Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Αβουλησία

ΑΒΟΥΛΗΣΙΑ (α+βούληση). Από τους ξένους λέγεται εσφαλμένως αβουλία (α+βουλή) (aboulia, aboulie), που κατά λέξη σημαίνει την έλλειψη σκέψεως (απερισκεψία).

Στην Ψυχολογία και την Ψυχιατρική, καλείται η μερική (βλ. ελάττωση της πρωτοβουλίας) ή η παντελής έλλειψη βουλήσεως για δράση και σκέψη, που μπορεί να αναφέρεται στις αντανακλαστικές πράξεις, τις ανασταλτικές, τις κοινωνικές, τις διανοητικές, τις εκφραστικές, τις εσκεμμένες, τις λογικές/σκόπιμες, τις πειραματικές και τις προοδευτικές. Πρόκειται για τη μηδενική ή ελάχιστη ένταση της προσπάθειας
και της καταβολής κόπου ή δύναμης για ένα προσδιορισμένο στόχο.

Ο πάσχων από αβουλησία δεν αισθάνεται ηδονή πράττοντας ένα έργο, ούτε και μπορεί να αποφασίσει ή πράξει κάτι, αν και εναργώς κατανοεί την ανάγκη γι’ αυτό.

Η αβουλησία, ως κατάσταση πρόσκαιρης αδυναμίας τής παρόρμησης ή εσκεμμένη απουσία τής πρόθεσης ή της διάθεσης και της τάσης για δράση, θα πρέπει να διακρίνεται της έλλειψης οποιασδήποτε δράσης τού ατόμου (βλ. απραξία και απάθεια), όπως επίσης και της «διψυχίας», «ουδετερότητας», αμφιβολίας, βραδυβουλίας (όπου η απόφαση βραδύνει να ληφθεί) και δυσβουλίας (όπου η απόφαση λαμβάνεται μετά από μακρά διαδικασία). Έτσι, η πάθηση αυτή μοιάζει με το φαινόμενο της αμφίτασης (Ambitendenz).

Η νόσος τής αβουλησίας αποτελεί το άλλο άκρο τού ορμησιακού (ή ενστικτώδους) τύπου ανθρώπων, όπως και της έλλειψης ικανότητας λήψης αποφάσεων για ένα συγκεκριμένο τρόπο ή δρόμο δράσης. Ιδιαίτερα, ο σχιζοφρενής, επειδή διακατέχεται ταυτόχρονα από πολυπληθείς ορμές, δεν «ξέρει πια τι θέλει» και επομένως δεν μπορεί να καταλήξει σε μία απόφαση.

Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ρήτορες (Δημόκριτος, Πιττακός, Δημοσθένης, Ισοκράτης κ.ά.), στηλίτευσαν τόσο την αβουλία, όσο και την αβουλησία.

Η αβουλησία διακρίνεται στα εξής είδη: α) αβουλησία εκλογής (διανοητική αβουλησία), β) αβουλησία για την εκτέλεση (της απόφασης) μιας πράξης και γ) αβουλησία αντιστάσεως, που συνίσταται στη μη συμμόρφωση διαφόρων (πολιτισμικών, υγιεινών, ηθικών, κοινωνικών, θρησκευτικών κ.λπ.) απαγορεύσεων, η οποία συνήθως απαντά σε ακρατείς και φιλήδονες φύσεις.

Εξάλλου, η αβουλησία μπορεί να διαχωριστεί γενικώς στις εξής δύο μορφές:  α) την αβουλησία μόνο για ορισμένη κατηγορία αποφάσεων και πράξεων, όπου παρατηρείται αμφιταλάντευση, διστακτικότητα, αναποφασιστικότητα και αναβλητικότητα, πάθη για τα οποία ως αιτία θεωρείται η παροδική και περιοδική διαταραχή τού θυμικού (βλ. διχόθυμο), και β) την εκ φύσεως και καθ’ έξη παντελή έλλειψη βουλήσεως.

Η αβουλησία οφείλεται σε εγκεφαλικά τραύματα, νευρολογικό έλλειμμα, υπολειτουργία τού συστήματος των εσωτερικών αδένων, κατάθλιψη, σχιζοφρένεια, ή στη δυσλειτουργία των ορμών, κινήτρων και ελατηρίων τού ανθρώπου (που σχετίζονται με κοινωνικά-περιβαλλοντικά αίτια). Για τους Αρχαίους Έλληνες, ως αιτία τής αβουλησίας θεωρείτο η έλλειψη επαρκούς μορφώσεως, έτσι ώστε πολλές φορές ταυτιζόταν με την αγνωσία αλλά και την αθεΐα.

Συχνά, η αβουλησία συνοδεύεται από μελαγχολία, αγχώδεις καταστάσεις, κάποτε δε από αναισθησία, παθητικότητα, αδιαφορία, ασυνειδησία και φοβία. Οι ψυχοπαθείς με ασθενή βούληση γίνονται άθυρμα στα χέρια ξένων επιδράσεων. Από τον «εύριπο» (άβουλο άνθρωπο) δεν είναι δυνατόν να αναμένουμε γενναίες και αποφασιστικές πράξεις, όπως και απόλυτη ευθυγράμμιση στις απαιτήσεις και τους
κανόνες τής Ηθικής. Γι’ αυτό, η Παιδαγωγική προσπαθεί ―και οφείλει― να καταπολεμεί την αβουλησία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου