Τὸ παραμύθι αὐτὸ μοῦ θυμίζει ἕναν πολὺ μεγάλο τεχνίτη, ποὺ ἐπειδὴ ἀκριβῶς «ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά», ἱστορίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Τολέδου, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση μὲ τὸ δικαίωμα τῆς τέχνης του, τὸ νοσοκομεῖο τοῦ Δὸν Χουὰν Ταβέρα καὶ τὸ τοποθέτησε σ᾿ ἕνα χάρτη, Ὁ μεγάλος τεχνίτης, τὸ ξέρετε, εἶναι ὁ Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, καὶ ὁ ζωγράφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ὁ Μυτιληνιὸς Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «ἄλλοτε ὁπλαρχηγὸς καὶ θυροφύλαξ ἐν Σμύρνῃ».
Ἡ παραβολή μου δὲν εἶναι ἀσέβεια. Γιατὶ ἡ μεγάλη διάκριση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στοὺς πολὺ μεγάλους καὶ στοὺς μικρότερους τεχνῖτες, ποὺ ξεκινᾶ τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ μιὰ ἐγκυκλοπαιδικὴ ἢ μιὰ τουριστικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφεραν ἔστω καὶ μιὰ σταγόνα λάδι στὸ φάρο τῆς τέχνης καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἡ ὕπαρξή τους εἶναι γιὰ τὴν τέχνη ἀδιάφορη. Τὸ πρῶτο ζήτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι μεγάλος καὶ ποιὸς εἶναι μικρός, ἀλλὰ ποιὸς κρατάει τὴν τέχνη ζωντανή. Ἕνας ἀπό τους ἐλάχιστους ἀνθρώπους ποὺ βλέπω σὰ μιὰ πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴ σύγχρονη ζωγραφική μας εἶναι ὁ Θεόφιλος. Τὰ ψωμιά του δὲν ἔπεσαν, στέκουνται, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὰ δικά του τὰ λόγια· στέκουνται καὶ θρέφουν.
Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ χρωστᾶμε χάρη μεγάλη στοὺς λίγους ἐκείνους, πού, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, εἶχαν τὴν ἀρετὴ νὰ διακρίνουν καὶ ν᾿ ἀφοσιωθοῦν σ᾿ αὐτὸ τὸ καταφρονεμένο ἔργο καὶ νὰ τὸ προστατέψουν ὅσο μποροῦσαν καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλία νὰ συγκεντρώσουν σ᾿ αὐτὲς τὶς αἴθουσες, γιὰ τὴν πρώτη δημόσια παρουσίασή τους, τὶς καλύτερες ζωγραφιὲς τοῦ Θεόφιλου ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμη στὴν Ἀθήνα· γιατί μιὰ μεγάλη συλλογή, εἶναι, χρόνια τώρα, στὸ Παρίσι.
Ἂν οἱ περιστάσεις ἦταν καλύτερες, θὰ εἶχε βρεθεῖ ἀπὸ καιρὸ μιὰ προστατευτικὴ στέγη γιὰ τὴν κληρονομιὰ ποὺ σὲ ὅλους μας ἄφησε ὁ Θεόφιλος. Δὲν ξέρω ἂν εἶναι ὑπερβολικὸ νὰ ἐλπίζει κανεὶς πὼς ἡ ἔκθεση ποὺ ἐγκαινιάζουμε σήμερα θὰ δώσει ἀφορμὴ σὲ κάποια συστηματικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ σωθεῖ ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ τὸ μόνιμο κίνδυνο τῆς καταστροφῆς. Ἀλλὰ ὅ,τι κι ἂν γίνει, ἡ σημερινὴ ἔκθεση εἶναι μιὰ σημαντικὴ στιγμὴ στὰ χρόνια της ζωγραφικῆς μας. Ἐννοῶ τῆς ζωγραφικῆς χωρὶς ἐπίθετο· ὄχι τῆς λαϊκῆς ζωγραφικῆς.
Ὁ Θεόφιλος ἦταν ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος.
Ἕνας τρελὸς στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἄκουε νὰ λέει παράδοξα πράγματα γιὰ τὶς ζωγραφικές του, ἢ τὸν ἔβλεπε νὰ ροβολᾶ τοὺς δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζὶ μ᾿ ἕνα κοπάδι χαμίνια ποὺ εἶχε ντύσει «Μακεδόνους». Τὸν περιγελοῦσαν τοῦ ἔκαμαν πολὺ χοντρὰ ἀστεῖα· μιὰ φορὰ τράβηξαν τὴν ἀνεμόσκαλα ὅπου ἦταν ἀνεβασμένος γιὰ τὴ δουλειά του καὶ τὸν ἔριξαν χάμω. Τόσο πολὺ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ μᾶς μοιάζουν.
Ὅμως, ὁ περιπλανώμενος αὐτὸς ζωγράφος καταναλώθηκε ὁλόκληρος, σὰν ἕνας αὐθεντικὸς τεχνίτης, στὸ δημιούργημά του. Καὶ τὸ δημιούργημά του εἶναι ἕνα ζωγραφικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Θέλω νὰ πῶ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲ διδάσκει λαογραφικά. ὅπως θὰ εἴχαμε τὴν τάση νὰ φανταστοῦμε, κοιτάζοντας τὶς φουστανέλες, τὶς βλάχες ἢ τὶς μορφὲς τοῦ λαϊκοῦ εἰκονοστασίου ποὺ ἀναπαρασταίνει, ἢ ἀκόμη παρατηρῶντας τὶς ἐπιφανειακὲς τεχνικὲς ἀδυναμίες του, τὴν ἔλλειψη «σχολῆς» ἢ τὸν «πριμιτιβισμό» του, ὅπως θὰ ἔλεγαν. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ διδάσκει ζωγραφικά, ποὺ βοηθεῖ καὶ φωτίζει ὅποιον ἔχει μίαν ἐπαρκῆ ὀπτικὴ συνείδηση, ἔστω κι ἂν βγαίνει ἀπὸ τὰ πιὸ φημισμένα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεόφιλο δὲ βλέπουμε πιὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πράγμα ποὺ δὲ μᾶς ἔφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ἀκαδημιῶν.
Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη.
Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία.
Συλλογίζομαι πὼς μιλῶ ἴσως ἄσκημα· πὼς ἡ συγκίνησή μου μπορεῖ νὰ νομιστεῖ ἀκρισία. Καὶ ὅμως εἶναι μιὰ συγκίνηση ποὺ προσπαθῶ νὰ ἐλέγξω ἐδῶ καὶ δεκατρία χρόνια, ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἀντρέας Ἐμπειρίκος μοῦ ἔδειξε, μὲ ἄπειρη εὐλάβεια, ζωγραφιὲς τοῦ Θεόφιλου. Ἀπὸ τότε, κάθε καινούριο ἀντίκρισμα ἦταν σὰν ἐκείνη τὴν πρώτη φορά, κάτι σὰ νὰ ἔπεσε ὁ τοῖχος μιᾶς πληχτικῆς κάμαρας· αὐτῆς τῆς τόσο καταθλιπτικῆς ζωγραφικῆς ποὺ τόσο συχνὰ καὶ μὲ τόση εὐκολία ἐπιτυχαίνουμε ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Παλιγγενεσίας. Ἡ ἴδια συγκίνηση, ὅπως ὅταν πρωτοδιάβασα τὰ ‘Ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη’.
Δὲν ἔχω διόλου τὴν ἐπιθυμία νὰ μειώσω τοὺς μορφωμένους μὲ τοὺς ἀμόρφωτους, μήτε νὰ ὑποστηρίξω πὼς ἡ ἄσκηση καὶ ἡ μάθηση εἶναι πρᾶγμα βλαβερό. Ὅπως τόσοι ἄλλοι φίλοι του ζωγράφου μας, πολὺ πιὸ ἱκανοὶ καὶ πιὸ ἁρμόδιοι σ᾿ αὐτὰ τὰ θέματα ἀπὸ ἐμένα, τὸ ἀντίθετο πιστεύω. Γιατί μόρφωση καὶ μάθηση εἶναι ἄσκηση τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἄσκηση τῆς ζωῆς ἔχει πολλὰ νὰ κερδίσει ἀπὸ ἀνθρώπους σὰν τὸν Θεόφιλο ποὺ βρῆκαν τὸ δρόμο τους ψηλαφῶντας, μόνοι μέσα στὰ σκοτεινὰ μονοπάτια μιᾶς πολὺ καλλιεργημένης, καθὼς νομίζω, ὁμαδικῆς ψυχῆς ὅπως εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας.
Ἔχει πολλὰ νὰ κερδίσει· καὶ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα νὰ μάθει πὼς νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὴ μισὴ μόρφωση καὶ ἀπὸ τὴ μισὴ μάθηση ποὺ καταντᾶ στρέβλωση καὶ νάρκη. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ θὰ μοῦ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ παραδεχτῶ πὼς εἶναι ἀμόρφωτος ὁ Θεόφιλος, μήτε κἂν εἶναι φαινόμενο ἐξαιρετικό. Σὲ τέτοια συμπεράσματα μᾶς ὁδηγεῖ, τουλάχιστο καθὼς πιστεύω ἡ τόσο ἰδιότροπη διαμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς ἔκφρασης.
Ἕνα λαϊκὸ τραγούδι λ.χ. ποὺ κυκλοφορεῖ στὰ στόματα «τῶν θεραπαινίδων», ὅπως ἔλεγαν, ὁ Ἐρωτόκριτος, γίνεται ἀγκωνάρι στὴν ποιητικὴ δημιουργία τοῦ Σολωμοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ καλλιεργημένους ἀνθρώπους τῆς Εὐρώπης. Καὶ τὰ δυὸ σημαντικότερα μνημεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πεζοῦ λόγου εἶναι, τὸ ἕνα ἡ Γυναῖκα τῆς Ζάκυθος αὐτοῦ τοῦ ἄρχοντα τῆς μόρφωσης, τὸ ἄλλο τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ «πώποτε μὴ ἀναγνώσαντος» Μακρυγιάννη.
Στὴ ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ἕνας νοῦς, ὅπως ὁ Θεοτοκόπουλος, ποὺ μπορεῖ νὰ ὑποστηρίξει τὴν τέχνη του μπροστὰ στὸ μεγάλο ἱεροεξεταστή, καὶ κάποτε ἕνας Θεόφιλος, ὁ ἀλλόκοτος φουστανελᾶς, ποὺ γυρίζει στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου καὶ τῆς Μυτιλήνης, μὲ τὰ πινέλα στὸ σελάχι του, καὶ οἱ γυναῖκες τόνε φωνάζουν τρελὸ καὶ «ἀχμάκη».
Ἡ ἑλληνικὴ πνευματικὴ κληρονομιὰ εἶναι τόσο μεγάλη ποὺ ἀλήθεια δὲν ξέρει κανεὶς ποιοὺς μπορεῖ νὰ διαλέξει γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὶς βουλές της. Εἶναι στιγμὲς ποὺ τὴν κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς οἱ πιὸ φημισμένοι ἄνθρωποι ποὺ ἀκούστηκαν ποτὲ στὸν κόσμο, καὶ εἶναι στιγμὲς ποὺ πάει καὶ φωλιάζει ἀνάμεσα στοὺς ἀνώνυμους, περιμένοντας νὰ φανερωθοῦν ξανὰ οἱ ἄρχοντες ἐπώνυμοι. Εἶναι σπουδαῖο τὰ δίδαγμα ποὺ ἀντλεῖ κανεὶς ὅταν λάβει τὸν κόπο νὰ κοιτάξει αὐτὴ τὴν ἀτέλειωτη περιπέτεια.
Τὸ δημοτικὸ τραγούδι νὰ φωτίζει τὸν Ὅμηρο καὶ ὁ Αἰσχύλος νὰ συμπληρώνεται ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, στὴν εὐαισθησία ἑνὸς καὶ τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου, δὲν εἶναι λίγο πράγμα κι αὐτὸ μόνο στὴν Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ γίνει. Μιλῶ χωρὶς ὑπεροψία, γιατί δὲν ξεχνῶ πὼς μόνο στὴν Ἑλλάδα μποροῦν νὰ γίνουν ἀκόμη τὰ πιὸ ἀπίστευτα παραστρατήματα.
Ὕστερα ἀπὸ τὴ διευκρίνηση αὐτή, μποροῦμε νὰ συλλογιστοῦμε μὲ περισσότερη ἄνεση τὸ λαϊκὸ ἄνθρωπο τὸν Θεόφιλο. Δὲν εἶναι ἡ στιγμὴ ν᾿ ἀνιστορήσω τὴ ζωή του. Ὅμως δὲ θὰ ἤθελα νὰ τελειώσω προτοῦ θυμηθῶ, ἴσως τὸ πιὸ πολύτιμο πρᾶγμα ποὺ εἶχε τὴ μικρὴ κασέλα ὅπου φύλαγε τὰ σύνεργα τῆς δουλειᾶς του καὶ τὰ βιβλία του. Εἶναι ἕνα ξύλινο μπαουλάκι ζωγραφισμένο ὁλόκληρο μὲ τὸ χέρι του, ἡ Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, ὁ Διάκος, ὁ Μπότσαρης, ὁ Γρίβας, καὶ τὰ καταπληκτικὰ λουλούδια αὐτοῦ τοῦ κηπουροῦ τῆς λεβεντιᾶς καὶ τοῦ ἔρωτα, τὸ στολίζουν. Ὁ φίλος ποὺ τὸ ἔσωσε τὸ διατηρεῖ πὼς βρέθηκε, πλάι στὸ ζωγράφο νεκρό, τὴν παραμονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ 1934.
Ὅταν τ᾿ ἀνοίξεις, τὰ ἴχνη τῆς ζωῆς ἑνὸς μεγάλου ἄνθρωπου, θέλω νὰ πῶ ἑνὸς ὁλόκληρου ἄνθρωπου, φανερώνουνται συγκλονιστικά. Αἰσθάνεσαι τὴν παρουσία μιᾶς ὕπαρξης ποὺ τίποτε δὲν πῆγε γι᾿ αὐτὴν χαμένο ἕνα τόσο σπάνιο πρᾶγμα. Ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ εὐτελῆ ἀντικείμενα, τὰ πιὸ ἐφήμερα, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι φτιαγμένα γιὰ νὰ μείνουν μόνο λίγες στιγμὲς κοντά μας, ἢ ἄλλα ποὺ προορίζονται γιὰ νὰ διασκεδάσουν τὸ μεράκι μιᾶς ζωῆς ποὺ δὲ γυρεύει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ λησμονήσει τὸν ἑαυτό της, τῆς ζωῆς τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ἢ τῶν παιδιῶν φιορόχαρτα ποὺ στροβιλίζει ὁ ἄνεμος στὰ σοκάκια μιᾶς ἐπαρχίας ὅπου πέρασε μιὰ Ἀποκριά, μιὰ Λαμπρή, ἢ ἕνα πανηγύρι· εἶναι ἐκεῖ γιὰ νὰ σοῦ δείξουν ἀπὸ τί μικροπράγματα μπορεῖ νὰ ξεκινήσει ἡ δύναμη τῆς γοητείας ἑνὸς τεχνίτη.
Τὰ βιβλία του; φυλλάδες τῆς δεκάρας, ἢ σχολικὰ βιβλία, τριμμένα, γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀρχαίων, βίοι ἁγίων, ἡ Ὀχτώηχος, ὁ Ἐρωτόκριτος, ὁ Παπουτσωμένος Γάτος καὶ ἡ Κοκκινοσκουφίτσα, ἄσματα ἡρωικά, ἄσματα ἐρωτικὰ κοντὰ στὰ βιβλία καὶ ἡ πινακοθήκη του: εἰκονογραφημένα δελτάρια, φτηνὲς χρωμολιθογραφίες, χαλκομανίες, μαζεμένες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς νιότης του ποὺ ἦταν καβάσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Προξενείου στὴ Σμύρνη: ἀρειμάνιοι ἄντρες, ὡραῖες γυναῖκες σὰν ἐκεῖνες ποὺ βλέπαμε ἄλλοτε στὰ ὀργανέτα, ναυμαχίες τοῦ ρωσοϊαπωνικοῦ πολέμου, ὑποδοχὲς τοῦ Μεγάλου Μογγόλου, ζευγάρια τοῦ παλιοῦ αἰσθηματισμοῦ· μαζὶ μ᾿ αὐτὰ τὸ σημειωματάριό του· ἕνα χοντρὸ δεφτέρι ἀπὸ στρατσόχαρτο, ὅπου ἀντιγράφει, ἀπὸ βιβλία καὶ ἐφημερίδες, ἀπόψεις ἀρχαίων πόλεων καὶ μνημείων, ἀγάλματα θεῶν, μάχες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ ἄπειρες προτομὲς παλαιῶν καὶ σύγχρονων ἡρώων.
Αὐτὰ ἦταν τὰ μουσεῖα ποὺ εἶδε ὁ Θεόφιλος καὶ ἀπὸ αὐτὰ προσπάθησε νὰ μάθει ὅ,τι ἔμαθε, θὰ ἔλεγαν. Δὲν ὑπάρξει ἀμφιβολία, ὁ Θεόφιλος ξεκινᾶ κάποτε ἀπὸ αὐτὰ τὰ μικροπράγματα. Ὅμως θὰ ἦταν μεγάλο τὸ λάθος ἂν πιστεύαμε ὅτι αὐτὴ ἡ βιομηχανία εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωγραφικῆς του. Ὅποιος δημιουργὸς δὲν ξεκίνησε ἀπὸ μικροπράγματα ἂς ρίξει πρῶτος τὴν πέτρα, θυμοῦμαι τὸν Yeats:
Οἱ μαστορεμένες τοῦτες εἰκόνες γιατί εἶναι ὁλόκληρες
σὲ ἄδολο νοῦ βλαστήσανε, ἀλλὰ ποῦθ᾿ ἔχουνε ξεκινήσει:
Ἀπὸ τὰ σωριασμένα σκύβαλα ἢ τὰ σαρίδια ἑνὸς δρόμου…
Ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους νέους ζωγράφους μας μοῦ ἔλεγε τὸ αἴσθημα ποὺ εἶχε ὅταν πρωτόειδε ἔργα τοῦ Θεόφιλου: «Μὰ αὐτὸς μᾶς γυρεύει πάρα πολλά· γυρεύει νὰ λέμε ὅλη τὴν ἀλήθεια», συλλογίστηκε. Καὶ ἡ ἀλήθεια ἡ ὁλόκληρη ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεόφιλος εἶναι o ὁλοζώντανος κόσμος του, ἕνας ζωγραφικὸς κόσμος χωρὶς τεχνάσματα καὶ χωρὶς ὑπεκφυγές, ὁποὺ τὰ πράγματα δὲν πέφτουν, ὅπως πέφτουν τὰ ἀληθινὰ ψωμιά.
Εἶναι ἡ καταπληκτικὴ δύναμη ποὺ ἔχει νὰ μεταμορφώνει, σύμφωνα μὲ τὸ ρυθμό του, ὅ,τι ἀγγίξει. Κυριεμένος ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἔκφρασης, ἀπορροφᾶ καὶ παράγει ζωγραφικὴ ὅπου τὴ βρεῖ καὶ ὅπως μπορεῖ. Ἔτσι ζωγραφίζει ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του σὲ ὅποιαν ἐπιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιῶν ἢ σπιτιῶν.
Αὐτὰ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ μ᾿ αὐτὰ δημιούργησε ὁ μικρόσωμος αὐτὸς ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἀλαφροΐσκιωτος, ὅπως τὸν βλέπω σὲ μιὰ παλιά του φωτογραφία. Ὁ Θεόφιλος ἔπαιρνε κάποτε τὶς φιγοῦρες του ἀπὸ λιθογραφίες ἢ ἀπὸ δελτάρια. Τὸ ἔκανε καὶ ἦταν ἴσως ἕνας ἐμπειρικὸς τρόπος γιὰ ν᾿ ἀκουμπήσει κάπου τὸ λογικό μου καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχε μέσα του.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Βιντσέντζος Κορνάρος ἐπῆρε τὶς φιγοῦρες τοῦ ποιήματός του ἀπὸ ἕνα γαλλικὸ ρομάντσο τῆς Ἱπποσύνης, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἕνα εἶδος χρωμολιθογραφίας τῆς ἐποχῆς. Τέτοια πράγματα ἔγιναν πολλὲς φορές. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲ γίνεται πολλὲς φορὲς εἶναι ὁ Ἐρωτόκριτος ἢ τὸ φῶς τοῦ Θεόφιλου, ποὺ μένει ἐκεῖ ὅπως στὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.
Έτσι περιγράφει τον βίο και την πολιτεία του Θεόφιλου ο Γιώργος Σεφέρης στην ομιλία του στην Αλεξάνδρεια το 1943 για τον Μακρυγιάννη. «Θυμούμαι πάντα τον Θεόφιλο, όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη» θα πει ο ποιητής. [Το κλασικό αυτό κείμενο το Γιώργου Σεφέρη περιλαμβάνεται στις Δοκιμές, εκδ. Φέξης 1962].
Ο «ζερβοκουτάλας», καθότι αριστερόχειρας, ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον κορόιδευαν όσο ζούσε, έμελλε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής και όχι μόνο τέχνης. Ο «ταξιδιώτης από τα Παρίσια», ο Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστός ως Τεριάντ, ήταν εκείνος που, μετά από παρότρυνση του ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου, επισκέφθηκε το 1929 την Μυτιλήνη, αγόρασε έργα του Θεόφιλου και ανέλαβε την προώθησή του – ο Θεόφιλος όμως δεν έζησε αρκετά για να χαρεί την αναγνώρισή του, καθώς πέθανε πέντε χρόνια αργότερα. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Κώστας Ουράνης: «Ο Θεόφιλος δεν είναι πια σήμερα στην ζωή για να χαρεί την άξαφνη αυτή δόξα ή για να εκπλαγεί από αυτήν».
Το 1936, ο Τεριάντ οργανώνει στο Παρίσι έκθεση με έργα του ζωγράφου, για τον οποίο ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ θα γράψει:
«Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία».
«Αληθινοί ελαιώνες επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα. Γι’ αυτόν, ισότιμα με το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τα λιβάδια με τις ανεμώνες και τα λιόδεντρα που αφήνουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους να περάσει η θάλασσα» θ’ αναφωνήσει χρόνια αργότερα ο Ελύτης. Στις 3 Ιουνίου του 1961, οι γοργόνες, οι θεοί του Ολύμπου και οι ήρωες της Επανάστασης του ’21 διαβαίνουν τις πύλες του Λούβρου και ο ποιητής θα γράψει:
«Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, την μεγάλη αφίσα της έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο».
Ο “εν ξιφήρεις” φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αντώνη Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα. Έργα απλά, ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης “οι οποίοι εξεφράζοντο μετά θαυμασμού δια την πρωτοτυπίαν του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρείται ως ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας”
Όταν ο Ελύτης θα εξομολογηθεί στον Τεριάντ την σκέψη του ότι «τα περισσότερα απ’ αυτά (τα έργα του Θεόφιλου) θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής», ο μεγάλος τεχνοκριτικός και συλλέκτης θα αποφασίσει να χρηματοδοτήσει το Μουσείο Θεόφιλου, που εγκαινιάζεται στην Βαρειά της Μυτιλήνης, την γενέτειρα του ζωγράφου, τον Ιούλιο του 1965 και στεγάζει 86 έργα του – έργα που τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές εξαιτίας της έκθεσής τους στον ήλιο, την υγρασία και την σκόνη.
Μουσείο είναι σήμερα και το αρχοντικό του Γιάννη Κοντού στην Ανακασιά, ο οποίος φιλοξένησε τον ζωγράφο, ώστε να δημιουργήσει εκεί, γύρω στο 1912, μερικά από τα ωραιότερα έργα του. Έλεγε για τον Θεόφιλο ο γαιοκτήμονας: «Αυτός, παιδί μου, ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια». Η εικόνα, άλλωστε, του ζωγράφου όπως την περιγράφει ο Τσαρούχης, δεν παραπέμπει σε ιδιαίτερα σε γνωστικό: «Φορούσε πάντα φουστανέλα, που δεν ήταν η φορεσιά της πατρίδας του.
Μα, για τον Θεόφιλο, αυτό δεν ήταν μόνο μια καλλιτεχνική παραξενιά ή επίδειξη. Ήταν κάτι παραπάνω: μια ένδειξη πίστεως αυτή η λατρεία της φουστανέλας, λατρεία οφειλόμενη στην ποιητική της σημασία. Ο Θεόφιλος, άλλωστε, ήθελε να ‘ναι σαν παλιός οπλαρχηγός, σαν κι αυτά τα άστατα είδωλά του που τόσο συχνά ζωγράφιζε». Τη φουστανέλα του την απαρνιόταν μόνο για να ντυθεί Μεγαλέξανδρος τις Απόκριες, ενώ συνήθιζε να οργανώνει λαϊκές παραστάσεις κατά την διάρκεια των εθνικών γιορτών, φτιάχνοντας τα σκηνικά και τα κουστούμια.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (πραγματικό όνομα: Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας) (Βαρειά Λέσβου, 1870 – Μυτιλήνη, 22 ή 24 Μαρτίου 1934), γνωστός απλά και ως Θεόφιλος, ήταν αυτοδίδακτος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης και αγιογράφος. Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του είναι η ελληνικότητα και η εικονογράφηση θρησκευτικών παραστάσεων και της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας.
Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε κατά το διάστημα 1867–1870 στην Βαρειά Λέσβου. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς (ή Κεφάλας), ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, πάνω στην οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του.
Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας («Καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί στην πόλη του Βόλου, περίπου το 1897, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής ενώ σήμερα σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί.
Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο. Προστάτης του εκείνη την περίοδο, στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου. Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.
Το 1927 επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους. Στη Μυτιλήνη, τον συνάντησε ο καταξιωμένος τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Tériade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι.
Στον Ελευθεριάδη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση της αξίας του έργου του Θεόφιλου αλλά και η διεθνής προβολή του, που ωστόσο σημειώθηκε μετά τον θάνατό του. Με έξοδα του Ελευθεριάδη ανεγέρθηκε επίσης το 1964 το Μουσείο Θεοφίλου στην Βαρειά. Τα έργα του υπέγραφε συνήθως χρησιμοποιώντας το επώνυμο της μητέρας του, ενώ το μοναδικό έργο που φέρει το κατά κόσμον όνομά του, έχει υπογραφή «Έργο Θεόφιλου Γαβριήλ Κεφαλά» και είναι μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο σκευοφυλάκιο του Ιερού Ναού Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου.
Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση, στην Μυτιλήνη.
Ο «Παπαδιαμάντης της ζωγραφικής», όπως τον αποκάλεσε ο Τάκης Μπαρλάς, έζησε όλη του την ζωή πάμφτωχος, ζωγραφίζοντας συχνά «αντί πινακίου φακής», κάτι που ποτέ δεν σταμάτησε να κάνει – σε πείσμα κάποιων μάλλον ωραιοποιημένων αφηγήσεων σχετικά με τα τελευταία του χρόνια στην Μυτιλήνη. Πολύ μετά τον θάνατό του, η μικρότερη από τα επτά αδέλφια του, Φώτω, περιέγραψε στον Βασίλη Πλάτανο το πικρότατο τέλος του μοναδικού καλλιτέχνη που το σύνολο του έργου του έχει κηρυχθεί εθνική πολιτιστική κληρονομιά:
«Τον φώναξε ένας πλούσιος να του ζουγραφίση μερικά “κάντρα”, σαν είδε πως η τέχνη του είχε αξία και του ‘δωσε μπαγιάτικο φαγί από ψάρια και κρέας. O καϋμένος τα πήρε, γιατί στη χάση και στη φέξη έτρωγε τέτοια φαγητά, και σαν πήγε στο δωμάτιό του, που το είχε νοικιασμένο στο Bουνάρι της Mυτιλήνης, τα έφαγε με όρεξη κι άφησε τα μισά να τα γιοματίση και ταχιά. Αλλά δεν πρόλαβε. Ήταν χαλασμένα, ούτε του σκυλιού τους δεν τα δίνανε, τον πειράξανε και την νύχτα της παραμονής του Bαγγελισμού του 1934 πέθανε από δηλητηρίαση. Tονέ βρήκανε πεθαμένο στερνά από τρεις μέρες που είχε πια βρομίσει και τονέ πήρε ο δήμος άρον-άρον και τον έθαψε. Δεν προκάναμε ούτε να τον ασπαστούμε, ούτε να τον δούμε».
Ο Γιάννης Τσαρούχης θαύμαζε τον Θεόφιλο και μελέτησε ιδιαίτερα το έργο του, ενώ δεν τον συμπεριέλαβε, όπως άλλοι, στην κατηγορία των «Ναΐφ ζωγράφων».
«Τον Θεόφιλο τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνος, των οποίων το έμβλημα υπήρξε το ‘εφάμιλλον των ευρωπαϊκών’. Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη απ’ αυτή στην οποία ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί κι οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί κι οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες. Είναι απ’ την μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο-θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά, κι όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς ότι αιώνια θα σκανδαλίζει αυτούς που θέλησαν πάντα να βολευτούν» τονίζει.
Σύμφωνα με τον ζωγράφο:
«Την δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να την χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους.
Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στην Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σε αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις −έχω υπ’ όψιν μου μερικά θαυμάσια έργα− έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στην Μυτιλήνη αποτελεί την δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. Ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας που υπάρχει στα έργα του Βόλου εξαφανίζεται εδώ για να δώσει την θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία.
Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μια απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τεριάντ, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. Εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν την θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα».
Η προοπτική δεν ενδιέφερε καθόλου τον Θεόφιλο, την «είχε στείλει περίπατο», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κώστας Ουράνης. Ο λαογράφος Κίτσος Μακρής, στο βιβλίο του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο», διασώζει την αποκαλυπτική ιστορία που αναφέρει κι ο Σεφέρης:
«Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτρέτο. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στον φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο −όπως είναι φυσικό− έτσι που στην τοιχογραφία να φαίνεται σαν μια γραμμή, το γύρισε κάθετα, να δείχνει όλο του το πλάτος κι επάνω του τοποθέτησε το ψωμί. Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε, απάντησε: “Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στην ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται”.
Με την τελευταία του κυρίως φράση έκανε τον απολογισμό της τέχνης του. Ο ορθολογισμός δεν έχει τη θέση του εκεί όπου μια πλούσια καρδιά θέλει να εκφραστεί. Στην αντίληψη τη λαϊκή δεν μπορούσε να χωρέσει πως η λεπτή γραμμή της σωστής προοπτικής απόδοσης αντιπροσωπεύει το πλατύτατο φουρνιστήρι.
Κι ο Θεόφιλος, ποτισμένος βαθύτατα με την αντίληψη αυτή, την απέδωσε ζωγραφικά. Την έλλειψη προοπτικής, ειδικά στις τοιχογραφίες, πρέπει να την αποδώσουμε στην καλλιτεχνική αντίληψή του γι’ αυτές. Η τοιχογραφία πρέπει να διακοσμεί την επιφάνεια και όχι να την κομματιάζει. Μια τοιχογραφία με προοπτική δημιουργεί και τρίτη διάσταση που καταστρέφει την ενότητα της επιφάνειας. Ο ίδιος επιγραμματικά έδωσε την εξήγηση. Κάποτε εικονογραφούσε στον τοίχο ενός μανάβικου τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν του παρατηρήθηκε η έλλειψη προοπτικής απάντησε: “Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο” (που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του τοίχου)».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου