Η Ρωμηοσύνη ως Βυζαντινομεσαιωνική πολιτισμική τερατογένεση με διαρκές.
Περί της ιστορικής συνέχειας, ή ασυνέχειας των κατοίκων του ελλαδικού χώρου
Η ανεύρεση της πορείας ενός λαού στον ιστορικό χρόνο, μέσα από τα κάθε είδους ίχνη που αφήνει πίσω του, εκτός της επιστημονικής αναζήτησης της αιτιότητας, ικανοποιεί και την απολύτως φυσιολογική ανθρώπινη ανάγκη να γνωρίζουμε (έστω κατά προσέγγιση) από πού προερχόμαστε. Βέβαια δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, να χρησιμοποιείται ο επιστημονικός μανδύας προκειμένου να στηριχθούν προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα και σκοπιμότητες. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιας παραεπιστήμης αποτελεί π.χ. η φυλετιστική θεωρία και τα αντίστοιχα εργαστηριακά «πειράματα» ναζιστών «επιστημόνων».
Σε αυτά τα πλαίσια, η ενασχόληση με την διαμέσου «αιματολογικών παραγόντων», ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια των κατοίκων του ελλαδικού χώρου, αποτέλεσε ειδοποιό χαρακτηριστικό της αναζήτησης για μια «εθνική» ρωμαίικη ιδεολογία. Τόσο οι παραδοσιακοί εθνικόφρονες ελληνοχριστιανοί ρωμηοί, όσο και οι εξίσου εθνικόφρονες, όπως θα δούμε μαρξιστορωμηοί πασών των αιρέσεων, μοιράζονται, εκτός από την εναλλακτική εθνική ονομασία «ρωμηός» την ρατσιστική πεποίθηση ότι οι πολιτισμοί συνέχονται μέσω DNA ή δεν συνέχονται, λόγω τής διακοπής τής μεταβίβασής του.
Η κοινή τους αυτή πεποίθηση αποτέλεσε αφετηρία διαξιφισμών σχετικά με το ποιός από τους δύο σωβινισμούς μπορεί να συγκροτήσει (=χαλκεύσει) την «καλύτερη» εθνική ιδεολογία. Μια ιδεολογία, που, όπως όλες οι παρόμοιες, έχει σαν μοναδικό σκοπό τη διαιώνιση της απάτης του εθνοπατριωτισμού και την συνειδησιακή ενοποίηση του εθνικού ποιμνίου κάτω από τη γκλίτσα της άρχουσας ελίτ του.
Γι’ αυτόν τον λόγο η διάρρηξη της επιχειρούμενης σύνδεσης μεταξύ της «αιματολογικής» οπτικής και της συνέχειας (ή ασυνέχειας) των κατοίκων του ελλαδικού χώρου αποτελεί καίριο χτύπημα εναντίον των ιδεοληψιών που κατά καιρούς γεννοβολά, μέσα στον συμπλεγματικό πολιτισμικό απομονωτισμό της, η ρωμηοσύνη.
Η ενασχόληση με την αιματολογική «καθαρότητα»
(ή μή καθαρότητα) ως κύρια έκφανση του νεοελληνικού σωβινισμού.
Οι δύο όψεις («δεξιά» κι «αριστερή») του ρατσιστικού νομίσματος
Η ενασχόληση με την «καθαρότητα» ή μή του «εθνικού αίματος» και η αντίληψη ότι το «εθνικό αίμα» είναι ο αγωγός δια του οποίου εξασφαλίζεται κατεξοχήν η ιστορική συνέχεια ενός λαού και η μεταβίβαση των πολιτισμικών του χαρακτηριστικών, αποτέλεσε την εμμονή επάνω στην οποία στηρίχθηκε ο εθνικισμός στον 20ο αιώνα κατά την μετάλλαξή του σε φασισμό.
Ο νεοελληνικός εθνικισμός καλλιέργησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα την διαδεδομένη και καταφανώς γελοία, πεποίθηση ότι οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου αποτελούν απευθείας απογόνους του Αχιλλέα και του Περικλή με … πνευματικά δικαιώματα επί του επιδραστικότερου πολιτισμού της ιστορίας και επίσης βιολογικούς δικαιούχους ιστορικής περιουσιότητας, πανομοιότυπης με την μάνα όλων των ρατσισμών, την ιουδαϊκή.
Εν συνεχεία οι ολοκληρωτικές ιδεολογικές «σχολές» του μεσοπολέμου, χιτλερισμός, λενινοσταλινισμός κλπ. όπως εκφράστηκαν στην Ελλάδα, κατέφυγαν εξίσου στην «αιματολογική» επιχειρηματολογία, είτε για να «αποδείξουν» την συνέχεια και την περιουσιότητα του ελληνικού λαού το μεταξικό ιδεολόγημα περί δήθεν Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού κατά τα προπαγανδιστικά φασόν του γερμανικού «τρίτου Ράιχ», είτε για να «αποδείξουν» την γονιδιακή ασυνέχειά του και την αναγκαιότητα αντικατάστασης της διαμορφωμένης φυλετιστικής εθνικής ιδεολογίας από μια δήθεν ευρυτέρων κριτηρίων -αλλά, εξίσου σωβινιστική π.χ. Κ.Κ.Ε. και οι κατά παραγγελίαν γραφιάδες του, αλλά και αρθρογράφοι διαφόρων αριστερίστικων φυλλάδων κ.λπ.
Ειδικά οι τελευταίοι αμφισβήτησαν την πραγματική, ή φανταστική βιολογική συνέχεια των κατοίκων του ελλαδικού χώρου για να αποδυναμώσουν το θεωρούμενο ως ισχυρότερο επιχείρημα της παραδοσιακής εθνικόφρονος προπαγάνδας. Θεώρησαν ότι η νέα εθνική ιδεολογία, την οποία εκπονούσαν έπρεπε να στηριχθεί στη βάση των «διαχρονικών (=ταξικών) αγώνων του λαού για την κοινωνική του χειραφέτηση» και ότι ο φερόμενος ως ελληνικός λαός δεν μπορούσε να αναζητά τις ρίζες του στους θεωρούμενους ως φυλετιστές δουλοκτήτες αρχαίους, παρ’ όλο που ο ίδιος ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου είχε επισημάνει ότι η παραγωγική βάση της αρχαίας Ελλάδας δεν ήταν η -ούτως ή άλλως περιορισμένη στην Ελλάδα- δουλεία αλλά η εργασία του ανεξάρτητου τεχνίτη και αγρότη.[1]
Οι αρχαίοι έλληνες θεωρήθηκαν από την αριστερορωμαίικη ιντελιγκέντσια ως μια ενιαία κοινωνική τάξη εθνικιστών δουλοκτητών, που ζούσαν φιλοσοφώντας ξαπλωμένοι επάνω στην τάξη των δούλων, εικόνα που πάρθηκε κατ’ ευθείαν από τον χριστιανισμό και οι οποίοι δεν παρείχαν… ηθικοπλαστικά παραδείγματα σοσιαλιστικού πατριωτισμού. Βέβαια με αυτόν τον τρόπο οι αριστερορωμηοί κοπτοράπτες παρέμειναν παγιδευμένοι στην ίδια συλλογιστική, παραδεχόμενοι, παρά τούς περί τού αντιθέτου ισχυρισμούς τους, ότι τα βασικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ακόμα κι αν πρόκειται για την υποτιθέμενη δουλοκτητική παραγωγική βάση και τον «φυλετισμό» των αρχαίων, είναι πράγματα που μεταβιβάζονται, όταν μεταβιβάζονται, κατεξοχήν γονιδιακώς.
Επιπλέον οι μαρξιστορωμηοί κειμενογράφοι και προπαγανδιστές θεώρησαν ότι η προπαγάνδιση μιας «διεθνικής» καταγωγής των κατοίκων τού ελλαδικού χώρου, δημιουργούσε ευνοϊκή ψυχολογική προδιάθεση ώστε, να εξυπηρετήσει την εμπέδωση ενός νεοεθνικιστικά διαστρεβλωμένου «προλεταριακού διεθνισμού».
Η κοινή ιδεολογική βάση της παραδοσιακής ρωμαίικης εθνικοφροσύνης και της δήθεν «διεθνιστικής» αντιπάλου της, αποκαλύφθηκε περίτρανα κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου και της λεγόμενης «εθνικής αντίστασης» τόσο οι παραδοσιακοί εθνικόφρονες πατριώτες π.χ. Ε.Δ.Ε.Σ. όσο και οι δήθεν «διεθνιστές» σοσιαλπατριώτες (Ε.Α.Μ.) μιλούσαν την κοινή εθνικόφρονα γλώσσα του δήθεν «εθνικοαπελευθερωτικού» αγώνα.
Οι ένθεν κακείθεν προπαγάνδες άντλησαν την «εγκυρότητά» τους από το ίδιο ιδεολογικό οπλοστάσιο: αυτό του εθνικισμού. Με αυτόν τον τρόπο ο θεωρητικά συνεπής, προς τις αρχικές σοσιαλιστικές θεωρίες, αυθεντικός διεθνιστικός αγώνας των απανταχού εκμεταλλευομένων για μετατροπή του διεθνούς ιμπεριαλιστικού πολέμου σε διεθνή κοινωνικό πόλεμο εναντίον των αφεντικών του πλανήτη, παρεκτράπη με λεπτές θεωρητικές «χειρουργικές» σε «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των λαών εναντίον του φασισμού».
Κι ενώ για το διεθνές εργατικό κίνημα η λέξη «πατριώτης» αποτελούσε μέχρι τότε υβριστικό χαρακτηρισμό, οι σοσιαλπατριώτες τη μετέτρεψαν σε τίτλο τιμής.
Είναι ενδεικτικό της τελικής ιδεολογικής σύγκλισής τους ότι ακόμα και οι μαρξιστορωμηοί αναγνώρισαν τελικά ως θεμελιώδες συστατικό και επίσημο φορέα της «εθνικής ιδεολογίας» τους την χριστιανορθόδοξη εκκλησία, δηλαδή τον ιστορικό ολετήρα και κάπηλο του ελληνικού πολιτισμού και θεματοφύλακα της ρωμηοσύνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ταύτισης του παραδοσιακού ρωμαίικου και του μαρξιστορωμαίικου ιδεώδους, μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στον γνωστό «Λόγο στη Λαμία» του επίσης γνωστού Άρη Βελουχιώτη.
Έτσι ο Βελουχιώτης αρέσκεται να περνιέται ως πιο «νοικοκύρης» από τους δεξιούς νοικοκυραίους όταν λέει ότι οι σταλινικοί «φτιάχνουν σήμερα το κράτος» που δεν έφτιαξαν οι … «αντικρατιστές» αστοί, μας λέει δηλαδή ότι επί κεφαλαιοκρατίας δεν υπήρχε κράτος, άρα υπήρχε … αταξική κοινωνία – η φαιδρότητα του σταλινισμού υπήρξε, και συνεχίζεται, ανεξάντλητη.
Ή μπορεί επίσης να κορδώνεται ως άλλος ένας αληθινός πατριώτης (όλοι το ίδιο αληθινοί είναι) όταν εγκαλεί τους κεφαλαιοκράτες επειδή δεν «συγκινούνται με την ύπαρξη των κρατικών συνόρων» προφανώς θεωρεί ότι ο επαναστατικός εργατικός διεθνισμός πρέπει να «συγκινείται» από συνοριακώς αναγνωρισμένα κρατικά οικόπεδα, ή ότι στην συντελούμενη παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας οι εκμεταλλευόμενοι πρέπει να απαντήσουν με … «εργατικό πατριωτισμό» – κάτι που «συμπτωματικά» αποτελεί και τον ακρογωνιαίο θεωρητικό λίθο του εθνικοσοσιαλισμού…
Λίαν αξιοπρόσεκτη είναι η εγκωμιαστική αναφορά αυτού του χαρακτηριστικά αγράμματου σταλινικού πιστολά στην χριστιανορθόδοξη εκκλησία, δηλαδή του μυθικά πάμπλουτου βυζαντινού φεουδάρχη, που το 1453 προτίμησε να φέρει την οθωμανοκρατία για να εμποδίσει την πολιτισμική και οικονομική δυτικοποίηση της χώρας, που το 1821 δεν είχε παραλείψει να αφορίσει τους εξεγερμένους ραγιάδες και τους έλληνες Διαφωτιστές και που μετεπαναστατικά εμπόδισε για άλλη μια φορά -και εξακολουθεί- την αποβυζαντινοποίηση και τον εκδυτικισμό της «απελευθερωμένης» χώρας.
Ο ενδοεξουσιαστικός πόλεμος που ακολούθησε και που εξωραϊστηκε ως «εμφύλιος» έγινε φυσικά πάλι στο όνομα του «έθνους» και του «εθνικού συμφέροντος», επικαλουμένων και από τις δύο εμπόλεμες «εθνικές ιδεολογίες».
Μια επιπλέον απόδειξη της ιδεολογικής σύγκλισης των δύο σωβινισμών είναι η απόδοση καλλιτεχνικών τιμών στην κοινή αγαπημένη τους Ρωμηοσύνη μέσα από τους ποιητές τούς οποίους έλεγχαν ιδεολογικά, βλ. χαρακτηριστικά το ομώνυμο «σουξέ» του αποκαλούμενου και «ποιητή της ρωμηωσύνης» Γιάννη Ρίτσου κ.λπ.
Οι διαφορές τους είναι ανάξιες λόγου αφού και οι δύο υποστηρίζουν την πολιτισμική δηλ. διαμέσου του χριστιανισμού, συνέχεια του «ελληνισμού» όρος, από κάθε άποψη, ακατανόητος) και την καθοριστική σημασία του «αιματολογικού παράγοντα» στην ιστορική συνέχεια, ή ασυνέχεια ενός λαού.
Σήμερα τις απόψεις της αριστερορωμηοσύνης τις ασπάζονται όλοι οι «προδεφτικοί» ρωμηοί από τους νεοφιλελεύθερους νεοταξίτες μέχρι τους αναρχορωμηούς δηλ. τοπική παραλλαγή του αναρχισμού που εκδηλώθηκε κατά την επανεμφάνισή του στην Ελλάδα, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Μάλιστα σε πρόσφατη τηλεοπτική σειρά ιστορικού ντοκυμανταίρ νεοταξίτικου προσανατολισμού, κανάλι Σκάι, σχετικά με την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία τού νεοελληνικού κράτους, οι συντελεστές του μηρύκασαν την, βασισμένη στην «αιματολογία» και γι’ αυτό ρατσιστική, ιδεοληψία περί «γονιδιακής» ασυνέχειας των κατοίκων του ελλαδικού χώρου, αλλά στο τέλος, σαν καλοί «προδεφτικοί» ρωμηοί άναψαν κι αυτοί το κεράκι τους στην χριστιανορθοδοξία, για την πολιτισμική συνέχεια που εξασφάλισε στους γονιδιακώς «ασυνεχείς» έλληνες.
Το ευνόητο ερώτημα που προκύπτει προς όλους αυτούς τους σημερινούς νεοφιλελεύθερους, νεοταξίτες, αριστερορωμηούς, αναρχορωμηούς κλπ. έχει να κάνει με το τί θεωρούν τελικά ότι είναι αυτό, που τους διαφοροποιεί από την καταγέλαστη παραδοσιακή εθνικοφροσύνη; Γιατί, αν εδράζουν την πεποίθησή τους στην «αιματολογική» ασυνέχεια του ελληνικού λαού δηλ. «οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου δεν αποτελούν από βιολογική άποψη απογόνους των αρχαίων ελλήνων και άρα πρέπει να αναζητήσουν άλλου είδους συλλογική ταυτότητα».
Τότε ομολογούν ότι, στην περίπτωση που υπήρχε «αποδεδειγμένη» βιολογική συνέχεια ανάμεσα στους αρχαίους έλληνες και στους νεοέλληνες, οι τελευταίοι θα δικαιούντο να παριστάνουν τους ιστορικούς κληρονόμους του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και τον περιούσιο λαό. Αυτή και μόνον αυτή είναι η έσχατη προέκταση της συλλογιστικής τους, μέσω της οποίας καταδεικνύεται η μεθοδολογική ταυτότητά τους με τους δήθεν αντιπάλους τους. Για να το συμπυκνώσουμε σε απλή διαλογική μορφή.
-Παραδοσιακός εθνικόφρων δεξιορωμηός: «εμείς οι νεοέλληνες είμαστε απευθείας γονιδιακοί απόγονοι των αρχαίων ελλήνων και όλη η ανθρωπότητα μας οφείλει αναγνώριση περιουσιότητας»
-«Προδεφτικός» ρωμηός, νεοταξίτης, νεοφιλελεύθερος, αριστερορωμηός, αναρχορωμηός κλπ. «εσείς οι εθνικόφρονες είστε απόγονοι τούρκων, σλάβων, πιγκουίνων κλπ. και δεν έχετε καμία βιολογική σχέση με τους αρχαίους έλληνες, γιατί αν είχατε, τότε, λογική συνεπεία, θα είχατε κάθε δικαίωμα να πιστεύετε ότι είστε ο περιούσιος λαός»
Η συντηρητική και η «προδεφτική» ρωμηοσύνη αλληλοσυμπληρώνονται ήδη από την κοινή ρατσιστική-φυλετιστική συλλογιστική αφετηρία τους.
Αν πραγματικά κάποιος δεν επιθυμεί να συσχετίζει το «αίμα» με την ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια, οποιουδήποτε λαού, η πρέπουσα στάση του προς έναν «καθαρολόγο» του «εθνικού αίματος» είναι μία και μοναδική: να αρνηθεί κατηγορηματικά να συρθεί σε οποιαδήποτε συζήτηση που θα επιχειρηθεί με αυτό το ρατσιστικό ψευδοκριτήριο και να επιμείνει αδιάλλακτα στην διάρρηξη τής εν λόγω αιτιακής συσχέτισης.
Η απαρχή της «αιματολογικής» αναζήτησης και οι σημερινοί γραφικοί συνεχιστές της
α) Τα σλαβικά τοποπωνύμια: Την συζήτηση περί της φυλετικής συνέχειας ή διακοπής, του ελληνικού λαού πυροδότησαν οι απόψεις του γνωστού αυστριακού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ. Ο Φαλμεράυερ θεωρείται σήμερα μια επιστημονική παρέκκλιση του 19ου αιώνα, δικαιολογημένη εν μέρει λόγω του εμβρυακού σταδίου που βρισκόταν τότε η εθνολογία. Επιπλέον έχει αποδειχτεί ότι αποτέλεσε κατά παραγγελίαν γραφιά και προπαγανδιστή της αυστροουγγρικής μοναρχίας και της εξωτερικής πολιτικής της και άρα εκ προοιμίου αναξιόπιστο.
Αρχικά στο έργο του Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας τού 1827 ο Φαλμεράυερ υπερθεμάτιζε υπέρ της αδιάλλειπτης φυλετικής συνέχειας του ελληνικού λαού. Ωστόσο, τρία μόλις χρόνια μετά (Ιστορία της Χερσονήσου του Μορέα κατά τον Μεσαίωνα, 1830) αυτοαναιρείται θεαματικά και μεταλλάσεται σε θιασώτη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της … ανυπαρξίας του ίδιου ακριβώς λαού.
Παρά τα πολλά ταξίδια του, με αδιαφανείς όμως πηγές χρηματοδότησης, δεν πραγματοποίησε ποτέ καμία επιστημονική αυτοψία π.χ. ουδέποτε επισκέφθηκε την ελληνική ύπαιθρο. Αντιθέτως οι «περιηγήσεις» του και οι «ακαδημαϊκές» σχέσεις του περιορίζονταν ανέκαθεν στους ανακτορικούς κύκλους των διαφόρων κρατών συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Οι θέσεις του Φαλμεράυερ απορρίφθηκαν ως υποκειμενικές και αντιεπιστημονικές από τη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών και Κλασικών Μελετών, ενώ ο ίδιος δέχτηκε επικρίσεις και από αρκετούς ευρωπαίους ιστορικούς. Για πολλούς από τους επικριτές του Φαλμεράυερ στην Ελλάδα, το έργο του ήταν βαθιά ιδεολογικό και οδηγούμενο από πολιτικά κίνητρα και φιλοδοξίες καθώς υπό τον φόβο της ρωσικής επέκτασης στη Μεσόγειο, γι’ αυτό επιδίωκε να επινοήσει ιδεολογικά ερείσματα για μια ισχυρή οθωμανική αυτοκρατορία.
Η «ανακάλυψή» του ότι αρκετά τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου έχουν σλαβική προέλευση (πράγμα αληθές) τον οδήγησε άραγε σκόπιμα; σε σφάλματα λογικής, όπως ότι υπήρξε εκτεταμένη σλαβική διείσδυση στην Ελλάδα κατά τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους 6ος αιώνας και ότι οι σλάβοι εγκαταστάθηκαν έκτοτε στην Ελλάδα και δια της επιμειξίας τους με τους ντόπιους εξαφάνισαν το δήθεν «γνήσιο» αρχαίο ελληνικό αίμα.
Όπως έχει γίνει σήμερα γνωστό, οι νομάδες τότε, σλάβοι εγκαταστάθηκαν κυρίως σε εγκαταλειμμένες ορεινές περιοχές, ασχολούμενοι με την κτηνοτροφία και εξαφανίστηκαν από -εγκατέλειψαν- τον ελλαδικό χώρο κατά τον 8ο –9ο περίπου αιώνα, στα πλαίσια ίσως των συχνών νομαδικών τους μετακινήσεων.
Επρόκειτο για ολιγομελείς συγγενικές ομάδες «σόια» – οι σλάβοι ποτέ δεν δημιούργησαν πολυπληθέστερες αστικής μορφής οικήσεις αλλά, με μεγάλη γεωγραφική διασπορά, εξ’ ου και τα πολλά τοπωνύμια, που δημιουργούν την απατηλή εντύπωση εκτεταμένης μεταναστευτικής εισβολής τους στον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο κατά την αποδεδειγμένη πλέον, εξαφάνιση – φυγή- τους στον 9ο αιώνα, το μόνο που άφησαν πίσω τους ήσαν κάμποσα τοπωνύμια, πράγμα που αποδεικνύει απλώς το πέρασμα ενός λαού και όχι απαραίτητα την μόνιμη εγκατάστασή του, ή την επιμειξία του με άλλους.
Πέραν του σαθρού επιχειρήματος των τοπωνυμίων, η σύγχρονη έρευνα (αλλά και η απλή εμπειρία) έχει δείξει ότι οι επιμειξίες λαών και η «νόθευση» του «αγνού αρχαίου αίματός» τους, είναι μάλλον η εξαίρεση στην Ιστορία: οι λαοί δύσκολα έρχονται σε εκτεταμένες επιμειξίες λόγω πολλών παραγόντων που τους διατηρούν «στεγανοποιημένους» ακόμα και μετά από μακραίωνη συμβίωση.
Τα παραδείγματα των βλάχων, των αρβανιτών, ή των αθιγγάνων, που παραμένουν διακριτές εθνοτικές ομάδες ακόμα και μετά από πολλούς αιώνες (συγ)κατοίκησής τους στον ελλαδικό χώρο, οδηγούν αβίαστα στο παραπάνω συμπέρασμα. Εκτεταμένη φυλετική δηλ. «αιματολογική» ενοποίηση λαών μπορεί να υπάρξει μόνο σε περιβάλλον ισχυρής οικονομικής ομογενοποίησης, όπως σε μερικές σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες, ή σε περιόδους βίαιων και εκτεταμένων πληθυσμιακών μετακινήσεων π.χ. βόρεια Ευρώπη μεταξύ 5ου και 9ου αιώνα, αραβικές κατακτήσεις κλπ. αν και πάλι όχι στον απόλυτο βαθμό που ισχυρίζονται οι «προδεφτικοί» θιασώτες τού «ακάθαρτου» και «αναμεμειγμένου» αίματος.
Σλαβικό μεσαιωνικό σπίτι. Σλάβοι νομάδες φέρεται να εποίκησαν την Ελλάδα κατά τον πρώιμο μεσαίωνα. Ωστόσο μετά από δύο αιώνες παραμονής, εξαφανίζονται μυστηριωδώς από τον ελλαδικό χώρο. Οι βυζαντινές πηγές δεν διαφωτίζουν -ως συνήθως- ιδιαιτέρως για το ζήτημα. Επικρατέστερες επιστημονικές υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί, είναι είτε ότι διώχθηκαν μαζικά από τη βυζαντινή εξουσία μετά από εξέγερσή τους στην Πελοπόννησο (Πάτρα, αρχές του 9ου αιώνα), είτε ότι εγκατέλειψαν σταδιακά τον ελλαδικό χώρο στα πλαίσια των συχνών νομαδικών τους μετακινήσεων.
Παρά την απαξίωσή τους από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, οι απόψεις του Φαλμεράυερ βρήκαν διαρκή συγκινησιακή απήχηση στον αριστερόστροφο ρωμαίικο νεοπατριωτισμό, ως συνήθως ό,τι αποβάλλει πολιτισμικά η Δύση, στην καθυστερημένη χώρα της ρωμηοσύνης λατρεύεται με τιμές αρχηγού κράτους.
Στην πραγματικότητα ο Φαλμεράυερ σπάνια κατονομάζεται από τους γραφικούς σημερινούς πιστούς του, αφού λόγω της σημερινής επιστημονικής του απαξίωσης θα εκτίθεντο ανεπανόρθωτα όσοι θα τον υποστήριζαν ανοιχτά. Αλλά οι απόψεις του ανασύρονται ξανά και ξανά στην επιφάνεια μέσα από πλάγιες (=προπαγανδιστικές) οδούς. Έτσι επιχειρείται να παρουσιαστούν οι μή ελληνικής καταγωγής εθνοτικές μειονότητες των αρβανιτών ή των βλάχων ως απείρως πολυπληθέστερες των γηγενών.
Επιστρατεύονται επίσης και άλλοι λαοί, αφρικάνοι, ασιάτες και ίσως κινέζοι, εσκιμώοι, αζτέκοι, λιλιπουπολίτες, αρειανοί κ.λπ. – ακόμα και τούρκοι(!)- που υποτίθεται ότι κατέκλυσαν τον ελλαδικό χώρο στις ιστοριογραφικώς νεφελώδεις μεσαιωνικές εποχές και έπειτα. Όλοι οι προαναφερθέντες φέρεται ότι έχουν απορροφήσει και επικαλύψει γονιδιακά τον φερόμενο ως εξαφανισμένο πλέον ελληνικό πληθυσμό με τρόπο ώστε, η γνωστή ρήση του Φαλμεράυερ ότι «δεν υπάρχει ούτε σταγόνα ελληνικού αίματος στους σημερινούς κατοίκους του ελλαδικού χώρου» να ξανάρχεται κουτοπόνηρα από το παράθυρο.
β) Οι βυζαντινοί χρονικογράφοι ως ιστορική «πηγή» Η αριστερορωμαίικη προπαγανδιστική «εθνολογία» αντλεί τα επιχειρηματολογικά της πυροτεχνήματα κατά κύριο λόγο από τους παντελώς αναξιόπιστους βυζαντινούς χρονικογράφους και όχι ιστοριογράφους, ή από αργόσχολους χομπίστες συγγραφείς ερασιτεχνικών «ιστοριών», όπως κάποιοι «λόγιοι» βυζαντινοί αυτοκράτορες και γραφειοκράτες, Κων/νος Πορφυρογέννητος, Άννα Κομνηνή κλπ.
Ο κάθε «προδεφτικός» ρωμηός (δικαιολογημένα ίσως απηυδισμένος από την παραδοσιακή φυλετιστική προπαγάνδα που υπέστη στο σχολείο) αρέσκεται στο να εντοπίζει ένα χωρίο ενός ασήμαντου βυζαντινού γραφιά, όπου αναφέρονται μερικές στάνες σλάβων σε μια βουνοκορφή, για να «ανακαλύψει» χαιρέκακα ότι όλη η Ελλάδα είχε εκσλαβιστεί από τον πρώιμο κιόλας μεσαίωνα.
Πυροτεχνήματα που μπορεί να εντυπωσιάζουν, ή να «ψαρώνουν» τους αδαείς αλλά, όχι φυσικά τον ιστορικό επιστήμονα. Γιατί οι βυζαντινοί χρονικογράφοι, στην πλειοψηφία τους έμμισθοι αυλοκόλακες, αρέσκονταν ανέκαθεν να εκφράζονται πομπωδώς, να αναπαράγουν ανεξακρίβωτες δοξασίες, αντιφατικές και αλληλοαποκλειόμενες πληροφορίες, ή ακόμα και φαντασιοκοπίες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ κανείς βυζαντινός χρονικογράφος δεν αναφέρει κάτι στοιχειωδώς μετρήσιμο και συγκεκριμένο, όπως τα χονδρικά έστω γεωγραφικά όρια επέκτασης των εισβολέων, ή κατά προσέγγιση έστω αριθμούς τόσο των εισβολέων, όσο και των υποτίθεται μαζικά θανατωθέντων ελληνικής καταγωγής υπηκόων της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο που με τέτοια «ιστοριογραφία» είμαστε μονίμως σε αβεβαιότητα σχετικά με τον μεσαίωνα (σε αντίθεση με την απείρως πιο έγκυρη ιστοριογραφικώς –αν και πολύ πιο απομακρυσμένη χρονικά- αρχαιότητα).
γ) Τα αρβανίτικης, βλάχικης κ.α. προέλευσης επώνυμα: Εδώ οι «προδεφτικοί» ρωμηοί έχουν ανακαλύψει πεδίον δόξης λαμπρόν. Είναι φυσικά αληθές ότι πάρα πολλά επώνυμα στην Ελλάδα είναι μή ελληνικής προέλευσης (συνήθως αρβανίτικα, τούρκικα, ή βλάχικα). Σημαίνει άραγε αυτό και αντίστοιχη εθνική καταγωγή των φορέων τους;
Είναι γνωστό ότι οι έλληνες δεν είχαν επώνυμα (σε αντίθεση π.χ. με τους ρωμαίους). Οι διάφοροι επωνυμικοί προσδιορισμοί τους και όχι επώνυμα, προέρχονταν είτε από το πατρικό τους όνομα, είτε από τον τόπο καταγωγής τους (π.χ. Κίμων Μιλτιάδου, ή Θράσσυλος ο Φλυάσιος κλπ.) Επώνυμα άρχισαν να αποκτούν οι έλληνες στον προχωρημένο πλέον μεσαίωνα. Τα επώνυμα αυτά προέρχονταν κατά κύριο λόγο από επαγγελματικές ιδιότητες, ή από παρωνυμικούς χαρακτηρισμούς («παρατσούκλια») των φορέων τους.
Ως προς αυτή την εξαπλούμενη νέα ονοματολογική πρακτική, τί άλλο θα μπορούσαν να κάνουν από το να υιοθετήσουν τις ανάλογες σημασίες του κόσμου τους; Λόγω της μή ελληνικής συνήθειας πρόσθεσης επωνύμου στο κύριο όνομα, είναι λογικότερο να υποθέσει κανείς ότι οι έλληνες δανείζονταν τις έτοιμες λύσεις των αρβανιτών, ή των βλάχων κλπ. π.χ. Βηλαράς, εκ του βηλάρ = τόπι, δηλ. αυτός που εμπορεύεται υφάσματα / Καλέντζης = γανωτής / Γκριτζαλάς εκ του grizhele-a = η καρακάξα. Προφανώς, πρόκειται για παρωνύμιο που προήλθε από κάποιο χαρακτηριστικό τού φέροντος το όνομα.
Έλληνες που ζούσαν σε αρβανιτόφωνες περιοχές είναι πολύ πιθανό να έπαιρναν με τον καιρό αρβανιτογενή επώνυμα ελλείψει ελληνικών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τοπικά επώνυμα, όπως π.χ. «Αρβανίτης», «Ζέης» (από τη Ζέη Τεπελενίου), δεν αποκλείεται να δημιουργήθηκαν με τρόπο πανομοιότυπο με γνωστά μεταγενέστερα ελληνικά επώνυμα όπως το πασίγνωστο «Αμερικάνος» θα ήταν τουλάχιστον ηλίθιο να συμπεράνει κάποιος μελλοντικός ιστορικός ότι το διαδεδομένο αυτό επώνυμο φανερώνει αμερικανική καταγωγή και, συνειρμικά, εισβολή αμερικανών στην Ελλάδα και πληθυσμιακή επιμειξία – τέτοιες διαπιστώσεις μόνο ένας αυτοδίδακτος «προδεφτικός» ερασιτέχνης μπορεί να κάνει.
Οπωσδήποτε τα περισσότερα π.χ. αρβανίτκα επώνυμα θα πρέπει να προέρχονται από αντίστοιχη καταγωγή (δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά) αλλά, φυσικά δεν είναι ούτε τα μοναδικά, ούτε καν τα περισσότερα στην Ελλάδα, αφού οι έλληνες από κάποιο σημείο και μετά «μπήκαν στο νόημα» και άρχισαν να κατασκευάζουν τα δικά τους επώνυμα, π.χ. Χωραφάς, Αϊβαλιώτης, Αλογοσκούφης (παρωνυμικό) κλπ. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις κατασκευής επωνύμων ακολουθήθηκε η απλούστερη (αρχαιο)ελληνική συνήθεια, ειδικά στους πόντιους έλληνες π.χ. Διαμαντίδης, ο υιός του Διαμαντή), ή στην «εκσλαβισμένη» Πελοπόννησο Αθανασόπουλος, ο υιός του Αθανασίου κ.λπ.
Τα παραπάνω τα αναφέρουμε για να δείξουμε ότι η έρευνα των επωνύμων και μάλιστα αυτών που προέρχονται από τη σκοτεινή μεσαιωνική περίοδο, δεν μπορεί να στηρίξει ασφαλείς πληθυσμιακές, ή εθνολογικές εκτιμήσεις. Η καταφυγή στην «επωνυμιολογία» και η εξαγωγή συμπερασμάτων «αιματολογικής» φύσεως είναι απλώς ένας συλλογιστικός ακροβατισμός, που στοχεύει στην πρόκληση εντυπώσεων στους αδαείς.
δ) Οι δημογραφικές πηγές και η ερασιτεχνική μεταχείρισή τους από τους νεόκοπους «προδεφτικούς» παραεπιστήμονες Ένα άλλο επιχειρηματολογικό πυροτέχνημα των «προδεφτικών» ρωμηών (που μάλιστα αφήνει χάσκοντες τους αδαείς δεξιόστροφους εθνικόφρονες, που κατάγονται απ’ ευθείας… από τον Θεμιστοκλή και τον Σωκράτη) έχει να κάνει με την επίκληση δημογραφικών καταγραφών ερευνητών του 19ου αιώνα, ή της τουρκοκρατίας, ή του ύστερου μεσαίωνα.
Με αυτόν τον τρόπο, πενήντα βλαχόφωνα χωριά σε μια επαρχία ή νομό, ή τριάντα αλβανόφωνα σε μια άλλη, τα οποία αναφέρονται σε δημογραφικές καταγραφές του 19ου αιώνα, ή σε βενετσιάνικα, ή οθωμανικά κατάστιχα αρκούν για να «αποδείξουν» την απόλυτη «αλλοίωση» και το «μπαστάρδεμα» του «καθαρού» αρχαιοελληνικού αίματος και την εξαφάνιση του ελληνικού πληθυσμού από τον ελλαδικό χώρο, παρεμπιπτόντως η ρατσιστική έκφραση «μπαστάρδεμα» χρησιμοποιείται συχνότατα από τους «προδεφτικούς» ρωμηούς, κάτι που αποδεικνύει την εξοικείωση και ταύτιση τους με το σκεπτικό των υποτιθεμένων αντιπάλων τους.
Τα συλλογιστικά σφάλματα, στα οποία υποπίπτουν επάνω στον ενθουσιασμό τους οι περιχαρείς «προδεφτικοί» είναι ίσως δύσκολο να τα αντιληφθεί ο αδαής αλλά, δεν μπορούν να ξεφύγουν ενός επιστήμονα δημογράφου. Κατ’ αρχήν, όπως γνωρίζει κάθε δημογράφος, τα δημογραφικά στοιχεία αντανακλούν απολύτως πρόσκαιρες και εφήμερες καταστάσεις: μια πενηντάδα αρβανίτικα χωριά που αναφέρονται σε μια περιοχή τον 19ο αιώνα δεν σημαίνει ότι ο πληθυσμός τους υπήρχε ανέκαθεν εκεί, ή ότι εξακολούθησε να υπάρχει μερικές δεκαετίες έστω από την καταγραφή τους, ή πολύ περισσότερο ότι εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα.
Επιπλέον η ύπαρξη ενός πληθυσμού σε μια περιοχή, όπως είναι γνωστό, δεν σημαίνει απαραίτητα και την φυλετική επιμειξία του με τούς γύρω του, αντιθέτως η φυλετική επιμειξία –«μπαστάρδεμα» κατά τη ρατσιστική ορολογία των «προδεφτικών» ρωμιών- είναι, όπως είδαμε, η ιστορική εξαίρεση και συνήθως περιορίζεται σε κάποιες μεμονωμένες επιγαμίες, κυρίως για οικονομικούς λόγους, μεταξύ των πλουσιοτέρων στρωμάτων των εθνοτικών ομάδων – τα περί καθολικής επιμειξίας λόγω μαζικού και αδιάκοπου επί τέσσερεις αιώνες βιασμού των ελληνίδων από τους τούρκους, είναι συνειρμικές αστειότητες, που πηγάζουν από αναμάσημα της παραδοσιακής εθνικόφρονος μυθοποιίας: ούτε μαζικός βιασμός υπήρξε, ούτε καταλήγουν όλες οι γενετήσιες πράξεις σε τεκνοποίηση.
Επιπλέον τα δημογραφικά δεδομένα του ελλαδικού χώρου κατά τον 19ο αιώνα, ή και παλαιότερα, που έχουμε στη διάθεσή μας είναι συχνά ελλιπή, ή αναξιόπιστα (βλ. την τότε ανυπαρξία ληξιαρχείων, ή υποθηκοφυλακείων, τη διαχρονική κουτοπονηριά του ρωμηού, που συχνά δηλώνει –και πολύ περισσότερο τότε- πλαστά στοιχεία διαμονής, ή καταγωγής για τις εκάστοτε μικροσυμφεροντολογικές επιδιώξεις του), ή αντιφάσκουν λόγω της ρευστότητας των πρώτων ελληνικών κρατικών συνόρων (1828-1922) και της επακόλουθης σχεδόν αδιάκοπης πληθυσμιακής κινητικότητας.
Με άλλα λόγια μια διασπορά δεκάδων, ή και εκατοντάδων π.χ. αλβανόφωνων, ή βλαχόφωνων χωριών σε αντίστοιχους θύλακες στην επικράτεια, δεν σημαίνει ούτε επιμειξία με τους γύρω, αλλά ούτε καν αποτελεί αξιόπιστο δεδομένο για την άντληση συμπερασμάτων που θα βοηθούσαν στην εκπόνηση ενός, έστω και στοιχειώδους, «εθνοτικού» χάρτη όλης της χώρας ανά περίοδο, ειδικά οι αρβανίτικοι πληθυσμοί ήσαν σε συνεχή μετακίνηση, σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, με τρόπο που να μοιάζουν σαν πανταχού παρόντες και δεν άρχισαν να σταθεροποιούνται οικιστικά στην Ελλάδα πριν τα μέσα του 19ου αιώνα.
Τα ίδια ισχύουν φυσικά και για τους απογραφέντες τούρκους και χωριά που υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας: οι τουρκικοί πληθυσμοί, όχι μόνο δεν ήρθαν σε επιμειξία, λόγω πολλών αμοιβαίων συνειδησιακών, κοινωνικών, οικονομικών κλπ. εμποδίων, με τους υπόλοιπους κατοίκους αλλά, εγκατέλειψαν την επικράτεια τού νεοελληνικού κράτους ταυτόχρονα με την ίδρυσή του.
Ο απλός λόγος είναι ότι οι μουσουλμάνοι στην οθωμανική αυτοκρατορία δεν πλήρωναν φόρους και γι’ αυτό δεν τους συνέφερε να παραμείνουν εντός των συνόρων του νεοελληνικού κράτους, γεγονός που καταρρίπτει και τις γνωστές φαντασιώσεις των αριστερορωμηών περί λουμπενοποιημένων τούρκων που δήθεν πήραν μέρος στην ελληνική επανάσταση του 1821.
Επιπλέον ο τρόπος που παρουσιάζουν τα δημογραφικά δεδομένα οι θιασώτες του «μπάσταρδου» αίματος, φανερώνει όχι μόνο τον ερασιτεχνισμό τους αλλά και την προκρούστεια μεροληψία τους. Ουδέποτε καταχωρούν τις πληροφορίες, που επιλεκτικά αντλούν, σε ειδικούς δημογραφικούς πίνακες και αναπτύγματα ώστε, να μπορεί να εξαχθεί έστω και με απόκλιση, η διακύμανση στον χρόνο και η συγκρισιμότητα των εθνοτικών πληθυσμιακών μεγεθών σε μια περιοχή: π.χ. αραδιάζουν απλώς κάμποσα αρβανίτικα, βλάχικα, ή τούρκικα χωριά σε μια οθωμανική επαρχία, μαζί με τους δηλωθέντες ως πληθυσμούς τους, «ξεχνώντας» να αναφέρουν τα ελληνικά και επιπλέον από μια τέτοια αποσπασματική τοπική «μαρτυρία» συμπερασματολογούν για τον εν γένει ελλαδικό χώρο.
Ένα απλό παράδειγμα του πώς «διαβάζουν» τα πληθυσμιακά, ή δημογραφικά στοιχεία της κάθε εποχής οι ανειδίκευτοι «μπασταρδολόγοι» του «εθνικού αίματος»: είναι σαν ένας ανειδίκευτος συγγραφέας του απώτερου μέλλοντος να εξάγει το συμπέρασμα ότι, από τους άνω του ενός εκατομμυρίου ασιάτες μετανάστες, Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές κ.λπ. που βρέθηκαν στην Ελλάδα στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, «αλλοιώθηκε» το «εθνικό γονίδιο».
Αυτό που δεν θα μπορεί όμως να καταλάβει ο ερασιτέχνης νεόκοπος «δημογράφος» του μέλλοντος θα είναι το ότι ο αριθμός αυτών των μεταναστών ήταν μεν περίπου σταθερός σαν αριθμός αλλά και συνεχώς ανανεούμενος σαν περιεχόμενο, αφού ειδικά αυτοί οι μετανάστες χρησιμοποιούν την Ελλάδα απλά ως πύλη εισόδου τους στην Ευρώπη και ως ενδιάμεσο σταθμό της τραγικής περιπλάνησής τους και άρα δεν θα προλάβαιναν να «μπασταρδέψουν» το εντόπιο στοιχείο. Αυτού του είδους την πληροφόρηση δεν είναι δυνατόν να την αποκτήσει κανείς από μια απλή ανάγνωση των αριθμών αλλά, μόνο από την επιστημονική συστηματική (δηλ. μη ερασιτεχνική) ενασχόληση και εξοικείωση με το συγκεκριμένο αντικείμενο.
Ο ερασιτεχνισμός αφορά και στην κατά κόρον επίκληση ανεκδοτολογικών μαρτυριών και στην εξαγωγή από αυτές «εμβριθών» συμπερασμάτων π.χ. «ο θείος ενός γνωστού μου, μού έλεγε ότι τού είχε πει ο προπαππούς του ότι κάποτε το χωριό του είχε διακόσιους αρβανίτες και εκατό τούρκους», ή «η κουμπάρα της πεθεράς της γυναίκας μου, μού είχε πει κάποτε ότι η θεία της γιαγιάς της τής είχε πει ότι το τάδε τοπωνύμιο προέρχεται από κάτι βλάχικες φαμίλιες που είχαν παλιά εκεί τη στάνη τους» κ.λπ.
Έχουμε περάσει πλέον στην περιοχή της γνωστής ρωμαίικης φαιδρότητας, όπου ο κάθε ρωμηός, δεξιός, αριστερός κλπ. υποβιβάζει την επιστημονική αναζήτηση της αιτιότητας των πραγμάτων στον μικρόκοσμο του χωριού του.
Από κάτι τέτοια «δεδομένα» οι γραφικοί επίγονοι του Φαλμεράυερ «συμπεραίνουν» την εξαφάνιση του ελληνικού λαού από τον χάρτη και την ιστορία.
Η σχέση εθνολογίας-γλωσσολογίας και οι αντιφάσεις των δοξασιών περί φυλετικής καθαρότητας, ή ασυνέχειας των κατοίκων του ελλαδικού χώρου. Ο κοινός μύθος περί «καθαρότητας» του αρχαίου ελληνικού «αίματος».
Κοινό αξίωμα των δύο «εθνικών» ιδεολογημάτων της ρωμηοσύνης αποτελεί η πεποίθηση ότι οι αρχαίοι έλληνες ήταν ένας «αιματολογικά καθαρός» λαός. Έτσι οι μεν προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου συνδέονται με «αιματολογικά αναλλοίωτο» τρόπο με τους «καθαρούς» αρχαίους, ενώ οι δε ότι οι σημερινοί κάτοικοι της χώρας είναι «νόθοι» και γι’ αυτό δεν δικαιούνται καν να χρησιμοποιούν τον εθνικό προσδιορισμό «έλληνας».
Για όσους δεν γνωρίζουν, ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η εθνολογία ουσιαστικά συγχωνεύτηκε με τη γλωσσολογία. Η επικρατούσα εθνολογική θεωρία της εποχής μας, περί ύπαρξης μιας ινδοευρωπαϊκής φυλής που εξαπλώθηκε και διακλαδίστηκε στην Ευρώπη και σε περιοχές της Ασίας, προέκυψε εξ΄ ολοκλήρου από τη γλωσσολογία και όχι, όπως θα νόμιζε κάποιος, από την εθνολογία. Οι γλωσσολόγοι αντιλήφθηκαν νωρίς τη σχέση και την κοινή ρίζα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και οδηγήθηκαν στην επιστημονική υπόθεση περί ύπαρξης κάποιας ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας.
Έτσι ακόμα και η αμοιβαία θεωρούμενη, από δεξιορωμηούς και αριστερορωμηούς, αναρχορωμηούς κλπ. ως «καθαρή» αρχαία ελληνική φυλή, δεν φαίνεται να προέκυψε παρά από μια προϊστορική επιμειξία μεταξύ ινδοευρωπαίων καυκασιανών φυλών μεταναστών και εγχωρίων προελληνικών. Η επιμειξία αυτή αν και έγινε προοδευτικά σε διάστημα χιλιετιών δεν είχε πανελλαδικό χαρακτήρα, αφού ακόμα και στην κλασική εποχή ανευρίσκονται θύλακες μη ελληνικών πληθυσμών στη χώρα π.χ. στο βόρειο Αιγαίο ο Ηρόδοτος βρίσκει πανάρχαιους πελασγούς, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα συναντάμε ακαρνάνες, αιτωλούς, μολοσσούς, θράκες, «προσέληνους» αρκάδες κ.λπ.
Η οπτική των γλωσσολόγων υιοθετήθηκε σχεδόν αμέσως από την εθνολογία, η οποία με αυτόν τον τρόπο απεγκλωβίστηκε από την αδιέξοδη «αιματολογική» προσέγγιση της εποχής του Φαλμεράυερ. Έκτοτε η εθνολογία βαδίζει αξεχώριστα από την γλωσσολογία, ως εθνογλωσσολογία.
Κατά συνέπεια η ιστορική διαδρομή του ελληνικού λαού θεωρείται περίπου ταυτόσημη με την ιστορία της γλώσσας του (και όχι του «αίματός» του) και συγκεκριμένα με την γεωγραφική και χρονική έκταση όπου ομιλείτο αδιαλείπτως η ελληνική γλώσσα. Ως προς αυτό το ζήτημα, όσο κι αν ψάξει κανείς δεν θα βρει παγκοσμίως ούτε έναν ειδικό επιστήμονα που να μην υποστηρίζει όλες τις παρακάτω παραδοχές:
α) η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να ομιλείται στον κυρίως ελλαδικό χώρο, εδώ και τουλάχιστον τέσσερεις χιλιάδες χρόνια.
β) η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το κυρίαρχο, αν και όχι το μοναδικό, γλωσσικό ιδίωμα στον κυρίως ελλαδικό χώρο, εδώ και τουλάχιστον τέσσερεις χιλιάδες χρόνια
γ) η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί αντικείμενο λογοτεχνικής καλλιέργειας, δημοτική ποίηση, στον κυρίως ελλαδικό χώρο εδώ και τουλάχιστον τέσσερεις χιλιάδες χρόνια.
δ) λόγω των παραπάνω, η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την επίσημη γλώσσα της δημόσιας διοίκησης, κατά διαστήματα εκ παραλλήλου με άλλες, όπως με τη λατινική, ή την τουρκική, εδώ και τουλάχιστον τέσσερεις χιλιάδες χρόνια.
Επιπλέον η συνεχής χρήση και η μαζική ανώνυμη λογοτεχνική καλλιέργεια της ελληνικής είχε σαν αποτέλεσμα ώστε, η νεώτερη ελληνική να μην διαφέρει σημαντικά από την αρχαία μορφή της. Διακεκριμένοι φιλόλογοι όπως ο Άρνολντ Τόυνμπη παρατήρησαν μάλιστα ότι τα νεώτερα και σύγχρονα ελληνικά, καθομιλουμένη, μοιάζουν πολύ περισσότερο με τα αρχαία, από ό,τι τα σύγχρονα αγγλικά, ή γερμανικά με τα αντίστοιχά τους μεσαιωνικά βλ. Άρνολντ Τόυνμπη, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992.
Με άλλα λόγια δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στον ελλαδικό χώρο μια σαφώς πλειοψηφική πληθυσμιακή ομάδα η οποία κατανοούσε, μιλούσε και καλλιεργούσε ποιητικά την ελληνική. Η προέλευση αυτής της πληθυσμιακής ομάδας δεν θα μπορούσε να αναζητηθεί με λογικό τρόπο κάπου αλλού εκτός από τούς αρχαίους κατοίκους του ελλαδικού χώρου.
Αλλά ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελλαδιτών που μιλούσαν τα ελληνικά δεν προήλθαν από τους αρχαίους έλληνες, τα ερωτήματα που ανακύπτουν για τους θιασώτες της ιστορικής εξαφάνισης του ελληνικού λαού είναι αμείλικτα:
-Πώς είναι δυνατόν να επιβιώσει μια γλώσσα χωρίς τον λαό που τη μιλά; Οι γλώσσες των σκυθών, ή των ούννων εξαφανίστηκαν ακριβώς επειδή αυτό συνέβη στους αντίστοιχους λαούς.
-Πώς έγινε και μετά από όλες αυτές τις υποτιθέμενες απανωτές εισβολές άλλων λαών, εποικήσεις της χώρας και γενοκτονίες του εντόπιου ελληνικού στοιχείου, τα ελληνικά, όχι απλώς δεν εξαφανίστηκαν ως γλώσσα, η γλώσσα είναι το πρώτο εθνολογικό χαρακτηριστικό που πλήττεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά, δεν δείχνουν να επηρεάστηκαν σημαντικά; Οι λεκτικές ανταλλαγές και δάνεια –π.χ. λέξεις με αρβανίτικες ρίζες στην ελληνική- δεν έχουν να κάνουν με τη δομή της γλώσσας και δεν συνιστούν αλλοίωση της αλλά, συνέβαιναν ανέκαθεν – ακόμα και στην υποτίθεται άσπιλη γονιδιακώς αρχαία Ελλάδα, γνωστές λέξεις, όπως «θάλασσα» και «τυραννία» δεν είναι ελληνικές.
-Πώς γίνεται και οι απόγονοι όλων αυτών των υποτιθεμένων εισβολέων μιλούν σήμερα μια μορφή της ελληνικής που μοιάζει να εξελίχθηκε με μάλλον φυσιολογικό και ομαλό τρόπο; Μήπως οι πρόγονοί τους… συνεννοήθηκαν να αφήσουν τις μητρικές γλώσσες τους και να αρχίσουν να μιλούν, ή να τραγουδούν στην ελληνική;
-Πώς γίνεται και η χριστιανορθόδοξη εκκλησία, αγνόησε τέτοιας έκτασης αλλόγλωσσα εισβαλλόντα ποίμνια και δεν μπήκε καν στον κόπο να μεταφράσει τα ιερά βιβλία της, π.χ. στα βλάχικα, ή στα αρβανίτικα, προκειμένου να τα προσηλυτίσει, προσφιλής τακτική της που την έχει εφαρμόσει συστηματικά επί αιώνες; Μήπως προτίμησε να … τους κάνει φροντιστήρια ελληνικών;
Συμπέρασμα: οι σημερινοί έλληνες δεν είναι «καθαροί» όχι γιατί από εδώ πέρασαν κατά τον μεσαίωνα διάφοροι πραγματικοί, ή φανταστικοί λαοί αλλά, γιατί ούτε οι αρχαίοι ήσαν «αιματολογικά καθαροί».
Περί εθνογλωσσοκαθάρσεων: Η στερεότυπη θέση των «προδεφτικών» ρωμηών είναι ότι το νεοελληνικό κράτος εφάρμοσε τακτικές μαζικής εθνοκάθαρσης και γλωσσοκάθαρσης προκειμένου να «αποκαθάρει» τη χώρα από το «ακάθαρτο» αίμα και τις «ακάθαρτες» διαλέκτους. Έτσι πάρα πολλοί άνθρωποι άλλων εθνοτικών ομάδων υποτίθεται ότι εξαναγκάστηκαν να ξεχάσουν τις γλώσσες τους και να μιλήσουν ελληνικά. Η συνεπής συλλογιστική προέκταση αυτής της πρότασης είναι ότι ένας κατά τους «προδεφτικούς» ρωμηούς, εξαφανισμένος από αιώνες λαός …αναστήθηκε και επέβαλλε τη γλώσσα του σε εκατομμύρια επήλυδες και αλλόγλωσσους κατοίκους του ελλαδικού χώρου.
Φυσικά πρόκειται για άλλον έναν συλλογιστικό ακροβατισμό αφού, όπως μαρτυρούν κατηγορηματικά επιστημονικές πηγές (και όχι οι γενικώς κι αορίστως «περιηγητές») της περιόδου της επανάστασης του 1821, όπως ο γάλλος ιστορικός και φιλόλογος Φωριέλ, τα ελληνικά ήταν ήδη το απολύτως κυρίαρχο γλωσσικό ιδίωμα στην προεπαναστατική Ελλάδα δηλαδή πολύ προτού το νεοελληνικό κράτος αρχίσει τις υποτιθέμενες μαζικές εθνογλωσσοκαθάρσεις του, αλλά και καλλιεργούνταν συστηματικά ως δημώδης ποιητική γλώσσα, από όπου και η σχετική επιστημονικώς υποδειγματική, ακόμα και μετά από διακόσια χρόνια, λαογραφική εργασία του Φωριέλ.
Πέραν αυτού το νεοελληνικό κράτος δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει προεπαναστατικά ώστε να κάνει τις υποτιθέμενες μαζικές εθνογλωσσοκαθάρσεις του…
Σχετικά με τις γλωσσολογικές μαρτυρίες των υπολοίπων επιστημονικώς ανειδίκευτων περιηγητών, είναι γνωστό ότι προσφέρονται για κάθε είδους ερμηνεία. Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι περιηγητές του ελλαδικού χώρου κατά την ύστερη τουρκοκρατία και κατά τα επαναστατικά χρόνια (συνήθως ιδεαλιστικά σκεπτόμενοι), εκπλήττονταν όταν δεν έβλεπαν έναν λαό ντυμένο με χλαμύδες να μιλάει την αττική διάλεκτο.
Αντιθέτως έβλεπαν έναν λαό ρακένδυτο να μιλάει τα τοπικά (στην συντριπτική πλειοψηφία ελληνικά) ιδιώματά του, τα οποία οι αρχαιοθρεμμένοι περιηγητές περνούσαν για «ξένες» γλώσσες, άλλωστε και σήμερα ένας μή εντόπιος έλληνας ίσως δυσκολευτεί να καταλάβει την τοπική ομόγλωσση διάλεκτο μιας περιοχής, ενός νησιού κλπ.
Έτσι δεν είναι περίεργο που αρκετοί περιηγητές αναφέρουν ότι περνούσαν συχνά από περιοχές όπου δεν άκουγαν ελληνικά, χωρίς όμως να αναφέρουν, όπως θα όφειλαν, ποιά γλώσσα ήταν αυτή που άκουγαν). Από αυτές τις αφιλτράριστες και ανεπεξέργαστες «μαρτυρίες» οι «προδεφτικοί» ρωμηοί συμπεραίνουν την εξαφάνιση της ελληνικής στον ύστερο μεσαίωνα και στην τουρκοκρατία, και εφευρίσκουν την επαναφορά της στον 19ου αιώνα, μέσω μιας ξαφνικής μαζικής γλωσσοκάθαρσης, που επιχειρήθηκε από ένα έθνος «ζόμπι» …
Επιπλέον λόγω της νεοελληνικής συνείδησης που οι ίδιοι επέλεξαν να υιοθετήσουν ήδη από την τουρκοκρατία (για ευνόητους λόγους κοινωνικής ένταξής τους στις ελληνόφωνες τοπικές κοινωνίες, που τους περιέβαλλαν και όχι επειδή υποχρεώθηκαν), ούτε οι βλάχοι, ούτε οι αρβανίτες υπήρχε λόγος να υποστούν εθνογλωσσοκαθάρσεις στα πλαίσια του νεοελληνικού κράτους.
Μάλιστα όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε συμφωνία με τη ρουμανική κυβέρνηση ανανέωσε το, από τουρκοκρατίας, επίσημο καθεστώς των βλάχων ως ρουμανογενούς μειονότητας, με δικά της σχολεία, ιδρύματα κλπ. ήσαν οι ίδιοι οι βλάχοι της Ελλάδας που αντέδρασαν ως εθνικώς θιγμένοι, γιατί θεώρησαν ότι το ελληνικό κράτος τούς συμπεριφερόταν σαν να ήσαν μειονοτικοί πολίτες.
Η συντριπτική πλειοψηφία τόσο των βλάχων όσο και των αρβανιτών σε αντίθεση με τους ελληνικής καταγωγής κατοίκους, ήσαν δίγλωσσοι, ήδη από την οθωμανική περίοδο, με μια εκ των δύο γλωσσών τους τα ελληνικά. Έτσι αποδεικνύεται ότι ακόμα και οι μεγαλύτερες πληθυσμιακά εθνοτικές μειονότητες του ελλαδικού χώρου ήσαν αναγκασμένες να λειτουργήσουν σε ένα ευρύτερο ελληνικό εθνοτικό περιβάλλον, το οποίο πληθυσμιακώς τις ξεπερνούσε κατά πολύ.
Η δήθεν «απαγόρευση» των τοπικών γλωσσικών ιδιωμάτων, που κραδαίνεται από τους «προδεφτικούς» ρωμηούς ως απόδειξη εθνογλωσσοκάθαρσης, δεν αφορούσε φυσικά την κατ΄ ιδίαν εκφορά τους αλλά την αποκλειστική χρήση της ελληνικής ως γλώσσας της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης κ.λπ. στα ελληνικά σχολεία, στα οποία από ένα σημείο και μετά φοιτούσαν και βλάχοι που αρνούνταν να πάνε σε ρουμανοβλάχικα σχολεία, δεν «επιτρεπόταν» η χρήση άλλων γλωσσών πλην της ελληνική.
Δεν υπάρχει ούτε ένας νόμος, ούτε ένα διάταγμα, ούτε μια οδηγία του υπουργείου παιδείας, εκτός ίσως από κάποιες ανεπίσημες παρεμβάσεις διανοητικά καθυστερημένων εθνοφανατικών δασκάλων, παπάδων ή τοπικών διοικητών της χωροφυλακής, που φυσικά δεν στοιχειοθετούν «γλωσσοκάθαρση» που να απαγόρευσε ποτέ τις διάφορες ντοπιολαλιές στην Ελλάδα.
Όπως παρατηρεί σχετικά με τη γλωσσική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων η καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθήνας Άννα Φραγκουδάκη «μετά τούς Βαλκανικούς πολέμους η γλωσσική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, όπως γράφει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1916), εμποδίζει την ελληνική γλώσσα ν΄ αντικαταστήσει σε περιοχές τής ελληνικής Μακεδονίας τη βουλγαρική» (βλ «Τι είν’ η πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση», συλλογική εργασία, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010).
Επίσης, στο ίδιο «η γλώσσα π.χ., σήμερα θεμελιακό διακριτικό τής ελληνικότητας, δεν αποτελεί μέχρι τη δεκαετία τού 1930-40 ούτε συστατικό ούτε τεκμήριο τού ανήκειν στο ελληνικό έθνος, αλλά αντιμετωπίζεται ως ιδιότητα επίκτητη, αποτέλεσμα ιστορικών συγκυριών. Η εθνικότητα δεν αντιφάσκει με το να είναι κανείς αλλόγλωσσος, αντίθετα μπορεί η άλλη γλώσσα ν΄ αποδεικνύει την ένταση και το βάθος τής ελληνικότητας, όπως συμβαίνει με τον μικρό βουλγαρόφωνο ήρωα τής Πηνελόπης Δέλτα στα «Μυστικά τού Βάλτου» (1937)».
Περισσότερη έφεση στις εθνοκαθάρσεις δείχνουν οι «προδεφτικοί» ρωμηοί, που «εξαφανίζουν» ταχυδακτυλουργικά ένα ολόκληρο έθνος από τη μεσαιωνική και νεώτερη ιστορία, παρά αυτοί τους οποίους κατηγορούν για τον ίδιο λόγο δηλ. οι εξίσου γελοίοι υπερασπιστές της εθνοφυλετικής «καθαρότητας», που ισχυρίζονται ότι μπορούν να πάρουν πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης από τους ληξιάρχους της αρχαίας Αθήνας.
Η έφεση των «προδεφτικών» ρωμηών στις εθνοκαθάρσεις μοιάζει κατά μακάβριο τρόπο με αυτή των βυζαντινομεσαιωνικών πνευματικών προγόνων τους, οι οποίοι είχαν εξαφανίσει επί αιώνες τον εθνολογικό προσδιορισμό «έλληνας» και τον είχαν υποκαταστήσει με την κωμική ονομασία «ρωμηός».
Η ιστορική συνέχεια, ή ασυνέχεια δεν μπορεί να ανιχνευθεί «αιματολογικά»
Η συνέχεια, ή η ασυνέχεια του ελληνικού –και κάθε- λαού δεν γίνεται να τεκμηριωθεί, ή να αντικρουστεί με δήθεν γονιδιακές προσεγγίσεις. Όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο θα καταλήξει αργά ή γρήγορα στον διανοητικό υπόκοσμο του εθνικισμού, του πατριωτισμού, της εθνικοφροσύνης, του φασισμού, του ρατσισμού, ή των πανομοιότυπων «προδεφτικών» εκδοχών τους.
Η συνέχεια (ή η ασυνέχεια) του ελληνικού -και κάθε άλλου- λαού δεν μπορεί να νοείται με βιολογίστικο τρόπο. Στην περίπτωση των κατοίκων του ελλαδικού χώρου, η συνέχειά τους αποδεικνύεται μέσα από την αδιάκοπη χρήση και δημώδη ποιητική καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας. Φυσικά υπήρξαν και διεισδύσεις άλλων φύλων, κατά τον βυζαντινό μεσαίωνα, όπως άλλωστε και κατά την αρχαιότητα.
Αλλά αυτοί οι λαοί, είτε ήσαν αριθμητικά αμελητέοι και ξέχασαν γρήγορα την καταγωγή τους προκειμένου να προσαρμοστούν στην κοινωνία που τους περιέβαλλε, η ιστορία έχει συχνά ξεχάσει και τα ονόματά τους, είτε λίγο αργότερα ξαναμετακινήθηκαν προς βορράν, όπως πιθανότατα οι σλάβοι, είτε σχημάτισαν -διακριτούς και σήμερα- εθνοτικούς θύλακες, όπως οι βλάχοι και οι αρβανίτες, ή όπως άλλες φυλετικές ομάδες στην ελληνική αρχαιότητα.
Σε κάθε περίπτωση παρέμενε και στον βυζαντινό μεσαίωνα μια εμφανής πλειοψηφία απογόνων των αρχαίων ελλήνων, βυθισμένη στην ίδια οικτρή οικονομική και διανοητική κατάσταση με τους υπόλοιπους μεσαιωνικούς λαούς. Επί αιώνες, το μόνο που μπορούσαν να αφήνουν ως ίχνος του ιστορικού περάσματός τους, ήταν να μιλούν την προγονική γλώσσα τους και να φτιάχνουν ιαμβικούς στίχους σε αυτή όπως άλλωστε έκαναν με τις δικές τους οι βλάχοι, οι αρβανίτες κ.λπ.
Οι περισσότερες από τις μεγάλες μειονότητες του ελλαδικού χώρου, συγκεκριμένα οι αρβανίτες και οι βλάχοι, έζησαν ειρηνικά με τους προϋπάρχοντες ελληνόφωνους ντόπιους και όλοι μαζί έδεσαν έκτοτε τις ιστορικές μοίρες τους. Μάλιστα τόσο οι βλάχοι, όσο και οι αρβανίτες, έδωσαν την πληθυσμιακή τους αναλογία μεταξύ των εξεγερμένων και των οπλαρχηγών του 1821.
Μετεπαναστατικά, τόσο οι βλάχοι, όσο και οι αρβανίτες δεν γκετοποιούνται αλλά, διασπείρονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και σε όλες τις εκφάνσεις του νεοελληνικού βίου, από τους αποκαλούμενους εθνικούς ευεργέτες, μέχρι επιστήμονες, ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες, κτηνοτρόφους, ναυτικούς κ.λπ.
Αν τα έθνη είναι ανθρώπινα ρυάκια, ή ποτάμια στον χώρο και στον χρόνο, τότε μπορεί, είτε να εξαφανίζονται σε καταβόθρες, είτε να συνεχίζουν τη ροή τους δεχόμενα τα νερά μικροτέρων παραποτάμων πριν εκβάλλουν στην επικείμενη αεθνή θάλασσα, όπως είναι αναπόφευκτο να εξελιχθεί κάποτε η ανθρωπότητα. Επίσης τα μεγαλύτερα από αυτά μπορεί να αλλάζουν όνομα από περιοχή σε περιοχή και το ελληνικό έθνος με τις πολλές μετονομασίες του –δαναοί, γραικοί, έλληνες, ρωμηοί κλπ.- είναι ένα από τα μεγαλύτερα «ποτάμια» που υπήρξαν ποτέ. Αλλά σε κάθε περίπτωση πρόκειται για το ίδιο ποτάμι.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά μεμονωμένοι ισχυρισμοί, συνήθως προερχόμενοι από εθνοπατριώτες και λοιπά ρατσιστοειδή και φασιστοειδή, περί … προσωπικής καταγωγής τους από τους αρχαίους έλληνες αλλά, σε ό,τι αφορά σε ένα συλλογικό επίπεδο, τέτοιες διαπιστώσεις δεν αντιβαίνουν στην επιστημονική εγκυρότητα. Το «εθνικό» ποτάμι κυλάει το ίδιο εδώ και, τουλάχιστον, τέσσερεις χιλιετίες και τα νερά των εισρευσάντων «παραποτάμων» δεν είναι ούτε πιο «καθαρά», ούτε πιο «βρώμικα». Όλοι πλέον είμαστε νερά του ίδιου αρχαίου ποταμού.
Το αντιεπιστημονικό δεν είναι να δεχθείς ότι οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου είναι σε γενικές γραμμές απόγονοι των αρχαίων, άλλωστε η εθνική καταγωγή, νοούμενη βιολογίστικα, είναι επουσιώδες κληρονομικό χαρακτηριστικό, σαν να λέμε «μελαχρινός», «ψηλός», κοντός» κλπ. αλλά, να επικαλεστείς την όποια πραγματική, ή φανταστική βιολογική τους συνέχεια ή ασυνέχεια για να χαλκεύσεις μια «εθνοπατριωτική» ιδεολογία, χρήσιμη μόνο στους ιδιοκτήτες του «εθνικού» κοπαδιού.
Eurovision 2011: χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από την γραφική πολιτισμική καθημερινότητα των σημερινών καταπατητών του ελλαδικού χώρου, που παριστάνουν τους διεκδικητές αποκλειστικών πνευματικών δικαιωμάτων επί του ελληνικού πολιτισμού.
Η «εθνική υπερηφάνεια» ως εκδήλωση ψυχικής και διανοητικής μειονεξίας
Μπορούν λοιπόν οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου να υπερηφανεύονται για τους προγόνους τους;
Δεν ήταν αυτός ο στόχος του γράφοντος. Καθένας έχει δικαίωμα να υπερηφανεύεται, ή να ντρέπεται για ό,τι θεωρεί σημαντικό. Βέβαια μπορούμε να επισημάνουμε ότι το να υπερηφανεύεται κάποιος για τους γονείς, ή τους προγόνους ισοδυναμεί με ομολογία του ότι ο ίδιος είναι ένα θλιβερό τίποτα. Και όσο πιο πολύ υπερηφανεύεται, τόσο πιο ασήμαντος φαίνεται. Με αυτόν τον τρόπο η εθνικιστική κομπορρημοσύνη των σημερινών (β)ρωμηών που οι περισσότεροι δεν έχουν περάσει ποτέ ούτε απ’ έξω από ένα μουσείο, αποτελεί και το ευθέως ανάλογο τεκμήριο της ασημαντότητάς τους.
Αν είχαν κάτι σημαντικό να παρουσιάσουν, αν ήσαν λαός δημιουργικός με κουλτούρα υπευθυνότητας και ωριμότητας δεν θα είχαν κανένα λόγο να καταφεύγουν κάθε λίγο και λιγάκι στους προγόνους τους για να κρύψουν την πολιτισμική και ψυχική γύμνια τους.
Η ίδια η θλιβερή πολιτισμική κατάσταση στην οποία εκουσίως βρίσκονται αποτελεί την μεγαλύτερη απόδειξη ότι η – πραγματική, ή φανταστική- καταγωγή από σπουδαίους προγόνους δεν σε εξασφαλίζει από το να καταντήσεις τριτοκοσμικό πολιτισμικό απόβλητο. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για μια εθνικά συμπλεγματική αγέλη θρησκόληπτων υπερπατριωτών, υποκριτών «νοικοκυραίων», τουρκοτσιφτετελάδων επιδειξιών και περιβαλλοντοκτόνων καταπατητών, που συμπεριφέρονται σαν κακοπεσμένες μαρκησίες, μόνο και μόνο επειδή ανακάλυψαν στα σεντούκια της Ιστορίας κάποιους ξεχασμένους προγονικούς τίτλους ευγενείας. Η πολιτισμική τους υστέρηση και ασυνέχεια αποτελεί το χειροπιαστό αποτέλεσμα της ψευδούς συνείδησης που τους δημιούργησαν οι παντοειδείς κατασκευαστές «εθνικών» ιδεολογιών.
Από την άλλη, αν οι «προδεφτικοί» ρωμηοί, που υποτίθεται ότι χτυπούν την φυλετική αντίληψη περιουσιότητας, ενώ όπως αποδείξαμε την υιοθετούν στο ακέραιο αλλά, από… την «ανάποδη» είχαν να προτάξουν κάτι περισσότερο από μια παιδαριώδη αντιδραστική θέση περί δήθεν ιστορικής εξαφάνισης του ελληνικού λαού (και μια εξίσου στηριγμένη σε ρατσιστικά «αιματολογικά» κριτήρια, «εθνική» ιδεολογία, θα εστίαζαν στο πώς θα μπορούσαν να απεγκλωβιστούν οι άνθρωποι από τις ιδεοληψίες τους (χωρίς να χρειαστεί να κατασκευάσουν άλλες κατ’ αντιστροφήν πανομοιότυπες.
Προς το παρόν, το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να συμπληρώνουν το έργο της παραδοσιακής εθνικιστικής αποπολιτισμοποίησης, μετατρέποντας κάμποσους παραδοσιακούς δεξιορωμηούς σε σε δήθεν «ψαγμένους» και «απροκατάληπτους».
Σε κάθε περίπτωση η «ενασχόληση» με την συνέχεια ενός λαού ως διαδικασία που διεξάγεται ή διακόπτεται, κατεξοχήν δια των «γονιδίων», έχει αφεθεί εκεί που της αξίζει δηλαδή, στους φασίστες, σωβινιστές και ρατσιστές κάθε πολιτικής προέλευσης.
Για την αποφυγή μιας τέτοιας παγίδας ο γράφων επιδίωξε να κινηθεί στο πνεύμα της επιστημονικής μεθοδολογίας και δεν επικαλέστηκε, όπως θα έγινε αντιληπτό, ανεκδοτολογικές μαρτυρίες και αμφίβολα «ποσοτικά»
Περί της ιστορικής συνέχειας, ή ασυνέχειας των κατοίκων του ελλαδικού χώρου
Η ανεύρεση της πορείας ενός λαού στον ιστορικό χρόνο, μέσα από τα κάθε είδους ίχνη που αφήνει πίσω του, εκτός της επιστημονικής αναζήτησης της αιτιότητας, ικανοποιεί και την απολύτως φυσιολογική ανθρώπινη ανάγκη να γνωρίζουμε (έστω κατά προσέγγιση) από πού προερχόμαστε. Βέβαια δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, να χρησιμοποιείται ο επιστημονικός μανδύας προκειμένου να στηριχθούν προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα και σκοπιμότητες. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιας παραεπιστήμης αποτελεί π.χ. η φυλετιστική θεωρία και τα αντίστοιχα εργαστηριακά «πειράματα» ναζιστών «επιστημόνων».
Σε αυτά τα πλαίσια, η ενασχόληση με την διαμέσου «αιματολογικών παραγόντων», ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια των κατοίκων του ελλαδικού χώρου, αποτέλεσε ειδοποιό χαρακτηριστικό της αναζήτησης για μια «εθνική» ρωμαίικη ιδεολογία. Τόσο οι παραδοσιακοί εθνικόφρονες ελληνοχριστιανοί ρωμηοί, όσο και οι εξίσου εθνικόφρονες, όπως θα δούμε μαρξιστορωμηοί πασών των αιρέσεων, μοιράζονται, εκτός από την εναλλακτική εθνική ονομασία «ρωμηός» την ρατσιστική πεποίθηση ότι οι πολιτισμοί συνέχονται μέσω DNA ή δεν συνέχονται, λόγω τής διακοπής τής μεταβίβασής του.
Η κοινή τους αυτή πεποίθηση αποτέλεσε αφετηρία διαξιφισμών σχετικά με το ποιός από τους δύο σωβινισμούς μπορεί να συγκροτήσει (=χαλκεύσει) την «καλύτερη» εθνική ιδεολογία. Μια ιδεολογία, που, όπως όλες οι παρόμοιες, έχει σαν μοναδικό σκοπό τη διαιώνιση της απάτης του εθνοπατριωτισμού και την συνειδησιακή ενοποίηση του εθνικού ποιμνίου κάτω από τη γκλίτσα της άρχουσας ελίτ του.
Γι’ αυτόν τον λόγο η διάρρηξη της επιχειρούμενης σύνδεσης μεταξύ της «αιματολογικής» οπτικής και της συνέχειας (ή ασυνέχειας) των κατοίκων του ελλαδικού χώρου αποτελεί καίριο χτύπημα εναντίον των ιδεοληψιών που κατά καιρούς γεννοβολά, μέσα στον συμπλεγματικό πολιτισμικό απομονωτισμό της, η ρωμηοσύνη.
Η ενασχόληση με την αιματολογική «καθαρότητα»
(ή μή καθαρότητα) ως κύρια έκφανση του νεοελληνικού σωβινισμού.
Οι δύο όψεις («δεξιά» κι «αριστερή») του ρατσιστικού νομίσματος
Η ενασχόληση με την «καθαρότητα» ή μή του «εθνικού αίματος» και η αντίληψη ότι το «εθνικό αίμα» είναι ο αγωγός δια του οποίου εξασφαλίζεται κατεξοχήν η ιστορική συνέχεια ενός λαού και η μεταβίβαση των πολιτισμικών του χαρακτηριστικών, αποτέλεσε την εμμονή επάνω στην οποία στηρίχθηκε ο εθνικισμός στον 20ο αιώνα κατά την μετάλλαξή του σε φασισμό.
Ο νεοελληνικός εθνικισμός καλλιέργησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα την διαδεδομένη και καταφανώς γελοία, πεποίθηση ότι οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου αποτελούν απευθείας απογόνους του Αχιλλέα και του Περικλή με … πνευματικά δικαιώματα επί του επιδραστικότερου πολιτισμού της ιστορίας και επίσης βιολογικούς δικαιούχους ιστορικής περιουσιότητας, πανομοιότυπης με την μάνα όλων των ρατσισμών, την ιουδαϊκή.
Εν συνεχεία οι ολοκληρωτικές ιδεολογικές «σχολές» του μεσοπολέμου, χιτλερισμός, λενινοσταλινισμός κλπ. όπως εκφράστηκαν στην Ελλάδα, κατέφυγαν εξίσου στην «αιματολογική» επιχειρηματολογία, είτε για να «αποδείξουν» την συνέχεια και την περιουσιότητα του ελληνικού λαού το μεταξικό ιδεολόγημα περί δήθεν Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού κατά τα προπαγανδιστικά φασόν του γερμανικού «τρίτου Ράιχ», είτε για να «αποδείξουν» την γονιδιακή ασυνέχειά του και την αναγκαιότητα αντικατάστασης της διαμορφωμένης φυλετιστικής εθνικής ιδεολογίας από μια δήθεν ευρυτέρων κριτηρίων -αλλά, εξίσου σωβινιστική π.χ. Κ.Κ.Ε. και οι κατά παραγγελίαν γραφιάδες του, αλλά και αρθρογράφοι διαφόρων αριστερίστικων φυλλάδων κ.λπ.
Ειδικά οι τελευταίοι αμφισβήτησαν την πραγματική, ή φανταστική βιολογική συνέχεια των κατοίκων του ελλαδικού χώρου για να αποδυναμώσουν το θεωρούμενο ως ισχυρότερο επιχείρημα της παραδοσιακής εθνικόφρονος προπαγάνδας. Θεώρησαν ότι η νέα εθνική ιδεολογία, την οποία εκπονούσαν έπρεπε να στηριχθεί στη βάση των «διαχρονικών (=ταξικών) αγώνων του λαού για την κοινωνική του χειραφέτηση» και ότι ο φερόμενος ως ελληνικός λαός δεν μπορούσε να αναζητά τις ρίζες του στους θεωρούμενους ως φυλετιστές δουλοκτήτες αρχαίους, παρ’ όλο που ο ίδιος ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου είχε επισημάνει ότι η παραγωγική βάση της αρχαίας Ελλάδας δεν ήταν η -ούτως ή άλλως περιορισμένη στην Ελλάδα- δουλεία αλλά η εργασία του ανεξάρτητου τεχνίτη και αγρότη.[1]
Οι αρχαίοι έλληνες θεωρήθηκαν από την αριστερορωμαίικη ιντελιγκέντσια ως μια ενιαία κοινωνική τάξη εθνικιστών δουλοκτητών, που ζούσαν φιλοσοφώντας ξαπλωμένοι επάνω στην τάξη των δούλων, εικόνα που πάρθηκε κατ’ ευθείαν από τον χριστιανισμό και οι οποίοι δεν παρείχαν… ηθικοπλαστικά παραδείγματα σοσιαλιστικού πατριωτισμού. Βέβαια με αυτόν τον τρόπο οι αριστερορωμηοί κοπτοράπτες παρέμειναν παγιδευμένοι στην ίδια συλλογιστική, παραδεχόμενοι, παρά τούς περί τού αντιθέτου ισχυρισμούς τους, ότι τα βασικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ακόμα κι αν πρόκειται για την υποτιθέμενη δουλοκτητική παραγωγική βάση και τον «φυλετισμό» των αρχαίων, είναι πράγματα που μεταβιβάζονται, όταν μεταβιβάζονται, κατεξοχήν γονιδιακώς.
Επιπλέον οι μαρξιστορωμηοί κειμενογράφοι και προπαγανδιστές θεώρησαν ότι η προπαγάνδιση μιας «διεθνικής» καταγωγής των κατοίκων τού ελλαδικού χώρου, δημιουργούσε ευνοϊκή ψυχολογική προδιάθεση ώστε, να εξυπηρετήσει την εμπέδωση ενός νεοεθνικιστικά διαστρεβλωμένου «προλεταριακού διεθνισμού».
Η κοινή ιδεολογική βάση της παραδοσιακής ρωμαίικης εθνικοφροσύνης και της δήθεν «διεθνιστικής» αντιπάλου της, αποκαλύφθηκε περίτρανα κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου και της λεγόμενης «εθνικής αντίστασης» τόσο οι παραδοσιακοί εθνικόφρονες πατριώτες π.χ. Ε.Δ.Ε.Σ. όσο και οι δήθεν «διεθνιστές» σοσιαλπατριώτες (Ε.Α.Μ.) μιλούσαν την κοινή εθνικόφρονα γλώσσα του δήθεν «εθνικοαπελευθερωτικού» αγώνα.
Οι ένθεν κακείθεν προπαγάνδες άντλησαν την «εγκυρότητά» τους από το ίδιο ιδεολογικό οπλοστάσιο: αυτό του εθνικισμού. Με αυτόν τον τρόπο ο θεωρητικά συνεπής, προς τις αρχικές σοσιαλιστικές θεωρίες, αυθεντικός διεθνιστικός αγώνας των απανταχού εκμεταλλευομένων για μετατροπή του διεθνούς ιμπεριαλιστικού πολέμου σε διεθνή κοινωνικό πόλεμο εναντίον των αφεντικών του πλανήτη, παρεκτράπη με λεπτές θεωρητικές «χειρουργικές» σε «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των λαών εναντίον του φασισμού».
Κι ενώ για το διεθνές εργατικό κίνημα η λέξη «πατριώτης» αποτελούσε μέχρι τότε υβριστικό χαρακτηρισμό, οι σοσιαλπατριώτες τη μετέτρεψαν σε τίτλο τιμής.
Είναι ενδεικτικό της τελικής ιδεολογικής σύγκλισής τους ότι ακόμα και οι μαρξιστορωμηοί αναγνώρισαν τελικά ως θεμελιώδες συστατικό και επίσημο φορέα της «εθνικής ιδεολογίας» τους την χριστιανορθόδοξη εκκλησία, δηλαδή τον ιστορικό ολετήρα και κάπηλο του ελληνικού πολιτισμού και θεματοφύλακα της ρωμηοσύνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ταύτισης του παραδοσιακού ρωμαίικου και του μαρξιστορωμαίικου ιδεώδους, μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στον γνωστό «Λόγο στη Λαμία» του επίσης γνωστού Άρη Βελουχιώτη.
Στον γνωστό Λόγο της Λαμίας ο γραφικός ημιηλίθιος παιδεραστής σταλινικός Άρης Βελουχιώτης διατυπώνει τα θεμελιακά δόγματα του αριστερόστροφου ρωμαίικου σωβινισμού, ως πιστού αντικαθρεπτίσματος της δεξιόστροφης εθνικοφροσύνης, με την οποία υποτίθεται ότι συγκρούεται. Όπως εκεί, έτσι και εδώ, σε κεντρικής σημασίας αναδεικνύεται το σωβινιστικό ρωμηοτρίπτυχο Θρησκεία-Πατρίδα-Οικογένεια.«Λένε, ότι ο κομμουνισμός χαλνά τις εκκλησίες και γδέρνει τους παπάδες. Τόσο χαζοί είναι λοιπόν οι κομμουνιστές, να χαλάσουν τις εκκλησίες, που δεν τους εμποδίζουν σε τίποτα; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματός μας και η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη [...] Και εδώ, λοιπόν, βλέπουμε φανερά, ότι αυτοί που μας κατηγορούν πως θέμε να διαλύσουμε την οικογένεια, δεν είναι άλλοι, παρά αυτοί οι ίδιοι, που την διαλύουν στην πραγματικότητα, ενώ εμείς επιδιώκουμε το στερέωμά της [...]Μας κατηγορούν, ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μιά και που οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιός είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει νάβρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δεν νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους”. Άρης Βελουχιώτης «Ο λόγος της Λαμίας» (σελ. 23-26).
Έτσι ο Βελουχιώτης αρέσκεται να περνιέται ως πιο «νοικοκύρης» από τους δεξιούς νοικοκυραίους όταν λέει ότι οι σταλινικοί «φτιάχνουν σήμερα το κράτος» που δεν έφτιαξαν οι … «αντικρατιστές» αστοί, μας λέει δηλαδή ότι επί κεφαλαιοκρατίας δεν υπήρχε κράτος, άρα υπήρχε … αταξική κοινωνία – η φαιδρότητα του σταλινισμού υπήρξε, και συνεχίζεται, ανεξάντλητη.
Ή μπορεί επίσης να κορδώνεται ως άλλος ένας αληθινός πατριώτης (όλοι το ίδιο αληθινοί είναι) όταν εγκαλεί τους κεφαλαιοκράτες επειδή δεν «συγκινούνται με την ύπαρξη των κρατικών συνόρων» προφανώς θεωρεί ότι ο επαναστατικός εργατικός διεθνισμός πρέπει να «συγκινείται» από συνοριακώς αναγνωρισμένα κρατικά οικόπεδα, ή ότι στην συντελούμενη παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας οι εκμεταλλευόμενοι πρέπει να απαντήσουν με … «εργατικό πατριωτισμό» – κάτι που «συμπτωματικά» αποτελεί και τον ακρογωνιαίο θεωρητικό λίθο του εθνικοσοσιαλισμού…
Λίαν αξιοπρόσεκτη είναι η εγκωμιαστική αναφορά αυτού του χαρακτηριστικά αγράμματου σταλινικού πιστολά στην χριστιανορθόδοξη εκκλησία, δηλαδή του μυθικά πάμπλουτου βυζαντινού φεουδάρχη, που το 1453 προτίμησε να φέρει την οθωμανοκρατία για να εμποδίσει την πολιτισμική και οικονομική δυτικοποίηση της χώρας, που το 1821 δεν είχε παραλείψει να αφορίσει τους εξεγερμένους ραγιάδες και τους έλληνες Διαφωτιστές και που μετεπαναστατικά εμπόδισε για άλλη μια φορά -και εξακολουθεί- την αποβυζαντινοποίηση και τον εκδυτικισμό της «απελευθερωμένης» χώρας.
Ο ενδοεξουσιαστικός πόλεμος που ακολούθησε και που εξωραϊστηκε ως «εμφύλιος» έγινε φυσικά πάλι στο όνομα του «έθνους» και του «εθνικού συμφέροντος», επικαλουμένων και από τις δύο εμπόλεμες «εθνικές ιδεολογίες».
Μια επιπλέον απόδειξη της ιδεολογικής σύγκλισης των δύο σωβινισμών είναι η απόδοση καλλιτεχνικών τιμών στην κοινή αγαπημένη τους Ρωμηοσύνη μέσα από τους ποιητές τούς οποίους έλεγχαν ιδεολογικά, βλ. χαρακτηριστικά το ομώνυμο «σουξέ» του αποκαλούμενου και «ποιητή της ρωμηωσύνης» Γιάννη Ρίτσου κ.λπ.
Οι διαφορές τους είναι ανάξιες λόγου αφού και οι δύο υποστηρίζουν την πολιτισμική δηλ. διαμέσου του χριστιανισμού, συνέχεια του «ελληνισμού» όρος, από κάθε άποψη, ακατανόητος) και την καθοριστική σημασία του «αιματολογικού παράγοντα» στην ιστορική συνέχεια, ή ασυνέχεια ενός λαού.
Σήμερα τις απόψεις της αριστερορωμηοσύνης τις ασπάζονται όλοι οι «προδεφτικοί» ρωμηοί από τους νεοφιλελεύθερους νεοταξίτες μέχρι τους αναρχορωμηούς δηλ. τοπική παραλλαγή του αναρχισμού που εκδηλώθηκε κατά την επανεμφάνισή του στην Ελλάδα, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Μάλιστα σε πρόσφατη τηλεοπτική σειρά ιστορικού ντοκυμανταίρ νεοταξίτικου προσανατολισμού, κανάλι Σκάι, σχετικά με την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία τού νεοελληνικού κράτους, οι συντελεστές του μηρύκασαν την, βασισμένη στην «αιματολογία» και γι’ αυτό ρατσιστική, ιδεοληψία περί «γονιδιακής» ασυνέχειας των κατοίκων του ελλαδικού χώρου, αλλά στο τέλος, σαν καλοί «προδεφτικοί» ρωμηοί άναψαν κι αυτοί το κεράκι τους στην χριστιανορθοδοξία, για την πολιτισμική συνέχεια που εξασφάλισε στους γονιδιακώς «ασυνεχείς» έλληνες.
Το ευνόητο ερώτημα που προκύπτει προς όλους αυτούς τους σημερινούς νεοφιλελεύθερους, νεοταξίτες, αριστερορωμηούς, αναρχορωμηούς κλπ. έχει να κάνει με το τί θεωρούν τελικά ότι είναι αυτό, που τους διαφοροποιεί από την καταγέλαστη παραδοσιακή εθνικοφροσύνη; Γιατί, αν εδράζουν την πεποίθησή τους στην «αιματολογική» ασυνέχεια του ελληνικού λαού δηλ. «οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου δεν αποτελούν από βιολογική άποψη απογόνους των αρχαίων ελλήνων και άρα πρέπει να αναζητήσουν άλλου είδους συλλογική ταυτότητα».
Τότε ομολογούν ότι, στην περίπτωση που υπήρχε «αποδεδειγμένη» βιολογική συνέχεια ανάμεσα στους αρχαίους έλληνες και στους νεοέλληνες, οι τελευταίοι θα δικαιούντο να παριστάνουν τους ιστορικούς κληρονόμους του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και τον περιούσιο λαό. Αυτή και μόνον αυτή είναι η έσχατη προέκταση της συλλογιστικής τους, μέσω της οποίας καταδεικνύεται η μεθοδολογική ταυτότητά τους με τους δήθεν αντιπάλους τους. Για να το συμπυκνώσουμε σε απλή διαλογική μορφή.
-Παραδοσιακός εθνικόφρων δεξιορωμηός: «εμείς οι νεοέλληνες είμαστε απευθείας γονιδιακοί απόγονοι των αρχαίων ελλήνων και όλη η ανθρωπότητα μας οφείλει αναγνώριση περιουσιότητας»
-«Προδεφτικός» ρωμηός, νεοταξίτης, νεοφιλελεύθερος, αριστερορωμηός, αναρχορωμηός κλπ. «εσείς οι εθνικόφρονες είστε απόγονοι τούρκων, σλάβων, πιγκουίνων κλπ. και δεν έχετε καμία βιολογική σχέση με τους αρχαίους έλληνες, γιατί αν είχατε, τότε, λογική συνεπεία, θα είχατε κάθε δικαίωμα να πιστεύετε ότι είστε ο περιούσιος λαός»
Η συντηρητική και η «προδεφτική» ρωμηοσύνη αλληλοσυμπληρώνονται ήδη από την κοινή ρατσιστική-φυλετιστική συλλογιστική αφετηρία τους.
Αν πραγματικά κάποιος δεν επιθυμεί να συσχετίζει το «αίμα» με την ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια, οποιουδήποτε λαού, η πρέπουσα στάση του προς έναν «καθαρολόγο» του «εθνικού αίματος» είναι μία και μοναδική: να αρνηθεί κατηγορηματικά να συρθεί σε οποιαδήποτε συζήτηση που θα επιχειρηθεί με αυτό το ρατσιστικό ψευδοκριτήριο και να επιμείνει αδιάλλακτα στην διάρρηξη τής εν λόγω αιτιακής συσχέτισης.
Η απαρχή της «αιματολογικής» αναζήτησης και οι σημερινοί γραφικοί συνεχιστές της
α) Τα σλαβικά τοποπωνύμια: Την συζήτηση περί της φυλετικής συνέχειας ή διακοπής, του ελληνικού λαού πυροδότησαν οι απόψεις του γνωστού αυστριακού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ. Ο Φαλμεράυερ θεωρείται σήμερα μια επιστημονική παρέκκλιση του 19ου αιώνα, δικαιολογημένη εν μέρει λόγω του εμβρυακού σταδίου που βρισκόταν τότε η εθνολογία. Επιπλέον έχει αποδειχτεί ότι αποτέλεσε κατά παραγγελίαν γραφιά και προπαγανδιστή της αυστροουγγρικής μοναρχίας και της εξωτερικής πολιτικής της και άρα εκ προοιμίου αναξιόπιστο.
Αρχικά στο έργο του Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας τού 1827 ο Φαλμεράυερ υπερθεμάτιζε υπέρ της αδιάλλειπτης φυλετικής συνέχειας του ελληνικού λαού. Ωστόσο, τρία μόλις χρόνια μετά (Ιστορία της Χερσονήσου του Μορέα κατά τον Μεσαίωνα, 1830) αυτοαναιρείται θεαματικά και μεταλλάσεται σε θιασώτη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της … ανυπαρξίας του ίδιου ακριβώς λαού.
Παρά τα πολλά ταξίδια του, με αδιαφανείς όμως πηγές χρηματοδότησης, δεν πραγματοποίησε ποτέ καμία επιστημονική αυτοψία π.χ. ουδέποτε επισκέφθηκε την ελληνική ύπαιθρο. Αντιθέτως οι «περιηγήσεις» του και οι «ακαδημαϊκές» σχέσεις του περιορίζονταν ανέκαθεν στους ανακτορικούς κύκλους των διαφόρων κρατών συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Οι θέσεις του Φαλμεράυερ απορρίφθηκαν ως υποκειμενικές και αντιεπιστημονικές από τη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών και Κλασικών Μελετών, ενώ ο ίδιος δέχτηκε επικρίσεις και από αρκετούς ευρωπαίους ιστορικούς. Για πολλούς από τους επικριτές του Φαλμεράυερ στην Ελλάδα, το έργο του ήταν βαθιά ιδεολογικό και οδηγούμενο από πολιτικά κίνητρα και φιλοδοξίες καθώς υπό τον φόβο της ρωσικής επέκτασης στη Μεσόγειο, γι’ αυτό επιδίωκε να επινοήσει ιδεολογικά ερείσματα για μια ισχυρή οθωμανική αυτοκρατορία.
Η «ανακάλυψή» του ότι αρκετά τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου έχουν σλαβική προέλευση (πράγμα αληθές) τον οδήγησε άραγε σκόπιμα; σε σφάλματα λογικής, όπως ότι υπήρξε εκτεταμένη σλαβική διείσδυση στην Ελλάδα κατά τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους 6ος αιώνας και ότι οι σλάβοι εγκαταστάθηκαν έκτοτε στην Ελλάδα και δια της επιμειξίας τους με τους ντόπιους εξαφάνισαν το δήθεν «γνήσιο» αρχαίο ελληνικό αίμα.
Όπως έχει γίνει σήμερα γνωστό, οι νομάδες τότε, σλάβοι εγκαταστάθηκαν κυρίως σε εγκαταλειμμένες ορεινές περιοχές, ασχολούμενοι με την κτηνοτροφία και εξαφανίστηκαν από -εγκατέλειψαν- τον ελλαδικό χώρο κατά τον 8ο –9ο περίπου αιώνα, στα πλαίσια ίσως των συχνών νομαδικών τους μετακινήσεων.
Επρόκειτο για ολιγομελείς συγγενικές ομάδες «σόια» – οι σλάβοι ποτέ δεν δημιούργησαν πολυπληθέστερες αστικής μορφής οικήσεις αλλά, με μεγάλη γεωγραφική διασπορά, εξ’ ου και τα πολλά τοπωνύμια, που δημιουργούν την απατηλή εντύπωση εκτεταμένης μεταναστευτικής εισβολής τους στον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο κατά την αποδεδειγμένη πλέον, εξαφάνιση – φυγή- τους στον 9ο αιώνα, το μόνο που άφησαν πίσω τους ήσαν κάμποσα τοπωνύμια, πράγμα που αποδεικνύει απλώς το πέρασμα ενός λαού και όχι απαραίτητα την μόνιμη εγκατάστασή του, ή την επιμειξία του με άλλους.
Πέραν του σαθρού επιχειρήματος των τοπωνυμίων, η σύγχρονη έρευνα (αλλά και η απλή εμπειρία) έχει δείξει ότι οι επιμειξίες λαών και η «νόθευση» του «αγνού αρχαίου αίματός» τους, είναι μάλλον η εξαίρεση στην Ιστορία: οι λαοί δύσκολα έρχονται σε εκτεταμένες επιμειξίες λόγω πολλών παραγόντων που τους διατηρούν «στεγανοποιημένους» ακόμα και μετά από μακραίωνη συμβίωση.
Τα παραδείγματα των βλάχων, των αρβανιτών, ή των αθιγγάνων, που παραμένουν διακριτές εθνοτικές ομάδες ακόμα και μετά από πολλούς αιώνες (συγ)κατοίκησής τους στον ελλαδικό χώρο, οδηγούν αβίαστα στο παραπάνω συμπέρασμα. Εκτεταμένη φυλετική δηλ. «αιματολογική» ενοποίηση λαών μπορεί να υπάρξει μόνο σε περιβάλλον ισχυρής οικονομικής ομογενοποίησης, όπως σε μερικές σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες, ή σε περιόδους βίαιων και εκτεταμένων πληθυσμιακών μετακινήσεων π.χ. βόρεια Ευρώπη μεταξύ 5ου και 9ου αιώνα, αραβικές κατακτήσεις κλπ. αν και πάλι όχι στον απόλυτο βαθμό που ισχυρίζονται οι «προδεφτικοί» θιασώτες τού «ακάθαρτου» και «αναμεμειγμένου» αίματος.
Σλαβικό μεσαιωνικό σπίτι. Σλάβοι νομάδες φέρεται να εποίκησαν την Ελλάδα κατά τον πρώιμο μεσαίωνα. Ωστόσο μετά από δύο αιώνες παραμονής, εξαφανίζονται μυστηριωδώς από τον ελλαδικό χώρο. Οι βυζαντινές πηγές δεν διαφωτίζουν -ως συνήθως- ιδιαιτέρως για το ζήτημα. Επικρατέστερες επιστημονικές υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί, είναι είτε ότι διώχθηκαν μαζικά από τη βυζαντινή εξουσία μετά από εξέγερσή τους στην Πελοπόννησο (Πάτρα, αρχές του 9ου αιώνα), είτε ότι εγκατέλειψαν σταδιακά τον ελλαδικό χώρο στα πλαίσια των συχνών νομαδικών τους μετακινήσεων.
Παρά την απαξίωσή τους από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, οι απόψεις του Φαλμεράυερ βρήκαν διαρκή συγκινησιακή απήχηση στον αριστερόστροφο ρωμαίικο νεοπατριωτισμό, ως συνήθως ό,τι αποβάλλει πολιτισμικά η Δύση, στην καθυστερημένη χώρα της ρωμηοσύνης λατρεύεται με τιμές αρχηγού κράτους.
Στην πραγματικότητα ο Φαλμεράυερ σπάνια κατονομάζεται από τους γραφικούς σημερινούς πιστούς του, αφού λόγω της σημερινής επιστημονικής του απαξίωσης θα εκτίθεντο ανεπανόρθωτα όσοι θα τον υποστήριζαν ανοιχτά. Αλλά οι απόψεις του ανασύρονται ξανά και ξανά στην επιφάνεια μέσα από πλάγιες (=προπαγανδιστικές) οδούς. Έτσι επιχειρείται να παρουσιαστούν οι μή ελληνικής καταγωγής εθνοτικές μειονότητες των αρβανιτών ή των βλάχων ως απείρως πολυπληθέστερες των γηγενών.
Επιστρατεύονται επίσης και άλλοι λαοί, αφρικάνοι, ασιάτες και ίσως κινέζοι, εσκιμώοι, αζτέκοι, λιλιπουπολίτες, αρειανοί κ.λπ. – ακόμα και τούρκοι(!)- που υποτίθεται ότι κατέκλυσαν τον ελλαδικό χώρο στις ιστοριογραφικώς νεφελώδεις μεσαιωνικές εποχές και έπειτα. Όλοι οι προαναφερθέντες φέρεται ότι έχουν απορροφήσει και επικαλύψει γονιδιακά τον φερόμενο ως εξαφανισμένο πλέον ελληνικό πληθυσμό με τρόπο ώστε, η γνωστή ρήση του Φαλμεράυερ ότι «δεν υπάρχει ούτε σταγόνα ελληνικού αίματος στους σημερινούς κατοίκους του ελλαδικού χώρου» να ξανάρχεται κουτοπόνηρα από το παράθυρο.
β) Οι βυζαντινοί χρονικογράφοι ως ιστορική «πηγή» Η αριστερορωμαίικη προπαγανδιστική «εθνολογία» αντλεί τα επιχειρηματολογικά της πυροτεχνήματα κατά κύριο λόγο από τους παντελώς αναξιόπιστους βυζαντινούς χρονικογράφους και όχι ιστοριογράφους, ή από αργόσχολους χομπίστες συγγραφείς ερασιτεχνικών «ιστοριών», όπως κάποιοι «λόγιοι» βυζαντινοί αυτοκράτορες και γραφειοκράτες, Κων/νος Πορφυρογέννητος, Άννα Κομνηνή κλπ.
Ο κάθε «προδεφτικός» ρωμηός (δικαιολογημένα ίσως απηυδισμένος από την παραδοσιακή φυλετιστική προπαγάνδα που υπέστη στο σχολείο) αρέσκεται στο να εντοπίζει ένα χωρίο ενός ασήμαντου βυζαντινού γραφιά, όπου αναφέρονται μερικές στάνες σλάβων σε μια βουνοκορφή, για να «ανακαλύψει» χαιρέκακα ότι όλη η Ελλάδα είχε εκσλαβιστεί από τον πρώιμο κιόλας μεσαίωνα.
Πυροτεχνήματα που μπορεί να εντυπωσιάζουν, ή να «ψαρώνουν» τους αδαείς αλλά, όχι φυσικά τον ιστορικό επιστήμονα. Γιατί οι βυζαντινοί χρονικογράφοι, στην πλειοψηφία τους έμμισθοι αυλοκόλακες, αρέσκονταν ανέκαθεν να εκφράζονται πομπωδώς, να αναπαράγουν ανεξακρίβωτες δοξασίες, αντιφατικές και αλληλοαποκλειόμενες πληροφορίες, ή ακόμα και φαντασιοκοπίες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ κανείς βυζαντινός χρονικογράφος δεν αναφέρει κάτι στοιχειωδώς μετρήσιμο και συγκεκριμένο, όπως τα χονδρικά έστω γεωγραφικά όρια επέκτασης των εισβολέων, ή κατά προσέγγιση έστω αριθμούς τόσο των εισβολέων, όσο και των υποτίθεται μαζικά θανατωθέντων ελληνικής καταγωγής υπηκόων της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο που με τέτοια «ιστοριογραφία» είμαστε μονίμως σε αβεβαιότητα σχετικά με τον μεσαίωνα (σε αντίθεση με την απείρως πιο έγκυρη ιστοριογραφικώς –αν και πολύ πιο απομακρυσμένη χρονικά- αρχαιότητα).
γ) Τα αρβανίτικης, βλάχικης κ.α. προέλευσης επώνυμα: Εδώ οι «προδεφτικοί» ρωμηοί έχουν ανακαλύψει πεδίον δόξης λαμπρόν. Είναι φυσικά αληθές ότι πάρα πολλά επώνυμα στην Ελλάδα είναι μή ελληνικής προέλευσης (συνήθως αρβανίτικα, τούρκικα, ή βλάχικα). Σημαίνει άραγε αυτό και αντίστοιχη εθνική καταγωγή των φορέων τους;
Είναι γνωστό ότι οι έλληνες δεν είχαν επώνυμα (σε αντίθεση π.χ. με τους ρωμαίους). Οι διάφοροι επωνυμικοί προσδιορισμοί τους και όχι επώνυμα, προέρχονταν είτε από το πατρικό τους όνομα, είτε από τον τόπο καταγωγής τους (π.χ. Κίμων Μιλτιάδου, ή Θράσσυλος ο Φλυάσιος κλπ.) Επώνυμα άρχισαν να αποκτούν οι έλληνες στον προχωρημένο πλέον μεσαίωνα. Τα επώνυμα αυτά προέρχονταν κατά κύριο λόγο από επαγγελματικές ιδιότητες, ή από παρωνυμικούς χαρακτηρισμούς («παρατσούκλια») των φορέων τους.
Ως προς αυτή την εξαπλούμενη νέα ονοματολογική πρακτική, τί άλλο θα μπορούσαν να κάνουν από το να υιοθετήσουν τις ανάλογες σημασίες του κόσμου τους; Λόγω της μή ελληνικής συνήθειας πρόσθεσης επωνύμου στο κύριο όνομα, είναι λογικότερο να υποθέσει κανείς ότι οι έλληνες δανείζονταν τις έτοιμες λύσεις των αρβανιτών, ή των βλάχων κλπ. π.χ. Βηλαράς, εκ του βηλάρ = τόπι, δηλ. αυτός που εμπορεύεται υφάσματα / Καλέντζης = γανωτής / Γκριτζαλάς εκ του grizhele-a = η καρακάξα. Προφανώς, πρόκειται για παρωνύμιο που προήλθε από κάποιο χαρακτηριστικό τού φέροντος το όνομα.
Έλληνες που ζούσαν σε αρβανιτόφωνες περιοχές είναι πολύ πιθανό να έπαιρναν με τον καιρό αρβανιτογενή επώνυμα ελλείψει ελληνικών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τοπικά επώνυμα, όπως π.χ. «Αρβανίτης», «Ζέης» (από τη Ζέη Τεπελενίου), δεν αποκλείεται να δημιουργήθηκαν με τρόπο πανομοιότυπο με γνωστά μεταγενέστερα ελληνικά επώνυμα όπως το πασίγνωστο «Αμερικάνος» θα ήταν τουλάχιστον ηλίθιο να συμπεράνει κάποιος μελλοντικός ιστορικός ότι το διαδεδομένο αυτό επώνυμο φανερώνει αμερικανική καταγωγή και, συνειρμικά, εισβολή αμερικανών στην Ελλάδα και πληθυσμιακή επιμειξία – τέτοιες διαπιστώσεις μόνο ένας αυτοδίδακτος «προδεφτικός» ερασιτέχνης μπορεί να κάνει.
Οπωσδήποτε τα περισσότερα π.χ. αρβανίτκα επώνυμα θα πρέπει να προέρχονται από αντίστοιχη καταγωγή (δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά) αλλά, φυσικά δεν είναι ούτε τα μοναδικά, ούτε καν τα περισσότερα στην Ελλάδα, αφού οι έλληνες από κάποιο σημείο και μετά «μπήκαν στο νόημα» και άρχισαν να κατασκευάζουν τα δικά τους επώνυμα, π.χ. Χωραφάς, Αϊβαλιώτης, Αλογοσκούφης (παρωνυμικό) κλπ. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις κατασκευής επωνύμων ακολουθήθηκε η απλούστερη (αρχαιο)ελληνική συνήθεια, ειδικά στους πόντιους έλληνες π.χ. Διαμαντίδης, ο υιός του Διαμαντή), ή στην «εκσλαβισμένη» Πελοπόννησο Αθανασόπουλος, ο υιός του Αθανασίου κ.λπ.
Τα παραπάνω τα αναφέρουμε για να δείξουμε ότι η έρευνα των επωνύμων και μάλιστα αυτών που προέρχονται από τη σκοτεινή μεσαιωνική περίοδο, δεν μπορεί να στηρίξει ασφαλείς πληθυσμιακές, ή εθνολογικές εκτιμήσεις. Η καταφυγή στην «επωνυμιολογία» και η εξαγωγή συμπερασμάτων «αιματολογικής» φύσεως είναι απλώς ένας συλλογιστικός ακροβατισμός, που στοχεύει στην πρόκληση εντυπώσεων στους αδαείς.
δ) Οι δημογραφικές πηγές και η ερασιτεχνική μεταχείρισή τους από τους νεόκοπους «προδεφτικούς» παραεπιστήμονες Ένα άλλο επιχειρηματολογικό πυροτέχνημα των «προδεφτικών» ρωμηών (που μάλιστα αφήνει χάσκοντες τους αδαείς δεξιόστροφους εθνικόφρονες, που κατάγονται απ’ ευθείας… από τον Θεμιστοκλή και τον Σωκράτη) έχει να κάνει με την επίκληση δημογραφικών καταγραφών ερευνητών του 19ου αιώνα, ή της τουρκοκρατίας, ή του ύστερου μεσαίωνα.
Με αυτόν τον τρόπο, πενήντα βλαχόφωνα χωριά σε μια επαρχία ή νομό, ή τριάντα αλβανόφωνα σε μια άλλη, τα οποία αναφέρονται σε δημογραφικές καταγραφές του 19ου αιώνα, ή σε βενετσιάνικα, ή οθωμανικά κατάστιχα αρκούν για να «αποδείξουν» την απόλυτη «αλλοίωση» και το «μπαστάρδεμα» του «καθαρού» αρχαιοελληνικού αίματος και την εξαφάνιση του ελληνικού πληθυσμού από τον ελλαδικό χώρο, παρεμπιπτόντως η ρατσιστική έκφραση «μπαστάρδεμα» χρησιμοποιείται συχνότατα από τους «προδεφτικούς» ρωμηούς, κάτι που αποδεικνύει την εξοικείωση και ταύτιση τους με το σκεπτικό των υποτιθεμένων αντιπάλων τους.
Τα συλλογιστικά σφάλματα, στα οποία υποπίπτουν επάνω στον ενθουσιασμό τους οι περιχαρείς «προδεφτικοί» είναι ίσως δύσκολο να τα αντιληφθεί ο αδαής αλλά, δεν μπορούν να ξεφύγουν ενός επιστήμονα δημογράφου. Κατ’ αρχήν, όπως γνωρίζει κάθε δημογράφος, τα δημογραφικά στοιχεία αντανακλούν απολύτως πρόσκαιρες και εφήμερες καταστάσεις: μια πενηντάδα αρβανίτικα χωριά που αναφέρονται σε μια περιοχή τον 19ο αιώνα δεν σημαίνει ότι ο πληθυσμός τους υπήρχε ανέκαθεν εκεί, ή ότι εξακολούθησε να υπάρχει μερικές δεκαετίες έστω από την καταγραφή τους, ή πολύ περισσότερο ότι εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα.
Επιπλέον η ύπαρξη ενός πληθυσμού σε μια περιοχή, όπως είναι γνωστό, δεν σημαίνει απαραίτητα και την φυλετική επιμειξία του με τούς γύρω του, αντιθέτως η φυλετική επιμειξία –«μπαστάρδεμα» κατά τη ρατσιστική ορολογία των «προδεφτικών» ρωμιών- είναι, όπως είδαμε, η ιστορική εξαίρεση και συνήθως περιορίζεται σε κάποιες μεμονωμένες επιγαμίες, κυρίως για οικονομικούς λόγους, μεταξύ των πλουσιοτέρων στρωμάτων των εθνοτικών ομάδων – τα περί καθολικής επιμειξίας λόγω μαζικού και αδιάκοπου επί τέσσερεις αιώνες βιασμού των ελληνίδων από τους τούρκους, είναι συνειρμικές αστειότητες, που πηγάζουν από αναμάσημα της παραδοσιακής εθνικόφρονος μυθοποιίας: ούτε μαζικός βιασμός υπήρξε, ούτε καταλήγουν όλες οι γενετήσιες πράξεις σε τεκνοποίηση.
Επιπλέον τα δημογραφικά δεδομένα του ελλαδικού χώρου κατά τον 19ο αιώνα, ή και παλαιότερα, που έχουμε στη διάθεσή μας είναι συχνά ελλιπή, ή αναξιόπιστα (βλ. την τότε ανυπαρξία ληξιαρχείων, ή υποθηκοφυλακείων, τη διαχρονική κουτοπονηριά του ρωμηού, που συχνά δηλώνει –και πολύ περισσότερο τότε- πλαστά στοιχεία διαμονής, ή καταγωγής για τις εκάστοτε μικροσυμφεροντολογικές επιδιώξεις του), ή αντιφάσκουν λόγω της ρευστότητας των πρώτων ελληνικών κρατικών συνόρων (1828-1922) και της επακόλουθης σχεδόν αδιάκοπης πληθυσμιακής κινητικότητας.
Με άλλα λόγια μια διασπορά δεκάδων, ή και εκατοντάδων π.χ. αλβανόφωνων, ή βλαχόφωνων χωριών σε αντίστοιχους θύλακες στην επικράτεια, δεν σημαίνει ούτε επιμειξία με τους γύρω, αλλά ούτε καν αποτελεί αξιόπιστο δεδομένο για την άντληση συμπερασμάτων που θα βοηθούσαν στην εκπόνηση ενός, έστω και στοιχειώδους, «εθνοτικού» χάρτη όλης της χώρας ανά περίοδο, ειδικά οι αρβανίτικοι πληθυσμοί ήσαν σε συνεχή μετακίνηση, σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, με τρόπο που να μοιάζουν σαν πανταχού παρόντες και δεν άρχισαν να σταθεροποιούνται οικιστικά στην Ελλάδα πριν τα μέσα του 19ου αιώνα.
Τα ίδια ισχύουν φυσικά και για τους απογραφέντες τούρκους και χωριά που υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας: οι τουρκικοί πληθυσμοί, όχι μόνο δεν ήρθαν σε επιμειξία, λόγω πολλών αμοιβαίων συνειδησιακών, κοινωνικών, οικονομικών κλπ. εμποδίων, με τους υπόλοιπους κατοίκους αλλά, εγκατέλειψαν την επικράτεια τού νεοελληνικού κράτους ταυτόχρονα με την ίδρυσή του.
Ο απλός λόγος είναι ότι οι μουσουλμάνοι στην οθωμανική αυτοκρατορία δεν πλήρωναν φόρους και γι’ αυτό δεν τους συνέφερε να παραμείνουν εντός των συνόρων του νεοελληνικού κράτους, γεγονός που καταρρίπτει και τις γνωστές φαντασιώσεις των αριστερορωμηών περί λουμπενοποιημένων τούρκων που δήθεν πήραν μέρος στην ελληνική επανάσταση του 1821.
Επιπλέον ο τρόπος που παρουσιάζουν τα δημογραφικά δεδομένα οι θιασώτες του «μπάσταρδου» αίματος, φανερώνει όχι μόνο τον ερασιτεχνισμό τους αλλά και την προκρούστεια μεροληψία τους. Ουδέποτε καταχωρούν τις πληροφορίες, που επιλεκτικά αντλούν, σε ειδικούς δημογραφικούς πίνακες και αναπτύγματα ώστε, να μπορεί να εξαχθεί έστω και με απόκλιση, η διακύμανση στον χρόνο και η συγκρισιμότητα των εθνοτικών πληθυσμιακών μεγεθών σε μια περιοχή: π.χ. αραδιάζουν απλώς κάμποσα αρβανίτικα, βλάχικα, ή τούρκικα χωριά σε μια οθωμανική επαρχία, μαζί με τους δηλωθέντες ως πληθυσμούς τους, «ξεχνώντας» να αναφέρουν τα ελληνικά και επιπλέον από μια τέτοια αποσπασματική τοπική «μαρτυρία» συμπερασματολογούν για τον εν γένει ελλαδικό χώρο.
Ένα απλό παράδειγμα του πώς «διαβάζουν» τα πληθυσμιακά, ή δημογραφικά στοιχεία της κάθε εποχής οι ανειδίκευτοι «μπασταρδολόγοι» του «εθνικού αίματος»: είναι σαν ένας ανειδίκευτος συγγραφέας του απώτερου μέλλοντος να εξάγει το συμπέρασμα ότι, από τους άνω του ενός εκατομμυρίου ασιάτες μετανάστες, Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές κ.λπ. που βρέθηκαν στην Ελλάδα στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, «αλλοιώθηκε» το «εθνικό γονίδιο».
Αυτό που δεν θα μπορεί όμως να καταλάβει ο ερασιτέχνης νεόκοπος «δημογράφος» του μέλλοντος θα είναι το ότι ο αριθμός αυτών των μεταναστών ήταν μεν περίπου σταθερός σαν αριθμός αλλά και συνεχώς ανανεούμενος σαν περιεχόμενο, αφού ειδικά αυτοί οι μετανάστες χρησιμοποιούν την Ελλάδα απλά ως πύλη εισόδου τους στην Ευρώπη και ως ενδιάμεσο σταθμό της τραγικής περιπλάνησής τους και άρα δεν θα προλάβαιναν να «μπασταρδέψουν» το εντόπιο στοιχείο. Αυτού του είδους την πληροφόρηση δεν είναι δυνατόν να την αποκτήσει κανείς από μια απλή ανάγνωση των αριθμών αλλά, μόνο από την επιστημονική συστηματική (δηλ. μη ερασιτεχνική) ενασχόληση και εξοικείωση με το συγκεκριμένο αντικείμενο.
Ο ερασιτεχνισμός αφορά και στην κατά κόρον επίκληση ανεκδοτολογικών μαρτυριών και στην εξαγωγή από αυτές «εμβριθών» συμπερασμάτων π.χ. «ο θείος ενός γνωστού μου, μού έλεγε ότι τού είχε πει ο προπαππούς του ότι κάποτε το χωριό του είχε διακόσιους αρβανίτες και εκατό τούρκους», ή «η κουμπάρα της πεθεράς της γυναίκας μου, μού είχε πει κάποτε ότι η θεία της γιαγιάς της τής είχε πει ότι το τάδε τοπωνύμιο προέρχεται από κάτι βλάχικες φαμίλιες που είχαν παλιά εκεί τη στάνη τους» κ.λπ.
Έχουμε περάσει πλέον στην περιοχή της γνωστής ρωμαίικης φαιδρότητας, όπου ο κάθε ρωμηός, δεξιός, αριστερός κλπ. υποβιβάζει την επιστημονική αναζήτηση της αιτιότητας των πραγμάτων στον μικρόκοσμο του χωριού του.
Από κάτι τέτοια «δεδομένα» οι γραφικοί επίγονοι του Φαλμεράυερ «συμπεραίνουν» την εξαφάνιση του ελληνικού λαού από τον χάρτη και την ιστορία.
Η σχέση εθνολογίας-γλωσσολογίας και οι αντιφάσεις των δοξασιών περί φυλετικής καθαρότητας, ή ασυνέχειας των κατοίκων του ελλαδικού χώρου. Ο κοινός μύθος περί «καθαρότητας» του αρχαίου ελληνικού «αίματος».
Κοινό αξίωμα των δύο «εθνικών» ιδεολογημάτων της ρωμηοσύνης αποτελεί η πεποίθηση ότι οι αρχαίοι έλληνες ήταν ένας «αιματολογικά καθαρός» λαός. Έτσι οι μεν προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου συνδέονται με «αιματολογικά αναλλοίωτο» τρόπο με τους «καθαρούς» αρχαίους, ενώ οι δε ότι οι σημερινοί κάτοικοι της χώρας είναι «νόθοι» και γι’ αυτό δεν δικαιούνται καν να χρησιμοποιούν τον εθνικό προσδιορισμό «έλληνας».
Για όσους δεν γνωρίζουν, ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η εθνολογία ουσιαστικά συγχωνεύτηκε με τη γλωσσολογία. Η επικρατούσα εθνολογική θεωρία της εποχής μας, περί ύπαρξης μιας ινδοευρωπαϊκής φυλής που εξαπλώθηκε και διακλαδίστηκε στην Ευρώπη και σε περιοχές της Ασίας, προέκυψε εξ΄ ολοκλήρου από τη γλωσσολογία και όχι, όπως θα νόμιζε κάποιος, από την εθνολογία. Οι γλωσσολόγοι αντιλήφθηκαν νωρίς τη σχέση και την κοινή ρίζα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και οδηγήθηκαν στην επιστημονική υπόθεση περί ύπαρξης κάποιας ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας.
Έτσι ακόμα και η αμοιβαία θεωρούμενη, από δεξιορωμηούς και αριστερορωμηούς, αναρχορωμηούς κλπ. ως «καθαρή» αρχαία ελληνική φυλή, δεν φαίνεται να προέκυψε παρά από μια προϊστορική επιμειξία μεταξύ ινδοευρωπαίων καυκασιανών φυλών μεταναστών και εγχωρίων προελληνικών. Η επιμειξία αυτή αν και έγινε προοδευτικά σε διάστημα χιλιετιών δεν είχε πανελλαδικό χαρακτήρα, αφού ακόμα και στην κλασική εποχή ανευρίσκονται θύλακες μη ελληνικών πληθυσμών στη χώρα π.χ. στο βόρειο Αιγαίο ο Ηρόδοτος βρίσκει πανάρχαιους πελασγούς, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα συναντάμε ακαρνάνες, αιτωλούς, μολοσσούς, θράκες, «προσέληνους» αρκάδες κ.λπ.
Η οπτική των γλωσσολόγων υιοθετήθηκε σχεδόν αμέσως από την εθνολογία, η οποία με αυτόν τον τρόπο απεγκλωβίστηκε από την αδιέξοδη «αιματολογική» προσέγγιση της εποχής του Φαλμεράυερ. Έκτοτε η εθνολογία βαδίζει αξεχώριστα από την γλωσσολογία, ως εθνογλωσσολογία.
Κατά συνέπεια η ιστορική διαδρομή του ελληνικού λαού θεωρείται περίπου ταυτόσημη με την ιστορία της γλώσσας του (και όχι του «αίματός» του) και συγκεκριμένα με την γεωγραφική και χρονική έκταση όπου ομιλείτο αδιαλείπτως η ελληνική γλώσσα. Ως προς αυτό το ζήτημα, όσο κι αν ψάξει κανείς δεν θα βρει παγκοσμίως ούτε έναν ειδικό επιστήμονα που να μην υποστηρίζει όλες τις παρακάτω παραδοχές:
α) η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να ομιλείται στον κυρίως ελλαδικό χώρο, εδώ και τουλάχιστον τέσσερεις χιλιάδες χρόνια.
β) η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το κυρίαρχο, αν και όχι το μοναδικό, γλωσσικό ιδίωμα στον κυρίως ελλαδικό χώρο, εδώ και τουλάχιστον τέσσερεις χιλιάδες χρόνια
γ) η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί αντικείμενο λογοτεχνικής καλλιέργειας, δημοτική ποίηση, στον κυρίως ελλαδικό χώρο εδώ και τουλάχιστον τέσσερεις χιλιάδες χρόνια.
δ) λόγω των παραπάνω, η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την επίσημη γλώσσα της δημόσιας διοίκησης, κατά διαστήματα εκ παραλλήλου με άλλες, όπως με τη λατινική, ή την τουρκική, εδώ και τουλάχιστον τέσσερεις χιλιάδες χρόνια.
Επιπλέον η συνεχής χρήση και η μαζική ανώνυμη λογοτεχνική καλλιέργεια της ελληνικής είχε σαν αποτέλεσμα ώστε, η νεώτερη ελληνική να μην διαφέρει σημαντικά από την αρχαία μορφή της. Διακεκριμένοι φιλόλογοι όπως ο Άρνολντ Τόυνμπη παρατήρησαν μάλιστα ότι τα νεώτερα και σύγχρονα ελληνικά, καθομιλουμένη, μοιάζουν πολύ περισσότερο με τα αρχαία, από ό,τι τα σύγχρονα αγγλικά, ή γερμανικά με τα αντίστοιχά τους μεσαιωνικά βλ. Άρνολντ Τόυνμπη, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992.
Με άλλα λόγια δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στον ελλαδικό χώρο μια σαφώς πλειοψηφική πληθυσμιακή ομάδα η οποία κατανοούσε, μιλούσε και καλλιεργούσε ποιητικά την ελληνική. Η προέλευση αυτής της πληθυσμιακής ομάδας δεν θα μπορούσε να αναζητηθεί με λογικό τρόπο κάπου αλλού εκτός από τούς αρχαίους κατοίκους του ελλαδικού χώρου.
Αλλά ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελλαδιτών που μιλούσαν τα ελληνικά δεν προήλθαν από τους αρχαίους έλληνες, τα ερωτήματα που ανακύπτουν για τους θιασώτες της ιστορικής εξαφάνισης του ελληνικού λαού είναι αμείλικτα:
-Πώς είναι δυνατόν να επιβιώσει μια γλώσσα χωρίς τον λαό που τη μιλά; Οι γλώσσες των σκυθών, ή των ούννων εξαφανίστηκαν ακριβώς επειδή αυτό συνέβη στους αντίστοιχους λαούς.
-Πώς έγινε και μετά από όλες αυτές τις υποτιθέμενες απανωτές εισβολές άλλων λαών, εποικήσεις της χώρας και γενοκτονίες του εντόπιου ελληνικού στοιχείου, τα ελληνικά, όχι απλώς δεν εξαφανίστηκαν ως γλώσσα, η γλώσσα είναι το πρώτο εθνολογικό χαρακτηριστικό που πλήττεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά, δεν δείχνουν να επηρεάστηκαν σημαντικά; Οι λεκτικές ανταλλαγές και δάνεια –π.χ. λέξεις με αρβανίτικες ρίζες στην ελληνική- δεν έχουν να κάνουν με τη δομή της γλώσσας και δεν συνιστούν αλλοίωση της αλλά, συνέβαιναν ανέκαθεν – ακόμα και στην υποτίθεται άσπιλη γονιδιακώς αρχαία Ελλάδα, γνωστές λέξεις, όπως «θάλασσα» και «τυραννία» δεν είναι ελληνικές.
-Πώς γίνεται και οι απόγονοι όλων αυτών των υποτιθεμένων εισβολέων μιλούν σήμερα μια μορφή της ελληνικής που μοιάζει να εξελίχθηκε με μάλλον φυσιολογικό και ομαλό τρόπο; Μήπως οι πρόγονοί τους… συνεννοήθηκαν να αφήσουν τις μητρικές γλώσσες τους και να αρχίσουν να μιλούν, ή να τραγουδούν στην ελληνική;
-Πώς γίνεται και η χριστιανορθόδοξη εκκλησία, αγνόησε τέτοιας έκτασης αλλόγλωσσα εισβαλλόντα ποίμνια και δεν μπήκε καν στον κόπο να μεταφράσει τα ιερά βιβλία της, π.χ. στα βλάχικα, ή στα αρβανίτικα, προκειμένου να τα προσηλυτίσει, προσφιλής τακτική της που την έχει εφαρμόσει συστηματικά επί αιώνες; Μήπως προτίμησε να … τους κάνει φροντιστήρια ελληνικών;
Συμπέρασμα: οι σημερινοί έλληνες δεν είναι «καθαροί» όχι γιατί από εδώ πέρασαν κατά τον μεσαίωνα διάφοροι πραγματικοί, ή φανταστικοί λαοί αλλά, γιατί ούτε οι αρχαίοι ήσαν «αιματολογικά καθαροί».
Περί εθνογλωσσοκαθάρσεων: Η στερεότυπη θέση των «προδεφτικών» ρωμηών είναι ότι το νεοελληνικό κράτος εφάρμοσε τακτικές μαζικής εθνοκάθαρσης και γλωσσοκάθαρσης προκειμένου να «αποκαθάρει» τη χώρα από το «ακάθαρτο» αίμα και τις «ακάθαρτες» διαλέκτους. Έτσι πάρα πολλοί άνθρωποι άλλων εθνοτικών ομάδων υποτίθεται ότι εξαναγκάστηκαν να ξεχάσουν τις γλώσσες τους και να μιλήσουν ελληνικά. Η συνεπής συλλογιστική προέκταση αυτής της πρότασης είναι ότι ένας κατά τους «προδεφτικούς» ρωμηούς, εξαφανισμένος από αιώνες λαός …αναστήθηκε και επέβαλλε τη γλώσσα του σε εκατομμύρια επήλυδες και αλλόγλωσσους κατοίκους του ελλαδικού χώρου.
Φυσικά πρόκειται για άλλον έναν συλλογιστικό ακροβατισμό αφού, όπως μαρτυρούν κατηγορηματικά επιστημονικές πηγές (και όχι οι γενικώς κι αορίστως «περιηγητές») της περιόδου της επανάστασης του 1821, όπως ο γάλλος ιστορικός και φιλόλογος Φωριέλ, τα ελληνικά ήταν ήδη το απολύτως κυρίαρχο γλωσσικό ιδίωμα στην προεπαναστατική Ελλάδα δηλαδή πολύ προτού το νεοελληνικό κράτος αρχίσει τις υποτιθέμενες μαζικές εθνογλωσσοκαθάρσεις του, αλλά και καλλιεργούνταν συστηματικά ως δημώδης ποιητική γλώσσα, από όπου και η σχετική επιστημονικώς υποδειγματική, ακόμα και μετά από διακόσια χρόνια, λαογραφική εργασία του Φωριέλ.
Πέραν αυτού το νεοελληνικό κράτος δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει προεπαναστατικά ώστε να κάνει τις υποτιθέμενες μαζικές εθνογλωσσοκαθάρσεις του…
Σχετικά με τις γλωσσολογικές μαρτυρίες των υπολοίπων επιστημονικώς ανειδίκευτων περιηγητών, είναι γνωστό ότι προσφέρονται για κάθε είδους ερμηνεία. Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι περιηγητές του ελλαδικού χώρου κατά την ύστερη τουρκοκρατία και κατά τα επαναστατικά χρόνια (συνήθως ιδεαλιστικά σκεπτόμενοι), εκπλήττονταν όταν δεν έβλεπαν έναν λαό ντυμένο με χλαμύδες να μιλάει την αττική διάλεκτο.
Αντιθέτως έβλεπαν έναν λαό ρακένδυτο να μιλάει τα τοπικά (στην συντριπτική πλειοψηφία ελληνικά) ιδιώματά του, τα οποία οι αρχαιοθρεμμένοι περιηγητές περνούσαν για «ξένες» γλώσσες, άλλωστε και σήμερα ένας μή εντόπιος έλληνας ίσως δυσκολευτεί να καταλάβει την τοπική ομόγλωσση διάλεκτο μιας περιοχής, ενός νησιού κλπ.
Έτσι δεν είναι περίεργο που αρκετοί περιηγητές αναφέρουν ότι περνούσαν συχνά από περιοχές όπου δεν άκουγαν ελληνικά, χωρίς όμως να αναφέρουν, όπως θα όφειλαν, ποιά γλώσσα ήταν αυτή που άκουγαν). Από αυτές τις αφιλτράριστες και ανεπεξέργαστες «μαρτυρίες» οι «προδεφτικοί» ρωμηοί συμπεραίνουν την εξαφάνιση της ελληνικής στον ύστερο μεσαίωνα και στην τουρκοκρατία, και εφευρίσκουν την επαναφορά της στον 19ου αιώνα, μέσω μιας ξαφνικής μαζικής γλωσσοκάθαρσης, που επιχειρήθηκε από ένα έθνος «ζόμπι» …
Επιπλέον λόγω της νεοελληνικής συνείδησης που οι ίδιοι επέλεξαν να υιοθετήσουν ήδη από την τουρκοκρατία (για ευνόητους λόγους κοινωνικής ένταξής τους στις ελληνόφωνες τοπικές κοινωνίες, που τους περιέβαλλαν και όχι επειδή υποχρεώθηκαν), ούτε οι βλάχοι, ούτε οι αρβανίτες υπήρχε λόγος να υποστούν εθνογλωσσοκαθάρσεις στα πλαίσια του νεοελληνικού κράτους.
Μάλιστα όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε συμφωνία με τη ρουμανική κυβέρνηση ανανέωσε το, από τουρκοκρατίας, επίσημο καθεστώς των βλάχων ως ρουμανογενούς μειονότητας, με δικά της σχολεία, ιδρύματα κλπ. ήσαν οι ίδιοι οι βλάχοι της Ελλάδας που αντέδρασαν ως εθνικώς θιγμένοι, γιατί θεώρησαν ότι το ελληνικό κράτος τούς συμπεριφερόταν σαν να ήσαν μειονοτικοί πολίτες.
Η συντριπτική πλειοψηφία τόσο των βλάχων όσο και των αρβανιτών σε αντίθεση με τους ελληνικής καταγωγής κατοίκους, ήσαν δίγλωσσοι, ήδη από την οθωμανική περίοδο, με μια εκ των δύο γλωσσών τους τα ελληνικά. Έτσι αποδεικνύεται ότι ακόμα και οι μεγαλύτερες πληθυσμιακά εθνοτικές μειονότητες του ελλαδικού χώρου ήσαν αναγκασμένες να λειτουργήσουν σε ένα ευρύτερο ελληνικό εθνοτικό περιβάλλον, το οποίο πληθυσμιακώς τις ξεπερνούσε κατά πολύ.
Η δήθεν «απαγόρευση» των τοπικών γλωσσικών ιδιωμάτων, που κραδαίνεται από τους «προδεφτικούς» ρωμηούς ως απόδειξη εθνογλωσσοκάθαρσης, δεν αφορούσε φυσικά την κατ΄ ιδίαν εκφορά τους αλλά την αποκλειστική χρήση της ελληνικής ως γλώσσας της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης κ.λπ. στα ελληνικά σχολεία, στα οποία από ένα σημείο και μετά φοιτούσαν και βλάχοι που αρνούνταν να πάνε σε ρουμανοβλάχικα σχολεία, δεν «επιτρεπόταν» η χρήση άλλων γλωσσών πλην της ελληνική.
Δεν υπάρχει ούτε ένας νόμος, ούτε ένα διάταγμα, ούτε μια οδηγία του υπουργείου παιδείας, εκτός ίσως από κάποιες ανεπίσημες παρεμβάσεις διανοητικά καθυστερημένων εθνοφανατικών δασκάλων, παπάδων ή τοπικών διοικητών της χωροφυλακής, που φυσικά δεν στοιχειοθετούν «γλωσσοκάθαρση» που να απαγόρευσε ποτέ τις διάφορες ντοπιολαλιές στην Ελλάδα.
Όπως παρατηρεί σχετικά με τη γλωσσική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων η καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθήνας Άννα Φραγκουδάκη «μετά τούς Βαλκανικούς πολέμους η γλωσσική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, όπως γράφει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1916), εμποδίζει την ελληνική γλώσσα ν΄ αντικαταστήσει σε περιοχές τής ελληνικής Μακεδονίας τη βουλγαρική» (βλ «Τι είν’ η πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση», συλλογική εργασία, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010).
Επίσης, στο ίδιο «η γλώσσα π.χ., σήμερα θεμελιακό διακριτικό τής ελληνικότητας, δεν αποτελεί μέχρι τη δεκαετία τού 1930-40 ούτε συστατικό ούτε τεκμήριο τού ανήκειν στο ελληνικό έθνος, αλλά αντιμετωπίζεται ως ιδιότητα επίκτητη, αποτέλεσμα ιστορικών συγκυριών. Η εθνικότητα δεν αντιφάσκει με το να είναι κανείς αλλόγλωσσος, αντίθετα μπορεί η άλλη γλώσσα ν΄ αποδεικνύει την ένταση και το βάθος τής ελληνικότητας, όπως συμβαίνει με τον μικρό βουλγαρόφωνο ήρωα τής Πηνελόπης Δέλτα στα «Μυστικά τού Βάλτου» (1937)».
Περισσότερη έφεση στις εθνοκαθάρσεις δείχνουν οι «προδεφτικοί» ρωμηοί, που «εξαφανίζουν» ταχυδακτυλουργικά ένα ολόκληρο έθνος από τη μεσαιωνική και νεώτερη ιστορία, παρά αυτοί τους οποίους κατηγορούν για τον ίδιο λόγο δηλ. οι εξίσου γελοίοι υπερασπιστές της εθνοφυλετικής «καθαρότητας», που ισχυρίζονται ότι μπορούν να πάρουν πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης από τους ληξιάρχους της αρχαίας Αθήνας.
Η έφεση των «προδεφτικών» ρωμηών στις εθνοκαθάρσεις μοιάζει κατά μακάβριο τρόπο με αυτή των βυζαντινομεσαιωνικών πνευματικών προγόνων τους, οι οποίοι είχαν εξαφανίσει επί αιώνες τον εθνολογικό προσδιορισμό «έλληνας» και τον είχαν υποκαταστήσει με την κωμική ονομασία «ρωμηός».
Η ιστορική συνέχεια, ή ασυνέχεια δεν μπορεί να ανιχνευθεί «αιματολογικά»
Η συνέχεια, ή η ασυνέχεια του ελληνικού –και κάθε- λαού δεν γίνεται να τεκμηριωθεί, ή να αντικρουστεί με δήθεν γονιδιακές προσεγγίσεις. Όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο θα καταλήξει αργά ή γρήγορα στον διανοητικό υπόκοσμο του εθνικισμού, του πατριωτισμού, της εθνικοφροσύνης, του φασισμού, του ρατσισμού, ή των πανομοιότυπων «προδεφτικών» εκδοχών τους.
Η συνέχεια (ή η ασυνέχεια) του ελληνικού -και κάθε άλλου- λαού δεν μπορεί να νοείται με βιολογίστικο τρόπο. Στην περίπτωση των κατοίκων του ελλαδικού χώρου, η συνέχειά τους αποδεικνύεται μέσα από την αδιάκοπη χρήση και δημώδη ποιητική καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας. Φυσικά υπήρξαν και διεισδύσεις άλλων φύλων, κατά τον βυζαντινό μεσαίωνα, όπως άλλωστε και κατά την αρχαιότητα.
Αλλά αυτοί οι λαοί, είτε ήσαν αριθμητικά αμελητέοι και ξέχασαν γρήγορα την καταγωγή τους προκειμένου να προσαρμοστούν στην κοινωνία που τους περιέβαλλε, η ιστορία έχει συχνά ξεχάσει και τα ονόματά τους, είτε λίγο αργότερα ξαναμετακινήθηκαν προς βορράν, όπως πιθανότατα οι σλάβοι, είτε σχημάτισαν -διακριτούς και σήμερα- εθνοτικούς θύλακες, όπως οι βλάχοι και οι αρβανίτες, ή όπως άλλες φυλετικές ομάδες στην ελληνική αρχαιότητα.
Σε κάθε περίπτωση παρέμενε και στον βυζαντινό μεσαίωνα μια εμφανής πλειοψηφία απογόνων των αρχαίων ελλήνων, βυθισμένη στην ίδια οικτρή οικονομική και διανοητική κατάσταση με τους υπόλοιπους μεσαιωνικούς λαούς. Επί αιώνες, το μόνο που μπορούσαν να αφήνουν ως ίχνος του ιστορικού περάσματός τους, ήταν να μιλούν την προγονική γλώσσα τους και να φτιάχνουν ιαμβικούς στίχους σε αυτή όπως άλλωστε έκαναν με τις δικές τους οι βλάχοι, οι αρβανίτες κ.λπ.
Οι περισσότερες από τις μεγάλες μειονότητες του ελλαδικού χώρου, συγκεκριμένα οι αρβανίτες και οι βλάχοι, έζησαν ειρηνικά με τους προϋπάρχοντες ελληνόφωνους ντόπιους και όλοι μαζί έδεσαν έκτοτε τις ιστορικές μοίρες τους. Μάλιστα τόσο οι βλάχοι, όσο και οι αρβανίτες, έδωσαν την πληθυσμιακή τους αναλογία μεταξύ των εξεγερμένων και των οπλαρχηγών του 1821.
Μετεπαναστατικά, τόσο οι βλάχοι, όσο και οι αρβανίτες δεν γκετοποιούνται αλλά, διασπείρονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και σε όλες τις εκφάνσεις του νεοελληνικού βίου, από τους αποκαλούμενους εθνικούς ευεργέτες, μέχρι επιστήμονες, ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες, κτηνοτρόφους, ναυτικούς κ.λπ.
Αν τα έθνη είναι ανθρώπινα ρυάκια, ή ποτάμια στον χώρο και στον χρόνο, τότε μπορεί, είτε να εξαφανίζονται σε καταβόθρες, είτε να συνεχίζουν τη ροή τους δεχόμενα τα νερά μικροτέρων παραποτάμων πριν εκβάλλουν στην επικείμενη αεθνή θάλασσα, όπως είναι αναπόφευκτο να εξελιχθεί κάποτε η ανθρωπότητα. Επίσης τα μεγαλύτερα από αυτά μπορεί να αλλάζουν όνομα από περιοχή σε περιοχή και το ελληνικό έθνος με τις πολλές μετονομασίες του –δαναοί, γραικοί, έλληνες, ρωμηοί κλπ.- είναι ένα από τα μεγαλύτερα «ποτάμια» που υπήρξαν ποτέ. Αλλά σε κάθε περίπτωση πρόκειται για το ίδιο ποτάμι.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά μεμονωμένοι ισχυρισμοί, συνήθως προερχόμενοι από εθνοπατριώτες και λοιπά ρατσιστοειδή και φασιστοειδή, περί … προσωπικής καταγωγής τους από τους αρχαίους έλληνες αλλά, σε ό,τι αφορά σε ένα συλλογικό επίπεδο, τέτοιες διαπιστώσεις δεν αντιβαίνουν στην επιστημονική εγκυρότητα. Το «εθνικό» ποτάμι κυλάει το ίδιο εδώ και, τουλάχιστον, τέσσερεις χιλιετίες και τα νερά των εισρευσάντων «παραποτάμων» δεν είναι ούτε πιο «καθαρά», ούτε πιο «βρώμικα». Όλοι πλέον είμαστε νερά του ίδιου αρχαίου ποταμού.
Το αντιεπιστημονικό δεν είναι να δεχθείς ότι οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου είναι σε γενικές γραμμές απόγονοι των αρχαίων, άλλωστε η εθνική καταγωγή, νοούμενη βιολογίστικα, είναι επουσιώδες κληρονομικό χαρακτηριστικό, σαν να λέμε «μελαχρινός», «ψηλός», κοντός» κλπ. αλλά, να επικαλεστείς την όποια πραγματική, ή φανταστική βιολογική τους συνέχεια ή ασυνέχεια για να χαλκεύσεις μια «εθνοπατριωτική» ιδεολογία, χρήσιμη μόνο στους ιδιοκτήτες του «εθνικού» κοπαδιού.
Eurovision 2011: χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από την γραφική πολιτισμική καθημερινότητα των σημερινών καταπατητών του ελλαδικού χώρου, που παριστάνουν τους διεκδικητές αποκλειστικών πνευματικών δικαιωμάτων επί του ελληνικού πολιτισμού.
Η «εθνική υπερηφάνεια» ως εκδήλωση ψυχικής και διανοητικής μειονεξίας
Μπορούν λοιπόν οι σημερινοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου να υπερηφανεύονται για τους προγόνους τους;
Δεν ήταν αυτός ο στόχος του γράφοντος. Καθένας έχει δικαίωμα να υπερηφανεύεται, ή να ντρέπεται για ό,τι θεωρεί σημαντικό. Βέβαια μπορούμε να επισημάνουμε ότι το να υπερηφανεύεται κάποιος για τους γονείς, ή τους προγόνους ισοδυναμεί με ομολογία του ότι ο ίδιος είναι ένα θλιβερό τίποτα. Και όσο πιο πολύ υπερηφανεύεται, τόσο πιο ασήμαντος φαίνεται. Με αυτόν τον τρόπο η εθνικιστική κομπορρημοσύνη των σημερινών (β)ρωμηών που οι περισσότεροι δεν έχουν περάσει ποτέ ούτε απ’ έξω από ένα μουσείο, αποτελεί και το ευθέως ανάλογο τεκμήριο της ασημαντότητάς τους.
Αν είχαν κάτι σημαντικό να παρουσιάσουν, αν ήσαν λαός δημιουργικός με κουλτούρα υπευθυνότητας και ωριμότητας δεν θα είχαν κανένα λόγο να καταφεύγουν κάθε λίγο και λιγάκι στους προγόνους τους για να κρύψουν την πολιτισμική και ψυχική γύμνια τους.
Η ίδια η θλιβερή πολιτισμική κατάσταση στην οποία εκουσίως βρίσκονται αποτελεί την μεγαλύτερη απόδειξη ότι η – πραγματική, ή φανταστική- καταγωγή από σπουδαίους προγόνους δεν σε εξασφαλίζει από το να καταντήσεις τριτοκοσμικό πολιτισμικό απόβλητο. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για μια εθνικά συμπλεγματική αγέλη θρησκόληπτων υπερπατριωτών, υποκριτών «νοικοκυραίων», τουρκοτσιφτετελάδων επιδειξιών και περιβαλλοντοκτόνων καταπατητών, που συμπεριφέρονται σαν κακοπεσμένες μαρκησίες, μόνο και μόνο επειδή ανακάλυψαν στα σεντούκια της Ιστορίας κάποιους ξεχασμένους προγονικούς τίτλους ευγενείας. Η πολιτισμική τους υστέρηση και ασυνέχεια αποτελεί το χειροπιαστό αποτέλεσμα της ψευδούς συνείδησης που τους δημιούργησαν οι παντοειδείς κατασκευαστές «εθνικών» ιδεολογιών.
Από την άλλη, αν οι «προδεφτικοί» ρωμηοί, που υποτίθεται ότι χτυπούν την φυλετική αντίληψη περιουσιότητας, ενώ όπως αποδείξαμε την υιοθετούν στο ακέραιο αλλά, από… την «ανάποδη» είχαν να προτάξουν κάτι περισσότερο από μια παιδαριώδη αντιδραστική θέση περί δήθεν ιστορικής εξαφάνισης του ελληνικού λαού (και μια εξίσου στηριγμένη σε ρατσιστικά «αιματολογικά» κριτήρια, «εθνική» ιδεολογία, θα εστίαζαν στο πώς θα μπορούσαν να απεγκλωβιστούν οι άνθρωποι από τις ιδεοληψίες τους (χωρίς να χρειαστεί να κατασκευάσουν άλλες κατ’ αντιστροφήν πανομοιότυπες.
Προς το παρόν, το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να συμπληρώνουν το έργο της παραδοσιακής εθνικιστικής αποπολιτισμοποίησης, μετατρέποντας κάμποσους παραδοσιακούς δεξιορωμηούς σε σε δήθεν «ψαγμένους» και «απροκατάληπτους».
Σε κάθε περίπτωση η «ενασχόληση» με την συνέχεια ενός λαού ως διαδικασία που διεξάγεται ή διακόπτεται, κατεξοχήν δια των «γονιδίων», έχει αφεθεί εκεί που της αξίζει δηλαδή, στους φασίστες, σωβινιστές και ρατσιστές κάθε πολιτικής προέλευσης.
Για την αποφυγή μιας τέτοιας παγίδας ο γράφων επιδίωξε να κινηθεί στο πνεύμα της επιστημονικής μεθοδολογίας και δεν επικαλέστηκε, όπως θα έγινε αντιληπτό, ανεκδοτολογικές μαρτυρίες και αμφίβολα «ποσοτικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου