Ο συσχετισμός της έννοιας της αγάπης με τον επιστημονικό λόγο και τις γνωσιολογικές αναζητήσεις δεν είναι σίγουρα κάτι το αυτονόητο. Τι σχέση μπορεί να έχει άραγε ένα συναίσθημα που είναι μάλιστα άμεσα συνδεδεμένο με τη χριστιανική διδασκαλία και ηθική με τον ορθολογισμό και τον επιστημονικό ρεαλισμό;
Καμία απολύτως, μπορεί να πει κανείς, αν είναι πράγματι πεπεισμένος για την αδήριτη αναγκαιότητα μιας άκρως φυσιοκρατικής, υλιστικής και θετικιστικής θεώρησης του κόσμου· αν πράγματι πιστεύει ότι ο παραμορφωτικός επιστημονισμός που έχει σήμερα εγκαθιδρυθεί στη θέση της πραγματικής επιστήμης είναι μια ακίνδυνη τελικά παρέκκλιση από την αρχική πορεία του ανθρώπου για την κατάκτηση και αξιοποίηση της γνώσης.
Μια επιστημονικοκρατούμενη όμως θεώρηση, ερμηνεία και μεταβολή του κόσμου δεν είναι παρά ένα επιπόλαιο, μονοδιάστατο και άκρως επικίνδυνο εγχείρημα, που έχει οδηγήσει και αυτό γίνεται αποδεκτό από όλο και περισσότερους επιστήμονες και διανοητές σε μια αμφιλεγόμενη ανάπτυξη και σε μια πλανητικά ανιχνεύσιμη οικολογική καταστροφή.
Στην περίπτωση αυτή η γνώση έχει πρακτική μόνο σημασία, η δε αξία της καθορίζεται ασφαλώς από τα χρηστικά και μόνο αποτελέσματά της· πρόκειται, δηλαδή, για μια μοντέρνα ή μεταμοντέρνα εκδοχή της ειδωλολατρίας, που χωρίς κάποια βαθύτερη νοηματοδότηση του κόσμου και δίχως ηθικές αναστολές οδηγεί την ανθρωπότητα σε έναν ιδιότυπο φασισμό και σε μια αβέβαιη, για να μην πω ολέθρια, πορεία.
Αλλά η επιστημονική παρόρμηση είναι άρρηκτα επίσης συνδεδεμένη με τη μεταφυσική επιθυμία του ανθρώπου να γίνει συμμέτοχος στο μυστήριο της ύπαρξης και κοινωνός της αλήθειας. Ο πόθος της γνώσης, στην περίπτωση αυτή, πηγάζει από μια ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπη για την ίδια τη γνώση, που οδηγεί τον άνθρωπο σε μια ψυχική ανάταση, σε έναν εσωτερικό φωτισμό, στη μέθεξή του με το άπειρο, με το θείο.
Η σύνθεση νοητού και αισθητού, νοουμένου και φαινομένου, επιχειρείται στη βάση μιας συναισθηματικής, ενωτικής σχέσης μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου· μιας σχέσης που υπερβαίνει τον ορθό λόγο και την εμπειρία με τη διαμεσολάβηση μιας άλογης δύναμης, της δύναμης της αγάπης. Μόνο έτσι διαφυλάσσεται το αντικείμενο και περιβάλλεται με τη στοργή μας· μόνο με αυτό τον τρόπο η επιστημονική γνώση θα δώσει τους πολύτιμους καρπούς της χωρίς καταστρεπτικές συνέπειες για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Δεν είναι άλλωστε καθόλου παράξενο ότι τα πρώτα βήματα της επιστήμης οφείλονταν σε φιλοσόφους που ήταν ερωτευμένοι με τη Φύση και αισθάνονταν βυθισμένη την ύπαρξή τους μέσα στη θαυμαστή απεραντοσύνη του Σύμπαντος. Η σημερινή αλόγιστη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της τεχνικής επιστήμης και των εφαρμογών της έχει βέβαια πλήρως ανατρέψει το συναισθηματικό και θεωρητικό αυτό σκηνικό δημιουργώντας τεράστια προβλήματα, που πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσουμε.
Είναι κυρίως τα προβλήματα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης, της οικολογικής καταστροφής και της βιοηθικής.
Οπως χαρακτηριστικά λέει ο Β. Russell στο βιβλίο του «Η επιστήμη και ο άνθρωπος»:
«Οσο η επιστήμη αναπτυσσόταν η παρόρμηση της αγάπης, που έδωσε πνοή σ’ αυτή την ανάπτυξη, υποχωρούσε, ενώ παράλληλα αναπτυσσόταν η παρόρμηση της δύναμης. Ο εραστής της Φύσης εξαπατήθηκε, ενώ ο τύραννός της ανταμείφθηκε». Και λίγο παρακάτω: «Η επιστημονική κοινωνία του μέλλοντος θα είναι μια κοινωνία όπου η παρόρμηση της δύναμης θα κυριαρχεί πάνω στην παρόρμηση της αγάπης και αυτή θα είναι η ψυχολογική πηγή των ωμοτήτων που υπάρχει κίνδυνος να επιδείξει».
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο μεγάλος αυτός άγγλος φιλόσοφος και δάσκαλος μιλάει για την κινητήρια δύναμη της αγάπης.
Η αγάπη είναι ποιητικό αίτιο, κινητήρια δύναμη του γίγνεσθαι, και στη φιλοσοφία και ειδικότερα στην κοσμολογία του Εμπεδοκλή. Αγάπη (Φιλότης) και μίσος (Νείκος) εναλλάσσονται κατά τον ακραγαντίνο φιλόσοφο σε έναν αέναο κοσμικό κύκλο ένωσης και χωρισμού, ενότητας και πολλαπλότητας. Η επιζητούμενη επομένως ενότητα νου και πράγματος, που βρίσκεται στον πυρήνα κάθε γνωστικής προσπάθειας, προϋποθέτει την ενωτική δράση της αγάπης.
Η άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνεί απόλυτα και με τη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή, έστω και αν ο προσωκρατικός αυτός φιλόσοφος ουδέποτε μίλησε άμεσα για τη γνωστική σημασία αυτού του συναισθήματος, το οποίο πρώτος αυτός θεώρησε μια κοσμική δύναμη.
Η επιστήμη φωτίζεται από την αγάπη, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, νοιάζεται για τον άνθρωπο και τη Φύση, είναι φιλαλήθης και πάντα δημιουργική. Ο επιστημονισμός, από την άλλη πλευρά, οδηγεί σε μια επικίνδυνη παραμόρφωση του επιστημονικού κοσμοειδώλου και διακατέχεται από τις χαμηλές παρορμήσεις της δύναμης, της εξουσίας και της εκμετάλλευσης· έχει μικρή ή περιστασιακή σχέση με τη φιλαλήθεια και είναι δογματικός, ψυχρός, αλαζονικός και καταστρεπτικός. Δυστυχώς ένας τέτοιος επιστημονισμός φοβούμαι ότι θα ανιχνεύεται όλο πιο συχνά και όλο πιο έντονα στα μελλοντικά σχολεία και πανεπιστήμια της υφηλίου.
Καμία απολύτως, μπορεί να πει κανείς, αν είναι πράγματι πεπεισμένος για την αδήριτη αναγκαιότητα μιας άκρως φυσιοκρατικής, υλιστικής και θετικιστικής θεώρησης του κόσμου· αν πράγματι πιστεύει ότι ο παραμορφωτικός επιστημονισμός που έχει σήμερα εγκαθιδρυθεί στη θέση της πραγματικής επιστήμης είναι μια ακίνδυνη τελικά παρέκκλιση από την αρχική πορεία του ανθρώπου για την κατάκτηση και αξιοποίηση της γνώσης.
Μια επιστημονικοκρατούμενη όμως θεώρηση, ερμηνεία και μεταβολή του κόσμου δεν είναι παρά ένα επιπόλαιο, μονοδιάστατο και άκρως επικίνδυνο εγχείρημα, που έχει οδηγήσει και αυτό γίνεται αποδεκτό από όλο και περισσότερους επιστήμονες και διανοητές σε μια αμφιλεγόμενη ανάπτυξη και σε μια πλανητικά ανιχνεύσιμη οικολογική καταστροφή.
Στην περίπτωση αυτή η γνώση έχει πρακτική μόνο σημασία, η δε αξία της καθορίζεται ασφαλώς από τα χρηστικά και μόνο αποτελέσματά της· πρόκειται, δηλαδή, για μια μοντέρνα ή μεταμοντέρνα εκδοχή της ειδωλολατρίας, που χωρίς κάποια βαθύτερη νοηματοδότηση του κόσμου και δίχως ηθικές αναστολές οδηγεί την ανθρωπότητα σε έναν ιδιότυπο φασισμό και σε μια αβέβαιη, για να μην πω ολέθρια, πορεία.
Αλλά η επιστημονική παρόρμηση είναι άρρηκτα επίσης συνδεδεμένη με τη μεταφυσική επιθυμία του ανθρώπου να γίνει συμμέτοχος στο μυστήριο της ύπαρξης και κοινωνός της αλήθειας. Ο πόθος της γνώσης, στην περίπτωση αυτή, πηγάζει από μια ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπη για την ίδια τη γνώση, που οδηγεί τον άνθρωπο σε μια ψυχική ανάταση, σε έναν εσωτερικό φωτισμό, στη μέθεξή του με το άπειρο, με το θείο.
Η σύνθεση νοητού και αισθητού, νοουμένου και φαινομένου, επιχειρείται στη βάση μιας συναισθηματικής, ενωτικής σχέσης μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου· μιας σχέσης που υπερβαίνει τον ορθό λόγο και την εμπειρία με τη διαμεσολάβηση μιας άλογης δύναμης, της δύναμης της αγάπης. Μόνο έτσι διαφυλάσσεται το αντικείμενο και περιβάλλεται με τη στοργή μας· μόνο με αυτό τον τρόπο η επιστημονική γνώση θα δώσει τους πολύτιμους καρπούς της χωρίς καταστρεπτικές συνέπειες για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Δεν είναι άλλωστε καθόλου παράξενο ότι τα πρώτα βήματα της επιστήμης οφείλονταν σε φιλοσόφους που ήταν ερωτευμένοι με τη Φύση και αισθάνονταν βυθισμένη την ύπαρξή τους μέσα στη θαυμαστή απεραντοσύνη του Σύμπαντος. Η σημερινή αλόγιστη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της τεχνικής επιστήμης και των εφαρμογών της έχει βέβαια πλήρως ανατρέψει το συναισθηματικό και θεωρητικό αυτό σκηνικό δημιουργώντας τεράστια προβλήματα, που πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσουμε.
Είναι κυρίως τα προβλήματα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης, της οικολογικής καταστροφής και της βιοηθικής.
Οπως χαρακτηριστικά λέει ο Β. Russell στο βιβλίο του «Η επιστήμη και ο άνθρωπος»:
«Οσο η επιστήμη αναπτυσσόταν η παρόρμηση της αγάπης, που έδωσε πνοή σ’ αυτή την ανάπτυξη, υποχωρούσε, ενώ παράλληλα αναπτυσσόταν η παρόρμηση της δύναμης. Ο εραστής της Φύσης εξαπατήθηκε, ενώ ο τύραννός της ανταμείφθηκε». Και λίγο παρακάτω: «Η επιστημονική κοινωνία του μέλλοντος θα είναι μια κοινωνία όπου η παρόρμηση της δύναμης θα κυριαρχεί πάνω στην παρόρμηση της αγάπης και αυτή θα είναι η ψυχολογική πηγή των ωμοτήτων που υπάρχει κίνδυνος να επιδείξει».
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο μεγάλος αυτός άγγλος φιλόσοφος και δάσκαλος μιλάει για την κινητήρια δύναμη της αγάπης.
Η αγάπη είναι ποιητικό αίτιο, κινητήρια δύναμη του γίγνεσθαι, και στη φιλοσοφία και ειδικότερα στην κοσμολογία του Εμπεδοκλή. Αγάπη (Φιλότης) και μίσος (Νείκος) εναλλάσσονται κατά τον ακραγαντίνο φιλόσοφο σε έναν αέναο κοσμικό κύκλο ένωσης και χωρισμού, ενότητας και πολλαπλότητας. Η επιζητούμενη επομένως ενότητα νου και πράγματος, που βρίσκεται στον πυρήνα κάθε γνωστικής προσπάθειας, προϋποθέτει την ενωτική δράση της αγάπης.
Η άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνεί απόλυτα και με τη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή, έστω και αν ο προσωκρατικός αυτός φιλόσοφος ουδέποτε μίλησε άμεσα για τη γνωστική σημασία αυτού του συναισθήματος, το οποίο πρώτος αυτός θεώρησε μια κοσμική δύναμη.
Η επιστήμη φωτίζεται από την αγάπη, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, νοιάζεται για τον άνθρωπο και τη Φύση, είναι φιλαλήθης και πάντα δημιουργική. Ο επιστημονισμός, από την άλλη πλευρά, οδηγεί σε μια επικίνδυνη παραμόρφωση του επιστημονικού κοσμοειδώλου και διακατέχεται από τις χαμηλές παρορμήσεις της δύναμης, της εξουσίας και της εκμετάλλευσης· έχει μικρή ή περιστασιακή σχέση με τη φιλαλήθεια και είναι δογματικός, ψυχρός, αλαζονικός και καταστρεπτικός. Δυστυχώς ένας τέτοιος επιστημονισμός φοβούμαι ότι θα ανιχνεύεται όλο πιο συχνά και όλο πιο έντονα στα μελλοντικά σχολεία και πανεπιστήμια της υφηλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου