Η επιστημονική επανάσταση ήταν μια περίοδος κατά την οποία νέες ιδέες στην φυσική, την αστρονομία, την βιολογία, την ανατομία, την χημεία και άλλες επιστήμες οδήγησαν στην απόρριψη δογμάτων που κυριάρχησαν από την Αρχαιότητα και καθ” όλο τον Μεσαίωνα, και οδήγησαν στην θεμελίωση της σύγχρονης επιστήμης.
Παραδοσιακά, έναρξη της επιστημονικής επανάστασης θεωρείται το 1543, οπότε και δημοσιεύτηκαν δύο βιβλία που άλλαξαν την πορεία της επιστήμης. Ήταν το De revolutionibus orbium coelestium του Νικόλαου Κοπέρνικου, στο οποίο εισήγαγε την θέση ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο, και το De humani corporis fabrica του Ανδρέα Βεσάλιου. Κορύφωση της επιστημονικής επανάστασης ήταν η δημοσίευση του Philosophiae Naturalis Principia Mathematica από τον Ισαάκ Νεύτωνα το 1687.
Άλλες σημαντικές εξελίξεις σε αυτή την περίοδο έγιναν από τους Γαλιλαίο Γαλιλέι, Έντμουντ Χάλλεϋ, Κρίστιαν Χόυχενς, Τυχό Μπραχέ, Γιοχάνες Κέπλερ, Γκότφριντ Λάιμπνιτς και Μπλεζ Πασκάλ. Στην φιλοσοφία, κύριες συνεισφορές ήταν των Φράνσις Μπέικον, Ρενέ Ντεκάρτ, Τόμας Χομπς.
Η «επιστήμη» μέχρι την Αναγέννηση
Η φυσική φιλοσοφία που κυριάρχησε σε όλο τον Μεσαίωνα, κατά μεγάλο μέρος είχε κληρονομηθεί από την Αρχαιότητα. Η μέθοδος εξήγησης των φαινομένων ήταν μια καθαρά διανοητική διεργασία, στην οποία εκπονούνταν μια γενική θεωρία που ικανοποιούσε την λογική και η οποία δεν ερχόταν σε σημαντική αντίθεση με τα ίδια τα φαινόμενα. Χαρακτηριστικό σημείο της προσέγγισης του «σώζειν τα φαινόμενα» ήταν το Πτολεμαϊκό γεωκεντρικό σύστημα. Στηριζόμενο στον αφελή εμπειρισμό της άμεσης παρατήρησης, για την σωτηρία των φαινομένων επέβαλλε θεωρητικές και «επί τούτω» υποθέσεις επί των πραγματικών εμπειρικών δεδομένων.
Προς την επανάσταση
Ο νομιναλισμός απέρριψε την τελολογική ερμηνεία της φύσης και τον σχολαστικισμό, υπέρ της χρήσης εμπειρικών δεδομένων αντί εννοιών χωρίς πραγματική υπόσταση. Επάνω σε αυτή την αρχή, και με την χρήση εμπειρικών παραδειγμάτων, αμφισβητήθηκε η αριστοτελική θεωρία για την κίνηση, αν και ούτε οι νεώτερες θεωρίες, όπως η διατύπωση του impetus από τον Μπουριντάν, ήταν ικανές να εξηγήσουν την εμπειρική παρατήρηση.
Ο Νικολά Ορέμ διατύπωσε την ιδέα ότι τα φαινόμενα θα παρατηρούνταν με τον ίδιο τρόπο, είτε η Γη κινούνταν γύρω από τον Ήλιο είτε το αντίθετο. Ο Ορέμ εγκατέλειψε τη θεωρία του για θεολογικούς λόγους, καθώς το γεωκεντρικό μοντέλο ταίριαζε με τις Γραφές και την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Ωστόσο επικράτησε ένας συμβιβασμός ανάμεσα στη φυσική και τη θεολογική φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον συμβιβασμό αυτό, τον λεγόμενο «διπλή αλήθεια», ήταν αποδεκτή η διερεύνηση των φαινομένων από ένα στοχαστή και η διαμόρφωση λογικών συμπερασμάτων τα οποία μπορεί να αντίκεινται στο παραδοσιακό μοντέλο, αλλά ο στοχαστής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτά τα λογικά συμπεράσματα αναπαριστούν την πραγματική υπόσταση των φαινομένων.
Αποφασιστική ήταν και η συμβολή του πανεπιστημίου της Πάδοβας. Εκεί καλλιεργήθηκε η «ευρετική διαδικασία». Η ευρετική διαδικασία χρησιμοποιεί την μέθοδο της αναγωγής για την παραγωγή συμπερασμάτων. Αποτελείται από δύο πτυχές, την ανάλυση και την σύνθεση. Κατά την ανάλυση διασπάται ένα φαινόμενο στα απλά του στοιχεία για να βρεθούν τα αίτιά του, και κατά την σύνθεση αντιστρέφεται η πορεία και τα πρότερα συμπεράσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξήγηση όλων των αντίστοιχων φαινομένων που απορρέουν από τα ίδια αίτια.
Μαθηματικοποίηση της φύσης
Η μαθηματικοποίηση της φύσης ήταν η αντίληψη ότι οι μαθηματικές θεωρίες αποκαλύπτουν το πώς είναι πραγματικά ο κόσμος, και όχι ότι είναι απλώς εργαλεία υπολογιστικού χαρακτήρα. Απαρχή της μαθηματικοποίησης της φύσης ήταν ο ισχυρισμός του Κοπέρνικου ότι η θεωρία του ήταν αληθής αφού αποδεικνύονταν από τους μαθηματικούς υπολογισμούς του. Ο Τύχω Μπράχε συνέλεξε πολλές παρατηρήσεις, ενώ ο Κέπλερ βελτίωσε το Κοπερνίκειο μοντέλο, διατυπώνοντας νόμους που βασίζονταν σε μαθηματικούς υπολογισμούς.
Επιπλέον ώθηση στην μαθηματικοποίηση της φύσης έδωσαν ο Γαλιλαίος και ο Καρτέσιος. Αμφότεροι διέκριναν πρωταρχικές και δευτερεύουσες ιδιότητες στην ύλη, από τις οποίες οι πρώτες μπορούν να εκφραστούν μαθηματικά. Έτσι, κάθε φυσική κατάσταση μπορεί να αναπαρασταθεί από μια μαθηματική οντότητα. Ο Ντεκάρτ επιπλέον απέδειξε την δυνατότητα αλγεβρικής έκφρασης των γεωμετρικών σχημάτων, θεμελιώνοντας την αναλυτική γεωμετρία που έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην μαθηματικοποίηση της φύσης.
Επανάσταση στην κίνηση
Τον συμβιβασμό της διπλής αλήθειας αρνήθηκε ο Κοπέρνικος όταν δημοσίευσε το έργο του όπου διακήρυξε πως η κίνηση του ήλιου είναι μια ψευδαίσθηση, και στην πραγματικότητα η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο. Ο Κοπέρνικος ήταν πεπεισμένος ότι το ηλιοκεντρικό μοντέλο και η κοσμολογία που δημιούργησε ήταν η πραγματική φυσική υπόσταση των πραγμάτων, και όχι απλώς μια νοητικά ορθή θεωρητική πιθανότητα.
Ο Κοπέρνικος στήριξε το ηλιοκεντρικό μοντέλο σε μαθηματικές μετρήσεις. Στα επόμενα χρόνια νέες αστρονομικές παρατηρήσεις από τον Τύχω Μπράχε και τον Κέπλερ, ενίσχυσαν, διόρθωσαν και επιβεβαίωσαν την φυσική πραγματικότητα της νέας κοσμολογίας. Επιπλέον παρατηρήσεις που έκανε ο Γαλιλαίος με ένα νέο όργανο, το τηλεσκόπιο, ανέτρεψαν την διάκριση μεταξύ υποσελήνιου και υπερσελήνιου χώρου. Ακολούθως ο Γαλιλαίος υποστήριξε δημόσια το ηλιοκεντρικό σύστημα, αν και υπό την επιρροή του πλατωνισμού και πυθαγορισμού, χωρίς να υιοθετήσει τις ελλειπτικές τροχιές που πρότεινε ο Κέπλερ. Είχε όμως υπερασπιστεί τα συμπεράσματά του στηριζόμενος στην εμπειρική παρατήρηση για την θεμελίωσή τους. Ο ίδιος τόνισε ότι τα συμπεράσματα του Αριστοτέλη ήταν διαφορετικά επειδή δεν είχε κάνει τις ίδιες παρατηρήσεις.
Οργάνωσε μια συστηματική σειρά πειραμάτων, που τον οδήγησαν να καταρρίψει την πρωταρχική παραδοχή της κίνησης κατά τον Αριστοτέλη, ότι η ταχύτητα της ελεύθερης πτώσης των σωμάτων είναι συνάρτηση του βάρους τους. Διαψεύδοντας την αριστοτελική θεωρία, διατύπωσε την αρχή της ομοιόμορφης επιτάχυνσης των σωμάτων. Συμπληρώνοντας αυτή την ανακάλυψη, διατύπωσε αναστρέφοντας ριζικά την αριστοτελική οντολογική φύση των σωμάτων, ότι προορισμός κάθε σώματος είναι να κινείται ή να είναι ακίνητο, εκτός και αν ενεργήσει πάνω του μια εξωτερική δύναμη. Μετά από αυτές τις διατυπώσεις έγινε δυνατό να εξηγηθεί και η παραβολική τροχιά των βλημάτων, που δεν ήταν δυνατό να εξηγήσει ο Μπουριντάν.
Καινοτομία του Γαλιλαίου ήταν να ερμηνεύσει την ανάλυση και την σύνθεση όχι μόνο ως λογικές, αλλά και ως εμπειρικές διαδικασίες. Δημιούργησε έτσι μια νέα προσέγγιση των προβλημάτων, υπάγοντας τον μαθηματικό λόγο στην αισθητή εμπειρία. Στην διατύπωση της μεθοδολογίας του, αξίωσε επίσης ότι η φύση είναι ένα σύστημα μαθηματικής αρμονίας. Για την κατασκευή νοητικών μοντέλων για την δομή της φύσης, ανέλυε μαθηματικά την εμπειρία, έχοντας απορρίψει τα ενδεχομενικά στοιχεία που δεν συμμετέχουν στην μαθηματική νομοτέλεια. Επίσης εξέταζε από τις ιδιότητες των σωμάτων, αυτές μόνο που μπορούν να εκφραστούν ποσοτικά.
Ο Καρτέσιος, αναπτύσσοντας μια εναλλακτική μεθοδολογία υποστήριξε, απορρίπτοντας την εμπειρία, ότι μόνο κριτήριο για την γνώση είναι η απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια των προτάσεών μας. Βάση της μεθοδολογίας του είναι η λογική παραγωγή και η αξιωματική μέθοδος των μαθηματικών που βασίζεται στην διανοητική ενόραση. Η εφαρμογή της καρτεσιανής μεθόδου κατακύρωσε το μηχανιστικό κοσμοείδωλο και ορισμένες θεωρίες: το ότι κάθε σώμα έχει έκταση, το ότι δεν υπάρχει κενό, και το ότι η κίνηση επιτελείται μόνο μέσα από την άμεση σύγκρουση ή επαφή ενός σώματος με ένα άλλο. Το καρτεσιανό σύστημα ικανοποιούσε την μηχανιστική αντίληψη για το σύμπαν και αρκετές επιστημονικές αρχές, και κατέστη κυρίαρχο μέχρι την κατάρριψή του από τον Νεύτωνα.
Νευτώνεια σύνθεση
Αποκλίνοντας από το καρτεσιανό πλαίσιο, στους κόλπους της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου καλλιεργήθηκε μια τάση πειραματικής προσέγγισης των φαινομένων. Υπό τις ίδιες αντιλήψεις, ο Νεύτων διατύπωσε την θέση ότι οι μεταφυσικοί διαλογισμοί μπορούσαν να καθοδηγήσουν την ευρετική αλλά όχι και να αποδείξουν την αλήθεια μιας επιστημονικής θεωρίας. Η πειραματική μέθοδος κατά τον Νεύτωνα, ορίζει ότι η ανάλυση πρέπει να προηγείται της σύνθεσης. Η ανάλυση συνίσταται στην πραγματοποίηση πειραμάτων και παρατηρήσεων, και στην συναγωγή γενικών συμπερασμάτων δια της επαγωγής.
Αντί να αναλύει ένα πρόβλημα μαθηματικά σε απλές έννοιες και με την λογική να παράγει δευτερογενείς αλήθειες βασισμένες σε αξιώματα όπως ο Καρτέσιος, ο Νεύτωνας πορεύτηκε με την επαγωγική γενίκευση της εμπειρίας προς την υπαγωγή ευρύτερων φαινομένων στην εξήγηση που απορρέει από τις γενικεύσεις του. Απέρριψε λοιπόν τις μεταφυσικές υποθέσεις που στηρίζονταν σε ανεπαρκή εμπειρικά θεμέλια, και επιδόθηκε στην παραγωγή θεωρητικών προτάσεων που βγαίνουν από την συστηματική παρατήρηση και οι οποίες είναι συνεχώς υπό αίρεση.
Με το κοσμοϊστορικό έργο του, Principia Mathematica, ο Νεύτων διατύπωσε τρεις νόμους της κίνησης. Πρώτον, ο νόμος της αδράνειας, δηλαδή κάθε σώμα παραμένει στην κατάσταση ηρεμίας ή ευθύγραμμης ομαλής κίνησης εκτός και αν ασκηθεί πάνω του μια δύναμη. Δεύτερον, η συνισταμένη των δυνάμεων που ασκούνται σε ένα σώμα, ισούται με το ρυθμό μεταβολής της ορμής του σώματος. Τρίτον, σε κάθε δράση υπάρχει μια ίση αντίδραση. Συνοψίζοντας, διατύπωσε το νόμο της παγκόσμιας έλξης, ότι υπάρχει η δύναμη της βαρύτητας που δρα εξ αποστάσεως.
Ο Νεύτων με την θεωρία της βαρύτητας, μπόρεσε να ενώσει τους νόμους του Κέπλερ με την μηχανική του Γαλιλαίου σε ένα ενιαίο μαθηματικό πλαίσιο με εφαρμογή σε κάθε αντικείμενο της φυσικής. Το πλέγμα γενικών νόμων που διατύπωσε επέτρεψε στην παραγωγή προβλέψεων για τα φυσικά φαινόμενα, επιβεβαιώνοντας το εξηγητικό τους πλαίσιο. Αυτό έδωσε ώθηση στην αιτιοκρατική σκέψη (ντετερμινισμό).
Επανάσταση στην ανατομία
Η ιατρική κατά τον μεσαίωνα βασιζόταν κυρίως στην γνώση ενός συνόλου καθολικών νόμων, βασισμένων σε ένα πλαίσιο πρώτων αρχών όπως απέρρεαν από τις ιδέες του Αριστοτέλη, του Γαληνού και του Αβικέννα. Η θέση του Γαληνού στην ιατρική ήταν αντίστοιχη με την θέση του Αριστοτέλη στην φυσική. Θεωρούσε την τελεολογία ως το μονοπάτι που οδηγεί στην κατανόηση.
Οι ανατομές γίνονταν με σκοπό να δουν το πως είναι φτιαγμένο το σώμα και όχι για να το υποβάλλουν σε ανάλυση. Οι ανατόμοι ήταν πεπεισμένοι ότι ο Γαληνός είχε περιγράψει το σώμα με ακρίβεια. Θεωρούσαν απλές διαταραχές στο συγκεκριμένο σώμα οποιοδήποτε εύρημά τους που διαφοροποιούνταν προς τις γενικές παραδοχές, και προσάρμοζαν τα ευρήματά τους στο μοντέλο του Γαληνού, αντί να επωφεληθούν από την ευκαιρία για να τροποποιήσουν τις πεποιθήσεις τους.
Ο Ανδρέας Βεσάλιος, θεμελιωτής της σύγχρονης ανατομίας, ερεύνησε συστηματικά το ανθρώπινο σώμα με ανατομές και εξέδωσε το έργο του ανασκευάζοντας αρκετά από τα λάθη του Γαληνού στις περιγραφές των οργάνων. Έδωσε βάση στην προσωπική παρατήρηση και την λεπτομέρεια, αλλά δεν προχώρησε στην ρήξη με το γαληνικό πλαίσιο.
Ο Ουίλλιαμ Χάρβεϋ δεν συνέχισε απλώς το έργο των προηγούμενων, αλλά απέδειξε με το πείραμα και την παρατήρηση ένα συμπέρασμα εντελώς αντίθετο με την γαληνική παραδοχή για την ροή του αίματος και την φυσιολογία της καρδιάς. Ανακάλυψε την κυκλοφορία του αίματος, με μεθοδολογία που συνδυάζει την εκτεταμένη χρήση της συγκριτικής ανατομικής μεθόδου, με ποσοτική και μαθηματική προσέγγιση των παρατηρήσεων και πειραμάτων που διεξήγαγε σε εξαιρετικά ευρεία κλίμακα. Με ποσοτικούς υπολογισμούς απέδειξε ότι το αίμα που περνά από την καρδία σε ορισμένο χρόνο, είναι περισσότερο από την συνολική ποσότητα αίματος μέσα στο σώμα. Με ανατομικές έρευνες έδειξε την δομή των καρδιακών βαλβίδων, την απουσία πόρων στο διάφραγμα και την διέλευση αίματος από τους πνεύμονες. Με πειράματα απέδειξε ότι το αίμα ρέει προς μόνο μία κατεύθυνση.
Βασική καινοτομία του Χάρβεϋ ήταν ότι βάσισε την αλήθεια των ερευνών του στον εμπειρισμό του, με εστίαση στην παρατήρηση, τον πειραματισμό και την ποσοτικοποίηση σύμφωνα με τις αρχές της νέας επιστήμης, χωρίς να καταφύγει στην εκ των προτέρων προϋπόθεση της αλήθειας μιας θεωρίας. Στην περίπτωση του Χάρβεϋ η προσοχή του οδηγήθηκε από ανεπιβεβαίωτες οντολογικές παραδοχές, αλλά η διαφορά του με άλλους με τους οποίους συμμεριζόταν τις ίδιες παραδοχές, ήταν ότι ο ίδιος τις υπέβαλλε σε εμπειρικό έλεγχο. Ωστόσο, παρέμεινε πιστός στον αριστοτελισμό και στο σύστημα αναλογιών προς την φύση.
Χρησιμοποιώντας την περιγραφή της κυκλοφορίας του αίματος από τον Χάρβεϋ, ο Καρτέσιος ανέπτυξε μια δυϊστική μηχανιστική φυσιολογία, στην οποία ένταξε την κυκλοφορία του αίματος στην περιγραφή του ανθρώπινου σώματος, ως ενός πλήρους μηχανικού συστήματος. Η καρτεσιανή θεωρία διαμόρφωσε την λεγόμενη ιατρομηχανική κατεύθυνση, στην οποία τα φαινόμενα ερμηνεύονται ως ανωμαλίες στην κίνηση των υγρών του σώματος και αντιμετωπίζονται με μηχανικές ρυθμίσεις.
Η προσφορά του Καρτέσιου ήταν ότι υποστήριξε την θεωρητική ιδέα ότι το σώμα είναι μια μηχανή και όλες οι λειτουργίες του μπορούν να εξηγηθούν με τις αρχές και τους νόμους που ισχύουν γενικά στην φύση. Τόσο η ιατροχημική, όσο και η ιατρομηχανική κατεύθυνση εντάσσονται οντολογικά και μεθοδολογικά στο μηχανοκρατικό δυϊστικό μοντέλο του Καρτέσιου. Ιδίως μεθοδολογικά, σε αυτό το μοντέλο τα επιχειρήματα συγκροτούνται παραγωγικά με στήριξη σε ένα κλειστό σύστημα γενικών αρχών. Η αναζήτηση ενός πλήρους υπόβαθρου για κάθε γενίκευση, δεν συμβάδιζε με το πνεύμα της νέας επιστήμης, και έτσι, μέχρι τον 18ο αιώνα, δεν έγινε δυνατό να συγκροτηθεί μια ενιαία βασική θεωρία πάνω στο καρτεσιανό πλαίσιο.
Το ζήτημα της συνέχειας της επιστήμης
Ο ιστορικός της επιστήμης Alistair C. Crombie υποστηρίζει ότι η επιστημονική επανάσταση ήταν η έντονη βελτίωση των πειραματικών και μαθηματικών μεθόδων. Χαρακτηριστικό της νεότερης επιστήμης είναι η πειραματική μεθοδολογία, και αυτή ήταν δημιούργημα του ύστερου Μεσαίωνα. Αντίθετα, κατά τον Alexandre Koyré, το κύριο χαρακτηριστικό δεν ήταν η μεθοδολογία, αλλά η αλλαγή στο μεταφυσικό επίπεδο, η αναμόρφωση του τρόπου σκέψης και η προσέγγιση της θεωρίας με διαφορετικό τρόπο.
Οι φυσικοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα υπέβαλαν την αριστοτελική φιλοσοφία σε έλεγχο, είτε για λόγους θεολογικούς, είτε επειδή αδυνατούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά τον κόσμο όπως γίνονταν αντιληπτός. Ωστόσο, οι βασικές αριστοτελικές αρχές δεν αποκηρύχθηκαν, η κριτική στην αριστοτελική φιλοσοφία αφορούσε μόνο συγκεκριμένα σημεία και όχι το σύνολό της. Αλλά αυτό το κλίμα κριτικής, προετοίμασε την γενικότερη κριτική που οδήγησε στην κατάρριψη του Αριστοτέλη κατά την νεώτερη περίοδο.
Οι επιστήμονες του 17ου αιώνα απέρριψαν τα βασικά στοιχεία της αριστοτελικής μεταφυσικής και αναβίωσαν και επαναδιατύπωσαν την σωματιδιακή φιλοσοφία των αρχαίων ατομικών. Αυτή ήταν μια ριζική εννοιολογική αλλαγή που ανέτρεψε την φιλοσοφία δύο χιλιετιών. Αυτό οδήγησε στον υποβιβασμό των αισθητών ιδιοτήτων σε δευτερογενείς ιδιότητες, και στην απόρριψη της αριστοτελικής τελεολογίας. Επίσης, οδήγησε στην μετακίνηση της προσοχής από τις αριστοτελικές ποιότητες στις γεωμετρικές ιδιότητες των σωμάτων, κάτι που ενθάρρυνε την εφαρμογή των μαθηματικών στην φυσική. Από την άλλη, η προτεραιότητα που έδινε ο Καρτέσιος στον μαθηματικό λογισμό έναντι της εμπειρίας κατέληξε σε ένα ορθολογικό δογματισμό, και μια επιστήμη βασισμένη σε υποθέσεις.
Η ανάλυση που έκανε ο Γαλιλαίος στην κίνηση των σωμάτων, ήταν σε μεγάλο βαθμό επεξεργασία των αρχών και θεωρημάτων που διατυπώθηκαν τον 14ο αιώνα. Όπως αναφέρει ο Crombie, o Κέπλερ και ο Γαλιλαίος διατυπώνοντας νέα επιχειρήματα για την κίνηση της Γης, δεν μπόρεσαν να δουν παρά μόνο τμήματα της συνολικής εικόνας κι έτσι δεν μπόρεσαν να πείσουν τους συγχρόνους τους. Ο Νεύτων αντίθετα, κατάφερε να αποδείξει ότι τα επιχειρήματά του ήταν ακαταμάχητα στο πλαίσιο ενός συστήματος παγκόσμιου, το οποίο ελέγχθηκε πειραματικά.
Οι παρατηρήσεις του Γαλιλαίου από μόνες τους δεν ήταν ικανές να ανατρέψουν ολόκληρο το κοσμολογικό σύστημα. Αυτό που ήταν απαραίτητο, ήταν η μεταβολή στους τρόπους με τον οποίο γινόταν κατανοητός ο φυσικός κόσμος. Αυτή η μεταβολή, αποκαλούμενη από τον Thomas Kuhn «αλλαγή παραδείγματος», σφραγίστηκε από την κατανόηση της φύσης ως ένα μηχανικό σύστημα. Η επιστήμη πλέον εξετάζει και βγάζει συμπεράσματα μόνο με την εμπειρική παρατήρηση και την μαθηματική περιγραφή των πραγμάτων, χωρίς να παρασύρεται σε ποιοτικές και τελολογικές αντιλήψεις.
Παραδοσιακά, έναρξη της επιστημονικής επανάστασης θεωρείται το 1543, οπότε και δημοσιεύτηκαν δύο βιβλία που άλλαξαν την πορεία της επιστήμης. Ήταν το De revolutionibus orbium coelestium του Νικόλαου Κοπέρνικου, στο οποίο εισήγαγε την θέση ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο, και το De humani corporis fabrica του Ανδρέα Βεσάλιου. Κορύφωση της επιστημονικής επανάστασης ήταν η δημοσίευση του Philosophiae Naturalis Principia Mathematica από τον Ισαάκ Νεύτωνα το 1687.
Άλλες σημαντικές εξελίξεις σε αυτή την περίοδο έγιναν από τους Γαλιλαίο Γαλιλέι, Έντμουντ Χάλλεϋ, Κρίστιαν Χόυχενς, Τυχό Μπραχέ, Γιοχάνες Κέπλερ, Γκότφριντ Λάιμπνιτς και Μπλεζ Πασκάλ. Στην φιλοσοφία, κύριες συνεισφορές ήταν των Φράνσις Μπέικον, Ρενέ Ντεκάρτ, Τόμας Χομπς.
Η «επιστήμη» μέχρι την Αναγέννηση
Η φυσική φιλοσοφία που κυριάρχησε σε όλο τον Μεσαίωνα, κατά μεγάλο μέρος είχε κληρονομηθεί από την Αρχαιότητα. Η μέθοδος εξήγησης των φαινομένων ήταν μια καθαρά διανοητική διεργασία, στην οποία εκπονούνταν μια γενική θεωρία που ικανοποιούσε την λογική και η οποία δεν ερχόταν σε σημαντική αντίθεση με τα ίδια τα φαινόμενα. Χαρακτηριστικό σημείο της προσέγγισης του «σώζειν τα φαινόμενα» ήταν το Πτολεμαϊκό γεωκεντρικό σύστημα. Στηριζόμενο στον αφελή εμπειρισμό της άμεσης παρατήρησης, για την σωτηρία των φαινομένων επέβαλλε θεωρητικές και «επί τούτω» υποθέσεις επί των πραγματικών εμπειρικών δεδομένων.
Προς την επανάσταση
Ο νομιναλισμός απέρριψε την τελολογική ερμηνεία της φύσης και τον σχολαστικισμό, υπέρ της χρήσης εμπειρικών δεδομένων αντί εννοιών χωρίς πραγματική υπόσταση. Επάνω σε αυτή την αρχή, και με την χρήση εμπειρικών παραδειγμάτων, αμφισβητήθηκε η αριστοτελική θεωρία για την κίνηση, αν και ούτε οι νεώτερες θεωρίες, όπως η διατύπωση του impetus από τον Μπουριντάν, ήταν ικανές να εξηγήσουν την εμπειρική παρατήρηση.
Ο Νικολά Ορέμ διατύπωσε την ιδέα ότι τα φαινόμενα θα παρατηρούνταν με τον ίδιο τρόπο, είτε η Γη κινούνταν γύρω από τον Ήλιο είτε το αντίθετο. Ο Ορέμ εγκατέλειψε τη θεωρία του για θεολογικούς λόγους, καθώς το γεωκεντρικό μοντέλο ταίριαζε με τις Γραφές και την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Ωστόσο επικράτησε ένας συμβιβασμός ανάμεσα στη φυσική και τη θεολογική φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον συμβιβασμό αυτό, τον λεγόμενο «διπλή αλήθεια», ήταν αποδεκτή η διερεύνηση των φαινομένων από ένα στοχαστή και η διαμόρφωση λογικών συμπερασμάτων τα οποία μπορεί να αντίκεινται στο παραδοσιακό μοντέλο, αλλά ο στοχαστής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτά τα λογικά συμπεράσματα αναπαριστούν την πραγματική υπόσταση των φαινομένων.
Αποφασιστική ήταν και η συμβολή του πανεπιστημίου της Πάδοβας. Εκεί καλλιεργήθηκε η «ευρετική διαδικασία». Η ευρετική διαδικασία χρησιμοποιεί την μέθοδο της αναγωγής για την παραγωγή συμπερασμάτων. Αποτελείται από δύο πτυχές, την ανάλυση και την σύνθεση. Κατά την ανάλυση διασπάται ένα φαινόμενο στα απλά του στοιχεία για να βρεθούν τα αίτιά του, και κατά την σύνθεση αντιστρέφεται η πορεία και τα πρότερα συμπεράσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξήγηση όλων των αντίστοιχων φαινομένων που απορρέουν από τα ίδια αίτια.
Μαθηματικοποίηση της φύσης
Η μαθηματικοποίηση της φύσης ήταν η αντίληψη ότι οι μαθηματικές θεωρίες αποκαλύπτουν το πώς είναι πραγματικά ο κόσμος, και όχι ότι είναι απλώς εργαλεία υπολογιστικού χαρακτήρα. Απαρχή της μαθηματικοποίησης της φύσης ήταν ο ισχυρισμός του Κοπέρνικου ότι η θεωρία του ήταν αληθής αφού αποδεικνύονταν από τους μαθηματικούς υπολογισμούς του. Ο Τύχω Μπράχε συνέλεξε πολλές παρατηρήσεις, ενώ ο Κέπλερ βελτίωσε το Κοπερνίκειο μοντέλο, διατυπώνοντας νόμους που βασίζονταν σε μαθηματικούς υπολογισμούς.
Επιπλέον ώθηση στην μαθηματικοποίηση της φύσης έδωσαν ο Γαλιλαίος και ο Καρτέσιος. Αμφότεροι διέκριναν πρωταρχικές και δευτερεύουσες ιδιότητες στην ύλη, από τις οποίες οι πρώτες μπορούν να εκφραστούν μαθηματικά. Έτσι, κάθε φυσική κατάσταση μπορεί να αναπαρασταθεί από μια μαθηματική οντότητα. Ο Ντεκάρτ επιπλέον απέδειξε την δυνατότητα αλγεβρικής έκφρασης των γεωμετρικών σχημάτων, θεμελιώνοντας την αναλυτική γεωμετρία που έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην μαθηματικοποίηση της φύσης.
Επανάσταση στην κίνηση
Τον συμβιβασμό της διπλής αλήθειας αρνήθηκε ο Κοπέρνικος όταν δημοσίευσε το έργο του όπου διακήρυξε πως η κίνηση του ήλιου είναι μια ψευδαίσθηση, και στην πραγματικότητα η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο. Ο Κοπέρνικος ήταν πεπεισμένος ότι το ηλιοκεντρικό μοντέλο και η κοσμολογία που δημιούργησε ήταν η πραγματική φυσική υπόσταση των πραγμάτων, και όχι απλώς μια νοητικά ορθή θεωρητική πιθανότητα.
Ο Κοπέρνικος στήριξε το ηλιοκεντρικό μοντέλο σε μαθηματικές μετρήσεις. Στα επόμενα χρόνια νέες αστρονομικές παρατηρήσεις από τον Τύχω Μπράχε και τον Κέπλερ, ενίσχυσαν, διόρθωσαν και επιβεβαίωσαν την φυσική πραγματικότητα της νέας κοσμολογίας. Επιπλέον παρατηρήσεις που έκανε ο Γαλιλαίος με ένα νέο όργανο, το τηλεσκόπιο, ανέτρεψαν την διάκριση μεταξύ υποσελήνιου και υπερσελήνιου χώρου. Ακολούθως ο Γαλιλαίος υποστήριξε δημόσια το ηλιοκεντρικό σύστημα, αν και υπό την επιρροή του πλατωνισμού και πυθαγορισμού, χωρίς να υιοθετήσει τις ελλειπτικές τροχιές που πρότεινε ο Κέπλερ. Είχε όμως υπερασπιστεί τα συμπεράσματά του στηριζόμενος στην εμπειρική παρατήρηση για την θεμελίωσή τους. Ο ίδιος τόνισε ότι τα συμπεράσματα του Αριστοτέλη ήταν διαφορετικά επειδή δεν είχε κάνει τις ίδιες παρατηρήσεις.
Οργάνωσε μια συστηματική σειρά πειραμάτων, που τον οδήγησαν να καταρρίψει την πρωταρχική παραδοχή της κίνησης κατά τον Αριστοτέλη, ότι η ταχύτητα της ελεύθερης πτώσης των σωμάτων είναι συνάρτηση του βάρους τους. Διαψεύδοντας την αριστοτελική θεωρία, διατύπωσε την αρχή της ομοιόμορφης επιτάχυνσης των σωμάτων. Συμπληρώνοντας αυτή την ανακάλυψη, διατύπωσε αναστρέφοντας ριζικά την αριστοτελική οντολογική φύση των σωμάτων, ότι προορισμός κάθε σώματος είναι να κινείται ή να είναι ακίνητο, εκτός και αν ενεργήσει πάνω του μια εξωτερική δύναμη. Μετά από αυτές τις διατυπώσεις έγινε δυνατό να εξηγηθεί και η παραβολική τροχιά των βλημάτων, που δεν ήταν δυνατό να εξηγήσει ο Μπουριντάν.
Καινοτομία του Γαλιλαίου ήταν να ερμηνεύσει την ανάλυση και την σύνθεση όχι μόνο ως λογικές, αλλά και ως εμπειρικές διαδικασίες. Δημιούργησε έτσι μια νέα προσέγγιση των προβλημάτων, υπάγοντας τον μαθηματικό λόγο στην αισθητή εμπειρία. Στην διατύπωση της μεθοδολογίας του, αξίωσε επίσης ότι η φύση είναι ένα σύστημα μαθηματικής αρμονίας. Για την κατασκευή νοητικών μοντέλων για την δομή της φύσης, ανέλυε μαθηματικά την εμπειρία, έχοντας απορρίψει τα ενδεχομενικά στοιχεία που δεν συμμετέχουν στην μαθηματική νομοτέλεια. Επίσης εξέταζε από τις ιδιότητες των σωμάτων, αυτές μόνο που μπορούν να εκφραστούν ποσοτικά.
Ο Καρτέσιος, αναπτύσσοντας μια εναλλακτική μεθοδολογία υποστήριξε, απορρίπτοντας την εμπειρία, ότι μόνο κριτήριο για την γνώση είναι η απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια των προτάσεών μας. Βάση της μεθοδολογίας του είναι η λογική παραγωγή και η αξιωματική μέθοδος των μαθηματικών που βασίζεται στην διανοητική ενόραση. Η εφαρμογή της καρτεσιανής μεθόδου κατακύρωσε το μηχανιστικό κοσμοείδωλο και ορισμένες θεωρίες: το ότι κάθε σώμα έχει έκταση, το ότι δεν υπάρχει κενό, και το ότι η κίνηση επιτελείται μόνο μέσα από την άμεση σύγκρουση ή επαφή ενός σώματος με ένα άλλο. Το καρτεσιανό σύστημα ικανοποιούσε την μηχανιστική αντίληψη για το σύμπαν και αρκετές επιστημονικές αρχές, και κατέστη κυρίαρχο μέχρι την κατάρριψή του από τον Νεύτωνα.
Νευτώνεια σύνθεση
Αποκλίνοντας από το καρτεσιανό πλαίσιο, στους κόλπους της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου καλλιεργήθηκε μια τάση πειραματικής προσέγγισης των φαινομένων. Υπό τις ίδιες αντιλήψεις, ο Νεύτων διατύπωσε την θέση ότι οι μεταφυσικοί διαλογισμοί μπορούσαν να καθοδηγήσουν την ευρετική αλλά όχι και να αποδείξουν την αλήθεια μιας επιστημονικής θεωρίας. Η πειραματική μέθοδος κατά τον Νεύτωνα, ορίζει ότι η ανάλυση πρέπει να προηγείται της σύνθεσης. Η ανάλυση συνίσταται στην πραγματοποίηση πειραμάτων και παρατηρήσεων, και στην συναγωγή γενικών συμπερασμάτων δια της επαγωγής.
Αντί να αναλύει ένα πρόβλημα μαθηματικά σε απλές έννοιες και με την λογική να παράγει δευτερογενείς αλήθειες βασισμένες σε αξιώματα όπως ο Καρτέσιος, ο Νεύτωνας πορεύτηκε με την επαγωγική γενίκευση της εμπειρίας προς την υπαγωγή ευρύτερων φαινομένων στην εξήγηση που απορρέει από τις γενικεύσεις του. Απέρριψε λοιπόν τις μεταφυσικές υποθέσεις που στηρίζονταν σε ανεπαρκή εμπειρικά θεμέλια, και επιδόθηκε στην παραγωγή θεωρητικών προτάσεων που βγαίνουν από την συστηματική παρατήρηση και οι οποίες είναι συνεχώς υπό αίρεση.
Με το κοσμοϊστορικό έργο του, Principia Mathematica, ο Νεύτων διατύπωσε τρεις νόμους της κίνησης. Πρώτον, ο νόμος της αδράνειας, δηλαδή κάθε σώμα παραμένει στην κατάσταση ηρεμίας ή ευθύγραμμης ομαλής κίνησης εκτός και αν ασκηθεί πάνω του μια δύναμη. Δεύτερον, η συνισταμένη των δυνάμεων που ασκούνται σε ένα σώμα, ισούται με το ρυθμό μεταβολής της ορμής του σώματος. Τρίτον, σε κάθε δράση υπάρχει μια ίση αντίδραση. Συνοψίζοντας, διατύπωσε το νόμο της παγκόσμιας έλξης, ότι υπάρχει η δύναμη της βαρύτητας που δρα εξ αποστάσεως.
Ο Νεύτων με την θεωρία της βαρύτητας, μπόρεσε να ενώσει τους νόμους του Κέπλερ με την μηχανική του Γαλιλαίου σε ένα ενιαίο μαθηματικό πλαίσιο με εφαρμογή σε κάθε αντικείμενο της φυσικής. Το πλέγμα γενικών νόμων που διατύπωσε επέτρεψε στην παραγωγή προβλέψεων για τα φυσικά φαινόμενα, επιβεβαιώνοντας το εξηγητικό τους πλαίσιο. Αυτό έδωσε ώθηση στην αιτιοκρατική σκέψη (ντετερμινισμό).
Επανάσταση στην ανατομία
Η ιατρική κατά τον μεσαίωνα βασιζόταν κυρίως στην γνώση ενός συνόλου καθολικών νόμων, βασισμένων σε ένα πλαίσιο πρώτων αρχών όπως απέρρεαν από τις ιδέες του Αριστοτέλη, του Γαληνού και του Αβικέννα. Η θέση του Γαληνού στην ιατρική ήταν αντίστοιχη με την θέση του Αριστοτέλη στην φυσική. Θεωρούσε την τελεολογία ως το μονοπάτι που οδηγεί στην κατανόηση.
Οι ανατομές γίνονταν με σκοπό να δουν το πως είναι φτιαγμένο το σώμα και όχι για να το υποβάλλουν σε ανάλυση. Οι ανατόμοι ήταν πεπεισμένοι ότι ο Γαληνός είχε περιγράψει το σώμα με ακρίβεια. Θεωρούσαν απλές διαταραχές στο συγκεκριμένο σώμα οποιοδήποτε εύρημά τους που διαφοροποιούνταν προς τις γενικές παραδοχές, και προσάρμοζαν τα ευρήματά τους στο μοντέλο του Γαληνού, αντί να επωφεληθούν από την ευκαιρία για να τροποποιήσουν τις πεποιθήσεις τους.
Ο Ανδρέας Βεσάλιος, θεμελιωτής της σύγχρονης ανατομίας, ερεύνησε συστηματικά το ανθρώπινο σώμα με ανατομές και εξέδωσε το έργο του ανασκευάζοντας αρκετά από τα λάθη του Γαληνού στις περιγραφές των οργάνων. Έδωσε βάση στην προσωπική παρατήρηση και την λεπτομέρεια, αλλά δεν προχώρησε στην ρήξη με το γαληνικό πλαίσιο.
Ο Ουίλλιαμ Χάρβεϋ δεν συνέχισε απλώς το έργο των προηγούμενων, αλλά απέδειξε με το πείραμα και την παρατήρηση ένα συμπέρασμα εντελώς αντίθετο με την γαληνική παραδοχή για την ροή του αίματος και την φυσιολογία της καρδιάς. Ανακάλυψε την κυκλοφορία του αίματος, με μεθοδολογία που συνδυάζει την εκτεταμένη χρήση της συγκριτικής ανατομικής μεθόδου, με ποσοτική και μαθηματική προσέγγιση των παρατηρήσεων και πειραμάτων που διεξήγαγε σε εξαιρετικά ευρεία κλίμακα. Με ποσοτικούς υπολογισμούς απέδειξε ότι το αίμα που περνά από την καρδία σε ορισμένο χρόνο, είναι περισσότερο από την συνολική ποσότητα αίματος μέσα στο σώμα. Με ανατομικές έρευνες έδειξε την δομή των καρδιακών βαλβίδων, την απουσία πόρων στο διάφραγμα και την διέλευση αίματος από τους πνεύμονες. Με πειράματα απέδειξε ότι το αίμα ρέει προς μόνο μία κατεύθυνση.
Βασική καινοτομία του Χάρβεϋ ήταν ότι βάσισε την αλήθεια των ερευνών του στον εμπειρισμό του, με εστίαση στην παρατήρηση, τον πειραματισμό και την ποσοτικοποίηση σύμφωνα με τις αρχές της νέας επιστήμης, χωρίς να καταφύγει στην εκ των προτέρων προϋπόθεση της αλήθειας μιας θεωρίας. Στην περίπτωση του Χάρβεϋ η προσοχή του οδηγήθηκε από ανεπιβεβαίωτες οντολογικές παραδοχές, αλλά η διαφορά του με άλλους με τους οποίους συμμεριζόταν τις ίδιες παραδοχές, ήταν ότι ο ίδιος τις υπέβαλλε σε εμπειρικό έλεγχο. Ωστόσο, παρέμεινε πιστός στον αριστοτελισμό και στο σύστημα αναλογιών προς την φύση.
Χρησιμοποιώντας την περιγραφή της κυκλοφορίας του αίματος από τον Χάρβεϋ, ο Καρτέσιος ανέπτυξε μια δυϊστική μηχανιστική φυσιολογία, στην οποία ένταξε την κυκλοφορία του αίματος στην περιγραφή του ανθρώπινου σώματος, ως ενός πλήρους μηχανικού συστήματος. Η καρτεσιανή θεωρία διαμόρφωσε την λεγόμενη ιατρομηχανική κατεύθυνση, στην οποία τα φαινόμενα ερμηνεύονται ως ανωμαλίες στην κίνηση των υγρών του σώματος και αντιμετωπίζονται με μηχανικές ρυθμίσεις.
Η προσφορά του Καρτέσιου ήταν ότι υποστήριξε την θεωρητική ιδέα ότι το σώμα είναι μια μηχανή και όλες οι λειτουργίες του μπορούν να εξηγηθούν με τις αρχές και τους νόμους που ισχύουν γενικά στην φύση. Τόσο η ιατροχημική, όσο και η ιατρομηχανική κατεύθυνση εντάσσονται οντολογικά και μεθοδολογικά στο μηχανοκρατικό δυϊστικό μοντέλο του Καρτέσιου. Ιδίως μεθοδολογικά, σε αυτό το μοντέλο τα επιχειρήματα συγκροτούνται παραγωγικά με στήριξη σε ένα κλειστό σύστημα γενικών αρχών. Η αναζήτηση ενός πλήρους υπόβαθρου για κάθε γενίκευση, δεν συμβάδιζε με το πνεύμα της νέας επιστήμης, και έτσι, μέχρι τον 18ο αιώνα, δεν έγινε δυνατό να συγκροτηθεί μια ενιαία βασική θεωρία πάνω στο καρτεσιανό πλαίσιο.
Το ζήτημα της συνέχειας της επιστήμης
Ο ιστορικός της επιστήμης Alistair C. Crombie υποστηρίζει ότι η επιστημονική επανάσταση ήταν η έντονη βελτίωση των πειραματικών και μαθηματικών μεθόδων. Χαρακτηριστικό της νεότερης επιστήμης είναι η πειραματική μεθοδολογία, και αυτή ήταν δημιούργημα του ύστερου Μεσαίωνα. Αντίθετα, κατά τον Alexandre Koyré, το κύριο χαρακτηριστικό δεν ήταν η μεθοδολογία, αλλά η αλλαγή στο μεταφυσικό επίπεδο, η αναμόρφωση του τρόπου σκέψης και η προσέγγιση της θεωρίας με διαφορετικό τρόπο.
Οι φυσικοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα υπέβαλαν την αριστοτελική φιλοσοφία σε έλεγχο, είτε για λόγους θεολογικούς, είτε επειδή αδυνατούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά τον κόσμο όπως γίνονταν αντιληπτός. Ωστόσο, οι βασικές αριστοτελικές αρχές δεν αποκηρύχθηκαν, η κριτική στην αριστοτελική φιλοσοφία αφορούσε μόνο συγκεκριμένα σημεία και όχι το σύνολό της. Αλλά αυτό το κλίμα κριτικής, προετοίμασε την γενικότερη κριτική που οδήγησε στην κατάρριψη του Αριστοτέλη κατά την νεώτερη περίοδο.
Οι επιστήμονες του 17ου αιώνα απέρριψαν τα βασικά στοιχεία της αριστοτελικής μεταφυσικής και αναβίωσαν και επαναδιατύπωσαν την σωματιδιακή φιλοσοφία των αρχαίων ατομικών. Αυτή ήταν μια ριζική εννοιολογική αλλαγή που ανέτρεψε την φιλοσοφία δύο χιλιετιών. Αυτό οδήγησε στον υποβιβασμό των αισθητών ιδιοτήτων σε δευτερογενείς ιδιότητες, και στην απόρριψη της αριστοτελικής τελεολογίας. Επίσης, οδήγησε στην μετακίνηση της προσοχής από τις αριστοτελικές ποιότητες στις γεωμετρικές ιδιότητες των σωμάτων, κάτι που ενθάρρυνε την εφαρμογή των μαθηματικών στην φυσική. Από την άλλη, η προτεραιότητα που έδινε ο Καρτέσιος στον μαθηματικό λογισμό έναντι της εμπειρίας κατέληξε σε ένα ορθολογικό δογματισμό, και μια επιστήμη βασισμένη σε υποθέσεις.
Η ανάλυση που έκανε ο Γαλιλαίος στην κίνηση των σωμάτων, ήταν σε μεγάλο βαθμό επεξεργασία των αρχών και θεωρημάτων που διατυπώθηκαν τον 14ο αιώνα. Όπως αναφέρει ο Crombie, o Κέπλερ και ο Γαλιλαίος διατυπώνοντας νέα επιχειρήματα για την κίνηση της Γης, δεν μπόρεσαν να δουν παρά μόνο τμήματα της συνολικής εικόνας κι έτσι δεν μπόρεσαν να πείσουν τους συγχρόνους τους. Ο Νεύτων αντίθετα, κατάφερε να αποδείξει ότι τα επιχειρήματά του ήταν ακαταμάχητα στο πλαίσιο ενός συστήματος παγκόσμιου, το οποίο ελέγχθηκε πειραματικά.
Οι παρατηρήσεις του Γαλιλαίου από μόνες τους δεν ήταν ικανές να ανατρέψουν ολόκληρο το κοσμολογικό σύστημα. Αυτό που ήταν απαραίτητο, ήταν η μεταβολή στους τρόπους με τον οποίο γινόταν κατανοητός ο φυσικός κόσμος. Αυτή η μεταβολή, αποκαλούμενη από τον Thomas Kuhn «αλλαγή παραδείγματος», σφραγίστηκε από την κατανόηση της φύσης ως ένα μηχανικό σύστημα. Η επιστήμη πλέον εξετάζει και βγάζει συμπεράσματα μόνο με την εμπειρική παρατήρηση και την μαθηματική περιγραφή των πραγμάτων, χωρίς να παρασύρεται σε ποιοτικές και τελολογικές αντιλήψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου