Ο Αριστοτέλης, ο μεγάλος μας φιλόσοφος και πρώτος πολιτειολόγος, δεν διέκρινε μόνο τα είδη των πολιτευμάτων μεταξύ τους, αλλά διέκρινε και τα διαφορετικά είδη δημοκρατικού πολιτεύματος. Μάλιστα, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, μας εξηγεί με σαφήνεια και απλότητα ποιο είναι το είδος της Δημοκρατίας που θα πρέπει να αποφεύγει οπωσδήποτε μια πολιτεία προκειμένου να μην καταλύεται το κοινό συμφέρον.
Μας λέει, λοιπόν, ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του ότι «άλλο ένα είδος Δημοκρατίας είναι εκείνο στο οποίο κυρίαρχος δεν είναι ο νόμος αλλά ο λαός. Σε αυτού του τύπου την Δημοκρατία, οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται σύμφωνα με τον νόμο, αλλά σύμφωνα με τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του Δήμου. Σε αυτήν την Δημοκρατία είναι όπου κυριαρχούν οι δημαγωγοί».
Στη συνέχεια μας εξηγεί ο Αριστοτέλης τον μηχανισμό με τον οποίο συμβαίνει αυτό, λέγοντας ότι:
Με βάση την ανάλυση που κάνει ο Αριστοτέλης, τέσσερα φαίνεται ότι είναι τα κύρια ζητήματα που θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας.
Πρώτον, ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν δημοκρατικές πολιτείες όπου κυρίαρχος δεν είναι ο νόμος αλλά ο λαός, ο οποίος διοικεί την πόλη σύμφωνα με τα ψηφίσματα που εκδίδει στην Εκκλησία του Δήμου.
Δεύτερον, αυτός ο λαός ο οποίος, αψηφώντας τον νόμο, θέτει τον εαυτό του πάνω από αυτόν και αποφασίζει για όλα με ψηφίσματα, δεν διαφέρει σε τίποτα από τους τυράννους των μοναρχικών πολιτειών και, αντίστοιχα, τα ψηφίσματα που εκδίδει στην Εκκλησία του Δήμου δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα διατάγματα των τυράννων.
Τρίτον, υπαίτιοι γι” αυτήν την εκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, που οδηγεί στην κατάλυση των νόμων και των θεσμών, είναι οι δημαγωγοί οι οποίοι φέρνουν συνεχώς όλα τα ζητήματα για τα οποία πρέπει να ληφθούν αποφάσεις στην κρίση του λαού κι ο λαός ευχαρίστως αποδέχεται την πρόκληση.
Τέλος, κατ” αυτόν τον τρόπο, ενώ ο λαός κυριαρχεί πάνω στην πολιτεία κατέχοντας την ανώτατη εξουσία, ο ίδιος κυριαρχείται από αυτούς που επηρεάζουν τη γνώμη του την ώρα που καλείται να λάβει τις αποφάσεις. Έτσι, όμως, ο λαός έχει την ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος διοικεί, ενώ στην πραγματικότητα διοικείται δια της δικής του ανώτατης εξουσίας από εκείνους που έχουν την ικανότητα και την βούληση να τον κατευθύνουν και να τον χειραγωγούν.
Αυτό είναι το βασικό νόημα των όσων αναφέρει εδώ ο Αριστοτέλης. Ποια είναι όμως η σημασία όλων αυτών για εμάς σήμερα; Ποιο είναι τελικά το δημοκρατικό πρόταγμα της εποχής μας; Ποια ακριβώς Δημοκρατία θέλουμε; Ποια είναι η Δημοκρατία εκείνη στην οποία δεν χωρούν δημαγωγοί; Ποια είναι η Δημοκρατία εκείνη στην οποία οι εκάστοτε πλειοψηφίες δεν καταδυναστεύουν την κοινωνία; Ποια είναι τέλος η Δημοκρατία που εφαρμόζει το κοινό συμφέρον, αυτό δηλαδή που συμφέρει και είναι ωφέλιμο για όλα τα μέλη μιας κοινωνίας;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε, αν μας ενδιαφέρει η Δημοκρατία στην αυθεντική της έκφραση. Κι ο τρόπος να τα απαντήσουμε είναι σε συνάρτηση με το ζητούμενο της εποχής μας. Ποιο είναι όμως αυτό;
Κατά τη γνώμη μου, το ζητούμενο σήμερα περιλαμβάνει τρία ξεχωριστά βήματα:
Αρχικά να μπορέσουμε ως κοινωνία να προσδιορίσουμε τα στοιχεία εκείνα που εκφράζουν το κοινό συμφέρον του συνόλου της κοινωνίας μας.
Στη συνέχεια, αυτά τα στοιχεία να τα θεσπίσουμε ως τους ανώτατους νόμους της ελληνικής κοινωνίας σε επίπεδο Συντάγματος.
Τέλος, να θεμελιώσουμε ένα δημοκρατικό πολίτευμα που θα εφαρμόζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτούς τους ανώτατους νόμους της πολιτείας μας και ταυτόχρονα θα αποτρέπει την κατάλυσή τους.
Κάτι τέτοιο βέβαια, αν επιτευχθεί, θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στη συνολική θεσμική λειτουργία της πολιτείας μας.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το κοινό συμφέρον, όπως αυτό θα εκφράζεται στους συνταγματικους νόμους που η κοινωνία έχει προηγουμένως θεσπίσει, θα είναι αυτό που κυριαρχεί κι όχι οι δημαγωγοί και οι πρόσκαιρες πλειοψηφίες που παρασύρονται από αυτούς, ενάντια στη θεσπισμένη κυρίαρχη βούληση της κοινωνίας.
Αν λοιπόν το ζητούμενο είναι να καθορίσουμε το κοινό συμφέρον, στη συνέχεια να το θεσπίσουμε και τέλος να το εφαρμόσουμε, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το καταλληλότερο πολίτευμα για να το πετύχουμε.
Κι εφόσον μιλάμε για Δημοκρατία, τότε με ποιας μορφής Δημοκρατία θα το κατορθώσουμε αυτό; Ποια είναι εκείνη η μορφή της Δημοκρατίας, δηλαδή, που παρέχει το θεσμικό πλαίσιο σε μια κοινωνία ώστε να κάνει πράξη αυτό που τη συμφέρει, χωρίς να εξουσιάζεται ούτε από ολιγαρχικές μειοψηφίες αλλά ούτε κι από οχλοκρατικές πλειοψηφίες;
Σύμφωνα με όσα μας παραδίδει ο Αριστοτέλης, η Δημοκρατία που επιτρέπει σε μια κοινωνία να πετύχει τον στόχο της, ο οποίος όπως είπαμε είναι η εφαρμογή του κοινού συμφέροντος, οφείλει να λειτουργεί ως εξής:
Ο ρόλος αυτός, της εφαρμογής του κοινού συμφέροντος, ανήκει στις θεσπισμένες αρχές. Οι αρχές, το σύνολο δηλαδή των πολιτειακών αξιωμάτων που υπάρχουν σε μια πολιτεία, θεσπίζονται για να ασκούν διοίκηση σύμφωνα με το κοινό συμφέρον.
Επειδή όμως όπως είπαμε, το κοινό συμφέρον έχει σε μια πολιτεία τη μορφή του νόμου, οι αρχές υποχρεούνται τελικά να ασκούν διοίκηση και να λαμβάνουν τις αποφάσεις σύμφωνα με τους νόμους.
Εδώ λοιπόν είναι που έχουμε τη Δημοκρατία όπου κυρίαρχος είναι ο νόμος, διότι αυτός εκφράζει επίσημα το κοινό συμφέρον της πολιτείας.
Όταν λόγω των κοινωνικών συνθηκών και συγκυριών το κοινό συμφέρον αλλάζει, τότε η Δημοκρατία δίνει τα θεσμικά εργαλεία στους πολίτες να αλλάζουν και τον νόμο, αφού το ένα αποτελεί φυσική συνέχεια του άλλου και Δημοκρατία χωρίς διαρκή αυτοθέσμιση δεν υπάρχει.
Σε αυτήν τη μορφή της Δημοκρατίας, η εκκλησία του Δήμου ή η συνέλευση του λαού εκδίδει ψηφίσματα μόνο για ειδικές περιπτώσεις• είτε όταν δεν υπάρχει νόμος που να καθορίζει τι πρέπει να γίνει, είτε – όπως μας λέει κι ο Αριστοτέλης – για να αντιμετωπιστούν οι λεπτομέρειες εκείνες που δεν καλύπτει η γενικότητα του νόμου.
Συνεπώς, όταν κάποιος παίρνει τον λόγο στην εκκλησία του Δήμου και, ενώ υπάρχει νόμος που ορίζει τι πρέπει να γίνει, αυτός φέρνει το ζήτημα στην κρίση του λαού και ο λαός το αποδέχεται, τότε ο δημαγωγός και ο λαός έχουν από κοινού καταλύσει τη δημοκρατική νομιμότητα και λειτουργούν ως κοινοί τύραννοι.
Άρα, λοιπόν, η Δημοκρατία, για να καταφέρει να προασπίσει επιτυχώς το κοινό συμφέρον, οφείλει να είναι αμείλικτη με εκείνους που αμφισβητούν την κυριαρχία των νόμων της και επιδιώκουν την κατάλυσή τους, παραμερίζοντας τους θεσμούς που έχει θέσει.
Σε αντίθετη περίπτωση, αν η Δημοκρατία αποτύχει, τότε ξεπέφτει, αλλοιώνεται, εκφυλίζεται. Τι σχέση μπορεί να έχουν όμως όλα αυτά με εμάς και τη σύγχρονη εποχή μας;
Αν όσα περιγράψαμε παραπάνω τα αναγάγουμε στο σήμερα, θα λέγαμε ότι η Δημοκρατία που κάνει πράξη το κοινό συμφέρον μιας κοινωνίας θα λειτουργούσε κάπως έτσι• η κοινωνία αρχικά κατοχυρώνει στο Σύνταγμά της τους ανώτατους νόμους που εκφράζουν το κοινό συμφέρον των μελών της. Οι συνταγματικοί αυτοί νόμοι αποτελούν το απόλυτο κριτήριο σύμφωνα με το οποίο ασκούνται όλες οι εξουσίες.
Είναι επίσης αυτοί που καθορίζουν το πλαίσιο στο οποίο ασκούν τις αρμοδιότητές τους τα διάφορα πολιτειακά όργανα. Αυτό σημαίνει πως όταν κάποιο θεσμικό όργανο προτείνει έναν νόμο, μια πολιτική ή ένα νέο κυβερνητικό μέτρο, πρέπει, προτού αυτό τεθεί στην κρίση της κοινωνίας, να αποδείξει ότι η πρότασή του δεν παραβιάζει αλλά προασπίζει το θεσπισμένο κοινό συμφέρον (Σύνταγμα).
Ένας τρόπος να τηρείται αυτός ο κανόνας είναι να υποχρεούται το όργανο που εισηγείται την πρόταση να αιτιολογήσει
1) ποιο συνταγματικό νόμο εξυπηρετεί η πρότασή του και
2) με ποιον τρόπο η έγκριση της πρότασής του θα ωφελήσει το σύνολο της κοινωνίας.
Αυτό το στάδιο, με το οποίο ελέγχεται εξονυχιστικά κάθε εισήγηση και πρόταση, φαίνεται απαραίτητο τη στιγμή που όλοι οι νόμοι που ψηφίζονται, όλες οι πολιτικές που ακολουθούνται, όλα τα μέτρα που λαμβάνονται σε μια πολιτεία, δεν έχουν άλλο λόγο ύπαρξης από τη βέλτιστη εφαρμογή του κοινού συμφέροντος• να διευκολύνουν δηλαδή ολοένα και περισσότερους πολίτες κάθε φορά, αν όχι όλους, να απολαύσουν στον μέγιστο βαθμό τα κοινωνικά και πολιτικά αγαθά εκείνα που η ίδια η κοινωνία έχει θέσει στο Σύνταγμά της.
Κάτι τέτοιο, αν ίσχυε, θα λειτουργούσε ως ασπίδα προστασίας της Δημοκρατίας απέναντι στους κάθε λογής επιτήδειους που επιδιώκουν δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς ενάντια στο κοινό συμφέρον.
Με ορισμένους μάλιστα θεσμούς ακόμα, όπως π.χ. την παραδειγματική τιμωρία εκείνου που τολμά να προτείνει νόμο ενάντια στο κοινό συμφέρον (κάτι που ίσχυε στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία) ή την αυστηρή απαγόρευση να τίθεται στην κρίση του λαού ζήτημα το οποίο έχει ήδη κριθεί από τον συνταγματικό νόμο που έχει θέσει η κοινωνία, το δημοκρατικό πολίτευμα θα στερεωθεί σε ακόμα πιο στέρεες βάσεις και θα μειωθεί δραματικά η δυνατότητα των εχθρών της Δημοκρατίας να τη χειραγωγήσουν και να την εκμεταλλευτούν προς όφελος τρίτων.
Σύμφωνα με όσα αναλύσαμε παραπάνω, βλέπουμε ότι διαμορφώνεται ένα δημοκρατικό πολίτευμα όπου ο συνταγματικός νόμος είναι ο απόλυτος κυρίαρχος, διότι σε αυτόν η κοινωνία έχει εναποθέσει την εφαρμογή και την προάσπιση του κοινού συμφέροντος.
Σε αυτό το πολίτευμα, όπου τελικά το κοινό συμφέρον είναι αυτό που κυριαρχεί μέσω των συνταγματικών νόμων, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει χώρος για δημαγωγία, η οποία μπορεί να οδηγήσει πέρα από την κατάλυση των θεσμών και στην παραβίαση των συμφερόντων της κοινωνίας.Σε αυτό το πολίτευμα, δια της θεσμικής ανωτερότητας του συνταγματικού νόμου τον οποίο υπηρετούν όλα τα όργανα της πολιτείας, το κοινό συμφέρον προστατεύεται από τους επιτήδειους που θέλουν να το αλλοιώσουν, αλλά ακόμα κι από τον «κακό εαυτό» που είναι δυνατόν να εκδηλώσει μια κοινωνία, όταν χειραγωγείται, κατευθύνεται και κυριαρχείται από τα κατώτερα ένστικτά της.
Σε αυτό το πολίτευμα λοιπόν, όπου το κοινό συμφέρον της κοινωνίας θριαμβεύει και δεν δημαγωγείται, ούτε γίνεται αντικείμενο αλλοίωσης από χειραγωγούμενες πλειοψηφίες, οφείλουμε να στηρίξουμε τη Δημοκρατία μας.
Θεμέλιος λίθος μιας τέτοιας Δημοκρατίας δεν μπορεί παρά να είναι η θέσπιση ενός καινούργιου Συντάγματος από την ίδια την κοινωνία, στο οποίο θα καθορίζεται η έννοια του κοινού συμφέροντος όπως αυτό το αντιλαμβάνεται η ελληνική κοινωνία τη στιγμή της δημιουργίας του. Αυτό το κοινό συμφέρον θα κληθεί να το εφαρμόσει και να το υπερασπιστεί η Δημοκρατία που μόλις περιγράψαμε.
Μας λέει, λοιπόν, ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του ότι «άλλο ένα είδος Δημοκρατίας είναι εκείνο στο οποίο κυρίαρχος δεν είναι ο νόμος αλλά ο λαός. Σε αυτού του τύπου την Δημοκρατία, οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται σύμφωνα με τον νόμο, αλλά σύμφωνα με τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του Δήμου. Σε αυτήν την Δημοκρατία είναι όπου κυριαρχούν οι δημαγωγοί».
Στη συνέχεια μας εξηγεί ο Αριστοτέλης τον μηχανισμό με τον οποίο συμβαίνει αυτό, λέγοντας ότι:
«Στα δημοκρατικά πολιτεύματα όπου η κυριαρχία ανήκει στον νόμο δεν χωρούν δημαγωγοί, ενώ παντού όπου δεν κυριαρχεί ο νόμος οι δημαγωγοί ευδοκιμούν. Γιατί όταν η ανώτατη εξουσία δεν ανήκει στον νόμο αλλά στον λαό, ο λαός γίνεται ο ίδιος μονάρχης κι ας αποτελείται από πολλούς, αφού οι πολλοί κυριαρχούν όχι σαν μεμονωμένα άτομα αλλά όλοι μαζί ως σύνολο. Αυτός ο λαός, ως άλλος απόλυτος μονάρχης επιδιώκει να βασιλεύσει μόνος, δεν περιορίζεται από την κυριαρχία του νόμου, γίνεται δεσποτικός και το πάνω χέρι παίρνουν οι πολιτικοί εκείνοι που, κολακεύοντάς τον, τον καθιστούν υποχείριό τους. Μια τέτοια Δημοκρατία είναι ανάλογη με το είδος αυτό του μοναρχικού πολιτεύματος που ονομάζεται τυραννία. Τα ψηφίσματα του λαού στο είδος αυτό της Δημοκρατίας ισοδυναμούν με διατάγματα τυράννου…».Και προσθέτει στη συνέχεια πως:
«Αυτοί που ευθύνονται στο να έχουν κυρίαρχη δύναμη τα εκάστοτε ψηφίσματα και όχι οι σταθεροί και αναλλοίωτοι νόμοι, είναι οι δημαγωγοί που φέρνουν όλα τα ζητήματα στην κρίση του λαού· και συμβαίνει οι δημαγωγοί να αποκτούν μεγάλη δύναμη, γιατί ο μεν λαός γίνεται κυρίαρχος όλων, αυτοί δε γίνονται οι κυρίαρχοι της γνώμης του λαού, αφού κάνουν τα πλήθη να υπακούν σε αυτούς. Κι όταν τα πράγματα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον των αρχόντων, οι δημαγωγοί λένε ότι «θα τους δικάσει ο λαός» κι ο λαός δέχεται ευχαρίστως την πρόκληση αυτή».Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη όμως,
«με αυτόν τον τρόπο καταλύονται όλοι οι θεσμοί» και γι” αυτό «θα μπορούσε κανείς εύκολα να κατακρίνει τη Δημοκρατία αυτού του είδους ότι δεν είναι καν πολίτευμα, αφού εκεί όπου δεν άρχουν οι νόμοι δεν υπάρχει πολιτεία. Το σωστό είναι η κυριαρχία του νόμου να εκτείνεται παντού, σε όλα τα θέματα, και μόνο για τα επί μέρους ζητήματα να εκδίδουν αποφάσεις οι πολιτειακές αρχές. Συνεπώς, εφόσον η Δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα, είναι φανερό ότι το πολιτειακό σύστημα στο οποίο τα πάντα διοικούνται με ψηφίσματα δεν είναι Δημοκρατία με την κυριολεκτική σημασία της λέξης».Μετά από αυτό το απόσπασμα, στο οποίο ο Αριστοτέλης αναλύει το είδος του δημοκρατικού πολιτεύματος όπου καταλύονται οι νόμοι και κυριαρχούν οι δημαγωγοί, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε πώς πρέπει να λειτουργεί μια Δημοκρατία για να είναι πράγματι αντάξια του ονόματός της και να υπηρετεί το κοινό συμφέρον, αλλά και πώς αυτό επηρεάζει εμάς σήμερα και το σύγχρονο πρόταγμα για Δημοκρατία.
Με βάση την ανάλυση που κάνει ο Αριστοτέλης, τέσσερα φαίνεται ότι είναι τα κύρια ζητήματα που θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας.
Πρώτον, ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν δημοκρατικές πολιτείες όπου κυρίαρχος δεν είναι ο νόμος αλλά ο λαός, ο οποίος διοικεί την πόλη σύμφωνα με τα ψηφίσματα που εκδίδει στην Εκκλησία του Δήμου.
Δεύτερον, αυτός ο λαός ο οποίος, αψηφώντας τον νόμο, θέτει τον εαυτό του πάνω από αυτόν και αποφασίζει για όλα με ψηφίσματα, δεν διαφέρει σε τίποτα από τους τυράννους των μοναρχικών πολιτειών και, αντίστοιχα, τα ψηφίσματα που εκδίδει στην Εκκλησία του Δήμου δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα διατάγματα των τυράννων.
Τρίτον, υπαίτιοι γι” αυτήν την εκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, που οδηγεί στην κατάλυση των νόμων και των θεσμών, είναι οι δημαγωγοί οι οποίοι φέρνουν συνεχώς όλα τα ζητήματα για τα οποία πρέπει να ληφθούν αποφάσεις στην κρίση του λαού κι ο λαός ευχαρίστως αποδέχεται την πρόκληση.
Τέλος, κατ” αυτόν τον τρόπο, ενώ ο λαός κυριαρχεί πάνω στην πολιτεία κατέχοντας την ανώτατη εξουσία, ο ίδιος κυριαρχείται από αυτούς που επηρεάζουν τη γνώμη του την ώρα που καλείται να λάβει τις αποφάσεις. Έτσι, όμως, ο λαός έχει την ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος διοικεί, ενώ στην πραγματικότητα διοικείται δια της δικής του ανώτατης εξουσίας από εκείνους που έχουν την ικανότητα και την βούληση να τον κατευθύνουν και να τον χειραγωγούν.
Αυτό είναι το βασικό νόημα των όσων αναφέρει εδώ ο Αριστοτέλης. Ποια είναι όμως η σημασία όλων αυτών για εμάς σήμερα; Ποιο είναι τελικά το δημοκρατικό πρόταγμα της εποχής μας; Ποια ακριβώς Δημοκρατία θέλουμε; Ποια είναι η Δημοκρατία εκείνη στην οποία δεν χωρούν δημαγωγοί; Ποια είναι η Δημοκρατία εκείνη στην οποία οι εκάστοτε πλειοψηφίες δεν καταδυναστεύουν την κοινωνία; Ποια είναι τέλος η Δημοκρατία που εφαρμόζει το κοινό συμφέρον, αυτό δηλαδή που συμφέρει και είναι ωφέλιμο για όλα τα μέλη μιας κοινωνίας;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε, αν μας ενδιαφέρει η Δημοκρατία στην αυθεντική της έκφραση. Κι ο τρόπος να τα απαντήσουμε είναι σε συνάρτηση με το ζητούμενο της εποχής μας. Ποιο είναι όμως αυτό;
Κατά τη γνώμη μου, το ζητούμενο σήμερα περιλαμβάνει τρία ξεχωριστά βήματα:
Αρχικά να μπορέσουμε ως κοινωνία να προσδιορίσουμε τα στοιχεία εκείνα που εκφράζουν το κοινό συμφέρον του συνόλου της κοινωνίας μας.
Στη συνέχεια, αυτά τα στοιχεία να τα θεσπίσουμε ως τους ανώτατους νόμους της ελληνικής κοινωνίας σε επίπεδο Συντάγματος.
Τέλος, να θεμελιώσουμε ένα δημοκρατικό πολίτευμα που θα εφαρμόζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτούς τους ανώτατους νόμους της πολιτείας μας και ταυτόχρονα θα αποτρέπει την κατάλυσή τους.
Κάτι τέτοιο βέβαια, αν επιτευχθεί, θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στη συνολική θεσμική λειτουργία της πολιτείας μας.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το κοινό συμφέρον, όπως αυτό θα εκφράζεται στους συνταγματικους νόμους που η κοινωνία έχει προηγουμένως θεσπίσει, θα είναι αυτό που κυριαρχεί κι όχι οι δημαγωγοί και οι πρόσκαιρες πλειοψηφίες που παρασύρονται από αυτούς, ενάντια στη θεσπισμένη κυρίαρχη βούληση της κοινωνίας.
Αν λοιπόν το ζητούμενο είναι να καθορίσουμε το κοινό συμφέρον, στη συνέχεια να το θεσπίσουμε και τέλος να το εφαρμόσουμε, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το καταλληλότερο πολίτευμα για να το πετύχουμε.
Κι εφόσον μιλάμε για Δημοκρατία, τότε με ποιας μορφής Δημοκρατία θα το κατορθώσουμε αυτό; Ποια είναι εκείνη η μορφή της Δημοκρατίας, δηλαδή, που παρέχει το θεσμικό πλαίσιο σε μια κοινωνία ώστε να κάνει πράξη αυτό που τη συμφέρει, χωρίς να εξουσιάζεται ούτε από ολιγαρχικές μειοψηφίες αλλά ούτε κι από οχλοκρατικές πλειοψηφίες;
Σύμφωνα με όσα μας παραδίδει ο Αριστοτέλης, η Δημοκρατία που επιτρέπει σε μια κοινωνία να πετύχει τον στόχο της, ο οποίος όπως είπαμε είναι η εφαρμογή του κοινού συμφέροντος, οφείλει να λειτουργεί ως εξής:
το κοινό συμφέρον, αυτό δηλαδή που ωφελεί και τον κάθε πολίτη χωριστά και την πόλη στο σύνολό της, εκφράζεται μέσα από τους κοινούς νόμους της πόλεως, τους οποίους οι πολίτες έχουν από κοινού θεσπίσει (Αριστοτέλης, Πολιτικά).Έτσι, λοιπόν, για να εφαρμοστεί το κοινό συμφέρον, πρέπει υποχρεωτικά να εφαρμοστούν οι νόμοι της πόλεως, οι οποίοι αποτελούν και την μοναδική επίσημη έκφραση αυτού του συμφέροντος.
Ο ρόλος αυτός, της εφαρμογής του κοινού συμφέροντος, ανήκει στις θεσπισμένες αρχές. Οι αρχές, το σύνολο δηλαδή των πολιτειακών αξιωμάτων που υπάρχουν σε μια πολιτεία, θεσπίζονται για να ασκούν διοίκηση σύμφωνα με το κοινό συμφέρον.
Επειδή όμως όπως είπαμε, το κοινό συμφέρον έχει σε μια πολιτεία τη μορφή του νόμου, οι αρχές υποχρεούνται τελικά να ασκούν διοίκηση και να λαμβάνουν τις αποφάσεις σύμφωνα με τους νόμους.
Εδώ λοιπόν είναι που έχουμε τη Δημοκρατία όπου κυρίαρχος είναι ο νόμος, διότι αυτός εκφράζει επίσημα το κοινό συμφέρον της πολιτείας.
Όταν λόγω των κοινωνικών συνθηκών και συγκυριών το κοινό συμφέρον αλλάζει, τότε η Δημοκρατία δίνει τα θεσμικά εργαλεία στους πολίτες να αλλάζουν και τον νόμο, αφού το ένα αποτελεί φυσική συνέχεια του άλλου και Δημοκρατία χωρίς διαρκή αυτοθέσμιση δεν υπάρχει.
Σε αυτήν τη μορφή της Δημοκρατίας, η εκκλησία του Δήμου ή η συνέλευση του λαού εκδίδει ψηφίσματα μόνο για ειδικές περιπτώσεις• είτε όταν δεν υπάρχει νόμος που να καθορίζει τι πρέπει να γίνει, είτε – όπως μας λέει κι ο Αριστοτέλης – για να αντιμετωπιστούν οι λεπτομέρειες εκείνες που δεν καλύπτει η γενικότητα του νόμου.
Συνεπώς, όταν κάποιος παίρνει τον λόγο στην εκκλησία του Δήμου και, ενώ υπάρχει νόμος που ορίζει τι πρέπει να γίνει, αυτός φέρνει το ζήτημα στην κρίση του λαού και ο λαός το αποδέχεται, τότε ο δημαγωγός και ο λαός έχουν από κοινού καταλύσει τη δημοκρατική νομιμότητα και λειτουργούν ως κοινοί τύραννοι.
Άρα, λοιπόν, η Δημοκρατία, για να καταφέρει να προασπίσει επιτυχώς το κοινό συμφέρον, οφείλει να είναι αμείλικτη με εκείνους που αμφισβητούν την κυριαρχία των νόμων της και επιδιώκουν την κατάλυσή τους, παραμερίζοντας τους θεσμούς που έχει θέσει.
Σε αντίθετη περίπτωση, αν η Δημοκρατία αποτύχει, τότε ξεπέφτει, αλλοιώνεται, εκφυλίζεται. Τι σχέση μπορεί να έχουν όμως όλα αυτά με εμάς και τη σύγχρονη εποχή μας;
Αν όσα περιγράψαμε παραπάνω τα αναγάγουμε στο σήμερα, θα λέγαμε ότι η Δημοκρατία που κάνει πράξη το κοινό συμφέρον μιας κοινωνίας θα λειτουργούσε κάπως έτσι• η κοινωνία αρχικά κατοχυρώνει στο Σύνταγμά της τους ανώτατους νόμους που εκφράζουν το κοινό συμφέρον των μελών της. Οι συνταγματικοί αυτοί νόμοι αποτελούν το απόλυτο κριτήριο σύμφωνα με το οποίο ασκούνται όλες οι εξουσίες.
Είναι επίσης αυτοί που καθορίζουν το πλαίσιο στο οποίο ασκούν τις αρμοδιότητές τους τα διάφορα πολιτειακά όργανα. Αυτό σημαίνει πως όταν κάποιο θεσμικό όργανο προτείνει έναν νόμο, μια πολιτική ή ένα νέο κυβερνητικό μέτρο, πρέπει, προτού αυτό τεθεί στην κρίση της κοινωνίας, να αποδείξει ότι η πρότασή του δεν παραβιάζει αλλά προασπίζει το θεσπισμένο κοινό συμφέρον (Σύνταγμα).
Ένας τρόπος να τηρείται αυτός ο κανόνας είναι να υποχρεούται το όργανο που εισηγείται την πρόταση να αιτιολογήσει
1) ποιο συνταγματικό νόμο εξυπηρετεί η πρότασή του και
2) με ποιον τρόπο η έγκριση της πρότασής του θα ωφελήσει το σύνολο της κοινωνίας.
Αυτό το στάδιο, με το οποίο ελέγχεται εξονυχιστικά κάθε εισήγηση και πρόταση, φαίνεται απαραίτητο τη στιγμή που όλοι οι νόμοι που ψηφίζονται, όλες οι πολιτικές που ακολουθούνται, όλα τα μέτρα που λαμβάνονται σε μια πολιτεία, δεν έχουν άλλο λόγο ύπαρξης από τη βέλτιστη εφαρμογή του κοινού συμφέροντος• να διευκολύνουν δηλαδή ολοένα και περισσότερους πολίτες κάθε φορά, αν όχι όλους, να απολαύσουν στον μέγιστο βαθμό τα κοινωνικά και πολιτικά αγαθά εκείνα που η ίδια η κοινωνία έχει θέσει στο Σύνταγμά της.
Κάτι τέτοιο, αν ίσχυε, θα λειτουργούσε ως ασπίδα προστασίας της Δημοκρατίας απέναντι στους κάθε λογής επιτήδειους που επιδιώκουν δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς ενάντια στο κοινό συμφέρον.
Με ορισμένους μάλιστα θεσμούς ακόμα, όπως π.χ. την παραδειγματική τιμωρία εκείνου που τολμά να προτείνει νόμο ενάντια στο κοινό συμφέρον (κάτι που ίσχυε στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία) ή την αυστηρή απαγόρευση να τίθεται στην κρίση του λαού ζήτημα το οποίο έχει ήδη κριθεί από τον συνταγματικό νόμο που έχει θέσει η κοινωνία, το δημοκρατικό πολίτευμα θα στερεωθεί σε ακόμα πιο στέρεες βάσεις και θα μειωθεί δραματικά η δυνατότητα των εχθρών της Δημοκρατίας να τη χειραγωγήσουν και να την εκμεταλλευτούν προς όφελος τρίτων.
Σύμφωνα με όσα αναλύσαμε παραπάνω, βλέπουμε ότι διαμορφώνεται ένα δημοκρατικό πολίτευμα όπου ο συνταγματικός νόμος είναι ο απόλυτος κυρίαρχος, διότι σε αυτόν η κοινωνία έχει εναποθέσει την εφαρμογή και την προάσπιση του κοινού συμφέροντος.
Σε αυτό το πολίτευμα, όπου τελικά το κοινό συμφέρον είναι αυτό που κυριαρχεί μέσω των συνταγματικών νόμων, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει χώρος για δημαγωγία, η οποία μπορεί να οδηγήσει πέρα από την κατάλυση των θεσμών και στην παραβίαση των συμφερόντων της κοινωνίας.Σε αυτό το πολίτευμα, δια της θεσμικής ανωτερότητας του συνταγματικού νόμου τον οποίο υπηρετούν όλα τα όργανα της πολιτείας, το κοινό συμφέρον προστατεύεται από τους επιτήδειους που θέλουν να το αλλοιώσουν, αλλά ακόμα κι από τον «κακό εαυτό» που είναι δυνατόν να εκδηλώσει μια κοινωνία, όταν χειραγωγείται, κατευθύνεται και κυριαρχείται από τα κατώτερα ένστικτά της.
Σε αυτό το πολίτευμα λοιπόν, όπου το κοινό συμφέρον της κοινωνίας θριαμβεύει και δεν δημαγωγείται, ούτε γίνεται αντικείμενο αλλοίωσης από χειραγωγούμενες πλειοψηφίες, οφείλουμε να στηρίξουμε τη Δημοκρατία μας.
Θεμέλιος λίθος μιας τέτοιας Δημοκρατίας δεν μπορεί παρά να είναι η θέσπιση ενός καινούργιου Συντάγματος από την ίδια την κοινωνία, στο οποίο θα καθορίζεται η έννοια του κοινού συμφέροντος όπως αυτό το αντιλαμβάνεται η ελληνική κοινωνία τη στιγμή της δημιουργίας του. Αυτό το κοινό συμφέρον θα κληθεί να το εφαρμόσει και να το υπερασπιστεί η Δημοκρατία που μόλις περιγράψαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου