιδιών για το αν είναι αγόρια ή κορίτσια ενώ ένα άλλο τεστ μέτρησε την προτίμηση των παιδιών για τα άλλα παιδιά που ανήκαν στο ίδιο φύλο με αυτά. Τα παιδιά που είχαν υψηλή αυτοεκτίμηση και ισχυρή αίσθηση της ταυτότητας του φύλου τους παρουσίασαν επίσης εντονότερη προτίμηση για τα παιδιά που ανήκαν στο ίδιο φύλο με αυτά.
Στο σύνολό τους, τα ευρήματα δείχνουν ότι το αίσθημα της αυτοεκτίμησης δεν είναι μόνο απροσδόκητα ισχυρό στα παιδιά τόσο μικρής ηλικίας, αλλά επίσης είναι συστηματικά συνδεδεμένο με άλλες θεμελιώδεις πτυχές της προσωπικότητας των παιδιών, όπως η προτίμηση για τα παιδιά που ανήκαν στο ίδιο φύλο καθώς και η ταυτότητα φύλου. «Η αυτοεκτίμηση φαίνεται ότι παίζει κρίσιμο ρόλο στον τρόπο που τα παιδιά σχηματίζουν διάφορες κοινωνικές ταυτότητες. Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία των πρώτων 5 ετών ως θεμέλιο της ζωής», ανέφερε ο Cvencek.
Οι ερευνητές συνεχίζουν να μελετούν τα παιδιά που συμμετείχαν στη μελέτη προκειμένου να διαπιστώσουν κατά πόσον η αυτοεκτίμηση που μετράται στην προσχολική ηλικία μπορεί να προβλέψει κάποια αποτελέσματα αργότερα στην παιδική ηλικία, όπως η υγεία και η απόδοση στο σχολείο. Επίσης, το ενδιαφέρον τους στρέφεται στην ευελιξία της αυτοεκτίμησης των παιδιών και τον τρόπο που αλλάζει μέσω της εμπειρίας.
Ο επικεφαλής συγγραφέας δρ Dario Cvencek, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μάθησης και Επιστημών του Εγκεφάλου της Ουάσιγκτον (Ι-Labs), αναφέρει τα εξής: «Το έργο μας δίνει μια πρώιμη εκτίμηση του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Βρήκαμε ότι από την ηλικία των 5 ετών η αυτοεκτίμηση είναι αρκετά ισχυρή και μπορούμε να τη μετρήσουμε χρησιμοποιώντας ακριβείς τεχνικές».
Για τα καινούρια ευρήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στο περιοδικό «Journal of Experimental Social Psychology» στο τεύχος Ιανουαρίου 2016, χρησιμοποιήθηκαν καινούριες μέθοδοι για την αξιολόγηση της αυτοεκτίμησης σε περισσότερα από 200 παιδιά ηλικίας 5 ετών, τη μικρότερη δηλαδή ηλικία στην οποία μπορούν να γίνουν μετρήσεις.
Ο συνεργάτης συγγραφέας και συνδιευθυντής του Ι-Labs Andrew Meltzoff, εξηγεί: «Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι πολύ μικρά για να έχουν αναπτύξει μια θετική ή αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους. Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η αυτοεκτίμηση και η θετική ή αρνητική αντίληψη για τον εαυτό μας είναι θεμελιώδης. Πρόκειται για μια κοινωνική νοοτροπία που τα παιδιά ήδη διαθέτουν όταν πάνε στο σχολείο, δεν είναι κάτι που αναπτύσσεται μέσα στο σχολείο».
Ο Meltzoff συνεχίζει λέγοντας: «Ποιες πτυχές της αλληλεπίδρασης γονέα-παιδιού ενισχύουν και τονώνουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού πριν πάει στο σχολείο; Αυτό είναι το βασικό μας ερώτημα. Ελπίζουμε ότι θα καταφέρουμε να το μάθουμε ακόμη και μελετώντας παιδιά μικρότερης ηλικίας».
Μέχρι τώρα δεν υπήρχε κάποιο εργαλείο μέτρησης που να είναι σε θέση να εντοπίσει την αυτοεκτίμηση σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα υπάρχοντα τεστ αυτοεκτίμησης απαιτούν νοητική ή λεκτική ικανότητα προκειμένου να μιλήσει κάποιος για μια έννοια όπως ο εαυτός του όταν μάλιστα γίνονται πιεστικές ερωτήσεις από ενήλικες πειραματιστές.
Ο Cvencek τονίζει: «Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορούν να κάνουν προφορικές αναφορές σε κάτι στο οποίο τα πηγαίνουν καλά όταν αυτό αφορά συγκεκριμένες δεξιότητες, όπως για παράδειγμα «Είμαι καλός στο τρέξιμο» ή «Είμαι καλός στο σχολείο», αλλά δυσκολεύονται να παρέχουν αξιόπιστες προφορικές απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με το αν είναι καλοί ή κακοί άνθρωποι».
Έχοντας σκοπό να δοκιμάσουν μια διαφορετική προσέγγιση, ο Cvencek, ο Meltzoff και ο συνεργάτης συγγραφέας Anthony Greenwald δημιούργησαν ένα τεστ αυτοεκτίμησης για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ονομάζεται Τεστ Έμφυτης Σύνδεσης για Παιδιά Προσχολικής Ηλικίας (PSIAT) και μετρά πόσο έντονα είναι τα θετικά συναισθήματα των παιδιών για τον εαυτό τους.
Τα αντίστοιχα τεστ για ενήλικες (IAT), τα οποία δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά από τον Greenwald, αποκαλύπτουν τις πεποιθήσεις που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι διαθέτουν, όπως οι προκαταλήψεις που σχετίζονται με τη φυλή, το φύλο, την ηλικία και άλλα θέματα.
«Στο παρελθόν διαπιστώσαμε ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας γνώριζαν ορισμένα από τα θετικά χαρακτηριστικά τους. Τώρα πλέον κατανοούμε ότι διαθέτουν μια συνολική γνώση της καλοσύνης τους ως άτομα», δήλωσε ο Greenwald.
Το τεστ για τους ενήλικες λειτουργεί με τη μέτρηση του πόσο γρήγορα ανταποκρίνονται σε λέξεις διαφορετικών κατηγοριών. Για παράδειγμα, το τεστ που αφορά τους ενήλικες μετρά τους συσχετισμούς ανάμεσα σε λέξεις όπως «εαυτός» και «ευχάριστος» ή «οι άλλοι» και «κακοί».
Για να κάνουν κατάλληλο το τεστ για παιδιά προσχολικής ηλικίας που δεν μπορούν να διαβάσουν, οι ερευνητές αντικατέστησαν τις λέξεις που σχετίζονται με τον εαυτό τους («εγώ», «όχι εγώ») με αντικείμενα. Χρησιμοποίησαν μικρές άγνωστες σημαίες και εξήγησαν στα παιδιά ποιες από τις σημαίες ήταν «δικές τους» και ποιες «δεν ήταν δικές τους». Τα παιδιά που συμμετείχαν στο πείραμα (η ομάδα αποτελούνταν από 234 αγόρια και κορίτσια από την περιοχή του Σιάτλ) πρώτα έμαθαν να διακρίνουν το σύνολο των σημαιών που σήμαιναν «εγώ» από ένα άλλο σύνολο σημαιών που σήμαιναν «όχι εγώ».
Χρησιμοποιώντας τα κουμπιά ενός υπολογιστή έδωσαν απαντήσεις κοιτάζοντας μια ομάδα σημαιών που σήμαιναν «εγώ» και «όχι εγώ» και μια ομάδα από «καλές» λέξεις (διασκέδαση, χαρά, καλός, ωραίος) και «κακές» λέξεις (κακός, τρελός, μοχθηρός, αηδιαστικός) που έβγαιναν από ένα μεγάφωνο. Στη συνέχεια, για να μετρηθεί η αυτοεκτίμησή τους, τα παιδιά έπρεπε να συνδυάσουν τις λέξεις και να πατήσουν τα κουμπιά για να δείξουν κατά πόσο οι «καλές» λέξεις σχετίζονταν περισσότερο με τις σημαίες που σήμαιναν «εγώ» ή «όχι εγώ». Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά συνέδεσαν τον εαυτό τους περισσότερο με τις «καλές» παρά με τις «κακές» λέξεις και αυτό συνέβη εξίσου και στα αγόρια και στα κορίτσια.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν επίσης 2 ακόμη τεστ για να εξετάσουν τις διαφορετικές πτυχές της αντίληψης που είχαν τα παιδιά για τον εαυτό τους. Ένα τεστ που αφορούσε την ταυτότητα φύλου αξιολόγησε την αίσθηση των παιδιών για το αν είναι αγόρια ή κορίτσια ενώ ένα άλλο τεστ μέτρησε την προτίμηση των παιδιών για τα άλλα παιδιά που ανήκαν στο ίδιο φύλο με αυτά. Τα παιδιά που είχαν υψηλή αυτοεκτίμηση και ισχυρή αίσθηση της ταυτότητας του φύλου τους παρουσίασαν επίσης εντονότερη προτίμηση για τα παιδιά που ανήκαν στο ίδιο φύλο με αυτά.
Στο σύνολό τους, τα ευρήματα δείχνουν ότι το αίσθημα της αυτοεκτίμησης δεν είναι μόνο απροσδόκητα ισχυρό στα παιδιά τόσο μικρής ηλικίας, αλλά επίσης είναι συστηματικά συνδεδεμένο με άλλες θεμελιώδεις πτυχές της προσωπικότητας των παιδιών, όπως η προτίμηση για τα παιδιά που ανήκαν στο ίδιο φύλο καθώς και η ταυτότητα φύλου. «Η αυτοεκτίμηση φαίνεται ότι παίζει κρίσιμο ρόλο στον τρόπο που τα παιδιά σχηματίζουν διάφορες κοινωνικές ταυτότητες. Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία των πρώτων 5 ετών ως θεμέλιο της ζωής», ανέφερε ο Cvencek.
Οι ερευνητές συνεχίζουν να μελετούν τα παιδιά που συμμετείχαν στη μελέτη προκειμένου να διαπιστώσουν κατά πόσον η αυτοεκτίμηση που μετράται στην προσχολική ηλικία μπορεί να προβλέψει κάποια αποτελέσματα αργότερα στην παιδική ηλικία, όπως η υγεία και η απόδοση στο σχολείο. Επίσης, το ενδιαφέρον τους στρέφεται στην ευελιξία της αυτοεκτίμησης των παιδιών και τον τρόπο που αλλάζει μέσω της εμπειρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου