«Όλοι οι άνθρωποι είναι τόσο αναπόφευκτα τρελοί που, όποιος δεν είναι τρελός, είναι διπλά τρελός» Πασκάλ. Κι ακόμη ένα κείμενο του Ντοστογιέφσκι από το «Ημερολόγιο του Συγγραφέα»: «Ο καλύτερος τρόπος για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι το να κλείσεις μέσα το γείτονά σου»
Πρέπει να γραφτεί η ιστορία αυτής της «διπλής τρέλας». Πρέπει να προσπαθήσουμε, ψάχνοντας μέσα στην ιστορία, να συναντήσουμε το βαθμό μηδέν της ιστορίας της τρέλας, τη στιγμή που είναι ακόμη εμπειρία αδιαφοροποίητη.
Πατάμε σίγουρα σε άβολη περιοχή. Για να τη διασχίσουμε θα χρειαστεί να αρνηθούμε το βόλεμα που προσφέρουν οι καθιερωμένες αλήθειες, κι ούτε στιγμή να μην αφεθούμε να μας καθοδηγήσουν οι επιστημονικές γνώσεις μας για την τρέλα. Το καθοριστικό είναι η χειρονομία που διαχώρισε την τρέλα, κι όχι η επιστήμη που καθιερώθηκε, όταν πια είχε συντελεστεί ο διαχωρισμός.
Τότε, και τότε μοναχά, θα μπορέσει να φανεί η περιοχή εκείνη όπου ο τρελός κι ο γνωστικός, οι δυο χωρισμένοι τώρα πια άνθρωποι, είναι ακόμη αδιαχώριστοι και, σε μια γλώσσα πολύ πιο πηγαία, αδρή και πολύ πιο φρέσκια από τη γλώσσα της επιστήμης, λένε τα λόγια της ρήξης τους, λόγια που με τρόπο φευγαλέο μαρτυρούν ότι ακόμη μιλιούνται. Σ’ αυτόν τον διάλογο τρέλα και μη-τρέλα, λογική και μη-λογική αντιφάσκουνε συγκεχυμένα: πριν γεννηθούν, είναι αχώριστες. Κι όταν χωρίζονται, υπάρχουν η μία μόνο για την άλλη, η μία μόνο ως προς την άλλη.
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν επικοινωνεί πια με τον τρελό: από τη μια στέκεται ο λογικός άνθρωπος, που για τα ζητήματα της τρέλας καθιστά υπεύθυνο το γιατρό κι έτσι αποκλείει κάθε άλλο δρόμο επαφής με την τρέλα, αφήνοντας ανοικτό μονάχα εκείνον που περνά μέσα από τον αφηρημένο χαρακτήρα της αρρώστιας.
Από την άλλη πλευρά, στέκεται ο άνθρωπος της τρέλας. Αυτός δεν επικοινωνεί με τους άλλους παρά μονάχα μέσα από μια λογική, που αποτελεί επιταγή, καταναγκασμό σωματικό και ηθικό, ανώνυμη πίεση της ομάδας, απαίτηση για συμμόρφωση. Όσο για γλώσσα κοινή, δεν υπάρχει ή καλύτερα, δεν υπάρχει πια.
Ο άνθρωπος της τρέλας φοβίζει. Αλλά φοβίζει με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Βλέποντάς τον, ασυνείδητα κλονίζεται μέσα μας η αίσθηση της λογικής. Μια αίσθηση που κατά καιρούς πλήττεται από διάφορες καταστάσεις που μας κάνουν να νοιώθουμε ότι ακροβατούμε. Με αρκετά νευρωτικά στοιχεία οι περισσότεροι από εμάς και σε μια κοινωνία, η δόμηση της οποίας μας ωθεί σε όλο και πιο έντονες νευρωτικές τάσεις και συμπεριφορές, κάπου νοιώθουμε ότι το παιχνίδι της λογικής, παίζεται, όχι τόσο μέσα μας πια, αλλά στο πεδίο της κοινωνίας.
Μεγαλύτερη σημασία έχει αποκτήσει η απόδειξη προς τους άλλους για το πόσο λογικοί είμαστε, παρά η διατήρηση της ισορροπίας μέσα μας. Και εκείνη τη στιγμή που αμφιβάλλουμε για την ισορροπία μας αυτή, και που το κύριο μέλημά μας είναι να αποκρύπτουμε τα νευρωτικά μας στοιχεία από τον περίγυρο, εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο τρελός, ως από μηχανής θεός να μας καθησυχάσει. Η απόδειξη ότι είμαστε καλά, βρίσκεται πια μπροστά μας με σάρκα και οστά. Και η ανάγκη μας να αποστασιοποιηθούμε από αυτόν είναι μια ανάγκη που πηγάζει από τους δικούς μας φόβους. «Μα καλά» θα πει εδώ ο αντίλογος, «εγώ ούτε φωνές ακούω, ούτε παράλογες σκέψεις κάνω, ούτε επικίνδυνος είμαι για το σύνολο». Δε θα διαφωνήσω, αλλά θα θέσω μερικά ερωτήματα.
Ο τρελός αντιμετωπίζει άγνωστους κινδύνους. Φωνές, ιδέες παράλογες τον αποδιοργανώνουν σε μεγάλο βαθμό. Μα και οι νευρώσεις που μας διακατέχουν, άγνωστη αιτιολογία δεν έχουν; Οι εσωτερικές συγκρούσεις που οδηγούν σε κρίσεις πανικού, σε φοβίες ή σε κάποιο άλλο νευρωτικό σύμπτωμα, δεν έχουν σαν κύριο πρόβλημα τον άγνωστο παράγοντα; Το άγνωστο φοβίζει λοιπόν τόσο τον τρελό, όσο και εμάς τους υπόλοιπους που ανήκουμε μόνο στο νευρωτικό πεδίο. Να λοιπόν μια κοινή συνιστώσα. Ήδη ίσως το άγχος να αυξάνεται στον γράφων και στον αναγνώστη, από μια έστω μικρή υποψία ταύτισης της λογικής με την τρέλα. Ο τρελός όμως δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο το άγνωστο. Έχει άλλα εξίσου ίσως σημαντικά προβλήματα, όσο ακραίο κι αν αυτό ακούγεται.
Η απόρριψη και η περιθωριοποίηση που βιώνει καθημερινά, είναι κάτι εξίσου άσχημο με τις ψευδαισθήσεις του. Τα λογικά του κομμάτια, όλο και συρρικνώνονται κάτω από την πίεση της λογικής κοινωνίας. Η μόνη ουσιαστική υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, είναι να αυτοαποκλειστεί από αυτό. Και η αίσθηση πως τίποτε καλό δεν υπάρχει μέσα του-μιας και αυτό το μήνυμα παίρνει από τους «λογικούς ανθρώπους» τον κάνει να αισθάνεται όλο και λιγότερο άνθρωπος. Και να θέσω ένα τελευταίο ερώτημα γι αυτό το δεύτερο κείμενο σχετικά με το στίγμα. Ποιος θα μπορούσε να αντέξει την απομόνωση από τους υπόλοιπους ανθρώπους και να παραμείνει άνθρωπος;
Κι έπειτα, η θαλασσοπορία, αφήνει τον άνθρωπο έρμαιο στην αβέβαιη τύχη του. Είναι η ώρα που ο καθένας παραδίνεται στα δικά του πεπρωμένα, κάθε επιβίωση είναι δυνάμει η τελευταία. Ο τρελός, που φεύγει πάνω στο τρελό καράβι του, κινάει για τον άλλο κόσμο. Κι όταν ξεμπαρκάρει, πάλι είναι σα να ’ρχεται από τον άλλο κόσμο. Επειδή δε μπορεί και δεν πρέπει να ’χει άλλη φυλακή από το ίδιο το κατώφλι, τον κρατούν στο χώρο του περάσματος. Τον τοποθετούν στο εσωτερικό του εξωτερικού και αντίστροφα.
Θέση εξαιρετικά συμβολική, που σίγουρα θα μείνει δική του μέχρι και τις μέρες μας, αν βέβαια συγκατανεύσουμε στο ότι εκείνο που άλλοτε στάθηκε το ορατό φρούριο που οχυρώνονταν η τάξη των πραγμάτων, τώρα έγινε ο αόρατος πύργος όπου κλειδώνεται η συνείδησή μας.
Πρέπει να γραφτεί η ιστορία αυτής της «διπλής τρέλας». Πρέπει να προσπαθήσουμε, ψάχνοντας μέσα στην ιστορία, να συναντήσουμε το βαθμό μηδέν της ιστορίας της τρέλας, τη στιγμή που είναι ακόμη εμπειρία αδιαφοροποίητη.
Πατάμε σίγουρα σε άβολη περιοχή. Για να τη διασχίσουμε θα χρειαστεί να αρνηθούμε το βόλεμα που προσφέρουν οι καθιερωμένες αλήθειες, κι ούτε στιγμή να μην αφεθούμε να μας καθοδηγήσουν οι επιστημονικές γνώσεις μας για την τρέλα. Το καθοριστικό είναι η χειρονομία που διαχώρισε την τρέλα, κι όχι η επιστήμη που καθιερώθηκε, όταν πια είχε συντελεστεί ο διαχωρισμός.
Τότε, και τότε μοναχά, θα μπορέσει να φανεί η περιοχή εκείνη όπου ο τρελός κι ο γνωστικός, οι δυο χωρισμένοι τώρα πια άνθρωποι, είναι ακόμη αδιαχώριστοι και, σε μια γλώσσα πολύ πιο πηγαία, αδρή και πολύ πιο φρέσκια από τη γλώσσα της επιστήμης, λένε τα λόγια της ρήξης τους, λόγια που με τρόπο φευγαλέο μαρτυρούν ότι ακόμη μιλιούνται. Σ’ αυτόν τον διάλογο τρέλα και μη-τρέλα, λογική και μη-λογική αντιφάσκουνε συγκεχυμένα: πριν γεννηθούν, είναι αχώριστες. Κι όταν χωρίζονται, υπάρχουν η μία μόνο για την άλλη, η μία μόνο ως προς την άλλη.
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν επικοινωνεί πια με τον τρελό: από τη μια στέκεται ο λογικός άνθρωπος, που για τα ζητήματα της τρέλας καθιστά υπεύθυνο το γιατρό κι έτσι αποκλείει κάθε άλλο δρόμο επαφής με την τρέλα, αφήνοντας ανοικτό μονάχα εκείνον που περνά μέσα από τον αφηρημένο χαρακτήρα της αρρώστιας.
Από την άλλη πλευρά, στέκεται ο άνθρωπος της τρέλας. Αυτός δεν επικοινωνεί με τους άλλους παρά μονάχα μέσα από μια λογική, που αποτελεί επιταγή, καταναγκασμό σωματικό και ηθικό, ανώνυμη πίεση της ομάδας, απαίτηση για συμμόρφωση. Όσο για γλώσσα κοινή, δεν υπάρχει ή καλύτερα, δεν υπάρχει πια.
Ο άνθρωπος της τρέλας φοβίζει. Αλλά φοβίζει με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Βλέποντάς τον, ασυνείδητα κλονίζεται μέσα μας η αίσθηση της λογικής. Μια αίσθηση που κατά καιρούς πλήττεται από διάφορες καταστάσεις που μας κάνουν να νοιώθουμε ότι ακροβατούμε. Με αρκετά νευρωτικά στοιχεία οι περισσότεροι από εμάς και σε μια κοινωνία, η δόμηση της οποίας μας ωθεί σε όλο και πιο έντονες νευρωτικές τάσεις και συμπεριφορές, κάπου νοιώθουμε ότι το παιχνίδι της λογικής, παίζεται, όχι τόσο μέσα μας πια, αλλά στο πεδίο της κοινωνίας.
Μεγαλύτερη σημασία έχει αποκτήσει η απόδειξη προς τους άλλους για το πόσο λογικοί είμαστε, παρά η διατήρηση της ισορροπίας μέσα μας. Και εκείνη τη στιγμή που αμφιβάλλουμε για την ισορροπία μας αυτή, και που το κύριο μέλημά μας είναι να αποκρύπτουμε τα νευρωτικά μας στοιχεία από τον περίγυρο, εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο τρελός, ως από μηχανής θεός να μας καθησυχάσει. Η απόδειξη ότι είμαστε καλά, βρίσκεται πια μπροστά μας με σάρκα και οστά. Και η ανάγκη μας να αποστασιοποιηθούμε από αυτόν είναι μια ανάγκη που πηγάζει από τους δικούς μας φόβους. «Μα καλά» θα πει εδώ ο αντίλογος, «εγώ ούτε φωνές ακούω, ούτε παράλογες σκέψεις κάνω, ούτε επικίνδυνος είμαι για το σύνολο». Δε θα διαφωνήσω, αλλά θα θέσω μερικά ερωτήματα.
Ο τρελός αντιμετωπίζει άγνωστους κινδύνους. Φωνές, ιδέες παράλογες τον αποδιοργανώνουν σε μεγάλο βαθμό. Μα και οι νευρώσεις που μας διακατέχουν, άγνωστη αιτιολογία δεν έχουν; Οι εσωτερικές συγκρούσεις που οδηγούν σε κρίσεις πανικού, σε φοβίες ή σε κάποιο άλλο νευρωτικό σύμπτωμα, δεν έχουν σαν κύριο πρόβλημα τον άγνωστο παράγοντα; Το άγνωστο φοβίζει λοιπόν τόσο τον τρελό, όσο και εμάς τους υπόλοιπους που ανήκουμε μόνο στο νευρωτικό πεδίο. Να λοιπόν μια κοινή συνιστώσα. Ήδη ίσως το άγχος να αυξάνεται στον γράφων και στον αναγνώστη, από μια έστω μικρή υποψία ταύτισης της λογικής με την τρέλα. Ο τρελός όμως δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο το άγνωστο. Έχει άλλα εξίσου ίσως σημαντικά προβλήματα, όσο ακραίο κι αν αυτό ακούγεται.
Η απόρριψη και η περιθωριοποίηση που βιώνει καθημερινά, είναι κάτι εξίσου άσχημο με τις ψευδαισθήσεις του. Τα λογικά του κομμάτια, όλο και συρρικνώνονται κάτω από την πίεση της λογικής κοινωνίας. Η μόνη ουσιαστική υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, είναι να αυτοαποκλειστεί από αυτό. Και η αίσθηση πως τίποτε καλό δεν υπάρχει μέσα του-μιας και αυτό το μήνυμα παίρνει από τους «λογικούς ανθρώπους» τον κάνει να αισθάνεται όλο και λιγότερο άνθρωπος. Και να θέσω ένα τελευταίο ερώτημα γι αυτό το δεύτερο κείμενο σχετικά με το στίγμα. Ποιος θα μπορούσε να αντέξει την απομόνωση από τους υπόλοιπους ανθρώπους και να παραμείνει άνθρωπος;
Κι έπειτα, η θαλασσοπορία, αφήνει τον άνθρωπο έρμαιο στην αβέβαιη τύχη του. Είναι η ώρα που ο καθένας παραδίνεται στα δικά του πεπρωμένα, κάθε επιβίωση είναι δυνάμει η τελευταία. Ο τρελός, που φεύγει πάνω στο τρελό καράβι του, κινάει για τον άλλο κόσμο. Κι όταν ξεμπαρκάρει, πάλι είναι σα να ’ρχεται από τον άλλο κόσμο. Επειδή δε μπορεί και δεν πρέπει να ’χει άλλη φυλακή από το ίδιο το κατώφλι, τον κρατούν στο χώρο του περάσματος. Τον τοποθετούν στο εσωτερικό του εξωτερικού και αντίστροφα.
Θέση εξαιρετικά συμβολική, που σίγουρα θα μείνει δική του μέχρι και τις μέρες μας, αν βέβαια συγκατανεύσουμε στο ότι εκείνο που άλλοτε στάθηκε το ορατό φρούριο που οχυρώνονταν η τάξη των πραγμάτων, τώρα έγινε ο αόρατος πύργος όπου κλειδώνεται η συνείδησή μας.
Όμως ο «τρελός» που ελέγχει την «τρέλα του»
… είναι αυτός που τον τρέμουν Ημίθεοι και Θεοί
FOUCAULT MICHEL, Η ιστορία της τρέλας
… είναι αυτός που τον τρέμουν Ημίθεοι και Θεοί
FOUCAULT MICHEL, Η ιστορία της τρέλας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου