
Στη χλωρίδα του ελληνικού στοχασμού βασιλεύουν τα κλαδιά των νεκρών. Το κυπαρίσσι και ο ασφόδελος. Ούτε πριν ούτε μετά, κανένας λαός δεν ερεύνησε τα άγνωστα της φύσης και τα μυστήρια της ψυχής, για να φτάσει το βαθύ σκοτάδι και το συμπαγές μηδέν που φτάσανε οι έλληνες.
Κανένας λαός δεν βυθίστηκε όσο οι έλληνες στη μαύρη χολή του απαίσιου και της ματαιότητας. Μαύρη χολή. Μελαγχολία αλλιώς. Βούδας, Σοπενχάουερ και όλες οι φιλοσοφίες του πεσσιμισμού και της άρνησης, μπροστά στον καημό των ελλήνων είναι αθλοπαιδιές και αθύρματα. Και καμία θεωρία που υψώθηκε στο γενικό δεν άφηκε να της ξεφύγουν τόσες φωνές αίρεσης, παράπονου, και απόγνωσης, όσο η κοσμοθεωρία των Ελλήνων.
Είναι παράξενο που ετούτος ο Καύκασος της μοναξιάς και του πάγου φαίνεται πως δεν φαίνεται στα έργα και στα λόγια τους. Καθώς τα καράβια τους ταξιδεύουν στις γλαυκοκύανες θάλασσες, το μαγνάδι της επιφάνειας δεν αφήνει να φανεί πουθενά, ότι σε όλους εκείνους τους πλησίστιους πλόες λάμνει η βέβαιη αίσθηση και η βέβαιη γνώση τους για το κακό του κόσμου και για το άδικο του ανθρώπου.
Αυτός ο μεταπλασμός της μελαγχολίας των ελλήνων σε τέχνη είναι καίριας σημασίας. Γιατί άλλαξε το ποιόν και την υφή της. Τη μετέτρεψε από άρνηση σε δύναμη, και από εγκατάλειψη σε καρτερία. Έγινε δηλαδή ένας πεσσιμισμός χαρούμενος. Μία δυστυχία, που ωστόσο βρίσκει να χαίρεται. Αυτή την αιχμηρή κορυφογραμμή της χαρμολύπης, που οι έλληνες την περπατούν πολύ προσεχτικά, ο Όμηρος τη λέει «δακρυόεν γελάν» [Ομήρου Ζ 484].
Δημήτρης Λιαντίνης "Τα Ελληνικά"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου