«Το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί είναι να περάσουμε πλάι από την ευτυχία μας δίχως να την αναγνωρίσουμε: να περιμένουμε ένα θαυμαστό συμβάν που, κάποια μέρα, θα δικαιώσει ολόκληρη την ύπαρξή μας, δίχως να αντιλαμβανόμαστε πως το θαύμα υπάρχει μέσα στο συμβάν που βιώνουμε∙ να πιστεύουμε πως η ζωή μας, που για την ώρα δεν είναι παρά μια συγκεχυμένη κατάσταση, σύντομα θα αποκτήσει μια φοβερή ένταση: εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αναβολή των ηδονών, που μοιάζει αλλόκοτα με τη θρησκευτική άσκηση.
Λες και ύστερα από μία προϊστορία εντελώς πεζή, θα πρέπει να ακολουθήσει μία μεταμόρφωση, ένα οριστικό σβήσιμο της ανθρώπινης μιζέριας.
Οι χαμένες ευκαιρίες: μια λέξη που δεν προφέρθηκε, ένα χέρι που δεν απλώθηκε, μια χειρονομία που πήγε να γίνει αλλά τελικά δεν ολοκληρώθηκε, τόσες στιγμές που, από φόβο, από δειλία, δεν μεταστρέφουμε τη μοίρα μας. Πάρα πολύ νωρίς, πάρα πολύ αργά: υπάρχουν ζωές που μένουν εξ ολοκλήρου αφιερωμένες στο ανεισάκουστο, το ανεκπλήρωτο. Αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει, αυτό που δεν έγινε: μερικοί αρκούνται σε αυτή την παρωχημένη δυνητικότητα κι ο καθένας μας θα μπορούσε να γράψει την ιστορία των ανεκπλήρωτων πεπρωμένων του που τον ακολουθούν σαν φασματικές πιθανότητες.
Ο Μπρασσάι αφηγείται πως στα 22 του χρόνια ο Μαρσέλ Προυστ παθιάστηκε με έναν έφηβο, γιο κάποιου ανώτερου κρατικού λειτουργού της Γενεύης. Πίσω από τη φωτογραφία που ο νεαρός έδωσε στον Προυστ ήταν γραμμένη η ακόλουθη αφιέρωση, παρμένη από ένα σονέτο του προρραφαηλίτη Άγγλου ζωγράφου Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτι:
Look at my face; my name is Might Have Been, I am also called No More, Too Late, Farewell.
Η κάθε ζωή είναι μοναδική, γι' αυτό και απορρίπτει, αποκλείει κάποιες άλλες. Ή μάλλον, βασίζεται σε ένα έγκλημα: τον φόνο των δυνητικοτήτων που σκότωσε μην αφήνοντάς τες να αναπτυχθούν.
Κι όσο κι αν ξέρουμε πως την κάθε στιγμή μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα νέο ξεκίνημα, πως το παιχνίδι δεν τελειώνει μέχρι την τελευταία μας ώρα, το κάθε συμβάν είναι μοιραίο: αυτό που συμβαίνει διαγράφει κάποια άλλα ενδεχόμενα.
Και για εκείνους που δεν έχουν την εύνοια μιας δεύτερης ευκαιρίας, για εκείνους που η ιστορία «δεν τους δίνει ένα δεύτερο ραντεβού», αρχίζει τότε η περίοδος της ένδειας από δυνατότητες. Τα χέρια παύουν να απλώνονται προς αυτούς, ο δρόμος μπροστά τους δεν διακλαδίζεται πια, παραμένει απελπιστικά ίσιος και μονότονος.
Υπάρχει μια άλλη ζωή, πιο ωραία, πιο φλογερή!
Ποιο παιδί ή ποιος έφηβος που ασφυκτιά στους κόλπους μιας πληκτικής οικογένειας δεν άκουσε αυτό το κάλεσμα με ένα ρίγος ευχαρίστησης; Κανείς δεν είναι καταδικασμένος να παραμείνει προσκολλημένος στην καταγωγή του, το κοινωνικό, το γονεϊκό, το συζυγικό του περιβάλλον. Απλώς και μόνο το προαίσθημα ενός καλύτερου πεπρωμένου μερικές φορές μας επιτρέπει να γκρεμίσουμε τα τείχη που μας φυλακίζουν.
Η γοητεία των αναχωρήσεων, των ρήξεων είναι αυτή ακριβώς: μας πηγαίνουν στο άγνωστο και δημιουργούν μες στο υφάδι του χρόνου ένα καλόδεχτο σχίσιμο. Στις αρχές της ηδονής και της πραγματικότητας θα πρέπει να προσθέσουμε και μια τρίτη: την αρχή της εξωτερικότητας, μια και είναι το βασίλειο της ποικιλίας, της ανεξάντλητης γεύσης των πραγμάτων
Πρέπει να αφήνουμε ανοιχτή την πόρτα που βγάζει στην «έξω χώρα» (Λ. Κάρρολ), στο μυστήριο, στο ανεξερεύνητο, κι αυτή την πόρτα πρέπει να τη διαβούμε τουλάχιστον μια φορά, να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του αλλαχού που για άλλους είναι η έρημος, για άλλους η Ανατολή ή η Αφρική και για άλλους η ανακάλυψη μίας καινούριας σεξουαλικότητας, μίας κλίσης που είχαν καταπνίξει. Τότε τα πάντα διακόπτονται εν όψει της επικείμενης φυγής, του άλματος που θα μας γλιτώσει από τις ασφυκτικές δυνάμεις της ρουτίνας, του ασήμαντου. Φωτεινή στιγμή της άπαρσης για πιο όμορφα ακρογιάλια.
Όμως ενώ μπορούμε να ξαναπαίξουμε τη ζωή μας σαν ένα ζάρι που το ξαναρίχνουμε, να σαλπάρουμε προς καινούρια πεπρωμένα, δεν είναι αλήθεια πως μπορούμε να κάνουμε και οτιδήποτε, να γίνουμε ό,τι θέλουμε, να μπούμε διαδοχικά στο πετσί ενός επιστήμονα, ενός καλλιτέχνη, ενός κοσμοναύτη, και πως το «μοναδικό μας όριο θα είναι ο ουρανός». Αυτή είναι η αμερικανική νοοτροπία του can do, του «μπορείς να το κάνεις», που δεν θέτει κανένα όριο στις δυνατότητες του ατόμου, αρκεί να ανασκουμπωθεί και να στρωθεί στη δουλειά∙ αισιοδοξία ενός έθνους πιονιέρων, που πιστεύει στο πάντρεμα της αποτελεσματικότητας με τη βούληση.
Αυτό είναι ίσως το παράδοξο: επιδιώκοντας μια καλή ζωή οφείλουμε να υπακούμε σε δυο αντιφατικές προσταγές.
Να επωφελούμαστε πλήρως από αυτό που συμβαίνει, αλλά ταυτόχρονα να αφουγκραζόμαστε και αυτό που συμβαίνει αλλού.
Να διαθέτουμε τη μυωπική φρόνηση, τη βυθισμένη στο παρόν και ικανοποιημένη που είναι αυτό που είναι, και την πρεσβυωπική φρόνηση που καταστρώνει σχέδια και δεν αρκείται στην κατάστασή της.
Από τη μια μεριά η φιλοσοφία του carpe diem που μας καλεί να ζούμε την κάθε μέρα μας σαν να είναι η τελευταία, και από την άλλη η ελπίδα του καλύτερου, η άρνηση μιας επιβεβλημένης από την οικογένεια ή την κοινωνία ευτυχίας, εν ονόματι μίας επιθυμητής ευτυχίας.
Από τη μια η σύμπτυξη, η συστολή που μας κλείνει μες στα όρια του εαυτού μας και από την άλλη η επέκταση που μας διευρύνει στις διαστάσεις του σύμπαντος – γαλήνη ή ανησυχία, αυτάρκεια ή μέθη, σπάνια ξεφεύγουμε από αυτό το δίλημμα.»
P. Bruckner, Η αέναη ευφορία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου