Χαρισματικοί καλλιτέχνες που άφησαν το σημάδι τους στον κόσμο μας, με επίπεδο ευφυΐας και δημιουργίας αξιοθαύμαστο μέχρι σήμερα, που είχαν όμως κι αυτοί τα βάσανά τους.
Η καθημερινότητά τους, ο χαρακτήρας τους, τα πάθη και οι φόβοι τους δεν διαφέρουν από εκείνα οποιουδήποτε ανθρώπου. Μόνο που εκείνοι μπόρεσαν να φωτίσουν τα σκοτάδια της ψυχής τους –και της δικής μας- με την ομορφιά της τέχνης.
Τα έργα του Μποτιτσέλι (ειδικά τα πρώτα του) είναι μία σύνοψη του πνεύματος που είχε καταλάβει τον άνθρωπο της Αναγέννησης. ΗPrimavera του, το σύμβολο του ανθρωπισμού του 15ου αιώνα και η «Γέννηση της Αφροδίτης», η απόδοση της ανύψωσης του ανθρώπου ή της εξανθρώπισης του θείου (ανάλογα με τους «φακούς» του καθενός) είναι ανάμεσα στους δημοφιλέστερους πίνακες όλων των εποχών.
Αυτός, όμως, ο εκφραστής των ουμανιστικών ιδεών της σημαντικότερης ίσως εποχής της ευρωπαϊκής ιστορίας, το 1492, μετά τον θάνατο του Λορέντζο των Μεδίκων και του αδελφού του, Τζοβάνι, αφέθηκε στη σκοτεινή γοητεία του θρησκόληπτου Σαβοναρόλα, ο οποίος για δέκα περίπου χρόνια ανέκοψε την αναγεννησιακή πορεία στη Φλωρεντία.
Όπως η πλειονότητα των συμπολιτών του, ο Σάντρο έριξε με τα ίδια του τα χέρια στις «φωτιές της ματαιοδοξίας» ό, τι θύμιζε την εποχή της πολυτέλειας και του έκλυτου (κατά τον φανατικό κληρικό) βίου της Φλωρεντίας.
Έτσι, ανάμεσα στα κοσμήματα, τα απαγορευμένα βιβλία και άλλα προϊόντα ευημερίας και πολιτισμού, έλιωσαν στις φωτιές και πολλά έργα του Μποτιτσέλι με θέματα παγανιστικά -και ως εκ τούτου προσβλητικά- για την εκκλησία.
Από τότε εγκαταλείπει τις μυθολογικές αλληγορίες και περιορίζεται σε θέματά αυστηρά θρησκευτικά (ο Θρήνος, η Μυστική Γέννηση κ.ά), ενώ πολλοί πιστεύουν πως σε αυτό το διάστημα δημιούργησε πολλές από τις διάσημες Μαντόνες του.
Έγγραφα του 1503 αποκαλύπτουν πως την εποχή αυτή αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθώς στον χώρο είχαν ήδη εμφανιστεί οι δύο καινοτόμοι κολοσσοί της Ιταλικής Αναγέννησης, ο Ντα Βίντσι και ο Μικελάντζελο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μποτιτσέλι υπέστη μία παραμόρφωση στην πλάτη, η οποία δεν του επέτρεπε πια να εργάζεται.
Ο Σάντρο πιθανότατα δεν ανέκαμψε οικονομικά έως τον θάνατό του, και οι πίνακες της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του φανερώνουν και την εντυπωσιακή αλλαγή στην ψυχοσύνθεσή του.
Οι δύο πίνακες που ακολουθούν έχουν το ίδιο θέμα: Ιουδήθ και Ολοφέρνης, αλλά τους χωρίζουν 35 χρόνια.
Ο πρώτος (1472) αποδίδει το θέμα με την χαρακτηριστική αισιοδοξία την κίνηση και ελαφρότητα της περιόδου εκείνης που γέννησαν την Primavera και την Αφροδίτη.
Ο δεύτερος (1500) χαρακτηρίζεται από σκοτεινά χρώματα, αυστηρότητα και ύφος λιτό, όχι πια στην εξοχή, αλλά σε ένα κλειστό χώρο.
Πέθανε το 1510, αφού υπέφερε για αρκετά χρόνια από διάφορες ασθένειες.
Η κορυφαία μορφή της τέχνης και της επιστήμης της Αναγέννησης, ο Λεονάρντο, σε όλη του σχεδόν τη ζωή αγωνιζόταν να κερδίσει την εύνοια του άκαρδου πατέρα του και να διαχειριστεί τα πολύπλοκα συναισθήματα που έτρεφε για τη μητέρα του..
Ο συμβολαιογράφος Σερ Πιέρο Ντα Βίντσι αγάπησε πολύ την Κατερίνα (τη μητέρα του Λεονάρντο), αλλά δεν την παντρεύτηκε. Φρόντισε για την αποκατάστασή της προσφέροντάς της ένα κτήμα και φροντίζοντας να παντρευτεί έναν χωρικό.
Εκεί πέρασε ο Λεονάρντο τα πρώτα χρόνια της ζωής του, σε ένα επαρχιώτικο περιβάλλον, σε μία φτωχή, πολύτεκνη οικογένεια (η μητέρα του απέκτησε άλλα πέντε παιδιά), χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, αλλά με άμεση και συνεχή πρόσβαση στη φύση και στις αγροτικές εργασίες. Ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του «αγράμματο άνθρωπο», αλλά με καμάρι, θεωρώντας πως η φύση είναι πιο αποτελεσματικός δάσκαλος από οποιονδήποτε λόγιο. Και το απέδειξε.
Ο πατέρας του παντρεύτηκε, λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, μία νεαρή του κύκλου του, η οποία πέθανε δώδεκα χρόνια αργότερα κατά τη διάρκεια της γέννησης του πρώτου τους παιδιού (που επίσης δεν επέζησε). Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε μία δεκαπεντάχρονη κοπέλα και λίγους μήνες αργότερα, ο Λεονάρντο έρχεται στη Φλωρεντία να φοιτήσει στο εργαστήριο του Βερόκιο και να λάβει ταυτόχρονα την απαραίτητη εκπαίδευση για να μπορέσει να εργαστεί ως βοηθός στο συμβολαιογραφείο του πατέρα του. Αν και ήταν ο μοναδικός γιος του Σερ Πιέρο, δεν θα μπορούσε να αναλάβει μόνος του το συμβολαιογραφείο, επειδή ήταν νόθος.
Η σχέση πατέρα και γιου ήταν δύσκολη. Ο Σερ Πιέρο ήταν απότομος με τον γιο του και απόμακρος. Και τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα το 1476, όταν με την τρίτη του γυναίκα αποκτά έναν ακόμα γιο, τον Αντόνιο, ο οποίος, βέβαια, θα είναι ο μοναδικός νόμιμος απόγονός του. Ο Λεονάρντο περνάει στη σκιά της ζωής του πατέρα του, ο οποίος δεν θα τον αναφέρει καν στη διαθήκη του!
Στις σημειώσεις του έχει καταγράψει παράξενα και συχνά τρομακτικά όνειρα, τα οποία έγιναν αντικείμενο ανάλυσης από τον Φρόιντ, που έβλεπε σε αυτά τον πόνο της εγκατάλειψης και το άγχος της απόρριψης. Κινηματογραφικές σκηνές, κυρίως με πουλιά, που προφανώς σχετίζονται και με το πάθος του για τις πτήσεις.
Σε μία τέτοια φάση της ζωής του, άφησε μισοτελειωμένο τον πίνακα με το θείο βρέφος, την Παναγία και την Αγ. Άννα (1510). Ήταν μία παραγγελία του τάγματος των Σερβιτών, αλλά ο Λεονάρντο, εντωμεταξύ, απέκτησε έναν ακαταμάχητο ενθουσιασμό για τα μαθηματικά. Παράλληλα, τέθηκε στην υπηρεσία του Καίσαρα Βοργία, ο οποίος χρειαζόταν τον καλύτερο διαθέσιμο μηχανικό για τις πολεμικές του επιχειρήσεις. Ο πίνακας έμεινε ανολοκλήρωτος και το αρνάκι (ίσως και τμήμα του τοπίου) είναι ζωγραφισμένο από άλλο χέρι. Προφανώς, κάποιος από το εργαστήριο ανέλαβε να παραδώσει την παραγγελία.Ως χαρακτήρας ήταν αυτό που λέμε «με τα φεγγάρια του». Περνούσε περιόδους έντονης δημιουργικότητας, οπότε ξεκινούσε πολλά έργα τα μαζί και άφηνε τα περισσότερα ημιτελή. Άλλες φορές περνούσε μεγάλα διαστήματα χωρίς να ζωγραφίσει ή να σχεδιάσει το παραμικρό.
Όλοι γνώριζαν τον φόβο που είχε πως θα του έκλεβαν τις ιδέες και γι’ αυτό κρατούσε κωδικοποιημένες σημειώσεις. Φόβος που δεν ήταν και τόσο παράλογος όσο ακούγεται, όταν ένα πρωτοπόρο πνεύμα δημιουργεί υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ιεράς Εξέτασης.
Ο Μικελάντζελο έμεινε ορφανός από μητέρα σε ηλικία 6 ετών. Έζησε 88 χρόνια έχοντας αποκτήσει τεράστια περιουσία, ζούσε όμως λιτά χωρίς απολαύσεις, «σαν φτωχός», όπως έλεγε ο ίδιος. Οι βιογράφοι του αναφέρουν πως κοιμόταν λίγο, έτρωγε ελάχιστα και μόνο από ανάγκη και πως ήταν εργασιομανής σε τέτοιο βαθμό, που για μήνες δεν έβγαζε καν τα ρούχα και τα παπούτσια του, ούτε κατά τη διάρκεια του ύπνου!
Ήταν μελαγχολικός, ζούσε απομονωμένα καθώς είχε αλαζονικό χαρακτήρα και οργιζόταν εύκολα. Ούτε με τον εαυτό του, όμως, ήταν ευχαριστημένος κι ένιωθε συνεχώς την ανάγκη να αποδεικνύει την αξία του, προσπαθώντας να καλύψει την ανεπάρκεια στη μόρφωσή του και ήταν συνεχώς ανασφαλής, τόσο για την τέχνη του όσο και για την εμφάνισή του.
Χαρακτηριστική της προσωπικότητάς του ήταν η αντίδρασή του στο παρακάτω περιστατικό. Μια μέρα (μάλλον γύρω στο 1503), ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι διέσχιζε τον δρόμο της Σάντα Τρινιτά με έναν φίλο του, όταν τον φώναξαν από μία παρέα που μελετούσε ένα απόσπασμα από το έργο του Δάντη. Ζήτησαν από τον Λεονάρντο να τους εξηγήσει ένα σημείο κι εκείνος του είπε πως καλύτερα θα τους το εξηγούσε ο Μικελάντζελο, που τυχαίως διάβαινε τον δρόμο την ώρα εκείνη. Ο Μικελάντζελο όμως το εξέλαβε ως ειρωνεία και του απάντησε: « Να το εξηγήσεις εσύ, που σχεδίασες κι έφτιαξες το καλούπι για το μπρούτζινο άλογο, και αφού δεν ήσουν ικανός να το συνεχίσεις, το παράτησες γεμάτος ντροπή». Ύστερα γύρισε την πλάτη του και έφυγε, αφήνοντας σύξυλο και κατακόκκινο από θυμό τον έκπληκτο Λεονάρντο.
Αυτό το υπέροχο γλυπτό του 1550, το οποίο προόριζε για τον τάφο του, φέρει τα σημάδια του οξύθυμου χαρακτήρα του. Το χέρι και το πόδι του Ιησού, κάποια στιγμή έντονου θυμού, θρυμματίστηκαν από το χέρι του δημιουργού τους, ποιος ξέρει για ποιον λόγο και η ζημιά αποκαταστάθηκε από κάποιον τον μαθητή του Tiberio Calcagni και τελικά, ο Μικελάντζελο το δώρισε στον υπηρέτη του, Antonio.
Όταν εργαζόταν στο Βατικανό, διακοσμώντας την οροφή του Αγ. Πέτρου, παραπονιόταν συνεχώς, επειδή αυτή η δουλειά δεν του έδινε ικανοποίηση. Ο Μικελάντζελο δεν αγαπούσε τη ζωγραφική και θεωρούσε ανώτερη τέχνη τη γλυπτική. Έλεγε πως, όταν επεξεργάζεται έναν μαρμάρινο όγκο, στην πραγματικότητα αποκαλύπτει απλώς τη μορφή που έχει ήδη κρυμμένη μέσα του.
Αν ζητούσαμε από τους τρεις Φλωρεντινούς να μας φτιάξουν τον επίλογο, ο Σάντρο, ίσως να μας έλεγε πως και η υποτίμηση της ματαιοδοξίας, δεν είναι παρά μία άλλη μορφή της ματαιοδοξίας. Μπορεί να μας έλεγε και για το σκληρό πρόσωπο του ανταγωνισμού και το δράμα της ύπαρξης που γίνεται τέχνη. Δεν γνωρίζουμε, γιατί δεν έγραψε τίποτα.
Οι άλλοι δύο όμως, δεν ήταν τόσο σιωπηλοί
Ο Μικελάντζελο πιθανότατα θα μας έλεγε πως «ευφυΐα είναι η αιώνια υπομονή» και πως «στη ζωή δεν υπάρχει μεγαλύτερη ζημιά από τον χρόνο που αφήνουμε αναξιοποίητο». Και ο Λεονάρντο θα συμπλήρωνε πως «οι άνθρωποι που επιτυγχάνουν, σπανίως στέκονται άπραγοι περιμένοντας να τους συμβούν πράγματα. Βγαίνουν έξω και συμβαίνουν αυτοί στα πράγματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου