Ο χριστιανισμός καταδίκασε τα ερωτικά και τα σεξουαλικά εις το πυρ το εξώτερον.
«Όσο δεν αντιλαμβανόμαστε την ηθική του χριστιανισμού ως βαρύ έγκλημα κατά της ζωής, το παιχνίδι είναι πολύ εύκολο για τους υπερασπιστές του». Νίτσε
«Το πιο σημαντικό επίτευγμα του χριστιανισμού ήταν η ανάδειξη της σεξουαλικότητας σε ‘πρόβλημα’… Χρειαζόμαστε μια πνευματική στάση που δεν θα βλέπει τη σεξουαλικότητα ως ‘πρόβλημα’ αλλά ως ‘ευχαρίστηση’. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν διαθέτουν όμως την απαραίτητη ασφάλεια – συχνά μάλιστα ούτε την αγάπη.»
ALEX COMFORT
Ο ελληνικός πολιτισμός ουδέποτε καταφέρθηκε στα αφροδίσια. Απεναντίας καθιέρωσε θεούς και θεές προς υποστήριξή τους. Τα αρώματα των αφροδισίων μοσχοβολούσαν παντού και πάντοτε. Το διαπιστώνει κανείς και από τις πάμπολλες λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν περί αυτών. Θα σας παραθέσουμε κάποιες από τα.
Λεξικό του Ησύχιου (4ος αιώνας μ.Χ.)
αντιβάλανος ή κικκίς και η από των αιδίων δυσοσμία
α(να)σιμούν από τα ζώα προς οχείαν ορμώντα οσφραίνεσθαι.
αποκολοκαύτωσις παρ’ Ινδοίς η συνουσία, οι δε Παφλαγόσι τινών χριομένων τα αιδεία δονείν παρέχει.
Αστυάνασσα Ελένης θεράπαινα ήτις πρώτη εξεύρεν Αφροδίτην και ακόλαστα σχήματα.
αφροδισία άγρα τους πέρδικας, τη δε θηλεία παλεύοντες αιρούσιν αυτούς αλλά μάλλον την των συών (χοίρων), δια το καταφερές είναι το ζώον προς συνουσίαν. Καρπάν γε τοι και κάπραιναν από τούτου. των αιγών γονήν και γαρ το ζώον λίαν επτόηται προς τα αφροδίσια, ώστε εις εαυτόν υβρίζει.
βαρδήν βαρδίσαγνος το βιάζεσθαι γυναίκας (Αμπρακιώται).
βινητιάν το πασχιτιάν, όρεξις επί συνουσία
βιβάζει οχεύει επί των θρεμμάτων, υβρίζει (κτηνοβασία).
βριμάζει οργά εις συνουσία.
βριμή απειλή και γυναικεία αρρητοποιία (άπρεπα).
γνυπετείν ασθενείν, μαλακίζεσθαι.
διαλέγεσθαι επί του συνουσιάζειν.
Διονύσου γάμος της του βασιλέως γυναικός και του θεού γίνεται γάμος.
έγνω ωμίλησεν ανήρ προς γυναίκα.
εθόρνυτο ωχεύετο.
ελάφου πηρίς (όρχις). ούτος δοκεί βρωθείς προς συνουσίαν αρμόζειν.
επιπείρει μοιχεύεται ή μοιχεύει.
ευκυβείν όπερ νυν ευβολείν, γυναικομανία.
εώσας το χαλάν το αιδοίον.
ζυγείς γαμήσας.
ηδυλισμός συνουσία.
θαρνεύει οχεύει, σπείρει, φυτεύει.
θηλύνει μαλάσσει.
θηλυτεράων θηλειών των μόνων εγκυμόνων πλησιαζουσών ανδράσι, των δε άλλων ζώων ουδέν.
θορείν πηδήσαι, ορμήσαι, οχεύσαι.
θόρος βάτης αφροδισιαστής, οχεία, η έκκρισι του σπέρματος.
θουρήεντος λάγνου θουρηταίς μίξη ζώων, θούρητα οχεία.
θούριδες νύμφαι μούσαι (Μακ.).
ίυγξ φίλτρον από ίυγγος του ορνείου (και κιναίδιον καλείται), επιτήδειον εις τας μαγγανείας (και Αφροδίτη αυτώ χρήσθαι), ίυγγας τα κατασκευαζόμενα υπ’ αυτο εις έρωτας.
κάπρας ακολασίας. καπράν = γαμάν χοίρους εν οργασμώ όντες.
καράς ο αποσπερματισμός.
Καρικόν ευτελές μικρόν και αφροδισιακό σχήμα αισχρόν.
καταγνωττίζειν βλασφημείν και (καταγνωττίσματα) τα ερωτικά και περίεργα φιλήματα.
κατανένοχε συνουσιάκεν.
Κίρων αδύνατος προς συνουσίαν και αιδοίου βλάβη και κυρίως μεν ο σάτυρος και ο εντεταμένος, ο γυναικάς, και μη δυνάμενος χρήσθαι.
κιττά(ι)ν γλίχεσθαι επί των γυναικών επιθυμείν.
κλειτοριάζειν το ψηλαφάν.
κωβήλη συνουσία.
κωχεύουσιν οχούσιν, μετεωρίζουσι. Σοφοκλ. Καμικίοις.
Λαπαραί κατωφερείς προς τα αφροδίσια.
Λέαινα επί τυροκνήστιδος (ξύστρον δι ου ξέεται ο τυρός), σχήμα συνουσίας ακόλαστον.
λεσβιάζειν προς άνδρα στοματεύειν (Προσέξτε ότι άλλως νοείται σήμερα).
μήλω βαλείν και εις έρωτα υπαγαγέσθαι.
μίξις συνουσία.
μυκλοί λάγνοι και οχευταί, μυκλός = οχευτής.
μυσιάν αναπνείν ή συνουσιάζοντα πνευστιάν.
Μύτις ιχθύς θήλεια, ήτις άνευ άρρενος ου νέμεται και ο προς αφροδίσια εκλελυμένος.
Μυχλός σκολιός, οχευτής, λάγνης, μοιχός, ακρατής. Φωκείς δε και όνους τους επί οχείαν πεμπομένους.
Νυμφόβας Αχαιός ο Σειληνός επιβαίνων ταις Νύμφαις.
οαρίζειν άνδρας και γυναίκας ομιλείν (οαριστύν, μάχην).
οίστρος ερεθισμός, ο λεγόμενος μυία, μανία, αφροδισίων πύρωσις, λύσσα, φόβος.
οίφειν οχεύειν.
όαροι … και παιδιάν περί τα αφροδίσια.
οπυίειν γαμείν.
οπυ(ι)όλαι γεγαμηκότες.
ορθοσταδόν το ορθόν αφροδισιάζειν.
παιδικά τα ερωτικά και οι ερωμένοι, επί της προς γυναίκας συνουσίας.
πλευμονία νόσος η ερωτική.
πτοιάσθαι το οργάν προς συνουσίαν.
ραφανιδωθήναι τους μοιχούς ταις ραφανίσιν ήλλανον κατά της έδρας… τις γαρ αντί της ραφανίδος ορών, οξυθυμίαν έλθοι προς ημάς; (έβαζαν ραπάνι στον πρωκτό των μοιχών).
Σαλαβακχώ πόρνης όνομα. από δε ταύτης και τας κατωφερείς εις τα αφροδίσια (Αττικοί).
Σαλαμβώ η Αφροδίτη παρά Βαβυλωνίοις.
σαύσακος τυρούς απαλούς ευτρόφους και δοκούσι δε ούτοι (ευ)επιφόρους ποιείν προς συνουσίαν.
σκοροδούν συνουσιάζειν
σκύλαξ σχήμα αφροδισιακόν, ως το των φοινικιζόντων (παθητικός ομοφυλόφιλος).
σμορδούν το συνουσιάζειν.
σμόρδωνες υποκοριστικώς από των μορίων ως πόσθωνες (ψωλαράδες).
σπλεκούν πλησιάζειν, συνουσιάζειν, περαίνειν.
συββάλας ο καταφερής προς τα αφροδίσια.
συκάζει δοκιμάζει. συκοφαντεί, ή σύκα τρώγει. και το κνίζειν εν ταις ερωτικαίς ομιλίας.
Συκάτης ο Διόνυσος.
συμμίσγειν ομιλείν, συνουσιάζειν.
σύναρξις συνουσία και τα όμοια.
τέλειοι οι γεγαμηκότες.
τένθαι λωποδήται, μοιχοί.
τετελεσταί γεγένηται. οι δε γεγάμηκεν.
τογέρα μοιχός, λαλαχός.
τρυγών ιχθύς θαλλάσιος, ής το κέντρον δηλητήριον και όρνις και η των γυναικών μίξις και σύντροφος.
τρώζειν ψιθυρίζειν, συνουσιάζειν (Κύπρ.).
τυρόκνησις σχήμα των ακολάστων οι δε μάχαιραν.
υγρός ο ευκαταφερής εις ηδονάς.
υμήν … και το διαφανές και το τοις γαμούσιν επαυλούμενον υμέναιος.
φιλήτωρ εραστής.
Φίλιπποι μοιχοί.
φιλότης φιλία, η συνουσία.
ψόαν οχεύτρια.
Ερωτική σκηνή σε ερυθρόμορφο αγγείο, 510-500 π.Χ.
Από το λεξικό των LIDDELL & SCOTT
άθορος ο μη βατεύσας επί ζώων.
αναβάτης ίππος οχευτής.
αναθυάω οργώ πάλιν προς συνουσίαν, επί χοίρων. επί ανθρώπων και νέων και γερόντων.
ανακυίσκω έρχομαι πάλιν εις συνουσίαν
ανασιμόω επ’ οχεία ασφραινομένων των όνων.
ανασεισίφαλλος ο τον φαλλόν ανασείων.
αναστόμωσις επί της ερεθιστικής ενεργείας των κοπρισμάτων (θα πρέπει να αναφέρεται στους όνους και στους ίππους;).
αναφλάω μαλάσσω δια της χειρός το αιδοίον.
ανεμώνη και φίλημα.
ανοχέω οχώ προς τα άνω.
απομύζουρις η γνωττοδεψούσα, επί αισχράς γυναικός απομυζώσης, θηλαζούσης την ουράν ήτοι το αιδοίον του ανδρός.
αρπαξομίλης ο αρπάζων τας αφροδισίους ομιλίας και ραδίως διακορής γινόμενος.
αύρα … επί της ελκυστικής επιδράσεως του θήλεος.
αφεδρεύω απομάκρυνσις από γυναικός εξ αιτίας εμμήνων.
βαίνω επί του άρενος, οχούμαι, μίγνυμαι.
βατέω οχώ, βάτης.
βιβάζω επί ζώων, αναβιβάζω το άρρεν επί το θήλυ. βιβαστής.
βινέω επί παρανόμου συνουσίας.
βινητιάω επιθυμώ συνουσίας.
βουθόρος ταύρος οχεύων.
βρώμος δυσωδία ιδία των ζώων εν οχεία.
γονοπότης σπερματοπότης.
δρεπτός είδος φιλήματος αρπακτόν.
εγκίσσωσις η όχευσις.
ελάβνω βινέω (επί παρανόμου συνουσίας).
εφίζω αφίνω τον άρρενα επί την θήλαιαν.
ιμερόομαι επί θηλέος, συνουσιάζομαι.
καθιππάζομαι επί αισχράς σημασίας.
κήλων …. οχευτής ίππος.
κλειτοριάζω ψαύω την κλειτορίδαν.
κλύσμα … επί καταπύγωνος ή κιναίδου, επί εταίρας.
κοίνωμα συνουσία.
κόνδαξ επί σαρκικής συνουσίας.
κόροιφος βινών, εγγαστρώνων τας κόρας.
κριθιάω κριθάω, σφριγώ προς ακολασία.
κυνητίνδα παιγνίδιον του φιλήματος.
λαισποδίας ακρατής περί τα αφροδίσια ώστε και τα κτήνη σποδείν.
λαφύω λαφύειν, το εις εαυτόν ασχημονείν.
λειχάζω λείχω, γνωττοδεψώ επί αισχράς σημασίας.
λέχος συνουσία.
λήκημα αφριδισιασμός, λαγνεία, πορνεία.
λοίσθων ακρατής περί τα αφροδίσια.
λυσσητικός
μάνδαλος … φίλημα γινόμενον με την γλώσσαν προέχουσαν.
μάργος αισχρός, ασελγής.
μάχαιρα-ψαλίς το μέχρι δέρματος ξύρισμα εις τιμωρίαν μοιχών.
μαχλάω ακόλαστος, ασελγής, μάχλος, μαχλίς.
μετέρχομαι κάμνω έρωτα προς γυναίκα.
μητρομανία μέγας ερεθισμός της μήτρας μετ’ εφέσεως προς συνουσίαν.
μιαιφθορέω εκτελώ αιμομιξίαν.
μίγνυμι συνουσιάζομαι.
μιξοιφία συνουσία.
νηττάριον υποκοριστικό του νήττα (πάπια), τρυφερά αγάπη.
νωτοβατέω επιβαίνω επί των νώτων, επί αισχράς σημασίας.
ξεινοβάκχη η μανιώδης εξ έρωτος προς τον ξένον.
οίφω οιφόλης, καταφερής προς γυναίκα.
οπνίω .. βινώ, επί παρανόμου συνουσίας.
ορχιπεδέω άπτομαι των όρχεων και κρατώ αυτούς αισχρώς, ορχιπεδίζω.
ουρέω εκσπερματίζω.
παίω … επί συνουσίας.
πασχητιάω επιθυμώ μίξιν παρά φύσιν.
Περιβασώ άσεμνον όνομα της Αφροδίτης.
πλήσμα όχευμα.
σκερός αιδοιολείκτης.
σκιμβασμός είδος φιλήματος.
σκίνδαρος απρεπές σχήμα, «φάσκελον», η επανάστασις νυκτός αφροδισίων ένεκα.
σκύζα οργασμός, ασέλγεια.
σπλεκόω συνουσιάζομαι.
τράγος … λαγνεία, αισχρότης.
τρυπάω αντί του βινείν.
φοιτάω … επί σαρκικής μίξεως.
ψηνίζω επί αισχράς σημασίας.
βασαγίκορ ο θάσσον συνουσιάζων.
βοικεί γαμίσκει.
λαλαχεύομαι τω ακολάστω.
Ο ερωτικός βίος στην αρχαία Ελλάδα
«Το πιο σημαντικό επίτευγμα του χριστιανισμού ήταν η ανάδειξη της σεξουαλικότητας σε ‘πρόβλημα’… Χρειαζόμαστε μια πνευματική στάση που δεν θα βλέπει τη σεξουαλικότητα ως ‘πρόβλημα’ αλλά ως ‘ευχαρίστηση’. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν διαθέτουν όμως την απαραίτητη ασφάλεια – συχνά μάλιστα ούτε την αγάπη.»
ALEX COMFORT
Ο ελληνικός πολιτισμός ουδέποτε καταφέρθηκε στα αφροδίσια. Απεναντίας καθιέρωσε θεούς και θεές προς υποστήριξή τους. Τα αρώματα των αφροδισίων μοσχοβολούσαν παντού και πάντοτε. Το διαπιστώνει κανείς και από τις πάμπολλες λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν περί αυτών. Θα σας παραθέσουμε κάποιες από τα.
Λεξικό του Ησύχιου (4ος αιώνας μ.Χ.)
αντιβάλανος ή κικκίς και η από των αιδίων δυσοσμία
α(να)σιμούν από τα ζώα προς οχείαν ορμώντα οσφραίνεσθαι.
αποκολοκαύτωσις παρ’ Ινδοίς η συνουσία, οι δε Παφλαγόσι τινών χριομένων τα αιδεία δονείν παρέχει.
Αστυάνασσα Ελένης θεράπαινα ήτις πρώτη εξεύρεν Αφροδίτην και ακόλαστα σχήματα.
αφροδισία άγρα τους πέρδικας, τη δε θηλεία παλεύοντες αιρούσιν αυτούς αλλά μάλλον την των συών (χοίρων), δια το καταφερές είναι το ζώον προς συνουσίαν. Καρπάν γε τοι και κάπραιναν από τούτου. των αιγών γονήν και γαρ το ζώον λίαν επτόηται προς τα αφροδίσια, ώστε εις εαυτόν υβρίζει.
βαρδήν βαρδίσαγνος το βιάζεσθαι γυναίκας (Αμπρακιώται).
βινητιάν το πασχιτιάν, όρεξις επί συνουσία
βιβάζει οχεύει επί των θρεμμάτων, υβρίζει (κτηνοβασία).
βριμάζει οργά εις συνουσία.
βριμή απειλή και γυναικεία αρρητοποιία (άπρεπα).
γνυπετείν ασθενείν, μαλακίζεσθαι.
διαλέγεσθαι επί του συνουσιάζειν.
Διονύσου γάμος της του βασιλέως γυναικός και του θεού γίνεται γάμος.
έγνω ωμίλησεν ανήρ προς γυναίκα.
εθόρνυτο ωχεύετο.
ελάφου πηρίς (όρχις). ούτος δοκεί βρωθείς προς συνουσίαν αρμόζειν.
επιπείρει μοιχεύεται ή μοιχεύει.
ευκυβείν όπερ νυν ευβολείν, γυναικομανία.
εώσας το χαλάν το αιδοίον.
ζυγείς γαμήσας.
ηδυλισμός συνουσία.
θαρνεύει οχεύει, σπείρει, φυτεύει.
θηλύνει μαλάσσει.
θηλυτεράων θηλειών των μόνων εγκυμόνων πλησιαζουσών ανδράσι, των δε άλλων ζώων ουδέν.
θορείν πηδήσαι, ορμήσαι, οχεύσαι.
θόρος βάτης αφροδισιαστής, οχεία, η έκκρισι του σπέρματος.
θουρήεντος λάγνου θουρηταίς μίξη ζώων, θούρητα οχεία.
θούριδες νύμφαι μούσαι (Μακ.).
ίυγξ φίλτρον από ίυγγος του ορνείου (και κιναίδιον καλείται), επιτήδειον εις τας μαγγανείας (και Αφροδίτη αυτώ χρήσθαι), ίυγγας τα κατασκευαζόμενα υπ’ αυτο εις έρωτας.
κάπρας ακολασίας. καπράν = γαμάν χοίρους εν οργασμώ όντες.
καράς ο αποσπερματισμός.
Καρικόν ευτελές μικρόν και αφροδισιακό σχήμα αισχρόν.
καταγνωττίζειν βλασφημείν και (καταγνωττίσματα) τα ερωτικά και περίεργα φιλήματα.
κατανένοχε συνουσιάκεν.
Κίρων αδύνατος προς συνουσίαν και αιδοίου βλάβη και κυρίως μεν ο σάτυρος και ο εντεταμένος, ο γυναικάς, και μη δυνάμενος χρήσθαι.
κιττά(ι)ν γλίχεσθαι επί των γυναικών επιθυμείν.
κλειτοριάζειν το ψηλαφάν.
κωβήλη συνουσία.
κωχεύουσιν οχούσιν, μετεωρίζουσι. Σοφοκλ. Καμικίοις.
Λαπαραί κατωφερείς προς τα αφροδίσια.
Λέαινα επί τυροκνήστιδος (ξύστρον δι ου ξέεται ο τυρός), σχήμα συνουσίας ακόλαστον.
λεσβιάζειν προς άνδρα στοματεύειν (Προσέξτε ότι άλλως νοείται σήμερα).
μήλω βαλείν και εις έρωτα υπαγαγέσθαι.
μίξις συνουσία.
μυκλοί λάγνοι και οχευταί, μυκλός = οχευτής.
μυσιάν αναπνείν ή συνουσιάζοντα πνευστιάν.
Μύτις ιχθύς θήλεια, ήτις άνευ άρρενος ου νέμεται και ο προς αφροδίσια εκλελυμένος.
Μυχλός σκολιός, οχευτής, λάγνης, μοιχός, ακρατής. Φωκείς δε και όνους τους επί οχείαν πεμπομένους.
Νυμφόβας Αχαιός ο Σειληνός επιβαίνων ταις Νύμφαις.
οαρίζειν άνδρας και γυναίκας ομιλείν (οαριστύν, μάχην).
οίστρος ερεθισμός, ο λεγόμενος μυία, μανία, αφροδισίων πύρωσις, λύσσα, φόβος.
οίφειν οχεύειν.
όαροι … και παιδιάν περί τα αφροδίσια.
οπυίειν γαμείν.
οπυ(ι)όλαι γεγαμηκότες.
ορθοσταδόν το ορθόν αφροδισιάζειν.
παιδικά τα ερωτικά και οι ερωμένοι, επί της προς γυναίκας συνουσίας.
πλευμονία νόσος η ερωτική.
πτοιάσθαι το οργάν προς συνουσίαν.
ραφανιδωθήναι τους μοιχούς ταις ραφανίσιν ήλλανον κατά της έδρας… τις γαρ αντί της ραφανίδος ορών, οξυθυμίαν έλθοι προς ημάς; (έβαζαν ραπάνι στον πρωκτό των μοιχών).
Σαλαβακχώ πόρνης όνομα. από δε ταύτης και τας κατωφερείς εις τα αφροδίσια (Αττικοί).
Σαλαμβώ η Αφροδίτη παρά Βαβυλωνίοις.
σαύσακος τυρούς απαλούς ευτρόφους και δοκούσι δε ούτοι (ευ)επιφόρους ποιείν προς συνουσίαν.
σκοροδούν συνουσιάζειν
σκύλαξ σχήμα αφροδισιακόν, ως το των φοινικιζόντων (παθητικός ομοφυλόφιλος).
σμορδούν το συνουσιάζειν.
σμόρδωνες υποκοριστικώς από των μορίων ως πόσθωνες (ψωλαράδες).
σπλεκούν πλησιάζειν, συνουσιάζειν, περαίνειν.
συββάλας ο καταφερής προς τα αφροδίσια.
συκάζει δοκιμάζει. συκοφαντεί, ή σύκα τρώγει. και το κνίζειν εν ταις ερωτικαίς ομιλίας.
Συκάτης ο Διόνυσος.
συμμίσγειν ομιλείν, συνουσιάζειν.
σύναρξις συνουσία και τα όμοια.
τέλειοι οι γεγαμηκότες.
τένθαι λωποδήται, μοιχοί.
τετελεσταί γεγένηται. οι δε γεγάμηκεν.
τογέρα μοιχός, λαλαχός.
τρυγών ιχθύς θαλλάσιος, ής το κέντρον δηλητήριον και όρνις και η των γυναικών μίξις και σύντροφος.
τρώζειν ψιθυρίζειν, συνουσιάζειν (Κύπρ.).
τυρόκνησις σχήμα των ακολάστων οι δε μάχαιραν.
υγρός ο ευκαταφερής εις ηδονάς.
υμήν … και το διαφανές και το τοις γαμούσιν επαυλούμενον υμέναιος.
φιλήτωρ εραστής.
Φίλιπποι μοιχοί.
φιλότης φιλία, η συνουσία.
ψόαν οχεύτρια.
Ερωτική σκηνή σε ερυθρόμορφο αγγείο, 510-500 π.Χ.
Από το λεξικό των LIDDELL & SCOTT
άθορος ο μη βατεύσας επί ζώων.
αναβάτης ίππος οχευτής.
αναθυάω οργώ πάλιν προς συνουσίαν, επί χοίρων. επί ανθρώπων και νέων και γερόντων.
ανακυίσκω έρχομαι πάλιν εις συνουσίαν
ανασιμόω επ’ οχεία ασφραινομένων των όνων.
ανασεισίφαλλος ο τον φαλλόν ανασείων.
αναστόμωσις επί της ερεθιστικής ενεργείας των κοπρισμάτων (θα πρέπει να αναφέρεται στους όνους και στους ίππους;).
αναφλάω μαλάσσω δια της χειρός το αιδοίον.
ανεμώνη και φίλημα.
ανοχέω οχώ προς τα άνω.
απομύζουρις η γνωττοδεψούσα, επί αισχράς γυναικός απομυζώσης, θηλαζούσης την ουράν ήτοι το αιδοίον του ανδρός.
αρπαξομίλης ο αρπάζων τας αφροδισίους ομιλίας και ραδίως διακορής γινόμενος.
αύρα … επί της ελκυστικής επιδράσεως του θήλεος.
αφεδρεύω απομάκρυνσις από γυναικός εξ αιτίας εμμήνων.
βαίνω επί του άρενος, οχούμαι, μίγνυμαι.
βατέω οχώ, βάτης.
βιβάζω επί ζώων, αναβιβάζω το άρρεν επί το θήλυ. βιβαστής.
βινέω επί παρανόμου συνουσίας.
βινητιάω επιθυμώ συνουσίας.
βουθόρος ταύρος οχεύων.
βρώμος δυσωδία ιδία των ζώων εν οχεία.
γονοπότης σπερματοπότης.
δρεπτός είδος φιλήματος αρπακτόν.
εγκίσσωσις η όχευσις.
ελάβνω βινέω (επί παρανόμου συνουσίας).
εφίζω αφίνω τον άρρενα επί την θήλαιαν.
ιμερόομαι επί θηλέος, συνουσιάζομαι.
καθιππάζομαι επί αισχράς σημασίας.
κήλων …. οχευτής ίππος.
κλειτοριάζω ψαύω την κλειτορίδαν.
κλύσμα … επί καταπύγωνος ή κιναίδου, επί εταίρας.
κοίνωμα συνουσία.
κόνδαξ επί σαρκικής συνουσίας.
κόροιφος βινών, εγγαστρώνων τας κόρας.
κριθιάω κριθάω, σφριγώ προς ακολασία.
κυνητίνδα παιγνίδιον του φιλήματος.
λαισποδίας ακρατής περί τα αφροδίσια ώστε και τα κτήνη σποδείν.
λαφύω λαφύειν, το εις εαυτόν ασχημονείν.
λειχάζω λείχω, γνωττοδεψώ επί αισχράς σημασίας.
λέχος συνουσία.
λήκημα αφριδισιασμός, λαγνεία, πορνεία.
λοίσθων ακρατής περί τα αφροδίσια.
λυσσητικός
μάνδαλος … φίλημα γινόμενον με την γλώσσαν προέχουσαν.
μάργος αισχρός, ασελγής.
μάχαιρα-ψαλίς το μέχρι δέρματος ξύρισμα εις τιμωρίαν μοιχών.
μαχλάω ακόλαστος, ασελγής, μάχλος, μαχλίς.
μετέρχομαι κάμνω έρωτα προς γυναίκα.
μητρομανία μέγας ερεθισμός της μήτρας μετ’ εφέσεως προς συνουσίαν.
μιαιφθορέω εκτελώ αιμομιξίαν.
μίγνυμι συνουσιάζομαι.
μιξοιφία συνουσία.
νηττάριον υποκοριστικό του νήττα (πάπια), τρυφερά αγάπη.
νωτοβατέω επιβαίνω επί των νώτων, επί αισχράς σημασίας.
ξεινοβάκχη η μανιώδης εξ έρωτος προς τον ξένον.
οίφω οιφόλης, καταφερής προς γυναίκα.
οπνίω .. βινώ, επί παρανόμου συνουσίας.
ορχιπεδέω άπτομαι των όρχεων και κρατώ αυτούς αισχρώς, ορχιπεδίζω.
ουρέω εκσπερματίζω.
παίω … επί συνουσίας.
πασχητιάω επιθυμώ μίξιν παρά φύσιν.
Περιβασώ άσεμνον όνομα της Αφροδίτης.
πλήσμα όχευμα.
σκερός αιδοιολείκτης.
σκιμβασμός είδος φιλήματος.
σκίνδαρος απρεπές σχήμα, «φάσκελον», η επανάστασις νυκτός αφροδισίων ένεκα.
σκύζα οργασμός, ασέλγεια.
σπλεκόω συνουσιάζομαι.
τράγος … λαγνεία, αισχρότης.
τρυπάω αντί του βινείν.
φοιτάω … επί σαρκικής μίξεως.
ψηνίζω επί αισχράς σημασίας.
βασαγίκορ ο θάσσον συνουσιάζων.
βοικεί γαμίσκει.
λαλαχεύομαι τω ακολάστω.
Ο ερωτικός βίος στην αρχαία Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου