Όλοι μας έχουμε βρεθεί παγιδευμένοι σε διλήμματα: να χωρίσω, να παραιτηθώ από την δουλειά μου, να συνεχίσω τις σπουδές μου; Σκεπτόμενοι τις πιθανές λύσεις, τα πιθανά υπέρ και κατά της κάθε περίπτωσης παίρνουμε μία απόφαση και προσπαθούμε να διαχειριστούμε όσο καλύτερα μπορούμε τις συνέπειές της.
Πολλοί από εμάς όμως περνάμε μεγάλες περιόδους της ζωής μας εγκλωβισμένοι σε τέτοιες καταστάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές οι λύσεις που μας παρουσιάζονται καταλήγουν σε αδιέξοδο γιατί υποστηρίζονται από δύο εξίσου ισχυρές «εσωτερικές φωνές» οι οποίες προτείνουν αντίθετες πορείες δράσης η κάθε μία.
Στο δίλημμα «να χωρίσω ή όχι» για παράδειγμα μπορεί η μία πλευρά να μας υπενθυμίζει ότι στην σχέση αυτή δεν παίρνω σεξουαλική ή συναισθηματική ικανοποίηση και ταυτοχρόνως μία άλλη πλευρά μας να μην μπορεί καν να φανταστεί την ζωή μας χωρίς την σχέση αυτήν, από φόβο, αμφιβολίες, άγχος και ενοχές. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γιατί οι συνέπειες της αλλαγής φαντάζουν τρομακτικές και από την άλλη το να μένουμε στην παρούσα κατάσταση μας φθείρει εσωτερικά.
Αυτή η κατάσταση προφανώς είναι οδυνηρή αλλά δεν φαίνεται να μπορούμε να κάνουμε και τίποτα οπότε προσπαθούμε ίσως να μην το σκεφτόμαστε, να ξεχνιόμαστε στο γυμναστήριο, στο χόμπι, στην δουλειά, ή στην ανατροφή των παιδιών.
Το βράδυ όμως πριν κοιμηθούμε, έρχονται οι σκέψεις και το συμπέρασμα είναι ότι είμαστε ανίκανοι και δειλοί που δεν κάνουμε κάτι, οτιδήποτε για να αλλάξουμε την κατάσταση. Ως εκ τούτου αυτό μας προκαλεί απέχθεια προς τον εαυτό μας κι έτσι καταλήγουμε να τον κατηγορούμε έχοντας πλέον και τύψεις.
Φαινομενικά το πρόβλημα λύνεται ή τουλάχιστον βελτιώνεται εύκολα, αν είμαι δυστυχισμένος στην σχέση μου θα μπορούσα να χωρίσω, αν δεν με ικανοποιεί το επάγγελμά μου θα μπορούσα να δοκιμάσω κάτι καινούριο. Σε κάθε τέτοια προοπτική όμως ανακαλύπτουμε πως ότι και να κάνουμε καταλήγουμε δυστυχισμένοι, σαν να είναι η δυστυχία ο τελικός σκοπός στον οποίον στοχεύουμε. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράδοξο, όμως πολλές φορές μπορεί να είναι όντως αυτή η αλήθεια οπότε και όλες μας οι προσπάθειες καταλήγουν να στοχεύουν στο να μένουμε εγκλωβισμένοι και ανικανοποίητοι.
Παράδοξο κι όμως αυτή η εξήγηση μπορεί να έχει νόημα αν αναλογιστούμε τους ρητούς και άρρητους κανόνες με τους οποίους μεγαλώσαμε και τους οποίους πλέον έχουμε εσωτερικεύσει.
Ένα παιδί μπορεί να μαθαίνει από τους γονείς του ότι το να βρίσκει δημιουργική ικανοποίηση στο επάγγελμά του είναι αδύνατον «δεν μπορείς να είσαι ικανοποιημένος από την δουλειά σου αλλά πρέπει να την συνεχίζεις για να επιβιώσεις» οπότε και το παιδί συμπεραίνει ότι η δουλειά είναι αναγκαστικά κάτι που θα του προκαλεί δυσφορία την οποία θα πρέπει να υπομένει στωικά. Αυτός ο κανόνας από τους γονείς μπορεί να κρύβει από πίσω το «μην κάνεις τίποτα δημιουργικό επαγγελματικά γιατί θα μου υπενθυμίζεις πως εγώ δεν τα κατάφερα και θα ζηλεύω γιατί είμαι εγκλωβισμένος/η σε ένα επάγγελμα που δεν με ικανοποιεί».
Άλλοι τέτοιοι κανόνες μπορεί να είναι τα «σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων για να νιώθω κι εγώ που σπούδασα το ίδιο ότι έχω κάνει την σωστή επιλογή», «σπούδασε, ιατρική/πολυτεχνείο/νομική για να νιώθουμε εμείς οι γονείς σου επιτυχημένοι», «να είσαι ο/η καλύτερος/η σε όλα ώστε να νιώθουμε εμείς οι καλύτεροι σε όλα», «μην αντεπιχειρηματολογείς όταν σε μαλώνω γιατί νιώθω μειονεξία όταν δεν δέχεσαι την γνώμη μου άμεσα», «μην κάνεις πολλή φασαρία, μην είσαι πολύ εξωστρεφής, μην αντιδράς γιατί τι θα πει ο κόσμος για το πως ανατρέφω τα παιδιά μου», «πρέπει πάντα να δείχνεις χαρούμενος/η για να μην αναδύεται η δική μου θλίψη» ή ακόμα και το «μην δείχνεις πολύ χαρούμενος/η όταν παίζεις γιατί θα αναστατωθώ, είμαι απογοητευμένος/η από την ζωή μου και δεν αντέχω άλλος να είναι ευτυχισμένος γύρω μου».
Όταν κάτι είναι απειλητικό για κάποιον που αγαπούμε ή στον οποίον στηριζόμαστε για την επιβίωσή μας, τότε αυτό γίνεται και για μας αρνητικό, οπότε ως παιδιά μπορεί να μάθαμε ότι είναι αρνητικό το να είμαστε δημιουργικοί κι ευτυχισμένοι σε ένα επάγγελμα. «Βρες μία σοβαρή δουλειά και άσε το τραγούδι, την ηθοποιία, τον χορό, την φωτογραφία τον αθλητισμό κλπ.»
Παρομοίως, οι γονείς μας μπορεί να μην έλαβαν ποτέ τη σεξουαλική ή συναισθηματική ικανοποίηση που είχαν ανάγκη κι έμειναν σε ένα γάμο καταναγκαστικά οπότε κι εμείς μέσω εκείνων μαθαίνουμε ότι σεξουαλική ή συναισθηματική ικανοποίηση και σταθερός γάμος δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Συνεπώς εμείς σαν καλά παιδιά που θέλουμε να μην ταράξουμε/απογοητεύσουμε τους γονείς μας πρέπει να αποδεχτούμε την σχέση μας ακόμα κι αν αυτή δεν μας ικανοποιεί.
Οι γονείς μπορεί να μην μας τα έχουν πει ρητά αλλά εμείς να το βλέπουμε μέσω της συμπεριφοράς τους, στον πατέρα που δεν μπόρεσε ποτέ να είναι ικανοποιημένος στο επάγγελμά του αλλά έβγαζε τα προς το ζην για την οικογένειά του, η στην μητέρα που έπρεπε να θυσιάσει την καριέρα της ως επαγγελματίας για να φροντίσει τα παιδιά. Αυτά, τις περισσότερες φορές δεν σημαίνουν ότι οι γονείς μας ήταν κακοί ή ανεπαρκείς αλλά πως έτσι έμαθαν να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις γιατί ζούσαν σε διαφορετικά περιβάλλοντα από ότι ζούμε εμείς σήμερα.
Τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε; Αρχικά αναγνωρίζοντας αυτούς τους εσωτερικευμένους κανόνες αντιλαμβανόμαστε το πρόβλημα και άρα ξέρουμε προς τα που να κατευθύνουμε τις προσπάθειες μας. Σταδιακά λοιπόν μπορούμε να αποδομήσουμε αυτούς τους κανόνες αναγνωρίζοντας την προέλευση και το παράλογο της φύσης τους.
Μπορεί να αναρωτιόμαστε γιατί νιώθουμε εμμονικά ότι πρέπει να είμαστε πρώτοι σε όλα κι ότι πρέπει πάση θυσία να κερδίζουμε χωρίς να αντιλαμβανόμαστε το λόγο. Ψάχνοντας στο παρελθόν μας ίσως αντιληφθούμε ότι μόνο όταν παίρναμε καλούς βαθμούς ήταν οι γονείς μας υπερήφανοι για εμάς και ίσως να ήταν η μόνη φορά που μας έδειχναν αγάπη. Τότε αντιλαμβανόμαστε τα βαθύτερα κίνητρα που μας καθοδηγούν.
Αντιστοίχως μπορεί να αναρωτιόμαστε γιατί είμαστε εγκλωβισμένοι σε μία σχέση που δεν μας ικανοποιεί σεξουαλικά και συναισθηματικά. Η απορία αυτή βγάζει περισσότερο νόημα όταν συνειδητοποιούμε ότι έχουμε μάθει πως «τα σωστά ζευγάρια δεν διαφωνούν και δεν μαλώνουν» και ότι «το να εκφράζεις την σεξουαλικότητά σου με κάνει να νιώθω άβολα» είτε μας το είπαν ρητά είτε μας το έδειξαν με τις πράξεις τους.
Πλέον μπορεί να μην έχουμε καν γονείς αλλά αν φερόμαστε με τον ίδιο τρόπο γιατί φοβόμαστε ότι διαφορετικά δεν θα μας αγαπούν, αρχίζουμε σταδιακά να κατανοούμε το παράλογο της κατάστασης. Τώρα αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι που μας αγαπούν πραγματικά, το κάνουν όχι για τα επιτεύγματά μας αλλά γι’ αυτό που είμαστε και ίσως τελικά η πραγματική δουλειά που πρέπει να κάνουμε είναι να τα βρούμε με τον εαυτό μας και τους γύρο μας κι όχι οι περισσότερες ώρες στο γραφείο ή στο γυμναστήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου