ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΠΟΧΗ».
… Μέσα σ’ αυτή τη μυστικιστική νύχτα, που σκεπάζει το πρόβλημα του Αναξίμανδρου για το γίγνεσθαι, εισχώρησε ο Ηράκλειτος από την Έφεσο και το φώτισε με μια θεϊκή έκλαμψη. «Ατενίζω το γίγνεσθαι», φωνάζει αυτός, «και κανένας δεν έχει παρατηρήσει με την ίδια προσοχή αυτήν την αιώνια κυματωγή και ρυθμό των πραγμάτων.
Και τι είδα; Σύμφωνες μ’ ένα νόμο καταστάσεις, αλάθητες βεβαιότητες, πάντα όμοιους δρόμους του δικαίου, τις Ερινύες να δικάζουν όλες τις παραβάσεις των νόμων, ολόκληρο τον κόσμο ως το θέαμα μιας άρχουσας δικαιοσύνης και φυσικών δαιμονικών δυνάμεων που είναι πανταχού παρούσες, υποταγμένες στην υπηρεσία της.
Δεν είδα την τιμωρία αυτού που έχει γίνει αλλά την δικαιοσύνη του γίγνεσθαι. Πότε εκδηλώθηκαν το έγκλημα και η έκπτωση με απαραβίαστες μορφές και με ευσεβώς τιμώμενους νόμους; Εκεί που άρχει η αδικία, εκεί υπάρχει αυθαιρεσία, αταξία, απουσία κανόνων, αντίφαση. Το μέρος όμως που βασιλεύουν μόνον ο νόμος και η κόρη του Δία, η Δίκη πώς θα ήταν δυνατόν να είναι η σφαίρα την ενοχής, του εξιλασμού, της καταδίκης, και κατά κάποιο τρόπο ο τόπος της εκτέλεσης όλων των καταδικασμένων;»
Απ’ αυτήν την διαίσθηση ο Ηράκλειτος άντλησε δύο συνδεόμενες αρνήσεις, οι οποίες φωτίζονται πλήρως μόνο από τη σύγκριση με τις θέσεις του προκατόχου του. πρώτα αρνήθηκε τη δυϊκότητα δύο κόσμων τελείως διαφορετικών, την οποία αναγκάσθηκε να παραδεχτεί ο Αναξίμανδρος. Δεν έκανε πια τη διάκριση ανάμεσα σ’ έναν φυσικό και σ’ έναν μεταφυσικό κόσμο, σ’ ένα πεδίο προσδιορισμένων ιδιοτήτων και σ’ ένα πεδίο μη δυνάμενης να οριστεί απροσδιοριστίας.
Μετά, ύστερα απ’ αυτό το πρώτο βήμα, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μην προβεί σε μια ακόμη τολμηρότερη άρνηση: αρνήθηκε το είναι γενικά. Γιατί αυτός είναι ο ένας κόσμος τον οποίο διατήρησε – αυτός ο κόσμος που προστατεύεται από αιώνιους άγραφους νόμους, που ορμάει μπρος και τραβιέται πάλι πίσω κάτω από το σιδερένιο χτύπημα του ρυθμού – δεν δείχνει κατά κανένα τρόπο μια μονιμότητα, μια αφθαρσία, ένα φράγμα στο ρεύμα του.
Ο Ηράκλειτος φωνάζει πιο δυνατά από τον Αναξίμανδρο: «δεν βλέπω τίποτα άλλο από το γίγνεσθαι. Μην πλανάσθε! Αν νομίζεται ότι βλέπετε κάποια στεριά στη θάλασσα του γίγνεσθαι και του φθαρτού, αυτό οφείλεται στην κοντόθωρη ματιά σας κι όχι στην ουσία των πραγμάτων. Χρησιμοποιείτε τα ονόματα των πραγμάτων σαν να είχαν αυτά σταθερή διάρκεια: αλλά ακόμη και το ποτάμι, στο οποίο κατεβαίνετε για δεύτερη φορά, δεν είναι το ίδιο όπως την πρώτη φορά».
Η βασιλική περιουσία του Ηράκλειτου είναι η ύψιστη δύναμη της διαισθητικής παράστασης, ενώ φαίνεται ψυχρός, αναίσθητος, ακόμη και εχθρικός απέναντι σ’ εκείνον τον άλλο τρόπο παράστασης ο οποίος προχωρεί με έννοιες και λογικούς συνδυασμούς, συνεπώς και απέναντι στο Λόγο, και δείχνει να νιώθει ευχαρίστηση όταν μπορεί να του εναντιωθεί με κάποια αλήθεια που έχει αποκτήσει με τη διαίσθηση. Και αυτό κάνει σε θέσεις όπως «κάθε πράγμα, σε κάθε χρονική στιγμή, έχει μέσα του το αντίθετό του», με τέτοια αυθάδεια που ο Αριστοτέλης τον κατηγορεί για το μέγιστο έγκλημα μπροστά στο δικαστήριο του Λόγου, τον κατηγορεί ότι αμάρτησε ενάντια στην αρχή της αντίφασης.
Η διαισθητική παράσταση όμως περικλείει δυο διαφορετικά πράγματα: αρχικά τον παρόντα κόσμο, έναν κόσμο πολύχρωμο και μεταβαλλόμενο, ο οποίος πέφτει πάνω μας δια μέσου όλων των εμπειριών μας. κατόπιν τις συνθήκες μέσω των οποίων γίνεται κατ’ αρχήν δυνατή κάθε εμπειρία, αυτού του κόσμου, ο χώρος και ο χρόνος. Διότι αυτές οι συνθήκες μπορούν να γίνουν αντιληπτές ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία, έστω κι αν δεν έχουν καθορισμένο περιεχόμενο, και από την διαίσθηση, ως καθαρά καθ’ εαυτά.
Όταν λοιπόν ο Ηράκλειτος βλέπει μ’ αυτόν τον τρόπο τον χρόνο, αποχωρισμένο απ’ όλες τις εμπειρίες, έχει στα χέρια του το πιο διδακτικό κλειδί για όλα όσα εμπίπτουν στο πεδίο της διαισθητικής παράστασης. Ο τρόπος με τον οποίο συνέλαβε τον χρόνο είναι όμοιος μ’ εκείνον του Σοπενάουερ παραδείγματος χάρη, στο βαθμό που ο δεύτερος λέει, επαναλαμβάνοντας τον Ηράκλειτο, για τον χρόνο, ότι καθεμιά από τις στιγμές του δεν υπάρχει καταστρέφοντας την προηγούμενη στιγμή, τον πατέρα της, για να καταστραφεί κι αυτή με τη σειρά της εξίσου γρήγορα, ότι το παρελθόν και το μέλλον είναι τόσο μηδαμινά όσο και οποιοδήποτε όνειρο, και ότι, τέλος, το παρόν δεν είναι παρά το δίχως διαστολή και σταθερότητα σύνορο μεταξύ των δύο.
Ο Σοπενάουερ όμως πιστεύει επίσης ότι με τον χρόνο είναι όπως και με τον χώρο, και ότι με τον χώρο είναι όπως με όλα όσα είναι συγχρόνως μέσα στον χρόνο και στον χώρο: όλα αυτά δεν έχουν παρά μια σχετική ενθαδική ύπαρξη, μια ύπαρξη διαμέσου ενός και για ένα άλλο πράγμα, ομοειδές προς αυτά, δηλαδή κάτι που επίσης δεν έχει σταθερότητα.
Αυτή είναι μια αλήθεια άμεση στον ύψιστο βαθμό και προσιτή σε όλους, γεγονός που ακριβώς κάνει πολύ δύσκολη την προσέγγισή της δια των εννοιών και του Λόγου. Όποιος κρατήσει στο μυαλό του αυτήν την αλήθεια, οφείλει επίσης να προχωρήσει παραπέρα στην ηρακλείτεια συνέπεια και να πει ότι ολόκληρη η ουσία της πραγματικότητας πάντα είναι ένα δραν και ότι γι’ αυτήν δεν υπάρχει άλλος τρόπος είναι…
Το ένα και αιώνιο γίγνεσθαι, η ολοκληρωτική έλλειψη σταθερότητας καθετί ενεργά πραγματικού, το οποίο συνεχώς μόνον δρα και γίνεται αλλά δεν είναι, όπως μας διδάσκει ο Ηράκλειτος, είναι μια παράσταση που προκαλεί φόβο και σύγχυση. Στην επίδραση που ασκεί είναι εντελώς ανάλογη με το αίσθημα εκείνου ο οποίος, σ’ έναν σεισμό, χάνει την εμπιστοσύνη του στο στερεό έδαφος. Χρειάζονταν εκπληκτική δύναμη για να μεταμορφωθεί αυτό το αποτέλεσμα στο αντίθετό του, στην υπέροχη και ευτυχισμένη έκπληξη.
Ο Ηράκλειτος το πέτυχε αυτό παρατηρώντας τη χαρακτηριστική πορεία αυτού του γίγνεσθαι και της φθοράς, την οποία συλλαμβάνει υπό τη μορφή της πολικότητας και ως τον χωρισμό μιας δύναμης σε δύο ποιοτικά διαφορετικές, αντιτιθέμενες και αγωνιζόμενες να επανενωθούν δραστηριότητες. Αδιάκοπα μια ιδιότητα χωρίζεται σε δύο αντίθετα, τα οποία τείνουν αδιάκοπα να επανενωθούν.
Ο λαός πιστεύει ότι αναγνωρίζει κάτι άκαμπτο, τελειωμένο, σταθερό. Στην πραγματικότητα όμως φως και σκοτάδι, γλυκό και πικρό είναι κάθε στιγμή συνδεδεμένα και ενωμένα μεταξύ τους όπως δυο παλαιστές από τους οποίους μια ο ένας μια ο άλλος έχει την υπεροχή.
Κατά τον Ηράκλειτο, το μέλι είναι πικρό και γλυκό συγχρόνως, και ο ίδιος ο κόσμος είναι ένας κρατήρας που πρέπει συνεχώς να ανακινείται. Από τον πόλεμο των αντιθέτων γεννιέται όλο το γίγνεσθαι. Οι προσδιορισμένες ιδιότητες που μας φαίνονται διαρκείς εκφράζουν μόνον την στιγμιαία επικράτηση ενός από τους δύο αγωνιζομένους, αλλά ο πόλεμος δεν τελειώνει εδώ, η πάλη συνεχίζεται αιώνια. Τα πάντα συμβαίνουν συναρτήσει αυτού του αγώνα, και ακριβώς αυτός ο αγώνας φανερώνει την αιώνια δικαιοσύνη.
Πρόκειται για μια θαυμαστή παράσταση, δημιουργημένη από την πιο καθαρή πηγή του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος θεωρεί τον αγώνα διηνεκή κυριαρχία μιας ενιαίας, αυστηρής, συνδεδεμένης με αιώνιους νόμους δικαιοσύνης.
Μόνον ένας Έλληνας ήταν ικανός να βρει αυτήν την παράσταση θεμέλιο μιας κοσμοδικίας. Είναι η καλή Έρις του Ησιόδου ανυψωμένη σε αρχή του κόσμου, είναι η σύλληψη του αγώνα που χαρακτηρίζει τον μεμονωμένο Έλληνα και το ελληνικό κράτος. Η σύλληψη αυτή προέρχεται από τα γυμνάσια και τις παλαίστρες, από τους καλλιτεχνικούς αγώνες, από την πάλη μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και των πόλεων, έχει ανυψωθεί και έχει γίνει τόσο γενική που τώρα κινείται μέσα της ο μηχανισμός του κόσμου.
Όπως κάθε Έλληνας αγωνίζεται σαν να είχε μόνον αυτός δίκιο και σαν να καθόριζε κάθε στιγμή ένα τελείως σίγουρο κριτήριο διαιτησίας και κρίσης προς τα πού κλίνει η νίκη, έτσι παλεύουν και οι ιδιότητες μεταξύ τους σύμφωνα με άφθαρτους, εμμενείς στον αγώνα νόμους και κριτήρια.
Τα ίδια τα πράγματα, στων οποίων τη σταθερότητα και τη σιγουριά πιστεύει το στενό μυαλό των ανθρώπων και των ζώων, δεν έχουν καμιά προσιδιάζουσα σ’ αυτά ύπαρξη. είναι οι σπίθες και οι λάμψεις σπαθιών που συγκρούονται, είναι οι αναλαμπές της νίκης στον αγώνα των αντιτιθεμένων ιδιοτήτων…
Ενώ η φαντασία του Ηράκλειτου μετρούσε το ακατάπαυστα κινούμενο σύμπαν, την «ενεργό πραγματικότητα», με το μάτι του ευχαριστημένου θεατή, ο οποίος βλέπει να παλεύουν αναρίθμητα ζεύγη σε χαρούμενες κονταρομαχίες κάτω από την επίβλεψη αυστηρών διαιτητών, τον κατέλαβε ένα άλλο πιο υψηλό προαίσθημα. δεν μπορούσε πια να βλέπει τα ζευγάρια που πάλευαν χωριστά από τους κριτές τους. Και οι ίδιοι οι κριτές έμοιαζαν να αγωνίζονται, και αγωνιζόμενοι να κρίνουν τον δικό τους αγώνα. Κι ακόμη περισσότερο: καθώς κατά βάθος έβλεπε μόνον την αιωνίως κυριαρχούσα μία και μοναδική δικαιοσύνη, τόλμησε να φωνάξει:
«Η πάλη μέσα στο πολλαπλό είναι η ίδια η καθαρή δικαιοσύνη! Και γενικά: το ένα είναι το πολλαπλό. Γιατί τι είναι όλες αυτές οι ιδιότητες όσον αφορά την ουσία τους; Είναι αθάνατοι θεοί; Είναι ουσίες χωρισμένες, που δρουν από την αρχή και δίχως τέλος δι’ εαυτές; Και εάν ο κόσμος, τον οποίο βλέπουμε, δεν γνωρίζει παρά το γίγνεσθαι και τη φθορά και αγνοεί τη μονιμότητα, οι ιδιότητες αυτές δεν θα έπρεπε να συγκροτήσουν έναν διαφορετικού είδους μεταφυσικό κόσμο και ασφαλώς όχι εκείνον τον κόσμο της ενότητας τον οποίο έψαχνε να βρει ο Αναξίμανδρος κάτω από τον κυματίζοντα πέπλο της πολλαπλότητας, αλλά έναν κόσμο αιώνιων και ουσιαστικών πολλαπλοτήτων;»
Και όμως, δεν περιέπεσε άραγε ο Ηράκλειτος, από μια παρακαμπτήριο, και πάλι σε μια διττή τάξη του κόσμου, όσο έντονα κι αν την αρνούνταν, έχοντας από τη μια μεριά έναν Όλυμπο αναρίθμητων αθανάτων θεών και δαιμόνων – δηλαδή πολλές πραγματικότητες – και από την άλλη έναν κόσμο των ανθρώπων, που βλέπουν μόνο το σύννεφο σκόνης του ολύμπιου αγώνα και τις λάμψεις των θεϊκών σπαθιών. δηλαδή, που βλέπουν μόνον ένα γίγνεσθαι;
Μπροστά στις προσδιορισμένες ιδιότητες, ο Αναξίμανδρος είχε βρει καταφύγιο στο μεταφυσικό «Απροσδιόριστο». Στο βαθμό που οι ιδιότητες αυτές υφίσταντο ένα γίγνεσθαι και ένα τέλος, είχε αρνηθεί να δώσει σ’ αυτές την αληθινή και ουσιαστική ενθαδική ύπαρξη. Δεν έμοιαζε όμως τότε σαν να ήταν το γίγνεσθαι μόνον η αισθητή εκδήλωση ενός αγώνα μεταξύ αιωνίων ιδιοτήτων; Δεν ήταν κάτι σαν επιστροφή στην ιδιάζουσα αδυναμία της ανθρώπινης γνώσης το να μιλάμε για το γίγνεσθαι – ενώ δεν υπάρχει ίσως στην ουσία των πραγμάτων κανένα γίγνεσθαι, αλλά μόνον μια συνύπαρξη πολλών αληθινών πραγματικοτήτων πλάι πλάι, πραγματικοτήτων που δεν έχουν γίγνεσθαι και δεν είναι δυνατόν να καταστραφούν;
Αυτά είναι διέξοδοι και λάθος δρόμοι που δεν θα μπορούσε να πάρει ο Ηράκλειτος, ο οποίος φώναζε άλλη μια φορά: «το ένα είναι πολλαπλό». Οι πολλές αντιληπτές ιδιότητες δεν είναι ούτε αιώνιες ουσίες ούτε φαντάσματα των αισθήσεών μας (την πρώτη υπόθεση θα υιοθετήσει αργότερα ο Αναξαγόρας, τη δεύτερη ο Παρμενίδης), δεν είναι ούτε ένα άκαμπτο και μόνο κυρίαρχο είναι ούτε μια φευγαλέα φαινομενικότητα που διασχίζει το ανθρώπινο μυαλό.
Την τρίτη υπόθεση, τη μόνη που έμεινε για τον Ηράκλειτο, κανένας δεν μπόρεσε να τη μαντέψει με τη βοήθεια μιας διαλεκτικής όσφρησης και κατά κάποιο τρόπο μ’ έναν υπολογισμό. γιατί αυτό που ανακάλυψε ο Ηράκλειτος είναι κάτι το πρωτόφαντο ακόμη και στο πεδίο των απίστευτών στοιχείων του μυστικισμού και των πιο απροσδόκητων κοσμικών μεταφορών.
Ο κόσμος είναι το παιχνίδι του Δία, ή, με όρους φυσικής, το παιχνίδι της φωτιάς με τον εαυτό της. μόνον υπ’ αυτήν την έννοια το ένα είναι συγχρόνως το πολλαπλό.
Για να εξηγήσουμε πρώτα-πρώτα αυτήν την εισαγωγή της φωτιάς ως δύναμης συστατικής του κόσμου, υπενθυμίζω με ποιον τρόπο επεξεργάστηκε περαιτέρω ο Αναξίμανδρος την θεωρία του νερού ως προέλευσης των πραγμάτων. Δείχνοντας στα ουσιώδη σημεία εμπιστοσύνη στον Θαλή, ενισχύοντας και επαυξάνοντας τις παρατηρήσεις εκείνου, ο Αναξίμανδρος δεν ήταν μολαταύτα πεισμένος ότι πριν από το νερό και κατά κάποιο τρόπο πίσω από το νερό δεν υπήρχε καμιά βαθμίδα ιδιοτήτων. του φαινόταν, αντίθετα, ότι το υγρό σχηματίζονταν από μόνο του από το θερμό και το ψυχρό.
Το θερμό λοιπόν και το ψυχρό όφειλαν να είναι τα προκαταρτικά στάδια του νερού και οι πιο αρχέγονες ακόμη ιδιότητες. Με τον αποχωρισμό τους από το πρωταρχικό είναι του «Απροσδιορίστου» αρχίζει το γίγνεσθαι. Ο Ηράκλειτος, ο οποίος ως φυσικός υποτασσόταν στην αυθεντία του Αναξιμάνδρου, ερμηνεύει από τη μεριά του αυτήν την αναξιμάνδρεια θεωρία της θερμότητας για να την κάνει την πνοή, την θερμή ανάσα, τους ξηρούς ατμούς, κοντολογίς το διάπυρο στοιχείο.
Και λέει γι’ αυτή τη φωτιά το ίδιο που είχαν πει για το νερό ο Θαλής και ο Αναξίμανδρος: διατρέχει υπό αναρίθμητες μεταβαλλόμενες μορφές τον δρόμο του γίγνεσθαι, προπάντων στα τρία βασικά στάδια, που είναι το θερμό, το υγρό και το στερεό. Διότι το νερό μεταβάλλεται εν μέρη σε γη όταν κατεβαίνει την κλίμακα των σταδίων, εν μέρει σε φωτιά όταν την ανεβαίνει. ή καλύτερα, σύμφωνα με την έκφραση του Ηράκλειτου, που φαίνεται ακριβέστερη: από τη θάλασσα ανεβαίνουν μόνον οι καθαροί ατμοί, που χρησιμεύουν ως τροφή στην ουράνια φωτιά των αστεριών, από τη γη μόνον οι σκοτεινοί και νεφελώδεις ατμοί από τους οποίους τρέφεται το υγρό.
Οι καθαροί ατμοί αντιπροσωπεύουν την ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στη θάλασσα και στη φωτιά, οι ακάθαρτοι την ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στη γη και στο νερό. Έτσι πηγαίνουν συνεχώς οι δύο δρόμοι μετασχηματισμού της φωτιάς, προς τα πάνω και προς τα κάτω, εμπρός και πίσω, πλάι πλάι, από τη φωτιά στο νερό, από το νερό στη φωτιά. Ενώ ο Ηράκλειτος είναι οπαδός του Αναξιμάνδρου στις σημαντικότερες από τις συλλήψεις του δεύτερου, παραδείγματος χάρη στην ιδέα ότι η φωτιά συντηρείται από τις αναθυμιάσεις ή στην ιδέα ότι από το νερό βγαίνουν δια διαχωρισμού εν μέρει γη κα εν μέρει φωτιά, είναι, αντίθετα ανεξάρτητος και έρχεται σ’ αντίθεση με τον δάσκαλό του όταν αποκλείει το ψυχρό από τη φυσική διαδικασία, ενώ ο Αναξίμανδρος το είχε κάνει ισοδύναμο με το θερμό και το είχε βάλει πλάι σ’ αυτό, προκειμένου να μπορεί να γεννηθεί από τα δυο τους το υγρό.
Αυτή η ενέργεια ήταν για τον Ηράκλειτο αναγκαία: αν όλα έπρεπε να ήταν φωτιά, ο μετασχηματισμός της υπό οποιαδήποτε μορφή δεν θα έδινε τίποτα που να ήταν το απόλυτο αντίθετό της. Ο Ηράκλειτος ερμήνευσε λοιπόν αυτό που ονομάζουμε ψυχρό μόνον ως έναν βαθμό του θερμού και μπόρεσε να δικαιολογήσει αυτήν την ερμηνεία δίχως δυσκολία.
Πολύ σημαντικότερη όμως απ’ αυτήν την παρέκκλιση από τη θεωρία του Αναξιμάνδρου είναι μια περαιτέρω συμφωνία. Πιστεύει όπως κι εκείνος, στην περιοδική επανάληψη ενός τέλους του κόσμου και στη συνεχώς ανανεούμενη ανάδυση ενός άλλου κόσμου μέσα από την καθολική πυρκαγιά που έχει εκμηδενίσει προηγουμένως τα πάντα. Η περίοδος στη διάρκεια της οποίας πέφτει ο κόσμος σ’ αυτήν την καθολική πυρκαγιά και στη διάλυση μέσα στην καθαρή φωτιά, ορίζεται από τον Ηράκλειτο με τρόπο εξαιρετικά εκπληκτικό ως ένας πόθος και μια ανάγκη, ενώ το πλήρες καταβρόχθισμα από τη φωτιά ως ο κορεσμός.
Σ’ εμάς μένει να ρωτήσουμε πώς κατανόησε και κατονόμασε την καινούργια ενόρμηση σχηματισμού του κόσμου, αυτήν την ενόρμηση που αφυπνίζεται, αυτήν την έκχυση στις μορφές της πολλαπλότητας. Η ελληνική παροιμία έρχεται να μας βοηθήσει με την σκέψη ότι «ο κορεσμός γεννάει το έγκλημα (την ύβριν)». Πράγματι, μπορούμε να ρωτήσουμε μια στιγμή μήπως ο Ηράκλειτος είχε κάνει να βγει από την ύβριν αυτή η επιστροφή στην πολλαπλότητα. Ας πάρουμε στα σοβαρά αυτήν την σκέψη: στο φως της αλλάζει μπροστά στα μάτια μας το πρόσωπο του Ηρακλείτου, η περήφανη λάμψη των ματιών του σβήνει, μια βαθιά ρυτίδα επίπονης παραίτησης και αδυναμίας σκάβεται στα χαρακτηριστικά του.
Φαίνεται ότι καταλαβαίνουμε γιατί τον ονόμασε η ύστερη αρχαιότητα «δακρύοντα φιλόσοφο». Ολόκληρη η διαδικασία του κόσμου είναι τώρα η τιμωρία της ύβρεως; Η πολλαπλότητα το αποτέλεσμα ενός εγκλήματος; Ο μετασχηματισμός του καθαρού σε ακάθαρτο συνέπεια της αδικίας; Η ενοχή δεν είναι πια εγκαταστημένη στον πυρήνα των πραγμάτων; Και ο κόσμος του γίγνεσθαι και των ατόμων που βρίσκεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ελαφρωμένος από την ενοχή δεν καταδικάζεται συγχρόνως να υποφέρει για πάντα εκ νέου από τις συνέπειές της;
Αυτή η επικίνδυνη λέξη, η ύβρις, είναι πραγματικά η λυδία λίθος κάθε ηρακλειτείου φιλοσόφου. Εδώ μπορεί αυτός να αποδείξει αν έχει καταλάβει ή αν έχει παρανοήσει τον δάσκαλό του. ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος ενοχή, αδικία, αντίφαση, πόνο;
Ναι, φωνάζει ο Ηράκλειτος, αλλά μονάχα για τον περιορισμένου βεληνεκούς άνθρωπο, που βλέπει τα πράγματα χωριστά και όχι στο σύνολό τους. όχι όμως για τον θεό, που βλέπει τον κόσμο στη συνέχειά του. γι’ αυτόν τον θεό, όλες οι ασυμφωνίες ενώνονται σε μια αρμονία, αθέατη για τα μάτια του συνηθισμένου ανθρώπου, κατανοητή όμως σ’ εκείνον, ο οποίος, σαν τον Ηράκλειτο, μοιάζει με τον ατενίζοντα θεό. Ούτε μια σταγόνα αδικίας δεν μένει κάτω από το πύρινο βλέμμα του, στον κόσμο που εκτείνεται γύρω του.
Και ακόμη και εκείνη την θεμελιακή απορία, το πώς η καθαρή φωτιά μπορεί να πάρει τόσο ακάθαρτες μορφές, την ξεπερνά με μια υπέροχη σύγκριση. Σ’ αυτόν τον κόσμο μόνον το παιχνίδι του παιδιού και του καλλιτέχνη υφίσταται ένα γίγνεσθαι και έναν θάνατο, χτίζει και καταστρέφει, χωρίς κανέναν ηθικό καταλογισμό, μέσα σε μια αιωνίως άθικτη αθωότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο, όπως το παιδί και ο καλλιτέχνης, κατά τον ίδιο τρόπο παίζει η αιωνίως ζωντανή φωτιά, κατά τον ίδιο τρόπο χτίζει και καταστρέφει, με πλήρη αθωότητα… και το παιχνίδι αυτό είναι ο Αιών που παίζει με τον εαυτό του.
Μετατρέπεται σε νερό και γη, χτίζει σαν παιδί πύργους στην άμμο της θάλασσας, χτίζει και γκρεμίζει: από καιρού σε καιρό ξαναρχίζει το παιχνίδι. Μια στιγμή κορεσμού, και ύστερα τον κυριεύει πάλι η ανάγκη, όπως ακριβώς η ανάγκη πιέζει τον καλλιτέχνη να δημιουργήσει. Όχι η εγκληματική προδιάθεση, αλλά η ενόρμηση του παιχνιδιού, η οποία συνεχώς ξυπνάει, είναι εκείνη που καλεί στη ζωή καινούργιους κόσμους. Το παιδί πετάει κάποτε το παιχνίδι του, μα σε λίγο το ξαναπιάνει με αθώο καπρίτσιο. Από τη στιγμή όμως που αυτό θα χτίσει, συγκεντρώνει, αρθρώνει και διαπλάθει σύμφωνα μα κάποιο νόμο και με κάποια εσωτερική διάταξη….
Ποιος θα απαιτούσε λοιπόν από μια τέτοια φιλοσοφία να μας δώσει επιπλέον και μια ηθική με την απαραίτητη κατηγορική προσταγή «Οφείλεις»; Και ποιος θα κατηγορούσε τον Ηράκλειτο για αυτήν την έλλειψη; Ο άνθρωπος είναι ως την τελευταία ίνα του αναγκαιότητα και απολύτως «ανελεύθερος», αν με τη λέξη ελευθερία εννοούμε την τρελή αξίωση να μπορούμε να αλλάζουμε την ουσία μας σαν ένα ρούχο, μια αξίωση που κάθε σοβαρός φιλόσοφος μέχρι τώρα απώθησε με την πρέπουσα ειρωνεία.
Αν ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν συνειδητά μέσα στο λόγο, και σε συμφωνία με το μάτι του καλλιτέχνη που εποπτεύει τα πάντα, είναι τόσο μικρός, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ψυχές τους είναι υγρές και ότι τα αυτιά τους και τα μάτια τους, γενικά η νόησή τους, είναι κακοί μάρτυρες όταν «ο υγρός βόρβορος κυριεύει τις ψυχές τους». Γιατί συμβαίνει αυτό, είναι κάτι που δεν το ρωτάμε, όπως δεν ρωτάμε το γιατί η φωτιά γίνεται νερό και γη.
Ο Ηράκλειτος δεν έχει άλλωστε κανέναν λόγο να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει (ο Λάιμπνιτς είχε έναν) ότι αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός. Του αρκεί που ο κόσμος είναι το ωραίο αθώο παιχνίδι του αιώνος. Θεωρεί μάλιστα γενικά τον άνθρωπο ά-λογο ον, πράγμα που δεν αντιφάσκει με το ότι σ’ όλο το είναι του ανθρώπου εκπληρώνεται ο νόμος του παντοδύναμου Λόγου.
Ο άνθρωπος δεν κατέχει μια ιδιαίτερα προνομιούχα θέση στη φύση, της οποίας ύψιστη εκδήλωση είναι η φωτιά, υπό τη μορφή ενός άστρου παραδείγματος χάρη, και όχι ο ηλίθιος άνθρωπος. Αν αυτός μετέχει κατά κάποιο τρόπο στη φωτιά, λόγω της αναγκαιότητας, είναι τότε κάπως πιο λογικός. Αν αποτελείται από νερό και γη, τα πράγματα δεν πάνε καλά με το λογικό του. δεν υπάρχει υποχρέωση να γνωρίζει τον λόγο επειδή είναι άνθρωπος. Γιατί όμως υπάρχει ο νερό, γιατί υπάρχει η γη; Αυτό είναι για τον Ηράκλειτο πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα από το να ρωτήσει γιατί είναι οι άνθρωποι τόσο ηλίθιοι και κακοί.
Τόσο στον πιο έξοχο άνθρωπο όσο και στον πιο στραβό αποκαλύπτεται η ίδια εμμενής συμφωνία μ’ έναν νόμο και η ίδια εμμενής δικαιοσύνη. Αν όμως ήθελε να θέσει κανείς στον Ηράκλειτο το εξής ερώτημα: γιατί η φωτιά δεν είναι πάντα φωτιά, γιατί είναι άλλοτε νερό, άλλοτε γη; εκείνος θα απαντούσε απλώς: «Είναι ένα παιχνίδι, μην το παίρνεται τραγικά και προπάντων ηθικά!» Ο Ηράκλειτος περιγράφει μόνον τον παρευρισκόμενο κόσμο και τον ατενίζει μ’ εκείνην την ικανοποίηση με την οποία βλέπει ο καλλιτέχνης το έργο του καθώς αυτό γίνεται.
Μόνον εκείνοι που έχουν κάποιο λόγο να μην είναι ικανοποιημένοι με την περιγραφή που κάνει για την ανθρώπινη φύση, τον έχουν βρει θλιμμένο, μελαγχολικό, δακρύοντα, σκοτεινό, κατηφή, πεσιμιστή και γενικά αξιομίσητο. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί, με τις αντιπάθειές τους, το μίσος τους και την αγάπη τους, θα του ήταν αδιάφοροι, και θα τους φίλευε μάλλον κάποιες φράσεις του είδους: «Τα σκυλιά γαυγίζουν εκείνον που δεν ξέρουν», ή «Ο γάιδαρος προτιμά το άχυρο από το χρυσάφι».
Τέτοιοι δυσαρεστημένοι είναι κι εκείνοι που πολύ συχνά παραπονιούνται για την σκοτεινότητα του ύφους του Ηρακλείτου. Ποτέ, μάλλον όμως, δεν έγραψε άνθρωπος σε πιο διαυγές και φωτεινό ύφος. Ύφος, είναι η αλήθεια, πολύ λακωνικό, συνεπώς σίγουρα σκοτεινό για τους βιαστικούς και πρόχειρους αναγνώστες…
… Όσον αφορά τώρα τη λακωνικότητα, ο Ζαν-Πωλ δίνει μια καλή συμβουλή: «Συνολικά είναι σωστό, καθετί μεγάλο – με πολλά νοήματα για ένα σπάνιο πνεύμα – να εκφράζεται μόνον λακωνικά και (επομένως) σκοτεινά, ώστε το ασήμαντο πνεύμα να προτιμά να βλέπει σ’ αυτό μια α-νοησία παρά να το μεταφέρει στη δική του κενολογία. Γιατί τα συνηθισμένα, μέτρια πνεύματα έχουν την απεχθή ικανότητα να μην βλέπουν μέσα στον πιο βαθύ και πλούσιο αφορισμό παρά την ίδια την καθημερινή και κοινότυπη γνώμη τους».
Εξάλλου και μολαταύτα, ο Ηράκλειτος δεν ξέφυγε από τα «ασήμαντα πνεύματα». Οι Στωικοί ήδη τον είχαν ερμηνεύσει ισοπεδώνοντάς τον και υποβιβάζοντας τη βασική του αισθητική αντίληψη για το παιχνίδι του κόσμου σε κοινότοπη προσοχή στις σκοπιμότητες του κόσμου, και προς όφελος φυσικά των ανθρώπων. Και αυτό έγινε σε τέτοιο βαθμό που η φυσική του κατάντησε, στα πνεύματα αυτά, ένας χοντροκομμένος οπτιμισμός που απαιτεί συνεχώς από τον ένα και τον άλλο ένα «χειροκροτήστε φίλοι»….
… Μέσα σ’ αυτή τη μυστικιστική νύχτα, που σκεπάζει το πρόβλημα του Αναξίμανδρου για το γίγνεσθαι, εισχώρησε ο Ηράκλειτος από την Έφεσο και το φώτισε με μια θεϊκή έκλαμψη. «Ατενίζω το γίγνεσθαι», φωνάζει αυτός, «και κανένας δεν έχει παρατηρήσει με την ίδια προσοχή αυτήν την αιώνια κυματωγή και ρυθμό των πραγμάτων.
Και τι είδα; Σύμφωνες μ’ ένα νόμο καταστάσεις, αλάθητες βεβαιότητες, πάντα όμοιους δρόμους του δικαίου, τις Ερινύες να δικάζουν όλες τις παραβάσεις των νόμων, ολόκληρο τον κόσμο ως το θέαμα μιας άρχουσας δικαιοσύνης και φυσικών δαιμονικών δυνάμεων που είναι πανταχού παρούσες, υποταγμένες στην υπηρεσία της.
Δεν είδα την τιμωρία αυτού που έχει γίνει αλλά την δικαιοσύνη του γίγνεσθαι. Πότε εκδηλώθηκαν το έγκλημα και η έκπτωση με απαραβίαστες μορφές και με ευσεβώς τιμώμενους νόμους; Εκεί που άρχει η αδικία, εκεί υπάρχει αυθαιρεσία, αταξία, απουσία κανόνων, αντίφαση. Το μέρος όμως που βασιλεύουν μόνον ο νόμος και η κόρη του Δία, η Δίκη πώς θα ήταν δυνατόν να είναι η σφαίρα την ενοχής, του εξιλασμού, της καταδίκης, και κατά κάποιο τρόπο ο τόπος της εκτέλεσης όλων των καταδικασμένων;»
Απ’ αυτήν την διαίσθηση ο Ηράκλειτος άντλησε δύο συνδεόμενες αρνήσεις, οι οποίες φωτίζονται πλήρως μόνο από τη σύγκριση με τις θέσεις του προκατόχου του. πρώτα αρνήθηκε τη δυϊκότητα δύο κόσμων τελείως διαφορετικών, την οποία αναγκάσθηκε να παραδεχτεί ο Αναξίμανδρος. Δεν έκανε πια τη διάκριση ανάμεσα σ’ έναν φυσικό και σ’ έναν μεταφυσικό κόσμο, σ’ ένα πεδίο προσδιορισμένων ιδιοτήτων και σ’ ένα πεδίο μη δυνάμενης να οριστεί απροσδιοριστίας.
Μετά, ύστερα απ’ αυτό το πρώτο βήμα, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μην προβεί σε μια ακόμη τολμηρότερη άρνηση: αρνήθηκε το είναι γενικά. Γιατί αυτός είναι ο ένας κόσμος τον οποίο διατήρησε – αυτός ο κόσμος που προστατεύεται από αιώνιους άγραφους νόμους, που ορμάει μπρος και τραβιέται πάλι πίσω κάτω από το σιδερένιο χτύπημα του ρυθμού – δεν δείχνει κατά κανένα τρόπο μια μονιμότητα, μια αφθαρσία, ένα φράγμα στο ρεύμα του.
Ο Ηράκλειτος φωνάζει πιο δυνατά από τον Αναξίμανδρο: «δεν βλέπω τίποτα άλλο από το γίγνεσθαι. Μην πλανάσθε! Αν νομίζεται ότι βλέπετε κάποια στεριά στη θάλασσα του γίγνεσθαι και του φθαρτού, αυτό οφείλεται στην κοντόθωρη ματιά σας κι όχι στην ουσία των πραγμάτων. Χρησιμοποιείτε τα ονόματα των πραγμάτων σαν να είχαν αυτά σταθερή διάρκεια: αλλά ακόμη και το ποτάμι, στο οποίο κατεβαίνετε για δεύτερη φορά, δεν είναι το ίδιο όπως την πρώτη φορά».
Η βασιλική περιουσία του Ηράκλειτου είναι η ύψιστη δύναμη της διαισθητικής παράστασης, ενώ φαίνεται ψυχρός, αναίσθητος, ακόμη και εχθρικός απέναντι σ’ εκείνον τον άλλο τρόπο παράστασης ο οποίος προχωρεί με έννοιες και λογικούς συνδυασμούς, συνεπώς και απέναντι στο Λόγο, και δείχνει να νιώθει ευχαρίστηση όταν μπορεί να του εναντιωθεί με κάποια αλήθεια που έχει αποκτήσει με τη διαίσθηση. Και αυτό κάνει σε θέσεις όπως «κάθε πράγμα, σε κάθε χρονική στιγμή, έχει μέσα του το αντίθετό του», με τέτοια αυθάδεια που ο Αριστοτέλης τον κατηγορεί για το μέγιστο έγκλημα μπροστά στο δικαστήριο του Λόγου, τον κατηγορεί ότι αμάρτησε ενάντια στην αρχή της αντίφασης.
Η διαισθητική παράσταση όμως περικλείει δυο διαφορετικά πράγματα: αρχικά τον παρόντα κόσμο, έναν κόσμο πολύχρωμο και μεταβαλλόμενο, ο οποίος πέφτει πάνω μας δια μέσου όλων των εμπειριών μας. κατόπιν τις συνθήκες μέσω των οποίων γίνεται κατ’ αρχήν δυνατή κάθε εμπειρία, αυτού του κόσμου, ο χώρος και ο χρόνος. Διότι αυτές οι συνθήκες μπορούν να γίνουν αντιληπτές ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία, έστω κι αν δεν έχουν καθορισμένο περιεχόμενο, και από την διαίσθηση, ως καθαρά καθ’ εαυτά.
Όταν λοιπόν ο Ηράκλειτος βλέπει μ’ αυτόν τον τρόπο τον χρόνο, αποχωρισμένο απ’ όλες τις εμπειρίες, έχει στα χέρια του το πιο διδακτικό κλειδί για όλα όσα εμπίπτουν στο πεδίο της διαισθητικής παράστασης. Ο τρόπος με τον οποίο συνέλαβε τον χρόνο είναι όμοιος μ’ εκείνον του Σοπενάουερ παραδείγματος χάρη, στο βαθμό που ο δεύτερος λέει, επαναλαμβάνοντας τον Ηράκλειτο, για τον χρόνο, ότι καθεμιά από τις στιγμές του δεν υπάρχει καταστρέφοντας την προηγούμενη στιγμή, τον πατέρα της, για να καταστραφεί κι αυτή με τη σειρά της εξίσου γρήγορα, ότι το παρελθόν και το μέλλον είναι τόσο μηδαμινά όσο και οποιοδήποτε όνειρο, και ότι, τέλος, το παρόν δεν είναι παρά το δίχως διαστολή και σταθερότητα σύνορο μεταξύ των δύο.
Ο Σοπενάουερ όμως πιστεύει επίσης ότι με τον χρόνο είναι όπως και με τον χώρο, και ότι με τον χώρο είναι όπως με όλα όσα είναι συγχρόνως μέσα στον χρόνο και στον χώρο: όλα αυτά δεν έχουν παρά μια σχετική ενθαδική ύπαρξη, μια ύπαρξη διαμέσου ενός και για ένα άλλο πράγμα, ομοειδές προς αυτά, δηλαδή κάτι που επίσης δεν έχει σταθερότητα.
Αυτή είναι μια αλήθεια άμεση στον ύψιστο βαθμό και προσιτή σε όλους, γεγονός που ακριβώς κάνει πολύ δύσκολη την προσέγγισή της δια των εννοιών και του Λόγου. Όποιος κρατήσει στο μυαλό του αυτήν την αλήθεια, οφείλει επίσης να προχωρήσει παραπέρα στην ηρακλείτεια συνέπεια και να πει ότι ολόκληρη η ουσία της πραγματικότητας πάντα είναι ένα δραν και ότι γι’ αυτήν δεν υπάρχει άλλος τρόπος είναι…
Το ένα και αιώνιο γίγνεσθαι, η ολοκληρωτική έλλειψη σταθερότητας καθετί ενεργά πραγματικού, το οποίο συνεχώς μόνον δρα και γίνεται αλλά δεν είναι, όπως μας διδάσκει ο Ηράκλειτος, είναι μια παράσταση που προκαλεί φόβο και σύγχυση. Στην επίδραση που ασκεί είναι εντελώς ανάλογη με το αίσθημα εκείνου ο οποίος, σ’ έναν σεισμό, χάνει την εμπιστοσύνη του στο στερεό έδαφος. Χρειάζονταν εκπληκτική δύναμη για να μεταμορφωθεί αυτό το αποτέλεσμα στο αντίθετό του, στην υπέροχη και ευτυχισμένη έκπληξη.
Ο Ηράκλειτος το πέτυχε αυτό παρατηρώντας τη χαρακτηριστική πορεία αυτού του γίγνεσθαι και της φθοράς, την οποία συλλαμβάνει υπό τη μορφή της πολικότητας και ως τον χωρισμό μιας δύναμης σε δύο ποιοτικά διαφορετικές, αντιτιθέμενες και αγωνιζόμενες να επανενωθούν δραστηριότητες. Αδιάκοπα μια ιδιότητα χωρίζεται σε δύο αντίθετα, τα οποία τείνουν αδιάκοπα να επανενωθούν.
Ο λαός πιστεύει ότι αναγνωρίζει κάτι άκαμπτο, τελειωμένο, σταθερό. Στην πραγματικότητα όμως φως και σκοτάδι, γλυκό και πικρό είναι κάθε στιγμή συνδεδεμένα και ενωμένα μεταξύ τους όπως δυο παλαιστές από τους οποίους μια ο ένας μια ο άλλος έχει την υπεροχή.
Κατά τον Ηράκλειτο, το μέλι είναι πικρό και γλυκό συγχρόνως, και ο ίδιος ο κόσμος είναι ένας κρατήρας που πρέπει συνεχώς να ανακινείται. Από τον πόλεμο των αντιθέτων γεννιέται όλο το γίγνεσθαι. Οι προσδιορισμένες ιδιότητες που μας φαίνονται διαρκείς εκφράζουν μόνον την στιγμιαία επικράτηση ενός από τους δύο αγωνιζομένους, αλλά ο πόλεμος δεν τελειώνει εδώ, η πάλη συνεχίζεται αιώνια. Τα πάντα συμβαίνουν συναρτήσει αυτού του αγώνα, και ακριβώς αυτός ο αγώνας φανερώνει την αιώνια δικαιοσύνη.
Πρόκειται για μια θαυμαστή παράσταση, δημιουργημένη από την πιο καθαρή πηγή του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος θεωρεί τον αγώνα διηνεκή κυριαρχία μιας ενιαίας, αυστηρής, συνδεδεμένης με αιώνιους νόμους δικαιοσύνης.
Μόνον ένας Έλληνας ήταν ικανός να βρει αυτήν την παράσταση θεμέλιο μιας κοσμοδικίας. Είναι η καλή Έρις του Ησιόδου ανυψωμένη σε αρχή του κόσμου, είναι η σύλληψη του αγώνα που χαρακτηρίζει τον μεμονωμένο Έλληνα και το ελληνικό κράτος. Η σύλληψη αυτή προέρχεται από τα γυμνάσια και τις παλαίστρες, από τους καλλιτεχνικούς αγώνες, από την πάλη μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και των πόλεων, έχει ανυψωθεί και έχει γίνει τόσο γενική που τώρα κινείται μέσα της ο μηχανισμός του κόσμου.
Όπως κάθε Έλληνας αγωνίζεται σαν να είχε μόνον αυτός δίκιο και σαν να καθόριζε κάθε στιγμή ένα τελείως σίγουρο κριτήριο διαιτησίας και κρίσης προς τα πού κλίνει η νίκη, έτσι παλεύουν και οι ιδιότητες μεταξύ τους σύμφωνα με άφθαρτους, εμμενείς στον αγώνα νόμους και κριτήρια.
Τα ίδια τα πράγματα, στων οποίων τη σταθερότητα και τη σιγουριά πιστεύει το στενό μυαλό των ανθρώπων και των ζώων, δεν έχουν καμιά προσιδιάζουσα σ’ αυτά ύπαρξη. είναι οι σπίθες και οι λάμψεις σπαθιών που συγκρούονται, είναι οι αναλαμπές της νίκης στον αγώνα των αντιτιθεμένων ιδιοτήτων…
Ενώ η φαντασία του Ηράκλειτου μετρούσε το ακατάπαυστα κινούμενο σύμπαν, την «ενεργό πραγματικότητα», με το μάτι του ευχαριστημένου θεατή, ο οποίος βλέπει να παλεύουν αναρίθμητα ζεύγη σε χαρούμενες κονταρομαχίες κάτω από την επίβλεψη αυστηρών διαιτητών, τον κατέλαβε ένα άλλο πιο υψηλό προαίσθημα. δεν μπορούσε πια να βλέπει τα ζευγάρια που πάλευαν χωριστά από τους κριτές τους. Και οι ίδιοι οι κριτές έμοιαζαν να αγωνίζονται, και αγωνιζόμενοι να κρίνουν τον δικό τους αγώνα. Κι ακόμη περισσότερο: καθώς κατά βάθος έβλεπε μόνον την αιωνίως κυριαρχούσα μία και μοναδική δικαιοσύνη, τόλμησε να φωνάξει:
«Η πάλη μέσα στο πολλαπλό είναι η ίδια η καθαρή δικαιοσύνη! Και γενικά: το ένα είναι το πολλαπλό. Γιατί τι είναι όλες αυτές οι ιδιότητες όσον αφορά την ουσία τους; Είναι αθάνατοι θεοί; Είναι ουσίες χωρισμένες, που δρουν από την αρχή και δίχως τέλος δι’ εαυτές; Και εάν ο κόσμος, τον οποίο βλέπουμε, δεν γνωρίζει παρά το γίγνεσθαι και τη φθορά και αγνοεί τη μονιμότητα, οι ιδιότητες αυτές δεν θα έπρεπε να συγκροτήσουν έναν διαφορετικού είδους μεταφυσικό κόσμο και ασφαλώς όχι εκείνον τον κόσμο της ενότητας τον οποίο έψαχνε να βρει ο Αναξίμανδρος κάτω από τον κυματίζοντα πέπλο της πολλαπλότητας, αλλά έναν κόσμο αιώνιων και ουσιαστικών πολλαπλοτήτων;»
Και όμως, δεν περιέπεσε άραγε ο Ηράκλειτος, από μια παρακαμπτήριο, και πάλι σε μια διττή τάξη του κόσμου, όσο έντονα κι αν την αρνούνταν, έχοντας από τη μια μεριά έναν Όλυμπο αναρίθμητων αθανάτων θεών και δαιμόνων – δηλαδή πολλές πραγματικότητες – και από την άλλη έναν κόσμο των ανθρώπων, που βλέπουν μόνο το σύννεφο σκόνης του ολύμπιου αγώνα και τις λάμψεις των θεϊκών σπαθιών. δηλαδή, που βλέπουν μόνον ένα γίγνεσθαι;
Μπροστά στις προσδιορισμένες ιδιότητες, ο Αναξίμανδρος είχε βρει καταφύγιο στο μεταφυσικό «Απροσδιόριστο». Στο βαθμό που οι ιδιότητες αυτές υφίσταντο ένα γίγνεσθαι και ένα τέλος, είχε αρνηθεί να δώσει σ’ αυτές την αληθινή και ουσιαστική ενθαδική ύπαρξη. Δεν έμοιαζε όμως τότε σαν να ήταν το γίγνεσθαι μόνον η αισθητή εκδήλωση ενός αγώνα μεταξύ αιωνίων ιδιοτήτων; Δεν ήταν κάτι σαν επιστροφή στην ιδιάζουσα αδυναμία της ανθρώπινης γνώσης το να μιλάμε για το γίγνεσθαι – ενώ δεν υπάρχει ίσως στην ουσία των πραγμάτων κανένα γίγνεσθαι, αλλά μόνον μια συνύπαρξη πολλών αληθινών πραγματικοτήτων πλάι πλάι, πραγματικοτήτων που δεν έχουν γίγνεσθαι και δεν είναι δυνατόν να καταστραφούν;
Αυτά είναι διέξοδοι και λάθος δρόμοι που δεν θα μπορούσε να πάρει ο Ηράκλειτος, ο οποίος φώναζε άλλη μια φορά: «το ένα είναι πολλαπλό». Οι πολλές αντιληπτές ιδιότητες δεν είναι ούτε αιώνιες ουσίες ούτε φαντάσματα των αισθήσεών μας (την πρώτη υπόθεση θα υιοθετήσει αργότερα ο Αναξαγόρας, τη δεύτερη ο Παρμενίδης), δεν είναι ούτε ένα άκαμπτο και μόνο κυρίαρχο είναι ούτε μια φευγαλέα φαινομενικότητα που διασχίζει το ανθρώπινο μυαλό.
Την τρίτη υπόθεση, τη μόνη που έμεινε για τον Ηράκλειτο, κανένας δεν μπόρεσε να τη μαντέψει με τη βοήθεια μιας διαλεκτικής όσφρησης και κατά κάποιο τρόπο μ’ έναν υπολογισμό. γιατί αυτό που ανακάλυψε ο Ηράκλειτος είναι κάτι το πρωτόφαντο ακόμη και στο πεδίο των απίστευτών στοιχείων του μυστικισμού και των πιο απροσδόκητων κοσμικών μεταφορών.
Ο κόσμος είναι το παιχνίδι του Δία, ή, με όρους φυσικής, το παιχνίδι της φωτιάς με τον εαυτό της. μόνον υπ’ αυτήν την έννοια το ένα είναι συγχρόνως το πολλαπλό.
Για να εξηγήσουμε πρώτα-πρώτα αυτήν την εισαγωγή της φωτιάς ως δύναμης συστατικής του κόσμου, υπενθυμίζω με ποιον τρόπο επεξεργάστηκε περαιτέρω ο Αναξίμανδρος την θεωρία του νερού ως προέλευσης των πραγμάτων. Δείχνοντας στα ουσιώδη σημεία εμπιστοσύνη στον Θαλή, ενισχύοντας και επαυξάνοντας τις παρατηρήσεις εκείνου, ο Αναξίμανδρος δεν ήταν μολαταύτα πεισμένος ότι πριν από το νερό και κατά κάποιο τρόπο πίσω από το νερό δεν υπήρχε καμιά βαθμίδα ιδιοτήτων. του φαινόταν, αντίθετα, ότι το υγρό σχηματίζονταν από μόνο του από το θερμό και το ψυχρό.
Το θερμό λοιπόν και το ψυχρό όφειλαν να είναι τα προκαταρτικά στάδια του νερού και οι πιο αρχέγονες ακόμη ιδιότητες. Με τον αποχωρισμό τους από το πρωταρχικό είναι του «Απροσδιορίστου» αρχίζει το γίγνεσθαι. Ο Ηράκλειτος, ο οποίος ως φυσικός υποτασσόταν στην αυθεντία του Αναξιμάνδρου, ερμηνεύει από τη μεριά του αυτήν την αναξιμάνδρεια θεωρία της θερμότητας για να την κάνει την πνοή, την θερμή ανάσα, τους ξηρούς ατμούς, κοντολογίς το διάπυρο στοιχείο.
Και λέει γι’ αυτή τη φωτιά το ίδιο που είχαν πει για το νερό ο Θαλής και ο Αναξίμανδρος: διατρέχει υπό αναρίθμητες μεταβαλλόμενες μορφές τον δρόμο του γίγνεσθαι, προπάντων στα τρία βασικά στάδια, που είναι το θερμό, το υγρό και το στερεό. Διότι το νερό μεταβάλλεται εν μέρη σε γη όταν κατεβαίνει την κλίμακα των σταδίων, εν μέρει σε φωτιά όταν την ανεβαίνει. ή καλύτερα, σύμφωνα με την έκφραση του Ηράκλειτου, που φαίνεται ακριβέστερη: από τη θάλασσα ανεβαίνουν μόνον οι καθαροί ατμοί, που χρησιμεύουν ως τροφή στην ουράνια φωτιά των αστεριών, από τη γη μόνον οι σκοτεινοί και νεφελώδεις ατμοί από τους οποίους τρέφεται το υγρό.
Οι καθαροί ατμοί αντιπροσωπεύουν την ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στη θάλασσα και στη φωτιά, οι ακάθαρτοι την ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στη γη και στο νερό. Έτσι πηγαίνουν συνεχώς οι δύο δρόμοι μετασχηματισμού της φωτιάς, προς τα πάνω και προς τα κάτω, εμπρός και πίσω, πλάι πλάι, από τη φωτιά στο νερό, από το νερό στη φωτιά. Ενώ ο Ηράκλειτος είναι οπαδός του Αναξιμάνδρου στις σημαντικότερες από τις συλλήψεις του δεύτερου, παραδείγματος χάρη στην ιδέα ότι η φωτιά συντηρείται από τις αναθυμιάσεις ή στην ιδέα ότι από το νερό βγαίνουν δια διαχωρισμού εν μέρει γη κα εν μέρει φωτιά, είναι, αντίθετα ανεξάρτητος και έρχεται σ’ αντίθεση με τον δάσκαλό του όταν αποκλείει το ψυχρό από τη φυσική διαδικασία, ενώ ο Αναξίμανδρος το είχε κάνει ισοδύναμο με το θερμό και το είχε βάλει πλάι σ’ αυτό, προκειμένου να μπορεί να γεννηθεί από τα δυο τους το υγρό.
Αυτή η ενέργεια ήταν για τον Ηράκλειτο αναγκαία: αν όλα έπρεπε να ήταν φωτιά, ο μετασχηματισμός της υπό οποιαδήποτε μορφή δεν θα έδινε τίποτα που να ήταν το απόλυτο αντίθετό της. Ο Ηράκλειτος ερμήνευσε λοιπόν αυτό που ονομάζουμε ψυχρό μόνον ως έναν βαθμό του θερμού και μπόρεσε να δικαιολογήσει αυτήν την ερμηνεία δίχως δυσκολία.
Πολύ σημαντικότερη όμως απ’ αυτήν την παρέκκλιση από τη θεωρία του Αναξιμάνδρου είναι μια περαιτέρω συμφωνία. Πιστεύει όπως κι εκείνος, στην περιοδική επανάληψη ενός τέλους του κόσμου και στη συνεχώς ανανεούμενη ανάδυση ενός άλλου κόσμου μέσα από την καθολική πυρκαγιά που έχει εκμηδενίσει προηγουμένως τα πάντα. Η περίοδος στη διάρκεια της οποίας πέφτει ο κόσμος σ’ αυτήν την καθολική πυρκαγιά και στη διάλυση μέσα στην καθαρή φωτιά, ορίζεται από τον Ηράκλειτο με τρόπο εξαιρετικά εκπληκτικό ως ένας πόθος και μια ανάγκη, ενώ το πλήρες καταβρόχθισμα από τη φωτιά ως ο κορεσμός.
Σ’ εμάς μένει να ρωτήσουμε πώς κατανόησε και κατονόμασε την καινούργια ενόρμηση σχηματισμού του κόσμου, αυτήν την ενόρμηση που αφυπνίζεται, αυτήν την έκχυση στις μορφές της πολλαπλότητας. Η ελληνική παροιμία έρχεται να μας βοηθήσει με την σκέψη ότι «ο κορεσμός γεννάει το έγκλημα (την ύβριν)». Πράγματι, μπορούμε να ρωτήσουμε μια στιγμή μήπως ο Ηράκλειτος είχε κάνει να βγει από την ύβριν αυτή η επιστροφή στην πολλαπλότητα. Ας πάρουμε στα σοβαρά αυτήν την σκέψη: στο φως της αλλάζει μπροστά στα μάτια μας το πρόσωπο του Ηρακλείτου, η περήφανη λάμψη των ματιών του σβήνει, μια βαθιά ρυτίδα επίπονης παραίτησης και αδυναμίας σκάβεται στα χαρακτηριστικά του.
Φαίνεται ότι καταλαβαίνουμε γιατί τον ονόμασε η ύστερη αρχαιότητα «δακρύοντα φιλόσοφο». Ολόκληρη η διαδικασία του κόσμου είναι τώρα η τιμωρία της ύβρεως; Η πολλαπλότητα το αποτέλεσμα ενός εγκλήματος; Ο μετασχηματισμός του καθαρού σε ακάθαρτο συνέπεια της αδικίας; Η ενοχή δεν είναι πια εγκαταστημένη στον πυρήνα των πραγμάτων; Και ο κόσμος του γίγνεσθαι και των ατόμων που βρίσκεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ελαφρωμένος από την ενοχή δεν καταδικάζεται συγχρόνως να υποφέρει για πάντα εκ νέου από τις συνέπειές της;
Αυτή η επικίνδυνη λέξη, η ύβρις, είναι πραγματικά η λυδία λίθος κάθε ηρακλειτείου φιλοσόφου. Εδώ μπορεί αυτός να αποδείξει αν έχει καταλάβει ή αν έχει παρανοήσει τον δάσκαλό του. ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος ενοχή, αδικία, αντίφαση, πόνο;
Ναι, φωνάζει ο Ηράκλειτος, αλλά μονάχα για τον περιορισμένου βεληνεκούς άνθρωπο, που βλέπει τα πράγματα χωριστά και όχι στο σύνολό τους. όχι όμως για τον θεό, που βλέπει τον κόσμο στη συνέχειά του. γι’ αυτόν τον θεό, όλες οι ασυμφωνίες ενώνονται σε μια αρμονία, αθέατη για τα μάτια του συνηθισμένου ανθρώπου, κατανοητή όμως σ’ εκείνον, ο οποίος, σαν τον Ηράκλειτο, μοιάζει με τον ατενίζοντα θεό. Ούτε μια σταγόνα αδικίας δεν μένει κάτω από το πύρινο βλέμμα του, στον κόσμο που εκτείνεται γύρω του.
Και ακόμη και εκείνη την θεμελιακή απορία, το πώς η καθαρή φωτιά μπορεί να πάρει τόσο ακάθαρτες μορφές, την ξεπερνά με μια υπέροχη σύγκριση. Σ’ αυτόν τον κόσμο μόνον το παιχνίδι του παιδιού και του καλλιτέχνη υφίσταται ένα γίγνεσθαι και έναν θάνατο, χτίζει και καταστρέφει, χωρίς κανέναν ηθικό καταλογισμό, μέσα σε μια αιωνίως άθικτη αθωότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο, όπως το παιδί και ο καλλιτέχνης, κατά τον ίδιο τρόπο παίζει η αιωνίως ζωντανή φωτιά, κατά τον ίδιο τρόπο χτίζει και καταστρέφει, με πλήρη αθωότητα… και το παιχνίδι αυτό είναι ο Αιών που παίζει με τον εαυτό του.
Μετατρέπεται σε νερό και γη, χτίζει σαν παιδί πύργους στην άμμο της θάλασσας, χτίζει και γκρεμίζει: από καιρού σε καιρό ξαναρχίζει το παιχνίδι. Μια στιγμή κορεσμού, και ύστερα τον κυριεύει πάλι η ανάγκη, όπως ακριβώς η ανάγκη πιέζει τον καλλιτέχνη να δημιουργήσει. Όχι η εγκληματική προδιάθεση, αλλά η ενόρμηση του παιχνιδιού, η οποία συνεχώς ξυπνάει, είναι εκείνη που καλεί στη ζωή καινούργιους κόσμους. Το παιδί πετάει κάποτε το παιχνίδι του, μα σε λίγο το ξαναπιάνει με αθώο καπρίτσιο. Από τη στιγμή όμως που αυτό θα χτίσει, συγκεντρώνει, αρθρώνει και διαπλάθει σύμφωνα μα κάποιο νόμο και με κάποια εσωτερική διάταξη….
Ποιος θα απαιτούσε λοιπόν από μια τέτοια φιλοσοφία να μας δώσει επιπλέον και μια ηθική με την απαραίτητη κατηγορική προσταγή «Οφείλεις»; Και ποιος θα κατηγορούσε τον Ηράκλειτο για αυτήν την έλλειψη; Ο άνθρωπος είναι ως την τελευταία ίνα του αναγκαιότητα και απολύτως «ανελεύθερος», αν με τη λέξη ελευθερία εννοούμε την τρελή αξίωση να μπορούμε να αλλάζουμε την ουσία μας σαν ένα ρούχο, μια αξίωση που κάθε σοβαρός φιλόσοφος μέχρι τώρα απώθησε με την πρέπουσα ειρωνεία.
Αν ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν συνειδητά μέσα στο λόγο, και σε συμφωνία με το μάτι του καλλιτέχνη που εποπτεύει τα πάντα, είναι τόσο μικρός, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ψυχές τους είναι υγρές και ότι τα αυτιά τους και τα μάτια τους, γενικά η νόησή τους, είναι κακοί μάρτυρες όταν «ο υγρός βόρβορος κυριεύει τις ψυχές τους». Γιατί συμβαίνει αυτό, είναι κάτι που δεν το ρωτάμε, όπως δεν ρωτάμε το γιατί η φωτιά γίνεται νερό και γη.
Ο Ηράκλειτος δεν έχει άλλωστε κανέναν λόγο να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει (ο Λάιμπνιτς είχε έναν) ότι αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός. Του αρκεί που ο κόσμος είναι το ωραίο αθώο παιχνίδι του αιώνος. Θεωρεί μάλιστα γενικά τον άνθρωπο ά-λογο ον, πράγμα που δεν αντιφάσκει με το ότι σ’ όλο το είναι του ανθρώπου εκπληρώνεται ο νόμος του παντοδύναμου Λόγου.
Ο άνθρωπος δεν κατέχει μια ιδιαίτερα προνομιούχα θέση στη φύση, της οποίας ύψιστη εκδήλωση είναι η φωτιά, υπό τη μορφή ενός άστρου παραδείγματος χάρη, και όχι ο ηλίθιος άνθρωπος. Αν αυτός μετέχει κατά κάποιο τρόπο στη φωτιά, λόγω της αναγκαιότητας, είναι τότε κάπως πιο λογικός. Αν αποτελείται από νερό και γη, τα πράγματα δεν πάνε καλά με το λογικό του. δεν υπάρχει υποχρέωση να γνωρίζει τον λόγο επειδή είναι άνθρωπος. Γιατί όμως υπάρχει ο νερό, γιατί υπάρχει η γη; Αυτό είναι για τον Ηράκλειτο πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα από το να ρωτήσει γιατί είναι οι άνθρωποι τόσο ηλίθιοι και κακοί.
Τόσο στον πιο έξοχο άνθρωπο όσο και στον πιο στραβό αποκαλύπτεται η ίδια εμμενής συμφωνία μ’ έναν νόμο και η ίδια εμμενής δικαιοσύνη. Αν όμως ήθελε να θέσει κανείς στον Ηράκλειτο το εξής ερώτημα: γιατί η φωτιά δεν είναι πάντα φωτιά, γιατί είναι άλλοτε νερό, άλλοτε γη; εκείνος θα απαντούσε απλώς: «Είναι ένα παιχνίδι, μην το παίρνεται τραγικά και προπάντων ηθικά!» Ο Ηράκλειτος περιγράφει μόνον τον παρευρισκόμενο κόσμο και τον ατενίζει μ’ εκείνην την ικανοποίηση με την οποία βλέπει ο καλλιτέχνης το έργο του καθώς αυτό γίνεται.
Μόνον εκείνοι που έχουν κάποιο λόγο να μην είναι ικανοποιημένοι με την περιγραφή που κάνει για την ανθρώπινη φύση, τον έχουν βρει θλιμμένο, μελαγχολικό, δακρύοντα, σκοτεινό, κατηφή, πεσιμιστή και γενικά αξιομίσητο. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί, με τις αντιπάθειές τους, το μίσος τους και την αγάπη τους, θα του ήταν αδιάφοροι, και θα τους φίλευε μάλλον κάποιες φράσεις του είδους: «Τα σκυλιά γαυγίζουν εκείνον που δεν ξέρουν», ή «Ο γάιδαρος προτιμά το άχυρο από το χρυσάφι».
Τέτοιοι δυσαρεστημένοι είναι κι εκείνοι που πολύ συχνά παραπονιούνται για την σκοτεινότητα του ύφους του Ηρακλείτου. Ποτέ, μάλλον όμως, δεν έγραψε άνθρωπος σε πιο διαυγές και φωτεινό ύφος. Ύφος, είναι η αλήθεια, πολύ λακωνικό, συνεπώς σίγουρα σκοτεινό για τους βιαστικούς και πρόχειρους αναγνώστες…
… Όσον αφορά τώρα τη λακωνικότητα, ο Ζαν-Πωλ δίνει μια καλή συμβουλή: «Συνολικά είναι σωστό, καθετί μεγάλο – με πολλά νοήματα για ένα σπάνιο πνεύμα – να εκφράζεται μόνον λακωνικά και (επομένως) σκοτεινά, ώστε το ασήμαντο πνεύμα να προτιμά να βλέπει σ’ αυτό μια α-νοησία παρά να το μεταφέρει στη δική του κενολογία. Γιατί τα συνηθισμένα, μέτρια πνεύματα έχουν την απεχθή ικανότητα να μην βλέπουν μέσα στον πιο βαθύ και πλούσιο αφορισμό παρά την ίδια την καθημερινή και κοινότυπη γνώμη τους».
Εξάλλου και μολαταύτα, ο Ηράκλειτος δεν ξέφυγε από τα «ασήμαντα πνεύματα». Οι Στωικοί ήδη τον είχαν ερμηνεύσει ισοπεδώνοντάς τον και υποβιβάζοντας τη βασική του αισθητική αντίληψη για το παιχνίδι του κόσμου σε κοινότοπη προσοχή στις σκοπιμότητες του κόσμου, και προς όφελος φυσικά των ανθρώπων. Και αυτό έγινε σε τέτοιο βαθμό που η φυσική του κατάντησε, στα πνεύματα αυτά, ένας χοντροκομμένος οπτιμισμός που απαιτεί συνεχώς από τον ένα και τον άλλο ένα «χειροκροτήστε φίλοι»….
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου