Περιπλανώμενος στην πόλη τους συνάντησα τυχαία. O Άντρας πάρκαρε στην άκρη του άδειου δρόμου και βγήκε από ένα παλιό αυτοκίνητο. Μεσήλικας, ισχνός, με γκρίζα μαλλιά και μουστάκι.
Απέναντι στεκόταν η Γυναίκα – υπολόγισα λίγο μεγαλύτερή του. Τον περίμενε. Κοντούλα, μελαχρινή, μαύρα ρούχα και μάτια. Κοιτάχτηκαν μερικά δευτερόλεπτα. Παύση προ λόγου. Ένα δευτερόλεπτο… δύο… τρία… Βλέμματα σπαθιά. Εκείνη μίλησε πρώτη: «Σήκω να φύγεις! Φύγε!».
Αυτός δεν απάντησε. Την κοίταζε ασάλευτος σαν πληγωμένο ζώο. Η γυναίκα επανέλαβε «Φύγε. Μου κατέστρεψες τη ζωή, φύγε!». Μύρισα την οργή, αφουγκράστηκα το αίμα να χτυπάει στα μηλίγγια της γρήγορα. Ο άντρας εξακολούθησε να την κοιτάζει μαρμαρωμένος. Μετά από λίγο μπήκε στο αυτοκίνητό του και απομακρύνθηκε. Προσπέρασα και την άκουσα πίσω μου να φωνάζει «Πού πας; Γύρνα πίσω! Πού πας;». Τον καλούσε πίσω με τσακισμένη φωνή γεμάτη ουλές σχεδόν την ίδια στιγμή που τον έδιωχνε.
Τέχνη μέσα σ’ ένα άχαρο σκηνικό. Είδα μια παλιά ταινία του ’50 με πρωταγωνιστές δύο αγνώστους μου. Κοίταξα μια ζωή από την κλειδαρότρυπα. Διάβασα κλεφτά ένα προσωπικό γράμμα έστω άθελά μου. Μέσα σε λίγα αιώνια δευτερόλεπτα. Ερωτηματικά πολλά κι άλλα τόσα: Αμφιθυμία-την ίδια στιγμή που διώχνεις κάποιον από κοντά σου ζητάς να γυρίσει πίσω. Ο έρωτας, η αγάπη να μετουσιώνονται σε μίσος. Γιατί τον έδιωχνε; Τα μάτια της έλεγαν άλλα. Μεσήλικες και οι δύο. Αυτά τα πράγματα δεν έχουν μάλλον ηλικία. Ξαφνικά έρχεται η τρικυμία και σε κουκουλώνουν τα κύματα. Εκείνα τα αιώνια δευτερόλεπτα πηχτής σιωπής και τα βλέμματα. Δεν περιγράφεται αυτό. Είμαι βέβαιη πως οι δύο αυτοί άνθρωποι έχουν αγαπηθεί πολύ.
Ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο εγκωμιάζει τον έρωτα - η Διοτίμα στο διάλογό της με το Σωκράτη αναφέρει πως δε μπορεί κανείς να βρει καλύτερο βοηθό από τον έρωτα για να κατακτήσει την Αθανασία. Η αγάπη πάλι κατά τον Lacan είναι ένα ναρκισσιστικό συναίσθημα του μυαλού. Θες να αγαπήσεις και να αγαπηθείς, αυτό πηγάζει από το Εγώ του καθενός μας και προδίδει αυτή τη φαντασιακή αμοιβαιότητα. Εξαπατά η αγάπη, είναι ψεύτρα, προϋπόθεσή της είναι να δίνεις αυτό που δ ε ν έχεις. Δεν είναι ο αληθινός στόχος το αντικείμενο του πόθου σου που θες να σ’ αγαπήσει αλλά εκείνο που του λείπει, που δ ε ν έχει . Αγαπάω σε σένα κάτι παραπάνω από εσένα …γι αυτό σε κομματιάζω!
Σήμερα μέσα στη σιωπή και τα βλέμματα των δύο εραστών άρχισαν να γίνονται τα πράγματα λίγο πιο διάφανα – αν και όσο μπορούν να ξεκαθαρίσουν τα αινίγματα. Μπορεί να λέω ανοησίες. Ψάχνω λογικές απαντήσεις στην υπεροχή και φλόγα του παραλόγου. Το ερώτημα αν, πως και γιατι γίνεται ο έρωτας και η αγάπη μίσος παρέμεινε μέγα αναπάντητο μυστήριο.
Όπως και να ’χει αυτοί οι δυο άνθρωποι έχουν κατακτήσει την Αθανασία…
Απέναντι στεκόταν η Γυναίκα – υπολόγισα λίγο μεγαλύτερή του. Τον περίμενε. Κοντούλα, μελαχρινή, μαύρα ρούχα και μάτια. Κοιτάχτηκαν μερικά δευτερόλεπτα. Παύση προ λόγου. Ένα δευτερόλεπτο… δύο… τρία… Βλέμματα σπαθιά. Εκείνη μίλησε πρώτη: «Σήκω να φύγεις! Φύγε!».
Αυτός δεν απάντησε. Την κοίταζε ασάλευτος σαν πληγωμένο ζώο. Η γυναίκα επανέλαβε «Φύγε. Μου κατέστρεψες τη ζωή, φύγε!». Μύρισα την οργή, αφουγκράστηκα το αίμα να χτυπάει στα μηλίγγια της γρήγορα. Ο άντρας εξακολούθησε να την κοιτάζει μαρμαρωμένος. Μετά από λίγο μπήκε στο αυτοκίνητό του και απομακρύνθηκε. Προσπέρασα και την άκουσα πίσω μου να φωνάζει «Πού πας; Γύρνα πίσω! Πού πας;». Τον καλούσε πίσω με τσακισμένη φωνή γεμάτη ουλές σχεδόν την ίδια στιγμή που τον έδιωχνε.
Τέχνη μέσα σ’ ένα άχαρο σκηνικό. Είδα μια παλιά ταινία του ’50 με πρωταγωνιστές δύο αγνώστους μου. Κοίταξα μια ζωή από την κλειδαρότρυπα. Διάβασα κλεφτά ένα προσωπικό γράμμα έστω άθελά μου. Μέσα σε λίγα αιώνια δευτερόλεπτα. Ερωτηματικά πολλά κι άλλα τόσα: Αμφιθυμία-την ίδια στιγμή που διώχνεις κάποιον από κοντά σου ζητάς να γυρίσει πίσω. Ο έρωτας, η αγάπη να μετουσιώνονται σε μίσος. Γιατί τον έδιωχνε; Τα μάτια της έλεγαν άλλα. Μεσήλικες και οι δύο. Αυτά τα πράγματα δεν έχουν μάλλον ηλικία. Ξαφνικά έρχεται η τρικυμία και σε κουκουλώνουν τα κύματα. Εκείνα τα αιώνια δευτερόλεπτα πηχτής σιωπής και τα βλέμματα. Δεν περιγράφεται αυτό. Είμαι βέβαιη πως οι δύο αυτοί άνθρωποι έχουν αγαπηθεί πολύ.
Ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο εγκωμιάζει τον έρωτα - η Διοτίμα στο διάλογό της με το Σωκράτη αναφέρει πως δε μπορεί κανείς να βρει καλύτερο βοηθό από τον έρωτα για να κατακτήσει την Αθανασία. Η αγάπη πάλι κατά τον Lacan είναι ένα ναρκισσιστικό συναίσθημα του μυαλού. Θες να αγαπήσεις και να αγαπηθείς, αυτό πηγάζει από το Εγώ του καθενός μας και προδίδει αυτή τη φαντασιακή αμοιβαιότητα. Εξαπατά η αγάπη, είναι ψεύτρα, προϋπόθεσή της είναι να δίνεις αυτό που δ ε ν έχεις. Δεν είναι ο αληθινός στόχος το αντικείμενο του πόθου σου που θες να σ’ αγαπήσει αλλά εκείνο που του λείπει, που δ ε ν έχει . Αγαπάω σε σένα κάτι παραπάνω από εσένα …γι αυτό σε κομματιάζω!
Σήμερα μέσα στη σιωπή και τα βλέμματα των δύο εραστών άρχισαν να γίνονται τα πράγματα λίγο πιο διάφανα – αν και όσο μπορούν να ξεκαθαρίσουν τα αινίγματα. Μπορεί να λέω ανοησίες. Ψάχνω λογικές απαντήσεις στην υπεροχή και φλόγα του παραλόγου. Το ερώτημα αν, πως και γιατι γίνεται ο έρωτας και η αγάπη μίσος παρέμεινε μέγα αναπάντητο μυστήριο.
Όπως και να ’χει αυτοί οι δυο άνθρωποι έχουν κατακτήσει την Αθανασία…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου