Από τη στιγμή που η αίσθηση του δικαίου καθορίζεται από την ετυμηγορία του σώματος που έχει την κυρίαρχη εξουσία, το μόνο που μένει είναι η πάλη για τη διαμόρφωση του σώματος αυτού. Με άλλα λόγια η διαμάχη στη διαχείριση της εξουσίας δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαμάχη της διαχείρισης του πλούτου. Από αυτή την άποψη η έννοια της ηθικής ή του δικαίου γίνεται ζήτημα αυστηρά υποκειμενικό, αφού ο καθείς διαμορφώνει την αντίληψη της τάξης του, δηλαδή των συμφερόντων του. Η συνειδητοποίηση ότι η αίσθηση του δικαίου είναι προέκταση της αίσθησης του συμφέροντος (και με δεδομένο ότι το δίκαιο καθορίζεται από την αντίληψη της ηθικής) μας οδηγεί στην ηθική των δύο (ταξικών) ταχυτήτων, δηλαδή στην κατανόηση της ελαστικότητάς αυτού που ονομάζουμε δίκαιο. Τα αναρίθμητα παραδείγματα των λογοτεχνικών ηρώων που, καταπατώντας την ισχύουσα νομοθεσία, υπερασπίζονται τους φτωχούς (ο χαρακτήρας του κλέφτη που βοηθάει τους ανήμπορους εμφανίζεται πολύ συχνά και στην παιδική λογοτεχνία) είναι η έκφανση του ηθικού διλήμματος του δικαίου, που αντανακλά την ταξική οπτική γωνία που το βλέπει κανείς. Θα λέγαμε ότι οι εκδοχές του δικαίου είναι ευθέως ανάλογες με τις κοινωνικές τάξεις που γεννά μια κοινωνία. Η μάχη, στο επίπεδο των ιδεών, που σχετίζεται με την επικράτηση των ηθικών αξιών, είναι το άλλο πρόσωπο της ταξικής σύγκρουσης, αφού κάθε ομάδα οφείλει να επικρατήσει και ιδεολογικά.
Αυτό ακριβώς το κουβάρι της αναζήτησης του δικαίου επιχειρεί να ξεδιαλύνει ο Αριστοτέλης, προτάσσοντας την προσωπική του αντίληψη για την κοινωνική δικαιοσύνη, που αναγκαστικά ταυτίζεται με το συμφέρον της πόλης. Με δυο λόγια δίκαιο είναι αυτό που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πόλης στο σύνολό της, κι όχι αυτό που αποσκοπεί στα οφέλη της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης. Από αυτή την άποψη ο Αριστοτέλης δεν προβαίνει στην απόλυτη δικαίωση των φτωχών, αφού η κοινωνική διαστρωμάτωση (κατά τον Αριστοτέλη πάντα) υπηρετεί τα συμφέροντα της πόλης: «Εξάλλου, αφού δημευθούν όλα και οι περισσότεροι μοιραστούν τα πλούτη των λιγότερων, είναι φανερό ότι καταστρέφουν την πόλη». Η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης γίνεται αντιληπτή ως προέκταση της αξιοκρατίας, εφόσον η οικονομική άνεση του καθενός στηρίζεται στις ικανότητές του. Από τη στιγμή που ο ικανός θα μπορέσει να εξασφαλίσει χρήμα, είναι προτιμότερο να διαχειρίζεται ο ίδιος τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες κατευθύνοντας τους φτωχούς, που μοιραία δεν έχουν ούτε την κατάρτιση ούτε την ευελιξία που θα έχει αυτός. Η σωστή διαχείριση των υποθέσεων αυτών θα αποφέρει και τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία, που αναγκαστικά θα βελτιώσει την οικονομική ισχύ ολόκληρης της πόλης. Η διεκδίκηση της περιουσίας του πλούσιου από την πλευρά του φτωχού δεν είναι τίποτε άλλο από την ανατροπή αυτών των δεδομένων. Η αξίωση του πλούσιου να αναλάβει τα επιχειρησιακά ινία με την προϋπόθεση να κερδίζει περισσότερα είναι όχι μόνο δίκαιη, αλλά και συμφέρουσα για την πόλη. Η επιβολή των φτωχών, σε περίπτωση που υφαρπάξουν τον πλούτο, λειτουργεί ως άδικη επικράτηση, που στηρίζεται στην αριθμητική υπεροχή. Με αυτή τη λογική θα μπορούσε να συγκριθεί με την επιβολή του τυράννου, που στηρίζει την ισχύ του στα όπλα: «Με την ίδια λογική επίσης και οι πράξεις του τυράννου κρίνονται όλες δίκαιες, γιατί επιβάλλεται με τη βία ως ισχυρότερος, όπως ακριβώς και το πλήθος στους πλούσιους». Ο καθορισμός του δικαίου ως βούληση της ισχύος, απ’ όποια πλευρά κι αν προέρχεται, δεν έχει καμία σχέση με την αναζήτηση της ηθικής.
Κι αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης δε θα αποδεχτεί και τη διαχείριση της εξουσίας από τους πλούσιους: «Αλλά πάλι είναι τάχα δίκαιο να εξουσιάζουν οι λιγότεροι και οι πλούσιοι; Αν λοιπόν και εκείνοι ακολουθούν την ίδια πρακτική, μοιράζονται και αρπάζουν τα κτήματα από το λαό, αυτό είναι δίκαιο;» Η αυθαιρεσία των πλουσίων που οδήγησε την πόλη σε αδιέξοδο μετατρέποντας τους φτωχούς σε δούλους των πλουσίων με το δανεισμό που έθετε ως ενέχυρο την προσωπική ελευθερία – αδιέξοδο που διαχειρίστηκε ο Σόλωνας – έχει προσφέρει ισχυρά διδάγματα. Ο Αριστοτέλης κατανοώντας βαθιά τον κίνδυνο της ανεξέλεγκτης υπεροχής του πλούτου θα ήταν αδύνατο να υποστηρίξει ότι οι πλούσιοι θα έπρεπε να είναι αυτοί που θα καθορίζουν την τύχη του πολιτεύματος: «Έγινε σαφές λοιπόν, ότι όλα αυτά είναι απαράδεκτα και άδικα». Το μόνο που μένει είναι να εξεταστεί κατά πόσο είναι σωστό να κατέχουν την απόλυτη εξουσία οι άριστοι: «Αλλά πάλι πρέπει να άρχουν οι έγκριτοι και να κυριαρχούν σε όλους; Στην περίπτωση όμως αυτή όλοι οι άλλοι κατ’ ανάγκη δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα και ούτε τιμούνται με πολιτικά αξιώματα. Όταν όμως οι ίδιοι πάντοτε είναι άρχοντες, τότε οι υπόλοιποι κατά λογική αναγκαιότητα στερούνται τιμών». Όμως, η πολιτεία που απομακρύνει από τις τιμητικές θέσεις τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών δεν μπορεί παρά να προκαλέσει και τη γενική δυσφορία: «Άποψή μας είναι ότι συνιστούν τιμή τα πολιτικά αξιώματα. Όταν όμως οι ίδιοι πάντοτε είναι άρχοντες, τότε οι υπόλοιποι κατά λογική αναγκαιότητα στερούνται τιμών. Αλλά είναι καλύτερο να εξουσιάζει ένας μόνο, ο σπουδαιότερος; Αυτό θα ήταν ακόμη πιο ολιγαρχικό, γιατί περισσότεροι στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων». Η εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος δε νοείται χωρίς τη συγκατάθεση των πολλών, και ο αποκλεισμός τους από όλα τα αξιώματα κάθε άλλο παρά θα μπορούσε να επιφέρει τη συγκατάθεση: «γιατί, όταν υπάρχουν πολλοί χωρίς πολιτικά δικαιώματα και φτωχοί, τότε η πόλη αυτή είναι γεμάτη από εχθρούς».
Το ζήτημα όμως της συμμετοχής των περισσοτέρων στη διαμόρφωση της εξουσίας δεν είναι μόνο διαδικαστικό, με την έννοια της ανάγκης προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή των πολιτών που πρέπει να νιώθουν ευχαριστημένοι. Γιατί η αντίληψη αυτή κρύβει τη λογική του αναγκαστικού κακού προς αποφυγή των χειρότερων. Ο Αριστοτέλης δεν προτάσσει τη λογική “του μη χείρονος...” υποστηρίζοντας ότι οι πολλοί πρέπει να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της πολιτείας, αλλά πιστεύει ότι πράγματι ο λαός ενωμένος (στο σύνολό του) είναι το πιο υπεύθυνο κι ως εκ τούτου πιο αρμόδιο όργανο που μπορεί να πάρει τις καλύτερες αποφάσεις. Ο άριστος μπορεί να ξεπερνά σε ατομικό επίπεδο το κάθε επιμέρους άτομο του πλήθους, όμως είναι αδύνατο να ξεπεράσει το σύνολο του: «Καθώς είναι πολλοί, ο καθένας διαθέτει κάποια λίγη αρετή και φρόνηση, και έτσι ενωμένοι οι πολλοί παρουσιάζονται σαν ένας άνθρωπος με πολλά πόδια, με πολλά χέρια και με πολλές αισθήσεις και επομένως με ανάλογο ήθος και διάνοια».
Υπό αυτή την έννοια ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ανεπιφύλακτα ότι το πλήθος ενωμένο είναι αυτό που πρέπει να διαμορφώνει το πολίτευμα. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να μεταφραστεί ως ανοιχτή υποστήριξη των δημοκρατικών θεσμών και λειτουργιών. Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται και με το παράδειγμα του πορτρέτου: «οι σπουδαίοι άνθρωποι είναι ανώτεροι από το κάθε άτομο χωριστά ενός πλήθους, ακριβώς γιατί στο πρόσωπό τους συνενώνονται στοιχεία που είναι διάσπαρτα και χωριστά στους πολλούς. Το ίδιο αναλογικά λέμε ότι συμβαίνει στην περίπτωση των ωραίων και μη ωραίων ανθρώπων και στην περίπτωση των ζωγραφισμένων και αληθινών μορφών. Αν τα στοιχεία αυτά τα εξετάσουμε χωριστά, τότε μπορεί να βρεθεί ότι το τάδε συγκεκριμένο άτομο έχει πιο όμορφο μάτι από το μάτι της ζωγραφισμένης μορφής, ή ότι ένα άλλο άτομο έχει πιο όμορφο κάποιο μέλος του σώματός του από το αντίστοιχο μέλος του σώματος της ζωγραφισμένης μορφής». Με τον ίδιο τρόπο που το πλήθος ενώνοντας τα χαρακτηριστικά του ξεπερνά σε ομορφιά το πορτρέτο – άσχετα αν αυτό είναι ανώτερο από το κάθε άτομο ξεχωριστά – και σε πολιτικό επίπεδο το σύνολο του λαού ξεπερνά σε ικανότητες τον άριστο, άσχετα αν ο άριστος είναι ανώτερος αν συγκριθεί με τον καθένα ξεχωριστά.
Οι επιφυλάξεις που διατηρεί δεν μπορούν να αλλάξουν την ουσία της λαϊκής κυριαρχίας που προτάσσει. Για παράδειγμα το ότι αναρωτιέται κατά πόσο αυτή η υπεροχή του πλήθους ισχύει για κάθε πλήθος: «Ίσως όμως, μα το Δία, για μερικές περιπτώσεις είναι αδύνατο» ή ότι παραδέχεται πως ένας άνθρωπος χωρίς καταγωγή ή περιουσία (θα λέγαμε ένας άνθρωπος του πλήθους) είναι επίφοβος αν αναλάβει υψηλά αξιώματα γιατί αυτοί οι άνθρωποι: «αδικούν και παρεκτρέπονται αναγκαστικά, επειδή ρέπουν προς την αδικία και την επιπολαιότητα», υποδηλώνει προβληματισμούς που εμπεριέχουν την υποτίμηση του λαϊκού στοιχείου, αλλά δεν αποτελούν άρνηση της λαϊκής υπεροχής. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι το πλήθος είναι ο καλύτερος κριτής για τα μουσικά και ποιητικά έργα (άποψη που εξαγρίωνε τον Πλάτωνα), γι’ αυτό φέρνει το παράδειγμα του δείπνου όπου όσο τέλεια κι αν το οργανώσει κάποιος πλούσιος οπωσδήποτε θα υστερεί και σε ποικιλία εδεσμάτων και σε ποσότητα από το δείπνο που θα οργανώσει το πλήθος συνολικά, γι’ αυτό και τελικά επικαλείται τους νόμους του Σόλωνα που θέλουν το λαό κοινωνό στις πολιτικές και δικαστικές αποφάσεις: «Για το λόγο ακριβώς αυτό και ο Σόλωνας και μερικοί άλλοι νομοθέτες θεσμοθετούν το δικαίωμα του λαού να μετέχει στις αρχαιρεσίες και στον πολιτικό έλεγχο του έργου των αρχόντων, αλλά δεν επιτρέπουν σε κανέναν ξεχωριστά από το πλήθος να ασκήσει μόνος του την εξουσία. Γιατί οι πολλοί ως σύνολο στις συνελεύσεις αντιλαμβάνονται ικανοποιητικά τα πράγματα και έχοντας επαφή με τους καλύτερους ωφελούν τις πόλεις τους, όπως ακριβώς η μη καθαρή τροφή ανακατωμένη με την καθαρή καθιστά το μίγμα χρησιμότερο από τη λίγη, καθαρή τροφή».
Γιατί εφόσον ούτε η επικράτηση των φτωχών ούτε των πλουσίων ευνοούν την πόλη κι εφόσον η πλειοψηφία που διαμορφώνει τη συλλογικότητα είναι αυτή που καθορίζει τις πολιτικές αποφάσεις, δε μένει παρά η διαμόρφωση μιας οικονομικής οργάνωσης τέτοιας που θα επιφέρει την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης η οποία θα εξισορροπεί τα εξ’ ορισμού αντιμαχόμενα συμφέροντα των άλλων τάξεων.
Το μόνο που μένει είναι το γνωστό επιχείρημα που θέλει τους ειδικούς να υπερέχουν σε όλα τα θέματα και τη συνεπαγόμενη αδυναμία του πλήθους να συμμετέχει λόγω της άγνοιας που το διακατέχει: «Επομένως, σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό δε θα ήταν σωστό το πλήθος να έχει κυριαρχικά δικαιώματα ούτε στις αρχαιρεσίες ούτε στον πολιτικό έλεγχο του έργου των πολιτικών». Η πρόταξη της γνώσης προκειμένου να έχει κανείς άποψη για τα πολιτικά θέματα δεν είναι παρά ο αποκλεισμός που οφείλει να σερβίρεται ραφιναρισμένα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αυτονόητο από το γεγονός ότι η γνώση των πολιτικών θεμάτων προϋποθέτει τη συμμετοχή σ’ αυτά, αφού μόνο η ενασχόληση μπορεί να επιφέρει την άποψη. Αυτός που δεν ασχολείται, όχι μόνο δε γνωρίζει, αλλά, αν εξακολουθήσει να απέχει, δε θα μάθει και ποτέ. Ο αποκλεισμός του κόσμου από τη συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις λόγω άγνοιας είναι η εξασφάλιση της διαιώνισής της. Είναι η πιο αναγνωρισμένη συνταγή για τη μετατροπή του πλήθους σε άβουλη μάζα. Με άλλα λόγια δε βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα επιχείρημα που θέλει να αποκλείσει το λαό από τα πολιτικά τεκταινόμενα, αλλά σ’ ένα μηχανισμό, μια μεθόδευση που αποσκοπεί στον αποκλεισμό του. Κάθε υγιής κοινωνία οφείλει να επιδιώκει τη συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση του πολιτεύματος, όχι μόνο κατανοώντας τα οφέλη που μπορεί να έχει, αλλά αποσκοπώντας και στην πολιτική του εγρήγορση, ως μάθημα που βασίζεται στη συνείδηση του πολιτικού καθήκοντος. Κατά τον Αριστοτέλη τα επιχειρήματα που θέλουν τους γνώστες να διαχειρίζονται την εξουσία «δεν ευσταθούν και για το λόγο που έχει ήδη αναφερθεί, αν δηλαδή το πλήθος δεν είναι άβουλη μάζα σε πολύ μεγάλο βαθμό (γιατί ο καθένας χωριστά θα είναι κατώτερος κριτής από τους ειδικούς, όλοι όμως μαζί ως σύνολο συγκεντρωμένο θα είναι καλύτεροι ή τουλάχιστον όχι χειρότεροι από τους ειδικούς)». Και βέβαια, αν πράγματι ο λαός μετατραπεί σε άβουλη μάζα, δε μένει παρά να ψάξουμε τα πολιτικά αίτια αυτού. Γιατί η διαμόρφωση του λαού σε υποχείριο είναι η πιο κραυγαλέα απόδειξη της πολιτικής παρακμής. Τα συμφέροντα των λίγων γίνονται νόμος και η κοινωνία τσιφλίκι των ισχυρών. Υπό αυτές τις συνθήκες δε μπορούμε να μιλάμε ούτε για πρόοδο ούτε για ευημερία, αφού οι έννοιες αυτές είναι συνυφασμένες μόνο με το συλλογικό συμφέρον.
Όμως ο Αριστοτέλης θα προσθέσει κι ακόμη ένα επιχείρημα που ακυρώνει τα σχετικά με τους ειδικούς που πρέπει να μονοπωλούν το πολιτικό γίγνεσθαι: «Άλλος λόγος επίσης είναι ότι για ορισμένα πράγματα ή πράξεις δεν είναι ο κατασκευαστής ο μοναδικός και ο καλύτερος κριτής, αλλά μπορούν να κρίνουν τα έργα του και μη ειδικοί στην τέχνη του. Για παράδειγμα ένα σπίτι δεν το κρίνει μόνο ο κατασκευαστής του, αλλά καλύτερα το κρίνει ο χρήστης του (και το χρησιμοποιεί ο οικονόμος). Επίσης το πηδάλιο του πλοίου το κρίνει καλύτερα ο πλοίαρχος από τον κατασκευαστή του και τα φαγητά του συμποσίου ο συνδαιτυμόνας και όχι ο μάγειρας». Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχει καλύτερος κριτής για το δάσκαλο από τους μαθητές ούτε καλύτερος κριτής για το νομοθέτη από το λαό που εφαρμόζει τους νόμους. Κι αυτή ακριβώς είναι η δυναμική της λαϊκής κυριαρχίας, αφού σε τελική ανάλυση και οι νόμοι και τα πολιτεύματα και η παιδεία και η δικαιοσύνη (και οτιδήποτε αφορά την κοινωνία) δεν μπορούν να έχουν κανένα άλλο σκοπό απ’ το να υπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες. Και δεν μπορεί να βρεθεί πιο αρμόδιος από τον ίδιο το λαό για να κρίνει το κατά πόσο εκπληρώνονται οι ανάγκες του: «Επομένως δικαίως το πλήθος έχει μεγαλύτερα κυριαρχικά δικαιώματα, γιατί ο δήμος, η βουλή και το δικαστήριο αποτελούνται από πολλούς». Και σε περίπτωση που κάποιος επιμένει ότι η συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα πρέπει να εξασφαλίζεται με βάση τα εισοδήματα, ο Αριστοτέλης είναι κατηγορηματικός: «Επιπλέον το εισόδημα όλων αυτών είναι μεγαλύτερο από το εισόδημα του καθένα χωριστά και των λίγων που δικαιούνται να φτάνουν στα ανώτερα αξιώματα».
Κι αν το γεγονός ότι τα ανώτερα αξιώματα προορίζονται για τους οικονομικά ισχυρούς δημιουργεί δικαιολογημένο προβληματισμό, αφού στην ουσία δεν υπάρχει ισονομία στο εκλέγεσθαι, ο Αριστοτέλης καθιστά σαφή την προτίμησή του προς τα συλλογικά – πολυπρόσωπα θεσμικά όργανα όπως η βουλή και το δικαστήριο κι όχι προς τη συγκέντρωση της εξουσίας σε ένα μόνο πρόσωπο: «Ο πολιτικός έλεγχος των αρχόντων και οι εκλογές τους είναι πολύ σημαντικά δικαιώματα, τα οποία σε ορισμένα πολιτεύματα, ως γνωστόν, ανατίθενται στο λαό, γιατί η εκκλησία του δήμου είναι κυρίαρχη σε όλα αυτά. Έτσι, αν και πολίτες με χαμηλά εισοδήματα και οποιασδήποτε ηλικίας μετέχουν στην εκκλησία, διασκέπτονται στη βουλή και δικάζουν, όμως ταμίες, στρατηγοί και ανώτατοι αξιωματούχοι γίνονται πολίτες με μεγάλα εισοδήματα». Κατά συνέπεια «ούτε ο δικαστής ούτε ο βουλευτής ούτε το μέλος της εκκλησίας του δήμου είναι άρχοντας, αλλά το δικαστήριο, η βουλή και η εκκλησία του δήμου. Απλώς ο καθένας τους είναι μόριό τους». Κι εδώ έγκειται η υπεροχή των συλλογικών οργάνων. Στο γεγονός ότι δεν αναδεικνύουν μεμονωμένους άρχοντες αλλά την αρχή της ίδιας της συλλογικότητας που τίθεται υπεράνω όλων των προσώπων που την αποτελούν.
Κι αυτή ακριβώς είναι η αριστοτελική αρχή της μεσότητας που αφορά και τα εισοδήματα. Γιατί εφόσον ούτε η επικράτηση των φτωχών ούτε των πλουσίων ευνοούν την πόλη κι εφόσον η πλειοψηφία που διαμορφώνει τη συλλογικότητα είναι αυτή που καθορίζει τις πολιτικές αποφάσεις, δε μένει παρά η διαμόρφωση μιας οικονομικής οργάνωσης τέτοιας που θα επιφέρει την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης η οποία θα εξισορροπεί τα εξ’ ορισμού αντιμαχόμενα συμφέροντα των άλλων τάξεων. Κι η ανάδειξη της μεσότητας ως ταξικό ιδανικό δε σηματοδοτεί μόνο την ιδεολογική τεκμηρίωση αναφορικά με το αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο των περισσότερων, αλλά και τη συνεπακόλουθη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στις περιουσίες των πλούσιων και των φτωχών. Γιατί η πεποίθηση της αναγκαιότητας των ορίων τόσο στη φτώχεια όσο και στον πλούτο δεν είναι τίποτε άλλο από την καταδίκη του άμετρου πλουτισμού, που δεν μπορεί παρά να έχει το αντίβαρο της άμετρης φτώχειας ή, για να το πούμε απλά, αν η υπεροχή της μιας ή της άλλης τάξης είναι ζημιογόνα για την πόλη, δε μένει παρά να δεχτούμε ότι μόνο η άμβλυνση της οικονομικής ανισότητας και η ανάδειξη της μεσαίας τάξης μπορούν να επιφέρουν τη σύμπνοια (δηλαδή την πρόοδο) της κοινωνίας. Το ότι μιλάμε για οικονομική άμβλυνση κι όχι για εξίσωση είναι θέμα αξιοκρατίας που οφείλει να εκδηλωθεί και περιουσιακά. Γιατί το μέγεθος της περιουσίας αφορά την ανταμοιβή και η διαμόρφωση της ανταμοιβής ανάλογα με την προσφορά του καθενός είναι μορφή δικαιοσύνης. Όμως ταυτόχρονα δεν υπάρχει και μεγαλύτερη αδικία από την άμετρη φτώχεια. Κι αυτά είναι τα οικονομικά όρια που θέτει ο Αριστοτέλης.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Το μόνο που μένει είναι το γνωστό επιχείρημα που θέλει τους ειδικούς να υπερέχουν σε όλα τα θέματα και τη συνεπαγόμενη αδυναμία του πλήθους να συμμετέχει λόγω της άγνοιας που το διακατέχει: «Επομένως, σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό δε θα ήταν σωστό το πλήθος να έχει κυριαρχικά δικαιώματα ούτε στις αρχαιρεσίες ούτε στον πολιτικό έλεγχο του έργου των πολιτικών». Η πρόταξη της γνώσης προκειμένου να έχει κανείς άποψη για τα πολιτικά θέματα δεν είναι παρά ο αποκλεισμός που οφείλει να σερβίρεται ραφιναρισμένα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αυτονόητο από το γεγονός ότι η γνώση των πολιτικών θεμάτων προϋποθέτει τη συμμετοχή σ’ αυτά, αφού μόνο η ενασχόληση μπορεί να επιφέρει την άποψη. Αυτός που δεν ασχολείται, όχι μόνο δε γνωρίζει, αλλά, αν εξακολουθήσει να απέχει, δε θα μάθει και ποτέ. Ο αποκλεισμός του κόσμου από τη συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις λόγω άγνοιας είναι η εξασφάλιση της διαιώνισής της. Είναι η πιο αναγνωρισμένη συνταγή για τη μετατροπή του πλήθους σε άβουλη μάζα. Με άλλα λόγια δε βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα επιχείρημα που θέλει να αποκλείσει το λαό από τα πολιτικά τεκταινόμενα, αλλά σ’ ένα μηχανισμό, μια μεθόδευση που αποσκοπεί στον αποκλεισμό του. Κάθε υγιής κοινωνία οφείλει να επιδιώκει τη συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση του πολιτεύματος, όχι μόνο κατανοώντας τα οφέλη που μπορεί να έχει, αλλά αποσκοπώντας και στην πολιτική του εγρήγορση, ως μάθημα που βασίζεται στη συνείδηση του πολιτικού καθήκοντος. Κατά τον Αριστοτέλη τα επιχειρήματα που θέλουν τους γνώστες να διαχειρίζονται την εξουσία «δεν ευσταθούν και για το λόγο που έχει ήδη αναφερθεί, αν δηλαδή το πλήθος δεν είναι άβουλη μάζα σε πολύ μεγάλο βαθμό (γιατί ο καθένας χωριστά θα είναι κατώτερος κριτής από τους ειδικούς, όλοι όμως μαζί ως σύνολο συγκεντρωμένο θα είναι καλύτεροι ή τουλάχιστον όχι χειρότεροι από τους ειδικούς)». Και βέβαια, αν πράγματι ο λαός μετατραπεί σε άβουλη μάζα, δε μένει παρά να ψάξουμε τα πολιτικά αίτια αυτού. Γιατί η διαμόρφωση του λαού σε υποχείριο είναι η πιο κραυγαλέα απόδειξη της πολιτικής παρακμής. Τα συμφέροντα των λίγων γίνονται νόμος και η κοινωνία τσιφλίκι των ισχυρών. Υπό αυτές τις συνθήκες δε μπορούμε να μιλάμε ούτε για πρόοδο ούτε για ευημερία, αφού οι έννοιες αυτές είναι συνυφασμένες μόνο με το συλλογικό συμφέρον.
Όμως ο Αριστοτέλης θα προσθέσει κι ακόμη ένα επιχείρημα που ακυρώνει τα σχετικά με τους ειδικούς που πρέπει να μονοπωλούν το πολιτικό γίγνεσθαι: «Άλλος λόγος επίσης είναι ότι για ορισμένα πράγματα ή πράξεις δεν είναι ο κατασκευαστής ο μοναδικός και ο καλύτερος κριτής, αλλά μπορούν να κρίνουν τα έργα του και μη ειδικοί στην τέχνη του. Για παράδειγμα ένα σπίτι δεν το κρίνει μόνο ο κατασκευαστής του, αλλά καλύτερα το κρίνει ο χρήστης του (και το χρησιμοποιεί ο οικονόμος). Επίσης το πηδάλιο του πλοίου το κρίνει καλύτερα ο πλοίαρχος από τον κατασκευαστή του και τα φαγητά του συμποσίου ο συνδαιτυμόνας και όχι ο μάγειρας». Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχει καλύτερος κριτής για το δάσκαλο από τους μαθητές ούτε καλύτερος κριτής για το νομοθέτη από το λαό που εφαρμόζει τους νόμους. Κι αυτή ακριβώς είναι η δυναμική της λαϊκής κυριαρχίας, αφού σε τελική ανάλυση και οι νόμοι και τα πολιτεύματα και η παιδεία και η δικαιοσύνη (και οτιδήποτε αφορά την κοινωνία) δεν μπορούν να έχουν κανένα άλλο σκοπό απ’ το να υπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες. Και δεν μπορεί να βρεθεί πιο αρμόδιος από τον ίδιο το λαό για να κρίνει το κατά πόσο εκπληρώνονται οι ανάγκες του: «Επομένως δικαίως το πλήθος έχει μεγαλύτερα κυριαρχικά δικαιώματα, γιατί ο δήμος, η βουλή και το δικαστήριο αποτελούνται από πολλούς». Και σε περίπτωση που κάποιος επιμένει ότι η συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα πρέπει να εξασφαλίζεται με βάση τα εισοδήματα, ο Αριστοτέλης είναι κατηγορηματικός: «Επιπλέον το εισόδημα όλων αυτών είναι μεγαλύτερο από το εισόδημα του καθένα χωριστά και των λίγων που δικαιούνται να φτάνουν στα ανώτερα αξιώματα».
Κι αν το γεγονός ότι τα ανώτερα αξιώματα προορίζονται για τους οικονομικά ισχυρούς δημιουργεί δικαιολογημένο προβληματισμό, αφού στην ουσία δεν υπάρχει ισονομία στο εκλέγεσθαι, ο Αριστοτέλης καθιστά σαφή την προτίμησή του προς τα συλλογικά – πολυπρόσωπα θεσμικά όργανα όπως η βουλή και το δικαστήριο κι όχι προς τη συγκέντρωση της εξουσίας σε ένα μόνο πρόσωπο: «Ο πολιτικός έλεγχος των αρχόντων και οι εκλογές τους είναι πολύ σημαντικά δικαιώματα, τα οποία σε ορισμένα πολιτεύματα, ως γνωστόν, ανατίθενται στο λαό, γιατί η εκκλησία του δήμου είναι κυρίαρχη σε όλα αυτά. Έτσι, αν και πολίτες με χαμηλά εισοδήματα και οποιασδήποτε ηλικίας μετέχουν στην εκκλησία, διασκέπτονται στη βουλή και δικάζουν, όμως ταμίες, στρατηγοί και ανώτατοι αξιωματούχοι γίνονται πολίτες με μεγάλα εισοδήματα». Κατά συνέπεια «ούτε ο δικαστής ούτε ο βουλευτής ούτε το μέλος της εκκλησίας του δήμου είναι άρχοντας, αλλά το δικαστήριο, η βουλή και η εκκλησία του δήμου. Απλώς ο καθένας τους είναι μόριό τους». Κι εδώ έγκειται η υπεροχή των συλλογικών οργάνων. Στο γεγονός ότι δεν αναδεικνύουν μεμονωμένους άρχοντες αλλά την αρχή της ίδιας της συλλογικότητας που τίθεται υπεράνω όλων των προσώπων που την αποτελούν.
Κι αυτή ακριβώς είναι η αριστοτελική αρχή της μεσότητας που αφορά και τα εισοδήματα. Γιατί εφόσον ούτε η επικράτηση των φτωχών ούτε των πλουσίων ευνοούν την πόλη κι εφόσον η πλειοψηφία που διαμορφώνει τη συλλογικότητα είναι αυτή που καθορίζει τις πολιτικές αποφάσεις, δε μένει παρά η διαμόρφωση μιας οικονομικής οργάνωσης τέτοιας που θα επιφέρει την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης η οποία θα εξισορροπεί τα εξ’ ορισμού αντιμαχόμενα συμφέροντα των άλλων τάξεων. Κι η ανάδειξη της μεσότητας ως ταξικό ιδανικό δε σηματοδοτεί μόνο την ιδεολογική τεκμηρίωση αναφορικά με το αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο των περισσότερων, αλλά και τη συνεπακόλουθη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στις περιουσίες των πλούσιων και των φτωχών. Γιατί η πεποίθηση της αναγκαιότητας των ορίων τόσο στη φτώχεια όσο και στον πλούτο δεν είναι τίποτε άλλο από την καταδίκη του άμετρου πλουτισμού, που δεν μπορεί παρά να έχει το αντίβαρο της άμετρης φτώχειας ή, για να το πούμε απλά, αν η υπεροχή της μιας ή της άλλης τάξης είναι ζημιογόνα για την πόλη, δε μένει παρά να δεχτούμε ότι μόνο η άμβλυνση της οικονομικής ανισότητας και η ανάδειξη της μεσαίας τάξης μπορούν να επιφέρουν τη σύμπνοια (δηλαδή την πρόοδο) της κοινωνίας. Το ότι μιλάμε για οικονομική άμβλυνση κι όχι για εξίσωση είναι θέμα αξιοκρατίας που οφείλει να εκδηλωθεί και περιουσιακά. Γιατί το μέγεθος της περιουσίας αφορά την ανταμοιβή και η διαμόρφωση της ανταμοιβής ανάλογα με την προσφορά του καθενός είναι μορφή δικαιοσύνης. Όμως ταυτόχρονα δεν υπάρχει και μεγαλύτερη αδικία από την άμετρη φτώχεια. Κι αυτά είναι τα οικονομικά όρια που θέτει ο Αριστοτέλης.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου