Ήταν ψηλός, γεροδεμένος. Τα μαλλιά του απαλά ως τον ώμο, σε χρώμα καστανόξανθο σαν την άμμο που θελα να χορεύω πάνω της ξυπόλυτη για μια ζωή. Τα χέρια του τρυφερά, με μία δύναμη που με πονούσαν γλυκά κάθε φορά που με αγκάλιζαν. Τα μάτια του σκούρο μπλε, σαν αυτό της άγριας θάλασσας που θέλεις σα γοργόνα να βουλιάξεις στο βυθό να δεις τη μαγεία του κόσμου εκεί κάτω. Η μυρωδιά του κορμιού του μεθυστική, ακόμη κι η ανάσα του από τα συνεχόμενα στριφτά τσιγάρα, μου μύριζε λεβάντα. Ήταν όλα, ήταν ο άνθρωπος μου φερμένος από το Θεό που μάλλον με είχε στις ευλογημένες.
Καθισμένη δίπλα στο τζάκι, τον κοιτούσα να γυρνάει τα κάστανα που μου ψηνε, κι ύστερα να στρίβει τσιγάρο με τα μακριά του δάχτυλα, κοιτώντας πλαγιαστά τα μάτια μου που χόρταιναν απ΄ τη μορφή του. «Τι με κοιτάζεις έτσι;», μου λεγε με μια φοβισμένη φωνή, μην τυχόν του λεγα πως συλλογιέμαι κάτι κακό. «Απλά χάνομαι. Σε ευχαριστώ που ήρθες.», απαντούσα και το μέλι έσταζε από τα χείλη μου στη φλοκάτη. Μου έβαζε κρασί στο ποτήρι και τσουγκρίζαμε στην ευτυχία μας. Λίγο η μυρωδιά του, λίγο το κρασί και λίγο ο έρωτας, ήμουνα πάντα μεθυσμένη σχεδόν από τα πρώτα λεπτά στο πλάι του… Κι ο έρωτας μαζί του ερχόταν να φουντώσει τη μέθη μου, γιατί κανένας νηφάλιος δε θα επέμενε πως έχει πάει στον παράδεισο…
Εκεί ήμουν… Κάποιες στιγμές που με έπνιγαν σα θηλιά οι άσχημες σκέψεις, μόνος τρόπος να μη χάσω το μυαλό μου ήταν να χωθώ στην αγκαλιά του και να υποκρίνομαι πως πεθαίνω εκεί μέσα για να μη σκέφτομαι. Έλεγα ψιθυριστά στο Θεό μου να μου πάρει την ανάσα για να φύγω ήσυχη μισοκοιμισμένη μέσα στα δυο του μπράτσα, και να λυτρωθώ από το φόβο που με κυρίευε πως όταν ξυπνήσω θα ναι εκεί. Και εκείνο το πρωί, και το επόμενο, και όλα τα πρωινά του κόσμου.
Ποιος είναι ο έρωτας που λένε πως σε κάνει να γεμίζεις με νότες τη μέρα σου και ποια η ευτυχία που σε κάνει το πιο όμορφο κορίτσι πάνω στη γη; Πού είναι η αγάπη που σε κάνει να μη φοβάσαι τον πιο άγριο δράκο, το σκοτάδι με τους ανέμους που σφυρίζουν και ανοιγοκλείνουν πόρτες και παράθυρα; Γιατί εγώ δεν είδα τίποτα. Ο έρωτας κι η ευτυχία δεν κάνουν χώρια από το φόβο, όλο παλεύουν να τον ξεπεράσουν κι όλο πισωγυρίσματα είναι. Όλο λένε πως ο φόβος είναι κακή παρέα κι όλο μαζί του πίνουν το πικρό καφεδάκι. Έτσι κι εγώ, φοβόμουν. Τις νύχτες μιλούσα μοναχή μου με τα αστέρια και τους ζητούσα να μου εξηγήσουν γιατί έρχονται όποτε θέλουν, γιατί δεν είναι κάθε βράδυ στον ουρανό. «Γιατί αν βγαίναμε κάθε βράδυ, ο ουρανός δε θα μάθαινε ποτέ πόσο σημαντική είναι η παρουσία μας», κάπως έτσι άκουγα να μου απαντούν.
Αλλά στην πραγματική ζωή, όταν ο έρωτας σου έχει κόψει τα πόδια και σου έχει πάρει το μυαλό, δεν έχεις διάθεση για κόλπα. Τον ζητάς τον άνθρωπο σου κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή… Δε θες να μάθεις πώς κυλάνε τα λεπτά μακριά του, δε θες να ανασαίνεις χωρίς αυτόν. Ώσπου…
Ώσπου ήρθε εκείνη η βραδιά, δίπλα στο τζάκι, καθισμένη στη μουσκεμένη από τα δάκρυα φλοκάτη… Ήταν ψιλός, γεροδεμένος. Τα μαλλιά του καστανόξανθα, σαν την άμμο που με τον αέρα είχε μπει μέσα στα μάτια μου και τα χε πληγώσει. Τα χέρια του με πάγωναν όταν με άγγιζε. Τα μάτια του σκούρο μπλε, μου θύμιζαν άγρια θάλασσα που αν μπεις, οι λυσσασμένοι καρχαρίες θα σε κατασπαράξουν. Ο καπνός από τα τσιγάρα που κάπνιζε με μανία, είχε πνίξει το δωμάτιο και δε με άφηνε να ανασάνω. Άσχημη μυρωδιά… Οι φλόγες από το τζάκι έμοιαζαν με εκείνες της κόλασης που περιμένουν να σε περικυκλώσουν. Το κρασί πικρό, ξινό, σαν τα λόγια του. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;», μου είπε… «Σκέφτομαι γιατί σε ερωτεύτηκα τόσο», απάντησα τόσο σιγά που δε με άκουσε.
Ύστερα με αγκάλιασε, και καθόμασταν αμίλητοι να κοιτάμε τη φωτιά που μέσα σε δευτερόλεπτα έκαιγε τα πάντα, όπως και ο έρωτας. Κρύωνα πολύ. Είναι βάρβαρο να κρυώνεις δίχως να κάνει κρύο, να πονάς χωρίς αιτία, να ψάχνεις τον άνθρωπο που νόμιζες ότι είχες. Κι όσο σκεφτόμουν, εκείνος με φιλούσε και καταλήξαμε πάλι αγκαλιασμένοι να ανταλλάζουμε φιλιά από αυτά που βιάζεσαι να τελειώσουν. Μου μύριζε κι η ανάσα του από τα τσιγάρα, ενώ κάπνιζε ακριβώς τα ίδια. Όλα μου έφταιγαν.
Μετά το τελευταίο κρασί που ήπια μονορούφι, ήρθε και η τελευταία πράξη. Ντύθηκα βιαστικά και έφυγα για μια βόλτα και μια κουβέντα με τα αστέρια. Δεν είχα το κουράγιο να απομακρυνθώ, κι έκατσα στο κατώφλι. Ψηλά, δεν υπήρχε κανένα αστέρι κι δεν έβρισκα ακροατή να πω τον πόνο μου. Θυμήθηκα τι μου χαν πει, πως πρέπει να λείπουν πού και πού για να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του ουρανού. Αυτό ήταν! Είχα ερωτευτεί αυτό που έπλασα στο ξερό μου το κεφάλι. Δεν είχε αλλάξει αυτός, η φαντασία μου είχε κάνει καλή δουλειά κι ύστερα με εγκατέλειψε κι εκείνη. Ο έρωτας είναι παιχνίδι με φαντασία και κανόνες. ‘Ισως σε παρασύρει το πάθος και δεν τους ακολουθήσεις κατά γράμμα, αλλά τον έναν, το βασικό για να κερδίσεις το παιχνίδι μην τον ξεχάσεις ποτέ. Να μη δίνεσαι, μην πέφτεις με τα μούτρα, πάρε το παιχνίδι στα χέρια σου.
Γιατί αλλιώς, το είδωλο που έχεις στο μυαλό σου, θα το σκοτώσεις με τα χέρια σου. Εσύ το φτιάχνεις, εσύ το καταστρέφεις. Το φταίξιμο ήταν δικό μου σκεφτόμουν και α… Να το πρώτο αστεράκι! «Σε ευχαριστώ που μου πες το μυστικό», είπα δυνατά αυτή τη φορά και γύρισα στο δωμάτιο, σε εκείνον που καθόταν θλιμμένος δίπλα στο τζάκι…
– Δε συστηθήκαμε. Είμαι η Έφη…
Με κοίταξε σα να μουν τρελή αλλά ήξερα τι έκανα. Θα ξεκινούσα τώρα, έτσι όπως έπρεπε.
Καθισμένη δίπλα στο τζάκι, τον κοιτούσα να γυρνάει τα κάστανα που μου ψηνε, κι ύστερα να στρίβει τσιγάρο με τα μακριά του δάχτυλα, κοιτώντας πλαγιαστά τα μάτια μου που χόρταιναν απ΄ τη μορφή του. «Τι με κοιτάζεις έτσι;», μου λεγε με μια φοβισμένη φωνή, μην τυχόν του λεγα πως συλλογιέμαι κάτι κακό. «Απλά χάνομαι. Σε ευχαριστώ που ήρθες.», απαντούσα και το μέλι έσταζε από τα χείλη μου στη φλοκάτη. Μου έβαζε κρασί στο ποτήρι και τσουγκρίζαμε στην ευτυχία μας. Λίγο η μυρωδιά του, λίγο το κρασί και λίγο ο έρωτας, ήμουνα πάντα μεθυσμένη σχεδόν από τα πρώτα λεπτά στο πλάι του… Κι ο έρωτας μαζί του ερχόταν να φουντώσει τη μέθη μου, γιατί κανένας νηφάλιος δε θα επέμενε πως έχει πάει στον παράδεισο…
Εκεί ήμουν… Κάποιες στιγμές που με έπνιγαν σα θηλιά οι άσχημες σκέψεις, μόνος τρόπος να μη χάσω το μυαλό μου ήταν να χωθώ στην αγκαλιά του και να υποκρίνομαι πως πεθαίνω εκεί μέσα για να μη σκέφτομαι. Έλεγα ψιθυριστά στο Θεό μου να μου πάρει την ανάσα για να φύγω ήσυχη μισοκοιμισμένη μέσα στα δυο του μπράτσα, και να λυτρωθώ από το φόβο που με κυρίευε πως όταν ξυπνήσω θα ναι εκεί. Και εκείνο το πρωί, και το επόμενο, και όλα τα πρωινά του κόσμου.
Ποιος είναι ο έρωτας που λένε πως σε κάνει να γεμίζεις με νότες τη μέρα σου και ποια η ευτυχία που σε κάνει το πιο όμορφο κορίτσι πάνω στη γη; Πού είναι η αγάπη που σε κάνει να μη φοβάσαι τον πιο άγριο δράκο, το σκοτάδι με τους ανέμους που σφυρίζουν και ανοιγοκλείνουν πόρτες και παράθυρα; Γιατί εγώ δεν είδα τίποτα. Ο έρωτας κι η ευτυχία δεν κάνουν χώρια από το φόβο, όλο παλεύουν να τον ξεπεράσουν κι όλο πισωγυρίσματα είναι. Όλο λένε πως ο φόβος είναι κακή παρέα κι όλο μαζί του πίνουν το πικρό καφεδάκι. Έτσι κι εγώ, φοβόμουν. Τις νύχτες μιλούσα μοναχή μου με τα αστέρια και τους ζητούσα να μου εξηγήσουν γιατί έρχονται όποτε θέλουν, γιατί δεν είναι κάθε βράδυ στον ουρανό. «Γιατί αν βγαίναμε κάθε βράδυ, ο ουρανός δε θα μάθαινε ποτέ πόσο σημαντική είναι η παρουσία μας», κάπως έτσι άκουγα να μου απαντούν.
Αλλά στην πραγματική ζωή, όταν ο έρωτας σου έχει κόψει τα πόδια και σου έχει πάρει το μυαλό, δεν έχεις διάθεση για κόλπα. Τον ζητάς τον άνθρωπο σου κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή… Δε θες να μάθεις πώς κυλάνε τα λεπτά μακριά του, δε θες να ανασαίνεις χωρίς αυτόν. Ώσπου…
Ώσπου ήρθε εκείνη η βραδιά, δίπλα στο τζάκι, καθισμένη στη μουσκεμένη από τα δάκρυα φλοκάτη… Ήταν ψιλός, γεροδεμένος. Τα μαλλιά του καστανόξανθα, σαν την άμμο που με τον αέρα είχε μπει μέσα στα μάτια μου και τα χε πληγώσει. Τα χέρια του με πάγωναν όταν με άγγιζε. Τα μάτια του σκούρο μπλε, μου θύμιζαν άγρια θάλασσα που αν μπεις, οι λυσσασμένοι καρχαρίες θα σε κατασπαράξουν. Ο καπνός από τα τσιγάρα που κάπνιζε με μανία, είχε πνίξει το δωμάτιο και δε με άφηνε να ανασάνω. Άσχημη μυρωδιά… Οι φλόγες από το τζάκι έμοιαζαν με εκείνες της κόλασης που περιμένουν να σε περικυκλώσουν. Το κρασί πικρό, ξινό, σαν τα λόγια του. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;», μου είπε… «Σκέφτομαι γιατί σε ερωτεύτηκα τόσο», απάντησα τόσο σιγά που δε με άκουσε.
Ύστερα με αγκάλιασε, και καθόμασταν αμίλητοι να κοιτάμε τη φωτιά που μέσα σε δευτερόλεπτα έκαιγε τα πάντα, όπως και ο έρωτας. Κρύωνα πολύ. Είναι βάρβαρο να κρυώνεις δίχως να κάνει κρύο, να πονάς χωρίς αιτία, να ψάχνεις τον άνθρωπο που νόμιζες ότι είχες. Κι όσο σκεφτόμουν, εκείνος με φιλούσε και καταλήξαμε πάλι αγκαλιασμένοι να ανταλλάζουμε φιλιά από αυτά που βιάζεσαι να τελειώσουν. Μου μύριζε κι η ανάσα του από τα τσιγάρα, ενώ κάπνιζε ακριβώς τα ίδια. Όλα μου έφταιγαν.
Μετά το τελευταίο κρασί που ήπια μονορούφι, ήρθε και η τελευταία πράξη. Ντύθηκα βιαστικά και έφυγα για μια βόλτα και μια κουβέντα με τα αστέρια. Δεν είχα το κουράγιο να απομακρυνθώ, κι έκατσα στο κατώφλι. Ψηλά, δεν υπήρχε κανένα αστέρι κι δεν έβρισκα ακροατή να πω τον πόνο μου. Θυμήθηκα τι μου χαν πει, πως πρέπει να λείπουν πού και πού για να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του ουρανού. Αυτό ήταν! Είχα ερωτευτεί αυτό που έπλασα στο ξερό μου το κεφάλι. Δεν είχε αλλάξει αυτός, η φαντασία μου είχε κάνει καλή δουλειά κι ύστερα με εγκατέλειψε κι εκείνη. Ο έρωτας είναι παιχνίδι με φαντασία και κανόνες. ‘Ισως σε παρασύρει το πάθος και δεν τους ακολουθήσεις κατά γράμμα, αλλά τον έναν, το βασικό για να κερδίσεις το παιχνίδι μην τον ξεχάσεις ποτέ. Να μη δίνεσαι, μην πέφτεις με τα μούτρα, πάρε το παιχνίδι στα χέρια σου.
Γιατί αλλιώς, το είδωλο που έχεις στο μυαλό σου, θα το σκοτώσεις με τα χέρια σου. Εσύ το φτιάχνεις, εσύ το καταστρέφεις. Το φταίξιμο ήταν δικό μου σκεφτόμουν και α… Να το πρώτο αστεράκι! «Σε ευχαριστώ που μου πες το μυστικό», είπα δυνατά αυτή τη φορά και γύρισα στο δωμάτιο, σε εκείνον που καθόταν θλιμμένος δίπλα στο τζάκι…
– Δε συστηθήκαμε. Είμαι η Έφη…
Με κοίταξε σα να μουν τρελή αλλά ήξερα τι έκανα. Θα ξεκινούσα τώρα, έτσι όπως έπρεπε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου