Τα εκατομμύρια «πρωτάκια» που πλημμυρίζουν κάθε Σεπτέμβρη τα σχολεία, εκμαιεύουν από όλους εμάς, τους πλέον μονίμως κατηφείς ενήλικες, ένα χαμόγελο συμπάθειας. Με αποτυπωμένο στα κλαμένα μουτράκια τους τον αποχωρισμό του καλοκαιριού και την απομάκρυνση από το ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού, στέκονται αμήχανα μπροστά σε αυτό το μεγάλο και ξένο που υψώνεται μπροστά τους.
Κάποια – πιο θαρραλέα- ψελλίζουν κουβέντες που τους ψιθύρισαν οι μανάδες το πρωί πριν φύγουν απ το σπίτι και κάποια άλλα απλά υπομένουν το μισάωρο, κάτω από τον συνήθως καυτό ήλιο μέχρι να γυρίσουν, όπως νομίζουν, στην προηγούμενη ζωή τους, απλά πετώντας τη σάκα στο πάτωμα με την χαρακτηριστική κίνηση.
Υπάρχει μια αμήχανη προσδοκία αυτή τη μέρα, ξένη όπως αντανακλάται στα χαμόγελα των παριστάμενων γονιών, δασκάλων και ιερέων, που παλεύει να γίνει οικεία με μόνα όπλα την εμμονική επανάληψη καθησυχαστικών εικόνων στο μυαλό και το φρεσκοπλυμμένο για την περίσταση ρούχο.
Τα φέρνω στο νου μου αυτά τα προσωπάκια, όλες αυτές τις μέρες που οι μεν κατηγορούν τους δε, που άλλοι αισθάνονται «κοντά στα παιδιά και τους γονείς τους», άλλοι φοβούνται για το «τι σηματοδοτεί η απαρχή τέτοιων κυβερνητικών πρακτικών», άλλοι απλά φωνάζουν για να φωνάξουν.
Ανάμεσα στις αντιπαραθέσεις, στα δικαιώματα, στις κινητοποιήσεις στα επιχειρήματα των μεν και των δε, βλέπω τα ίδια αυτά πιτσιρίκια, μεγαλωμένα πια, έρμαια ενός κατά γενική ομολογία στείρου και αναποτελεσματικού συστήματος.
Τα φέρνω στο νου μου και αναρωτιέμαι αν κάποιος απ΄όλους εκείνους που στάθηκαν κοντά τους εκείνη την πρώτη μέρα στο σχολείο, τα ακολούθησε στη μοναχική τους πορεία μεσα σε αυτόν τον δωδεκαετή ομιχλώδη λαβύρινθο. Σε ένα Δημοτικό εν πολλοίς αδιάφορο και χαλαρό –εκτός κι αν κάποια οικογένεια επέλεξε ένα «δυνατό ιδιωτικό σχολείο» όπου εκεί πια το παιδί σχεδόν δεν επιτρέπεται να είναι παιδί, κάνοντας όλο και περισσότερα, όλο και καλύτερα- μπορεί δεν μπορεί, θέλει δεν θέλει, μαθαίνει δε μαθαίνει.
Σε ένα Γυμνάσιο που τα περίμενε από καιρό πολύ, έτοιμο να κατασπαράξει την περιέργεια, την αμφιβολία, την ένταση και ό,τι άλλο ευχάριστο ή μη, καθορίζει τη μακρόχρονη και επίπονη μεταμόρφωση τους σε εφήβους. Ολη τους την ορμή, έτσι πρωτόλεια όπως εμφανίζεται μαζί με το κακοχτενισμένο μαλλί, το άτεχνο μεικ απ και το νυσταλέο βλέμμα στη διάρκεια της πρωινής διδασκαλίας. Ενα αποσπασματικό, παράλογα ογκώδες Γυμνάσιο που μόνο σκοπό έχει να πει αυτό που έχει να πει, να «λιμάρει» τις άκρες για να χωρέσει τα παιδιά στο στενόχωρο διαδρομάκο που τους έχει ετοιμάσει ήδη, ώστε να μεταβούν όσο το δυνατόν πιο φασκιωμένα στον κόσμο των ενηλίκων. Εναν κόσμο που το σχολείο τους τον δίνει πριν ακόμα εκείνα να μπορέσουν να τον καταλάβουν.
Ολα στο Λύκειο είναι ενήλικα. Ολα θυμίζουν εμάς . Ευθύνες, επιλογές, αυστηρές επιλογές, καθοριστικές επιλογές καριέρας, ζωής, πειθαρχικά και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Θυσίες – «δεν θα βγεις τώρα έχεις διάβασμα», «δεν έχεις τώρα πια χρόνο για μπαλέτα, μπάλες και τέτοια» «πρέπει να τα δώσεις όλα τώρα»- Ολα αυτά οι «κύριοι» και οι «κυρίες» των δεκάξι μπάλες. Αυτοί, που έχοντας μόλις περάσει τον σκόπελο του βιολογικού τους μαρτυρίου και της παγερής ανελαστικότητας ενός στείρου και ακατανόητου εκπαιδευτικού προγράμματος, με όσο το δυνατόν λιγότερες ερωτήσεις, όσο το δυνατόν λιγότερη δημουργικότητα – και άρα όσο το δυνατόν λιγότερη πραγματική γνώση- κατέφθασαν σώοι στις πύλες του Λυκείου.
Αναρωτιέμαι αν κάποιος από όλους εκείνους τους χαμογελαστούς παριστάμενους εκείνης της ηλιόλουστης πρώτης μέρας στο σχολείο, τους είπε ποτέ πόσο λάθος είναι όλο αυτό, πόσο άδικο στα νιάτα τους πόσο καθηλωτικό στην ορμή τους, πόσο απαγορευτικό στο μέλλον τους. Αν τους βοήθησε να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο ή έστω να το σκεφτούν.
Κάποιοι, λίγοι ίσως. Κάποιοι δάσκαλοι, που στραγγαλισμένοι κι αυτοί απ' το ίδιο σύστημα, αντέχουν να θυμούνται ακόμα πως κάτι άλλο θέλησαν, κάτι άλλο θέλουν να πουν σε αυτά τα παιδιά. Κάποιοι γονείς, που ύψωσαν τη δική τους φωνή και των παιδιών τους. Κανείς άλλος.
Ολοι, κοινωνία, κράτος, οικογένεια- με σαφέστατα κυριότερο ένοχο το κράτος, οικοδόμημα του οποίου είναι όλο το σύστημα – φρόντισαν να τους κάνουν πολύ σαφές ότι εδώ είναι μόνο για τους πετυχημένους, ότι πετυχημένος είσαι μόνο όταν κάνεις αυτό που κάποιοι, εντελώς αυθαίρετα και σίγουρα όχι με γνώμονα το παιδί και το μέλλον ή τη μόρφωσή του, έχουν αποφασίσει. Αν δεν το ακολουθήσεις εσύ αυτό το λάθος, τότε είσαι εσύ που πρέπει να βγεις από το σύστημα σαν απόστημα και όχι το σύστημα που πρέπει να γίνει υγιές.
Κι έτσι σιγά σιγά όλοι εμείς οι χαμογελαστοί ενήλικες της έναρξης της πρώτης δημοτικού, γινόμαστε χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε, συνήγοροι, συνεργάτες και κατά μία έννοια υπαίτιοι μιας βαρβαρότητας : Σπρώχνουμε τα παιδιά πολύ νωρίς σε ένα άθλιο σταυροδρόμι όπου όσοι δεν μπορούν –αβοήθητοι καθώς προχωρούν μέσα σε όλο αυτό -θα πάνε στο καλό (ή στο κακό) και οι «άλλοι», σπρωγμένοι από τον φόβο κι όχι από το όνειρο θα ακολουθήσουν έναν διαφορετικά δύσκολο δρόμο.
Θα στερήσουν απ' τον εαυτό τους τα πάντα, θα λιώσουν σε φροντιστήρια και μαθήματα, θα κάνουν τις εξετάσεις αυτές ζήτημα ζωής και θανάτου, θα κινήσουν θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να «πετύχουν», θα κάνουν επιλογές που δεν ξέρουν καν τι σημαίνουν.
Θα τραβήξουν αυτό το δρόμο σαν υπνωτισμένοι για να ξυπνήσουν μια μέρα «πετυχημένοι» στον απατηλό κόσμο του Πανεπιστημίου, εκεί που «πέρασαν» (πού, γιατί, πώς, με ποιο στόχο δεν εχει σημασία) και αργότερα ως αληθινοί ενήλικες, στον κόσμο των ενηλίκων, χωρίς να έχουν πραγματικά ζήσει σα νέοι και διεκδικώντας το αντίτιμο.
Υπάρχει κάτι πολύ λάθος σε αυτή την ιστορία. Ισως αν αποφάσιζαν όλοι να το δουν να συζητούσαμε άλλα πράγματα σήμερα και να κάναμε άλλα πράγματα αύριο.
Υ.Γ. Σκέφτομαι πολύ και τα άλλα πρωτάκια εκείνης της μέρας. Εκείνα που δεν ήξεραν καν Ελληνικά και κοιτούσαν γύρω τους απορημένα. Σκέφτομαι τους γονείς τους που τα πήραν απ το χέρι ξεπερνώντας τα βλέμματα και τα άφησαν για να πάνε στην όποια κακοπληρωμένη ή όχι δουλειά τους.
Σκέφτομαι και τα άλλα, εκείνα που δεν κατάφεραν να «πιάσουν το ρυθμό» και έμειναν πίσω. Και όσα στη νεανική τους οργή δεν άντεξαν κι έφυγαν. Όλους όσους δεν χώρεσαν σκέφτομαι. Κι όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά μπορώ να εξηγήσω πολλά περισσότερα και τότε θυμώνω. Γιατί δε γίνεται να μη χωράνε παιδιά στον αυριανό κόσμο. Απλά δεν γίνεται!
Κάποια – πιο θαρραλέα- ψελλίζουν κουβέντες που τους ψιθύρισαν οι μανάδες το πρωί πριν φύγουν απ το σπίτι και κάποια άλλα απλά υπομένουν το μισάωρο, κάτω από τον συνήθως καυτό ήλιο μέχρι να γυρίσουν, όπως νομίζουν, στην προηγούμενη ζωή τους, απλά πετώντας τη σάκα στο πάτωμα με την χαρακτηριστική κίνηση.
Υπάρχει μια αμήχανη προσδοκία αυτή τη μέρα, ξένη όπως αντανακλάται στα χαμόγελα των παριστάμενων γονιών, δασκάλων και ιερέων, που παλεύει να γίνει οικεία με μόνα όπλα την εμμονική επανάληψη καθησυχαστικών εικόνων στο μυαλό και το φρεσκοπλυμμένο για την περίσταση ρούχο.
Τα φέρνω στο νου μου αυτά τα προσωπάκια, όλες αυτές τις μέρες που οι μεν κατηγορούν τους δε, που άλλοι αισθάνονται «κοντά στα παιδιά και τους γονείς τους», άλλοι φοβούνται για το «τι σηματοδοτεί η απαρχή τέτοιων κυβερνητικών πρακτικών», άλλοι απλά φωνάζουν για να φωνάξουν.
Ανάμεσα στις αντιπαραθέσεις, στα δικαιώματα, στις κινητοποιήσεις στα επιχειρήματα των μεν και των δε, βλέπω τα ίδια αυτά πιτσιρίκια, μεγαλωμένα πια, έρμαια ενός κατά γενική ομολογία στείρου και αναποτελεσματικού συστήματος.
Τα φέρνω στο νου μου και αναρωτιέμαι αν κάποιος απ΄όλους εκείνους που στάθηκαν κοντά τους εκείνη την πρώτη μέρα στο σχολείο, τα ακολούθησε στη μοναχική τους πορεία μεσα σε αυτόν τον δωδεκαετή ομιχλώδη λαβύρινθο. Σε ένα Δημοτικό εν πολλοίς αδιάφορο και χαλαρό –εκτός κι αν κάποια οικογένεια επέλεξε ένα «δυνατό ιδιωτικό σχολείο» όπου εκεί πια το παιδί σχεδόν δεν επιτρέπεται να είναι παιδί, κάνοντας όλο και περισσότερα, όλο και καλύτερα- μπορεί δεν μπορεί, θέλει δεν θέλει, μαθαίνει δε μαθαίνει.
Σε ένα Γυμνάσιο που τα περίμενε από καιρό πολύ, έτοιμο να κατασπαράξει την περιέργεια, την αμφιβολία, την ένταση και ό,τι άλλο ευχάριστο ή μη, καθορίζει τη μακρόχρονη και επίπονη μεταμόρφωση τους σε εφήβους. Ολη τους την ορμή, έτσι πρωτόλεια όπως εμφανίζεται μαζί με το κακοχτενισμένο μαλλί, το άτεχνο μεικ απ και το νυσταλέο βλέμμα στη διάρκεια της πρωινής διδασκαλίας. Ενα αποσπασματικό, παράλογα ογκώδες Γυμνάσιο που μόνο σκοπό έχει να πει αυτό που έχει να πει, να «λιμάρει» τις άκρες για να χωρέσει τα παιδιά στο στενόχωρο διαδρομάκο που τους έχει ετοιμάσει ήδη, ώστε να μεταβούν όσο το δυνατόν πιο φασκιωμένα στον κόσμο των ενηλίκων. Εναν κόσμο που το σχολείο τους τον δίνει πριν ακόμα εκείνα να μπορέσουν να τον καταλάβουν.
Ολα στο Λύκειο είναι ενήλικα. Ολα θυμίζουν εμάς . Ευθύνες, επιλογές, αυστηρές επιλογές, καθοριστικές επιλογές καριέρας, ζωής, πειθαρχικά και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Θυσίες – «δεν θα βγεις τώρα έχεις διάβασμα», «δεν έχεις τώρα πια χρόνο για μπαλέτα, μπάλες και τέτοια» «πρέπει να τα δώσεις όλα τώρα»- Ολα αυτά οι «κύριοι» και οι «κυρίες» των δεκάξι μπάλες. Αυτοί, που έχοντας μόλις περάσει τον σκόπελο του βιολογικού τους μαρτυρίου και της παγερής ανελαστικότητας ενός στείρου και ακατανόητου εκπαιδευτικού προγράμματος, με όσο το δυνατόν λιγότερες ερωτήσεις, όσο το δυνατόν λιγότερη δημουργικότητα – και άρα όσο το δυνατόν λιγότερη πραγματική γνώση- κατέφθασαν σώοι στις πύλες του Λυκείου.
Αναρωτιέμαι αν κάποιος από όλους εκείνους τους χαμογελαστούς παριστάμενους εκείνης της ηλιόλουστης πρώτης μέρας στο σχολείο, τους είπε ποτέ πόσο λάθος είναι όλο αυτό, πόσο άδικο στα νιάτα τους πόσο καθηλωτικό στην ορμή τους, πόσο απαγορευτικό στο μέλλον τους. Αν τους βοήθησε να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο ή έστω να το σκεφτούν.
Κάποιοι, λίγοι ίσως. Κάποιοι δάσκαλοι, που στραγγαλισμένοι κι αυτοί απ' το ίδιο σύστημα, αντέχουν να θυμούνται ακόμα πως κάτι άλλο θέλησαν, κάτι άλλο θέλουν να πουν σε αυτά τα παιδιά. Κάποιοι γονείς, που ύψωσαν τη δική τους φωνή και των παιδιών τους. Κανείς άλλος.
Ολοι, κοινωνία, κράτος, οικογένεια- με σαφέστατα κυριότερο ένοχο το κράτος, οικοδόμημα του οποίου είναι όλο το σύστημα – φρόντισαν να τους κάνουν πολύ σαφές ότι εδώ είναι μόνο για τους πετυχημένους, ότι πετυχημένος είσαι μόνο όταν κάνεις αυτό που κάποιοι, εντελώς αυθαίρετα και σίγουρα όχι με γνώμονα το παιδί και το μέλλον ή τη μόρφωσή του, έχουν αποφασίσει. Αν δεν το ακολουθήσεις εσύ αυτό το λάθος, τότε είσαι εσύ που πρέπει να βγεις από το σύστημα σαν απόστημα και όχι το σύστημα που πρέπει να γίνει υγιές.
Κι έτσι σιγά σιγά όλοι εμείς οι χαμογελαστοί ενήλικες της έναρξης της πρώτης δημοτικού, γινόμαστε χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε, συνήγοροι, συνεργάτες και κατά μία έννοια υπαίτιοι μιας βαρβαρότητας : Σπρώχνουμε τα παιδιά πολύ νωρίς σε ένα άθλιο σταυροδρόμι όπου όσοι δεν μπορούν –αβοήθητοι καθώς προχωρούν μέσα σε όλο αυτό -θα πάνε στο καλό (ή στο κακό) και οι «άλλοι», σπρωγμένοι από τον φόβο κι όχι από το όνειρο θα ακολουθήσουν έναν διαφορετικά δύσκολο δρόμο.
Θα στερήσουν απ' τον εαυτό τους τα πάντα, θα λιώσουν σε φροντιστήρια και μαθήματα, θα κάνουν τις εξετάσεις αυτές ζήτημα ζωής και θανάτου, θα κινήσουν θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να «πετύχουν», θα κάνουν επιλογές που δεν ξέρουν καν τι σημαίνουν.
Θα τραβήξουν αυτό το δρόμο σαν υπνωτισμένοι για να ξυπνήσουν μια μέρα «πετυχημένοι» στον απατηλό κόσμο του Πανεπιστημίου, εκεί που «πέρασαν» (πού, γιατί, πώς, με ποιο στόχο δεν εχει σημασία) και αργότερα ως αληθινοί ενήλικες, στον κόσμο των ενηλίκων, χωρίς να έχουν πραγματικά ζήσει σα νέοι και διεκδικώντας το αντίτιμο.
Υπάρχει κάτι πολύ λάθος σε αυτή την ιστορία. Ισως αν αποφάσιζαν όλοι να το δουν να συζητούσαμε άλλα πράγματα σήμερα και να κάναμε άλλα πράγματα αύριο.
Υ.Γ. Σκέφτομαι πολύ και τα άλλα πρωτάκια εκείνης της μέρας. Εκείνα που δεν ήξεραν καν Ελληνικά και κοιτούσαν γύρω τους απορημένα. Σκέφτομαι τους γονείς τους που τα πήραν απ το χέρι ξεπερνώντας τα βλέμματα και τα άφησαν για να πάνε στην όποια κακοπληρωμένη ή όχι δουλειά τους.
Σκέφτομαι και τα άλλα, εκείνα που δεν κατάφεραν να «πιάσουν το ρυθμό» και έμειναν πίσω. Και όσα στη νεανική τους οργή δεν άντεξαν κι έφυγαν. Όλους όσους δεν χώρεσαν σκέφτομαι. Κι όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά μπορώ να εξηγήσω πολλά περισσότερα και τότε θυμώνω. Γιατί δε γίνεται να μη χωράνε παιδιά στον αυριανό κόσμο. Απλά δεν γίνεται!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου