κλήϊσεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων.
Σιγῇ δ᾽ ἐξ οἴκοιο Φιλοίτιος ἆλτο θύραζε,
κλήϊσεν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα θύρας εὐερκέος αὐλῆς.
390 κεῖτο δ᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης
βύβλινον, ᾧ ῥ᾽ ἐπέδησε θύρας, ἐς δ᾽ ἤϊεν αὐτός·
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ ἐπὶ δίφρον ἰών, ἔνθεν περ ἀνέστη,
εἰσορόων Ὀδυσῆα. ὁ δ᾽ ἤδη τόξον ἐνώμα
πάντῃ ἀναστρωφῶν, πειρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα,
395 μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ἦ τις θηητὴρ καὶ ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων·
ἤ ῥά νύ που τοιαῦτα καὶ αὐτῷ οἴκοθι κεῖται,
ἢ ὅ γ᾽ ἐφορμᾶται ποιησέμεν, ὡς ἐνὶ χερσὶ
400 νωμᾷ ἔνθα καὶ ἔνθα κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης.»
Ἄλλος δ᾽ αὖ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«αἲ γὰρ δὴ τοσσοῦτον ὀνήσιος ἀντιάσειεν
ὡς οὗτός ποτε τοῦτο δυνήσεται ἐντανύσασθαι.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν μνηστῆρες· ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,
405 αὐτίκ᾽ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντῃ,
ὡς ὅτ᾽ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς
ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν,
ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,
ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.
410 δεξιτερῇ δ᾽ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς·
ἡ δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.
μνηστῆρσιν δ᾽ ἄρ᾽ ἄχος γένετο μέγα, πᾶσι δ᾽ ἄρα χρὼς
ἐτράπετο. Ζεὺς δὲ μεγάλ᾽ ἔκτυπε σήματα φαίνων·
γήθησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
415 ὅττι ῥά οἱ τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω·
εἵλετο δ᾽ ὠκὺν ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ
γυμνός· τοὶ δ᾽ ἄλλοι κοίλης ἔντοσθε φαρέτρης
κείατο, τῶν τάχ᾽ ἔμελλον Ἀχαιοὶ πειρήσεσθαι.
τόν ῥ᾽ ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε,
420 αὐτόθεν ἐκ δίφροιο καθήμενος, ἧκε δ᾽ ὀϊστὸν
ἄντα τιτυσκόμενος, πελέκεων δ᾽ οὐκ ἤμβροτε πάντων
πρώτης στειλειῆς, διὰ δ᾽ ἀμπερὲς ἦλθε θύραζε
ἰὸς χαλκοβαρής· ὁ δὲ Τηλέμαχον προσέειπε·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ σ᾽ ὁ ξεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει
425 ἥμενος, οὐδέ τι τοῦ σκοποῦ ἤμβροτον οὐδέ τι τόξον
δὴν ἔκαμον τανύων· ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν,
οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται.
νῦν δ᾽ ὥρη καὶ δόρπον Ἀχαιοῖσιν τετυκέσθαι
ἐν φάει, αὐτὰρ ἔπειτα καὶ ἄλλως ἑψιάασθαι
430 μολπῇ καὶ φόρμιγγι· τὰ γάρ τ᾽ ἀναθήματα δαιτός.»
Ἦ καὶ ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσεν· ὁ δ᾽ ἀμφέθετο ξίφος ὀξὺ
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
ἀμφὶ δὲ χεῖρα φίλην βάλεν ἔγχεϊ, ἄγχι δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ
πὰρ θρόνον ἑστήκει κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ.
Σιγῇ δ᾽ ἐξ οἴκοιο Φιλοίτιος ἆλτο θύραζε,
κλήϊσεν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα θύρας εὐερκέος αὐλῆς.
390 κεῖτο δ᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης
βύβλινον, ᾧ ῥ᾽ ἐπέδησε θύρας, ἐς δ᾽ ἤϊεν αὐτός·
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ ἐπὶ δίφρον ἰών, ἔνθεν περ ἀνέστη,
εἰσορόων Ὀδυσῆα. ὁ δ᾽ ἤδη τόξον ἐνώμα
πάντῃ ἀναστρωφῶν, πειρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα,
395 μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ἦ τις θηητὴρ καὶ ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων·
ἤ ῥά νύ που τοιαῦτα καὶ αὐτῷ οἴκοθι κεῖται,
ἢ ὅ γ᾽ ἐφορμᾶται ποιησέμεν, ὡς ἐνὶ χερσὶ
400 νωμᾷ ἔνθα καὶ ἔνθα κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης.»
Ἄλλος δ᾽ αὖ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«αἲ γὰρ δὴ τοσσοῦτον ὀνήσιος ἀντιάσειεν
ὡς οὗτός ποτε τοῦτο δυνήσεται ἐντανύσασθαι.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν μνηστῆρες· ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,
405 αὐτίκ᾽ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντῃ,
ὡς ὅτ᾽ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς
ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν,
ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,
ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.
410 δεξιτερῇ δ᾽ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς·
ἡ δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.
μνηστῆρσιν δ᾽ ἄρ᾽ ἄχος γένετο μέγα, πᾶσι δ᾽ ἄρα χρὼς
ἐτράπετο. Ζεὺς δὲ μεγάλ᾽ ἔκτυπε σήματα φαίνων·
γήθησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
415 ὅττι ῥά οἱ τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω·
εἵλετο δ᾽ ὠκὺν ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ
γυμνός· τοὶ δ᾽ ἄλλοι κοίλης ἔντοσθε φαρέτρης
κείατο, τῶν τάχ᾽ ἔμελλον Ἀχαιοὶ πειρήσεσθαι.
τόν ῥ᾽ ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε,
420 αὐτόθεν ἐκ δίφροιο καθήμενος, ἧκε δ᾽ ὀϊστὸν
ἄντα τιτυσκόμενος, πελέκεων δ᾽ οὐκ ἤμβροτε πάντων
πρώτης στειλειῆς, διὰ δ᾽ ἀμπερὲς ἦλθε θύραζε
ἰὸς χαλκοβαρής· ὁ δὲ Τηλέμαχον προσέειπε·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ σ᾽ ὁ ξεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει
425 ἥμενος, οὐδέ τι τοῦ σκοποῦ ἤμβροτον οὐδέ τι τόξον
δὴν ἔκαμον τανύων· ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν,
οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται.
νῦν δ᾽ ὥρη καὶ δόρπον Ἀχαιοῖσιν τετυκέσθαι
ἐν φάει, αὐτὰρ ἔπειτα καὶ ἄλλως ἑψιάασθαι
430 μολπῇ καὶ φόρμιγγι· τὰ γάρ τ᾽ ἀναθήματα δαιτός.»
Ἦ καὶ ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσεν· ὁ δ᾽ ἀμφέθετο ξίφος ὀξὺ
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
ἀμφὶ δὲ χεῖρα φίλην βάλεν ἔγχεϊ, ἄγχι δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ
πὰρ θρόνον ἑστήκει κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ.
***
Προτού τελειώσει ο λόγος του έφτασε στον σκοπό του:
κλείνει η Ευρύκλεια τα δυο θυρόφυλλα της όμορφης μεγάλης
αίθουσας, ενώ ο Φιλοίτιος, χωρίς κανένας να τον πάρει είδηση,
γλίστρησε έξω και σφραγίζει τα φύλλα της περίφρακτης αυλόθυρας
390 μ᾽ ένα καννάβινο σκοινί — το βρήκε στο χαγιάτι, σύνεργο
καραβιού κυρτού στις άκρες του· μ᾽ αυτό ο Φιλοίτιος ασφάλισε
την έξω πόρτα, ύστερα μπήκε πάλι μέσα, πιάνοντας το σκαμνί
απ᾽ όπου ανασηκώθηκε, και κάρφωσε στον Οδυσσέα το μάτι του.
Αυτός εξέταζε κιόλας το τόξο σ᾽ όλες του τις μεριές, το στριφογύρισε,
το ᾽φερε πάνω κάτω, προσέχοντας μήπως ο σκόρος έφαγε
τα δυο του κέρατα, όσο το αφεντικό του τόξου έλειπε στα ξένα.
Οπότε κάποιος, κόβοντας κίνηση, γύρισε κι έλεγε στον διπλανό του:
«Κοίτα πώς ψάχνει ο παμπόνηρος το τόξο, ίσως και να ᾽χει ο ίδιος
τέτοιο πράγμα στο δικό του σπίτι, εκτός κι αν σκέφτεται
να φτιάξει ένα παρόμοιο — γι᾽ αυτό το πασπατεύει εδώ κι εκεί,
400 ένας κακόζηλος αυτός αλήτης.»
Αλλά και κάποιος άλλος, ξιπασμένος νεαρός, πρόσθεσε λέγοντας:
«Μακάρι τόσο το όφελος να μείνει και μετά, αν βρει ποτέ
τη δύναμη το τόξο να τανύσει.»
Κι ενώ οι μνηστήρες τον γλωσσότρωγαν, ο Οδυσσέας πολύβουλος,
αφού είχε ψάξει από παντού το τόξο, τώρα το κράτησε
γερά μέσα στα χέρια του.
Πώς ένας αοιδός, που ξέρει από κιθάρα και τραγούδι,
εύκολα τη χορδή τεντώνει στο καινούργιο της στριφτάρι, δένοντας
πάνω κάτω καλοστριμμένη την αρνίσια κόρδα·
410 έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο, μετά με το δεξί του χέρι
τη χορδή δοκίμασε, κι αυτή κελάηδησε καλά σαν χελιδόνα.
Τότε οι μνηστήρες ένιωσαν πανικό, πρασίνισε το μούτρο τους·
και πάνω εκεί ο Δίας βρόντηξε βροντή μεγάλη και σημαδιακή.
Ένιωσε μέσα του χαρά βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
που ο γιος του δολοπλόκου Κρόνου έστειλε το σημάδι του.
Άρπαξε ευθύς μια γρήγορη σαΐτα — ήταν εκεί γυμνή
στο πλαϊνό τραπέζι· περίμεναν οι άλλες στη βαθιά φαρέτρα,
που θα τις ένιωθαν σε λίγο οι μνηστήρες στο κορμί τους.
Το τόξο μεσοπιάνοντας στον πήχη, τέντωσε τη χορδή
420 με τη διχαλωτή σαΐτα, και καθισμένος στο σκαμνί ρίχνει
το βέλος σημαδεύοντας· πελέκι δεν απόμεινε ασημάδευτο·
η χάλκινη σαΐτα βρίσκοντας την πρώτη τρύπα, τις πέρασε όλες
φτάνοντας στην άκρη.
Τότε ο Οδυσσέας γύρισε λέγοντας στον Τηλέμαχο:
«Τηλέμαχε, δεν σε ντροπιάζει ο ξένος που φιλοξένησες εσύ
στο σπίτι σου. Άστοχος στον στόχο μου δεν φάνηκα μήτε και κόπιασα
το τόξο να τανύσω. Μου μένει ακόμη ακλόνητο
το μένος της ψυχής· να μη νομίσουν οι μνηστήρες πως αξίζω
την άτιμή τους καταφρόνεση.
Μα τώρα είναι η ώρα να ετοιμαστεί το δείπνο,
430 όσο ακόμη φέγγει· μετά θ᾽ αρχίσει το ξεφάντωμα με μουσική και με τραγούδι —συμπλήρωμα απαραίτητο σ᾽ ένα καλό τραπέζι.»
Είπε κι έκανε με το φρύδι νεύμα στον Τηλέμαχο· κι αυτός
ζώστηκε αμέσως κοφτερό σπαθί, ο γιος του θεϊκού Οδυσσέα,
πιάνει στο χέρι του το δόρυ, κι έτσι λαμπρά οπλισμένος με χαλκό,
στήθηκε πλάι στο σκαμνί, έτοιμος παραστάτης του πατέρα του.
Προτού τελειώσει ο λόγος του έφτασε στον σκοπό του:
κλείνει η Ευρύκλεια τα δυο θυρόφυλλα της όμορφης μεγάλης
αίθουσας, ενώ ο Φιλοίτιος, χωρίς κανένας να τον πάρει είδηση,
γλίστρησε έξω και σφραγίζει τα φύλλα της περίφρακτης αυλόθυρας
390 μ᾽ ένα καννάβινο σκοινί — το βρήκε στο χαγιάτι, σύνεργο
καραβιού κυρτού στις άκρες του· μ᾽ αυτό ο Φιλοίτιος ασφάλισε
την έξω πόρτα, ύστερα μπήκε πάλι μέσα, πιάνοντας το σκαμνί
απ᾽ όπου ανασηκώθηκε, και κάρφωσε στον Οδυσσέα το μάτι του.
Αυτός εξέταζε κιόλας το τόξο σ᾽ όλες του τις μεριές, το στριφογύρισε,
το ᾽φερε πάνω κάτω, προσέχοντας μήπως ο σκόρος έφαγε
τα δυο του κέρατα, όσο το αφεντικό του τόξου έλειπε στα ξένα.
Οπότε κάποιος, κόβοντας κίνηση, γύρισε κι έλεγε στον διπλανό του:
«Κοίτα πώς ψάχνει ο παμπόνηρος το τόξο, ίσως και να ᾽χει ο ίδιος
τέτοιο πράγμα στο δικό του σπίτι, εκτός κι αν σκέφτεται
να φτιάξει ένα παρόμοιο — γι᾽ αυτό το πασπατεύει εδώ κι εκεί,
400 ένας κακόζηλος αυτός αλήτης.»
Αλλά και κάποιος άλλος, ξιπασμένος νεαρός, πρόσθεσε λέγοντας:
«Μακάρι τόσο το όφελος να μείνει και μετά, αν βρει ποτέ
τη δύναμη το τόξο να τανύσει.»
Κι ενώ οι μνηστήρες τον γλωσσότρωγαν, ο Οδυσσέας πολύβουλος,
αφού είχε ψάξει από παντού το τόξο, τώρα το κράτησε
γερά μέσα στα χέρια του.
Πώς ένας αοιδός, που ξέρει από κιθάρα και τραγούδι,
εύκολα τη χορδή τεντώνει στο καινούργιο της στριφτάρι, δένοντας
πάνω κάτω καλοστριμμένη την αρνίσια κόρδα·
410 έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο, μετά με το δεξί του χέρι
τη χορδή δοκίμασε, κι αυτή κελάηδησε καλά σαν χελιδόνα.
Τότε οι μνηστήρες ένιωσαν πανικό, πρασίνισε το μούτρο τους·
και πάνω εκεί ο Δίας βρόντηξε βροντή μεγάλη και σημαδιακή.
Ένιωσε μέσα του χαρά βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
που ο γιος του δολοπλόκου Κρόνου έστειλε το σημάδι του.
Άρπαξε ευθύς μια γρήγορη σαΐτα — ήταν εκεί γυμνή
στο πλαϊνό τραπέζι· περίμεναν οι άλλες στη βαθιά φαρέτρα,
που θα τις ένιωθαν σε λίγο οι μνηστήρες στο κορμί τους.
Το τόξο μεσοπιάνοντας στον πήχη, τέντωσε τη χορδή
420 με τη διχαλωτή σαΐτα, και καθισμένος στο σκαμνί ρίχνει
το βέλος σημαδεύοντας· πελέκι δεν απόμεινε ασημάδευτο·
η χάλκινη σαΐτα βρίσκοντας την πρώτη τρύπα, τις πέρασε όλες
φτάνοντας στην άκρη.
Τότε ο Οδυσσέας γύρισε λέγοντας στον Τηλέμαχο:
«Τηλέμαχε, δεν σε ντροπιάζει ο ξένος που φιλοξένησες εσύ
στο σπίτι σου. Άστοχος στον στόχο μου δεν φάνηκα μήτε και κόπιασα
το τόξο να τανύσω. Μου μένει ακόμη ακλόνητο
το μένος της ψυχής· να μη νομίσουν οι μνηστήρες πως αξίζω
την άτιμή τους καταφρόνεση.
Μα τώρα είναι η ώρα να ετοιμαστεί το δείπνο,
430 όσο ακόμη φέγγει· μετά θ᾽ αρχίσει το ξεφάντωμα με μουσική και με τραγούδι —συμπλήρωμα απαραίτητο σ᾽ ένα καλό τραπέζι.»
Είπε κι έκανε με το φρύδι νεύμα στον Τηλέμαχο· κι αυτός
ζώστηκε αμέσως κοφτερό σπαθί, ο γιος του θεϊκού Οδυσσέα,
πιάνει στο χέρι του το δόρυ, κι έτσι λαμπρά οπλισμένος με χαλκό,
στήθηκε πλάι στο σκαμνί, έτοιμος παραστάτης του πατέρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου