Όσο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπόλη, έγραψε ιστορία για τους αυτοκράτορες Ρωμανό Β΄, Νικηφόρο Β΄, Ιωάννη Τσιμισκή και τα πρώτα χρόνια του Βασίλειου Β΄. Συχνά υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που κατέγραψε.Το συγγραφικό στυλ του Λέοντα έχει χαρακτηριστεί «κλασικό» καθώς χρησιμοποίησε γλώσσα παρόμοια με αυτή του Ομήρου και άλλων παλαιών Ελλήνων συγγραφέων.
Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση - αν και γνωστό -, είναι ότι οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και πολίτες αναφέρονται ήδη τον 10ο μ.Χ. αιώνα, αποκλειστικά και μόνο ως «Ρωμαίοι» (εξού και το πολύ πρόσφατο Ρωμιός), ενώ στις ελάχιστες φορές που αναφέρεται ο όρος «Έλλην» παραπέμπει στο παλαιότερο «παγανιστικό» θρήσκευμα τους, την ειδωλολατρεία δηλαδή, που είναι συνώνυμο των Βαρβάρων.
Αν και ο Λέων απέχει αρκετούς αιώνες από την ειδωλολατρική αρχαιότητα, ας δούμε πως τεκμηριώνει ο ίδιος το φαινόμενο του σεισμού, αλλά και τα επιχειρήματα του σε σχέση με την πλάνη των ειδωλολατρών αρχαίων Ελλήνων για τα αίτια των σεισμών (για πιο λόγο είχε ανάγκη να το κάνει αυτό άραγε αναρωτιέμαι, εφόσον ο «παγανισμός» είχε ήδη από αιώνες παύσει να υφίσταται)...
Αναφέρει λοιπόν:
«Την ίδια χρονιά (965 μ.Χ.) μόλις το θερινό ηλιοστάσιο στρεφόταν πρός το φθινόπωρο, ο Θεός έκαμε σεισμό μέγα, που ισοπέδωσε πόλεις και χτίσματα....
Οι Μαθηματικοί υποστηρίζουν με τις υποθέσεις τους ότι αίτια μίας παρόμοιας μεγάλης δόνησης και κίνησης είναι οι αναθυμιάσεις που βρίσκονται εγκλωβισμένες στα έγκατα της γής και έχουν συμπειστεί σε ορμή καταιγιστική. Επειδή όμως δεν μπορεί να διαφύγει δια μιας η ένταση τους, εξαιτίας της στενότητας των τοιχωμάτων, για τούτο και συνεχώς πυκνώνουν και περιστρέφονται και διασείουν με την σφοδρότητα των κινήσεων τους τις περιββάλουσες κοιλότητες, κλονίζοντας οτιδήποτε βρίσκεται πάνω και γύρω τους, μέχρις ότου διαπεράσουν τα τειχώματα που μέχρι τότε τις εμπόδιζαν να εξέλθουν πρός τα έξω.
Αυτά όμως παραμυθολογεί η φαντασιοκοπία των (αρχαίων) Ελλήνων (τω θρήσκευμα) που εξηγεί τα πάντα σύμφωνα με τις δικές της αντιλήψεις. Εγώ όμως, ενστερνιζόμενος τον Θεοπνευστο Δαβίδ (!) θα έλεγα ότι μία τόσο μεγάλη δόνηση αποτελεί επιφάνεια πρός εμάς του Θεού, που κρατάει το μάτι άγρυπνο πάνω από τα ανθρώπινα πράγματα, - όσα διαπράτονται κατά πράβασιν των Θείων εντολών – μήπως έτσι οι θνητοί φοβηθούν και απόσχουν από φαύλα έργα τελώντας πράξεις αξιέπαινες..!!!»
Αφορμής δωθείσης λοιπόν, ας εξετάσουμε τι πίστευαν στην Αρχαία Ελλάδα. Στην αρχαία Ελλάδα λοιπόν, οι πολλοί ο «λαουτζίκος» δηλαδή, πίστευε πως τον σεισμό τον προκαλούσε ο Θεός ο Ποσειδώνας.
Στην αρχαία Ελλάδα όμως ταυτόχρονα αναπτύχθηκε ο ορθολογισμός, η Φιλοσοφία και η επιστήμη. Κατ’ αυτό τον τρόπο η αναζήτηση της αλήθειας γύρω από το πρόσωπο και τη φύση του Θεού ήταν ότι σημαντικότερο για τον αρχαίο Έλληνα Φιλόσοφο σε αντιδιαστολή με το μεταγενέστερο «πίστευε και μη ερεύνα».
Ο Πλούταρχος για παράδειγμα στα «Ηθικά - περί δεισιδαιμονίας» και «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», υποστήριζε ότι η μελέτη και η έρευνα γύρω από την θεία φύση είναι σημαντικότερη ακόμα και από την ανάληψη ιερατικών καθηκόντων.
Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ο άνθρωπος, που ενώ δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού είναι θρήσκος τότε θα καταλήξει στην δεισιδαιμονία...
Για τούτο η αναζήτηση της αλήθειας, και μάλιστα αυτή που αναφέρεται στους θεούς, είναι έντονη ορμή προς τη θεότητα. Η σχετική μάθηση και η έρευνα είναι όμοια κατά κάποιο τρόπο με ανάληψη ιερών καθηκόντων και έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς…
Είναι φοβερό το σκοτάδι της δεισιδαιμονίας και όταν καταλάβει τον άνθρωπο ενσπείρει σ' αυτόν λογισμούς σύγχυσης και τύφλωσης και μάλιστα σε πράγματα που είναι απαραίτητοι οι συλλογισμοί....
Η Αθεΐα ευνοεί το μη αγαθόν, ενώ η δεισιδαιμονία εκλαμβάνει το καλό ως κακό. Στον δεισιδαίμονα και το πιο αμελητέο κακό να συμβεί, κάθεται και οικοδομεί επάνω στην λύπη, επιπλέον πάθη τα οποία είναι και σκληρότερα, από τα οποία δεν είναι εύκολη η απαλλαγή. Δεν κατηγορεί τον εαυτό του για την άγνοια, αλλά τον θεό γι' αυτά που του συμβαίνουν, ενώ θα έπρεπε σε κάθε αναποδιά να προσπαθήσει να επανορθώσει αντί να πει την ήταν θέλημα θεού».
O Επίκουρος αναφέρει για την προέλευση των φυσικών φαινομένων
Επίκουρος, Επιστολές προς προς Πυθοκλή και Ηρόδοτο, 76 κ. εξ:
«Να θυμάσαι ότι η μελέτη των ουράνιων φαινομένων δεν έχει άλλο σκοπό… από την αταραξία και τη βέβαιη πίστη... Ηλιοστάσια, εκλείψεις, ανατολές και δύσεις κ.ο.κ. συμβαίνουν «χωρίς την αρωγή ή τη διαταγή» των θεών, και η τακτικότητα των φαινομένων στον ουρανό οφείλεται στη διευθέτηση των ατόμων και όχι στον θεό…
H λίγωση της σελήνης και ξανά το γέμισμά της μπορεί να προκαλείται από την περιστροφή της ή, επίσης, από τους σχηματισμούς του αέρα ή, πάλι, από την παρεμβολή άλλων σωμάτων, ή με κάποιον άλλο από τους τρόπους με τους οποίους τα επίγεια φαινόμενα μας κατευθύνουν να εξηγήσουμε ένα τέτοιο γεγονός, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εγκλωβίζεται κανείς στη μέθοδο της μίας και μοναδικής εξήγησης ώστε να απορρίπτει αδικαιολόγητα τις άλλες χωρίς πρώτα να έχει εξετάσει τι μπορεί -και τι δεν μπορεί- να ερευνήσει ο άνθρωπος.» Ο Πορφύριος στα έργα του Κατά Χριστιανών και περί αγαλμάτων αναφέρει πως όποιος σέβεται τους θεούς δεν τους ταυτίζει με το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα αγάλματά τους. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει:
Είναι φοβερό το σκοτάδι της δεισιδαιμονίας και όταν καταλάβει τον άνθρωπο ενσπείρει σ' αυτόν λογισμούς σύγχυσης και τύφλωσης και μάλιστα σε πράγματα που είναι απαραίτητοι οι συλλογισμοί....
Η Αθεΐα ευνοεί το μη αγαθόν, ενώ η δεισιδαιμονία εκλαμβάνει το καλό ως κακό. Στον δεισιδαίμονα και το πιο αμελητέο κακό να συμβεί, κάθεται και οικοδομεί επάνω στην λύπη, επιπλέον πάθη τα οποία είναι και σκληρότερα, από τα οποία δεν είναι εύκολη η απαλλαγή. Δεν κατηγορεί τον εαυτό του για την άγνοια, αλλά τον θεό γι' αυτά που του συμβαίνουν, ενώ θα έπρεπε σε κάθε αναποδιά να προσπαθήσει να επανορθώσει αντί να πει την ήταν θέλημα θεού».
O Επίκουρος αναφέρει για την προέλευση των φυσικών φαινομένων
Επίκουρος, Επιστολές προς προς Πυθοκλή και Ηρόδοτο, 76 κ. εξ:
«Να θυμάσαι ότι η μελέτη των ουράνιων φαινομένων δεν έχει άλλο σκοπό… από την αταραξία και τη βέβαιη πίστη... Ηλιοστάσια, εκλείψεις, ανατολές και δύσεις κ.ο.κ. συμβαίνουν «χωρίς την αρωγή ή τη διαταγή» των θεών, και η τακτικότητα των φαινομένων στον ουρανό οφείλεται στη διευθέτηση των ατόμων και όχι στον θεό…
H λίγωση της σελήνης και ξανά το γέμισμά της μπορεί να προκαλείται από την περιστροφή της ή, επίσης, από τους σχηματισμούς του αέρα ή, πάλι, από την παρεμβολή άλλων σωμάτων, ή με κάποιον άλλο από τους τρόπους με τους οποίους τα επίγεια φαινόμενα μας κατευθύνουν να εξηγήσουμε ένα τέτοιο γεγονός, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εγκλωβίζεται κανείς στη μέθοδο της μίας και μοναδικής εξήγησης ώστε να απορρίπτει αδικαιολόγητα τις άλλες χωρίς πρώτα να έχει εξετάσει τι μπορεί -και τι δεν μπορεί- να ερευνήσει ο άνθρωπος.» Ο Πορφύριος στα έργα του Κατά Χριστιανών και περί αγαλμάτων αναφέρει πως όποιος σέβεται τους θεούς δεν τους ταυτίζει με το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα αγάλματά τους. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει:
«Θα απευθύνω τον λόγο μου σε όσους είναι θεμιτό, κλείστε τις θύρες στους βέβυλους, δεχόμενος αυτά τα νοήματα σοφίας του Θεολόγου (αναφέρεται στον Ορφέα), αναφέρομαι σε όσους υποδούλωσαν τον Θεό και τις δυνάμεις του Θεού, με σύμφυτες προς την αίσθηση εικόνες αποτυπώνοντας τα αόρατα σε ορατά δημιουργήματα, τα οποία σαν ένα είδος ανοικτών βιβλίων περιγράφουν τις βασικές γνώσεις για τους θεούς σε όσους γνωρίζουν να τα διαβάζουν. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι αμαθέστατοι των ανθρώπων θεωρούν τα αγάλματα ξύλα και πέτρες, αφού και τα γράμματα έτσι τα θεωρούν οι ανόητοι, βλέποντας τις ενεπίγραφες στήλες σαν απλές πέτρες, τις πινακίδες σαν ξύλα και τα βιβλία σαν υφασμένο πάπυρο..
Ότι οι πρόγονοι των Ελλήνων δημιούργησαν τους ναούς και τα αγάλματα που τους διακοσμούν για την διαρκή υπενθύμιση των. Με αυτόν τον τρόπο επέτρεπαν στους παρεβρισκομένους να ανάγονται στην έννοια του θεού και να ζητούν από αυτούς ό,τι έχουν ανάγκη μέσω προσευχής και ικεσίας...
Οι άνθρωποι αποτύπωσαν τους θεούς με ανθρώπινη μορφή γιατί το θείο είναι λογικό και τους απέδωσαν ωραιότητα γιατί το κάλλος σε εκείνους είναι άφθαρτο...
Ότι οι πρόγονοι των Ελλήνων δημιούργησαν τους ναούς και τα αγάλματα που τους διακοσμούν για την διαρκή υπενθύμιση των. Με αυτόν τον τρόπο επέτρεπαν στους παρεβρισκομένους να ανάγονται στην έννοια του θεού και να ζητούν από αυτούς ό,τι έχουν ανάγκη μέσω προσευχής και ικεσίας...
Οι άνθρωποι αποτύπωσαν τους θεούς με ανθρώπινη μορφή γιατί το θείο είναι λογικό και τους απέδωσαν ωραιότητα γιατί το κάλλος σε εκείνους είναι άφθαρτο...
Επειδή το θείον είναι φωτοειδές και διαχέεται διαρκώς μέσα στο αιθέριο πυρ, και είναι αφανές στην αίσθηση εκείνων που έχουν στραμμένες τις φροντίδες τους αποκλειστικά στα πράγματα της θνητής ζωής, οι αγαλματοποιοί χρησιμοποίησαν αφ' ενός μεν την διαυγή ύλη, όπως το κρύσταλλο ή τον πάριο λίθο ή το ελεφαντόδοντο για να αναχθούν στην διανόηση του πυρός και στην ιδιότητα του αμόλυντου που αυτός έχει, διότι ο χρυσός δεν μολύνεται.
Άλλοι πάλι, θέλοντας να δηλώσουν το αφανές της ουσίας του Θεού, χρησιμοποίησαν μέλανα λίθο. Αποτύπωσαν τους Θεούς με ανθρώπινη μορφή διότι το Θείον είναι λογικό και τους απέδωσαν ωραιότητα διότι το κάλλος σε κείνους είναι άφθαρτο. Χρησιμοποίησαν δε διάφορες μορφές και ηλικίες, καθέδρες, στάσεις και αμφιέσεις, άλλους Θεούς τους παρουσίασαν αρσενικούς και άλλους θηλυκούς , άλλους παρθένους και εφήβους, άλλους εγγάμους, προκειμένου να παραστήσουν τις μεταξύ τους διαφορές. Έτσι κάθε τι το λευκό το απέδωσαν στους Ουράνιους Θεούς.
Τη Σφαίρα και όλα τα σφαιρικά πράγματα τα απέδωσαν ιδίως στον Κόσμο, στον Ήλιο και τη Σελήνη, κι εκεί όπου υπάρχει τύχη και ελπίδα. Τον Κύκλο και όλα τα κυκλικά πράγματα τα απέδωσαν στον Χρόνο και τις ουράνιες κινήσεις, στις ζώνες και στους κύκλους που εμπεριέχει ο ουρανός, ενώ τα τμήματα του Κύκλου τα απέδωσαν στους μετασχηματισμούς της Σελήνης. Τις πυραμίδες και τους οβελίσκους τις αφιέρωσαν στην ουσία του πυρός και, γι' αυτό, κατ' εξοχήν στους Ολύμπιους Θεούς. Στον Ήλιο αφιέρωσαν τον Κώνο, στη Γη τον Κύλινδρο, για την σπορά και την γέννηση καθιέρωσαν τον Φαλλό και για το γυναικείο αιδοίο το τριγωνικό σχήμα...
Αν θέλαμε να διακρίνουμε αδρομερώς την ανθρωπότητα, θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να πούμε ότι διαιρείται σε τρεις κατηγορίες: Σε αυτούς που φτιάχνουν αγάλματα, σε αυτούς που τα καταστρέφουν και στο επαμφοτερίζον πλήθος. Με άλλα λόγια: στους Δημιουργούς, τους Καταστροφείς και τους Αδιάφορους. Το επαμφοτερίζον πλήθος είναι που κάνει τη ζυγαριά να γέρνει πότε από τη μια και πότε προς την άλλη κατεύθυνση. Δημιουργικότητα και καταστροφικότητα φαίνεται πως έχουν κοινή ενεργειακή βάση, αλλά εντελώς διαφορετική πορεία. Η πρώτη είναι δρόμος, ενώ η δεύτερη σύνδρομο. Συχνά η ανικανότητα προς δημιουργία «δημιουργεί» ικανότητα προς καταστροφή.»
Ο Δίων Χρυσόστομος στο Περί Βασιλείας εξηγεί επίσης για ποιό λόγω η τέχνη της αγαλματοποιητικής επέλεξε την ανθρώπινη μορφή:
Άλλοι πάλι, θέλοντας να δηλώσουν το αφανές της ουσίας του Θεού, χρησιμοποίησαν μέλανα λίθο. Αποτύπωσαν τους Θεούς με ανθρώπινη μορφή διότι το Θείον είναι λογικό και τους απέδωσαν ωραιότητα διότι το κάλλος σε κείνους είναι άφθαρτο. Χρησιμοποίησαν δε διάφορες μορφές και ηλικίες, καθέδρες, στάσεις και αμφιέσεις, άλλους Θεούς τους παρουσίασαν αρσενικούς και άλλους θηλυκούς , άλλους παρθένους και εφήβους, άλλους εγγάμους, προκειμένου να παραστήσουν τις μεταξύ τους διαφορές. Έτσι κάθε τι το λευκό το απέδωσαν στους Ουράνιους Θεούς.
Τη Σφαίρα και όλα τα σφαιρικά πράγματα τα απέδωσαν ιδίως στον Κόσμο, στον Ήλιο και τη Σελήνη, κι εκεί όπου υπάρχει τύχη και ελπίδα. Τον Κύκλο και όλα τα κυκλικά πράγματα τα απέδωσαν στον Χρόνο και τις ουράνιες κινήσεις, στις ζώνες και στους κύκλους που εμπεριέχει ο ουρανός, ενώ τα τμήματα του Κύκλου τα απέδωσαν στους μετασχηματισμούς της Σελήνης. Τις πυραμίδες και τους οβελίσκους τις αφιέρωσαν στην ουσία του πυρός και, γι' αυτό, κατ' εξοχήν στους Ολύμπιους Θεούς. Στον Ήλιο αφιέρωσαν τον Κώνο, στη Γη τον Κύλινδρο, για την σπορά και την γέννηση καθιέρωσαν τον Φαλλό και για το γυναικείο αιδοίο το τριγωνικό σχήμα...
Αν θέλαμε να διακρίνουμε αδρομερώς την ανθρωπότητα, θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να πούμε ότι διαιρείται σε τρεις κατηγορίες: Σε αυτούς που φτιάχνουν αγάλματα, σε αυτούς που τα καταστρέφουν και στο επαμφοτερίζον πλήθος. Με άλλα λόγια: στους Δημιουργούς, τους Καταστροφείς και τους Αδιάφορους. Το επαμφοτερίζον πλήθος είναι που κάνει τη ζυγαριά να γέρνει πότε από τη μια και πότε προς την άλλη κατεύθυνση. Δημιουργικότητα και καταστροφικότητα φαίνεται πως έχουν κοινή ενεργειακή βάση, αλλά εντελώς διαφορετική πορεία. Η πρώτη είναι δρόμος, ενώ η δεύτερη σύνδρομο. Συχνά η ανικανότητα προς δημιουργία «δημιουργεί» ικανότητα προς καταστροφή.»
Ο Δίων Χρυσόστομος στο Περί Βασιλείας εξηγεί επίσης για ποιό λόγω η τέχνη της αγαλματοποιητικής επέλεξε την ανθρώπινη μορφή:
Τον νου και την φρόνηση αυτή καθαυτή δεν είναι ικανός να απεικονίσει κανένας, ούτε αγαλματοποιός, ούτε ζωγράφος διότι τέτοιες δυνάμεις είναι αόρατες και παντελώς άγνωστες σε όλους. Έτσι, καταφεύγουμε στο ανθρώπινο σώμα στο οποίο οτιδήποτε αποδίδουμε δεν υπονοείται απλώς, αλλά και αναγνωρίζεται. Και επειδή το θεωρούμε ως σκεύος φρονήσεως και λόγου το συνδέουμε με τον θεό, λόγω ελλείψεως και απουσίας άλλου παραδείγματος αυτών, επιζητώντας να δείξουμε με το φανερό και απεικονιζόμενο το αφανές και το ανεικονικό, χρησιμοποιώντας το ανθρώπινο σώμα σαν σύμβολο δυνάμεων.»
Ως επίλογο θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του τελευταίου «παγανιστή» αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του ''αποστάτη'' 4ο μ.χ.
«Όταν αντικρίζουμε τα αγάλματα των θεών, ας μην τα βλέπουμε σαν σκέτες πέτρες ή ξύλα, αλλά ούτε να θεωρούμε πως είναι οι ίδιοι οι θεοί. Βέβαια, και τις εικόνες των βασιλιάδων δεν τις λέμε ξύλο και πέτρα και χαλκό αλλά ούτε και βασιλιάδες -εικόνες των βασιλέων τις λέμε. Όποιος λοιπόν αγαπά τον βασιλιά, βλέπει με ευχαρίστηση την εικόνα του, όπως και όποιος αγαπά το παιδί του βλέπει μ' ευχαρίστηση την εικόνα του παιδιού και όποιος αγαπά τον πατέρα του, την εικόνα του πατέρα· όποιος λοιπόν αγαπάει τους θεούς, αντικρίζει με ευχαρίστηση τα αγάλματα και τις εικόνες των θεών, νιώθοντας την ίδια στιγμή σεβασμό και ρίγος καθώς τον βλέπουν, αόρατοι, οι θεοί.
Αν τώρα κάποιος νομίζει πως αυτά τα αγάλματα δεν μπορούν να καταστραφούν επειδή κάποτε ονομάστηκαν εικόνες των θεών, θα τον θεωρήσω τελείως άμυαλο· γιατί θα 'πρεπε τότε να μην είχαν φτιαχτεί από ανθρώπινα χέρια. Είναι άλλωστε δυνατόν, ένας άθλιος και αμαθής άνθρωπος να καταστρέψει το έργο ενός καλού και σοφού· όμως τα ζωντανά αγάλματα που έφτιαξαν οι θεοί από την αόρατη ουσία τους, εκείνες δηλαδή οι θεότητες (τα Ουράνια σώματα) που περιφέρονται κυκλικά στον ουρανό, μένουν στον αιώνα τον άπαντα. Ας μην χάνει λοιπόν κανείς την πίστη του στους θεούς, επειδή βλέπει και ακούει ότι κάποιοι φέρθηκαν υβριστικά προς τα αγάλματα και τους ναούς...
Να μη σας ξεγελάει λοιπόν κανείς με τα λόγια ούτε να σας κλονίζει την πίστη στην πρόνοια. Κι εκείνοι που σας χλευάζουν γι' αυτά, δηλαδή οι Ιουδαίοι προφήτες, τι έχουν να πούνε για τον ναό τους που τρεις φορές γκρεμίστηκε κι ακόμα δεν έχει ανεγερθεί; Δεν το 'πα αυτό χλευαστικά, εγώ που πρώτος ύστερα από τόσα χρόνια σκέφτηκα να τον ανοικοδομήσω προς τιμήν του θεού που λατρευόταν σ' αυτόν· χρησιμοποίησα το παράδειγμα θέλοντας να δείξω ότι κανένα ανθρώπινο έργο δεν είναι άφθαρτο και ότι οι προφήτες που έγραφαν τέτοια πράγματα παραληρούσαν, συντροφιά με ξεκουτιασμένες γριούλες».
Ο δε Σαλλούστιος σύμβουλος και προσωπικός φίλος του Ιουλιανού ιστορικός (θεωρείται για τους Ρωμαίους ότι και ο Θουκυδίδης για τους Έλληνες) και πολιτικός, στο έργο του περί Θεών και κόσμου εξηγεί γιατί τιμούσαν τους Θεούς αφού δεν είχαν ανάγκη τίποτα.
Ως επίλογο θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του τελευταίου «παγανιστή» αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του ''αποστάτη'' 4ο μ.χ.
«Όταν αντικρίζουμε τα αγάλματα των θεών, ας μην τα βλέπουμε σαν σκέτες πέτρες ή ξύλα, αλλά ούτε να θεωρούμε πως είναι οι ίδιοι οι θεοί. Βέβαια, και τις εικόνες των βασιλιάδων δεν τις λέμε ξύλο και πέτρα και χαλκό αλλά ούτε και βασιλιάδες -εικόνες των βασιλέων τις λέμε. Όποιος λοιπόν αγαπά τον βασιλιά, βλέπει με ευχαρίστηση την εικόνα του, όπως και όποιος αγαπά το παιδί του βλέπει μ' ευχαρίστηση την εικόνα του παιδιού και όποιος αγαπά τον πατέρα του, την εικόνα του πατέρα· όποιος λοιπόν αγαπάει τους θεούς, αντικρίζει με ευχαρίστηση τα αγάλματα και τις εικόνες των θεών, νιώθοντας την ίδια στιγμή σεβασμό και ρίγος καθώς τον βλέπουν, αόρατοι, οι θεοί.
Αν τώρα κάποιος νομίζει πως αυτά τα αγάλματα δεν μπορούν να καταστραφούν επειδή κάποτε ονομάστηκαν εικόνες των θεών, θα τον θεωρήσω τελείως άμυαλο· γιατί θα 'πρεπε τότε να μην είχαν φτιαχτεί από ανθρώπινα χέρια. Είναι άλλωστε δυνατόν, ένας άθλιος και αμαθής άνθρωπος να καταστρέψει το έργο ενός καλού και σοφού· όμως τα ζωντανά αγάλματα που έφτιαξαν οι θεοί από την αόρατη ουσία τους, εκείνες δηλαδή οι θεότητες (τα Ουράνια σώματα) που περιφέρονται κυκλικά στον ουρανό, μένουν στον αιώνα τον άπαντα. Ας μην χάνει λοιπόν κανείς την πίστη του στους θεούς, επειδή βλέπει και ακούει ότι κάποιοι φέρθηκαν υβριστικά προς τα αγάλματα και τους ναούς...
Να μη σας ξεγελάει λοιπόν κανείς με τα λόγια ούτε να σας κλονίζει την πίστη στην πρόνοια. Κι εκείνοι που σας χλευάζουν γι' αυτά, δηλαδή οι Ιουδαίοι προφήτες, τι έχουν να πούνε για τον ναό τους που τρεις φορές γκρεμίστηκε κι ακόμα δεν έχει ανεγερθεί; Δεν το 'πα αυτό χλευαστικά, εγώ που πρώτος ύστερα από τόσα χρόνια σκέφτηκα να τον ανοικοδομήσω προς τιμήν του θεού που λατρευόταν σ' αυτόν· χρησιμοποίησα το παράδειγμα θέλοντας να δείξω ότι κανένα ανθρώπινο έργο δεν είναι άφθαρτο και ότι οι προφήτες που έγραφαν τέτοια πράγματα παραληρούσαν, συντροφιά με ξεκουτιασμένες γριούλες».
Ο δε Σαλλούστιος σύμβουλος και προσωπικός φίλος του Ιουλιανού ιστορικός (θεωρείται για τους Ρωμαίους ότι και ο Θουκυδίδης για τους Έλληνες) και πολιτικός, στο έργο του περί Θεών και κόσμου εξηγεί γιατί τιμούσαν τους Θεούς αφού δεν είχαν ανάγκη τίποτα.
«Εδώ λύνεται το θέμα σχετικά με τις θυσίες και τις άλλες τιμές που αποδίδονται στους Θεούς. Το ίδιο το Θείο δεν έχει καμία ανάγκη και οι τιμές προσφέρονται για δική μας ωφέλεια. Η πρόνοια των Θεών φθάνει παντού και χρειάζεται μόνο κάποια ικανότητα για την υποδοχή της. Κάθε ικανότητα επιτυγχάνεται από τη μίμηση και την ομοιότητα. Για αυτό τον λόγο οι ναοί κτίσθηκαν προς μίμηση του ουρανού, οι βωμοί μιμούνται τη γη, τα αγάλματα τη ζωή (για αυτό πλάσθηκαν σαν ζωντανά όντα), οι ευχές το νοερό, τα μυστηριακά γράμματα (χαρακτήρες) τις άρρητες ουράνιες δυνάμεις, τα βότανα και οι λίθοι την ύλη, και τα θυσιαζόμενα ζώα την άλογη ζωή μέσα μας . Από όλα αυτά οι Θεοί δεν κερδίζουν τίποτα. Τί κέρδος να έχουν οι Θεοί; Εμείς κερδίζουμε την επικοινωνία μαζί τους».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου