"Σαν πάχνη είναι η Μεγάλη Νοσταλγία. Βγαλμένη από την καρδιά, περιβάλλει την καρδιά. Όπως η πάχνη, χυμένη από την θάλασσα και τη στεριά, σβήνει τη θάλασσα και τη στεριά.
Κι όπως η πάχνη στερεί το μάτι από την ορατή πραγματικότητα κάνοντας τον εαυτό της τη μοναδική πραγματικότητα, έτσι και η Νοσταλγία υποτάσσει τα αισθήματα της καρδιάς και κάνει τον εαυτό της το υπέρτατο αίσθημα. Και φαινομενικά τόσο άμορφη, τόσο άσκοπη και τυφλή σαν την πάχνη, ωστόσο, σαν την πάχνη, είναι γεμάτη από μορφές αγέννητες, έχει ξεκάθαρη όραση και πολύ καθορισμένο σκοπό.
Και σαν πυρετός είναι η Μεγάλη Νοσταλγία. Όπως ο πυρετός που ανάβει μέσα στο κορμί, λυγίζει τη ζωτικότητα του κορμιού, όσο καίει τα δηλητήριά του, έτσι κι η Νοσταλγία γεννημένη από την τριβή της καρδιάς, εξασθενεί την καρδιά, καθώς καίει τη σκουριά της και όλα τα άχρηστα που’χει μέσα της.
Και σαν κλέφτης είναι η Μεγάλη Νοσταλγία. Γιατί όπως ένας ύπουλος κλέφτης ξαλαφρώνει το θύμα του από κάποιο φορτίο, μα το αφήνει οργισμένο, έτσι και η Νοσταλγία, με κλεψιά σηκώνει όλα τα φορτία της καρδιάς, μα την αφήνει απαρηγόρητη και φορτωμένη από την ίδια της την έλλειψη φορτίου.
Πλατιά και πράσινη είναι η όχθη που οι άνδρες και οι γυναίκες όλο και χορεύουν και τραγουδούν και μοχθούν και θρηνούν για τις εξατμιζόμενες μέρες τους. Μα τρομερός είναι ο Ταύρος που ξερνάει φωτιά και καπνό, αυτός ο Ταύρος που κάνει τα πόδια τους ανάπηρα, τους ρίχνει χάμω γονατιστούς, ξαναχώνει τα τραγούδια τους στις φωνητικές τους χορδές και κολλάει τα φουσκωμένα τους βλέφαρα με δάκρυα.
Πλατύ και βαθύ είναι και το ποτάμι που τους χωρίζει από την άλλη όχθη. Κι ούτε να το κολυμπήσουν μπορούν, ούτε να το διασχίσουν τραβώντας κουπί, ούτε ν’αρμενίζουν με πανί. Λίγοι, πολύ λίγοι, αποτολμούν να το γεφυρώσουν με μια σκέψη. Μα όλοι, σχεδόν όλοι, λαχταρούν να μείνουν κολλημένοι στην όχθη τους, όπου ο καθένας τους συνεχίζει να κυλάει τον χαιδεμένο του Τροχό του χρόνου. Ο άνθρωπος με τη μεγάλη νοσταλγία δεν έχει χαιδεμένο τροχό να κυλήσει. Μέσα σ’ένα κόσμο τόσο έντονα απασχολημένο και πιεσμένο για χρόνο, είναι μονάχος, χωρίς απασχόληση και χωρίς βιασύνη. Σε μια ανθρωπότητα με τόσο ευπρεπή ρούχα, ομιλία και τρόπους, βρίσκει τον εαυτό του γυμνό, τραυλό και αδέξιο. Δεν μπορεί να γελάσει με τους γελαστούς, ούτε να θρηνήσει με όσους θρηνούν.
Οι άνθρωποι τρώνε και πίνουν κι αισθάνονται απόλαυση να τρώνε και να πίνουν. Αυτός τρώει χωρίς απόλαυση και το πιοτό του είναι ανούσιο στο στόμα του. Οι άλλοι ζευγαρώνουν, ή είναι πολύ απασχολημένοι, ψάχνοντας για ταίρι. Αυτός περπατάει μονάχος και κοιμάται μονάχος κι ονειρεύεται τα όνειρά του μονάχος. Οι άλλοι είναι πλούσιοι σε εγκόσμιο πνεύμα και σοφία. Αυτός μονάχα είναι βραδύνους κι άσοφος. Οι άλλοι έχουν άνετες γωνιές που τις αποκαλούν σπιτικά. Αυτός μονάχα είναι χωρίς σπίτι. Οι άλλοι έχουν κάτι σημεία της γης που τα ονομάζουν πατρίδες και που τραγουδούν τη δόξα τους πολύ μεγαλόφωνα. Αυτός μονάχα δεν έχει σημείο να το υμνήσει και να το αποκαλέσει πατρίδα του. Γιατί το μάτι της καρδιάς του είναι προς την άλλη όχθη.
Ένας υπνοβάτης είναι ο άνθρωπος με τη Μεγάλη Νοσταλγία, ανάμεσα σ’ένα κόσμο, φαινομενικά, πολύ ξύπνιο. Σέρνεται από ένα όνειρο που οι άλλοι γύρω του ούτε βλέπουν, ούτε νιώθουν. Έτσι σηκώνουν τους ώμους τους και κουτογελάνε κάτω από τα μουστάκια τους…"
Κι όπως η πάχνη στερεί το μάτι από την ορατή πραγματικότητα κάνοντας τον εαυτό της τη μοναδική πραγματικότητα, έτσι και η Νοσταλγία υποτάσσει τα αισθήματα της καρδιάς και κάνει τον εαυτό της το υπέρτατο αίσθημα. Και φαινομενικά τόσο άμορφη, τόσο άσκοπη και τυφλή σαν την πάχνη, ωστόσο, σαν την πάχνη, είναι γεμάτη από μορφές αγέννητες, έχει ξεκάθαρη όραση και πολύ καθορισμένο σκοπό.
Και σαν πυρετός είναι η Μεγάλη Νοσταλγία. Όπως ο πυρετός που ανάβει μέσα στο κορμί, λυγίζει τη ζωτικότητα του κορμιού, όσο καίει τα δηλητήριά του, έτσι κι η Νοσταλγία γεννημένη από την τριβή της καρδιάς, εξασθενεί την καρδιά, καθώς καίει τη σκουριά της και όλα τα άχρηστα που’χει μέσα της.
Και σαν κλέφτης είναι η Μεγάλη Νοσταλγία. Γιατί όπως ένας ύπουλος κλέφτης ξαλαφρώνει το θύμα του από κάποιο φορτίο, μα το αφήνει οργισμένο, έτσι και η Νοσταλγία, με κλεψιά σηκώνει όλα τα φορτία της καρδιάς, μα την αφήνει απαρηγόρητη και φορτωμένη από την ίδια της την έλλειψη φορτίου.
Πλατιά και πράσινη είναι η όχθη που οι άνδρες και οι γυναίκες όλο και χορεύουν και τραγουδούν και μοχθούν και θρηνούν για τις εξατμιζόμενες μέρες τους. Μα τρομερός είναι ο Ταύρος που ξερνάει φωτιά και καπνό, αυτός ο Ταύρος που κάνει τα πόδια τους ανάπηρα, τους ρίχνει χάμω γονατιστούς, ξαναχώνει τα τραγούδια τους στις φωνητικές τους χορδές και κολλάει τα φουσκωμένα τους βλέφαρα με δάκρυα.
Πλατύ και βαθύ είναι και το ποτάμι που τους χωρίζει από την άλλη όχθη. Κι ούτε να το κολυμπήσουν μπορούν, ούτε να το διασχίσουν τραβώντας κουπί, ούτε ν’αρμενίζουν με πανί. Λίγοι, πολύ λίγοι, αποτολμούν να το γεφυρώσουν με μια σκέψη. Μα όλοι, σχεδόν όλοι, λαχταρούν να μείνουν κολλημένοι στην όχθη τους, όπου ο καθένας τους συνεχίζει να κυλάει τον χαιδεμένο του Τροχό του χρόνου. Ο άνθρωπος με τη μεγάλη νοσταλγία δεν έχει χαιδεμένο τροχό να κυλήσει. Μέσα σ’ένα κόσμο τόσο έντονα απασχολημένο και πιεσμένο για χρόνο, είναι μονάχος, χωρίς απασχόληση και χωρίς βιασύνη. Σε μια ανθρωπότητα με τόσο ευπρεπή ρούχα, ομιλία και τρόπους, βρίσκει τον εαυτό του γυμνό, τραυλό και αδέξιο. Δεν μπορεί να γελάσει με τους γελαστούς, ούτε να θρηνήσει με όσους θρηνούν.
Οι άνθρωποι τρώνε και πίνουν κι αισθάνονται απόλαυση να τρώνε και να πίνουν. Αυτός τρώει χωρίς απόλαυση και το πιοτό του είναι ανούσιο στο στόμα του. Οι άλλοι ζευγαρώνουν, ή είναι πολύ απασχολημένοι, ψάχνοντας για ταίρι. Αυτός περπατάει μονάχος και κοιμάται μονάχος κι ονειρεύεται τα όνειρά του μονάχος. Οι άλλοι είναι πλούσιοι σε εγκόσμιο πνεύμα και σοφία. Αυτός μονάχα είναι βραδύνους κι άσοφος. Οι άλλοι έχουν άνετες γωνιές που τις αποκαλούν σπιτικά. Αυτός μονάχα είναι χωρίς σπίτι. Οι άλλοι έχουν κάτι σημεία της γης που τα ονομάζουν πατρίδες και που τραγουδούν τη δόξα τους πολύ μεγαλόφωνα. Αυτός μονάχα δεν έχει σημείο να το υμνήσει και να το αποκαλέσει πατρίδα του. Γιατί το μάτι της καρδιάς του είναι προς την άλλη όχθη.
Ένας υπνοβάτης είναι ο άνθρωπος με τη Μεγάλη Νοσταλγία, ανάμεσα σ’ένα κόσμο, φαινομενικά, πολύ ξύπνιο. Σέρνεται από ένα όνειρο που οι άλλοι γύρω του ούτε βλέπουν, ούτε νιώθουν. Έτσι σηκώνουν τους ώμους τους και κουτογελάνε κάτω από τα μουστάκια τους…"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου