Κάτι περίεργο συνέβη στην Τανζανία μια μέρα, στις 30 Ιανουάριου του 1962.
Σε ένα καθολικό οικοτροφείο θηλέων κοντά στη λίμνη Βικτόρια, στην περιφέρεια Μπουκόμπα, εμφανίστηκε μια επιδημία γέλιου. Και δεν πρόκειται για κάποιες μαθήτριες που άκουσαν ένα αστείο. Ξέσπασε μια ακαταμάχητη επιθυμία για γέλιο που απλώθηκε από άτομο σε άτομο, έως ότου προσβλήθηκαν πάνω από χίλια άτομα.
Σε όσους προσβάλλονταν, η ασθένεια αυτή εκδηλωνόταν ξαφνικά, και η αρχική κρίση γέλιου διαρκούσε από λίγα λεπτά έως μερικές ώρες. Στη συνέχεια, ακολουθούσε μια περίοδος φυσιολογικής συμπεριφοράς, και κατόπιν μερικοί υποτροπιασμοί, που διαρκούσαν έως και δεκαέξι ημέρες. Όσον αφορά όμως την πραγματική φύση αυτής της επιδημίας, οι ασθενείς περιέγραφαν ότι συχνά αισθάνονταν ανήσυχοι και φοβισμένοι, παρά το γεγονός ότι γελούσαν.
Οι γιατροί που πρώτοι ερεύνησαν και περιέγραψαν την εμφάνιση της νόσου, ο δρ Rankin, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Makerere, και ο δρ Philip, ιατρικός σύμβουλος στην περιφέρεια Μπουκόμπα, ήταν εξαιρετικά σχολαστικοί. Βρήκαν ότι κάθε νέος ασθενής είχε έρθει πολύ πρόσφατα σε επαφή με κάποιον που είχε νοσήσει. Παρατήρησαν ότι η περίοδος επώασης μεταξύ της επαφής και της εκδήλωσης των συμπτωμάτων κυμαινόταν από μερικές ώρες έως και λίγες ημέρες. Ευτυχώς, όπως δήλωσαν δίχως ειρωνεία, «δεν έχουν αναφερθεί θανατηφόρα περιστατικά». Όσοι νόσησαν ανάρρωσαν πλήρως.
Η επιδημία ξέσπασε στις 30 Ιανουάριου του 1962, όταν τρία κορίτσια ηλικίας 12 έως 18 ετών άρχισαν να γελούν ανεξέλεγκτα. Έπειτα διαδόθηκε ταχύτατα, και σύντομα οι περισσότερες στο οικοτροφείο εμφάνιζαν το σύμπτωμα του νευρικού γέλιου. Μέχρι τις 18 Μαρτίου είχαν προσβληθεί οι 95 από τις 159 μαθήτριες, και το σχολείο υποχρεώθηκε να κλείσει. Οι μαθήτριες επέστρεψαν στα χωριά και στις πόλεις τους. Δέκα ημέρες αργότερα, το ανεξέλεγκτο γέλιο εμφανίστηκε στο χωριό Νσάμπα, ενενήντα χιλιόμετρα μακριά, όπου είχαν επιστρέφει κάποιες από τις μαθήτριες.
Συνολικά, προσβλήθηκαν 217 άτομα. Μερικά άλλα κορίτσια επέστρεψαν στο χωριό τους κοντά στο γυμνάσιο θηλέων Ramanshenye, και στα μέσα του Ιουνίου η επιδημία εξαπλώθηκε σε αυτό το σχολείο —το οποίο επίσης υποχρεώθηκε να κλείσει όταν προσβλήθηκαν 48 από τις 154 μαθήτριες. Άλλο ένα ξέσπασμα της επιδημίας εμφανίστηκε στο χωριό Κανιανγκερέκο στις ι8 Ιουνίου, πάλι όταν ένα κορίτσι επέστρεψε στο πατρικό του, και εξαπλώθηκε σε δύο κοντινά σχολεία αρρένων, τα οποία επίσης υποχρεώθηκαν να κλείσουν. Ωστόσο, ύστερα από λίγους μήνες η επιδημία εξασθένησε.
Οι Rankin και Philip έψαξαν επίμονα να βρουν τα βιολογικά αίτια της επιδημίας. Υπέβαλαν τους ασθενείς σε κλινικές εξετάσεις και εργαστηριακές μελέτες, έκαναν οσφυονωτιαίες παρακεντήσεις, εξέτασαν την τροφή τους για τοξίνες και βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχε καμία προηγούμενη αναφορά παρόμοιας επιδημίας στην περιοχή. Οι ίδιοι οι χωρικοί δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Στην Μπουκόμπα, όπου η ασθένεια προκάλεσε σάλο, υπήρχε «η πεποίθηση ότι η ατμόσφαιρα είχε δηλητηριαστεί εξαετίας πυρηνικών δοκιμών». Άλλοι την περιέγραψαν ως ένα είδος «μεταδιδόμενης τρέλας» και της έδωσαν το όνομα endwara yokusheka, που σημαίνει «ασθένεια του γέλιου».
Όπως συνειδητοποίησαν οι ίδιοι οι χωρικοί, αλλά και οι επιστήμονες που μελετούσαν το φαινόμενο, η επιδημία γέλιου δεν ήταν αστεία υπόθεση. Δεν επρόκειτο για την εξάπλωση πραγματικής ευτυχίας και χαράς —αν και αυτό μπορεί επίσης να συμβεί, αλλά όχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αντιθέτως, ήταν μια περίπτωση επιδημικής υστερίας, μια κατάσταση που εκμεταλλεύτηκε τη βαθιά ριζωμένη τάση των ανθρώπων να επηρεάζονται από τα συναισθήματα των άλλων. Κάθε είδους συναισθήματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, μπορούν να μεταδοθούν (σαν «μεταδοτική ασθένεια») τόσο από ένα άτομο σε άλλο όσο και μεταξύ μεγαλύτερων ομάδων.
Συνεπώς, τα συναισθήματα έχουν συλλογική προέλευση, και όχι απλώς ατομική. Το πώς αισθάνεται κανείς εξαρτάται από το πώς αισθάνονται οι άλλοι με τους οποίους συνδέεται, είτε στενά είτε χαλαρά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου