Φυσικά, μια συζήτηση περί μνήμης δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης χωρίς μια αναφορά στο πιο οικείο μας «όργανο μνήμης»: τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Τις τελευταίες δεκαετίες, υπό την επίδραση της επιστήμης υπολογιστών έχει σημειωθεί ένα είδος επανάστασης στον τρόπο με τον οποίο οι ψυχολόγοι αντιλαμβάνονται τη μνήμη.
Η επιστήμη της ανθρώπινης μνήμης λέγεται ότι ξεκίνησε το 1879, από έναν νεαρό ψυχολόγο του Πανεπιστημίου του Βερολίνου ονόματι Χέρμαν Έμπινγκχαους. Ο Έμπινγκχαους θέλησε να κατανοήσει τις θεμελιώδεις αρχές λειτουργίας της ανθρώπινης μνήμης, και να δείξει ότι ο νους ήταν δυνατό να μελετηθεί με όλη τη μαθηματική αυστηρότητα των φυσικών επιστημών. Έτσι, ξεκίνησε να πειραματίζεται πάνω στον εαυτό του.
Κάθε μέρα, ο Έμπινγκχαους καθόταν και αποστήθιζε μια λίστα από συλλαβές χωρίς νόημα. Κατόπιν εξέταζε τον εαυτό του στις λίστες που είχε αποστηθίσει τις προηγούμενες μέρες. Ακολουθώντας αυτή τη συνήθεια επί έναν χρόνο, συνήγαγε πολλά από τα βασικότερα αποτελέσματα της έρευνας πάνω στην ανθρώπινη μνήμη. Επιβεβαίωσε, για παράδειγμα, ότι η λίστα διατηρείται στη μνήμη περισσότερο αν κανείς την επαναλάβει πολλές φορές, και ότι το πλήθος των αντικειμένων που μπορεί να θυμηθεί κανείς με ακρίβεια φθίνει με τον χρόνο. Τα αποτελέσματά του σκιαγραφούσαν ένα διάγραμμα που αποτυπώνει το πώς ξεθωριάζει η μνήμη καθώς περνά ο χρόνος, και το οποίο οι ψυχολόγοι ονομάζουν σήμερα «καμπύλη της λήθης».
Τα αποτελέσματα του Έμπινγκχαους απέδειξαν ότι η ανθρώπινη μνήμη μπορούσε να μελετηθεί με αξιόπιστο τρόπο στο πλαίσιο των ποσοτικών επιστημών, αλλά άφησαν άλυτο ένα μυστήριο. Γιατί αυτή η συγκεκριμένη καμπύλη; Δείχνει ότι η ανθρώπινη μνήμη είναι καλή ή κακή; Τι κρύβεται από πίσω; Τα ερωτήματα αυτά αποτέλεσαν το έναυσμα για πολλές εικασίες και ερευνητικές προσπάθειες στον χώρο της ψυχολογίας για πάνω από εκατό χρόνια.
Το 1987, ο ψυχολόγος και επιστήμονας υπολογιστών Τζων Άντερσον από το Πανεπιστήμιο Κάρνεγκι Μέλλον μελετούσε τα συστήματα ανάκλησης πληροφορίας των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών. Στόχος του Άντερσον -ή έτσι πίστευε- ήταν να περιγράφει με ποιον τρόπο η μελέτη της ανθρώπινης μνήμης θα μπορούσε να συμβάλει στη σχεδίαση αυτών των συστημάτων. Αντ’ αυτού, συνέβη το αντίθετο: Συνειδητοποίησε ότι η επιστήμη υπολογιστών μπορούσε να προσφέρει το στοιχείο που έλειπε από τη μελέτη του νου.
«Για πολύ καιρό», λέει ο Άντερσον, «είχα την αίσθηση ότι κάτι έλειπε από τις υπάρχουσες θεωρίες περί ανθρώπινης μνήμης, συμπεριλαμβανομένης της δικής μου. Βασικά, όλες αυτές οι θεωρίες θεωρούν ότι η μνήμη λειτουργεί με αυθαίρετο και μη βέλτιστο τρόπο… Από καιρό είχα την αίσθηση ότι οι βασικές διεργασίες της μνήμης είναι αρκετά προσαρμοστικές, ίσως μάλιστα και βέλτιστες· ωστόσο, δεν είχα καταφέρει ποτέ να διακρίνω ένα πλαίσιο εντός του οποίου να μπορώ να υποστηρίξω αυτή την άποψη. Στη δουλειά της επιστήμης υπολογιστών πάνω στην ανάκληση πληροφορίας, είδα αυτό το πλαίσιο μπροστά στα μάτια μου».
Ένας φυσικός τρόπος να προσεγγίσουμε το γεγονός ότι ξεχνάμε είναι να θεωρήσουμε ότι απλώς εξαντλείται ο διαθέσιμος χώρος στον νου μας. Το βασικό στοιχείο στη νέα αντίληψη του Άντερσον για την ανθρώπινη μνήμη είναι ότι το πρόβλημα μπορεί να μην αφορά τον αποθηκευτικό χώρο, αλλά τον τρόπο οργάνωσης. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο νους έχει ουσιαστικά άπειρη χωρητικότητα για αναμνήσεις, αλλά ο χρόνος που διαθέτουμε για την αναζήτησή τους είναι πεπερασμένος. Ο Άντερσον τον παραλλήλισε με μια βιβλιοθήκη που αποτελείται από ένα μοναδικό, αυθαίρετα μακρύ ράφι – το σύστημα αρχειοθέτησης Νογκούτσι στην κλίμακα της Βιβλιοθήκης του Κονγκρέσου. Μπορούμε να χωρέσουμε σε αυτό το ράφι όσα αντικείμενα θέλουμε, αλλά όσο πιο κοντά βρίσκεται κάτι στην αρχή του ραφιού τόσο πιο γρήγορα θα μπορούμε να το βρούμε.
Από αυτή τη σκοπιά, το κλειδί για μια καλή ανθρώπινη μνήμη ταυτίζεται με το κλειδί για μια καλή πρόχειρη μνήμη υπολογιστή: να προβλεφθούν τα αντικείμενα που είναι πιθανότερο να χρειαστούν στο μέλλον. Αν αποκλείσουμε τη διορατικότητα, η καλύτερη τακτική για να κάνουμε τέτοιου είδους προβλέψεις στον ανθρώπινο κόσμο προϋποθέτει να κατανοούμε τον ίδιο τον κόσμο. Μαζί με τον συνεργάτη του Λελ Σκούλερ, ο Άντερσον ξεκίνησε να πραγματοποιεί μελέτες σαν εκείνες του Έμπινγκχαους, όχι στον ανθρώπινο νου, αλλά στην ανθρώπινη κοινωνία. Το ερώτημα ήταν απλό: ποια μοτίβα χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο «ξεχνάει» ο ίδιος ο κόσμος – τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα και οι αναφορές σε πράγματα ξεθωριάζουν με τον χρόνο; Οι Άντερσον και Σκούλερ ανέλυσαν τρία ανθρώπινα περιβάλλοντα: πρωτοσέλιδα των Νew York Times, ηχογραφήσεις γονιών που μιλούν στα παιδιά τους, και τα εισερχόμενα του προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Άντερσον. Και στα τρία αυτά πεδία, διαπίστωσαν ότι μια λέξη είναι πιθανότερο να επανεμφανιστεί ακριβώς μετά την προηγούμενη χρήση της, και η πιθανότητα επανεμφάνισής της μειώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Με άλλα λόγια, η ίδια η πραγματικότητα έχει μια στατιστική δομή που προσομοιάζει στην καμπύλη του Έμπινγκχαους. Αυτό οδηγεί σε ένα αξιοσημείωτο συμπέρασμα. Αν τα πράγματα ξεθωριάζουν στον νου μας με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο φθίνει η χρήση των πραγμάτων γύρω μας, τότε ίσως να υπάρχει πράγματι μια πολύ καλή εξήγηση για την καμπύλη λήθης του Έμπινγκχαους – συγκεκριμένα, ότι ο νους μας είναι τέλεια συντονισμένος με τον κόσμο, καθιστώντας διαθέσιμα ακριβώς τα πράγματα που είναι πιθανότερο να χρειαστούν.
Εστιάζοντας στη χρονική διάσταση, η πρόχειρη αποθήκευση μας δείχνει ότι η μνήμη περιλαμβάνει αναπόφευκτους συμβιβασμούς, και έχει κατά μία έννοια έναν χαρακτήρα «μηδενικού αθροίσματος». Δεν μπορούμε να έχουμε όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης πάνω στο γραφείο μας, όλα τα προϊόντα στη βιτρίνα του καταστήματος, όλες τις ειδήσεις στο πάνω μισό του πρωτοσέλιδου, όλα τα έγγραφα στην κορυφή του σωρού. Και, αντίστοιχα, δεν μπορούμε να έχουμε όλα τα γεγονότα ή τα πρόσωπα ή τα ονόματα στο προσκήνιο του νου μας.
«Πολλοί έχουν την τάση να πιστεύουν ότι η ανθρώπινη μνήμη είναι κάθε άλλο παρά βέλτιστη», έγραψαν οι Άντερσον και Σκούλερ. «Επισημαίνουν τις πολλές απογοητευτικές αστοχίες της μνήμης. Ωστόσο, αυτές οι επικρίσεις δεν αξιολογούν σωστά την εργασία που καλείται να διεκπεραιώσει η ανθρώπινη μνήμη: την προσπάθεια διαχείρισης ενός τεράστιου αποθέματος αναμνήσεων. Σε οποιοδήποτε σύστημα το οποίο είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση μιας τεράστιας βάσης δεδομένων συμβαίνουν αναπόφευκτα και αποτυχημένες απόπειρες ανάκλησης. Η διατήρηση πρόσβασης σε απεριόριστο πλήθος αντικειμένων απλώς κοστίζει πάρα πολύ».
Η προσέγγιση αυτή έχει οδηγήσει με τη σειρά της σε μια δεύτερη αποκάλυψη σχετικά με την ανθρώπινη μνήμη. Αν αυτοί οι συμβιβασμοί είναι πράγματι αναπόφευκτοι, και ο νους φαίνεται να είναι συντονισμένος με τον βέλτιστο τρόπο με τον κόσμο που μας περιβάλλει, τότε αυτό που αποκαλούμε αναπόφευκτη «έκπτωση νοητικών λειτουργιών» προϊούσης της ηλικίας μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κάτι άλλο.
Η επιστήμη της ανθρώπινης μνήμης λέγεται ότι ξεκίνησε το 1879, από έναν νεαρό ψυχολόγο του Πανεπιστημίου του Βερολίνου ονόματι Χέρμαν Έμπινγκχαους. Ο Έμπινγκχαους θέλησε να κατανοήσει τις θεμελιώδεις αρχές λειτουργίας της ανθρώπινης μνήμης, και να δείξει ότι ο νους ήταν δυνατό να μελετηθεί με όλη τη μαθηματική αυστηρότητα των φυσικών επιστημών. Έτσι, ξεκίνησε να πειραματίζεται πάνω στον εαυτό του.
Κάθε μέρα, ο Έμπινγκχαους καθόταν και αποστήθιζε μια λίστα από συλλαβές χωρίς νόημα. Κατόπιν εξέταζε τον εαυτό του στις λίστες που είχε αποστηθίσει τις προηγούμενες μέρες. Ακολουθώντας αυτή τη συνήθεια επί έναν χρόνο, συνήγαγε πολλά από τα βασικότερα αποτελέσματα της έρευνας πάνω στην ανθρώπινη μνήμη. Επιβεβαίωσε, για παράδειγμα, ότι η λίστα διατηρείται στη μνήμη περισσότερο αν κανείς την επαναλάβει πολλές φορές, και ότι το πλήθος των αντικειμένων που μπορεί να θυμηθεί κανείς με ακρίβεια φθίνει με τον χρόνο. Τα αποτελέσματά του σκιαγραφούσαν ένα διάγραμμα που αποτυπώνει το πώς ξεθωριάζει η μνήμη καθώς περνά ο χρόνος, και το οποίο οι ψυχολόγοι ονομάζουν σήμερα «καμπύλη της λήθης».
Τα αποτελέσματα του Έμπινγκχαους απέδειξαν ότι η ανθρώπινη μνήμη μπορούσε να μελετηθεί με αξιόπιστο τρόπο στο πλαίσιο των ποσοτικών επιστημών, αλλά άφησαν άλυτο ένα μυστήριο. Γιατί αυτή η συγκεκριμένη καμπύλη; Δείχνει ότι η ανθρώπινη μνήμη είναι καλή ή κακή; Τι κρύβεται από πίσω; Τα ερωτήματα αυτά αποτέλεσαν το έναυσμα για πολλές εικασίες και ερευνητικές προσπάθειες στον χώρο της ψυχολογίας για πάνω από εκατό χρόνια.
Το 1987, ο ψυχολόγος και επιστήμονας υπολογιστών Τζων Άντερσον από το Πανεπιστήμιο Κάρνεγκι Μέλλον μελετούσε τα συστήματα ανάκλησης πληροφορίας των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών. Στόχος του Άντερσον -ή έτσι πίστευε- ήταν να περιγράφει με ποιον τρόπο η μελέτη της ανθρώπινης μνήμης θα μπορούσε να συμβάλει στη σχεδίαση αυτών των συστημάτων. Αντ’ αυτού, συνέβη το αντίθετο: Συνειδητοποίησε ότι η επιστήμη υπολογιστών μπορούσε να προσφέρει το στοιχείο που έλειπε από τη μελέτη του νου.
«Για πολύ καιρό», λέει ο Άντερσον, «είχα την αίσθηση ότι κάτι έλειπε από τις υπάρχουσες θεωρίες περί ανθρώπινης μνήμης, συμπεριλαμβανομένης της δικής μου. Βασικά, όλες αυτές οι θεωρίες θεωρούν ότι η μνήμη λειτουργεί με αυθαίρετο και μη βέλτιστο τρόπο… Από καιρό είχα την αίσθηση ότι οι βασικές διεργασίες της μνήμης είναι αρκετά προσαρμοστικές, ίσως μάλιστα και βέλτιστες· ωστόσο, δεν είχα καταφέρει ποτέ να διακρίνω ένα πλαίσιο εντός του οποίου να μπορώ να υποστηρίξω αυτή την άποψη. Στη δουλειά της επιστήμης υπολογιστών πάνω στην ανάκληση πληροφορίας, είδα αυτό το πλαίσιο μπροστά στα μάτια μου».
Ένας φυσικός τρόπος να προσεγγίσουμε το γεγονός ότι ξεχνάμε είναι να θεωρήσουμε ότι απλώς εξαντλείται ο διαθέσιμος χώρος στον νου μας. Το βασικό στοιχείο στη νέα αντίληψη του Άντερσον για την ανθρώπινη μνήμη είναι ότι το πρόβλημα μπορεί να μην αφορά τον αποθηκευτικό χώρο, αλλά τον τρόπο οργάνωσης. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο νους έχει ουσιαστικά άπειρη χωρητικότητα για αναμνήσεις, αλλά ο χρόνος που διαθέτουμε για την αναζήτησή τους είναι πεπερασμένος. Ο Άντερσον τον παραλλήλισε με μια βιβλιοθήκη που αποτελείται από ένα μοναδικό, αυθαίρετα μακρύ ράφι – το σύστημα αρχειοθέτησης Νογκούτσι στην κλίμακα της Βιβλιοθήκης του Κονγκρέσου. Μπορούμε να χωρέσουμε σε αυτό το ράφι όσα αντικείμενα θέλουμε, αλλά όσο πιο κοντά βρίσκεται κάτι στην αρχή του ραφιού τόσο πιο γρήγορα θα μπορούμε να το βρούμε.
Από αυτή τη σκοπιά, το κλειδί για μια καλή ανθρώπινη μνήμη ταυτίζεται με το κλειδί για μια καλή πρόχειρη μνήμη υπολογιστή: να προβλεφθούν τα αντικείμενα που είναι πιθανότερο να χρειαστούν στο μέλλον. Αν αποκλείσουμε τη διορατικότητα, η καλύτερη τακτική για να κάνουμε τέτοιου είδους προβλέψεις στον ανθρώπινο κόσμο προϋποθέτει να κατανοούμε τον ίδιο τον κόσμο. Μαζί με τον συνεργάτη του Λελ Σκούλερ, ο Άντερσον ξεκίνησε να πραγματοποιεί μελέτες σαν εκείνες του Έμπινγκχαους, όχι στον ανθρώπινο νου, αλλά στην ανθρώπινη κοινωνία. Το ερώτημα ήταν απλό: ποια μοτίβα χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο «ξεχνάει» ο ίδιος ο κόσμος – τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα και οι αναφορές σε πράγματα ξεθωριάζουν με τον χρόνο; Οι Άντερσον και Σκούλερ ανέλυσαν τρία ανθρώπινα περιβάλλοντα: πρωτοσέλιδα των Νew York Times, ηχογραφήσεις γονιών που μιλούν στα παιδιά τους, και τα εισερχόμενα του προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Άντερσον. Και στα τρία αυτά πεδία, διαπίστωσαν ότι μια λέξη είναι πιθανότερο να επανεμφανιστεί ακριβώς μετά την προηγούμενη χρήση της, και η πιθανότητα επανεμφάνισής της μειώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Με άλλα λόγια, η ίδια η πραγματικότητα έχει μια στατιστική δομή που προσομοιάζει στην καμπύλη του Έμπινγκχαους. Αυτό οδηγεί σε ένα αξιοσημείωτο συμπέρασμα. Αν τα πράγματα ξεθωριάζουν στον νου μας με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο φθίνει η χρήση των πραγμάτων γύρω μας, τότε ίσως να υπάρχει πράγματι μια πολύ καλή εξήγηση για την καμπύλη λήθης του Έμπινγκχαους – συγκεκριμένα, ότι ο νους μας είναι τέλεια συντονισμένος με τον κόσμο, καθιστώντας διαθέσιμα ακριβώς τα πράγματα που είναι πιθανότερο να χρειαστούν.
Εστιάζοντας στη χρονική διάσταση, η πρόχειρη αποθήκευση μας δείχνει ότι η μνήμη περιλαμβάνει αναπόφευκτους συμβιβασμούς, και έχει κατά μία έννοια έναν χαρακτήρα «μηδενικού αθροίσματος». Δεν μπορούμε να έχουμε όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης πάνω στο γραφείο μας, όλα τα προϊόντα στη βιτρίνα του καταστήματος, όλες τις ειδήσεις στο πάνω μισό του πρωτοσέλιδου, όλα τα έγγραφα στην κορυφή του σωρού. Και, αντίστοιχα, δεν μπορούμε να έχουμε όλα τα γεγονότα ή τα πρόσωπα ή τα ονόματα στο προσκήνιο του νου μας.
«Πολλοί έχουν την τάση να πιστεύουν ότι η ανθρώπινη μνήμη είναι κάθε άλλο παρά βέλτιστη», έγραψαν οι Άντερσον και Σκούλερ. «Επισημαίνουν τις πολλές απογοητευτικές αστοχίες της μνήμης. Ωστόσο, αυτές οι επικρίσεις δεν αξιολογούν σωστά την εργασία που καλείται να διεκπεραιώσει η ανθρώπινη μνήμη: την προσπάθεια διαχείρισης ενός τεράστιου αποθέματος αναμνήσεων. Σε οποιοδήποτε σύστημα το οποίο είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση μιας τεράστιας βάσης δεδομένων συμβαίνουν αναπόφευκτα και αποτυχημένες απόπειρες ανάκλησης. Η διατήρηση πρόσβασης σε απεριόριστο πλήθος αντικειμένων απλώς κοστίζει πάρα πολύ».
Η προσέγγιση αυτή έχει οδηγήσει με τη σειρά της σε μια δεύτερη αποκάλυψη σχετικά με την ανθρώπινη μνήμη. Αν αυτοί οι συμβιβασμοί είναι πράγματι αναπόφευκτοι, και ο νους φαίνεται να είναι συντονισμένος με τον βέλτιστο τρόπο με τον κόσμο που μας περιβάλλει, τότε αυτό που αποκαλούμε αναπόφευκτη «έκπτωση νοητικών λειτουργιών» προϊούσης της ηλικίας μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κάτι άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου