Στις 24 Οκτωβρίου 1918 ξεσπά στην Ρωσία η μεγάλη ένοπλη Εργατική Επανάσταση. Στις 25 Οκτωβρίου 1918 σχηματίζεται το πρώτο συμβούλιο των επιτροπών του λαού (Σοβιέτ) και η Ρωσία μετατρέπεται πλέον σε Σοβιετική Ένωση.
Οι ηγέτες της Ρωσικής ‘Επανάστασης’ περιμένουν ότι η Επανάσταση θα μεταδοθεί σαν πυρκαγιά και σε όλες τις άλλες δυτικές χώρες (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ κ.λπ.). Αλλά η ‘επανάσταση’ των μπολσεβίκων δεν επεκτάθηκε. Οι λαοί της Δύσης αδιαφόρησαν για τον μποσελβικισμό. Το 1922 με πρωτοβουλία του Λένιν διοργανώθηκε στο Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς στην Μόσχα μια συγκέντρωση με θέμα: «Γιατί η ‘επανάσταση’ δεν εξαπλώνεται και τι πρέπει να γίνει».
Μεταξύ των παρευρισκόμενων ήταν ο György Lukács, (1885-1971) Ουγγροεβραίος αριστοκράτης γιος τραπεζίτη και νο2 θεωρητικός του Μαρξισμού μετά τον ίδιο τον Μαρξ. Υπήρξε ένας από τους κύριους θεωρητικούς του Μαρξισμού των δυτικών κοινωνιών. Καταδίκασε ως λαθεμένο το Σοσιαλιστικό σύστημα διακυβέρνησης της Σοβιετικής Ένωσης, και ιδιαίτερα την σταλινική περίοδο και τον ίδιο τον σταλινισμό. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό κόμμα, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Καθώς και ο Γουίλι Μούζενμπεγκ ο οποίος πρότεινε ότι «οι διανοούμενοι έπρεπε να οργανωθούν και να υπονομεύσουν τις Δυτικές Κοινωνίες από μέσα ώστε να φανεί ότι ο Δυτικός Πολιτισμός ‘βρωμάει’. Πρέπει να καταστραφούν οι δομές και οι αξίες του Δυτικού πολιτισμού έτσι ώστε να είναι εύκολη η επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου στις Δυτικές χώρες».
Ο Λένιν πέθανε το 1924 και ο Στάλιν εξεδίωξε τους Λούκατς, Μούζενμπεγκ και τους υποστηρικτές τους. Ο Λούκατς εγκαταστάθηκε στην Γερμανία όπου προέδρευσε στην πρώτη συνεδρίαση μιας ομάδας κομμουνιστών ψυχολόγων και κοινωνιολόγων. Στην ουσία ήταν η ίδρυση της Σχολής της Φρανκφούρτης, ονομάσθηκε “School of Frankfurt” για να περιγράψει όλους τους νεομαρξιστές θεωρητικούς που συνδέονται με το ‘Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών’ του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης.
Η Φρανκφούρτη είναι το κάστρο της οικογένειας Ρότσιλντ. Το έμβλημα της πόλης είναι η «κόκκινη ασπίδα» -Ρότσιλντ- κι εκεί εδρεύει το Γερμανικό Χρηματιστήριο και η Μπούντεσμπανκ ή Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας κι όχι τυχαία βέβαια. Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα δεξαμενή σκέψης (think tank). Η Σχολή της Φρανκφούρτης θεωρεί ότι είναι σαφώς πιο αποτελεσματικός τρόπος η άλωση των Δυτικών Κοινωνιών μέσω του συνδυασμού Μαρξισμού και ψυχολογίας. Η ένωση του Μαρξ και του Φρόιντ ήταν η «μήτρα» ώστε να δημιουργηθεί μια νέα «ιδεολογία» που μπορούσε να σπάσει τις ιδεολογικές αρχές και τις δομές του αστικού κράτους.
Κατά την μεσοπολεμική περίοδο έγιναν πολλές προσπάθειες για να αναπτυχθεί ο μαρξισμός κατά παραγωγικό τρόπο -ανάμεσά τους η κριτική θεωρία κατέχει ξεχωριστή θέση. Δεν ήταν τόσο οι θεωρητικές αρχές της αλλά, κυρίως, οι μεθοδολογικοί της στόχοι που ξεχώρισαν αυτή τη θεωρία από άλλες ανάλογες νεομαρξιστικές προσεγγίσεις. Αυτοί οι στόχοι προήλθαν από μια ανεπιφύλακτη και προγραμματική αναγνώριση των εξειδικευμένων επιστημών.
Η συστηματική χρήση όλων των ερευνητικών κλάδων των κοινωνικών επιστημών στην ανάπτυξη μιας υλιστικής/κομουνιστικής θεωρίας της κοινωνίας ήταν ο κύριος στόχος της κριτικής θεωρίας. Με αυτό τον τρόπο επεδίωκε να ξεπεράσει την μακροχρόνια θεωρητική καθαρότητα του ιστορικού υλισμού και να δημιουργήσει περιθώρια για την δυνατότητα συγχώνευσης της ακαδημαϊκής κοινωνικής επιστήμης με την μαρξιστική θεωρία. Αυτή η αντίληψη του μεθοδολογικού στόχου βρήκε τον πιο ικανό εκπρόσωπό της στο πρόσωπο του Max Horkheimer, ο οποίος ήταν αρκετά «θετικιστής» ώστε να αναγνωρίσει την αξία των εξειδικευμένων επιστημών. Με τον Horkheimer, το σχέδιο ενός διεπιστημονικού διευρυμένου μαρξισμού έφθασε στην ωριμότητά του.
Για να υλοποιηθεί αυτός ο ευρύτατος στόχος, χρειαζόταν ένα διανοητικό κλίμα και μια γεωγραφική θέση που θα προσέλκυαν επιστήμονες διαφορετικών κλάδων αλλά παρόμοιου προσανατολισμού. Επιπλέον, ήταν απαραίτητες οι εγκαταστάσεις μιας Σχολής, που θα επέτρεπαν σε αυτούς τους επιστήμονες να συνεργάζονται κάτω από μία στέγη. Στην Φρανκφούρτη της δεκαετίας του 1920 υπήρχε ένα τέτοιο διανοητικό κλίμα. Με την υποστήριξη μιας πλούσιας αστικής τάξης (Ρότσιλντ) με ‘ανοιχτές’ αντιλήψεις είχαν εμφανιστεί εστίες πολιτισμικής ζωής: το νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο, μια φιλελεύθερη εφημερίδα, ένας ραδιοφωνικός σταθμός με διάθεση για μαρξιστικούς πειραματισμούς και, τέλος, το Freie Jiidische Lehrhaus (Ελεύθερος Εβραϊκός Οίκος Επιμόρφωσης) -σε γενικές γραμμές μια νεομαρξιστική πολιτισμική ζωή που οδήγησε σε μια ασυνήθιστα υψηλή συγκέντρωση παραφύση, διαστρεβλωμένων ιδεών!!
Με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών η Φρανκφούρτη απέκτησε ένα ερευνητικό κέντρο που διέθετε τα οικονομικά και οργανωτικά μέσα για να στηρίξει κοινωνικά επιστημονικά προγράμματα. Σε αυτό το Ινστιτούτο, που ιδρύθηκε με προτροπή του Felix Weil το 1924 και συνδέθηκε με το πανεπιστήμιο, τα πρώτα χρόνια διεξάγονταν έρευνες πάνω στην ιστορία του κομουνισμού.
Έτσι, το 1930, όταν ο Max Horkheimer διορίστηκε διευθυντής του διαδεχόμενος τον Granberg, το Ινστιτούτο αποδείχτηκε δεκτικό στην πρόταση ότι πρέπει να προσφέρει τα μέσα και τις εγκαταστάσεις για την οργανωτική υλοποίηση του προγράμματος μιας διεπιστημονικής θεωρίας της κοινωνίας. Ο Horkheimer χρησιμοποίησε την εναρκτήρια ομιλία του για να παρουσιάσει για πρώτη φορά δημόσια το πρόγραμμα μιας κριτικής θεωρίας της κοινωνίας (Horkheimer: 19725). Στο περιοδικό Zeitschrift fur Sozialforschung (Studies in Philosophy and Social Science, όπως ονομάστηκε στην Αμερική), που άρχισε να εκδίδεται το 1932 και απετέλεσε το κέντρο του νεομαρξιστικού έργου του Ινστιτούτου, ο Horkheimer μαζί με τον Herbert Marcuse προσπάθησαν, στα χρόνια που ακολούθησαν, να αναπτύξουν αυτή την μαρξιστική προσέγγιση.
Η Σχολή της Φρανκφούρτης είναι λοιπόν, μια νεομαρξιστική σχολή κριτικής θεωρίας και κοινωνιολογικής έρευνας/επιβολής. Η ομάδα αναδύθηκε στο Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, όταν ο Μαξ Χορκχάιμερ έγινε ο διευθυντής του Ινστιτούτου το 1930.
Ο όρος «Σχολή της Φρανκφούρτης» είναι δόκιμος όρος και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους μαρξιστές που συνδέονταν με το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα ή επηρεάστηκαν απ’ αυτή. Δεν είναι τίτλος για κάποιον θεσμό και τα μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο για να περιγράψουν τον εαυτό τους.
Αυτό που τους ένωσε ήταν αρχικά η επιθυμία τους να ανανεώσουν τον μαρξισμό με μια κριτική προοπτική και να εξετάσουν αυτό που αποκαλούσαν «θετικισμό» (ή νέο θετικισμό) εκπροσωπούμενο κατά την γνώμη τους από τον Βιτγκενστάϊν, τον Πόπερ, τον κύκλο της Βιέννης και τον αγγλοσαξονικό εμπειρισμό, δηλαδή, κατά την στρεβλή άποψη τους, από την “αναλυτική φιλοσοφία”.
Η Αναλυτική φιλοσοφία είναι είδος φιλοσοφίας το οποίο έγινε κυρίαρχο στις αρχές του 20ου αιώνα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδά, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Σκανδιναβία, η πλειονότητα των φιλοσοφικών σχολών αυτοχαρακτηρίζεται ως τμήματα αναλυτικής. Ο όρος αναλυτική φιλοσοφία μπορεί να αναφέρεται σε διάφορα πράγματα:
*Ως φιλοσοφική πρακτική, χαρακτηρίζεται από την έμφαση στην σαφήνεια της επιχειρηματολογίας, συχνά κάνοντας χρήση της λογικής, ανάλυσης και σε λιγότερο βαθμό των μαθηματικών και φυσικών επιστημών.
*Ως ιστορική εξέλιξη, η αναλυτική φιλοσοφία αναφέρεται σε ορισμένα γεγονότα της φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, τα οποία κατέληξαν να έχουν καθορίσει σημερινές πρακτικές. Κεντρικά πρόσωπα σε αυτή την ανάπτυξη ήταν οι Μπέρτραντ Ράσελ, Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, G. E. Moore, Γκότλομπ Φρέγκε, και οι φιλόσοφοι του λογικού θετικισμού.
Η αναλυτική φιλοσοφία συχνά έρχεται σε αντίθεση με άλλες παραδοσιακές σχολές φιλοσοφίας, όπως ο υπαρξισμός, η φαινομενολογία ή ο Μαρξισμός.
Κυρίαρχη μορφή της Σχολής της Φραγκφούρτης ήταν ο Max Horkheimer, από τις θεωρητικές εργασίες τού οποίου καθορίστηκε το πολιτικό και φιλοσοφικό πρόγραμμα της Σχολής με την ονομασία «κριτική θεωρία». O Horkheimer διηύθυνε τις τύχες του ινστιτούτου για πολλά χρόνια, έχοντας στο πλευρό του τον Friedrich Pollock και τον Theodor Adorno που προσχώρησε στο ινστιτούτο το 1938.
Η Σχολή χρηματοδοτήθηκε από τον Φέλιξ Βέιλ γιο ενός από τους μεγαλύτερους Γερμανοεβραίους Βιομηχάνους. Στην ουσία χρηματοδοτήθηκε από τις οικογένειες Ρότσιλντ, Ροκφέλερ και την Βασιλική οικογένεια της Βρετανίας. Οι ίδιοι εξάλλου μέσω του Τραπεζίτη Μαξ Βάρμπουργκ είχαν χρηματοδοτήσει και την Ρωσική ‘Επανάσταση’ με στόχο να αναλάβουν την έκδοση του Ρωσικού Νομίσματος το Ρούβλι. “Όποιος ελέγχει το νόμισμα, είναι και το αφεντικό μιας χώρας”, όπως λένε.
Οι πολιτικοί δικαστικοί και όλοι οι άλλοι θεσμοί είναι απλώς αναλώσιμοι υπάλληλοι αυτού που ελέγχει την έκδοση του νομίσματος. Ο Χορκχάιμερ είχε ασπασθεί τον «Πολιτιστικό Μαρξισμό» του Λούκατς και μπορούσε να αναπτυχθεί σαν ιδεολογία και να επικρατήσει σιγά-σιγά πολιτιστικά και τρώγοντας σαν σαράκι τις Δυτικές Κοινωνίες.
Πίστευε ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει «συνείδηση» και τρόπο ζωής νεομαρξιστικό στους πολίτες των Δυτικών ανεπτυγμένων οικονομικά κοινωνιών. Έφερε κάποια μέλη στην Σχολή όπως ο Έριχ Φρομ καθώς και έναν νέο μεταπτυχιακό φοιτητή τον Χέρμπερτ Μαρκούζε. Το σημαντικότερο ρόλο όμως θα τον έπαιζε ο Τέοντορ Αντόρνο καθώς και ο Αντόνιο Γκράμσι.
Ο Herbert Marcuse αποσαφήνισε και προχώρησε στην εμβάθυνση του περιεχομένου της ‘Κριτικής Θεωρίας’. Επίσης, ο Erich Fromm σύνδεσε την πολιτική με την ψυχανάλυση. H απειλή του ναζισμού, του μποσελβικισμού του Στάλιν και του αντισημιτισμού, εξανάγκασαν το ινστιτούτο σε εκπατρισμό, αρχικά στην Γενεύη, μετά στο Παρίσι και, τέλος, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, όπου το ινστιτούτο εγκαταστάθηκε το 1934. Με προσωπική εντολή του Στάλιν δολοφονήθηκαν (τελετουργικά) οι περισσότεροι από την Σχολή κι όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στην Νέα Υόρκη.
Στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια η Σχολή της Φρανκφούρτης επιβάλει τις μαρξιστικές απόψεις της χρησιμοποιώντας δύο εργαλεία:
*Την κριτική θεωρία. Είναι η θεωρία να ασκείς στοχευμένη κριτική και να επικρίνεις κάθε θεσμό και σύστημα αξιών της Δυτικής Κουλτούρας αρχής γενομένης από την οικογένεια και τα παραδοσιακά σεξουαλικά ήθη.
*Την πολιτική ορθότητα η οποία είναι η χρήση λέξεων και συμπεριφορών που δεν θεωρούνται «προσβλητικές» για καμία ομάδα ανθρώπων π.χ. η λέξη κίναιδος απορρίπτεται και αντικαθίσταται από την λέξη ομοφυλόφιλος ή γκέι.
Η πάλη των τάξεων μεταξύ προλεταρίων και καπιταλισμών αντικαθίστανται από την τάση μεταξύ καταπιεσμένων ομάδων ανθρώπων με τους καταπιεστές. Η Σχολή της Φρανκφούρτης χρησιμοποιεί τις δήθεν «καταπιεσμένες» ομάδες σαν πολιορκητικό κριό εναντίον του Δυτικού Πολιτισμού.
*Καταπιεσμένες είναι οι γυναίκες οι οποίες όχι μόνο πρέπει να βγουν στην παραγωγή (για να φορολογηθούν) αλλά πρέπει να απελευθερωθούν και σεξουαλικά από τον καταπιεστή άνδρα. Η μήτρα της οικογένειας ή σύζυγος και μητέρα πρέπει να μπορεί να έχει σεξουαλικές σχέσεις ελευθέρια έξω από την οικογένεια.
*Καταπιεσμένη ομάδα ανθρώπων είναι οι γκέι. Πρέπει να έχουν όχι μόνο ισότιμη μεταχείριση αλλά να επιβάλλουν τις αρχές τους στην κοινωνία (γάμοι μεταξύ γκέι, υιοθεσίες παιδιών κ.ά).
*Καταπιεσμένη ομάδα είναι οι χρήστες ναρκωτικών, πρέπει η κοινωνία να αποδεχθεί την ελεύθερη χρήση ναρκωτικών ώστε οι πολίτες να εξαρτηθούν από τις «ουσίες». Έτσι θα είναι πιο ευάλωτοι να αποδεχθούν μια νέα τάξη πραγμάτων. Σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ η χρήση ναρκωτικών είναι σχεδόν ελεύθερη.
*Καταπιεσμένη ομάδα είναι αυτοί που αγαπούν τις σεξουαλικές διαστροφές. Η κοινωνία πρέπει να αποδεχθεί αυτές τις διαστροφές. Στην Ολλανδία υπάρχει κόμμα παιδεραστών που παίρνει μέρος στις εκλογές. Ενώ στην Γερμανία υπάρχουν 150 μπουρδέλα ζώων.
*Οι μετανάστες είναι επίσης μια καταπιεσμένη ομάδα και θα πρέπει να «ομογενοποιηθούν» με τις Δυτικές κοινωνίες, να γίνουν πολυπολιτισμικές. Αυτοί που δημιουργούν τους πολέμους και τους μετανάστες, παρουσιάζονται σαν προστάτες τους. Ακριβώς τα ίδια χειραγωγούμενα θύματα κι αυτοί όπως και οι πολίτες των χωρών υποδοχής τους.
Προσδιορίζοντας ο Marcuse το νόημα της ελευθερίας, (κατά πως τον βόλευε) γράφει ότι η απόκτηση της πραγματικής ελευθερίας πρέπει σήμερα να εκφραστεί με «αρνητικούς όρους», ακριβώς επειδή ζούμε σε μια κοινωνία μονοδιάστατη, καταναγκαστική, που περιορίζει την ελευθερία σε μια δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο πραγμάτων, τα οποία οι κοινωνικοί μηχανισμοί μας έχουν προσδιορίσει. Είναι χαρακτηριστικές οι σκέψεις του πάνω στο θέμα αυτό. Γράφει:
«Οικονομική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση από την οικονομία, απ’ τον καταναγκασμό που ασκείται με τις οικονομικές σχέσεις και δυνάμεις, απελευθέρωση απ’ την καθημερινή πάλη για την ύπαρξη, απαλλαγή απ’ την ανάγκη να κερδίζουμε την ζωή μας. Πολιτική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση απ’ την πολιτική αυτή που πάνω της τα άτομα δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο. Πνευματική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει αποκατάσταση της ατομικής σκέψης, πνιγμένης σήμερα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και θύμα της διαπαιδαγώγησης, κι ακόμη θα πρέπει να σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν κατασκευαστές της “κοινής γνώμης” κι ακόμη και κοινή γνώμη».
Αντί να αναζητά την αποκλειστικότητα της επανάστασης στην εργατική τάξη, τόνισε ότι εν δυνάμει επαναστατικοί φορείς ήταν οι μη ενσωματωμένες στο σύστημα μειονότητες, οι παρείσακτοι και η ριζοσπαστική διανόηση μέσω της διαμόρφωσης της «μεγάλης άρνησης».
Το 1950, ο Max Horkheimer ξαναγύρισε στην Φρανκφούρτη, σηματοδοτώντας μια νέα αρχή για το ινστιτούτο. H Σχολή της Φρανκφούρτης θα χαρακτηριστεί κυρίως, στο εξής, από την προσωπικότητα του Adorno και μετά του Jurgen Habermas. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος δημιούργησαν μια «νέα γενιά» της Σχολής της Φρανκφούρτης, στην οποία ανήκουν παράσιτα όπως ο Alfred Schmidt. H φυγή, το 1971, του Χάμπερμας από την Φρανκφούρτη για το Ινστιτούτο του Στάρνμπεργκ, θεωρήθηκε, προβοκατόρικα, ότι σήμανε και την έκλειψη της Σχολής της Φρανκφούρτης.
Η Σχολή της Φρανκφούρτης συνένωσε διαφωνούντες μαρξιστές, αυστηρούς επικριτές του καπιταλισμού που πίστευαν ότι κάποιοι από τους ιδεολογικούς επιγόνους του Καρλ Μαρξ υποστήριζαν ένθερμα μία επιλεκτική και παραπλανητική ανάγνωση του μαρξιστικού του έργου, με στόχο συνήθως την υπεράσπιση των ορθόδοξων λενινιστικών Κομμουνιστικών Κομμάτων και την επιβολή τους (με την βία) στον Δυτικό κόσμο.
Στην Σχολή επιχειρήθηκε να εξηγηθούν και να επιβληθούν τα κοινωνικά γεγονότα με βάση τις συνθήκες μέσα από τις οποίες αυτά αναδύθηκαν. Για να γίνει αυτό μελετάται μια μεγάλη και πολύπλοκη ποικιλία κοινωνικών φαινόμενων και παραγόντων. Σε αντίθεση με τα θετικιστικά παραδείγματα, εδώ υποστηρίζεται πως η κοινωνία είναι μια ολότητα και η επιστήμη, όπως κάθε πράξη, επηρεάζεται και εξαρτάται από αυτή. Ακόμα περισσότερο, κάθε επιστήμη βασίζεται σε μια θεωρία για την κοινωνία.
Σύμφωνα με την κριτική που ασκεί η Σχολή της Φρανκφούρτης οι παραδοσιακές θεωρίες της επιστήμης (ερμηνευτική, θετικισμός) αποσκοπούν στην κατανόηση, περιγραφή και ερμηνεία των δεδομένων, χωρίς όμως να ενδιαφέρονται για την αλλαγή τους. Η κοινωνική γένεση των προβλημάτων εξετάζεται επιφανειακά και η επίλυσή τους δεν απασχολεί τις παραδοσιακές αυτές θεωρίες, οι οποίες στηρίζονται στην αρχή της αποστασιοποίησης από το αντικείμενο.
Επηρεασμένοι κυρίως από την αποτυχία των επαναστάσεων της εργατικής τάξης στην Δυτική Ευρώπη μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο (π.χ. η Γερμανική Επανάσταση του 1918-1919) και από την άνοδο του Ναζισμού σε ένα οικονομικά και τεχνολογικά προηγμένο έθνος (Γερμανία), ανέλαβαν το καθήκον να επιλέξουν ποια κομμάτια από την σκέψη του Μαρξ θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατανόηση κοινωνικών συνθηκών που ο ίδιος ο Μαρξ ποτέ του δεν είχε δει. Στράφηκαν επομένως σε άλλες σχολές σκέψης για να συμπληρώσουν τις παραλείψεις του μαρξισμού.
Ο Μαξ Βέμπερ άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση, όπως κι ο Σίγκμουντ Φρόιντ. Η έμφασή τους στο «κριτικό» κομμάτι της θεωρίας πήγαζε σε σημαντικό βαθμό από την προσπάθειά τους να υπερβούν τα όρια του θετικισμού, του ωμού υλισμού, και της φαινομενολογίας επιστρέφοντας στην κριτική φιλοσοφία του Εμμάνουελ Καντ και τους επιγόνους του γερμανικού ιδεαλισμού, κυρίως την φιλοσοφία του Χέγκελ με την έμφασή της στην άρνηση και την αντίφαση ως εγγενείς ιδιότητες της πραγματικότητας.
Τα αξιώματα της Σχολής της Φρανκφούρτης
*Δημιουργία του ποινικού αδικήματος του ρατσισμού.
*Συνεχή αλλαγή για να δημιουργηθεί σύγχυση.
*Το παραφύση/ελευθέριο σεξ και την ομοφυλοφιλία στα παιδιά.
(Το παραφύση σεξ και η ελευθεριότητα νομιμοποιούνται με βιάση και καθολικότητα)
*Την κατάκτηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
(Το σχολείο δημιουργεί συνείδηση και χαρακτήρα, γι’ αυτό τα παιδιά πρέπει να φεύγουν νωρίς από την οικογένεια, στα 3 τους χρόνια και να πηγαίνουν στα προνήπια και στα νήπια ώστε να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα που θέλει η Σχολή.)
*Την τεράστια μετανάστευση ώστε να καταστραφεί η «εθνική ταυτότητα».
(Το 1923 ο Ντυνάν γράφει το βιβλίο η «κοιλάδα των ρόδων». Εκεί ο Ντυνάν αναφέρει για την εισροή μεταναστών στην Ευρώπη τα έτη 2018 και 2019. Πώς ο Ντυνάν ήξερε για την μετανάστευση από το 1923;)
*Την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και την απελευθέρωση των ναρκωτικών.
*Την υπονόμευση των εκκλησιών.
(Οι εκκλησίες είναι τεράστια πολιτικά κέντρα εξουσίας που επηρεάζουν δις πιστούς. Μέσω των εκκλησιών πρέπει να περάσουν οι αρχές της Σχολής)
*Ένα αναξιόπιστο νομικό σύστημα με προκατάληψη εις βάρος των θυμάτων κάθε εγκλήματος.
*Την εξάρτηση από το κράτος και τις κρατικές παροχές.
(Τα χρήματα που πληρώνει κάθε εργαζόμενος και εργοδότης σαν εισφορές τα διαχειρίζεται ένα διεφθαρμένο κράτος και τα χρησιμοποιεί με αδιαφανείς τρόπους.)
*Τον έλεγχο και την αποχαύνωση δια μέσου των Μ.Μ.Ε.
(Αυτό ισχύει απολύτως σήμερα).
*Την ενθάρρυνση της διάλυσης της οικογένειας.
(Όλα τα τηλεοπτικά σήριαλ αυτό ακριβώς προπαγανδίζουν.)
Το σλόγκαν τους είναι απλό: «Θα κάνουμε την Δύση τόσο διεφθαρμένη ώστε να βρωμάει».
Μία από τις βασικές ανησυχίες των μελετητών της Σχολής της Φρανκφούρτης, ιδιαίτερα των Χορκχάιμερ, Αντόρνο, Μπέντζαμιν και Μαρκούζε, ήταν η άνοδος της «μαζικής κουλτούρας». Αυτή η φράση αναφέρεται στις τεχνολογικές εξελίξεις που επέτρεψαν την διανομή πολιτιστικών προϊόντων -μουσικής, κινηματογράφου και τέχνης- σε μαζική κλίμακα. Σκεφτείτε ότι όταν αυτοί οι μελετητές άρχισαν να κάνουν τις κριτικές τους, το ραδιόφωνο και ο κινηματογράφος ήταν ακόμα νέα φαινόμενα και η τηλεόραση δεν υπήρχε. Αντέτειναν πώς η τεχνολογία οδήγησε σε ομοιότητα στην παραγωγή και την πολιτιστική εμπειρία.
Η τεχνολογία επέτρεψε στο κοινό να κάθεται παθητικά μπροστά στο πολιτιστικό περιεχόμενο αντί να ασχολείται ενεργά μεταξύ τους για ψυχαγωγία, όπως στο παρελθόν. Οι μελετητές θεώρησαν ότι αυτή η εμπειρία έκανε τους ανθρώπους πνευματικά αδρανείς και πολιτικά παθητικούς, καθώς επέτρεπαν σε ιδεολογίες και αξίες μαζικής παραγωγής να τους ξεπλύνουν και να διεισδύσουν στην συνείδησή τους.
Η Σχολή της Φρανκφούρτης υποστήριξε επίσης ότι αυτή η διαδικασία ήταν ένας από τους κρίκους που έλειπαν στην θεωρία του Μαρξ για την κυριαρχία του καπιταλισμού και εξήγησε γιατί η ‘επανάσταση’ δεν ήρθε ποτέ. Ο Marcuse πήρε αυτό το πλαίσιο και το εφάρμοσε στα καταναλωτικά αγαθά και στον νέο καταναλωτικό τρόπο ζωής που μόλις είχε γίνει ο κανόνας στις δυτικές χώρες στα μέσα του 1900. Υποστήριξε ότι ο καταναλωτισμός λειτουργεί σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, γιατί διατηρεί τον εαυτό του μέσω μιας δημιουργίας ψευδών αναγκών που μόνο τα προϊόντα του καπιταλισμού μπορούν να ικανοποιήσουν.
Η Σχολή της αμερικανικής διανόησης, με επί κεφαλής το φεμινιστικό κίνημα, εξαρτημένη στο παρελθόν σε μεγάλο βαθμό από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, αφού αγκάλιασε και εν πολλοίς παραποίησε τον γαλλικό αποδομισμό και μεταδομισμό, βρήκε στις μέρες μας πρόσφορο έδαφος για να ανεξαρτητοποιηθεί από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, στρεφόμενη προς τα ατομικά δικαιώματα των μειοψηφιών.
Σήμερα, στις ΗΠΑ, το κίνημα της Σχολής (η Woke χαβούζα) το έχει προσεταιριστεί το Δημοκρατικό κόμμα ενώ το αντιμάχεται το Ρεπουμπλικανικό, με αποτέλεσμα το πρώτο να ανεμίζει την σημαία της ‘προόδου’, μιλώντας για πολιτική ορθότητα και για υπεράσπιση των δικαιωμάτων όσων περιθωριακών έχουν επί αιώνες υποφέρει από την εξουσία του «λευκού άντρα», όπως αυτή έχει αποτυπωθεί σε κείμενα και έργα τέχνης που μας κληροδότησε ο αρχαίος Ελληνικός και Ρωμαϊκός πολιτισμός, και η Αναγέννηση.
Κάθε νόημα, κάθε έννοια, ακόμη και κάθε λέξη ή έργο τέχνης που ριζώνει σε αυτούς τους πολιτισμούς, γίνεται όχι μόνο σημείο αντιπαράθεσης, αλλά σημείο εκδίωξης και περιφρόνησης από τους υπερασπιστές της Σχολής. Ο «λευκός άντρας» είναι ο εχθρός και η αναφορά οποιουδήποτε διανοούμενου, καθηγητή ή καλλιτέχνη σε κάποιο μεγάλο στοχαστή που υπήρξε «λευκός άντρας» (π.χ. στον Αριστοτέλη, στον Κικέρωνα, στον Σαίξπηρ, στον Καντ, στον Δαρβίνο, κ.ά.) κινητοποιεί έντονες αντιδράσεις με κύριο σκοπό την φίμωσή του. Το κίνημα της Σχολής θέτει σε κάθε αντιφρονούντα το σημάδι του αποσυνάγωγου, όπως παλιά ο Ναζισμός έθετε το άστρο του Δαυίδ στους Εβραίους.
Η Σχολή δεν σταματά εδώ. Από κίνημα εναντίον των κοινωνικών διακρίσεων έγινε κίνημα εναντίον κάθε διαφοράς, και ιδίως των βιολογικών διαφορών. Δεν υπάρχει φύλο, δεν υπάρχουν βιολογικά φαινόμενα, δεν υπάρχει άρρεν και θήλυ, αφού όλα είναι πολιτισμικές κατασκευές. Υπό το πρόσχημα της καταργήσεως των διακρίσεων, έφθασε στην κατάργηση των διαφορών, ακόμη και των βιολογικών, εξ ου και η νομιμοποίηση της παρένθετης κύησης κι όχι μόνο για ιατρικούς λόγους.
Ο ολοκληρωτισμός του λέγειν και πράττειν της Σχολής προσελκύει μέρος της νεολαίας της Δύσης, το οποίο, ελλείψει άλλων ιδανικών, σπεύδει να καταγγείλει με βιαιότητα κάθε πολιτισμική δημοκρατική κατάκτηση που θέσπισε την ελευθερία του δυτικού «λευκού άντρα» εις βάρος όσων απέκλιναν βιολογικά, ενώ αφήνει στο απυρόβλητο της κριτικής του την σύγχρονη δουλεία, εξ ου και ο εναγκαλισμός της Σχολής από τις μεγάλες εταιρείες του διαδικτύου.
Αυτή η όψη της σύγχρονης, «προοδευτικής», αμερικανικής κουλτούρας, της Σχολής, έχει ήδη εισχωρήσει στην Ευρώπη, βρίσκοντας οπαδούς σε πανεπιστήμια αλλά και σε πολλούς εθελοντικούς οργανισμούς. Στον τόπο μας, με αφορμή το σχέδιο νόμου για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, η Σχολή εισάγεται δια της πλαγίας οδού στην ελληνική κοινωνία, γεγονός που οδήγησε αρκετούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης -δημοσιογράφους και δημόσιους διανοούμενους- να το επισημάνουν, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την αλλοίωση του ελληνικού πολιτισμού.
Είναι αλήθεια πως στα τμήματα τουλάχιστον των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών των αμερικανικών πανεπιστημίων, το κίνημα της Σχολής έχει καταφέρει να διεισδύσει, με αποτέλεσμα να προωθούνται οι καθηγητές, ερευνητές και υποψήφιοι διδάκτορες που συντάσσουν εργασίες αποδεκτές από την Σχολή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, το οποίο το 2021, υπό την πίεση της Σχολής, κατήργησε την διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών στις κλασικές σπουδές διότι αυτές «συνδέονται άρρηκτα με την λευκή υπεροχή».
Το παράδειγμα του Πρίνστον είναι ενδεικτικό. Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα και εγκυρότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, που ανήκει στο Άιβυ Ληγκ, και μαζί με το Χάρβαρντ και το Γέηλ σχηματίζει το λεγόμενο «Big Three» των πανεπιστημίων των ΗΠΑ. Διοικείται από συμβούλιο διαχειριστών καταπιστευμάτων και δωρεών που υπερβαίνουν τα 37,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με ετήσια έρευνα του περιοδικού Princeton Review, το πανεπιστήμιο του Πρίνστον από το 2005 βραβεύεται συνεχώς για το ότι διαθέτει την πιο ενεργή πολιτικά φοιτητική κοινότητα στις ΗΠΑ.
Ακριβώς η ιδιότητά του ως ακαδημαϊκού ιδρύματος που τοποθετείται θετικά ως προς τον φοιτητικό ακτιβισμό, το έκανε να υιοθετήσει την λογική της Σχολής που ενστερνίζεται η φοιτητική του κοινότητα και να υποβιβάσει το τμήμα των κλασικών σπουδών του, θεωρούμενο, μέχρι πρότινος, από τα πιο έγκυρα παγκοσμίως. Δεν θα έπρεπε συνεπώς να θεωρείται αβάσιμος ο συλλογισμός ότι η διοίκηση του Πρίνστον, σε πιθανή συνεργασία της με κάποιο από τα ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα, θα θεωρούσε θετικό να μπολιάσει τον φοιτητικό ακτιβισμό των εδώ φοιτητών του με τις αποδεκτές απ’ αυτό ιδέες της Σχολής και του μποσελβικισμού, υπό τον μανδύα του ‘προοδευτισμού’.
Έργα των μελών της Σχολής της Φρανκφούρτης περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται σε:
- Παραδοσιακή και Κριτική Θεωρία, Max Horkheimer
- Διαλεκτική του Διαφωτισμού, Max Horkheimer και Theodor W. Adorno
- Κριτική της ενόργανης λογικής, Μαξ Χορκχάιμερ
- The Autoritarian Personality, Theodor W. Adorno
- Αισθητική Θεωρία, Theodor W. Adorno
- Culture Industry Reconsidered, Theodor W. Adorno
- Μονοδιάστατος άνθρωπος, Χέρμπερτ Μαρκούζε
- Η αισθητική διάσταση: Προς μια κριτική της μαρξιστικής αισθητικής, Herbert Marcuse
- Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής, Walter Benjamin
- Δομικός Μετασχηματισμός και Δημόσια Σφαίρα, Jürgen Habermas
- Προς μια ορθολογική κοινωνία, Jürgen Habermas
Η ιστορία της Κριτικής Θεωρίας αρχίζει με την ίδρυση της Σχολής της Φρανκφούρτης. Το ινστιτούτο που έδωσε και το όνομά του στην θεωρία αυτή συγκέντρωσε όλους αυτούς τους νεομαρξιστές που στην συνέχεια την συγκρότησαν και αποτέλεσαν την πρώτη γενιά: Max Horkheimer, Theodor Adorno, Herbert Marcuse και Erich Fromm. Στην δεύτερη γενιά ανήκει και ο Juergen Hebermas.
Η Κριτική Θεωρία υπόκειται σε δύο κεντρικούς άξονες:
*Στον χώρο των κοινωνικών επιστημών τα γεγονότα είναι κοινωνικά μορφώματα, προϊόντα ανθρώπινης δραστηριότητας και ως εκ τούτου υπόκεινται σε αλλαγή.
*Οτιδήποτε καταγράφεται στο νου ως εμπειρία, διαμορφώνεται μέσα από νοητικές κατηγορίες και έννοιες, οι οποίες με τη σειρά τους εξαρτώνται από τη γλώσσα και τις μορφές ζωής της κοινωνίας και έτσι μπορούν να διαφοροποιούνται.
Έτσι διαμορφώνεται η μεγάλη και ειδοποιός διαφορά μεταξύ των αντιλήψεων που στηρίζονται στην Κριτική Θεωρία και των αντιλήψεων που στηρίζονται στα θετικιστικά παραδείγματα: για την Κριτική Θεωρία το προϊόν της ανθρώπινης νόησης δεν είναι ψυχολογικού, αλλά κοινωνικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερα, στηριζόμενοι στις μαρξιστικές έννοιες της αλλοτρίωσης και της χειραφέτησης επιδιώκουν να δημιουργήσουν το πλαίσιο εκείνο μέσα από το οποίο η επιστήμη επιδιώκει να ‘βοηθά τον άνθρωπο να φτάσει σε επίγνωση’ ότι οι οικονομικές σχέσεις και το επ’ αυτών στηριζόμενο πολιτιστικό οικοδόμημα είναι προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας και ότι ο άνθρωπος οδηγείται στην αλλοτρίωση από τις κατεστημένες κοινωνικές δομές και διεργασίες.
Αλλοτρίωση είναι η αποξένωση του ανθρώπου α) από το προϊόν της εργασίας του, β) από την εργασιακή διαδικασία, γ) από τους άλλους ανθρώπους και δ) από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο άνθρωπος τελικά αδυνατεί να αυτοκαθορίσει την δράση του και μόνο μέσω της χειραφέτησης, αφού συνειδητοποιήσει τις υπόγειες εξουσιαστικές και πολιτιστικά αλλοτριωτικές σχέσεις, μπορεί να καθορίζει πραγματικά πια τις πράξεις του.
Το μόρφωμα της Κριτικής Θεωρίας έφερε στο προσκήνιο την αμφισβήτηση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών εξουσίας και δημιούργησε ένα ολόκληρο κίνημα, τόσο στις κοινωνικές επιστήμες, όσο και στο χώρο της παιδαγωγικής (χειραφετική παιδαγωγική). Η πολιτική ορθότητα, οι ρατσιστικοί νόμοι, ο φεμινισμός, η λογοκρισία, οι διάφορες παρά φύση ατζέντες και η χαβούζα της Woke κουλτούρας ανήκουν στον νεομαρξιστικό βόθρο της Σχολής της Φραγκφούρτης.
Μια κριτική θεωρία είναι κάθε προσέγγιση στις ανθρωπιστικές επιστήμες και την κοινωνική θεωρία που εστιάζει στην κοινωνία και τον πολιτισμό για ν’ αποκαλύψει, να κριτικάρει και να αμφισβητήσει τις παραδοσιακές δομές εξουσίας. Με ρίζες στην μαρξιστική κοινωνιολογία και την λογοτεχνική κριτική, υποστηρίζει ότι τα κοινωνικά προβλήματα πηγάζουν από κοινωνικές δομές και πολιτισμικές παραδοχές παρά από άτομα.
Κάποιοι θεωρούν ότι είναι ιδεολογία, άλλοι υποστηρίζουν ότι η ιδεολογία είναι το κύριο εμπόδιο για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Η κριτική θεωρία βρίσκει εφαρμογές σε διάφορους τομείς μελέτης, συμπεριλαμβανομένης της ψυχανάλυσης, της θεωρίας του κινηματογράφου, της θεωρίας της λογοτεχνίας, των πολιτισμικών σπουδών, της ιστορίας, της θεωρίας της επικοινωνίας, της φιλοσοφίας και της φεμινιστικής θεωρίας. Δηλαδή, παντού. Γι’ αυτό βιώνουμε την κατάρρευση του παραδοσιακού πολιτισμού.
Η Κριτική Θεωρία (με κεφαλαία) είναι μια σχολή παρά φύση, μαρξιστικής σκέψης που ασκείται από τους κομμουνιστές θεωρητικούς της Σχολής της Φρανκφούρτης, Herbert Marcuse, Theodor Adorno, Walter Benjamin, Erich Fromm και Max Horkheimer αφενός, κι αφετέρου κάθε θεωρητική προσέγγιση που επιδιώκει δήθεν να απελευθερώσει τους ανθρώπους από όλα, ειδικά από κάθε τι που δεν είναι κομουνιστικό, θεωρώντας το μορφή καταπίεσης και εργάζεται ενεργά για να δημιουργήσει έναν μαρξιστικό κόσμο σύμφωνα με τις ‘ανθρώπινες ανάγκες’ (συνήθως ονομάζεται «κριτική θεωρία», χωρίς κεφαλαία).
Οι θεωρητικές προσεγγίσεις σ’ αυτόν τον ευρύτερο ορισμό περιλαμβάνουν τον φεμινισμό, την κριτική φυλετική θεωρία, τον μεταστρουκτουραλισμό, την θεωρία queer, την Woke χαβούζα, την σκυλολατρεία, τους Vegan, την καταστροφή της οικογένειας, της επικοινωνίας, της γνώσης, της τέχνης… και κάθε δομής της κοινωνίας και διάφορες μορφές μεταπολίτευσης.
Ο Horkheimer περιέγραψε μια θεωρία ως κριτική στο βαθμό που επιδιώκει «να απελευθερώσει τα ανθρώπινα όντα από τις συνθήκες που τους υποδουλώνουν», θεωρώντας τον Καπιταλισμό που προσφέρει ελευθερία σκέψης, δημιουργικότητας και δράσης στους ανθρώπους, ως υπεύθυνο για όλα τα δεινά που ταλανίζουν την ανθρωπότητα και προτείνοντας τον κομμουνισμό που απαγορεύει την ατομικότητα, την ιδιοκτησία και κάθε μορφή ιδιοκτησίας, δημιουργικότητας και κάθε μορφή ελευθερίας ως υποκατάστατο για να δημιουργήσει νεομαρξιστές σκλάβους.
Αν και προϊόν του μοντερνισμού και παρόλο που πολλοί από τους πρωτεργάτες της Κριτικής Θεωρίας ήταν δύσπιστοι για τον μεταμοντερνισμό, η Κριτική Θεωρία είναι ένα από τα κύρια συστατικά τόσο της σύγχρονης όσο και της μεταμοντέρνας σκέψης και εφαρμόζεται ευρέως στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες σήμερα.
Εκτός από τις ρίζες της στην Σχολή της Φρανκφούρτης πρώτης γενιάς, η κριτική θεωρία έχει επίσης επηρεαστεί από τον György Lukács και τον Antonio Gramsci. Επιπλέον, οι μελετητές της Σχολής της Φρανκφούρτης δεύτερης γενιάς είχαν επιρροή, κυρίως ο Jürgen Habermas. Στο έργο του Χάμπερμας, η κριτική θεωρία ξεπέρασε τις θεωρητικές ρίζες της στον γερμανικό ιδεαλισμό και προχώρησε πιο κοντά στον αμερικανικό πραγματισμό. Η ανησυχία για την κοινωνική «βάση και εποικοδόμηση» είναι μια από τις εναπομείνασες μαρξιστικές έννοιες σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης κριτικής θεωρίας.
Οι βασικές έννοιες της κριτικής θεωρίας είναι ότι πρέπει:
*Να κατευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας στην ιστορική της ιδιαιτερότητα (δηλαδή, πώς διαμορφώθηκε σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή).
*Την βελτίωση της κατανόησης της κοινωνίας ενσωματώνοντας όλες τις κύριες κοινωνικές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφίας, της οικονομίας, της κοινωνιολογίας, της ιστορίας, της πολιτικής επιστήμης, της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας.
Η μεταμοντέρνα κριτική θεωρία είναι ένα άλλο σημαντικό προϊόν της κριτικής θεωρίας. Αναλύει τον κατακερματισμό των πολιτιστικών ταυτοτήτων για να αμφισβητήσει τα κατασκευάσματα της μοντερνιστικής εποχής, όπως οι μετααφηγήσεις, ο ορθολογισμός και οι καθολικές αλήθειες, ενώ πολιτικοποιεί τα κοινωνικά προβλήματα «τοποθετώντας τα σε ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια, για να εμπλέκονται στην διαδικασία συλλογής και ανάλυσης δεδομένων, και να σχετικοποιήσουν τα ευρήματά τους». Έτσι βλέπουμε την Κλεοπάτρα, τον Αχιλλέα και τον Αλέξανδρο μαύρους κι αντίθετα δεν βλέπουμε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τον Νέλσον Μαντέλα λευκούς!
Ενώ οι κριτικοί θεωρητικοί, μαρξιστές διανοούμενοι, και η τάση τους να καταγγέλλουν ορισμένες μαρξιστικές έννοιες και να συνδυάζουν την μαρξιστική ανάλυση με άλλες κοινωνιολογικές παραδόσεις έχει οδηγήσει σε κατηγορίες για ρεβιζιονισμό από Ορθόδοξους Μαρξιστές και Μαρξιστές-Λενινιστές. Ο Μάρτιν Τζέι έχει πει ότι η πρώτη γενιά της κριτικής θεωρίας κατανοείται καλύτερα όχι ως προώθηση μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής ατζέντας ή ιδεολογίας, αλλά ως «μια μύγα άλλων συστημάτων».
Ο Robert Danisch, γράφοντας για το The Conversation, υποστήριξε ότι η κριτική θεωρία και οι σύγχρονες ανθρωπιστικές επιστήμες ευρύτερα, εστιάζουν υπερβολικά στην κριτική του σημερινού κόσμου παρά στην προσπάθεια να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο. Η Kittie Helmick, γράφοντας για το The Critic, υποστήριξε ότι:
“Στους ακαδημαϊκούς κύκλους, υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η κριτική θεωρία έχει περάσει την ακμή της. Οι επιστήμονες της λογοτεχνίας αναζητούν εναλλακτικές λύσεις στην αποδόμηση και την καταγγελία, κάνοντας πρόχειρα βήματα προς την επινόηση μιας συλλογικής προσέγγισης στην έρευνα των ανθρωπιστικών επιστημών, εξετάζοντας τις δυνατότητες αγκύρωσης των ερευνών τους στην φυσική πραγματικότητα.
Τα νέα εγχειρήματα κυμαίνονται από έργα ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών, που διασυνδέουν δεκάδες μελετητές σε όλο τον κόσμο, στην γνωστική κριτική, βασιζόμενη στην νευροεπιστήμη και την ψυχολογία… Η ατελείωτα αυτοαναφορική και αυτο-αρνούμενη διαδικασία της έκθεσης προβλημάτων και της υπονόμευσης των υποθέσεων έχει εξαντληθεί. Το μόνο ερώτημα είναι τι θα το αντικαταστήσει, όπως αντικατέστησε με την σειρά του τον μοντερνισμό.”
Η κριτική θεωρία έχει επικριθεί επειδή δεν προσφέρει σαφή οδικό χάρτη στην πολιτική δράση (praxis), συχνά αποκηρύσσοντας ρητά οποιεσδήποτε λύσεις. Αυτές οι αντιρρήσεις ισχύουν ως επί το πλείστον για την Σχολή της Φρανκφούρτης, ενώ το ζήτημα της πολιτικής αντιμετωπίζεται με πολύ πιο διεκδικητικό τρόπο στην σύγχρονη θεωρία. Μια άλλη κριτική της κριτικής θεωρίας «είναι ότι αποτυγχάνει να παρέχει ορθολογικά πρότυπα με τα οποία μπορεί να δείξει ότι είναι ανώτερη από άλλες θεωρίες γνώσης, επιστήμης ή πράξης».
Ο Ρεξ Γκίμπσον υποστηρίζει ότι η κριτική θεωρία πάσχει από το να είναι κλίκας, κομφορμιστική, ελιτίστρια, απρεπής, αντι-ατομικιστής, αφέλεια, υπερβολικά επικριτική και αντιφατική. Οι Hughes και Hughes υποστηρίζουν ότι η θεωρία του Habermas για τον ιδανικό δημόσιο λόγο «λέει πολλά για τους λογικούς ομιλητές που μιλάνε, αλλά πολύ λίγα για τους ηθοποιούς που ενεργούν: Η αισθητή, οξυδερκής, ευφάνταστη, σωματική εμπειρία δεν ταιριάζει με αυτές τις θεωρίες».
Ορισμένες φεμινίστριες υποστηρίζουν ότι:
«Η κριτική θεωρία μπορεί να είναι τόσο στενή και καταπιεστική όσο ο εξορθολογισμός, ο γραφειοκρατισμός και οι πολιτισμοί που επιδιώκουν να ξεσκεπάσουν και να αλλάξουν. Η γλώσσα της κριτικής θεωρίας έχει επικριθεί ως πολύ πυκνή για να γίνει κατανοητή, αν και τα αντεπιχειρήματα σ’ αυτά τα ζητήματα της γλώσσας περιλαμβάνουν ισχυρισμούς ότι η έκκληση για πιο ξεκάθαρη και πιο προσιτή γλώσσα είναι αντιδιανοητική, χρειάζεται μια νέα «γλώσσα πιθανοτήτων» και καταπιέζεται Οι λαοί μπορούν να κατανοήσουν και να συνεισφέρουν σε νέες γλώσσες».
Ο Bruce Pardy, γράφοντας για την National Post, υποστήριξε ότι οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις για την «νομιμότητα της κριτικής θεωρίας μπορούν να ερμηνευθούν ως επίδειξη της θέσης των υποστηρικτών της κριτικής θεωρίας: ο ισχυρισμός της λογικής και της απόδειξης είναι μια εκδήλωση προνόμιο και δύναμη.Έτσι, οποιοσδήποτε αμφισβητίας κινδυνεύει με το στίγμα ενός μεγαλομανή καταπιεστή».
“Ο Πύργος της Βαβέλ έχει καταρρεύσει, όλα έχουν σκορπιστεί.
Έχουμε χάσει τον ενοποιημένο κώδικα συμβόλων μας για την κατανόηση ο ένας του άλλου.” Tavistock Institute
Tavistock Institute of Human Relations.
Η Σχολή πιστεύει ότι υπάρχουν δύο τρόποι επανάστασης: Η πολιτική και η πολιτιστική.
Η πολιτιστική επανάσταση κατεδαφίζει τα πάντα εκ των «έσω». Το σχέδιο είναι μακροπρόθεσμο και επικεντρώνεται στην οικογένεια, την εκπαίδευση, τα μέσα ενημέρωσης, το σεξ και τον λαϊκό πολιτισμό. Η σημασία της ψυχολογίας της μάζας έχει αυξηθεί πάρα πολύ από τις σύγχρονες μορφές προπαγάνδας. Από αυτές η πιο ισχυρή είναι αυτή που ονομάζεται «εκπαίδευση». Επίσης η μουσική μαζί με τους στοίχους και με διαρκή επανάληψη είναι πολύ αποτελεσματική στην διαμόρφωση της συνείδησης.
Μέσω του Πανεπιστημίου της Κολούμπια οι αρχές της Σχολής της Φρανκφούρτης έχουν κυριαρχήσει πλήρως στα Πανεπιστήμια όλης της Δύσης, στα οποία οι μαθητές διδάσκονται ότι πρέπει να αντικατασταθεί η λογική με την «πολιτική ορθότητα». Επίσης πολύ αποτελεσματικά είναι τα ψυχεδελικά ναρκωτικά LSD, χάπια κ.λπ. Η Σχολή διοργανώνει στο Γούντστοκ έξω από την Νέα Υόρκη από τις 15-17 Αυγούστου το 1969 ένα τεράστιο Φεστιβάλ. Είναι μεγαλύτερη προπαγάνδα της διάδοσης των ναρκωτικών στην ιστορία.
Η Σχολή δημιούργησε το Tavistock Institute of Human Relations που είναι ένας βρετανικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός που εφαρμόζει τις κοινωνικές επιστήμες σε σύγχρονα ζητήματα και προβλήματα. Ξεκίνησε το 1946, όταν αναπτύχθηκε από την Κλινική Tavistock και ιδρύθηκε επίσημα ως ξεχωριστή οντότητα τον Σεπτέμβριο του 1947. Το περιοδικό Human Relations δημοσιεύεται για λογαριασμό του Ινστιτούτου Tavistock από τις εκδόσεις Sage. Το ινστιτούτο βρίσκεται στην Gee Street στο Clerkenwell του Λονδίνου. Το Ίδρυμα Ροκφέλερ απένειμε μια σημαντική επιχορήγηση που διευκόλυνε την δημιουργία του ινστιτούτου.
Εφαρμόζει «ψυχολογικούς χειρισμούς» στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Το Tavistock Institute κάνει έρευνες πώς μπορεί να σπάσει και να ελεγχθεί ψυχολογικά, με επιστημονικό τρόπο ακολουθώντας συγκεκριμένα βήματα ένας άνθρωπος ή μια κοινωνική ομάδα, (Κοινωνική Μηχανική & Συμπεριφορισμός). Το Tavistock Institute έγινε γνωστό ως κύριος υποστηρικτής στην Βρετανία για την ψυχανάλυση και τις ψυχοδυναμικές θεωρίες του Sigmund Freud και των οπαδών του. Άλλα ονόματα που συνδέονται με το Tavistock περιλαμβάνουν Melanie Klein, Carl Gustav Jung, JA Hadfield, Charles Rycroft, Enid Mumford και RD Laing.
Το Tavistock Institute έχει συσχετιστεί με θεωρίες, που το συσχετίζουν με την δημιουργία των Beatles και Rolling Stones. Οι Beatles και Rolling Stones ήταν δημιούργημα του Tavistock και την μουσική και τους στοίχους των τραγουδιών τους έγραφε ο Τέοντορ Αντόρνο μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης. Είναι το το παγκόσμιο κέντρο για μαζικές δραστηριότητες πλύσης εγκεφάλου και κοινωνικής μηχανικής. Μεγάλωσε από μια κάπως ωμή αρχή στο Wellington House σε έναν εξελιγμένο οργανισμό που επρόκειτο να διαμορφώσει το πεπρωμένο ολόκληρου του πλανήτη και στην διαδικασία, να αλλάξει το παράδειγμα της σύγχρονης κοινωνίας.
Το Ινστιτούτο Tavistock, στο Sussex της Αγγλίας, περιγράφει τον εαυτό του ως μια μη κερδοσκοπική φιλανθρωπική οργάνωση που εφαρμόζει τις κοινωνικές επιστήμες σε σύγχρονα ζητήματα και προβλήματα. Αλλά δείχνει ότι είναι το παγκόσμιο κέντρο για μαζικές δραστηριότητες πλύσης εγκεφάλου και κοινωνικής μηχανικής.
Το δίκτυο Tavistock εμπλέκεται σε μεθόδους πλύσης εγκεφάλου και ψυχολογικού πολέμου. Με διασυνδέσεις με ερευνητικά ιδρύματα, δεξαμενές σκέψης και την βιομηχανία φαρμάκων των ΗΠΑ, το Tavistock Institute έχει μεγάλη εμβέλεια και είναι πέρα από ολοφάνερο ότι η συνωμοσία είναι πραγματική, εμφανές το ποιοί βρίσκονται πίσω απ’ αυτήν, ποιοι είναι οι τελικοί στόχοι του και πως ο λαός μπορεί να τους σταματήσει.
Δύο βιβλία που επικεντρώνονται σ’ αυτό είναι το ‘The Tavistock Institute of Human Relations: Shaping the Moral, Spiritual, Cultural and Political’ (2006) του John Coleman και το ‘Tavistock Institute: Social Engineering the Masses’ (2015) του Daniel Estulin.
Στο ‘The Tavistock Institute of Human Relations: Shaping the Moral, Spiritual, Cultural and Political’ (2006) ο John Coleman, αναλύει διεξοδικά πως το Tavistock Institute είχε βαθιά επίδραση στην ηθική, πνευματική, πολιτιστική, πολιτική και οικονομική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας. Έχει βρεθεί στην πρώτη γραμμή της επίθεσης κατά του Συντάγματος των ΗΠΑ και των Πολιτειακών Συνταγμάτων. Καμία ομάδα δεν έκανε περισσότερα για να προπαγανδίσει την συμμετοχή των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια εποχή που η πλειοψηφία του αμερικανικού λαού ήταν αντίθετη σ’ αυτόν.
Η ίδια περίπου τακτική χρησιμοποιήθηκε από τους επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών στο Tavistock για να οδηγήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Κορέα, στο Βιετνάμ, στην Σερβία και στους δύο πολέμους κατά του Ιράκ. Το Tavistock ξεκίνησε ως οργανισμός δημιουργίας και διάδοσης προπαγάνδας στο Wellington House στο Λονδίνο κατά την προετοιμασία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτό που ο Toynbee αποκάλεσε “εκείνη την μαύρη τρύπα της παραπληροφόρησης”.
Σε άλλη περίπτωση, ο Toynbee αποκάλεσε το Wellington House “εργοστάσιο ψεύδους”. Από ένα κάπως ακατέργαστο ξεκίνημα, το Wellington House εξελίχθηκε στο Tavistock Institute και συνέχισε να διαμορφώνει την μοίρα της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών με εξαιρετικά αμφιλεγόμενο τρόπο. Οι λαοί αυτών των εθνών αγνοούσαν ότι τους γινόταν “πλύση εγκεφάλου”. Η προέλευση του “ελέγχου του νου”, της “εσωτερικής κατεύθυνσης” και της μαζικής “πλύσης εγκεφάλου” εξηγείται σε ένα εύληπτο βιβλίο γραμμένο από μια μεγάλη αυθεντία.
Ο Rough Guide to Conspiracy Theories σημειώνει ότι το Tavistock Institute έχει στιγματιστεί ως συμμετέχων στην “Η πιο παράξενη θεωρία συνωμοσίας κατά των Illuminati” του John Coleman “γνωστή ως η “Συνωμοσία του Υδροχόου”. Αυτή η ολοκληρωτική ατζέντα κορυφώνεται όταν οι Illuminati «αναλάβουν τον έλεγχο της εκπαίδευσης στην Αμερική με σκοπό να την καταστρέψουν τελείως κι ολοκληρωτικά», κάτι που φαίνεται να υλοποιείται, η Αμερική σήμερα (2024) βρίσκεται στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου.
Ο Todd Van Luling, γράφοντας στην HuffPost, ανέφερε επίσης αυτή την ιδέα «από τον δημοφιλή συνωμοσιολόγο Dr John Coleman», λέγοντας ότι «Το Tavistock Institute είναι μια δημόσια γνωστή βρετανική ‘φιλανθρωπική’ οργάνωση που ιδρύθηκε το 1947, αλλά οι θεωρητικοί πιστεύουν ότι ο πραγματικός σκοπός του Ινστιτούτου είναι να “αναδιαμορφώσει τον πολιτισμό του κόσμου προς το πολιτικά ορθό”. Η Post εξετάζει τον ισχυρισμό του Coleman ότι η δημοτικότητα των Beatles ήταν μια συνωμοσία των Illuminati για την προώθηση της “Συνωμοσίας του Υδροχόου”. Το Tavistock Institute είναι το κεντρικό ίδρυμα προγραμματισμού διοίκησης κι ελέγχου της Παγκοσμιοποίησης/Μεγάλη Επανεκκίνηση.
Στο Tavistock Institute οι εμπλεκόμενοι ισχυρίζονται πως τρία είναι τα στοιχεία που το καθιστούν ευέλικτο: Είναι αυτοδιαχειριζόμενο / αυτοχρηματοδοτούμενο και ανεξάρτητο από κάθε κυβερνητική ή άλλη πηγή. Όλα αυτά είναι ψέμματα φυσικά. Νοικιάζουν τις συμβουλευτικές υπηρεσίες τους σε θέματα μαζικής ψυχολογίας, μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, οργάνωσης της συμπεριφοράς του πλήθους, ψυχανάλυσης, οικονομίας και κοινωνιολογίας. Είναι ο προπομπός της δημιουργίας των Αμερικανικών Ιδρυμάτων (American Foundations).
Στην χρηματοδότηση του Tavistock Institute έχει πρωτοστατήσει η Βρετανική Βασιλική οικογένεια, οι Ροθτσάιλντς και συγγενικά πρόσωπα του λόρδου Νόρθκλιφ που είχε την αρχική ιδέα. Στους Αμερικανούς Walter Lippmann και Edward L. Bernays (ανιψιός του Freud) ανατέθηκε προσωπικά από τον Πρόεδρο Γούντροου Γουίλσον η προετοιμασία (οι τρόποι να το περάσουν στο φιλειρηνικό τότε αμερικανικό λαό) για την είσοδο των ΗΠΑ στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και διευθυντής του Ινστιτούτου ήταν τότε ο Βρετανός Άρνολντ Τόυνμπη.
“*Από εμάς προέρχονται συνεχώς αναδυόμενες ιδέες και τεχνολογίες, οι οποίες υιοθετούνται διεθνώς από ανθρώπους, ομάδες, επιχειρήσεις και άλλους οργανισμούς. *Άτομα και οργανισμοί καλούνται να ΞΥΠΝΗΣΟΥΝ σε μια νέα γνώση, μια ακεραιότητα και το θάρρος να κάνεις αυτό που λες και να ζήσεις αυτό που ξέρεις. Γνωστικοί Δικτυωτές, αυτή είναι η ώρα (σας) μας. *Λαμβάνοντας υπόψη την ζωντανή, όμορφα πολύπλοκη φύση των ανθρώπων και τις σχέσεις τους, προσελκύουμε ανθρώπους που ευδοκιμούν σε μια αμφισβητήσιμη ατμόσφαιρα. Άνθρωποι που αγκαλιάζουν και το αποδεικτικό και το ψυχικό.” Tavistock Institute
Ο Sigmund Freud θα συνεργαστεί με το Tavistock Institute και δεν ήταν ο μόνος από τους διανοούμενους της εποχής, για να θυμίσουμε και τον Kurt Lewis εκ των ιδρυτών της Σχολής της Φρανκφούρτης ο οποίος με τις κοινωνιολογικές του μελέτες προσέφερε πολλές υπηρεσίες στο Ινστιτούτο Τάβιστοκ. Ο Sigmund Freud θα αντικαταστήσει τον John Rawlings Rees από τους πρώτους διευθυντές του Tavistock Institute.
Ο John Rawlings Rees είχε δείξει ενδιαφέρον για το έργο του Sigmund Freud, και στο βιβλίο του με τίτλο «Στρατηγικός σχεδιασμός για την ψυχική υγεία» υπογράμμιζε τους σκοπούς του Tavistock Institute τονίζοντας ότι:
«Επιδιώκουμε να ρυθμίσουμε τις ψυχικές δραστηριότητες και τα ανακλαστικά των ανθρώπινων συμπεριφορών. Ως εκ τούτου πρέπει να τολμήσουμε να διαχειριστούμε κάθε εκπαιδευτική δραστηριότητα στις κοινωνικές και πολιτικές εκφράσεις των μαζών. Η πρόσβαση μας σε διδακτικά επαγγέλματα και στην εκκλησία κρίνεται αναγκαία. Μια σχετική δυσκολία αλλά όχι κι αξεπέραστη είναι να διεισδύσουμε και στην ιατρική επιστήμη… Η δημόσια ζωή, η πολιτική, η βιομηχανία, πρέπει να βρίσκονται μέσα στην σφαίρα μας επιρροής μας. Εάν θέλουμε να διεισδύσουμε στις επαγγελματικές και κοινωνικές δραστηριότητες των ανθρώπων, πιστεύω ότι πρέπει να μιμηθούμε τους Totalitarians και να λειτουργήσουμε ως Πέμπτη Φάλαγγα! Οι θέσεις μας για την ψυχική υγεία πρέπει να προχωρήσουν και να εξαπλωθούν…». – John Rawlings Rees ‘Mental Health’, τόμος 1, αρ. 4, Οκτώβριος 1940.
Στην ίδια περίοδο που ο Sigmund Freud εγκαταλείπει την Αυστρία ένας άλλος της οικογενείας των Sigmund Freud, ο ανιψιός του Edward L. Bernays άφηνε και εκείνος την Αυστρία για να εγκατασταθεί με την οικογένεια του στις ΗΠΑ. Και κάποιος άλλος ανιψιός του Sigmund Freud, αξιωματικός του αμερικανικού στρατού, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα συλλάβει τον ναζί Sauerwald -ο οποίος φυγάδευσε τον Sigmund Freud- με την κατηγορία της υπεξαίρεσης της περιουσίας της οικογένειας Sigmund Freud, (οι Freud ήταν μια μεγάλη οικογένεια η οποία αποτελείτο από 16 μέλη με οικονομική επιφάνεια) και θα δικαστεί παραδειγματικά παρά τις εκκλήσεις του, προς την Άννα Φρόϋντ να τον βοηθήσει. Ο Bernays υπήρξε από τους επιτυχημένους της οικογένειας Φρόυντ, όπως και ο εικαστικός Λ. Φρόυντ, (η οικογένεια είχε τρομερή δραστηριότητα) ήξερε καλά το έργο του θείου του και ιδιαιτέρως ήταν γοητευμένος από το βιβλίο του, με τίτλο: «Η ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ» το οποίο είχε δημοσιευτεί το 1921 στην γερμανική γλώσσα.
Στο έργο του «Η ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ» ο Freud καταπιάνεται με το ζήτημα της ψυχολογικής ανάλυσης της έννοιας της μάζας, και τον σχηματισμό των ετερόκλητων ατόμων τα οποία διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά και παροδική ομοιογενή συμπεριφορά. Εξετάζει τα πορίσματα του Gustave Le Bon και διερευνά το ασυνείδητο στην ερμηνεία των κοινωνικών μηχανισμών της μάζας. Στην συνέχεια, ο Freud αναφέρει τους ισχυρισμούς του ΜακΝτούγκαλ περί ψυχολογίας των μαζών, εκεί όπου οι ανοργάνωτες μάζες αρχίζουν να οργανώνονται, και τα αρνητικά στοιχεία της μάζας και ο παροδικός χαρακτήρας τους εξαλείφονται.
Η μάζα έχει ανάγκη από έναν ηγέτη για να οργανωθεί, σύμφωνα με τον Freud, αντανακλάται επάνω στην λειτουργία της σχέσης γιού και πατέρα. Η ανθρωπότητα, αποτελεί μια «πρωταρχική ορδή» και καθίσταται μία ομάδα ατόμων ισότιμων μεταξύ τους αλλά ερωτοληπτικά υποταγμένων στον φύλαρχο. Ο Freud έχει επίσης αναδείξει στο έργο του ‘Τοτέμ και ταμπού’, την παραπάνω σχέση, αλλά τώρα εξετάζει και την Νιτσεϊκή έννοια του Υπερανθρώπου, ο οποίος ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του φυλάρχου της ορδής και αδέσμευτος ο ίδιος από λιβιδινικούς δεσμούς, θα παραμείνει αυτόνομος και απεριόριστα ναρκισσιστής.
Για τον Freud η μάζα δεν είναι παρά μία αναβίωση της πρωταρχικής ορδής, και εκεί πίστευε ότι μπορούμε να διακρίνουμε, ή να ερμηνεύσουμε τα «πρωτόγονα» χαρακτηριστικά των μαζών, δηλαδή, στοιχεία όπως είναι η παρορμητικότητα, η συναισθηματικότητα, η δεκτικότητα, καθώς επίσης και η άλογη συμπεριφορά των μελών της μάζας. Στο παραπάνω σκεπτικό ο Freud διαβλέπει και την σχέση μεταξύ του υπνωτιζόμενου και του υπνωτιστή σαν σχέση μεταξύ δύο ατόμων, η οποία εγκαθίσταται με τον υπνωτιστή στην θέση του καθοδηγητή, του ινστρούχτορα, του αρχηγού, και του υπνωτιζόμενου, στην θέση του παρακολουθήματος, του εξαρτημένου, του καθοδηγούμενου, του υπομνηματιστή, εξηγώντας έτσι την διαδικασία της ύπνωσης ως υπόμνηση απωθημένων του ασυνειδήτου.
Οι πρωτόγονες αντιλήψεις του φύλαρχου και του πατέρα της παιδικής εικονοφαντασίας, μετασχηματίζονται, μεταποιούνται, βρίσκουν καινούργιους ρόλους και την θέση τους, θα πάρουν πλέον ο αρχηγός, ο καθοδηγητής, ο ινστρούχτορας, ο τεχνοκράτης, ο ειδήμων, ο κομισάριος, κλπ.
Στο συγκεκριμένο έργο του Freud, θα σταθούν τόσο το Ινστιτούτο Τάβιστοκ, όσο και ο ανιψιός του Bernays. Ο Bernays επηρεασμένος και από τον Wilfred Trotter, κατανοεί το πρόβλημα της επιθυμίας η οποία ουσιώνεται σε ανάγκη και καλύπτεται από την αγωνία μιας αναδιήγησης, ενός νέου μοντέλου ζωής που χαράσσεται ως το άλλο και το καινούργιο. Η ανάγκη διαμεσολαβείται για τον Bernays, γίνεται η φάκα που θα πιαστεί ο πολίτης/καταναλωτής.
Η ανάγκη (και όχι μόνο η υλική ανάγκη, αλλά και η πνευματική) έχει απαιτήσεις από ένα σημείο, η ερμηνεία του σημείου εξαρτάται και από άλλους παράγοντες εκτός του σημαίνοντος και του σημαινόμενου που επιδιώκει ο παραγωγός του σημείου. Τα σημεία ερμηνεύονται ως ιδεολογίες, ως στερεότυπα, ως προϊόντα, αλλά όλα αυτά για να έχουν αντοχή και διάρκεια πρέπει να φετιχοποιηθούν.
Είναι γνωστό ότι ο Bernays, όταν ήθελε να διαφημίσει συγκεκριμένο τύπο τσιγάρου, επισκέφτηκε τον ψυχαναλυτή Μπρίλ, (φίλο, αλλά και μεταφραστή του Φρόϋντ στα αγγλικά) για να τον βοηθήσει να κατανοήσει τα σημαινόμενα των γυναικών που καπνίζουν. Εκείνος του διατύπωσε την άποψη ότι στις γυναίκες τα τσιγάρα αντιπροσωπεύουν το πέος ως σημείο – σύμβολο και παράλληλα την ανδρική εξουσία, του τόνισε μάλιστα, ότι αν θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αναδιήγηση η οποία θα έλεγε ότι το τσιγάρο εκφράζει την αμφισβήτηση της εξουσίας από τις γυναίκες αυτό θα είχε τρομερή επιτυχία. Έτσι ο Bernays κατανοεί ότι στην διαφήμιση και στην πολιτική δεν θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία του ανάτρεπτου, και στερητική τροποποίηση. Το αποτέλεσμα σε πολιτικό επίπεδο ήταν να καταφέρει ο Bernays το 1954, να ανατρέψει τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Γουατεμάλα, Jacobo Árbenz και να ακυρώσει την επανάσταση που γινόταν στην χώρα του.
Ο Bernays πίστευε στο ασυνείδητο και στις δυνάμεις που κρύβονται σ’ αυτό, δυνάμεις οι οποίες καταφέρνουν να δημιουργούν αξεπέραστες φετιχοποιημένες εξαρτήσεις. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς (μετρ της προπαγάνδας) όπως και το Tavistock Institute πίστευαν -και το ινστιτούτο εξακολουθεί να πιστεύει- στην σημειωτική οικονομία η οποία εισβάλει σιγά-σιγά και μεθοδικά με ένα μίγμα από προβολές και διακυμάνσεις που στόχο έχουν την πρακτική των κομάντος. Ο άνθρωπος ως δέκτης απορροφά μηνύματα που λειτουργούν ως ντους μέχρι να φθάσουν στο στάδιο της αποδοχής του σκοπούμενου.
Στην αρχή ρίχνεται η πρόταση που επιθυμεί η πολιτική διαχείριση να περάσει. Ακόμη και αν κριθεί αδιανόητη, από τις μεγάλες μάζες, η πρόταση βαφτίζεται ως προοδευτική με την συνέργεια των επιστημονικών κοινοτήτων, δηλαδή καταξιώνεται επιστημονικά. Μετά βαφτίζεται ως πολιτικά ορθή, και προωθείται για να καταστεί γνωστή στο ευρύ κοινό. Το αμέσως επόμενο στάδιο είναι να γίνει αποδεκτή από το ευρύ κοινό και στο τέλος να νομοθετηθεί. Στόχος να ιδεολογικοποιηθούν στις μεγάλες μάζες οι παραμορφωτικές προκαταλήψεις. Ο ολοκληρωτισμός πλέον δεν συντάσσεται με διατάγματα και σε στρατιωτικές επεμβάσεις, αλλά περνάει μέσα από την κατασκευή των ερεθισμάτων και την χειραγώγηση των αντιδράσεων.
Η υπαρκτή, άμεση και θανάσιμη απειλή, σήμερα είναι να σου δημιουργούν τόσο την αναζήτηση και την ανάγκη όσο και την λύση και την κάλυψη των αναγκών που σου εμφυτεύουν, έτσι και αλλιώς ο μαζάνθρωπος είναι πλήρως μεταπλάσιμος. Εξάλλου ο ποντικόμορφος μπιχεβιορισμός έχει κάνει καλή δουλεία εδώ και χρόνια μαζί με τους θετικιστικούς περιορισμούς.
[Συμπεριφορισμός ή Μπιχεβιορισμός: θεμελιώδες αξίωμα αυτής της θεωρίας είναι ότι η μάθηση και η απόκτηση της γνώσης είναι αποτέλεσμα συνεξαρτήσεων ανάμεσα στα ερεθίσματα που δέχεται το άτομο από το περιβάλλον του και τις αντιδράσεις του στα ερεθίσματα αυτά. Ο Συμπεριφορισμός έχει μεγάλη συγγένεια με τον Πραγματισμό του Τ. Σ. Πιρς και συγκεκριμένα με την έμφαση στις συνέπειες μιας συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τον Σκίνερ, οι συναρτήσεις επιβίωσης (π.χ. γεωλογικές συνθήκες, άλλα είδη, θηρευτές, κλπ) έχουν επιλέξει εκτός από ανατομικά χαρακτηριστικά και πρότυπα συμπεριφοράς.
Τα αντανακλαστικά που μελέτησε ο Ivan Petrovich Pavlov και ο John Broadus Watson είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, όπου ένα αμέσως πρότερο ερέθισμα προκαλεί μια αντίδραση (Ε -> Α). Η διεργασία αυτή ονομάστηκε ‘προκαλούμενη συμπεριφορά’. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας, ωστόσο, οφείλεται στην επιλογή από τις συνέπειες προηγούμενων παρόμοιων δραστηριοτήτων. Έτσι, οι συναρτήσεις επιβίωσης (φυσική επιλογή) συμπληρώνονται από τις συναρτήσεις ενίσχυσης που βιώνουμε κατά την διάρκεια της ζωής μας.
Σε ένα τυπικό πείραμα, ένα περιστέρι ραμφίζει ένα πλήκτρο πιο συχνά όταν η δράση του ακολουθείται από πρόσβαση στην τροφή. Εδώ λέμε πως οι συνέπειες (τροφή) της δράσης (ράμφισμα) έχουν επιλέξει ή ενισχύσει την δράση αυτή. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας αποτελείται από δράσεις που επιλέγονται συστηματικά από τις συνέπειές τους. Η ενίσχυση είναι η πιο σημαντική αρχή στην επιστήμη της Ανάλυσης Συμπεριφοράς.
Ο Pavlov σχεδίασε το 1905 ένα πείραμα: μετά την τροφή (ανεξάρτητο ερέθισμα) ακολουθεί σιελόρροια (ανεξάρτητη απάντηση), ενώ μετά το άκουσμα ενός κουδουνιού (ουδέτερο ερέθισμα) δεν ακολουθεί τίποτα. Ωστόσο, εάν ο ήχος του κουδουνιού ακουστεί επανειλημμένα την ίδια στιγμή που προσφέρεται τροφή στο σκύλο, αυτός αντιδράει στο τέλος με έκκριση σιέλου στο άκουσμα του κουδουνιού, ακόμη και αν δεν του δίνεται φαγητό. Ο Pavlov χαρακτήρισε αυτό το φαινόμενο εξαρτημένη μάθηση. Ο Pavlov έκανε άλλη μια ανακάλυψη σε ένα σκύλο το 1927. Παρατήρησε ότι ένας σκύλος που έκανε εμετό συστηματικά μετά από μια ένεση μορφίνης εξακολουθούσε να κάνει εμετό ακόμη και αν του έκαναν ένεση που περιείχε απλά ένα αλατούχο διάλυμα, το οποίο κανονικά δεν προκαλεί σωματικές αντιδράσεις. Αυτό το πείραμα θεωρείται η απαρχή της έρευνας πάνω στα εικονικά φάρμακα πιο γνωστά ως placebo και nocebo.]
“Δώστε μου μία ντουζίνα υγιή βρέφη, καλοσχηματισμένα, να τα αναθρέψω στο δικό μου καθορισμένο κόσμο και εγγυώμαι να αναλάβω οποιοδήποτε από αυτά τυχαία και να το εκπαιδεύσω ώστε να γίνει οποιουδήποτε τύπου επαγγελματίας επιλέξω -ιατρός, δικηγόρος, καλλιτέχνης- ακόμη και ζητιάνος και κλέφτης, ανεξάρτητα από τα ταλέντα, τις προτιμήσεις, τις τάσεις, τις δυνατότητες, τις κλίσεις και την φυλή των προγόνων του. Μιλάω παραγνωρίζοντας τα στοιχεία μου και το παραδέχομαι, αλλά έτσι κάνουν και οι υποστηρικτές του αντίθετου και το κάνουν εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια.” John Broadus Watson, (1930)
Οι τεχνικές ατομικοποίησης (σε αυτές εκπαιδεύτηκαν οι μυστικές υπηρεσίες των αγγλοαμερικανών, η OSS σήμερα CIA και η SOE – SIS στο Tavistock Institute έλαβαν εκπαίδευση για να μπορούν να αποκρυπτογραφούν τις ανθρώπινες ανάγκες και αδυναμίες (ύστερα από συμφωνία μεταξύ Ρούσβελτ και Τσώρστιλ η εκπαίδευση ήταν κοινή και προωθημένη) οι οποίες προσαρμόζουν το υποκείμενο σε ντιρεκτίβες, ξεκινούν από το να σερβίρουν τις παραστάσεις απορρόφησης του νου και συνεχίζουν στην διαδικασία ολοποίησης, δηλαδή στην αναγνωσιμότητα της ταυτότητας.
Η μικροφυσική της εξουσίας (όσα λέει σε άλλο επίπεδο αλλά πολύ κοντά μ’ αυτό που λέμε εμείς εδώ ο Μ. Φουκώ) διακατέχεται από τακτικές και από τεχνικές, από προσεταιρισμούς και παραστατικά στερεότυπα. Η σημερινή παραγωγική ηθική ως μοντέλο εξουσίας, δεν πυροδοτείται από την ντροπή ή την υπερηφάνεια αλλά από την επιφάνεια της προβολής να είμαι μέσα στην μοναδικότητά μου και παράλληλα αναγνωρισμένος, – ταυτοποιημένος, από τους άλλους.
Ο Leary θα έλεγε να σαγηνευτώ από το νευρωσωματικό κύκλωμα του V μινι-εγκεφάλου (κάποιος συμβατός νευροεπιστήμονας θα μιλούσε για τον ηλεκτρικό ερεθισμό των ειδικών υπο-φλοιϊκών σχηματισμών), εκεί όπου όλα εξατομικεύονται και προβάλουν ως ιδανικά. (Ο Ornstein και η σχολή του μας έχουν δείξει πολλά). Οι ψυχικές λειτουργίες πλέον χορογραφούνται ως τυπικές εκδηλώσεις της επικυριαρχίας των υποφλοιωδών κέντρων επάνω στις φλοιϊκές λειτουργίες του εγκεφάλου σε φάσεις παρόξυνσης και χειραγώγησης.
Ο Edward L. Bernays υπήρξε μία εμβληματική μορφή της μαζικής χειραγώγησης και της προπαγάνδας στις δυτικές δημοκρατίες του 20ού αιώνα. Υπήρξε ο ιδρυτής και ονοματοθέτης του επαγγελματικού κλάδου που είναι ευρύτερα γνωστός ως Δημόσιες Σχέσεις (Public Relations) -όνομα που επινόησε για επικοινωνιακούς λόγους, μιας και η λέξη ‘προπαγάνδα’ είναι αρνητικά φορτισμένη ήδη από τον καιρό του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η καινοτομία του ήταν ότι αξιοποίησε προπαγανδιστικά -τόσο στην διαφήμιση όσο και στην πολιτική- τις πρωτοπόρες μελέτες και παρατηρήσεις της, τότε νέας, επιστήμης της Ψυχολογίας, όσον αφορά την συμπεριφορά της μάζας και του κοινού νου.
O Walter Lippmann με μια καριέρα 60 ετών, είναι διάσημος για το ότι ήταν από τους πρώτους που εισήγαγε την έννοια του Ψυχρού Πολέμου, δημιουργώντας τον όρο «στερεότυπο» με την σύγχρονη ψυχολογική έννοια, καθώς και κριτικάροντας τα μέσα ενημέρωσης και την δημοκρατία στην στήλη των εφημερίδων και σε πολλά βιβλία του, κυρίως το βιβλίο του “η κοινή γνώμη” (Public Opinion) του 1922. Είναι μια κριτική αξιολόγηση της λειτουργικής δημοκρατικής κυβέρνησης, ειδικά των παράλογων και συχνά ιδιοτελών κοινωνικών αντιλήψεων που επηρεάζουν την συμπεριφορά του ατόμου και εμποδίζουν την βέλτιστη κοινωνική συνοχή.
Οι λεπτομερείς περιγραφές των γνωστικών περιορισμών που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στην κατανόηση του κοινωνικοπολιτικού και πολιτιστικού τους περιβάλλοντος, οδηγώντας τους στην εφαρμογή ενός εξελισσόμενου καταλόγου γενικών στερεοτύπων σε μια περίπλοκη πραγματικότητα, κατέστησαν την κοινή γνώμη ένα θεμελιώδες κείμενο στους τομείς των μελετών των μέσων ενημέρωσης, της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνικής ψυχολογίας.
Μέσω της σύνδεσής του με τον Χάουζ, ο Lippmann έγινε σύμβουλος του Προέδρου Wilson και βοήθησε στην σύνταξη της ομιλίας του Wilson για τα ‘Δεκατέσσερα Σημεία’. Άσκησε δριμεία κριτική στον George Creel, τον οποίο ο Πρόεδρος διόρισε επικεφαλής των προσπαθειών προπαγάνδας εν καιρώ πολέμου στην Επιτροπή Δημοσίων Πληροφοριών. Ενώ ήταν έτοιμος να περιορίσει τα φιλελεύθερα ένστικτά του λόγω του πολέμου, λέγοντας ότι δεν είχε «καμία δοξαστική πίστη στην ελευθερία του λόγου», εντούτοις συμβούλεψε τον Wilson ότι «η λογοκρισία δεν έπρεπε ποτέ να ανατίθεται σε κανέναν που δεν είναι ο ίδιος ανεκτικός, ούτε σε κανέναν που είναι, αγνοώντας την μακρά ιστορία της ανοησίας που είναι η ιστορία της καταστολής».
«Οι Τρόττερ και Gustave Le Bon κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια ομάδα δεν σκέφτεται, με την αυστηρή έννοια του όρου. Στην θέση των σκέψεων έχει παρορμήσεις, έξεις και συναισθήματα. Όσον αφορά την αλλαγή γνώμης, συνήθως η πρώτη της παρόρμηση είναι να ακολουθήσει το παράδειγμα ενός αξιόπιστου ηγέτη. Αυτή είναι μία από τις πιο καλά θεμελιωμένες αρχές της ψυχολογίας της μάζας. Λειτουργεί αυξάνοντας ή μειώνοντας το γόητρο ενός καλοκαιρινού θέρετρου, προκαλώντας μαζική ανάληψη μετρητών από μια τράπεζα ή πανικό στο χρηματιστήριο, δημιουργώντας ένα μπεστ σέλερ ή μια εισπρακτική επιτυχία.
Όταν όμως το παράδειγμα του ηγέτη δεν είναι διαθέσιμο και η αγέλη πρέπει να σκεφτεί για τον εαυτό της, το κάνει με στερεότυπα, με λέξεις που ταιριάζουν πρόχειρα στην περίσταση, με εικόνες που αναφέρονται σε ομάδες ιδεών και εμπειριών. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που αρκούσε απλώς να στιγματίσεις έναν πολιτικό υποψήφιο με την λέξη «συμφέροντα» για να πανικοβάλεις εκατομμύρια ανθρώπους ώστε να ψηφίσουν εναντίον του, επειδή οτιδήποτε σχετιζόταν με «τα συμφέροντα» θεωρούνταν απαραίτητα διεφθαρμένο. Πρόσφατα η λέξη «μπολσεβίκος» πρόσφερε μια παρόμοια υπηρεσία για πρόσωπα που επιθυμούσαν να τρομοκρατήσουν το κοινό και να το απομακρύνουν από κάποια γραμμή δράσης.» Edward L. Bernays “Προπαγάνδα“
To Tavistock Institute, έχει έδρα το Λονδίνο και το Πανεπιστήμιο Σάσεξ και είναι ο μεγαλύτερος οργανισμός πλύσης εγκεφάλου που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα. Προφήτης ή γκουρού του Ινστιτούτου αποτελεί ο Σίγκμουντ Φρόυντ που εγκαταστάθηκε στην Βρετανία, στο Νο 20 Maresfield Gardens, όπου βρίσκεται σήμερα και το Μουσείο Φρόυντ. Η κατοικία του είχε παραδοθεί από την πριγκίπισσα Μποναπάρτε. (Δες την απίστευτη διαπλοκή τους κι από που προέρχεται η Αντικουλτούρα.)
Η επιστημονική προπαγάνδα που δημιουργήθηκε στο Tavistock Institute σε συνεργασία με τις προδιαγραφές του Φρόυντ για τον έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καθιέρωσαν την ιδεολογία του Tavistock Institute. Το δίκτυό του τώρα, εκτείνεται από το πανεπιστήμιο του Σάσεξ ως τις ΗΠΑ, μέσω του Ερευνητικού Ινστιτούτου του Στάνφορντ, του Έσαλεν του ΜΙΤ, του Ινστιτούτου Hudson και του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών του πανεπιστημίου Τζορτζτάουν, όπου το Στέητ Ντηπάρτμεντ στέλνει τα στελέχη του για επιμόρφωση όπως και η αντικατασκοπία της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας. Επίσης η Silicon Valley υπηρετεί τις αρχές του Tavistock Institute. Ένα δίκτυο από μυστικές οργανώσεις όπως η Mont Pelerin Society Trilateral Commisssion, Club of Rome κλπ παίρνουν κατευθύνσεις από το Tavistock Institute.
Το Tavistock Institute δημιούργησε την τεχνική της μαζικής πλύσης εγκεφάλου πάνω στην οποία πειραματίστηκαν οι Αμερικανοί στους αιχμαλώτους τους κατά τον πόλεμο της Κορέας. Πειράματα για τον έλεγχο των μαζών έχουν επανειλημμένα γίνει πάνω στο αμερικανικό κοινό, για τον έλεγχο των ανθρωπίνων ελευθεριών και για την βελτίωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. (MK-ULTRA & MONARCH)
Ένας άλλος Γερμανός φυγάς είχε γίνει διευθυντής του Ινστιτούτου στα 1932. Κατόπιν πέρασε στις ΗΠΑ το 1933 για να δημιουργήσει την Ψυχολογική Κλινική του Χάρβαρντ. Εκεί προετοιμάστηκε το υλικό προπαγάνδας για να μεταστραφεί η ψυχολογία του αμερικανικού κοινού εναντίον της Γερμανίας προκειμένου να προετοιμαστεί η αμερικανική ανάμειξη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στα 1938, ο Ρούσβελτ είχε έρθει σε μυστική συμφωνία με τον Τσόρτσιλ, με την οποία ‘συσφίχθηκαν’ ακόμα περισσότερο οι σχέσεις των δύο χωρών. Ο Ρούσβελτ έστειλε τον στρατηγό Ντόνοβαν στο Λονδίνο για μετεκπαίδευση, πριν δημιουργήσει την OSS (τώρα CIA) με βάσει το δόγμα της βρετανικής SOE-SIS. Το σύνολο των επιχειρήσεων της CIA πάντα καθοδηγούνται από μελέτες που έχουν επεξεργαστεί στο Tavistock Institute.
Σήμερα ο Αμερικανός φορολογούμενος χωρίς να το γνωρίζει πληρώνει έξι δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για την λειτουργία του δικτύου που ελέγχεται από το Tavistock Institute. Μόνο το Ινστιτούτο Ερευνών του Στάντφορντ, μαζί με το συνδεδεμένο Ινστιτούτο Χούβερ απασχολούν 3.300 υπαλλήλους με έξοδα 150 εκατομμύρια το χρόνο. Μέσα στα προγράμματα που έχουν καταρτίσει είναι για τις εταιρίες Μπεχτελ, Κάιζερ και άλλες 400 κάτω από την στενή παρακολούθηση της CIA. Έχουμε να κάνουμε με τα σημαντικότερα ιδρύματα της Δυτικής Ακτής που προωθούν τον έλεγχο της σκέψης και της συμπεριφοράς…
Κάποτε ο κόσμος πρέπει να πληροφορηθεί τον πραγματικό ρόλο του Tavistock Institute, αυτών των οργάνων της πιο σκοτεινής αντίδρασης, χειραγώγησης κι ελέγχου του.
Αυτών που σχεδιάζουν καταχθόνιους τρόπους επιβολής μεγάλης φορολογίας, εκείνων που επεξεργάζονται τρόπους να παραμείνουν οι άνθρωποι χωρίς αληθινή ενημέρωση, να προωθούνται μέσω τεχνητών και υποβολιμαίων δημοσκοπήσεων, ελεγχόμενοι/μαριονέτες κυβερνήτες. Πρόκειται για ένα διεθνές δίκτυο αλληλοϋποστηριζόμενων οργανισμών, που ελέγχουν κρατικές δομές και παλεύουν για την επικράτηση δογμάτων που δεν νοιάζονται για την ευημερία του πολίτη, αλλά για την τυφλή υποταγή του σε κελεύσματα. Και αντί να υπάρχει αντίσταση στις αντιδραστικές αυτές δομές, υπάκουα στρατιωτάκια, χάσκουν και χαίρονται που εκλέχτηκε η «Α ή Β» μαριονέτα.
Σήμερα ο κυριότερος εκπρόσωπος της Σχολής της Φραγκφούρτης είναι ο Gyorgy Schwartz.
Ο Gyorgy Schwartz (Τζορτζ Σόρος) είναι Χάζαρος από την Ουγγαρία, μεσίτης της οικογένειας Ρότσιλντ. Προωθεί φανατικά τις αρχές της Σχολής της Φρανκφούρτης δημιουργώντας ιδρύματα που τα ονομάζει «ανοιχτές κοινωνίες» που εκεί λειτουργούν όλες οι αρχές της. Διαχειρίζεται τεράστια κεφάλαια παίζοντας με τα νομίσματα και τις οικονομίες των χωρών, πάντα κάτω από την εποπτεία των Ρότσιλντ.
Μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ίδρυσε το κράτος-εταιρεία Σκόπια, έχει αλλάξει το όνομά του α) για να μην εμφανίζεται η καταγωγή του, β) γιατί η αλλαγή ονόματος είναι μια παραδοσιακή συνήθεια των χαζάρων -όπως είναι για τους χριστιανούς το βάπτισμα. Προωθεί το μεταναστευτικό, τους γκέι, τα ναρκωτικά, την Woke χαβούζα και όλα όσα εκπροσωπεί η μιαρή Σχολή της Φρανκφούρτης. Είναι το αφεντικό των Βαλκανίων κι ελέγχει όλες τις κυβερνήσεις και τις αντιπολιτεύσεις στα Βαλκάνια.
Στην Ελλάδα αν παρακολουθήσεις προσεκτικά τα νομοσχέδια που ψηφίζονται δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά οι αρχές της Σχολής της Φρανκφούρτης. Για να περάσουν όμως αυτές οι αρχές πρέπει ο Ελληνικός λαός να εξαθλιωθεί οικονομικά/κοινωνικά/πολιτισμικά ώστε να δεχθεί τα πάντα. Η Σχολή της Φρανκφούρτης δεν είναι παρά ένα προπαγανδιστικό δημιούργημα στην υπηρεσία μιας Νέας Επανεκκίνησης. Έχει επικρατήσει πολιτιστικά στα περισσότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ το σύστημα της παιδείας έχει στόχο την αποδοχή των αρχών της Σχολής, που εμφανίζονται δήθεν σαν ‘προοδευτικές’ ιδέες.
Οι δημιουργοί της Σχολής της Φρανκφούρτης πρέπει να γελούν ευτυχισμένοι από ‘κει που βρίσκονται γιατί το σαράκι που έσπειραν έχει αναπτυχθεί κι απλώνεται συνεχώς και κατατρώει -εκ των έσω- τον ανθρώπινο πολιτισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου