Μέχρι την προσωκρατική περίοδο οι άνθρωποι δέχονταν στωικά ότι προϋπήρχε ένα μυστικιστικό στοιχείο, μια «θεϊκή ύλη» η οποία γέννησε τους θεούς και αυτοί με την σειρά τους άσκησαν την καθοριστική, διαμορφωτική ενέργειά τους και έτσι προέκυψε το σύμπαν Εν αρχή λοιπόν υπήρχε ο μύθος σαν εκφραστής κάθε φαινομένου και κάθε μορφής μέσα στο Σύμπαν
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αρχαίων Ελλήνων, όπου μέσω των ποιημάτων του ο μύστης Ορφέας συνθέτει για την αρχαιοελληνική θρησκεία την αρχή του κόσμου. Κατά τον Ορφέα λοιπόν υπάρχει το Χάος όπου βρίσκεται συμπυκνωμένο στο γιγαντιαίο κοσμικό αυγό. Όταν το κοσμικό αυγό άνοιξε στα δυο, διερράγη και από το πάνω μέρος του σχηματίστηκε ο Ουρανός, ενώ από το κάτω μέρος η Γη. Από το κεντρικό σπέρμα του αυγού πήρε τη μορφή ο Φάνης, ο φωτεινός, ο υπαρκτός, το Υπέρτατο Ον και φως, ο πρώτος των θεών, ο πρωτόγονος Έρωτας, η πνευματική και εντός της φύσης δύναμη που ωθεί σε ένωση και δημιουργία.
Στις Όρνιθες ο Αριστοφάνη διηγείται: «Ήταν το Χάος, η Νύχτα, το μαύρο Έρεβος και ο φαρδύς Τάρταρος. Δεν υπήρχε ούτε Γη ούτε Αέρας ούτε ουρανός. Στην αρχή μέσα στους απέραντους κόρφους του Ερέβους γέννησε η μαυροφτέρουγη Νύχτα δίχως αρσενική σπορά ένα αυγό. Από αυτό σαν πέρασε ο καιρός, βγήκε ο ποθητός Έρωτας με χρυσά φτερά στην πλάτη που έλαμπαν και γοργός σαν τον άνεμο. Αυτός έσμιξε στο σκοτάδι με το φτερωτό Χάος μέσα στον πλατύ Τάρταρο, κλώσησε το γένος μας και το έφερε στο φώς. Πρωτύτερα δεν υπήρχαν αθάνατοι, ώσπου ο Έρωτας συνένωσε τα πάντα. Και όπως ενώθηκαν το ένα με το άλλο, γεννήθηκε ο Ουρανός, ο Ωκεανός, η Γη και όλο το αθάνατο γένος των μακάριων θεών». Όμως οι μύθοι της δημιουργίας του κόσμου άρχισαν να χλομιάζουν τον 6ο π.Χ. αιώνα στην Ιωνία όπου αναπτύχθηκε μια νέα πολιτισμική αντίληψη. Γεννήθηκε’ η ιδέα ενός σύμπαντος με εσωτερική τάξη και κανόνες στους οποίους η φύση υποτάσσεται. Πρωτεργάτης των ιδεών αυτών ήταν ο αστρονόμος και φιλόσοφος Θαλής ο Μιλήσιος.
Την εποχή εκείνη επικρατούσε η άποψη ότι τέσσερα ήταν τα στοιχεία που δομούσαν τον κόσμο μας, το ύδωρ, το πυρ, ο αήρ και ή γη. Όλα τα αντικείμενα στην φύση συνθέτονταν από αυτά και η μορφή τους καθοριζόταν από την αναλογία τους. Πρώτος λοιπόν ο Θαλής έρχεται να εισάγει την έννοια της «αρχής» του κόσμου, δηλαδή της γενεσιουργού αιτίας των πάντων’ Σύμφωνα με την άποψη του μεγάλου φιλόσοφου, ο πολύμορφος κόσμος των φυσικών φαινομένων έχει ενότητα και προέρχεται από μόνο μια δημιουργική φυσική αρχή και αιτία, το νερό. Δεν θα μπορούσαμε παρά να χαρακτηρίσουμε την άποψη αυτή ριζοσπαστική και επαναστατική καθώς για πρώτη φορά στην κοσμογονία παραμερίζεται ο μύθος. Είναι πρώτη φορά που απομακρύνονται οι θεοί από τα ανθρώπινα δρώμενα. Έτσι λοιπόν όλα τα όντα στην φύση προέρχονται από το νερό μέσω των διαδικασιών της αραίωσης και της πύκνωσης. Οι διαδικασίες αυτές είναι τα αρχικά αίτια της κίνησης, αφού το αρχέγονο ύδωρ είναι ταυτόχρονα και η αρχή της κίνησης, που για τους προσωκρατικούς ήταν η αιτία της δημιουργίας της ζωής. Ο Θαλής πίστευε ότι όλο το σύμπαν ήταν υδάτινης προέλευσης και είχε σχήμα ημισφαιρικό. Το εσωτερικό του ήταν γεμάτο αέρα, ενώ την κοίλη επιφάνεια του αποτελούσε ο ουρανός. Στο επίπεδο της βάσης του θόλου βρίσκονταν ακίνητη η γη και επέπλεε στα συμπαντικά ύδατα.
Η διάνοια του Θαλή δεν σταματάει όμως μόνο εδώ. Ουσιαστικά είναι ο πρώτος που αντιμετωπίζει φιλοσοφικά την έννοια της ύλης και την ανάγει σε κάτι καθολικό από το οποίο δημιουργείται και απαρτίζεται όλο το σύμπαν. Στα μεταγενέστερα χρόνια η συμπαντική ουσία με την έννοια που περιέγραφε ο Θαλής θα πάρει την προσωνυμία «κοσμική» ύλη.
Όπως ήταν φυσικό η άποψη αυτή του Θαλή ήταν η απαρχή μιας σειράς κοσμοθεωριών που θα περιέγραφαν με φυσικό τρόπο την δημιουργία και την μορφολογία του κόσμου μας. Ο Αναξίμανδρος, μαθητής του Θαλή, είχε μια διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο μας. Σύμφωνα με αυτή υπάρχει μια άχρονη, αναλλοίωτη κοσμική ουσία από την οποία όλα προέρχονται και σε αυτήν καταλήγουν. Κατά τον Αναξίμανδρο η αρχή αυτή ήταν το «άπειρο», το οποίο μεταμορφωνόταν στα τέσσερα στοιχειά που δημιουργούσαν το σύμπαν μας. Από τα τέσσερα αυτά στοιχεία σχηματίζονταν όλα τα όντα τα οποία μετά την φθορά τους θα επέστρεφαν στο άπειρο.
Έτσι λοιπόν το άπειρο αποτελούσε τη μήτρα του κόσμου. Η ζωή άρχισε με «σπέρμα γόνιμο» μέσα στο κοσμικό αυγό. Το σπέρμα γονιμοποιήθηκε με το αντίθετό του και αποσπάστηκε από το άπειρο. Στην συνέχεια η ανάπτυξή του έγινε μέσα σε μια πύρινη σφαίρα που περιείχε μια ψυχρή μάζα. Τότε διαχωρίστηκαν στον εξωτερικό πύρινο θόλο, στον οποίο περιλαμβάνονταν ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα, και στον εσωτερικό κόσμο που περιείχε την θάλασσα και την ξηρά.
Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, ο Αναξίμανδρος υποστήριζε ότι η Γη είναι σφαιροειδής: «Ο Αναξίμανδρος θεωρούσε ότι η Γη είναι τοποθετημένη στην μέση του Σύμπαντος, κατέχουσα το κέντρο του Κόσμου, και ότι είναι σφαιροειδής. Η Σελήνη δεν έχει δικό της φως είναι δηλαδή ετερόφωτο σώμα και φωτίζεται από το φως του Ήλιου. Αλλά και τούτος ο Ήλιος δεν είναι μικρότερος από την Γη και αποτελείται από καθάριο πυρ». Ακόμα, με την βασική του υπόθεση πως όλα ξεκινούν και ξανακαταλήγουν στο «άπειρο», ο Αναξίμανδρος δεχόταν ότι χιλιάδες κόσμοι γεννιούνται και πεθαίνουν, όπως και ο δικός μας που κάποτε θα καταστραφεί. Πίστευε δηλαδή ότι στο σύμπαν υπάρχουν άπειρα κοσμικά συστήματα, άπειροι Κόσμοι. Την άποψη του αυτή προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό και η σύγχρονη αστροφυσική.
Στην κοσμοθεωρία του Αναξίμανδρου εμπεριέχεται μια μορφή φυσικού νόμου. Ένα είδος κοσμικής δικαιοσύνης η οποία κρατάει σε ισορροπία τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Δεν ξεχωρίζει κάποιο από αυτά ως κυρίαρχο αλλά τα θεωρεί όλα ισάξια και ισότιμα διαφωνώντας έτσι με τον δάσκαλό του. Στην άποψη του αυτή μπορούμε να διακρίνουμε πως κρύβεται μια αίσθηση ηθικής η οποία πηγάζει από την επιθυμία του να μην διασαλέψει την σχέση δικαιοσύνης των τεσσάρων στοιχείων. Αν προσπαθήσουμε να προεκτείνουμε την κοσμοθεωρία του Αναξίμανδρου θα πρέπει να εντάξουμε και τον άνθρωπο μέσα σε αυτήν την ηθική σκοπιά. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος όντας κομμάτι αυτού του κόσμου θα πρέπει να βρει και αυτός την ισορροπία του μέσα σε αυτόν, προκειμένου να εναρμονιστεί με το όλο.
Ένα βελτιωμένο μοντέλο κοσμολογίας πρόσφερε ο μαθητής του Αναξίμανδρου, Αναξιμένης. Σύμφωνα με αυτό ο αχανής Αέρας, που θεωρούσε ως αρχή των πάντων, περιέχει αναρίθμητους Κόσμους. Στην φιλοσοφική άποψη του Αναξιμένη διαφαίνεται η ιδέα μιας ταυτόχρονης πολλαπλότητας Κόσμων σε αντίθεση με την άποψη του δασκάλου του περί διαδοχής των Κόσμων.
Άλλη μια προσφορά του Αναξιμένη στην σκέψη της ανθρωπότητας ήταν η εξής. Πρέσβευε ότι ο αέρας στην προκοσμική του μορφή είναι αόρατος και μη αισθητός δηλαδή χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά, όμως γίνεται Αντιληπτός όταν μεταβληθεί η θερμοκρασία και η υγρασία του. Με το σκεπτικό αυτό εισάγει το ποσοτικό κριτήριο για τις ποιοτικές διαφορές. Η διαδικασία εξαγωγής του συμπεράσματος τον καθιστά εύλογα πρόδρομο της «λογικής σκέψης». Η έννοια της λογικής σκέψης και η δύναμη της ως επιστημονική αλήθεια θα υπάρξει τομέας σύγκρουσης μεταξύ δύο πανίσχυρων φιλοσοφικών ρευμάτων του 16ου-17ου αιώνα. Αναφέρομαι στον Ορθολογισμό και τον Θετικισμό που έμελλαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο για την διαμόρφωση της αντίληψης του ανθρώπου περί της «αίσθησης» της πραγματικότητας.
Άλλη μια αντιπαράθεση που βρίσκει την αφετηρία της στου αρχαίους φιλοσόφους ήταν περί της σταθερότητας ή μη του σύμπαντος. Υποστηρικτής ενός μη σταθερού σύμπαντος ήταν ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος.
Η φιλοσοφική θεώρηση του συνοψίζεται στην μεταφυσική του φράση «πάντα ρει μηδέποτε κατά τ’ αυτόν μένει», ή ότι «πάντα χωρεί και ουδέν μένει».
Με άλλα λόγια, για τον Ηράκλειτο δεν υπάρχει καμία σταθερότητα, αλλά μόνο διαρκής ροή, μια αιώνια κίνηση. Υποστήριζε ότι οι αισθήσεις οδηγούν σε πλάνη αφού πείθουν για την σταθερότητα του «είναι», ενώ πίσω από τα φαινόμενα υπάρχει ως πραγματικότητα η αδιάκοπα μεταβαλλόμενη ουσία του αιώνιου πυρός. Αντίθετη άποψη όμως είχε ο Παρμενίδης ο οποίος πίστευε ότι η πλάνη των αισθήσεων αρχίζει από τη φαινομενική αλλαγή και την φθορά, ενώ πίσω από αυτές υπάρχει το αμετάβλητο «είναι».
Παρόλη την αντίθετη άποψη που είχαν οι δύο αυτοί φιλόσοφοι δεν πρέπει να παρακάμψουμε το σημείο στο οποίο συγκλίνουν. Και ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης δεν δέχονται τα δεδομένα των αισθήσεων ως έγκυρα και αληθινά. Αντίθετα, χαρακτηρίζουν τις αισθήσεις ως απατηλές που οδηγούν σε πλάνη. Στην ιδέα αυτή βασίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορθολογισμού που θα ανθίσει τον 16ο-17ο αιώνα. Έτσι λοιπόν για άλλη μια φορά βρίσκουμε τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους να φυτεύουν τους σπόρους που μετέπειτα θα διαμορφώσουν την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Το 570 π.Χ. στην Κολοφώνα της Ιωνίας γεννήθηκε ο Ξενοφάνης και ως εκ τούτου προτού φύγει από την πατρίδα του είχε εξοικειωθεί με την Ιωνική φιλοσοφία,. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, όταν την κατέκτησαν οι Πέρσες και από τότε γύριζε ως ραψωδός από τόπο σε τόπο, ώσπου κατέληξε στην Ελέα της κάτω Ιταλίας, όπου και εγκαταστάθηκε. Εκεί ο Ξενοφάνης ίδρυσε την πρώτη πραγματική σχολή φιλοσοφίας, την Ελεατική.
Ως ποιητής και ραψωδός καθώς και ως φιλόσοφος, ο Ξενοφάνης άσκησε αυστηρή κριτική στην θρησκεία και την ηθική της εποχής του και επεδίωξε να ελευθερώσει τους συνανθρώπους του από παλιές πλάνες και δεισιδαιμονίες δίνοντάς τους μια φιλοσοφική εικόνα περί κόσμου. Διέκρινε τον ανθρωπομορφισμό που διέπει τους θεούς και έλεγε: «Οι Αιθίοπες ζωγραφίζουν τους θεούς τους μαύρους και με πλατιά μύτη, οι Θράκες με γαλανά μάτια και κόκκινα μαλλιά. Αν τα βόδια, τα λιοντάρια ή τα άλογα είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν, θα ζωγράφιζαν τις εικόνες των θεών τους όμοιες με ζώα».
Με την συγκριτική μέθοδο που εφαρμόζει στην ιστορία της θρησκείας ο Ξενοφάνης, προσπάθησε να αποδείξει την σχετικότητα της άποψης που έχουν οι άνθρωποι για τους θεούς τους’
Οι παραστάσεις αυτές δεν εγγίζουν καθόλου την απόλυτη και καθαρή έννοια που είχε ο Ξενοφάνης για το θεό. Η έννοια αυτή είναι ασυμβίβαστη με την ανθροπωμορφία, με την ανηθικότητα και με την γενεαλογία των θεών της λαϊκής θρησκείας. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι ο Ξενοφάνης ήταν ο πρώτος «ενίσας», δηλαδή ο πρώτος που έτεινε σε εποπτική αντίληψη των πραγμάτων, και παράλληλα ο πρώτος μεταφυσικός, ο οποίος αποκάλυψε την πλάνης της ανθρωπόμορφης παράστασης των θεών.
Στα ποιήματά του καταπολεμούσε τον θρησκευτικό μύθο και δίδασκε ότι ο θεός ήταν ένας, ασώματος, και ταυτόσημος προς μια ανώτερη κοσμική τάξη:. Με την άποψη αυτή ο Ξενοφάνης ξεχωρίζει τον θεό από τον κόσμο και έτσι αρνείται ότι οι θεοί ήταν αυτοί που δώρισαν τον κόσμο και τον πολιτισμό στους ανθρώπους. Αντίθετα πιστεύει ότι οι άνθρωποι με την έρευνα ανακαλύπτουν τα πάντα και βήμα-βήμα τα τελειοποιούν.
Ο τρόπος με τον οποίο σχηματίζει ο Ξενοφάνης την εικόνα του κόσμου είναι φυσιοκρατικός και ως προς αυτό ακολουθεί τα ίχνη του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένους. Την Γη την φαντάζεται στο κέντρο του κόσμου, απεριόριστη και ακίνητη καθώς έχει τις ρίζες τις στο άπειρο. Τον αέρα και την ατμόσφαιρα δε, τα φαντάζεται να εκτείνονται επ’ άπειρο προς τα πάνω, γι’ αυτό και δεν υπάρχει γι’ αυτόν ουράνιος θόλος. Η ξηρά και η θάλασσα βρίσκονται σε αγώνα η μία με την άλλη. Από τα απολιθώματα συμπεραίνει ο φιλόσοφος, ότι εκεί που τώρα είναι ξηρά, θα ήταν πριν θάλασσα. Η θάλασσα υπερισχύει, κατ’ αυτόν, περιοδικώς της ξηράς και το αποτέλεσμα είναι μια περιοδική καταστροφή και ανανέωση των μορφών της ζωής. Όλα προέρχονται από χώμα και ύδωρ και όλα επιστρέφουν στο χώμα. Ο Ξενοφάνης εξηγεί όλα τα φαινόμενα του ουρανού από το ύδωρ. Όλα τα άστρα, ακόμα και ο ήλιος, σχηματίστηκαν από εξατμίσεις. Κλείνοντας και συνοψίζοντας έτσι όπως τα φυσικά φαινόμενα, τα εξηγεί αιτιοκρατικά, όπως και την πρόοδο του πνεύματος την οποία ανάγει στην προσπάθεια του ανθρώπου. Ο πολιτισμός είναι έργο ανθρώπου και όχι δώρο θεού προς άνθρωπο! Η μεγάλη όμως φιλοσοφική μορφή της ελεατικής σχολής είναι ο Παρμενίδης, ο οποίος γεννήθηκε το 515 π.Χ. στην Ελέα και υπήρξε μαθητής του Ξενοφάνη. Το έργο του φέρει και αυτό τον τίτλο «Περί φύσεως» και αποτελεί ένα φιλοσοφικό ποίημα, που καλύπτεται από θρησκευτική ατμόσφαιρα.
Η φιλοσοφική σκέψη του Παρμενίδη δεν είναι ριζωμένη μέσα στην φύση ούτε μέσα στην έννοια του θεού, αλλά μέσα στην έννοια της αλήθειας. Όταν ο Πλάτωνας αργότερα έθεσε το ερώτημα «τι εστίν επιστήμη», τι είναι γνώση, και το χαρακτήρισε θεμελιακό ερώτημα της φιλοσοφίας, μνημόνευσε ξεκάθαρα τον Παρμενίδη και τον θεώρησε τον μόνο ομόφρονά του απ’ όλους τους προσωκρατικούς. Ο Πλάτωνας, στον διάλογό του «Θεαίτητος», χαρακτηρίζει τον Παρμενίδη ως πνεύμα με σπάνια και ευγενική βαθύτητα. Και αυτό γιατί αυτός ήταν που ανακάλυψε τον Κόσμο της Νόησης.
Η αλήθεια πηγάζει, κατά τον Παρμενίδη, από την καθαρή νόηση. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο φιλοσοφικό του ποίημα, η θεά της αλήθειας είναι εκείνη που εξαγγέλλει την έννοια ενός νέου φιλοσοφικού όρου που βάζει ο Παρμενίδης, του όρου «Είναι» που αντιπροσωπεύει αυτό που πραγματικά υπάρχει προαιώνια μέσα στο Σύμπαν αόρατο και έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων. Το «είναι» σε πολλές περιπτώσεις το ονομάζουμε και «Ον»
Το Είναι οφείλει να είναι μοναδικό ενιαίο και αδιάσπαστο και ταυτίζεται με την έννοια της συμπαντικής αλήθειας, γι’ αυτό και η αλήθεια πρέπει να είναι μία. Ούτε το Είναι ούτε η αλήθεια είναι δυνατόν να υπάρχουν, μέσα στον υλικό και αισθητό κόσμο των άπειρων και ανεξάρτητων μεταξύ τους αντικειμένων και μορφών. Το αισθητό και υλικό Σύμπαν περιγράφεται από τον Παρμενίδη με την λέξη «γίγνεσθαι» που πολλές φορές εκφράζεται και με την έκφραση «Μη Ον». Το Είναι, για τον μεγάλο φιλόσοφο είναι πραγματικό αλλά μη αισθητό, ενώ το Γίγνεσθαι, μπορεί είναι αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις αλλά δεν είναι πραγματικό και αληθές.
Πως όμως ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τι από όσα συμβαίνουν, ή αντιλαμβανόμαστε γύρω μας είναι πραγματικό και αληθινό, και τι ψευδές και απατηλό; Δηλαδή είναι μια δημιουργία του «γίγνεσθαι»
Η απάντηση του Παρμενίδη είναι ότι η νόηση είναι αυτή που μπορεί να κρίνει τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει. Η Νόηση θα χωρίσει το Είναι από το Μη-Είναι, δηλαδή το ένα και αιώνιο από τα πολλά και φθαρτά.
Όταν μέσω της Νόηση καταφέρουμε να προσδιορίσουμε το «Είναι», τότε η εξελιγμένη αυτή νόηση ταυτίζεται με το Είναι την πρώτη αρχή του Σύμπαντος.
Με την προηγούμενη σκέψη ο Παρμενίδης έδωσε τον ορισμό αυτού που ονομάζουμε «Νόηση» ταυτίζοντάς την με την έννοια του Είναι.
Αυτό λοιπόν που κατηγορηματικά πρεσβεύει ο Παρμενίδης είναι ότι οι αισθήσεις μας, μας απατούν. Έτσι αφού το Είναι, η πραγματική αλήθεια του Σύμπαντος. ταυτίζεται με την έννοια της Νόησης μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο μέσω του Νου μας και όχι μέσω των ανθρώπινων αισθήσεών μας.
Έτσι οδηγείται στο συμπέρασμα ότι μόνο το Όν υπάρχει, ενώ το Μη-Όν δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι απλά λόγω της πλάνης των αισθήσεών τους το τοποθετούν δίπλα στο ‘Ον. Για τον λόγο αυτό ο Παρμενίδης τόνιζε την αντίθεση μεταξύ επιστήμης της γνώσης και της αντίστοιχης υποκειμενικής και εμπειρικής ανθρώπινης γνώσης.
Με τις απόψεις αυτές του Παρμενίδη, αλλάζει καμπή η ελληνική φιλοσοφία. Από τον δρόμο της φυσικής και της θεολογίας βάζει τη φιλοσοφία στον δρόμο της λογικής και του καθαρού λόγου. Ο Παρμενίδης δεν είναι ούτε φιλόσοφος της επιστήμης, ούτε της θρησκείας. Η φιλοσοφία του ανοίγει απλα τον δρόμο του Λόγου.
Η αλήθεια είναι μια, άρα μία είναι και η συμπαντική πρωταρχική ουσία, δηλαδή το Είναι πρέπει να είναι ένα και να έχει απόλυτη ενότητα. Και όπως η αλήθεια δεν υπόκειται στην φθορά του χρόνου και δεν κατακερματίζεται στις γνώμες πολλών, έτσι και το Είναι δεν αλλάζει και δεν μοιράζεται σε πολλά είδη. Όπως και η αλήθεια δεν επιδέχεται αύξηση και μείωση, έτσι και το Είναι δεν δέχεται τους προσδιορισμούς που προέρχονται από τον αισθητό κόσμο.
Το δεύτερο μέρος του φιλοσοφικού ποιήματος του Παρμενίδη αφορά αποκλειστικά τον κόσμο του Γίγνεσθαι και όχι του Είναι, δηλαδή τον κόσμο της φύσης όπως τον εννοεί η Ιωνική φιλοσοφία. Λέει λοιπόν πριν ξεκινήσει αυτό το κομμάτι του ποιήματος: «Με αυτά εδώ σταματάω τον έγκυρο λόγο και την κατανόηση της αλήθειας. Από εδώ και πέρα μάθε τις ανθρώπινες πλάνες, ακούοντας την απατηλή γοητεία των στίχων μου».
Το δεύτερο μέρος του ποιήματός του έχει σαν σκοπό να αναγάγει τις γνώμες και τις ερμηνείες των άλλων φιλοσοφικών συστημάτων σε μία αρχή, την αντίθετη δηλαδή αρχή της αλήθειας, την πλάνη. Λέει συγκεκριμένα ο Παρμενίδης «Όλα πρέπει να τα μάθεις, της ολοστρόγγυλης αλήθειας την ατρόμητη καρδιά αλλά και τις πλάνες των ανθρώπων που δεν έχουν έγκυρη γνώμη». Είναι επομένως μία κριτική των προηγούμενων φιλοσοφικών συστημάτων. Σε όλα αυτά έβρισκε το ίδιο λάθος, την προσπάθεια να εξηγήσουν τον κόσμο με ένα δυισμό, με δύο αντίθετα, το Είναι και το Μη-Είναι. Το Μη-Είναι όπως είπαμε για τον Παρμενίδη ταυτίζεται με το Γίγνεσθαι και δεν υπάρχει.
Έτσι το δεύτερο μέρος του ποιήματός του, επειδή ξεσκεπάζει την πλάνη των άλλων ρευμάτων, αποτελεί την επικύρωση του πρώτου τμήματος.
Όπως γίνεται φανερό από όλα τα προηγούμενα οι Προσωκρατικοί θετικοί επιστήμονες ήταν εκείνοι που θεμελίωσαν την επιστημονική σκέψη, την Δημοκρατική κοινωνική δομή, αλλά και την πίστη σε μια πρώτη αρχή που οι μετέπειτα ονόμασαν Θεό. Με λίγα λόγια δημιούργησαν τις βάσεις αυτού που ονομάζουμε σήμερα Δυτικό πολιτισμό
Ο Ελληνικός αυτός πολιτισμός στηρίχθηκε πάνω σε δύο βασικές αλήθειες τις οποίες η σύγχρονη επιστήμη έχει αποδείξει θεωρητικά αλλά και πειραματικά.
Οι αλήθειες αυτές είναι: Πρώτον. Ότι αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας είναι ψεύτικο και δεν μπορεί να είναι ο δρόμος της προσέγγισης της αλήθειας του Σύμπαντος
Δεύτερον: Τα πάντα μέσα στο Σύμπαν είναι Ένα και η διαίρεση που αντιλαμβανόμαστε είναι και αυτή μια πλάνη των αισθήσεων.
Μήπως αν αντιληφθούμε εκ νέου, με επιστημονικό και αποδεικτικό πλέον τρόπο, τις ξεχασμένες αυτές αλήθειες ξαναβρούμε το δρόμο προς ένα νέο Δυτικό πολιτισμό που τόσο έχουμε ανάγκη; Έναν πολιτισμό τον οποίο η Ελλάδα, ως μητέρα του, έχει την υποχρέωση να τον επαναφέρει στο δρόμο που οι προσωκρατικοί χάραξαν;
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αρχαίων Ελλήνων, όπου μέσω των ποιημάτων του ο μύστης Ορφέας συνθέτει για την αρχαιοελληνική θρησκεία την αρχή του κόσμου. Κατά τον Ορφέα λοιπόν υπάρχει το Χάος όπου βρίσκεται συμπυκνωμένο στο γιγαντιαίο κοσμικό αυγό. Όταν το κοσμικό αυγό άνοιξε στα δυο, διερράγη και από το πάνω μέρος του σχηματίστηκε ο Ουρανός, ενώ από το κάτω μέρος η Γη. Από το κεντρικό σπέρμα του αυγού πήρε τη μορφή ο Φάνης, ο φωτεινός, ο υπαρκτός, το Υπέρτατο Ον και φως, ο πρώτος των θεών, ο πρωτόγονος Έρωτας, η πνευματική και εντός της φύσης δύναμη που ωθεί σε ένωση και δημιουργία.
Στις Όρνιθες ο Αριστοφάνη διηγείται: «Ήταν το Χάος, η Νύχτα, το μαύρο Έρεβος και ο φαρδύς Τάρταρος. Δεν υπήρχε ούτε Γη ούτε Αέρας ούτε ουρανός. Στην αρχή μέσα στους απέραντους κόρφους του Ερέβους γέννησε η μαυροφτέρουγη Νύχτα δίχως αρσενική σπορά ένα αυγό. Από αυτό σαν πέρασε ο καιρός, βγήκε ο ποθητός Έρωτας με χρυσά φτερά στην πλάτη που έλαμπαν και γοργός σαν τον άνεμο. Αυτός έσμιξε στο σκοτάδι με το φτερωτό Χάος μέσα στον πλατύ Τάρταρο, κλώσησε το γένος μας και το έφερε στο φώς. Πρωτύτερα δεν υπήρχαν αθάνατοι, ώσπου ο Έρωτας συνένωσε τα πάντα. Και όπως ενώθηκαν το ένα με το άλλο, γεννήθηκε ο Ουρανός, ο Ωκεανός, η Γη και όλο το αθάνατο γένος των μακάριων θεών». Όμως οι μύθοι της δημιουργίας του κόσμου άρχισαν να χλομιάζουν τον 6ο π.Χ. αιώνα στην Ιωνία όπου αναπτύχθηκε μια νέα πολιτισμική αντίληψη. Γεννήθηκε’ η ιδέα ενός σύμπαντος με εσωτερική τάξη και κανόνες στους οποίους η φύση υποτάσσεται. Πρωτεργάτης των ιδεών αυτών ήταν ο αστρονόμος και φιλόσοφος Θαλής ο Μιλήσιος.
Την εποχή εκείνη επικρατούσε η άποψη ότι τέσσερα ήταν τα στοιχεία που δομούσαν τον κόσμο μας, το ύδωρ, το πυρ, ο αήρ και ή γη. Όλα τα αντικείμενα στην φύση συνθέτονταν από αυτά και η μορφή τους καθοριζόταν από την αναλογία τους. Πρώτος λοιπόν ο Θαλής έρχεται να εισάγει την έννοια της «αρχής» του κόσμου, δηλαδή της γενεσιουργού αιτίας των πάντων’ Σύμφωνα με την άποψη του μεγάλου φιλόσοφου, ο πολύμορφος κόσμος των φυσικών φαινομένων έχει ενότητα και προέρχεται από μόνο μια δημιουργική φυσική αρχή και αιτία, το νερό. Δεν θα μπορούσαμε παρά να χαρακτηρίσουμε την άποψη αυτή ριζοσπαστική και επαναστατική καθώς για πρώτη φορά στην κοσμογονία παραμερίζεται ο μύθος. Είναι πρώτη φορά που απομακρύνονται οι θεοί από τα ανθρώπινα δρώμενα. Έτσι λοιπόν όλα τα όντα στην φύση προέρχονται από το νερό μέσω των διαδικασιών της αραίωσης και της πύκνωσης. Οι διαδικασίες αυτές είναι τα αρχικά αίτια της κίνησης, αφού το αρχέγονο ύδωρ είναι ταυτόχρονα και η αρχή της κίνησης, που για τους προσωκρατικούς ήταν η αιτία της δημιουργίας της ζωής. Ο Θαλής πίστευε ότι όλο το σύμπαν ήταν υδάτινης προέλευσης και είχε σχήμα ημισφαιρικό. Το εσωτερικό του ήταν γεμάτο αέρα, ενώ την κοίλη επιφάνεια του αποτελούσε ο ουρανός. Στο επίπεδο της βάσης του θόλου βρίσκονταν ακίνητη η γη και επέπλεε στα συμπαντικά ύδατα.
Η διάνοια του Θαλή δεν σταματάει όμως μόνο εδώ. Ουσιαστικά είναι ο πρώτος που αντιμετωπίζει φιλοσοφικά την έννοια της ύλης και την ανάγει σε κάτι καθολικό από το οποίο δημιουργείται και απαρτίζεται όλο το σύμπαν. Στα μεταγενέστερα χρόνια η συμπαντική ουσία με την έννοια που περιέγραφε ο Θαλής θα πάρει την προσωνυμία «κοσμική» ύλη.
Όπως ήταν φυσικό η άποψη αυτή του Θαλή ήταν η απαρχή μιας σειράς κοσμοθεωριών που θα περιέγραφαν με φυσικό τρόπο την δημιουργία και την μορφολογία του κόσμου μας. Ο Αναξίμανδρος, μαθητής του Θαλή, είχε μια διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο μας. Σύμφωνα με αυτή υπάρχει μια άχρονη, αναλλοίωτη κοσμική ουσία από την οποία όλα προέρχονται και σε αυτήν καταλήγουν. Κατά τον Αναξίμανδρο η αρχή αυτή ήταν το «άπειρο», το οποίο μεταμορφωνόταν στα τέσσερα στοιχειά που δημιουργούσαν το σύμπαν μας. Από τα τέσσερα αυτά στοιχεία σχηματίζονταν όλα τα όντα τα οποία μετά την φθορά τους θα επέστρεφαν στο άπειρο.
Έτσι λοιπόν το άπειρο αποτελούσε τη μήτρα του κόσμου. Η ζωή άρχισε με «σπέρμα γόνιμο» μέσα στο κοσμικό αυγό. Το σπέρμα γονιμοποιήθηκε με το αντίθετό του και αποσπάστηκε από το άπειρο. Στην συνέχεια η ανάπτυξή του έγινε μέσα σε μια πύρινη σφαίρα που περιείχε μια ψυχρή μάζα. Τότε διαχωρίστηκαν στον εξωτερικό πύρινο θόλο, στον οποίο περιλαμβάνονταν ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα, και στον εσωτερικό κόσμο που περιείχε την θάλασσα και την ξηρά.
Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, ο Αναξίμανδρος υποστήριζε ότι η Γη είναι σφαιροειδής: «Ο Αναξίμανδρος θεωρούσε ότι η Γη είναι τοποθετημένη στην μέση του Σύμπαντος, κατέχουσα το κέντρο του Κόσμου, και ότι είναι σφαιροειδής. Η Σελήνη δεν έχει δικό της φως είναι δηλαδή ετερόφωτο σώμα και φωτίζεται από το φως του Ήλιου. Αλλά και τούτος ο Ήλιος δεν είναι μικρότερος από την Γη και αποτελείται από καθάριο πυρ». Ακόμα, με την βασική του υπόθεση πως όλα ξεκινούν και ξανακαταλήγουν στο «άπειρο», ο Αναξίμανδρος δεχόταν ότι χιλιάδες κόσμοι γεννιούνται και πεθαίνουν, όπως και ο δικός μας που κάποτε θα καταστραφεί. Πίστευε δηλαδή ότι στο σύμπαν υπάρχουν άπειρα κοσμικά συστήματα, άπειροι Κόσμοι. Την άποψη του αυτή προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό και η σύγχρονη αστροφυσική.
Στην κοσμοθεωρία του Αναξίμανδρου εμπεριέχεται μια μορφή φυσικού νόμου. Ένα είδος κοσμικής δικαιοσύνης η οποία κρατάει σε ισορροπία τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Δεν ξεχωρίζει κάποιο από αυτά ως κυρίαρχο αλλά τα θεωρεί όλα ισάξια και ισότιμα διαφωνώντας έτσι με τον δάσκαλό του. Στην άποψη του αυτή μπορούμε να διακρίνουμε πως κρύβεται μια αίσθηση ηθικής η οποία πηγάζει από την επιθυμία του να μην διασαλέψει την σχέση δικαιοσύνης των τεσσάρων στοιχείων. Αν προσπαθήσουμε να προεκτείνουμε την κοσμοθεωρία του Αναξίμανδρου θα πρέπει να εντάξουμε και τον άνθρωπο μέσα σε αυτήν την ηθική σκοπιά. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος όντας κομμάτι αυτού του κόσμου θα πρέπει να βρει και αυτός την ισορροπία του μέσα σε αυτόν, προκειμένου να εναρμονιστεί με το όλο.
Ένα βελτιωμένο μοντέλο κοσμολογίας πρόσφερε ο μαθητής του Αναξίμανδρου, Αναξιμένης. Σύμφωνα με αυτό ο αχανής Αέρας, που θεωρούσε ως αρχή των πάντων, περιέχει αναρίθμητους Κόσμους. Στην φιλοσοφική άποψη του Αναξιμένη διαφαίνεται η ιδέα μιας ταυτόχρονης πολλαπλότητας Κόσμων σε αντίθεση με την άποψη του δασκάλου του περί διαδοχής των Κόσμων.
Άλλη μια προσφορά του Αναξιμένη στην σκέψη της ανθρωπότητας ήταν η εξής. Πρέσβευε ότι ο αέρας στην προκοσμική του μορφή είναι αόρατος και μη αισθητός δηλαδή χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά, όμως γίνεται Αντιληπτός όταν μεταβληθεί η θερμοκρασία και η υγρασία του. Με το σκεπτικό αυτό εισάγει το ποσοτικό κριτήριο για τις ποιοτικές διαφορές. Η διαδικασία εξαγωγής του συμπεράσματος τον καθιστά εύλογα πρόδρομο της «λογικής σκέψης». Η έννοια της λογικής σκέψης και η δύναμη της ως επιστημονική αλήθεια θα υπάρξει τομέας σύγκρουσης μεταξύ δύο πανίσχυρων φιλοσοφικών ρευμάτων του 16ου-17ου αιώνα. Αναφέρομαι στον Ορθολογισμό και τον Θετικισμό που έμελλαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο για την διαμόρφωση της αντίληψης του ανθρώπου περί της «αίσθησης» της πραγματικότητας.
Άλλη μια αντιπαράθεση που βρίσκει την αφετηρία της στου αρχαίους φιλοσόφους ήταν περί της σταθερότητας ή μη του σύμπαντος. Υποστηρικτής ενός μη σταθερού σύμπαντος ήταν ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος.
Η φιλοσοφική θεώρηση του συνοψίζεται στην μεταφυσική του φράση «πάντα ρει μηδέποτε κατά τ’ αυτόν μένει», ή ότι «πάντα χωρεί και ουδέν μένει».
Με άλλα λόγια, για τον Ηράκλειτο δεν υπάρχει καμία σταθερότητα, αλλά μόνο διαρκής ροή, μια αιώνια κίνηση. Υποστήριζε ότι οι αισθήσεις οδηγούν σε πλάνη αφού πείθουν για την σταθερότητα του «είναι», ενώ πίσω από τα φαινόμενα υπάρχει ως πραγματικότητα η αδιάκοπα μεταβαλλόμενη ουσία του αιώνιου πυρός. Αντίθετη άποψη όμως είχε ο Παρμενίδης ο οποίος πίστευε ότι η πλάνη των αισθήσεων αρχίζει από τη φαινομενική αλλαγή και την φθορά, ενώ πίσω από αυτές υπάρχει το αμετάβλητο «είναι».
Παρόλη την αντίθετη άποψη που είχαν οι δύο αυτοί φιλόσοφοι δεν πρέπει να παρακάμψουμε το σημείο στο οποίο συγκλίνουν. Και ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης δεν δέχονται τα δεδομένα των αισθήσεων ως έγκυρα και αληθινά. Αντίθετα, χαρακτηρίζουν τις αισθήσεις ως απατηλές που οδηγούν σε πλάνη. Στην ιδέα αυτή βασίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορθολογισμού που θα ανθίσει τον 16ο-17ο αιώνα. Έτσι λοιπόν για άλλη μια φορά βρίσκουμε τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους να φυτεύουν τους σπόρους που μετέπειτα θα διαμορφώσουν την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Το 570 π.Χ. στην Κολοφώνα της Ιωνίας γεννήθηκε ο Ξενοφάνης και ως εκ τούτου προτού φύγει από την πατρίδα του είχε εξοικειωθεί με την Ιωνική φιλοσοφία,. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, όταν την κατέκτησαν οι Πέρσες και από τότε γύριζε ως ραψωδός από τόπο σε τόπο, ώσπου κατέληξε στην Ελέα της κάτω Ιταλίας, όπου και εγκαταστάθηκε. Εκεί ο Ξενοφάνης ίδρυσε την πρώτη πραγματική σχολή φιλοσοφίας, την Ελεατική.
Ως ποιητής και ραψωδός καθώς και ως φιλόσοφος, ο Ξενοφάνης άσκησε αυστηρή κριτική στην θρησκεία και την ηθική της εποχής του και επεδίωξε να ελευθερώσει τους συνανθρώπους του από παλιές πλάνες και δεισιδαιμονίες δίνοντάς τους μια φιλοσοφική εικόνα περί κόσμου. Διέκρινε τον ανθρωπομορφισμό που διέπει τους θεούς και έλεγε: «Οι Αιθίοπες ζωγραφίζουν τους θεούς τους μαύρους και με πλατιά μύτη, οι Θράκες με γαλανά μάτια και κόκκινα μαλλιά. Αν τα βόδια, τα λιοντάρια ή τα άλογα είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν, θα ζωγράφιζαν τις εικόνες των θεών τους όμοιες με ζώα».
Με την συγκριτική μέθοδο που εφαρμόζει στην ιστορία της θρησκείας ο Ξενοφάνης, προσπάθησε να αποδείξει την σχετικότητα της άποψης που έχουν οι άνθρωποι για τους θεούς τους’
Οι παραστάσεις αυτές δεν εγγίζουν καθόλου την απόλυτη και καθαρή έννοια που είχε ο Ξενοφάνης για το θεό. Η έννοια αυτή είναι ασυμβίβαστη με την ανθροπωμορφία, με την ανηθικότητα και με την γενεαλογία των θεών της λαϊκής θρησκείας. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι ο Ξενοφάνης ήταν ο πρώτος «ενίσας», δηλαδή ο πρώτος που έτεινε σε εποπτική αντίληψη των πραγμάτων, και παράλληλα ο πρώτος μεταφυσικός, ο οποίος αποκάλυψε την πλάνης της ανθρωπόμορφης παράστασης των θεών.
Στα ποιήματά του καταπολεμούσε τον θρησκευτικό μύθο και δίδασκε ότι ο θεός ήταν ένας, ασώματος, και ταυτόσημος προς μια ανώτερη κοσμική τάξη:. Με την άποψη αυτή ο Ξενοφάνης ξεχωρίζει τον θεό από τον κόσμο και έτσι αρνείται ότι οι θεοί ήταν αυτοί που δώρισαν τον κόσμο και τον πολιτισμό στους ανθρώπους. Αντίθετα πιστεύει ότι οι άνθρωποι με την έρευνα ανακαλύπτουν τα πάντα και βήμα-βήμα τα τελειοποιούν.
Ο τρόπος με τον οποίο σχηματίζει ο Ξενοφάνης την εικόνα του κόσμου είναι φυσιοκρατικός και ως προς αυτό ακολουθεί τα ίχνη του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένους. Την Γη την φαντάζεται στο κέντρο του κόσμου, απεριόριστη και ακίνητη καθώς έχει τις ρίζες τις στο άπειρο. Τον αέρα και την ατμόσφαιρα δε, τα φαντάζεται να εκτείνονται επ’ άπειρο προς τα πάνω, γι’ αυτό και δεν υπάρχει γι’ αυτόν ουράνιος θόλος. Η ξηρά και η θάλασσα βρίσκονται σε αγώνα η μία με την άλλη. Από τα απολιθώματα συμπεραίνει ο φιλόσοφος, ότι εκεί που τώρα είναι ξηρά, θα ήταν πριν θάλασσα. Η θάλασσα υπερισχύει, κατ’ αυτόν, περιοδικώς της ξηράς και το αποτέλεσμα είναι μια περιοδική καταστροφή και ανανέωση των μορφών της ζωής. Όλα προέρχονται από χώμα και ύδωρ και όλα επιστρέφουν στο χώμα. Ο Ξενοφάνης εξηγεί όλα τα φαινόμενα του ουρανού από το ύδωρ. Όλα τα άστρα, ακόμα και ο ήλιος, σχηματίστηκαν από εξατμίσεις. Κλείνοντας και συνοψίζοντας έτσι όπως τα φυσικά φαινόμενα, τα εξηγεί αιτιοκρατικά, όπως και την πρόοδο του πνεύματος την οποία ανάγει στην προσπάθεια του ανθρώπου. Ο πολιτισμός είναι έργο ανθρώπου και όχι δώρο θεού προς άνθρωπο! Η μεγάλη όμως φιλοσοφική μορφή της ελεατικής σχολής είναι ο Παρμενίδης, ο οποίος γεννήθηκε το 515 π.Χ. στην Ελέα και υπήρξε μαθητής του Ξενοφάνη. Το έργο του φέρει και αυτό τον τίτλο «Περί φύσεως» και αποτελεί ένα φιλοσοφικό ποίημα, που καλύπτεται από θρησκευτική ατμόσφαιρα.
Η φιλοσοφική σκέψη του Παρμενίδη δεν είναι ριζωμένη μέσα στην φύση ούτε μέσα στην έννοια του θεού, αλλά μέσα στην έννοια της αλήθειας. Όταν ο Πλάτωνας αργότερα έθεσε το ερώτημα «τι εστίν επιστήμη», τι είναι γνώση, και το χαρακτήρισε θεμελιακό ερώτημα της φιλοσοφίας, μνημόνευσε ξεκάθαρα τον Παρμενίδη και τον θεώρησε τον μόνο ομόφρονά του απ’ όλους τους προσωκρατικούς. Ο Πλάτωνας, στον διάλογό του «Θεαίτητος», χαρακτηρίζει τον Παρμενίδη ως πνεύμα με σπάνια και ευγενική βαθύτητα. Και αυτό γιατί αυτός ήταν που ανακάλυψε τον Κόσμο της Νόησης.
Η αλήθεια πηγάζει, κατά τον Παρμενίδη, από την καθαρή νόηση. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο φιλοσοφικό του ποίημα, η θεά της αλήθειας είναι εκείνη που εξαγγέλλει την έννοια ενός νέου φιλοσοφικού όρου που βάζει ο Παρμενίδης, του όρου «Είναι» που αντιπροσωπεύει αυτό που πραγματικά υπάρχει προαιώνια μέσα στο Σύμπαν αόρατο και έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων. Το «είναι» σε πολλές περιπτώσεις το ονομάζουμε και «Ον»
Το Είναι οφείλει να είναι μοναδικό ενιαίο και αδιάσπαστο και ταυτίζεται με την έννοια της συμπαντικής αλήθειας, γι’ αυτό και η αλήθεια πρέπει να είναι μία. Ούτε το Είναι ούτε η αλήθεια είναι δυνατόν να υπάρχουν, μέσα στον υλικό και αισθητό κόσμο των άπειρων και ανεξάρτητων μεταξύ τους αντικειμένων και μορφών. Το αισθητό και υλικό Σύμπαν περιγράφεται από τον Παρμενίδη με την λέξη «γίγνεσθαι» που πολλές φορές εκφράζεται και με την έκφραση «Μη Ον». Το Είναι, για τον μεγάλο φιλόσοφο είναι πραγματικό αλλά μη αισθητό, ενώ το Γίγνεσθαι, μπορεί είναι αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις αλλά δεν είναι πραγματικό και αληθές.
Πως όμως ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τι από όσα συμβαίνουν, ή αντιλαμβανόμαστε γύρω μας είναι πραγματικό και αληθινό, και τι ψευδές και απατηλό; Δηλαδή είναι μια δημιουργία του «γίγνεσθαι»
Η απάντηση του Παρμενίδη είναι ότι η νόηση είναι αυτή που μπορεί να κρίνει τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει. Η Νόηση θα χωρίσει το Είναι από το Μη-Είναι, δηλαδή το ένα και αιώνιο από τα πολλά και φθαρτά.
Όταν μέσω της Νόηση καταφέρουμε να προσδιορίσουμε το «Είναι», τότε η εξελιγμένη αυτή νόηση ταυτίζεται με το Είναι την πρώτη αρχή του Σύμπαντος.
Με την προηγούμενη σκέψη ο Παρμενίδης έδωσε τον ορισμό αυτού που ονομάζουμε «Νόηση» ταυτίζοντάς την με την έννοια του Είναι.
Αυτό λοιπόν που κατηγορηματικά πρεσβεύει ο Παρμενίδης είναι ότι οι αισθήσεις μας, μας απατούν. Έτσι αφού το Είναι, η πραγματική αλήθεια του Σύμπαντος. ταυτίζεται με την έννοια της Νόησης μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο μέσω του Νου μας και όχι μέσω των ανθρώπινων αισθήσεών μας.
Έτσι οδηγείται στο συμπέρασμα ότι μόνο το Όν υπάρχει, ενώ το Μη-Όν δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι απλά λόγω της πλάνης των αισθήσεών τους το τοποθετούν δίπλα στο ‘Ον. Για τον λόγο αυτό ο Παρμενίδης τόνιζε την αντίθεση μεταξύ επιστήμης της γνώσης και της αντίστοιχης υποκειμενικής και εμπειρικής ανθρώπινης γνώσης.
Με τις απόψεις αυτές του Παρμενίδη, αλλάζει καμπή η ελληνική φιλοσοφία. Από τον δρόμο της φυσικής και της θεολογίας βάζει τη φιλοσοφία στον δρόμο της λογικής και του καθαρού λόγου. Ο Παρμενίδης δεν είναι ούτε φιλόσοφος της επιστήμης, ούτε της θρησκείας. Η φιλοσοφία του ανοίγει απλα τον δρόμο του Λόγου.
Η αλήθεια είναι μια, άρα μία είναι και η συμπαντική πρωταρχική ουσία, δηλαδή το Είναι πρέπει να είναι ένα και να έχει απόλυτη ενότητα. Και όπως η αλήθεια δεν υπόκειται στην φθορά του χρόνου και δεν κατακερματίζεται στις γνώμες πολλών, έτσι και το Είναι δεν αλλάζει και δεν μοιράζεται σε πολλά είδη. Όπως και η αλήθεια δεν επιδέχεται αύξηση και μείωση, έτσι και το Είναι δεν δέχεται τους προσδιορισμούς που προέρχονται από τον αισθητό κόσμο.
Το δεύτερο μέρος του φιλοσοφικού ποιήματος του Παρμενίδη αφορά αποκλειστικά τον κόσμο του Γίγνεσθαι και όχι του Είναι, δηλαδή τον κόσμο της φύσης όπως τον εννοεί η Ιωνική φιλοσοφία. Λέει λοιπόν πριν ξεκινήσει αυτό το κομμάτι του ποιήματος: «Με αυτά εδώ σταματάω τον έγκυρο λόγο και την κατανόηση της αλήθειας. Από εδώ και πέρα μάθε τις ανθρώπινες πλάνες, ακούοντας την απατηλή γοητεία των στίχων μου».
Το δεύτερο μέρος του ποιήματός του έχει σαν σκοπό να αναγάγει τις γνώμες και τις ερμηνείες των άλλων φιλοσοφικών συστημάτων σε μία αρχή, την αντίθετη δηλαδή αρχή της αλήθειας, την πλάνη. Λέει συγκεκριμένα ο Παρμενίδης «Όλα πρέπει να τα μάθεις, της ολοστρόγγυλης αλήθειας την ατρόμητη καρδιά αλλά και τις πλάνες των ανθρώπων που δεν έχουν έγκυρη γνώμη». Είναι επομένως μία κριτική των προηγούμενων φιλοσοφικών συστημάτων. Σε όλα αυτά έβρισκε το ίδιο λάθος, την προσπάθεια να εξηγήσουν τον κόσμο με ένα δυισμό, με δύο αντίθετα, το Είναι και το Μη-Είναι. Το Μη-Είναι όπως είπαμε για τον Παρμενίδη ταυτίζεται με το Γίγνεσθαι και δεν υπάρχει.
Έτσι το δεύτερο μέρος του ποιήματός του, επειδή ξεσκεπάζει την πλάνη των άλλων ρευμάτων, αποτελεί την επικύρωση του πρώτου τμήματος.
Όπως γίνεται φανερό από όλα τα προηγούμενα οι Προσωκρατικοί θετικοί επιστήμονες ήταν εκείνοι που θεμελίωσαν την επιστημονική σκέψη, την Δημοκρατική κοινωνική δομή, αλλά και την πίστη σε μια πρώτη αρχή που οι μετέπειτα ονόμασαν Θεό. Με λίγα λόγια δημιούργησαν τις βάσεις αυτού που ονομάζουμε σήμερα Δυτικό πολιτισμό
Ο Ελληνικός αυτός πολιτισμός στηρίχθηκε πάνω σε δύο βασικές αλήθειες τις οποίες η σύγχρονη επιστήμη έχει αποδείξει θεωρητικά αλλά και πειραματικά.
Οι αλήθειες αυτές είναι: Πρώτον. Ότι αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας είναι ψεύτικο και δεν μπορεί να είναι ο δρόμος της προσέγγισης της αλήθειας του Σύμπαντος
Δεύτερον: Τα πάντα μέσα στο Σύμπαν είναι Ένα και η διαίρεση που αντιλαμβανόμαστε είναι και αυτή μια πλάνη των αισθήσεων.
Μήπως αν αντιληφθούμε εκ νέου, με επιστημονικό και αποδεικτικό πλέον τρόπο, τις ξεχασμένες αυτές αλήθειες ξαναβρούμε το δρόμο προς ένα νέο Δυτικό πολιτισμό που τόσο έχουμε ανάγκη; Έναν πολιτισμό τον οποίο η Ελλάδα, ως μητέρα του, έχει την υποχρέωση να τον επαναφέρει στο δρόμο που οι προσωκρατικοί χάραξαν;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου