Οι εξερευνήσεις σε θάλασσες και στεριές δεν είναι ανακάλυψη των νεώτερων χρόνων. Τις πραγματοποιούσαν από αμνημονεύτων ετών όχι μόνο οι αρχαίοι ημών πρόγονοι αλλά και άλλοι αρχαίοι λαοί, με πρώτους και καλύτερους τους Αιγύπτιους και τους Κινέζους.
Ο διάδοχος του Δαρείου, ο Ξέρξης, θέλησε να ακολουθήσει τις εξερευνητικές αποστολές του πατέρα του αλλά και του Νεχώ. Είχε φαίνεται ακούσει πως οι Καρχηδόνιοι έστελναν εξερευνητές στις δυτικές ακτές της Αφρικής και θέλησε να τους μιμηθεί. Αντί όμως να προσλάβει κάποιον έμπειρο Έλληνα ή Φοίνικα θαλασσόλυκο, εμπιστεύθηκε έναν Πέρση αριστοκράτη, που επί πλέον ήταν μαλθακός και κακομαθημένος.
Ο Σατάσπης, γιος του Τεάσπιος ήταν από την ίδια με τον Ξέρξη γενιά, δηλαδή Αχαιμενίδης και καθώς ήταν αριστοκράτης από σόι, φανταζόταν πως ήταν υπεράνω των νόμων. Έτσι έφτασε κάποτε να βιάσει μια παρθένα, την κόρη του Ζωπύρου, του γιου του Μεγάβυζου. Ο περσικός νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν ρητός και άτεγκτος: ο ένοχος καταδικαζόταν σε ανασκολοπισμό, δηλαδή σε παλούκωμα – έναν φρικτό τρόπο θανάτωσης.
Η μητέρα του, που ήταν αδελφή του Δαρείου, θεία δηλαδή του Ξέρξη, έπεσε στα πόδια του βασιλιά και του πρότεινε μια, κατά τη γνώμη της, μεγαλύτερη ποινή: να στείλουν τον Σατάσπη να περιπλεύσει την Αφρική, από τις εκβολές του Νείλου ως την Ερυθρά θάλασσα. Ο Ξέρξης δέχτηκε και ο Σατάσπης πήγε στην Αίγυπτο, αρμάτωσε ένα πλοίο και ξεκίνησε με δυτική κατεύθυνση. Περιέπλευσε τις ακτές της Βόρειας Αφρικής, έφτασε στις Στήλες του Ηρακλέους (τα Στενά του Γιβλαρτάρ), ακολούθησε την ακτή προς νότον, πέρασε το ακρωτήριο Σολόεις (το σημερινό ακρωτήριο Καντίν του Μαρόκου) και προχώρησε ακόμα νοτιότερα. Τότε όμως βαρέθηκε ή φοβήθηκε να συνεχίσει. Ήδη θαλασσοδερνόταν πολλούς μήνες και η προοπτική να ταξιδεύει άλλα δύο ή τρία χρόνια δεν του άρεσε καθόλου.
Αποφάσισε λοιπόν να γυρίσει πίσω. Όταν κάποτε έφτασε μπροστά στον Ξέρξη, άρχισε να του αφηγείται σημεία και τέρατα για τις περιπέτειες που δήθεν αντιμετώπισε στο ταξίδι του, βγάζοντας τις περισσότερες από το μυαλό του. Του είπε πως έφτασε σε μια χώρα νάνων με κόκκινα φορέματα που όταν έβλεπαν τους Πέρσες ναύτες να βγαίνουν στη στεριά άφηναν τα σπίτια τους και παίρναν τα βουνά. Ύστερα το καράβι του κόλλησε κάπου και δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει πίσω.
Ο Ξέρξης δεν έχαψε τα παραμύθια του Σατάσπη και αποφάσισε να επαναφέρει την αρχική ποινή. Έτσι ο κάλπικος εξερευνητής ανασκολοπήθηκε. Την ιστορία του φαίνεται πως ο Ηρόδοτος την άκουσε από τον ευνούχο του Σατάσπη, που όταν το αφεντικό του θανατώθηκε, δραπέτευσε στη Σάμο, με πολλά λεφτά, που του τα είχε εμπιστευθεί πριν τον σκοτώσουν. Δεν χάρηκε όμως τα ξένα λεφτά, γιατί του τα έκλεψε ένας Σαμιώτης, το όνομα του οποίου, μολονότι το ήξερε ο Ηρόδοτος, (που μας λέει όλη αυτή την ιστορία στο 4ο βιβλίο του – Μελπομένη – παράγραφοι 41-45) μεγαλοψύχως φερόμενος το αποσιωπά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου