Ως λέξη, η«Αρμονία» ετυμολογείται από το «άρω», ριζικού τύπου του ρήματος «αραρίσκω» που σημαίνει συνταιριάζω, αρμόζω, συνενώνω, σταθεροποιώ και ομόρριζές της είναι οι λέξεις άρθρον, αριθμός, αρμός, άρτιος, άριστος και, βεβαίως, αρετή.
Η λέξη «Αρμονία» σημαίνει συνομολογία, αρμογή, σύνδεσμος, συμφωνία και, κατ' επέκταση, εναρμόνιση των πραγμάτων, καθώς και μουσική συμφωνία ή μέθοδος κατασκευής μουσικών κλιμάκων διά της συναρμογής μουσικών διαστημάτων (στη μουσική ο όρος «Αρμονία» σημαίνει «μουσική κλίμακα», όπως και οι ταυτόσημοι όροι «Τόνος» και «Τρόπος»: «Δώριος Τρόπος», «Φρύγιος Τρόπος», «Λύδιος Τρόπος», «Μιξολύδιος Τρόπος», «Ιωνικός Τρόπος», «Αιολικός Τρόπος).
Ως αρμογή, συνομολογία και συναρμογή, η «Αρμονία» αποτελεί βασική ιδιότητα του «συντεταγμένου και κεκοσμημένου Απείρου» που μονολεκτικά ονομάζεται από τους Έλληνες «Κόσμος». Η ιδιότης αυτή του Αθανάτου, στον κόσμο των θνητών αποτελεί «Αρετή», η οποία ορίζεται ως εναρμόνιση του βίου με τους αιωνίους («φυσικούς») νόμους, καθώς και, σε κοινωνικό επίπεδο, με τους νόμους της συντεταγμένης Πολιτείας (όπου παραπέμπει στην «ομόνοια»). Πρόκειται ουσιαστικά για την ισορροπημένη («σύμμετρη») διαμόρφωση του ανθρώπου με βάση την συνομολογία, την συμμετρία και το «Κάλλος», μία «Αρετή» που υπάγεται στον Θεό Απόλλωνα.
Καθώς κυρίαρχη εκδήλωση της εν λόγω «Αρετής» είναι η διαρκής εναρμόνιση του βίου των θνητών με τους αιώνιους νόμους που συνέχουν την σφαίρα των αιωνίων πραγμάτων, αυτονόητο είναι πως πρώτη επιλογή της είναι η εναρμόνιση με την Φύση. Η ύπαρξη και οι πράξεις του εναρέτου οφείλουν να μην παραβιάζουν τους νόμους της Φύσεως, τους οποίους πρέπει να επιλέγουν στις διλημματικές περιπτώσεις όπου παρατηρείται αντίθεση μεταξύ φυσικού και θετού (πολιτικού, ανθρωπίνου) Δικαίου.
Από την σωζόμενη τουλάχιστον Γραμματεία, πρώτος ο Ηράκλειτος περιέγραψε μία συμπαντική «Αρμονία» την οποία ο ίδιος όρισε ως «Λόγο». Η «Αρμονία» του Ηρακλείτου συνέχει τόσο τον «φανερωμένο» όσο και τον άδηλο Κόσμο, όπου είναι και ισχυρότερη: «η κρυφή αρμονία είναι ισχυρότερη της φανερής»(«ΑΡΜΟΝΙΗ ΑΦΑΝΗΣ, ΦΑΝΕΡΗΣ ΚΡΕΣΣΩΝ»).
Την «Αρμονία», ως συναρμογή εξ αντιρρόπων δυνάμεων η οποία συνέχει το σύμπαν, περιγράφει ο Ηράκλειτος με τον όρο, εκ των «πάλιν» και «τείνω», «ΠΑΛΙΝΤΟΝΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ» (ή, σε άλλες εκδοχές, «ΠΑΛΙΝΤΡΟΜΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ» και «ΠΑΛΙΝΤΡΟΠΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ»): «ΟΥ ΞΥΝΙΑΣΙΝ ΟΚΩΣ ΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΝ ΕΩΥΤΩι ΟΜΟΛΟΓΕΕΙ, ΠΑΛΙΝΤΟΝΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ ΟΚΩΣΠΕΡ ΤΟΞΟΥ ΚΑΙ ΛΥΡΗΣ» («Δεν κατανοούν ότι το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του, μία αντίρροπο αρμονία όπως στο τόξο και την λύρα», αποσπ. Β 51). Ο όρος σημαίνει μία αντίρροπο συναρμογή, μία «Αρμονία» τεντωμένη εξίσου προς πολικές κατευθύνσεις, μία συναρμογή εξ αντίρροπων δυνάμεων που δομεί το σύμπαν. Στο υπό «Παλίντονο Αρμονίη» σύστημα, η όποια τάση προς μια κατεύθυνση παράγει πάντοτε και αυτομάτως ισοδύναμο τάση προς την άλλη, πολική, κατεύθυνση, διότι, εάν δε συμβεί αυτό, το σύστημα καταρρέει.
Αυτό που ο Ηράκλειτος περιγράφει είναι η αιώνια ισορροπία ενός απανταχού και αενάως δια-φερομένου και συμ-φερομένου Όντος. Για την περιγραφή των πόλων αυτής της ισορροπίας χρησιμοποιείται αδοκίμως από κάποιους ο σαφώς παρερμηνεύσιμος όρος «αντίθετα», ο οποίος δεν ανήκει στο λεξιλόγιο του Εφεσίου φιλοσόφου, αλλ' αποτελεί μία αυθαίρετη προβολή μεταγενεστέρων αντιλήψεων επάνω στην ηρακλείτεια οντολογία. Αυτοί οι πόλοι, που αδοκίμως περιγράφονται ως «αντίθετα», δεν είναι αυθυπόστατες Ουσίες αλλά απλώς διαφορετικές φανερώσεις του Πυρός, άρα το Ον συμφωνεί και διαφωνεί μόνον με τον ίδιο τον εαυτό του. «Αρμονία» ανάμεσα σε άπειρους πόλους διέπει φυσικά και το Θείον, που από τον Ηράκλειτο περιγράφεται με το γνωστό απόσπασμα «Ο ΘΕΟΣ ΗΜΕΡΗ ΕΥΦΡΟΝΗ, ΧΕΙΜΩΝ ΘΕΡΟΣ, ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΡΗΝΗ, ΚΟΡΟΣ ΛΙΜΟΣ...» («Ο Θεός είναι ημέρα νύκτα, χειμών θέρος, πόλεμος ειρήνη, κορεσμός πείνα...», αποσπ. Β 67).
Ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος Εμπεδοκλής χρησιμοποιεί στην έμμετρη κοσμολογία του την λέξη «Αρμονία» ως κύριο όνομα με το οποίο αντικαθιστά την «Φιλότητα» και «Αφροδίτη», ενώ στην ησιόδειο «Θεογονία» (937), καθώς και στην ευρυτέρα εθνική θεολογία και λατρεία των Ελλήνων, η Αρμονία είναι Θεά, στης οποίας την πολιτειακή λατρεία οι πολίτες και οι αρχές των πόλεων την επεκαλούντο για εύνομο κοινωνικοπολιτική ζωή.
Ο Πυθαγόρας όριζε την ίδια την «Αρετή» ως «Αρμονία» και συγκεκριμένα ως «αρμονία της ψυχής» (η οποία οφείλει να διατηρεί συμμετρία ανάμεσα στο υλικό και το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου) και την ίδια θέση διατήρησαν έως και την ύστατη αρχαιότητα οι Νεοπυθαγόρειοι. Η «Αρετή», όπως και η Υγεία, το Αγαθόν και το Θείον δεν είναι παρά αρμονίες σε συγκεκριμένους τομείς λ.χ. στο σώμα, τον Κόσμο και την ταξιθεσία του: «ΤΗΝ ΑΡΕΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟΝ ΑΠΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ» (Διογένης Λαέρτιος, 8, 33). Τόσο κατά τον Πυθαγόρα όσο και κατά τον φιλόσοφο και ιατρό του 5ου π.α.χ.χ. αιώνος Αλκμαίονα τον Κροτωνιάτη (που ωστόσο αυτός χρησιμοποιεί τον όρο «Ισονομία»), αρμονία είναι η δυναμική ισορροπία ή ομαλή λειτουργία («ομοιόστασις») του ανθρωπίνου οργανισμού, όταν δηλαδή ισοκρατούν και ισορροπούν όλες οι εντός του σώματος δυνάμεις. Όμοια κινήθηκαν οι ιπποκρατικοί ιατροί και φιλόσοφοι, εξισώνοντας την «Αρμονία» με την υγεία («Ευκρασία») και το αντίθετό της, την δυσαρμονία, με την ασθένεια («Δυσκρασία»). Κατ' αυτούς, εν περιλήψει, στον οργανισμό κυκλοφορούν 4 χυμοί, το αίμα, η κίτρινη χολή, η μαύρη χολή και το φλέγμα που αντιστοίχως σχετίζονται με την καρδιά, το ήπαρ, τον σπλήνα και τον εγκέφαλο, και η ισορροπία αυτών των χυμών εξασφαλίζει την υγεία, ενώ η δυσαρμονία προκαλεί την ασθένεια.
Την πυθαγόρειο θέση περί ψυχής ως μιας «Αρμονίας» χρησιμοποιεί και ο Σωκράτης στον «Γοργία» (504 a, κ.ε.) και τον «Φαίδωνα» του Πλάτωνος (93 d, κ.ε.). Στον πρώτο διάλογο, ο Σωκράτης λέει ότι στην ψυχή και το σώμα εμφανίζονται αντίστοιχα η «αρετή» και η «υγεία» όταν αποκτήσουν «τάξιν» και «κόσμον»
Ανάλογα κινείται ο Πλάτων, ο οποίος, έχοντας προηγουμένως τριχοτομήσει την ψυχή σε διαφορετικά τμήματα («λογιστικόν», «θυμοειδές» και «επιθυμητικόν»), σε επίπεδο βίου αναγνωρίζει την εύρυθμο λειτουργία του ανθρώπου ως αρμονία μεταξύ φυσικών και ηθικών διεργασιών. Στην εν Αρμονία ανάπτυξη των αντίστοιχων με τα 3 τμήματα της ψυχής «Αρετών», «Σοφία», «Ανδρεία» και «Σωφροσύνη»,εδράζεται η ανώτατη «Αρετή» της «Δικαιοσύνης». Η «Δικαιοσύνη» συνεπώς αποτελεί «Αρμονία» των 3 άλλων «Αρετών». Στον διάλογο «Θεάγης ή Περί Σοφίας μαιευτικός», που ωστόσο δεν θεωρείται πραγματικό έργο του Πλάτωνος, η ψυχή φθάνει στην Αρμονία («Ομολογία») και την Αρετή, όταν εκδηλώνονται ενωμένα τα τρία μέρη της: το λογικό που άρχει της γνώσεως, το θυμικό που διέπεται από την παρόρμηση και το επιθυμητικό που άρχει των συναισθημάτων. «Αρετή» είναι συνεπώς η αρμονική συνένωση των αλόγων μερών της ψυχής με το λογικό.
Στο «Περί ψυχής» βιβλίο του, ο Αριστοτέλης ορίζει την ίδια την Αρετή ως «Αρμονία» («Η ΜΕΝ ΑΡΕΤΗ ΑΡΜΟΝΙΑ ΕΣΤΙ») επεξηγώντας ότι η πρώτη δεν είναι άλλο παρά αρμονία των δυνάμεων της ψυχής («ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΑΡ ΕΣΤΙ ΤΩΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ»). Ο Αριστοτέλης ασχολείται με την «Αρμονία» κυρίως σε οντολογικό και ηθικό επίπεδο, μέσα από, αντίστοιχα, τους όρους της «Εντελεχείας» και της «Μεσότητος» για την οποία ήδη έχουμε μιλήσει στα προηγούμενα μαθήματα. Ως «Εντελέχεια», εκ των «εν» και «τέλος έχειν» (έναν όρο που ο ίδιος εφηύρε και εκτεταμένα χρησιμοποίησε: 30 φορές στο έργο του «Φυσική Ακρόασις» και 39 φορές στο έργο του «Μετά τα Φυσικά»), ορίζει την φυσική δύναμη που, στα πλαίσια ενός σαφούς σκοπού, δίδει μορφή στα θνητά όντα και τα τελειοποιεί (ως σταθερή τάση εξέλιξης προς την τελειότητα). Τα όντα αποκτούν την «Εντελέχειά» τους όταν η άμορφη ύλη μεταβαίνει από το επίπεδο της «δυνατότητος» στο επίπεδο της «πραγματικότητος» και άρα πραγματώνει την μορφή, την δομή και την εξέλιξή τους.
Για γραμματικούς μόνον λόγους ν' αναφέρουμε εδώ, εν είδει παρενθέσεως, ότι η «Εντελέχεια» είναι διάφορος της «Ενδελεχείας» (εκ των «εν» και «δόλιχος», δηλαδή μακρύς). Η τελευταία σημαίνει την μακρά διάρκεια και το αδιάλειπτον, με παράγωγά της το επίθετο «ενδελεχής», δηλαδή διαρκής, μακροχρόνιος και το επίρρημα «ενδελεχώς», δηλαδή αδιαλείπτως, συνεχώς.
Την «Αρμονία» ως «Αρετή» αντιμετωπίζουν και οι Κυνικοί, οι οποίοι θεωρούν ότι ο ενάρετος οφείλει να προστατεύσει την εσωτερική αρμονία του από τις αλλεπάλληλες εισβολές των θεσμών και των κοινωνικών σχέσεων. Ο Επίκουρος ομοίως ορίζει ως «Ευστάθεια» την γαλήνια κατάσταση της ψυχής, αντλώντας από τον πρόγονο της δικής του σχολής Δημόκριτο τον Αβδηρίτη (460 – 370 π.α.χ.χ.) που, κατά τον Ιωάννη Στοβαίο (2.6.3) ταυτίζει την «Ευδαιμονία» με το άθροισμα αρμονίας, υγείας, συμμετρίας και αταραξίας: «ΤΗΝ ΔΕ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΝ ΚΑΛΕΙ ΚΑΙ ΕΥΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΡΜΟΝΙΑΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΡΙΑΝ ΚΑΙ ΑΤΑΡΑΞΙΑΝ».
Η «Αρμονία» μεταφράζεται από τους Στωϊκούς εσωτερικά σε αταραξία του «Ηγεμονικού» της ψυχής («Απάθεια», μη διασάλευση από αλόγους κινήσεις της ψυχής, δηλαδή «πάθη») και εξωτερικά σε έναν βίο απολύτως σύμφωνο όχι μόνο με τους νόμους της Φύσεως αλλά και τον Λόγο («ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΣ ΤΗι ΦΥΣΕΙ ΖΗΝ»). Κατά τον Στωϊκισμό, καθήκον του ανθρώπου είναι να θέσει τον εαυτό του σε αρμονία με το Σύμπαν, το οποίο, ως λογικό και αγαθό, τού μεταφέρει τις ιδιότητές του.
Όπως είπαμε στην αρχή του παρόντος, στην «Αρμονία», τόσο ως ανθρώπινη «Αρετή» όσο και ως μουσικό «Τρόπο», εφορεύει ο Θεός Απόλλων ο οποίος, εκ της φύσεώς του, αυτομάτως τις συνδέει με το «Κάλλος». Το τελευταίο αποτελεί ποιότητα η οποία χαρακτηρίζει ισόποσα το εσωτερικό και εξωτερικό των πραγμάτων, των ανθρώπων και των θεσμών. Αξιωματικώς, κάθε εξωτερικό «Κάλλος» προϋποθέτει έναν εσωτερικό ιερό Νόμο, μία εσωτερική «Αρμονία». Η Μυθολογία («Θεογονία» Ησιόδου, 937) θέλει την Αρμονία, ως ισορροπία, «θυγατέρα» των Θεών Άρεως και Αφροδίτης, ενώ μεταγενέστερες μυθολογήσεις την θέλουν θυγατέρα του Θεού Διός και της εκ Σαμοθράκης Ηλέκτρας.
Για την σχέση του Θεού με την «Αρμονία», ο ύστερος νεοπλατωνικός Πρόκλος γράφει τα ακόλουθα στο 6ο βιβλίο της «Πλατωνικής Θεολογίας» του: «Το όνομα αυτού του Θεού, παρόλο που είναι ένα, αποκαλύπτει όλες τις δυνάμεις του στους οπαδούς της Αληθείας. Αυτό είναι μάλιστα ένα ιδιαίτερο γνώρισμα της φύσεως του Απόλλωνος, το να συγκεντρώνει δηλαδή τα πλήθη σε ένα και να περιλαμβάνει σε ένα τον αριθμό και από το ένα να παράγει τα πολλά και μέσω της νοητικής απλότητος να συγκεντρώνει στον εαυτό του την ποικιλία των κατωτέρων και με την ενιαία του ύπαρξη να ενώνει σε ένα τις πολύμορφες ουσίες και δυνάμεις... παρόλο λοιπόν που το όνομά του προφέρεται ως ένα, μυστικά περιλαμβάνει πολλές ενδείξεις των δυνάμεών του. Με την απλότητά του η οποία στέκεται επάνω από το πλήθος, φανερώνει σε εμάς την Αλήθεια... γιατί η απλότητα ταυτίζεται με την Αλήθεια... και με την εξαπόλυση των βελών του υποδηλώνει την αιτία που αφανίζει κάθε αταξία, κάθε σφάλμα και κάθε ανισορροπία και με την ομοπόλησή του υποδηλώνει την αρμονική κίνηση του σύμπαντος και την συμφωνία, η οποία συγκεντρώνει και συνδέει τα πάντα μέσα σε αυτόν τον Θεό». («ΟΜΟΠΟΛΗΣΙΣ» είναι η ομοιοκίνηση, εκ του «ομο» και «πολέω», δηλαδή περιφέρομαι).
Η Ρωμαϊκή θεολογία από πολύ νωρίς, τον 5ο π.α.χ.χ. αιώνα, πριν την επαφή με τους Έλληνες, λατρεύει έμμεσα την Αρμονία μέσω της Θεάς Concordia (που σημαίνει «κοινή καρδιά» και κατά προέκταση Ομόνοια, Συμφωνία, μία ομόνοια και συμφωνία αρχικά πολιτική / ταξική μεταξύ πατρικίων και πληβείων). Στην Θεά αφιερώθηκε το 367 π.α.χ.χ. λαμπρός Ναός στο βορειοδυτικό άκρο του Φόρουμ, ενώ άλλος μικρότερος Ναός εγγύτερα στον Καπιτώλιο Λόφο, τής αφιερώθηκε το 218 π.α.χ.χ. μετά την αποτροπή μίας στρατιωτικής στάσης. Οι Ρωμαίοι, που αρχικά ενδιαφέρονταν μόνο για τις «αποτελεσματικές» (κυρίως διοικητικά και στρατιωτικά) ανθρώπινες ποιότητες, ενδιαφέρθηκαν για την «Αρμονία» (όπως και για το «Κάλλος» και την «Συμμετρία») μόνον αφού προηγουμένως κυριαρχήθησαν πολιτισμικώς από τους Έλληνες. Την εποχή των Αντωνίνων, ο φιλόσοφος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος θα διατυπώσει με κάθε σαφήνεια, ότι η εναρμόνιση με τον εαυτό και η εναρμόνιση με τον Κόσμο είναι ένα και το αυτό πράγμα, καθώς και ότι το «τέλος» (δηλαδή ο τελικός σκοπός) του ανθρώπου είναι να ζει σε αρμονία, τόσο με την εσωτερική του Φύση («κατά Λόγον») όσο και την πέριξ αυτού.
Ο Χριστιανισμός επετέθη φυσικά και στην «Αρμονία» των Εθνικών, τριπλά, σε θεολογικό / φιλοσοφικό, ηθικό και πολιτικό / κοινωνικό επίπεδο.
1. Μέχρι να επικρατήσουν, οι χριστιανοί κραύγαζαν ότι η αρμονία του σύμπαντος δεν αποτελεί απόδειξη της υπάρξεως των Θεών, αλλ' αντιθέτως το πρώτο είναι κτίσμα και οι δεύτεροι δαίμονες,
2. Κήρυσσαν ότι την προσέγγιση της «Αρμονίας» και του «Κάλλους» επέτρεψε στους Εθνικούς ο... Σατανάς, και
3. Κήρυσσαν απροκάλυπτα το τέλος της συντεταγμένης, θεσμικώς οργανωμένης κοινωνίας, την οποία ονειρεύονταν να δουν να εξαφανίζεται μέσα στις φλόγες.
Όταν αργότερα επεκράτησαν, οι χριστιανοί προχώρησαν φυσικά σε ιδιοποίηση, ισχυριζόμενοι ότι:
1. Η αρμονία του σύμπαντος παραπέμπει στην υποτιθέμενη ύπαρξη του επέκεινα «μοναδικού» Θεού τους, ο οποίος μάλιστα τα έπραξε όλα «εν σοφία» (όλες οι προκύπτουσες ατέλειες χρεώνονται στο «κακό»),
2. Η «Αρμονία» υπάρχει μόνον «εν Χριστώ», και
3. Αληθινή αρμονία υπάρχει μόνον εκεί που άρχει ο Χριστός και η Εκκλησία του: για να επιβάλουν παντού αυτή την ιδιότυπη αποκλειστικώς «εν Χριστώ» Αρμονία τους, κατέστρεψαν μάλιστα κάθε διαπολιτισμική αρμονία και αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα επί αιώνες, ακόμα και μέχρι σήμερα.
Ο ακραίος ανθρωποκεντρισμός του βιβλίου της «Γενέσεως» των μονοθεϊστών («τελευταίο και τελειότερο δημιούργημα του Θεού», πλασθείς «κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού» κ.λπ.), προερχόμενος από την μη συμφιλίωση με την θνητότητα και άρα με τον θάνατο, θεωρητικοποίησε για πρώτη φορά την αντιπαλότητα μεταξύ του ανθρώπου και της Φύσεως και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, ο άνθρωπος αποσυνδέθηκε από τη Φύση, μονομερώς, αρνούμενος κατ' ουσίαν ν' αποτελεί οργανικό της τμήμα που υπόκειται στις φυσικές νομοτέλειες. Η Φύση, όχι μόνον υποβιβασθείσα σε «κτίση», αλλά και αξιολογηθείσα ως υποτίθεται «κατώτερη» του ανθρώπου, υπάρχει για τους μονοθεϊστές μόνον για να εξυπηρετεί τις εκάστοτε ανάγκες του «ανώτερου» ανθρώπου. Κατά την δική τους κοσμοαντίληψη, ο Θεός των μονοθεϊστών δικαιωματικά τυραννεύει αθροιστικά τον άνθρωπο και την υποβιβασθείσα σε «κτίση» Φύση και ο άνθρωπος δικαιωματικά τυραννεύει την «κτίση» που ουσιαστικά δεν έχει καμμία απολύτως πνευματική αξία. Ο πολυδιαφημισμένος Γέρων Παΐσιος αποτελεί ένα άριστο δείγμα χριστιανικής ψευδο-πνευματικότητας όταν συμβουλεύει ωμά, πως «ο πνευματικός άνθρωπος δίνει την αγάπη του πρώτα στον Θεό, έπειτα στους ανθρώπους, και την υπερχείλιση της αγάπης του την δίνει στα ζώα και σε όλη την κτίση».
Η οποιαδήποτε αναφορά σε δήθεν «αρμονική» σχέση του Χριστιανισμού με την Φύση, την οποία ούτως ή άλλως αυτός κατανοεί μόνον ως «περιβάλλον», είναι τουλάχιστον απατεωνίστικη. Όποιος δεν είναι κατ' όνομα μόνον χριστιανός αλλά γνωρίζει τι ακριβώς πιστεύει, οφείλει να στοχεύει μόνον στην υπέρβαση της «σαρκικής φυλακής» του, εσωτερικά με προσευχή, νηστεία, στέρηση και αυτοτιμωρία, και εξωτερικά με ακατάπαυστο πόλεμο ενάντια είτε στο «διαβολικό» περιβάλλον, είτε στους επίσης «διαβολικούς» κάθε λογής θρησκευτικώς διαφορετικούς.
Η λέξη «Αρμονία» σημαίνει συνομολογία, αρμογή, σύνδεσμος, συμφωνία και, κατ' επέκταση, εναρμόνιση των πραγμάτων, καθώς και μουσική συμφωνία ή μέθοδος κατασκευής μουσικών κλιμάκων διά της συναρμογής μουσικών διαστημάτων (στη μουσική ο όρος «Αρμονία» σημαίνει «μουσική κλίμακα», όπως και οι ταυτόσημοι όροι «Τόνος» και «Τρόπος»: «Δώριος Τρόπος», «Φρύγιος Τρόπος», «Λύδιος Τρόπος», «Μιξολύδιος Τρόπος», «Ιωνικός Τρόπος», «Αιολικός Τρόπος).
Ως αρμογή, συνομολογία και συναρμογή, η «Αρμονία» αποτελεί βασική ιδιότητα του «συντεταγμένου και κεκοσμημένου Απείρου» που μονολεκτικά ονομάζεται από τους Έλληνες «Κόσμος». Η ιδιότης αυτή του Αθανάτου, στον κόσμο των θνητών αποτελεί «Αρετή», η οποία ορίζεται ως εναρμόνιση του βίου με τους αιωνίους («φυσικούς») νόμους, καθώς και, σε κοινωνικό επίπεδο, με τους νόμους της συντεταγμένης Πολιτείας (όπου παραπέμπει στην «ομόνοια»). Πρόκειται ουσιαστικά για την ισορροπημένη («σύμμετρη») διαμόρφωση του ανθρώπου με βάση την συνομολογία, την συμμετρία και το «Κάλλος», μία «Αρετή» που υπάγεται στον Θεό Απόλλωνα.
Καθώς κυρίαρχη εκδήλωση της εν λόγω «Αρετής» είναι η διαρκής εναρμόνιση του βίου των θνητών με τους αιώνιους νόμους που συνέχουν την σφαίρα των αιωνίων πραγμάτων, αυτονόητο είναι πως πρώτη επιλογή της είναι η εναρμόνιση με την Φύση. Η ύπαρξη και οι πράξεις του εναρέτου οφείλουν να μην παραβιάζουν τους νόμους της Φύσεως, τους οποίους πρέπει να επιλέγουν στις διλημματικές περιπτώσεις όπου παρατηρείται αντίθεση μεταξύ φυσικού και θετού (πολιτικού, ανθρωπίνου) Δικαίου.
Από την σωζόμενη τουλάχιστον Γραμματεία, πρώτος ο Ηράκλειτος περιέγραψε μία συμπαντική «Αρμονία» την οποία ο ίδιος όρισε ως «Λόγο». Η «Αρμονία» του Ηρακλείτου συνέχει τόσο τον «φανερωμένο» όσο και τον άδηλο Κόσμο, όπου είναι και ισχυρότερη: «η κρυφή αρμονία είναι ισχυρότερη της φανερής»(«ΑΡΜΟΝΙΗ ΑΦΑΝΗΣ, ΦΑΝΕΡΗΣ ΚΡΕΣΣΩΝ»).
Την «Αρμονία», ως συναρμογή εξ αντιρρόπων δυνάμεων η οποία συνέχει το σύμπαν, περιγράφει ο Ηράκλειτος με τον όρο, εκ των «πάλιν» και «τείνω», «ΠΑΛΙΝΤΟΝΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ» (ή, σε άλλες εκδοχές, «ΠΑΛΙΝΤΡΟΜΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ» και «ΠΑΛΙΝΤΡΟΠΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ»): «ΟΥ ΞΥΝΙΑΣΙΝ ΟΚΩΣ ΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΝ ΕΩΥΤΩι ΟΜΟΛΟΓΕΕΙ, ΠΑΛΙΝΤΟΝΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ ΟΚΩΣΠΕΡ ΤΟΞΟΥ ΚΑΙ ΛΥΡΗΣ» («Δεν κατανοούν ότι το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του, μία αντίρροπο αρμονία όπως στο τόξο και την λύρα», αποσπ. Β 51). Ο όρος σημαίνει μία αντίρροπο συναρμογή, μία «Αρμονία» τεντωμένη εξίσου προς πολικές κατευθύνσεις, μία συναρμογή εξ αντίρροπων δυνάμεων που δομεί το σύμπαν. Στο υπό «Παλίντονο Αρμονίη» σύστημα, η όποια τάση προς μια κατεύθυνση παράγει πάντοτε και αυτομάτως ισοδύναμο τάση προς την άλλη, πολική, κατεύθυνση, διότι, εάν δε συμβεί αυτό, το σύστημα καταρρέει.
Αυτό που ο Ηράκλειτος περιγράφει είναι η αιώνια ισορροπία ενός απανταχού και αενάως δια-φερομένου και συμ-φερομένου Όντος. Για την περιγραφή των πόλων αυτής της ισορροπίας χρησιμοποιείται αδοκίμως από κάποιους ο σαφώς παρερμηνεύσιμος όρος «αντίθετα», ο οποίος δεν ανήκει στο λεξιλόγιο του Εφεσίου φιλοσόφου, αλλ' αποτελεί μία αυθαίρετη προβολή μεταγενεστέρων αντιλήψεων επάνω στην ηρακλείτεια οντολογία. Αυτοί οι πόλοι, που αδοκίμως περιγράφονται ως «αντίθετα», δεν είναι αυθυπόστατες Ουσίες αλλά απλώς διαφορετικές φανερώσεις του Πυρός, άρα το Ον συμφωνεί και διαφωνεί μόνον με τον ίδιο τον εαυτό του. «Αρμονία» ανάμεσα σε άπειρους πόλους διέπει φυσικά και το Θείον, που από τον Ηράκλειτο περιγράφεται με το γνωστό απόσπασμα «Ο ΘΕΟΣ ΗΜΕΡΗ ΕΥΦΡΟΝΗ, ΧΕΙΜΩΝ ΘΕΡΟΣ, ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΡΗΝΗ, ΚΟΡΟΣ ΛΙΜΟΣ...» («Ο Θεός είναι ημέρα νύκτα, χειμών θέρος, πόλεμος ειρήνη, κορεσμός πείνα...», αποσπ. Β 67).
Ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος Εμπεδοκλής χρησιμοποιεί στην έμμετρη κοσμολογία του την λέξη «Αρμονία» ως κύριο όνομα με το οποίο αντικαθιστά την «Φιλότητα» και «Αφροδίτη», ενώ στην ησιόδειο «Θεογονία» (937), καθώς και στην ευρυτέρα εθνική θεολογία και λατρεία των Ελλήνων, η Αρμονία είναι Θεά, στης οποίας την πολιτειακή λατρεία οι πολίτες και οι αρχές των πόλεων την επεκαλούντο για εύνομο κοινωνικοπολιτική ζωή.
Ο Πυθαγόρας όριζε την ίδια την «Αρετή» ως «Αρμονία» και συγκεκριμένα ως «αρμονία της ψυχής» (η οποία οφείλει να διατηρεί συμμετρία ανάμεσα στο υλικό και το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου) και την ίδια θέση διατήρησαν έως και την ύστατη αρχαιότητα οι Νεοπυθαγόρειοι. Η «Αρετή», όπως και η Υγεία, το Αγαθόν και το Θείον δεν είναι παρά αρμονίες σε συγκεκριμένους τομείς λ.χ. στο σώμα, τον Κόσμο και την ταξιθεσία του: «ΤΗΝ ΑΡΕΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟΝ ΑΠΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ» (Διογένης Λαέρτιος, 8, 33). Τόσο κατά τον Πυθαγόρα όσο και κατά τον φιλόσοφο και ιατρό του 5ου π.α.χ.χ. αιώνος Αλκμαίονα τον Κροτωνιάτη (που ωστόσο αυτός χρησιμοποιεί τον όρο «Ισονομία»), αρμονία είναι η δυναμική ισορροπία ή ομαλή λειτουργία («ομοιόστασις») του ανθρωπίνου οργανισμού, όταν δηλαδή ισοκρατούν και ισορροπούν όλες οι εντός του σώματος δυνάμεις. Όμοια κινήθηκαν οι ιπποκρατικοί ιατροί και φιλόσοφοι, εξισώνοντας την «Αρμονία» με την υγεία («Ευκρασία») και το αντίθετό της, την δυσαρμονία, με την ασθένεια («Δυσκρασία»). Κατ' αυτούς, εν περιλήψει, στον οργανισμό κυκλοφορούν 4 χυμοί, το αίμα, η κίτρινη χολή, η μαύρη χολή και το φλέγμα που αντιστοίχως σχετίζονται με την καρδιά, το ήπαρ, τον σπλήνα και τον εγκέφαλο, και η ισορροπία αυτών των χυμών εξασφαλίζει την υγεία, ενώ η δυσαρμονία προκαλεί την ασθένεια.
Την πυθαγόρειο θέση περί ψυχής ως μιας «Αρμονίας» χρησιμοποιεί και ο Σωκράτης στον «Γοργία» (504 a, κ.ε.) και τον «Φαίδωνα» του Πλάτωνος (93 d, κ.ε.). Στον πρώτο διάλογο, ο Σωκράτης λέει ότι στην ψυχή και το σώμα εμφανίζονται αντίστοιχα η «αρετή» και η «υγεία» όταν αποκτήσουν «τάξιν» και «κόσμον»
Ανάλογα κινείται ο Πλάτων, ο οποίος, έχοντας προηγουμένως τριχοτομήσει την ψυχή σε διαφορετικά τμήματα («λογιστικόν», «θυμοειδές» και «επιθυμητικόν»), σε επίπεδο βίου αναγνωρίζει την εύρυθμο λειτουργία του ανθρώπου ως αρμονία μεταξύ φυσικών και ηθικών διεργασιών. Στην εν Αρμονία ανάπτυξη των αντίστοιχων με τα 3 τμήματα της ψυχής «Αρετών», «Σοφία», «Ανδρεία» και «Σωφροσύνη»,εδράζεται η ανώτατη «Αρετή» της «Δικαιοσύνης». Η «Δικαιοσύνη» συνεπώς αποτελεί «Αρμονία» των 3 άλλων «Αρετών». Στον διάλογο «Θεάγης ή Περί Σοφίας μαιευτικός», που ωστόσο δεν θεωρείται πραγματικό έργο του Πλάτωνος, η ψυχή φθάνει στην Αρμονία («Ομολογία») και την Αρετή, όταν εκδηλώνονται ενωμένα τα τρία μέρη της: το λογικό που άρχει της γνώσεως, το θυμικό που διέπεται από την παρόρμηση και το επιθυμητικό που άρχει των συναισθημάτων. «Αρετή» είναι συνεπώς η αρμονική συνένωση των αλόγων μερών της ψυχής με το λογικό.
Στο «Περί ψυχής» βιβλίο του, ο Αριστοτέλης ορίζει την ίδια την Αρετή ως «Αρμονία» («Η ΜΕΝ ΑΡΕΤΗ ΑΡΜΟΝΙΑ ΕΣΤΙ») επεξηγώντας ότι η πρώτη δεν είναι άλλο παρά αρμονία των δυνάμεων της ψυχής («ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΑΡ ΕΣΤΙ ΤΩΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ»). Ο Αριστοτέλης ασχολείται με την «Αρμονία» κυρίως σε οντολογικό και ηθικό επίπεδο, μέσα από, αντίστοιχα, τους όρους της «Εντελεχείας» και της «Μεσότητος» για την οποία ήδη έχουμε μιλήσει στα προηγούμενα μαθήματα. Ως «Εντελέχεια», εκ των «εν» και «τέλος έχειν» (έναν όρο που ο ίδιος εφηύρε και εκτεταμένα χρησιμοποίησε: 30 φορές στο έργο του «Φυσική Ακρόασις» και 39 φορές στο έργο του «Μετά τα Φυσικά»), ορίζει την φυσική δύναμη που, στα πλαίσια ενός σαφούς σκοπού, δίδει μορφή στα θνητά όντα και τα τελειοποιεί (ως σταθερή τάση εξέλιξης προς την τελειότητα). Τα όντα αποκτούν την «Εντελέχειά» τους όταν η άμορφη ύλη μεταβαίνει από το επίπεδο της «δυνατότητος» στο επίπεδο της «πραγματικότητος» και άρα πραγματώνει την μορφή, την δομή και την εξέλιξή τους.
Για γραμματικούς μόνον λόγους ν' αναφέρουμε εδώ, εν είδει παρενθέσεως, ότι η «Εντελέχεια» είναι διάφορος της «Ενδελεχείας» (εκ των «εν» και «δόλιχος», δηλαδή μακρύς). Η τελευταία σημαίνει την μακρά διάρκεια και το αδιάλειπτον, με παράγωγά της το επίθετο «ενδελεχής», δηλαδή διαρκής, μακροχρόνιος και το επίρρημα «ενδελεχώς», δηλαδή αδιαλείπτως, συνεχώς.
Την «Αρμονία» ως «Αρετή» αντιμετωπίζουν και οι Κυνικοί, οι οποίοι θεωρούν ότι ο ενάρετος οφείλει να προστατεύσει την εσωτερική αρμονία του από τις αλλεπάλληλες εισβολές των θεσμών και των κοινωνικών σχέσεων. Ο Επίκουρος ομοίως ορίζει ως «Ευστάθεια» την γαλήνια κατάσταση της ψυχής, αντλώντας από τον πρόγονο της δικής του σχολής Δημόκριτο τον Αβδηρίτη (460 – 370 π.α.χ.χ.) που, κατά τον Ιωάννη Στοβαίο (2.6.3) ταυτίζει την «Ευδαιμονία» με το άθροισμα αρμονίας, υγείας, συμμετρίας και αταραξίας: «ΤΗΝ ΔΕ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΝ ΚΑΛΕΙ ΚΑΙ ΕΥΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΡΜΟΝΙΑΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΡΙΑΝ ΚΑΙ ΑΤΑΡΑΞΙΑΝ».
Η «Αρμονία» μεταφράζεται από τους Στωϊκούς εσωτερικά σε αταραξία του «Ηγεμονικού» της ψυχής («Απάθεια», μη διασάλευση από αλόγους κινήσεις της ψυχής, δηλαδή «πάθη») και εξωτερικά σε έναν βίο απολύτως σύμφωνο όχι μόνο με τους νόμους της Φύσεως αλλά και τον Λόγο («ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΣ ΤΗι ΦΥΣΕΙ ΖΗΝ»). Κατά τον Στωϊκισμό, καθήκον του ανθρώπου είναι να θέσει τον εαυτό του σε αρμονία με το Σύμπαν, το οποίο, ως λογικό και αγαθό, τού μεταφέρει τις ιδιότητές του.
Όπως είπαμε στην αρχή του παρόντος, στην «Αρμονία», τόσο ως ανθρώπινη «Αρετή» όσο και ως μουσικό «Τρόπο», εφορεύει ο Θεός Απόλλων ο οποίος, εκ της φύσεώς του, αυτομάτως τις συνδέει με το «Κάλλος». Το τελευταίο αποτελεί ποιότητα η οποία χαρακτηρίζει ισόποσα το εσωτερικό και εξωτερικό των πραγμάτων, των ανθρώπων και των θεσμών. Αξιωματικώς, κάθε εξωτερικό «Κάλλος» προϋποθέτει έναν εσωτερικό ιερό Νόμο, μία εσωτερική «Αρμονία». Η Μυθολογία («Θεογονία» Ησιόδου, 937) θέλει την Αρμονία, ως ισορροπία, «θυγατέρα» των Θεών Άρεως και Αφροδίτης, ενώ μεταγενέστερες μυθολογήσεις την θέλουν θυγατέρα του Θεού Διός και της εκ Σαμοθράκης Ηλέκτρας.
Για την σχέση του Θεού με την «Αρμονία», ο ύστερος νεοπλατωνικός Πρόκλος γράφει τα ακόλουθα στο 6ο βιβλίο της «Πλατωνικής Θεολογίας» του: «Το όνομα αυτού του Θεού, παρόλο που είναι ένα, αποκαλύπτει όλες τις δυνάμεις του στους οπαδούς της Αληθείας. Αυτό είναι μάλιστα ένα ιδιαίτερο γνώρισμα της φύσεως του Απόλλωνος, το να συγκεντρώνει δηλαδή τα πλήθη σε ένα και να περιλαμβάνει σε ένα τον αριθμό και από το ένα να παράγει τα πολλά και μέσω της νοητικής απλότητος να συγκεντρώνει στον εαυτό του την ποικιλία των κατωτέρων και με την ενιαία του ύπαρξη να ενώνει σε ένα τις πολύμορφες ουσίες και δυνάμεις... παρόλο λοιπόν που το όνομά του προφέρεται ως ένα, μυστικά περιλαμβάνει πολλές ενδείξεις των δυνάμεών του. Με την απλότητά του η οποία στέκεται επάνω από το πλήθος, φανερώνει σε εμάς την Αλήθεια... γιατί η απλότητα ταυτίζεται με την Αλήθεια... και με την εξαπόλυση των βελών του υποδηλώνει την αιτία που αφανίζει κάθε αταξία, κάθε σφάλμα και κάθε ανισορροπία και με την ομοπόλησή του υποδηλώνει την αρμονική κίνηση του σύμπαντος και την συμφωνία, η οποία συγκεντρώνει και συνδέει τα πάντα μέσα σε αυτόν τον Θεό». («ΟΜΟΠΟΛΗΣΙΣ» είναι η ομοιοκίνηση, εκ του «ομο» και «πολέω», δηλαδή περιφέρομαι).
Η Ρωμαϊκή θεολογία από πολύ νωρίς, τον 5ο π.α.χ.χ. αιώνα, πριν την επαφή με τους Έλληνες, λατρεύει έμμεσα την Αρμονία μέσω της Θεάς Concordia (που σημαίνει «κοινή καρδιά» και κατά προέκταση Ομόνοια, Συμφωνία, μία ομόνοια και συμφωνία αρχικά πολιτική / ταξική μεταξύ πατρικίων και πληβείων). Στην Θεά αφιερώθηκε το 367 π.α.χ.χ. λαμπρός Ναός στο βορειοδυτικό άκρο του Φόρουμ, ενώ άλλος μικρότερος Ναός εγγύτερα στον Καπιτώλιο Λόφο, τής αφιερώθηκε το 218 π.α.χ.χ. μετά την αποτροπή μίας στρατιωτικής στάσης. Οι Ρωμαίοι, που αρχικά ενδιαφέρονταν μόνο για τις «αποτελεσματικές» (κυρίως διοικητικά και στρατιωτικά) ανθρώπινες ποιότητες, ενδιαφέρθηκαν για την «Αρμονία» (όπως και για το «Κάλλος» και την «Συμμετρία») μόνον αφού προηγουμένως κυριαρχήθησαν πολιτισμικώς από τους Έλληνες. Την εποχή των Αντωνίνων, ο φιλόσοφος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος θα διατυπώσει με κάθε σαφήνεια, ότι η εναρμόνιση με τον εαυτό και η εναρμόνιση με τον Κόσμο είναι ένα και το αυτό πράγμα, καθώς και ότι το «τέλος» (δηλαδή ο τελικός σκοπός) του ανθρώπου είναι να ζει σε αρμονία, τόσο με την εσωτερική του Φύση («κατά Λόγον») όσο και την πέριξ αυτού.
Ο Χριστιανισμός επετέθη φυσικά και στην «Αρμονία» των Εθνικών, τριπλά, σε θεολογικό / φιλοσοφικό, ηθικό και πολιτικό / κοινωνικό επίπεδο.
1. Μέχρι να επικρατήσουν, οι χριστιανοί κραύγαζαν ότι η αρμονία του σύμπαντος δεν αποτελεί απόδειξη της υπάρξεως των Θεών, αλλ' αντιθέτως το πρώτο είναι κτίσμα και οι δεύτεροι δαίμονες,
2. Κήρυσσαν ότι την προσέγγιση της «Αρμονίας» και του «Κάλλους» επέτρεψε στους Εθνικούς ο... Σατανάς, και
3. Κήρυσσαν απροκάλυπτα το τέλος της συντεταγμένης, θεσμικώς οργανωμένης κοινωνίας, την οποία ονειρεύονταν να δουν να εξαφανίζεται μέσα στις φλόγες.
Όταν αργότερα επεκράτησαν, οι χριστιανοί προχώρησαν φυσικά σε ιδιοποίηση, ισχυριζόμενοι ότι:
1. Η αρμονία του σύμπαντος παραπέμπει στην υποτιθέμενη ύπαρξη του επέκεινα «μοναδικού» Θεού τους, ο οποίος μάλιστα τα έπραξε όλα «εν σοφία» (όλες οι προκύπτουσες ατέλειες χρεώνονται στο «κακό»),
2. Η «Αρμονία» υπάρχει μόνον «εν Χριστώ», και
3. Αληθινή αρμονία υπάρχει μόνον εκεί που άρχει ο Χριστός και η Εκκλησία του: για να επιβάλουν παντού αυτή την ιδιότυπη αποκλειστικώς «εν Χριστώ» Αρμονία τους, κατέστρεψαν μάλιστα κάθε διαπολιτισμική αρμονία και αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα επί αιώνες, ακόμα και μέχρι σήμερα.
Ο ακραίος ανθρωποκεντρισμός του βιβλίου της «Γενέσεως» των μονοθεϊστών («τελευταίο και τελειότερο δημιούργημα του Θεού», πλασθείς «κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού» κ.λπ.), προερχόμενος από την μη συμφιλίωση με την θνητότητα και άρα με τον θάνατο, θεωρητικοποίησε για πρώτη φορά την αντιπαλότητα μεταξύ του ανθρώπου και της Φύσεως και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, ο άνθρωπος αποσυνδέθηκε από τη Φύση, μονομερώς, αρνούμενος κατ' ουσίαν ν' αποτελεί οργανικό της τμήμα που υπόκειται στις φυσικές νομοτέλειες. Η Φύση, όχι μόνον υποβιβασθείσα σε «κτίση», αλλά και αξιολογηθείσα ως υποτίθεται «κατώτερη» του ανθρώπου, υπάρχει για τους μονοθεϊστές μόνον για να εξυπηρετεί τις εκάστοτε ανάγκες του «ανώτερου» ανθρώπου. Κατά την δική τους κοσμοαντίληψη, ο Θεός των μονοθεϊστών δικαιωματικά τυραννεύει αθροιστικά τον άνθρωπο και την υποβιβασθείσα σε «κτίση» Φύση και ο άνθρωπος δικαιωματικά τυραννεύει την «κτίση» που ουσιαστικά δεν έχει καμμία απολύτως πνευματική αξία. Ο πολυδιαφημισμένος Γέρων Παΐσιος αποτελεί ένα άριστο δείγμα χριστιανικής ψευδο-πνευματικότητας όταν συμβουλεύει ωμά, πως «ο πνευματικός άνθρωπος δίνει την αγάπη του πρώτα στον Θεό, έπειτα στους ανθρώπους, και την υπερχείλιση της αγάπης του την δίνει στα ζώα και σε όλη την κτίση».
Η οποιαδήποτε αναφορά σε δήθεν «αρμονική» σχέση του Χριστιανισμού με την Φύση, την οποία ούτως ή άλλως αυτός κατανοεί μόνον ως «περιβάλλον», είναι τουλάχιστον απατεωνίστικη. Όποιος δεν είναι κατ' όνομα μόνον χριστιανός αλλά γνωρίζει τι ακριβώς πιστεύει, οφείλει να στοχεύει μόνον στην υπέρβαση της «σαρκικής φυλακής» του, εσωτερικά με προσευχή, νηστεία, στέρηση και αυτοτιμωρία, και εξωτερικά με ακατάπαυστο πόλεμο ενάντια είτε στο «διαβολικό» περιβάλλον, είτε στους επίσης «διαβολικούς» κάθε λογής θρησκευτικώς διαφορετικούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου